(2001) 1 ΑΑΔ 839
[*839]21 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10619)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΣΑΒΒΑ ΚΑΚΟΨΙΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10624)
ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΚΟΨΙΤΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτικές Εφέσεις�Αρ. 10619, 10624)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αυτοκίνητο οδηγούμενο στο δρόμο Λεμεσού-Πλατρών, με κατεύθυνση προς Λεμεσό συγκρούστηκε με φορτηγό που οδηγείτο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως, το οποίο είχε κινηθεί δεξιότερα σε σχέση με την πορεία του ― Οδηγός φορτηγού κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Εγκεφαλική διάσειση, θλαστικό τραύμα στο κεφάλι, εκδορές στο πρόσωπο και μικρό θλαστικό τραύμα στη γλώσσα, εκδορές των χεριών και ελαφρό κάταγμα της στηλοειδούς αποφύσεως της ωλένης του αρι[*840]στερού καρπού, πολλαπλό κάταγμα διαφύσεως μηριαίου με μεγάλη μετατόπιση, παραμόρφωση δεξιού μηρού και θλαστικό τραύμα, βράχυνση σκέλους, μόνιμη χειρουργική ουλή στο δεξιό γλουτό και στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού ― Επιδικασθείσες από το πρωτόδικο Δικαστήριο £12.000 γενικές αποζημιώσεις κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £18.000.
Αμέλεια ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αποζημιώσεις ― Το ύψος το ποσού των αποζημιώσεων αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Τάση για σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Μείωση ικανότητας προς εργασία ― Ενάγων ηλικίας 31 ετών, αυτοεργοδοτούμενος ισιωτής αυτοκινήτων, με κατάλοιπα κακώσεων τα οποία μείωσαν τις αποθεματικές του ικανότητες κατά 15% ― Επιδίκαση ποσού £2.000 ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκές και αυξήθηκε σε £6.000 κατ’ έφεση.
Αποζημιώσεις ― Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Γενικές αποζημιώσεις – Καθορισμός αποζημιώσεων για μείωση εισοδηματικής ικανότητας ― Όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου η ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Ανάγκη εξειδίκευσης και απόδειξης.
Πρακτική ― Δικόγραφα ― Λεπτομέρειες ― Αξιώσεις που βασίζονται πάνω σε αμέλεια πρέπει να περιέχουν πλήρεις λεπτομέρειες.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον εφεσείοντα-ενάγοντα στην έφεση 10624 (ο ενάγων) συγκρούστηκε με φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγείτο εξ αντιθέτου από τον εφεσείοντα-εναγόμενο στην έφεση 10619 (ο εναγόμενος). Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο ενάγων υπέστη σωματικές βλάβες. Ήγειρε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αγωγή εναντίον του εναγομένου με την οποία [*841]αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του ενάγοντα, αναφορικά με το θέμα της ευθύνης και έκρινε ότι ο εναγόμενος έφερε την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Ο εναγόμενος αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης σε σχέση με το θέμα της ευθύνης με την έφεση 10619. Ο ενάγων, με την έφεση 10624 αμφισβήτησε την ορθότητα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων καθώς και εκείνη που σχετίζεται με την απώλεια απολαβών.
Έφεση 10619
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι εκινείτο επί του δρόμου Πλατρών-Λεμεσού, με κατεύθυνση προς Λεμεσό, ακολουθώντας ένα όχημα τύπου pick up Peugeot, του οποίου προηγείτο ένα φορτηγό. Η ταχύτητα του ήταν περίπου 30 – 40 μ.α.ω. Σε μια στιγμή το pick up κινήθηκε από δεξιά του φορτηγού και το προσπέρασε. Το όχημα του ενάγοντα κινήθηκε πιο μπροστά και πλησίασε το φορτηγό στα 10 μέτρα περίπου ακολουθώντας το. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα που προσπέρασε το pick up αντιλήφθηκε ένα όχημα (το όχημα του εναγομένου) σε απόσταση 2-3 μέτρα να κινείται προς το μέρος του και να προσκρούει επί του οχήματος του.
Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ατύχημα έγινε όπως το περιέγραψε ο ενάγων και ότι ο εναγόμενος ευθύνεται πλήρως για το ατύχημα.
Ο κύριος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ορθότητας του πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό είναι λανθασμένο, βασιζόμενο έστω και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της ευθύνης δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία ορθά κρίθηκε αξιόπιστη και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης.
Έφεση 10624
Αμφισβητείται η ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων και την απόρριψη της αξίωσης για απώλεια απολαβών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ενάγων είχε υποστεί [*842]τις πιο κάτω κακώσεις:
1. Κάπως σοβαρής μορφής εγκεφαλική διάσειση.
2. Θλαστικό τραύμα στη δεξιά βρεγματκή χώρα του τριχωτού της κεφαλής, εκδορές εις την αριστερά παρειά και πρόσωπο και μικρό θλαστικό τραύμα της γλώσσας.
3. Πολλαπλές εκδορές αμφότερων των χεριών και ελαφρό κάταγμα της στηλοειδούς αποφύσεως της ωλένης του αριστερού καρπού.
4. Πολλαπλό κάταγμα διαφύσεως αριστερού μηριαίου με μεγάλη μετατόπιση.
5. Επώδυνο εκχύμωση αριστερού καρπού.
6. Έντονο οίδημα, τοπική ευαισθησία και παραμόρφωση δεξιού μηρού και θλαστικό τραύμα.
7. Οίδημα και τοπική ευαισθησία στο δεξιό γόνατο.
8. Βράχυνση του σκέλους κατά 1½ εκ.
9. 6 εκ. μόνιμη χειρουργική ουλή στο δεξιό γλουτό και 27 εκ. μόνιμη χειρουργική ουλή στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού.
Ο ενάγων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 31 ετών και ήταν ισιωτής αυτοκινήτων, υποβλήθηκε σε τρεις χειρουργικές επεμβάσεις και του παραχωρήθηκε αναρρωτική άδεια τριών μηνών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό της τάξεως των £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Αναφορικά με την απώλεια απολαβών, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει τα εισοδήματα του κατά τον ουσιώδη χρόνο και μεταγενέστερα και κατά συνέπεια απέρριψε τις σχετικές αξιώσεις του ενάγοντα όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στην Έκθεση Απαίτησης. Αφού έλαβε υπόψη ότι η μείωση της ικανότητας του ενάγοντα για εργασία δεν είναι μεγάλη και δεν καθιστά αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος που γνωρίζει και ασκούσε καθώς και το ότι η μέθοδος του πολλαπλασιαστή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω ελλείψεως του πολλαπλασιαστέου γιατί ο ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε οικονομικό μέγεθος που αφορούσε τα έσοδα του, του επεδίκασε ποσό της τάξεως των £2.000.
[*843]Ο ενάγων κατ’ έφεση υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι:
1) Το ποσό των £12.000 των γενικών αποζημιώσεων είναι εξαιρετικά χαμηλό έτσι που να καθιστά την εκτίμηση των αποζημιώσεων λανθασμένη και το επιδικασθέν ποσό μη εύλογο και δίκαιο γιατί είναι πρόδηλα ανεπαρκές.
2) Η επιδίκαση ποσού £2.000 για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του είναι λανθασμένη. Δεν ελήφθησαν επαρκώς ή καθόλου υπ’ όψη όλοι οι αναγκαίοι παράγοντες και ειδικώτερα, οι παράγοντες της ηλικίας, της φύσης της εργασίας και των καταλοίπων, σε συσχετισμό με την εκτέλεση της εργασίας του.
3) Η μαρτυρία που παρουσίασε ήταν αρκετή για να αποδείξει τα εισοδήματα του και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του “ήταν γενική, αόριστη, χωρίς τεκμηρίωση και μη πειστική” είναι λανθασμένο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Έχει νομολογηθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα το πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας.
Στην παρούσα περίπτωση τα δεσπόζοντα στοιχεία τα οποία πρέπει να καθοδηγήσουν στη θεώρηση της επάρκειας των επίδικων αποζημιώσεων είναι η έκταση των κακώσεων, η μακρά περίοδος ανάρρωσης, η φύση της θεραπείας στην οποία έχει υποβληθεί ο ενάγων και τα κατάλοιπα των κακώσεων σε συνάρτηση με την ηλικία και τη φύση του επαγγέλματος του.
Το επιδικασθέν ποσό των £12.000 κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκές και πρέπει να αντικατασταθεί με ποσό £18.000.
[*844]2. Όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, η διαφαινόμενη ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης.
Λαμβάνονται υπόψη η φύση του επαγγέλματος του ενάγοντα, η ηλικία του, το ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του θα αισθάνεται ενοχλήσεις και ο παράγοντας της μείωσης της αποθεματικής ικανότητας του ενάγοντα κατά 15%. Αυτοί οι παράγοντες μειώνουν σε τέτοιο βαθμό την ικανότητα του ενάγοντα για εργασία έτσι ώστε το επιδικασθέν ποσό των £2.000 να καθίσταται έκδηλα ανεπαρκές και ένας παντελώς λανθασμένος υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων. Δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου και αύξηση του ποσού στις £6.000.
3. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Εναπόκειται στον ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί γενικής, αόριστης, χωρίς τεκμηρίωση και μη πειστικής μαρτυρίας ήταν πλήρως δικαιολογημένο.
Η έφεση 10619 απορρίφθηκε με έξοδα. Η έφεση 10624 επιτράπηκε μερικώς με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Koulias v. Polydorides a.ο. (1969) 1 C.L.R. 616,
Curium Palace Hotel Ltd v. Eracleous (1979) 1 C.L.R. 26,
Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779,
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269,
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
[*845]
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,
Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,
Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45,
Antoniou v. Iordanous a.ο. (1976) 1 C.L.R. 341,
Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,
Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453,
Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687,
Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd a.ο. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,
Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303,
Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1,
Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1181,
Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226,
Τιτώνη ν. Χαράλαμπος Πηλακούτας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 479,
Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου Σκάφους «Νίκη» (1994) 1 Α.Α.Δ. 510,
British Transport Commission v. Gourley [1956] A.C. 185.
Εφέσεις.
Έφεση από τον εναγόμενο (Π.Ε. 10619) κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 27/8/99 (Αρ. Αγωγής 5223/92) με την οποία κρίθηκε ότι αυτός είχε την αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα μεταξύ αυτού και του ενάγοντα και έφεση από τον ενάγοντα (Π.Ε. 10624) για την ορθότητα του μέρους της απόφασης σχετικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσε[*846]ων και την απόρριψη της αξίωσης για απώλεια απολαβών.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 10619 και για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 10624.
Κ. Χ’’ Πιέρας, για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 10619 και για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 10624.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:
Η αξίωση.
Η παρούσα διαδικασία πηγάζει από τροχαίο ατύχημα το οποίο έλαβε χώραν στο δρόμο Λεμεσού-Πλατρών. Αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον εφεσείοντα-ενάγοντα στην έφεση 10624 (ο ενάγων) συγκρούστηκε με φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγείτο εξ αντιθέτου από τον εφεσείοντα-εναγόμενο στην έφεση 10619 (ο εναγόμενος). Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο ενάγων υπέστει σωματικές βλάβες. Ήγειρε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, την αγωγή 5223/92 εναντίον του εναγομένου με την οποία αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του ενάγοντα, αναφορικά με το θέμα της ευθύνης για το ατύχημα, και απέρριψε εκείνη του εναγομένου. Συνεπακόλουθα έκρινε ότι ο τελευταίος έφερε την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.
Οι Εφέσεις.
Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης σε σχέση με το θέμα της ευθύνης έχει αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο με την Έφεση 10619. Η Έφεση 10624 έχει ασκηθεί από τον ενάγοντα. Ο τελευταίος έχει αμφισβητήσει την ορθότητα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων καθώς και εκείνη που σχετίζεται με την απώλεια απολαβών.
Η Έφεση 10619.
Όπως έχουμε ήδη υποδείξει με την πιο πάνω Έφεση ο εναγόμενος αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης που σχετίζεται με το θέμα της ευθύνης. Οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της ευθύνης είχαν σαν κύριο βάθρο τους τη μαρτυρία του ενάγοντα και εκείνη του [*847]εκτιμητή ζημιών Νίκου Μαρκουλλή. Θα αναφερθούμε στο κατάλληλο στάδιο στη μαρτυρία και στις σχετικές διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτό θα βοηθήσει στην κατανόηση της επιχειρηματολογίας του εναγομένου. Η εκδοχή του ενάγοντα, όπως έχει συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ως εξής:
«Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ενάγων εκινείτο επί του δρόμου Πλατρών-Λεμεσού με κατεύθυνση προς Λεμεσό. Λίγο πριν από το φράκτη Πολεμιδιών, ακολουθούσε ένα όχημα τύπου pick up Peugeot, ενώ αυτού προηγείτο ένα φορτηγό. Η ταχύτητα του ήτο 30-40 μ.α.ω. περίπου. Οι αποστάσεις σε σχέση με το όχημα του ενάγοντα ήτο 10 μέτρα περίπου πιο μπροστά το pick-up και 25-30 μέτρα περίπου το φορτηγό. Το όχημα του ήτο περί τα 2’ από την αριστερή άκρη του δρόμου. Το πλάτος του οχήματος του ήτο περίπου 5’, ενώ αυτό του φορτηγού 8’ περίπου.
Εις μια στιγμή το pick-up κινήθηκε από δεξιά του φορτηγού και το προσπέρασε. Το όχημα του ενάγοντα κινήθηκε πιο μπροστά και πλησίασε το φορτηγό στα 10 μέτρα περίπου ακολουθώντας το. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, 10’’-15’’ που προσπέρασε το pick-up, αντιλήφθηκε ένα όχημα σε απόσταση 2-3 μέτρα να κινείται προς το μέρος του και να προσκρούει επί του οχήματος του. Ακολούθως δεν θυμάται οτιδήποτε άλλο καθότι λιποθύμησε.»
Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο η εκδοχή του ενάγοντα «συμφωνεί με τις ζημιές και των δύο οχημάτων (κυρίως κτύπημα κ.τ.λ.)». Πέραν τούτου, παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του ενάγοντα «επί του θέματος ήτο φυσική, θετική και πειστική» και ότι αυτός «έλεγε την αλήθεια και είναι αξιόπιστος» όσον αφορά το θέμα της ευθύνης.
Η εκδοχή του εναγομένου έχει συνοψισθεί ως εξής από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε το φορτηγό του στο δρόμο Λεμεσού-Πλατρών με κατεύθυνση προς Πλάτρες έμφορτο με τούβλα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου από απέναντι είδε να κινείται ένα φορτηγό όχημα και ένα pick-up Peugeot να βγαίνει από πίσω για να προσπεράσει. Ο ίδιος τότε κινήθηκε προς το παγκέτο καθότι έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος ώστε να δώσει την ευκαιρία εις το Peugeot να προσπεράσει ως ανωτέρω. Αριστερά μετά από το παγκέτο υπήρχαν ακακίες και ακολούθως [*848]γκρεμός. Οι αριστεροί τροχοί του οχήματος του ευρίσκοντο εις το παγκέτο. Εις την αντεξέταση του πρόσθεσε και τον οπίσθιο δεξιό τροχό. Το Peugeot προσπέρασε. Τη στιγμή που προσπαθούσε να βγάλει το όχημα του από το παγκέτο, ο ενάγοντας εμφανίσθηκε πίσω από το φορτηγό προκείμενου να το προσπεράσει. Όταν πλέον το όχημα του εναγομένου ευρισκόταν ολόκληρο εις το δρόμο, έγινε η σύγκρουση των δύο οχημάτων.»
Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ατύχημα και η σύγκρουση των δύο οχημάτων «έγινε όπως την περίγραψε ο ενάγοντας» (βλ. σελ. 106, πιο πάνω) και ότι ο εναγόμενος ευθύνεται πλήρως για το ατύχημα. Έκρινε περαιτέρω ότι «εις τον ενάγοντα δεν δύναται ν’ αποδοθεί ουδέν ποσοστό ευθύνης». Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Εκινείτο εις το μέρος του δρόμου που εδικαιούτο να κινείται, δεν υπάρχει μαρτυρία δια υπερβολική ταχύτητα υπό τις περιστάσεις εκ μέρους του, αντίθετα η μαρτυρία είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση και τέλος η σύγκρουση από το χρόνο που αντιλήφθηκε το όχημα του εναγομένου επήλθε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που δεν είχε περιθώριο αντίδρασης.»
Ο κύριος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ορθότητας του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος ευθύνεται για το ατύχημα. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό είναι λανθασμένο βασιζόμενο έστω και στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προς υποστήριξη του σχετικού λόγου της έφεσης η κα. Ερωτοκρίτου έχει αναπτύξει διάφορα επιχειρήματα στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Πρώτο επιχείρημα – Δεν υπάρχει στα δικόγραφα του ενάγοντα ισχυρισμός πως ο εναγόμενος εισήλθε στην πορεία του ενάγοντα ή ότι η σύγκρουση έλαβε χώραν στην πορεία του ενάγοντα.
Το πιο πάνω επιχείρημα είχε τεθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε ότι το θέμα καλύπτεται από την παραγ. 2 της έκθεσης απαίτησης και τις λεπτομέρειες αμέλειας (α), (β) και (γ)*.
Το σχετικό επιχείρημα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την μαρτυρία του ενάγοντα. Ο τελευταίος είπε ότι ενώ βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό «αντιλήφθηκε ένα όχημα σε απόσταση 2-3 μ. να κινείται προς το μέρος του και να προσκρούει επί του οχήματος του».
Λαμβάνουμε υπόψη το λεκτικό των πιο πάνω παραγράφων της έκθεσης απαίτησης ιδιαίτερα εκείνο της παραγ. 2 σύμφωνα με το οποίο «ο ενάγων οδηγούσε νόμιμα και κανονικά στον δρόμο Λεμεσού-Πλατρών». Είναι νομολογημένο ότι αξιώσεις που βασίζονται πάνω σε αμέλεια πρέπει να περιέχουν πλήρεις λεπτομέρειες (Koulias v. Polydorides and Others (1969) 1 C.L.R. 616). Παρόλο ότι το επίδικο δικόγραφο δεν εξειδικεύει με την απαραίτητη λεπτομέρεια και πληρότητα την αμέλεια που αποδίδεται στον εναγόμενο εν τούτοις εξεταζόμενο στο σύνολο του είναι αρκετά ευρύ ώστε να καλύπτει τη μαρτυρία του ενάγοντα (Curium Palace Hotel Ltd v. Eracleous (1979) 1 C.L.R. 26). Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Προσθέτουμε ότι ο εναγόμενος μπορούσε να ζητήσει λεπτομέρειες του ισχυρισμού της πιο πάνω παραγ. 2 της έκθεσης απαίτησης καθώς και των λεπτομερειών αμέλειας (Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779). Όχι μόνο δεν το έπραξε αλλά δεν ήγειρε ένσταση κατά την προσαγωγή της σχετικής μαρτυρίας από τον ενάγοντα.
Δεύτερο επιχείρημα – Με τη μαρτυρία που ο ίδιος ο ενάγων παρουσίασε, έστω και αν η υπεράσπιση από την πλευρά της δεν έφερνε μαρτυρία, έχει καταδειχθεί πως το ατύχημα έγινε υπό το κράτος της αγωνίας της στιγμής δηλαδή όταν ο ενάγων προσπαθούσε να αποφύγει την σύγκρουση με το άγνωστο Peugeot pick-up και στη συνέχεια να αποφύγει την πτώση του με το φορτηγό στον γκρεμό.
[*850]Παρόμοιο επιχείρημα είχε τεθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και έχει τύχει της πιο κάτω αντιμετώπισης:
«Εις τα περιστατικά της παρούσης υποθέσεως, με όλο το σεβασμό δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Ο εναγόμενος δεν τέθηκε υπό αγωνία και δίλημμα ή αντιμέτωπος να επιλέξει μέτρα δι’ αποφυγή συγκρούσεως. Ο κίνδυνος που του δημιούργησε το άγνωστο όχημα Peugeot αντιμετωπίσθηκε απ’ αυτό επιτυχώς νωρίτερα οδηγώντας το φορτηγό του εις το παγκέτο αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Εν συνεχεία με χαμηλή ταχύτητα, όπως ο ισχυρισμός του εναγομένου, επανέφερε το όχημα του ολόκληρο εις την άσφαλτο από το παγκέτο, εγχείρημα το οποίο ο ίδιος δεν θεώρησε επικίνδυνο. Ενώ ευρισκόταν εις την άσφαλτο χωρίς αντιμετώπιση οιουδήποτε κινδύνου, τότε κινήθηκε δεξιότερα σε σχέση με την πορεία του και προσέκρουσε εις το όχημα του ενάγοντα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πιστεύω ότι δεν τίθεται θέμα ότι ο εναγόμενος ευρίσκετο σε αγωνία στιγμής και ‘επιλογής μέτρων δι’ αποφυγή συγκρούσεως’.»
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παρατηρούμε, επίσης, ότι ο εναγόμενος δεν ήγειρε τέτοιο θέμα στα δικόγραφα του ή στη μαρτυρία του. Δεν είπε ποτέ ότι είχε ενεργήσει κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης. Η εκδοχή του, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι πριν την σύγκρουση και κατά την σύγκρουση το αυτοκίνητο του εκινείτο εις την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Το βάρος απόδειξης ότι η σύγκρουση έλαβε χώραν κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης το φέρει ο διάδικος ο οποίος την επικαλείται.
Το κατά πόσο ένα τροχαίο ατύχημα έχει λάβει χώραν κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης είναι θέμα που κυρίως βρίσκεται εντός της αποκλειστικής γνώσης του οδηγού που την επικαλείται γιατί η ύπαρξη ή όχι αγωνίας είναι θέμα υποκειμενικό. Επομένως ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να μιλήσει για αγωνία της σύγκρουσης είναι ο ίδιος ο οδηγός που προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό. Στην παρούσα υπόθεση ο εναγόμενος δεν έχει θέσει ποτέ με τη μαρτυρία του τέτοιο θέμα. Ο εναγόμενος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι με χαμηλή ταχύτητα επανέφερε το όχημα του ολόκληρο εις την άσφαλτο από το παγκέτο, εγχείρημα το οποίο δεν θεώρησε επικίνδυνο και όταν η μαρτυρία τον τοποθετεί στην πλευρά οδήγησης του αντιδίκου του να ισχυρίζεται – ταυτόχρονα – ότι αυτό έγινε κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης.
[*851]
Τρίτο επιχείρημα – Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε χωρίς καμιά αιτιολογία την εκδοχή του εναγομένου αναφορικά με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύγκρουσης.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύγκρουσης σχετίζονται με το προσπέρασμα του φορτηγού από το Peugeot pick-up. Η εκδοχή του εναγομένου επί του προκειμένου ήταν ότι κατά το προσπέρασμα εκείνο κινήθηκε προς το παγκέτο γιατί έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος ώστε να δώσει την ευκαιρία στο Peugeot να προσπεράσει.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην πιο πάνω εκδοχή του εναγομένου έθεσε το θέμα ως εξής:
«Ο κίνδυνος που του δημιούργησε το άγνωστο όχημα Peugeot αντιμετωπίσθηκε απ’ αυτό επιτυχώς νωρίτερα οδηγώντας το φορτηγό του εις το παγκέτο αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Εν συνεχεία με χαμηλή ταχύτητα, όπως ο ισχυρισμός του εναγομένου, επανέφερε το όχημα του ολόκληρο εις την άσφαλτο από το παγκέτο, εγχείρημα το οποίο ο ίδιος δεν θεώρησε επικίνδυνο.»
Θεωρούμε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελεί απόρριψη της σχετικής εκδοχής του εναγομένου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και δέχθηκε την εκδοχή του εναγομένου. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα μη αιτιολογημένης απόρριψης της εκδοχής του εναγομένου αναφορικά με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύγκρουσης.
Τέταρτο επιχείρημα – Η πλευρά του ενάγοντα δεν έχει στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε στοιχείο αμέλειας εναντίον του εναγομένου.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η σύγκρουση «έγινε όπως την περίγραψε ο ενάγοντας». Ο τελευταίος είπε ότι «αντιλήφθηκε ένα όχημα σε απόσταση 2-3 μ. να κινείται προς το μέρος του και να προσκρούει επί του οχήματος του». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι ενώ ο εναγόμενος «ευρισκόταν εις την άσφαλτο χωρίς αντιμετώπιση οιουδήποτε κινδύνου, τότε κινήθηκε δεξιότερα σε σχέση με την πορεία του και προσέκρουσε εις το όχημα του ενάγοντα». Η αποδοχή της μαρτυρίας του ενάγοντα και η τελευταία διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνιστούν το στοιχείο αμέλειας του εναγομένου, το οποίο αποτελείται από την οδήγηση του αυτοκινήτου του στην πλευρά οδήγησης του ενάγοντα. Το σχετικό επιχείρημα δεν ευσταθεί.
[*852]
Πέμπτο επιχείρημα – Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την παραδοχή του ενάγοντα ότι ο ίδιος μέσον του δικηγόρου του απευθύνθηκε με επιστολή του ημερ. 26.4.91 στο Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Μ.Ι.F.) αναγνωρίζοντας ότι κύρια ίσως και «η μόνη αιτία του ατυχήματος ήτο το αντικανονικό προσπέρασμα του αγνώστου πεζιώ που ανάγκασε το φορτηγό του εναγομένου να πέσει παγκέτο για να αποφύγει τη σύγκρουση και απαιτούσε να αποζημιωθεί για την αμέλεια του οδηγού του αγνώστου πεζιώ» και ότι όταν απερρίφθη η απαίτηση του ενάγοντα από το Μ.Ι.F. ήγειρε την παρούσα αγωγή το 1992.
Η αναφορά στο περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής είναι απαραίτητη.
Στην επιστολή εκείνη ο δικηγόρος του ενάγοντα αναφέρθηκε στην καταδίκη του ενάγοντα στην ποινική υπόθεση και στον παραμερισμό της καταδικαστικής απόφασης από το Εφετείο. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στα παραδεκτά – όπως τα αποκάλεσε γεγονότα της υπόθεσης – τα οποία έθεσε ως εξής:
«Ο πελάτης μου οδηγούσε το JJ52. Προπορευόταν άγνωστο πεζιώ pick-up και μπροστά από αυτό το φορτηγό ΕC428. Το άγνωστο πεζιώ επροσπέρασε κατά τρόπο επικίνδυνο το ΕC428, ενώ εξ αντιθέτου ερχόταν το επίσης φορτηγό ΕΑ946 το οποίο αναγκάσθη να πέση παγγέττο για να αποφύγη σύγκρουση με το άγνωστο πεζιώ.
Σύμφωνα με την μία εκδοχή (που δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο) ο πελάτης μου (κατηγορούμενος), αφού επανήλθε από το παγγέττο στο δρόμο το φορτηγό ΕΑ946, επεχείρησε να προσπεράση το προπορευόμενο του φορτηγό ΕC428 και προς τούτο πήρε την δεξιά πλευρά του δρόμου και συνεκρούσθη με το εξ αντιθέτου ερχόμενο φορτηγό ΕΑ946.
Σύμφωνα με την εκδοχή του πελάτη μου (κατηγορουμένου), που υποστηρίζεται από τον ανεξάρτητο μάρτυρα Ιωάννη Σωτηρίου, οδηγό του φορτηγού ΕC428 και τον εμπειρογνώμονα – εκτιμητή ζημιών Νίκο Μαρκουλλή, ουδέποτε επεχείρησε να προσπεράση το ΕC428, οδηγούσε πάντοτε στην αριστερά πλευρά του δρόμου, πίσω από το φορτηγό ΕC428 και συνεκρούσθη με το εξ αντιθέτου ερχόμενο φορτηγό ΕΑ946 όταν το τελευταίο στην προσπάθεια του να εισέλθη στον δρόμο από το παγγέττο, ήλθε στην αριστερή πλευρά του δρόμου και συνεκρούσθη με αυτοκί[*853]νητο του πελάτη μου.»
Τέλος ο δικηγόρος του ενάγοντα πρόβαλε τη θέση ότι «η κύρια, ίσως και η μόνη αιτία του δυστυχήματος, ήτο το αντικανονικό προσπέρασμα του αγνώστου πεζιώ pick-up που ανάγκασε το φορτηγό ΕΑ946 να πέση παγγέτο για να αποφύγη την σύγκρουση». «Ως εκ των ανωτέρω –κατέληξε η επιστολή του δικηγόρου του ενάγοντα – ο πελάτης μου υποβάλλει αίτηση για αποζημιώσεις δια σωματικές βλάβες, ζημιές και έξοδα που υπέστει λόγω αμέλειας του οδηγού του ως άνω αγνώστου πεζιώ».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στο θέμα έκρινε «ότι η διεκδίκηση αποζημιώσεως από το M.I.F. και το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 26.4.91 ουδόλως αποδυναμώνουν ή καταστρέφουν την εκδοχή του ενάγοντα». Σε άλλο σημείο της απόφασης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η πρωτοβουλία του ενάγοντα «ως εξεδηλώθη με το δικηγόρο του και παρουσιάζεται εις την επιστολή ημερ. 26.4.91 δεν δύναται ν’ αποστερήσει τον ενάγοντα από του να διεκδικήσει τα δικαιώματα του δικαστικώς».
Καθώς φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση οι πιο πάνω κρίσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου διατυπώθηκαν μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο πρωταγωνιστών – του εναγομένου και του ενάγοντα –στην οποία παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε στη συνέχεια.
Σχολιάζοντας της εκδοχή του εναγομένου ότι πριν την σύγκρουση «το φορτηγό του ευρίσκετο όλο και οι 4 τροχοί επί της ασφάλτου και εκινείτο εις την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση τις Πλάτρες και ότι το όχημα του ενάγοντα το τοποθετεί εις τη δική του λωρίδα κυκλοφορίας αμέσως πριν τη σύγκρουση το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε:
“Με αυτές τις συνθήκες όπως τις ισχυρίστηκε ο εναγόμενος, η σύγκρουση των δύο οχημάτων έπρεπε να ήτο μετωπική ή τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος των εμπρόσθιων μέρος των.
Αυτή η εκδοχή όμως δεν συμβιβάζεται με τα ευρήματα του Δικαστηρίου που ανέφερα πιο πριν, ήτοι ότι το κυρίως κτύπημα επί του οχήματος του ενάγοντα ήτο εις την πάνω καμάρα του δεξιού εμπρόσθιου τροχού και από πάνω.
Επίσης η ζημιά του οχήματος του εναγομένου σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή Μ.Υ.3, που έγινε εύρημα του Δικαστηρίου, ήτο εις τη δεξιά εμπρόσθια πλευρά.
[*854]
Ο εναγόμενος σε καμιά περίπτωση δεν ισχυρίστηκε ότι το όχημα του ενάγοντα λίγο πριν την σύγκρουση κινήθηκε αριστερά σε σχέση με την πορεία του, οπότε δυνατόν να δημιουργούντο άλλες σκέψεις. Η εκδοχή του ήτο σταθερή όπως την ανέφερα πιο πάνω.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω, είναι η εκδοχή του εναγομένου όσον αφορά τις συνθήκες που συνεκρούσθηκαν τα δύο οχήματα ως άνω να καταρρέει. Απώτερο αποτέλεσμα τούτου, είναι η εκδοχή του να απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως μη ανταποκρινόμενη προς την πραγματικότητα.
Αντίθετα, η εκδοχή του ενάγοντα συμφωνεί με τις ζημιές και των δύο οχημάτων ως τις ανέφερα λίγο πιο πάνω (κυρίως κτύπημα κ.τ.λ.). Πέραν τούτου, η μαρτυρία του επί του θέματος ήτο φυσική, θετική και πειστική. Πιστεύω ότι αυτός έλεγε την αλήθεια και έλεγε την αλήθεια όσον αφορά το πιο πάνω θέμα.»
Ποιά όμως ήταν η εκδοχή του ενάγοντα η οποία κρίθηκε φυσική και πειστική; Αυτή ήταν ότι ο εναγόμενος κινήθηκε προς το μέρος του και προσέκρουσε επί του οχήματος του. Η ίδια εκδοχή προβλήθηκε και στην πιο πάνω επιστολή αφού στην επιστολή αναφέρθηκε ότι το «εξ αντιθέτου ερχόμενο φορτηγό στην προσπάθεια του να εισέλθει στον δρόμο από το παγκέττο, ήλθε στην αριστερή πλευρά του δρόμου και συνεκρούσθη με το αυτοκίνητο του πελάτη μου».
Βλέπουμε λοιπόν πως η εκδοχή του ενάγοντα, όπως παρουσιάζεται στη μαρτυρία του και στην πιο πάνω επιστολή, είναι ταυτόσημη. Αυτό που αναδεικνύεται από την επιστολή είναι η νομική αξιολόγηση των γεγονότων από το δικηγόρο του ενάγοντα σύμφωνα με την οποία «η κύρια ίσως και η μόνη αιτία του δυστυχήματος ήτο το αντικανονικό προσπέρασμα του άγνωστου πεζιώ pick-up». Θεωρούμε ότι η νομική αξιολόγηση των γεγονότων από το δικηγόρο δεν μπορεί να δεσμεύει τον πελάτη. Έπεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε ορθά το θέμα της πιο πάνω επιστολής.
Έκτο επιχείρημα – Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα καθώς και εκείνη του Αστυνομικού Εξεταστή (Μ.Υ.3) Κουσιή και λανθασμένα απεφάσισε ότι ο τελευταίος δεν βρισκόταν στη σκηνή του δυστυχήματος κατά τη στιγμή της σύγκρουσης.
Έχουμε ήδη παραθέσει το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης [*855]που σχετίζεται με την απόρριψη της μαρτυρίας του εναγομένου (βλ. σελ. 113, πιο πάνω).
Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Υ.3 και 4 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στις διαφορές και αντιφάσεις στη μαρτυρία τους καθώς και στη μαρτυρία του εναγομένου και κατέληξε ως εξής:
«Οι διαφορές και αντιφάσεις που παρατηρούνται εις τους ισχυρισμούς του εναγομένου, Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4, που να σημειωθεί ότι καλύπτουν χρονικά σχεδόν όλη την εξέλιξη του θέματος υπό εξέταση, ήτοι από τη στιγμή μετά τη σύγκρουση μέχρι τη λήψη της κατάθεσης του Μ.Ε.1 (Τεκ. 1), είναι κατά την κρίση μου σοβαρές και κλονίζουν την αξιοπιστία των με αποτέλεσμα να μην δύναμαι να την δεχθώ.»
Ειδικά και σε σχέση με τη μαρτυρία του Αστυνομικού Εξεταστή, Μ.Υ.3, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι «ήταν φανερό κατά το χρόνο που κατάθετε ότι δεν θυμάται, ότι αυτοσχεδίαζε ορισμένες φορές και άλλαζε τη μαρτυρία του».
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 ήταν η απόρριψη της εκδοχής του ως προς το σημείο σύγκρουσης και της θέσης του «για λάδια, νερά και χώματα εις τη λωρίδα κυκλοφορίας του εναγομένου».
Είναι θεμελιωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους που οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας των πιο πάνω 3 μαρτύρων. Θεωρούμε ότι τα ευρήματα του ως προς την αξιοπιστία ήταν εύλογα επιτρεπτά και δεν διακρίνουμε περιθώριο επέμ[*856]βασης μας.
Έβδομο επιχείρημα – Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το Τεκ. 13 κατετέθη εκ συμφώνου για σκοπούς αντεξέτασης γιατί σε κανένα σημείο των πρακτικών δεν υπάρχει τέτοια επιφύλαξη.
Παρατηρούμε ότι η επίδικη αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχει επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα του. Επομένως δεν θα μπορούσε να αποτελέσει έγκυρο λόγο έφεσης.
Πρόσθετα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρόλο που στα πρακτικά δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιφύλαξη είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που είχε προηγηθεί της κατάθεσης του τεκμηρίου και της μαρτυρίας που ακολούθησε την κατάθεση του ότι το σχετικό τεκμήριο – πρακτικά της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 στην ποινική υπόθεση – είχε κατατεθεί για σκοπούς αντεξέτασης του Μ.Υ.4 (βλ. σελ. 285-287 των πρακτικών).
Όγδοο επιχείρημα – Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η σύγκρουση έγινε υπό γωνία, παραγνωρίζοντας τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα που κατέθεσε ότι όλα τα μούτρα του αυτοκινήτου του ήταν κτυπημένα, τη μαρτυρία του Αστυνομικού Εξεταστή (Μ.Υ.3), τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη του γκαράζ (Μ.Ε.5) που κατέθεσε ότι τα μούτρα του αυτοκινήτου του ενάγοντα ήταν κτυπημένα καθώς και την αδυναμία του εκτιμητή ζημιών Μαρκουλλή (Μ.Ε.7) να καταγράψει τις ζημιές γιατί δεν είχε τις δικές του φωτογραφίες.
Προς υποστήριξη του πιο πάνω επιχειρήματος η κα. Ερωτοκρίτου υπέβαλε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε εαυτόν εμπειρογνώμονα απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Αστυνομικού Εξεταστή για τα λάδια και τα χώματα στο σημείο Χ και αποφαινόμενο πως από τις ζημιές πάνω στα οχήματα και από την υπό γωνία σύγκρουση (που υπεδείχθη από τον Μ.Ε.7 Μαρκουλλή) μπορούσε να καταλήξει ότι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του εφεσίβλητου και όχι στο σημείο Χ.
Το μέρος της εισήγησης που σχετίζεται με την απόρριψη της μαρτυρίας του Αστυνομικού Εξεταστή έχει ήδη απαντηθεί (βλ. σελ. 114, πιο πάνω).
Συνεχίζουμε με το μέρος της εισήγησης που σχετίζεται με τη [*857]μαρτυρία του ενάγοντα. Είναι αλήθεια ότι ανέφερε «ότι όλο το μούτρο του αυτοκινήτου του είχε κτύπημα». Διευκρίνισε ωστόσο ότι «η κυρίως σύγκρουση ήταν πάνω στον τροχό του αυτοκινήτου» και ότι «το κτύπημα του αυτοκινήτου του ήταν στον δεξιό μπροστινό τροχό» (βλ. σελ. 40 των πρακτικών). Επομένως ο εναγόμενος δεν μπορεί να οικοδομήσει πάνω στη μαρτυρία του ενάγοντα. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη του γκαράζ (Μ.Ε.5) καθώς και τη μαρτυρία του Αστυνομικού Εξεταστή (Μ.Υ.3). Ο πρώτος κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα είχε «κτύπημα στα μούτρα» και ότι ήταν «ένα αυτοκίνητο κτυπημένο στη δεξιά πάντα και κρουσμένο» (βλ. σελ. 97 των πρακτικών). Ο δεύτερος (Μ.Υ.3) κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα ήταν κτυπημένο στη δεξιά εμπρόσθια πλευρά (βλ. σελ. 192 των πρακτικών).
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τη μαρτυρία του Μαρκουλλή (Μ.Ε.7) καθώς και τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προτού παραθέσουμε την απάντηση μας στις εισηγήσεις που σχετίζονται με τη μαρτυρία του.
Ο Μαρκουλλής είναι εκτιμητής ζημιών αυτοκινήτου. Ασκεί το επάγγελμα του από το 1969. Σπούδασε σε Κολλέγιο Αυτοκινήτων στην Αγγλία για 4 έτη και είναι μέλος του Institute of Motor Industry and Institute of Motοr Engineers όπου παρακολούθησε μαθήματα για 9 μήνες στη μηχανολογία, διαχείριση και αναπαράσταση δυστυχημάτων. Κατέθεσε ότι εξέτασε το αυτοκίνητο και διαπίστωσε ότι το κύριο κτύπημα επί του οχήματος του ενάγοντα «ευρίσκετο ακριβώς εις την πάνω πλευρά της καμάρας του εμπρόσθιου δεξιού τροχού». Κατέθεσε επίσης ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων «έγινε υπό γωνία» και ότι τα ευρήματα του δεν είναι συμβατά με μετωπική σύγκρουση. Έδωσε λεπτομερείς εξηγήσεις γιατί δεν μπορούσε η σύγκρουση να ήταν μετωπική.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Μαρκουλλής «ήταν εμπειρογνώμονας για το πεδίο εις το οποίο ανεφέρθη η μαρτυρία του». Έκρινε, επίσης, ότι ο Μαρκουλλής δεν μπορούσε να προβεί σε αναπαράσταση του ατυχήματος (accident reconstruction) γιατί «τα στοιχεία που ο ίδιος παραδέκτηκε ότι είναι αναγκαία εξέλειπαν». Έκρινε όμως ότι με τα στοιχεία που είχε ο Μαρκουλλής «μπορούσε να καταλήξει εις την γνώμη, πού έγινε η σύγκρουση επί του οχήματος του ενάγοντος». Αφού έλαβε υπόψη την ειλικρινή και αξιόπιστη – όπως την απεκάλεσε – μαρτυρία του Μαρκουλλή όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, ήτοι αυτά που είδε εις το όχημα του ενάγοντα, δηλαδή τις ζημιές και βλάβες του το Πρωτόδικο Δικα[*858]στήριο διαπίστωσε ότι «όσον αφορά το όχημα του ενάγοντος, το κυρίως κτύπημα επί του οχήματος ήτο εις την πάνω πλευρά της καμάρας του εμπρόσθιου δεξιού τροχού και από πάνω» και ότι το κτύπημα ήτο βίαιο.
Η θέση του εναγομένου ότι ο Μαρκουλλής δεν «είχε τις φωτογραφίες» είναι ορθή. Δεν τις παρουσίασε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Τις είχε παρουσιάσει στο Ποινικό Δικαστήριο και είχαν καταστραφεί «δια πυράς κατόπιν οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Κρατικού Αρχείου». Θεωρούμε ωστόσο ότι η απουσία των φωτογραφιών δεν μειώνει την αξία ή βαρύτητα της μαρτυρίας του Μαρκουλλή. Τα όσα κατέθεσε, περιλαμβανομένης και της αναφοράς του ότι «η σύγκρουση έγινε υπό γωνία», ήταν το προϊόν της εξέτασης από τον ίδιο αυτού τούτου του αυτοκινήτου και της εμπειρογνωμοσύνης του. Έπεται πως η εισήγηση που σχετίζεται με τη μαρτυρία του Μαρκουλλή δεν ευσταθεί. Ούτε η εισήγηση η οποία φέρει το Πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε καταστήσει τον εαυτό του εμπειρογνώμονα ευσταθεί. Η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της ευθύνης είχε σαν κύριο έρεισμα τη μαρτυρία του ενάγοντα η οποία υποστηριζόταν από τη μαρτυρία του Μαρκουλλή.
Έχουμε την άποψη πως οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της ευθύνης δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία η οποία κρίθηκε – ορθά – αξιόπιστη και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η Έφεση 10624.
Όπως έχουμε ήδη υποδείξει με την πιο πάνω Έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων και την απόρριψη της αξίωσης για απώλεια απολαβών.
Ο ενάγων υποστήριξε ότι το ποσό των £12.000 των γενικών αποζημιώσεων είναι εξαιρετικά χαμηλό έτσι που να καθιστά την εκτίμηση των αποζημιώσεων λανθασμένη και το επιδικασθέν ποσό μη εύλογο και δίκαιο γιατί είναι πρόδηλα ανεπαρκές, λαμβανομένων υπόψη των πιο κάτω παραγόντων:
[*859](α) των κακώσεων που έχει υποστεί ο ενάγων.
(β) των καταλοίπων.
(γ) την έκταση της θεραπείας – χειρουργικές επεμβάσεις – και τη διάρκεια της – ο ενάγων βρισκόταν υπό αναρρωτική άδεια για περίοδο 18 μηνών.
(δ) τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά ο ενάγων στην εργασία του.
Παρίσταται ανάγκη ν’ αναφερθούμε στη μαρτυρία που σχετίζεται με το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων καθώς και στα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η μαρτυρία επί του προκειμένου δόθηκε από τον ενάγοντα, τον θεράποντα ιατρό του Πίπη Αργυρόπουλο (Μ.Ε.3) και τον ιατρό Ηλία Γεωργίου (Μ.Υ.2) ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους της υπεράσπισης.
Σε σχέση με τις κακώσεις που είχε υποστεί ο ενάγων το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του θεράποντα ιατρού του και διαπίστωσε ότι ο ενάγων υπέστει τις πιο κάτω κακώσεις:
«1. Κάπως σοβαράς μορφής εγκεφαλική διάσειση.
2. Θλαστικόν τραύμα στη δεξιά βρεγματική χώρα του τριχωτού της κεφαλής, εκδορές εις την αριστερά παρειά και πρόσωπο και μικρό θλαστικό τραύμα της γλώσσης.
3. Πολλαπλές εκδορές αμφοτέρων των χεριών και ελαφρόν κάταγμα της στηλοειδούς αποφύσεως της ωλένης του αριστερού καρπού.
4. Πολλαπλόν κάταγμα διαφύσεως αριστερού μηριαίου με μεγάλη μετατόπισιν.
5. Επώδυνο εκχύμωση αριστερού καρπού.
6. Έντονο οίδημα, τοπική ευαισθησία και παραμόρφωση δεξιού μηρού και θλαστικό τραύμα.
7. Οίδημα και τοπική ευαισθησία στο δεξιό γόνατο.
8. Βράχυνση του σκέλους κατά 1½ εκ..
9. 6 εκ. μόνιμη χειρουργική ουλή στο δεξιό γλουτό και 27 εκ. μόνιμη χειρουργική ουλή στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού.»
Η μαρτυρία του θεράποντα ιατρού του ενάγοντα έγινε δεκτή και σε σχέση με τη θεραπεία που είχε υποστεί ο ενάγων. Έχει ως εξής:
[*860]
Ο ενάγων εισήχθη στην κλινική του Μ.Ε.3 από τις 10.1.87 – ημερομηνία του τραυματισμού του – όπου παρέμεινε μέχρι τις 26.2.87 και στη συνέχεια εβάδιζε με τη βοήθεια βακτηρίων. Υποβλήθηκε σε 3 χειρουργικές επεμβάσεις, ενώ στο αρχικό στάδιο τοποθετήθηκε σκελετική έλξη και εγένετο συρραφή τραύματος στο μηρό. Η πρώτη χειρουργική επέμβαση έλαβε χώραν στις 19.1.87 στη διάρκεια της οποίας «εγένετο ανοικτή ανάταξις μετά πολύ μεγάλης δυσκολίας και συγκράτησις των καταγμάτων δι’ εσωτερικού ήλου (ενδομυελική ήλωσις μηριαίου)».
Η δεύτερη χειρουργική επέμβαση έλαβε χώραν την 4.3.87 λόγω του ότι οι ακτινογραφίες έδειξαν μεγάλη μετατόπιση των καταγμάτων και βράχυνση του σκέλους. Για το λόγο αυτό «εγένετο μεγάλη χειρουργική επέμβαση δια ανάταξιν των καταγμάτων και συγκράτησιν δια νέου ενδομυελικού ήλου. Η επέμβαση διήρκεσε 5½ ώρες». Στη συνέχεια ο ενάγων παρέμεινε κλινήρης σε σκελετική έλξη για 4 εβδομάδες. Εβγήκε από την κλινική στις 12.4.87 και αρχικά εβάδιζε με τη βοήθεια βακτηρίων για 3 μήνες. Η τρίτη χειρουργική επέμβαση έλαβε χώραν την 1.6.88 όταν «υπό γενικήν αναισθησίαν εγένετο αφαίρεσις του ήλου». Σημειώνουμε ότι σε σχέση με τα πιο πάνω δύο ζητήματα – κακώσεις και θεραπεία - το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι «δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία και ότι ο θεράπων ιατρός του ενάγοντα ήταν ο πρώτος που τον εξέτασε και παρείχε θεραπεία». Η μαρτυρία του για τα πιο πάνω –κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - κρίθηκε «αξιόπιστη καθότι ήτο πειστική». Ωστόσο δεν υπήρχε σύμπτωση απόψεων μεταξύ των δύο ιατρών σε σχέση με τα πιο κάτω θέματα:
«(α) Την βλάβη στην αρθρική επιφάνεια της επιγονατίδος του δεξιού γόνατος ή κατά άλλη έκφραση, ασάφεια εις την αρθρική επιφάνεια της επιγονατίδος και ελάττωση του μεσαρθρίου διαστήματος της επιγονατίδος μηριαίας άρθρωσης.
(β) Την μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα της επιγονατίδος του δεξιού γόνατος.
(γ) Τα μόνιμα κατάλοιπα από τα τραύματα του που αφορούν την ικανότητα του να περπατά εις ανώμαλο έδαφος, ανεβοκατέβασμα σκαλών, βαθύ κάθισμα, περιορισμό κάμψης δεξιού γόνατος, χρήση ανυψωμένου υποδήματος λόγω της βράχυνσης του δεξιού σκέλους κ.τ.λ.».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή του ιατρού [*861]Ηλία Γεωργίου (Μ.Υ.2). Αιτιολόγησε την προτίμηση του ως εξής:
«Προτιμώ χωρίς κανένα ενδοιασμό τη μαρτυρία του ιατρού Ηλία Γεωργίου Μ.Υ.2, ο οποίος με τις γνώσεις και πείρα του επεξήγησε επιστημονικά και πειστικά τα ευρήματα και γνώμη του για όλα τα πιο πάνω θέματα. Δέχομαι ότι ο μάρτυρας ήτο ειλικρινής και αξιόπιστος. Η αντεξέταση του δεν κλόνισε την αξιοπιστία του και η μαρτυρία του παρέμεινε σταθερή και θετική μέχρι τέλους. Έπεισε το Δικαστήριο ο μάρτυρας αυτός για την επιστημονική του κατάρτιση και ορθότητα γνώμης, όπως επίσης και για την ειλικρίνεια και αμεροληψία του.
Αναφορικά με τον Μ.Ε.3 – θεράποντα ιατρό του ενάγοντα – χωρίς να αμφισβητείται η ιατρική του κατάρτιση και ικανότητα, κρίνω ότι είναι ανασφαλές να δεχθώ τη μαρτυρία του δια τα πιο πάνω θέματα. Η αναφορά του εις το πιστοποιητικό δια ‘βλάβιν εις την αρθρική επιφάνεια της επιγονατίδος’, που είναι γενική και αόριστη φρασεολογία την οποία εις το Δικαστήριο ανέφερε ως ασάφεια επί του παρόντος, ως και άλλα, όπως ότι ο τραυματισμός μπορεί να προκαλέσει ζημιά υπό την έννοια η λεία και πολύ ομαλή επιφάνεια της επιγονατίδος να φθείρεται με την πάροδο του χρόνου, καθόλου δεν έπεισε το Δικαστήριο. Ο Μ.Ε.3 έδιδε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να παρουσιάσει εις το Δικαστήριο την ευνοϊκότερη θέση για την κατάσταση του ενάγοντα υπερβάλλοντας. Η μαρτυρία του δια τα άνω θέματα κρίνεται ως μη ασφαλής ώστε ν’ ακολουθηθεί από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά τον ενάγοντα, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτός υπερέβαλλε εις τις θέσεις του όσον αφορά την κατάσταση του για ευνόητους λόγους. Τη μαρτυρία του την αντικρούει εις μεγάλο βαθμό η ιατρική μαρτυρία που έχω δεχθεί ως ανωτέρω. Συνεπώς, η μαρτυρία του γίνεται δεκτή εις το βαθμό που συμβιβάζεται με αυτή του ιατρού Ηλία Γεωργίου (Μ.Υ.2)....»
Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβει στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
«(α) Το δεξιό γόνατο του ενάγοντα είναι φυσιολογικό πλην της παρουσίας ενός μικρού οστεοφύτου εις το άνω μέρος της επιγονατίδος, που έχει σχέση με την επιγονιτοδημηριαία άρθρωση και δεν οφείλεται εις τον τραυματισμό του ενάγοντα από το δυστύχημα υπό εξέταση.
(β) Δεν δημιουργήθηκε οστεοαρθρίτιδα εις την επιγονατίδα του δεξιού γόνατος.
[*862]
(γ) Οι αποθεματικές ικανότητες του ενάγοντα μειώθηκαν κατά 15%. Η κινητικότητα του δεξιού γόνατος είναι ικανοποιητική. Λόγω περιοδικών πόνων η τέλεια κάμψις του γόνατος είναι περιορισμένη. Ο ενάγων θα δύναται να κάνει βαθύ κάθισμα, να περπατά σε ομαλό και ανώμαλο έδαφος, ν’ ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να κάνει ασκήσεις, ορθοστασία αλλά θα έχει πόνο, ενοχλήσεις και συμπτώματα κούρασης και αίσθηση σύσφιξης στο δεξιό μηρό. Ο πόνος χειροτερεύει και με τις αλλαγές του καιρού. Η ένταση αυτών ήτο μεγάλη κατά το χρόνο θεραπείας και ακολούθως είναι μικροενοχλήσεις. Θα παρατηρούνται κάτω από συνθήκες συνεχούς και παρατεταμένης φόρτισης του κάτω δεξιού άκρου.
(δ) Λόγω της βράχυνσης του δεξιού σκέλους κατά 1½ εκ. δεν είναι αναγκαία η ανύψωση του υποδήματος. Ο ενάγοντας κατά το χρόνο εξέτασης του από τον Μ.Υ.2 δεν είχε τέτοια ανύψωση, αλλά χρησιμοποιούσε ‘πάτους’ συνολικού ύψους ½ εκ. περίπου. Επίσης υπεβλήθη σε φυσιοθεραπεία.»
Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «οι 18 μήνες αναρρωτικής άδειας που ανέφερε ο Μ.Ε.3 δικαιολογείτο λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της θεραπείας που του παρεσχέθη και τα τραύματα του». Διαπίστωσε, επίσης, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ενάγων «ήτο 31 ετών και αυτοεργοδοτούμενος ισιωτής αυτοκινήτων».
Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό της τάξεως των £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Έλαβε υπόψη τη σχετική νομολογία, «τον πόνο, την ταλαιπωρία, τις τραγικές στιγμές που πέρασε ο ενάγων μέσα εις το όχημα του ενώ αυτό εκαίετο, τις λεπτομέρειες τραυματισμού του, τις μόνιμες συνέπειες των κακώσεων που υπέστη, την θεραπεία και εγχειρίσεις που υπεβλήθη, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει εις την εργασία του και καθημερινή ζωή του λόγω της μείωσης των αποθεματικών του δυνατοτήτων και κάθε σχετικό παράγοντα υπό τις περιστάσεις».
Πριν παραθέσουμε τα συμπεράσματα μας σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε δύο άλλους συναφείς λόγους έφεσης.
Με τους δύο αυτούς λόγους της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης με την οποία απορρίφθηκε η μαρτυρία του ενάγοντα και του θεράποντα ιατρού του η οποία σχετι[*863]ζόταν με τα κατάλοιπα των κακώσεων και έγινε δεκτή εκείνη του ιατρού Ηλία Γεωργίου (Μ.Υ.2). Ο κ. Χ’’ Πιέρας αναφέρθηκε σε ορισμένες πτυχές της μαρτυρίας του ιατρού Γεωργίου για να υποστηρίξει ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του ήταν εσφαλμένη. Υπέδειξε ότι σε σχέση με το βαθύ κάθισμα, τη χρησιμοποίηση ανυψωμένου υποδήματος ο ιατρός Γεωργίου δέχθηκε – στη διάρκεια της αντεξέτασης – τις θέσεις του ιατρού Αργυρόπουλου. Υπέδειξε, επίσης, ότι σε σχέση με το θέμα της οστεοαρθρίτιδας ο ιατρός Γεωργίου παρέλειψε στην έκθεση του να καταγράψει τη διαφωνία του με το σχετικό εύρημα του γιατρού Αργυρόπουλου.
Σε σχέση με τα δύο πρώτα θέματα παρατηρούμε ότι το γεγονός ότι ο ιατρός Γεωργίου δέχθηκε τις θέσεις του ιατρού του ενάγοντα δεν τον καθιστά αφ’ εαυτού αναξιόπιστο. Αντίθετα τον αναδεικνύει ως εμπειρογνώμονα μάρτυρα με ευελιξία και έτοιμο να δεχθεί και την αντίθετη άποψη. Αυτός είναι παράγοντας που επαυξάνει την αξιοπιστία του. Κατά τα άλλα οι σχετικές διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (παρατίθενται στις σελ. 121-122, πιο πάνω) είναι εναρμονισμένες με την ιατρική μαρτυρία εξεταζόμενη στο σύνολο της. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ενάγων θα δύναται να κάνει βαθύ κάθισμα κλπ. αλλά θα έχει πόνο, ενοχλήσεις και συμπτώματα κούρασης. Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είναι αναγκαία η ανύψωση «αλλά χρησιμοποιούσε πάτους» συνολικού ύψους ½ εκ. περίπου».
Σε σχέση με το θέμα της οστεοαρθρίτιδας η παράλειψη του ιατρού Γεωργίου να καταγράψει τη διαφωνία του δεν καθιστά αφ’ εαυτής τη μαρτυρία του επί του προκειμένου αναξιόπιστη. Στην ένορκη μαρτυρία του εξήγησε τους λόγους της παράλειψης του. Επίσης τεκμηρίωσε τη διαφωνία του. Είπε τα εξής:
«Θα ήθελα να τεκμηριώσω την διαφωνία. Πρώτο, το γόνατο υπέστη τραυματισμό μαλακών μορίων. Σε καμιά απολύτως περίπτωση και δεν υπάρχει βιβλιογραφία που να δέχεται μαλακά μόρια ως αιτία μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδος. Δεύτερο αξίωμα στην ορθοπεδική είναι η ύπαρξη ενδοαρθρικού κατάγματος σαν προϋπόθεση ανάπτυξης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το γόνατο δεν υπέστη κανένα κάταγμα και πολύ περισσότερο ενδοαρθρικό. Τρίτο, το κάταγμα του μηριαίου μηρού απέχει πάρα πολύ από την άρθρωση του γόνατος. Επουλώθηκε σε φυσιολογική θέση και δεν αποτελεί παράγοντα ανάπτυξης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδος του γόνατος.»
[*864]
Έχουμε ήδη αναφερθεί στις αρχές που επιτρέπουν την επέμβαση μας σε θέματα αξιοπιστίας (βλ. σελ. 114, πιο πάνω). Εδώ πρόκειται για μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Παρόλο που, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ., ανάμεσα σ’ άλλα, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, 246), «η διαγωγή εμπειρογνωμόνων και φυσικά γιατρών κατά τη δίκη δεν έχει τη σπουδαιότητα που αποκτά η ανάλογη συμπεριφορά των κοινών μαρτύρων εντούτοις το δικαστήριο αυτό δεν παρεμβαίνει επιπόλαια για να ανατρέψει ευρήματα που έχουν σαν υπόβαθρο τέτοια μαρτυρία. Ο λόγος είναι ο ίδιος. Δηλαδή η μοναδική ευχέρεια που έχει ο πρωτόδικος δικαστής να ακούει και παρακολουθεί τους μάρτυρες». Πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσουμε ότι η θεώρηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να επιχειρείται με βάση το σύνολο της μαρτυρίας. Έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας των τριών μαρτύρων και τους λόγους που έχουν δοθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο για την επίμαχη κατάληξη του θεωρούμε ότι τα επίδικα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένα λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολο της και δεν διακρίνουμε περιθώριο επέμβασης μας. Οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τον λόγο της έφεσης που σχετίζεται με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων.
Έχει νομολογηθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687).
Πρέπει να λεχθεί ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another ν. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 [*865]Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Παναγιώτου (πιο πάνω), Παναγιώτου v. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1 και Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1181). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω). Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξία του χρήματος (βλ. Παναγιώτου, πιο πάνω).
Στην παρούσα υπόθεση τα δεσπόζοντα στοιχεία τα οποία πρέπει να μας καθοδηγήσουν στην θεώρηση της επάρκειας των επίδικων αποζημιώσεων είναι τα εξής:
(1) Η έκταση των κακώσεων.
(2) Η μακρά περίοδος ανάρρωσης – 18 μήνες.
(3) Η φύση της θεραπείας στην οποία έχει υποβληθεί ο ενάγων – τρεις χειρουργικές επεμβάσεις.
(4) Τα κατάλοιπα των κακώσεων σε συνάρτηση με την ηλικία και τη φύση του επαγγέλματος του ενάγοντα – ήταν 31 ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο και είναι ισιωτής αυτοκινήτων.
Αφού ελάβαμε υπόψη όλους τους πιο πάνω παράγοντες και όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των £12.000 είναι έκδηλα ανεπαρκές για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις κακώσεις που υπέστει ο ενάγων και για τα κατάλοιπα των κακώσεων. Το ποσό των £12.000 πρέπει να αντικατασταθεί με ποσό £18.000.
Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με την απώλεια απολαβών. Ο ενάγων στην έκθεση απαίτησης του και κάτω από το κεφάλαιο «Λεπτομέρειες Ειδικών Ζημιών» αξίωσε:
«(α) Απώλειες απολαβών ενάγοντος.
(10.1.87 – 10.6.88) @ £400 μηνιαίως .......................... £7,200.
(β) Απώλειες απολαβών από 10.6.88 μέχρι σήμερα 29.10.92
(ημερομηνία καταχωρήσεως της Ε/Απαιτήσεως @
£200 μηνιαίως ............................................................. £10,500.
......................................................................................................
[*866]
(θ) Απώλειες απολαβών από σήμερα 29.10.92 (ημερομηνία καταχωρήσεως της έκθεσης απαίτησης μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής @ £200.- μηνιαίως».
Προτού αναφερθούμε στους λόγους της έφεσης και στη σχετική επιχειρηματολογία θα αναφερθούμε στη σχετική μαρτυρία και στις επί του προκειμένου διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σε σχέση με τα έσοδα του κατά τον ουσιώδη χρόνο και μεταγενέστερα, η μόνη μαρτυρία προερχόταν από τον ίδιο τον ενάγοντα και έχει ως εξής:
Ήταν αυτοεργοδοτούμενος ισιωτής αυτοκινήτων. Συστεγαζόταν με το σύγαμπρο του (Μ.Ε.5). Συνεργαζόταν με ασφαλιστικές εταιρείες. Το 1988 μετά την ανάρρωση του μετακόμισε σε νέο υποστατικό. Κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος, πλήρωνε εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ενοίκιο, κοινόχρηστα και άλλα έξοδα. Εργοδοτούσε ένα πρόσωπο ο οποίος ήταν μαθητευόμενος του. Λογιστικά ή άλλα βιβλία δεν διατηρούσε. Διατηρούσε τέτοια βιβλία μετά το 1992 με την επιβολή του Φ.Π.Α.. Εργοδοτεί για το σκοπό αυτό λογιστή ο οποίος γνωρίζει καλύτερα ν’ αναφέρει τα έσοδα και έξοδα του. Τώρα εργοδοτεί και υπάλληλο με £520 μισθό μηνιαίως. Δια τα έσοδα του, ισχυρίσθηκε ότι κατά το χρόνο που κατέθετε, εξαρτάται από το μήνα και είναι γύρω στις £700-800 και τα καθαρά γύρω στις £400. Εάν δεν είχε πρόβλημα με τον τραυματισμό του, σίγουρα θα ήτο το διπλάσιο. Από το 1988 που επανήλθε εις την εργασία του, τα εισοδήματα του επηρεάζονται τουλάχιστον κατά £200 μηνιαίως. Υπολογίζει το ποσό αυτό συγκρίνοντας την απόδοση του πριν και τώρα που την υπολογίζει, τώρα στο μισό.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω μαρτυρία του ενάγοντα. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του, ο ενάγοντας όταν αναφερόταν σε ποσά, χρησιμοποιούσε τις φράσεις ή λέξεις ‘εξαρτάται κατά μήνα, γύρω, δεν μπορώ να προσδιορίσω, δεν μπορώ να πω, υπολογίζω, νομίζω, περίπου, δεν θυμούμαι’.
Δεν μου διαφεύγει η φύση της εργασίας του που λογικά, δεν θα του απέφερε κάθε μήνα ακριβώς το ίδιο ποσό. Όμως κατά το χρόνο που κατέθετε ήτο έντονη η εντύπωση ότι αυτός πιθανολογούσε.
[*867]Περαιτέρω, όπως ο ίδιος ισχυρίσθη, πλήρωνε κοινωνικές ασφαλίσεις κατά το 1987 και εντεύθεν και από το 1992 και εντεύθεν διατηρεί λογιστικά βιβλία αναφορικά με την επιχείρηση του. Επίσης ως διεφάνη από τη μαρτυρία του, κυρίως συνεργάζεται δια την εργασία του με Ασφαλιστικές Εταιρείες. Συνεπώς, είχε εις τη διάθεση του ικανή μαρτυρία δια να παρουσιάσει τα έσοδα του από την εργασία του.
Η μαρτυρία του ήτο γενική, αόριστη χωρίς τεκμηρίωση και μη πειστική. Ο ενάγων δεν έπεισε καθόλου δια την ειλικρίνεια και αξιοπιστία του όσον αφορά το θέμα αυτό. Δια τους λόγους αυτούς απορρίπτονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί του.»
Ως εκ των ανωτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε ν’ αποδείξει τα εισοδήματα του κατά τον ουσιώδη χρόνο και μεταγενέστερα και κατά συνέπεια απέρριψε τις σχετικές αξιώσεις τους όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στις παραγ. 7 (α) (β) και (θ) πιο πάνω (βλ. σελ. 125, πιο πάνω).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τη μείωση της ικανότητας του ενάγοντα για εργασία του επιδίκασε ποσό της τάξεως των £2.000. Έλαβε υπόψη ότι η μείωση αυτή δεν είναι μεγάλη και δεν καθιστά αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος που γνωρίζει και ασκούσε ο ενάγων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όπως το έθεσε: «Θα έχει μικροενοχλήσεις μετά την παρατεταμένη και συνεχή φόρτιση του δεξιού κάτω άκρου. Ο περιορισμός αυτός των αποθεματικών του ικανοτήτων, είναι της τάξεως του 15%».
Έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η μέθοδος του πολλαπλασιαστή δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί λόγω ελλείψεως του πολλαπλασιαστέου γιατί ο ενάγοντας απέτυχε ν’ αποδείξει οιοδήποτε οικονομικό μέγεθος που αφορούσε τα έσοδα του (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66).
Οι πιο πάνω καταλήξεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν αμφισβητηθεί με σειρά λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο από αυτούς ο ενάγων υποστήριξε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η μείωση της ικανότητας του ενάγοντα για εργασία δεν είναι μεγάλη είναι λανθασμένο». Ο κ. Χ’’ Πιέρας υπέβαλε ότι το σχετικό εύρημα δεν στηρίζεται σε μαρτυρία και ότι αντίθετα ακόμα και η αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία για τη φύση της εργασίας του ενάγοντα, αποδεικνύει το αντίθετο.
[*868]
Με άλλο λόγο έφεσης ο ενάγων υποστήριξε ότι η επιδίκαση ποσού £2.000 για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του είναι λανθασμένη. Ο κ. Χ’’ Πιέρας υπέλαβε ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς ή καθόλου υπ’ όψη όλοι οι αναγκαίοι παράγοντες και μαρτυρία και ειδικώτερα, μεταξύ άλλων, οι παράγοντες της ηλικίας, της φύσης της εργασίας, των καταλοίπων, σε συσχετισμό με την εκτέλεση της εργασίας του.
Θα πραγματευθούμε μαζί τους πιο πάνω λόγους της έφεσης γιατί είναι αλληλοσυναρτώμενοι.
Η επίδικη περιγραφή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί μη μεγάλης μείωσης της ικανότητας του ενάγοντα για εργασία, πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με τα κατάλοιπα των κακώσεων (έχουν παρατεθεί στις σελ. 121-122, πιο πάνω). Έχοντας υπόψη εκείνες τις διαπιστώσεις οι οποίες ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της σχετικής ιατρικής μαρτυρίας θεωρούμε ότι το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται πλήρως. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με τον επόμενο λόγο της έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα του επιδικασθέντος ποσού των £2.000 για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του ενάγοντα έχει νομολογηθεί ότι όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, όπως είναι εδώ η περίπτωση, η διαφαινόμενη ζημιά συμπλέκεται με τις γενικές αποζημιώσεις και αποτιμάται κάτω από πλατιά σκοπιά, υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης (Βλ. Μαυροπετρή, πιο πάνω, Κωμιάτη ν. Πόλιτσου (2001) 1 Α.Α.Δ. 226 και Τιτώνη ν. Χαράλαμπος Πηλακούτας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 479).
Ποιά είναι τώρα τα κύρια δεδομένα αυτής της υπόθεσης. Αυτά είναι:
1. Η ηλικία του ενάγοντα – ήταν 31 ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος.
2. Το επάγγελμα του – ήταν ισιωτής αυτοκινήτων.
3. Τα κατάλοιπα των κακώσεων – παρατίθενται στις σελ. 121-122, πιο πάνω – τα οποία μείωσαν τις αποθεματικές ικανότητες του ενάγοντα κατά 15%.
[*869]Αναφορικά με τη μείωση της αποθεματικής ικανότητας του ενάγοντα το ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του ιατρού Γεωργίου (βλ. σελ. 158-159 των πρακτικών) είναι πολύ διαφωτιστικό ως προς τις παραμέτρους της σχετικής μείωσης:
«Ε. Έχοντας υπόψη ότι ο ενάγων ήταν και εξακολουθεί να είναι ισιωτής των αυτοκινήτων, μπορείτε σας παρακαλώ να μας περιγράψετε τί εννοείτε με αυτό το συμπέρασμα αναφορικά με τη λειτουργικότητα του ενάγοντος στο επάγγελμα του σαν ισιωτής αυτοκινήτων;
Α. Αναφέρομαι στες αποθεματικές ικανότητες του τραυματία και εννοώ ότι εάν προ του ατυχήματος ο τραυματίας ήταν ικανός να επιτελεί συνεχή χειρονακτική εργασία για μια Α χρονική περίοδο, π.χ.3 ώρες μέχρι να επέλθει η φυσική αίσθηση κόπωσης, τώρα η αίσθηση κόπωσης του τραυματισθέντος μέλους θα επέρχεται σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Ε. Πόσο γιατρέ μου εννοείτε, πόσο πιο σύντομα, δηλαδή είπετε 3 ώρες μπορούσε να κάμνει για να επέλθει η φυσική κόπωση. Τώρα είπετε συντομότερο, δηλαδή πόση ώρα, αντί στις 3 στες πόσες;
Α. Επ’ ακριβώς δεν μπορεί να καθορισθεί αλλά σαν γενικότητα θα έλεγα της τάξης του πέριξ του 15% σε σύγκριση με τις προ του τραυματισμού αποθεματικές ικανότητες.
Ε. Και πέστε ότι έχει αυτή την πρόωρη φυσική αίσθηση κόπωσης όπως μας περιγράψατε. Σε αυτή την περίπτωση τί κάμνεις και πώς συνεχίζεις την δουλειά σου;
Α. Είναι φυσικό να επιζητεί την ανάπαυση, την αποφυγή φόρτισης του κάτω άκρου, μέχρι υποχώρησης της αίσθησης της κόπωσης για να συνεχίσει.
Ε. Εσείς που γνωρίζετε την κατάσταση του ενάγοντα που είδατε που έχετε εξακριβώσει τα μετατραυματικά συμπτώματα και λοιπά, πόση ώρα θα χρειαστεί ο κ. Κακόψητος να αναπαύσει το πόδι του από την κούραση για να μπορέσει να συνεχίσει; Για πόσο χρονικό διάστημα, πόσο το υπολογίζετε;
Α. Περίπου θα έλεγα 15 λεπτά.»
Λαμβάνουμε υπόψη τη φύση του επαγγέλματος του ενάγοντα και την ηλικία του. Πρόσθετα λαμβάνουμε υπόψη ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του θα αισθάνεται ενοχλήσεις. Τέλος λαμβάνουμε υπόψη τον παράγοντα της μείωσης της αποθεματικής ικανότητας του ενάγοντα όπως έχει προσδιορισθεί και επεξηγηθεί με τη μαρτυρία του ιατρού Γεωργίου. Προσδίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στον παράγοντα της επέλευσης της κόπωσης, έστω και κατά 15% [*870]ενωρίτερα και στον παράγοντα της απώλειας 15 περίπου λεπτών εργάσιμης ώρας μετά την κάθε περίπτωση κόπωσης.
Έχουμε την άποψη ότι αυτοί οι παράγοντες σε συνάρτηση με την ηλικία του ενάγοντα και τις ενοχλήσεις που θα αισθάνεται στη διάρκεια της εκτέλεσης της εργασίας του μειώνουν σε τέτοιο βαθμό την ικανότητα του για εργασία έτσι ώστε το επιδικασθέν ποσό των £2.000 να καθίσταται έκδηλα ανεπαρκές και ένας παντελώς λανθασμένος υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων. Δικαιολογείται λοιπόν η επέμβαση μας και η αύξηση του ποσού στις £6.000.
Συνεχίζουμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Ένας απ’ αυτούς στρέφεται κατά της απόρριψης της μαρτυρίας του ενάγοντα που σχετιζόταν με τα εισοδήματα του. Συναφής με το λόγο αυτό της έφεσης ήταν και ένας λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία δεν είχε επιτραπεί στον ενάγοντα να δώσει μαρτυρία σε σχέση με τα εισοδήματα του μετά την επάνοδο του στην εργασία του.
Αρχίζουμε με τον τελευταίο λόγο της έφεσης. Θα παραθέσουμε πρώτα τα σχετικά με αυτόν τον λόγο γεγονότα.
Στη διάρκεια της κυρίως εξέτασης του ενάγοντα ο τελευταίος ρωτήθηκε ποιά ήταν τα ακάθαρτα εισοδήματα του για το έτος 1999. Απάντησε ότι «κανονικά αν είχε τις δυνατότητες να αντεπεξέλθει θα ήταν £1000». Στη συνέχεια ρωτήθηκε: «Οι καθαρές εισπράξεις πόσες θα ήταν αν ήσουν καλά και δεν είχες μειωμένες δυνατότητες από τις £1000 τις ακάθαρτες δηλαδή;». Απάντησε: «Τουλάχιστον οι £350 θα ήταν έξοδα. Γύρω στις £350 τον μήνα».
Η πιο πάνω απάντηση συνάντησε την ένσταση της συνηγόρου του εναγομένου. Η τελευταία υπέβαλε ότι η σχετική μαρτυρία ήταν εκτός δικογράφων. Η ερώτηση επαναδιατυπώθηκε ως εξής: «Πόσες συνεπώς ήταν οι καθαρές σου απολαβές το 1989 που είχες;». Ακολούθησε νέα ένσταση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την ένσταση. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Συμφωνώ με την κα. Ερωτοκρίτου ότι όντως όπως είναι διατυπωμένες οι παράγραφοι 6 και 7, ο ενάγοντας καθορίζει τες απολαβές του στο ποσό των £400 και χρησιμοποιεί την φράση ότι ‘ασκεί την εργασία του κατά το ήμιση’ καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η απώλεια του είναι £200 μηνιαίως. Στην [*871]παράγραφο 7(α) καθορίζει απώλεια απολαβών ολόκληρο το ποσό μηνιαίως και εν συνεχεία καθορίζει ως απώλεια το ποσό των £200 ως να ευρίσκεται σε συμφωνία με το κατά το ήμισυ που καθορίζει στην παράγραφο 6. Συνεπώς οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία είναι αντίθετη με τα δικόγραφα δεν είναι επιτρεπτή και δεν επιτρέπονται οι ερωτήσεις προς την κατεύθυνση αυτή.»
Την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση ακολούθησαν άλλες ερωτήσεις και στη συνέχεια υποβλήθηκε η εξής ερώτηση: «Είχες πεί ότι το 1989 το μεροκάματο της κατηγορίας της δικής σου ήταν £50 την ημέρα ακάθαρτα. Είχε διαφοροποιηθεί στη συνέχεια αυτό το ημερομίσθιο;». Μετά από ένσταση της συνηγόρου του εναγομένου το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την ερώτηση. Παραθέτουμε τη σχετική ενδιάμεση απόφαση:
«Οι ειδικές ζημιές σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να αναφέρονται ρητά στην έκθεση απαιτήσεως. Όπως είναι παραδεκτό από τον κ. Χατζηπιέρα αυτή η ερώτηση δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Για το θέμα των £200 το Δικαστήριο ήδη έχει αποφασίσει. Συνεπώς δεν επιτρέπεται η ερώτηση.»
Ο κ. Χ’’ Πιέρας, εκ μέρους του εφεσείοντα, έκαμε αναφορά στην παραγ. 7 (α) (β) και (θ) της έκθεσης απαίτησης (έχει παρατεθεί στη σελ. 125, πιο πάνω) σε συνάρτηση με τις παραγ. 1 και 6 σύμφωνα με τις οποίες:
«1. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνον ο Ενάγων ήτο ισιωτής αυτοκινήτων, ετών 31, με απολαβές εκ £400-, μηνιαίως, τουλάχιστον.
6. Συνεπεία των ως άνω τραυμάτων του ο ενάγων επηρεάσθη δυσμενέστατα τόσον στον τρόπο ζωής του όσον και στην εργασία του, την οποία ασκεί κατά το ήμισυ και κάτω από πόνους και δυσκολίες στην διεκπεραίωση της και υφίσταται και θα υφίσταται μονίμως στο μέλλον, από 10.6.88 μέχρι το 70ον έτος της ηλικίας του, απώλειες απολαβών £200-. Μηνιαίως τουλάχιστον.»
Υπέβαλε ότι από την έκθεση απαίτησης καταδεικνύεται ότι ο ενάγων ισχυρίζετο:
«α. Ότι την ημέρα του δυστυχήματος, οι απολαβές του ήτο £400 μηνιαία, (τουλάχιστον) και συνεπώς ζητούσε αυτό το ποσό [*872]για την περίοδο της αναρρωτικής του άδειας (10.1.87 - 10.6.88), ως ειδικές ζημιές.
β. Ότι από την ημερομηνία που επανήλθε στην εργασία του (10.6.88), μέχρι την ημερομηνία που κατεχωρήθη η Ε/Απαίτησης (29.10.92), αλλά και εντεύθεν, μονίμως στο μέλλον, είχε και θα συνέχιζε να έχει απώλειες απολαβών εκ £200 μηνιαία.»
Επομένως – συνεχίζει η εισήγηση – ερωτήσεις σε σχέση με τις καθαρές ή ακάθαρτες απολαβές του ενάγοντα μετά την ημερομηνία που επανήλθε στην εργασία του (10.6.88) και που προσπαθούσαν να αποδείξουν αυτή την συγκεκριμένη απώλεια των £200 μηνιαίως σε σύγκριση με το τί θα έπαιρνε και /ή θα κέρδιζε «αν δεν είχε το δυστύχημα ήταν συμβατές με τα δικόγραφα». Σε καμιά περίπτωση – κατέληξε ο κ. Χ’’ Πιέρας – «η έκθεση απαίτησης αναφέρει ότι «τα εισοδήματα του θα παρέμεναν τα ίδια και αργότερα, όταν επέστρεψε στην εργασία του π.χ. το 1989, 1990 κ.λ.π., μέχρι και το 2000, (για 14 δηλ. Χρόνια) έτσι ώστε ο ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι υφίσταται και θα υφίσταται μονίμως στο μέλλον απώλειες απολαβών εκ £200 μηνιαία, να προκύπτει από την αφαίρεση των £200 από τις £400 των αρχικών, πρό του δυστυχήματος, εισοδημάτων».
Οι σχετικές εισηγήσεις του κ. Χ’’ Πιέρα παραγνωρίζουν τον ισχυρισμό του ενάγοντα στην πιο πάνω παραγ. 1 της έκθεσης απαίτησης με τον οποίο οι μηνιαίες απολαβές του καθορίζονται στο ποσό των £400. Παραγνωρίζουν επίσης τους ισχυρισμούς της παραγ. 6 της έκθεσης απαίτησης οι οποίοι αναφέρονται στην ικανότητα του για εργασία, «την οποία – εργασία του - ασκεί κατά το ήμισυ ... και υφίσταται και θα υφίσταται ... απώλειες απολαβών £200», μετά την ανάρρωση του και στην απώλεια των εισοδημάτων του.
Ανάγνωση των παραγ. 1 και 6 οδηγεί σε μια και μόνη ερμηνεία: Ότι και μετά την ανάρρωση του τα κανονικά εισοδήματα του ενάγοντα θα ήταν της τάξεως των £400 μηνιαίως και επειδή ήταν σε θέση να ασκήσει την εργασία του μόνο κατά το ήμισυ αυτά μειώθηκαν κατά £200. Η έκθεση απαίτησης δεν προτείνει και δεν υποδηλώνει με οποιοδήποτε τρόπο ότι τα εισοδήματα του ενάγοντα μετά την ανάρρωση του θα ξεπερνούσαν το ποσό των £400.
Εν όψει του περιεχομένου των δικογράφων του ενάγοντα θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέκλεισε την επίμαχη μαρτυρία ως μη συνάδουσα με τις έγγραφες προτάσεις. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
[*873]
Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, το λόγο της έφεσης που στρέφεται κατά της ορθότητας της απόρριψης της μαρτυρίας του ενάγοντα σε σχέση με τις απολαβές του. Ο κ. Χ’’ Πιέρας υπέβαλε ότι η μαρτυρία που παρουσίασε ο ενάγων ήταν αρκετή για να αποδείξει τα εισοδήματα του και ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ενάγοντα «ήταν γενική, αόριστη, χωρίς τεκμηρίωση και μη πειστική» είναι λανθασμένο.
Παρέθεσε προς υποστήριξη της θέσης του αποσπάσματα από τη μαρτυρία του ενάγοντα. Υπέβαλε ότι η πλευρά του εναγομένου ουσιαστικά δεν αμφισβήτησε το εισόδημα του ενάγοντα κατά την ημέρα του δυστυχήματος.
Διαφωνούμε με την τελευταία εισήγηση του κ. Χ’’ Πιέρα για την μη αντεξέταση του ενάγοντα. Από την όλη γραμμή αντεξέτασης του ενάγοντα καθίσταται πρόδηλο ότι η πλευρά του εναγομένου αμφισβήτησε τη μαρτυρία του ενάγοντα σε σχέση με τα εισοδήματα του τόσο κατά το χρόνο του ατυχήματος όσο και μετά την ανάρρωση του.
Η επίδικη μαρτυρία σχετιζόταν με κονδύλια ειδικών αποζημιώσεων. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Εναπόκειται στον ενάγοντα σε κάθε περίπτωση να αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά (Βλ. Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου Σκάφους «Νίκη» (1994) 1 Α.Α.Δ. 510, 523 και British Transport Commission v. Gourley [1956] A.C. 185).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας του ενάγοντα. Έχουμε την άποψη πως το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί γενικής, αόριστης, χωρίς τεκμηρίωση και μη πειστικής μαρτυρίας ήταν πλήρως δικαιολογημένο.
Ορθή βρίσκουμε και την παρατήρηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την παράλειψη του ενάγοντα να τεκμηριώσει τη μαρτυρία του με όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας που είχε στην κατοχή του ήτοι εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις, τα λογιστικά βιβλία, δοσοληψίες με ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ.. Ένας ο οποίος επικαλείται τη βοήθεια του Νόμου για να διεκδικήσει μια αξίωση είναι απόλυτα εύλογο να του ζητείται να παρουσιάσει στοιχεία τα οποία διατηρεί δυνάμει των Νόμων του Κράτους.
[*874]Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η έφεση επιτυγχάνει μερικώς ως εξής:
(α) Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται στις £18.000.
(β) Το ποσό των £2.000 για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του ενάγοντα αυξάνεται στις £6.000.
Τα επιδικασθέντα ποσά ως έχουν διαμορφωθεί με την παρούσα έφεση θα φέρουν τόκο ως έχει καθορισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο εναγόμενος να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης. Νοείται ότι σε εμφανίσεις ενώπιον μας στις οποίες η εμφάνιση αφορούσε και τις δύο εφέσεις ο ενάγων θα πληρωθεί έξοδα για μια εμφάνιση.
Η έφεση 10619 απορρίπτεται με έξοδα. Η έφεση 10624 επιτρέπεται μερικώς με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο