Νικηφόρου Ανδρέας ν. Ανδρέα Αντωνίου και Άλλης (2001) 1 ΑΑΔ 937

(2001) 1 ΑΑΔ 937

[*937]28 Ιουνίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

2. ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10758)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Σύγκρουση οχημάτων σε υπό κατασκευή δρόμο όταν το όχημα του εναγομένου εισήλθε ξαφνικά στη λωρίδα στην οποία διακινείτο ο ενάγων περνώντας από διάκενο που υπήρχε μεταξύ της λωρίδας που χρησιμοποιείτο από το κοινό και της λωρίδας που ήταν παντελώς κλειστή ―  Ευθύνη επιμερίσθηκε σε ποσοστό 70% για τον εναγόμενο και σε 30% για τον ενάγοντα ―  Κατ’ έφεση κρίθηκε ότι ο εναγόμενος έφερε πλήρη ευθύνη.

Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Παρουσία σε υπό κατασκευή δρόμο ― Δεν συνιστά από μόνη της στοιχείο συντρέχουσας αμέλειας.

Λέξεις και Φράσεις ― “Οδός” στο Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/72 ― Ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου “οδός” είναι η πρόσβαση στο κοινό.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Γυναίκα ηλικίας 53 ετών κατά το ατύχημα είχε υποστεί κάταγμα του κάτω τριτημορίου της δεξιάς κερκίδας και ωλένης και καρπού, κάταγμα αριστερού καρπού, θλαστικό τραύμα δεξιού γόνατος, εγκεφαλική διάσειση, τραύματα και εκχυμώσεις γύρω στους οφθαλμούς και μικρό κάταγμα στη μύτη ― Μόνιμα κατάλοιπα: Οδυνηρή δυσκινησία του δεξιού καρπού και του αντιβραχίου, δύσμορφη ουλή στο δεξιό γόνατο μήκους 10 εκ. και ουλές γύρω από τα μάτια και στην πρόσθια όψη της μύτης ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £12.000 ― Αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε £20.000.

[*938]Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες που είναι σύζυγοι, τραυματίστηκαν σε τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 25/6/1993 στον υπό κατασκευή δρόμο Ανθούπολης-Κοκκινοτριμιθιάς όταν το αυτοκίνητο τους συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσείοντος-εναγομένου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι επειδή τα δύο αυτοκίνητα διακινούνταν σε υπό κατασκευή δρόμο που έκρυβε κινδύνους, αφού δεν είχε δοθεί ακόμα στην κυκλοφορία και ήταν χωρίς σήμανση, αμφότεροι οι οδηγοί είχαν ευθύνη, μια και εξέθεσαν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο.  Κατένειμε στον εναγόντα-εφεσίβλητο ποσοστό ευθύνης 30% γιατί εισήλθε στον υπό κατασκευή δρόμο, πράξη που ισοδυναμούσε με έκθεση του σε επαπειλούμενο κίνδυνο και επεδίκασε επί πλήρους ευθύνης στον εφεσίβλητο 1 ποσό £6.000 ως γενικές αποζημιώσεις και στην εφεσίβλητη 2 £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις καθώς και ποσό £2.075 συμφωνημένες ειδικές αποζημιώσεις.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση, ενώ οι εφεσίβλητοι άσκησαν αντέφεση.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το σημείο στο οποίο έγινε η σύγκρουση, δεν ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια του όρου “δρόμος”.  Επικαλέστηκε μαρτυρία ότι ο δρόμος ήταν κλειστός για την κυκλοφορία, εχρησιμοποιείτο δε παράνομα.  Ως αποτέλεσμα και ενόψει του ότι η παρανομία δεν δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις, το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στον υπό κατασκευή δρόμο οι διερχόμενοι κινούνταν ελεύθερα ήταν λανθασμένο. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο εφεσείων υποστήριξε, ότι ο καταμερισμός της ευθύνης ήταν λανθασμένος.  Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή αποζημιώσεων ήταν υπερβολικό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου “οδός” είναι η πρόσβαση από το κοινό. Το ουσιώδες είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ανοικτό διάστημα ή τόπος στον οποίο το κοινό, αλλά όχι μόνο μια συγκεκριμένη τάξη ή μέρος του κοινού έχει πρόσβαση, όχι δυνάμει αδείας αλλά είτε λόγω ανοχής ή συνήθειας ή χωρίς ρητή απαγόρευση και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδηθούν φυσικά εμπόδια που τοποθετήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο που δικαιούται σε κατοχή.  Ο καλύτερος τρόπος να αποδειχθεί ότι το γενικό κοινό έχει πρόσβαση σε δρόμο, με τουλάχιστον την ανοχή του ιδιοκτήτη της περιουσίας, είναι να αποδειχθεί ότι ένα μέλος του κοινού πράγματι χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μέρος. Το θέμα είναι πραγματικό. Στην παρούσα υπόθεση επιδείκτηκε κάτι παραπάνω από ανοχή.

[*939]2.      Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αιτιολογία στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος 1 ευθύνεται κατά 30%.  Η παρουσία του σε υπό κατασκευή δρόμο δε συνιστά από μόνη της στοιχείο συντρέχουσας αμέλειας.  Περαιτέρω η σύγκρουση ήταν αποτέλεσμα της ξαφνικής εισόδου του εφεσείοντα στη λωρίδα στην οποία διακινείτο ο εφεσίβλητος, περνώντας από διάκενο που υπήρχε μεταξύ της λωρίδας που χρησιμοποιείτο από το κοινό και της λωρίδας που ήταν παντελώς κλειστή. Ο εφεσίβλητος 1 τέθηκε αναπάντεχα ενώπιον της επερχόμενης σύγκρουσης, χωρίς χρόνο να αντιδράσει αποτελεσματικά. Ο εφεσείων κρίνεται εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για το δυστύχημα.

3.  Η εφεσίβλητη 2 είχε υποστεί κάταγμα του κάτω τριτημορίου της δεξιάς κερκίδας και ωλένης και καρπού, κάταγμα αριστερού καρπού και θλαστικό τραύμα δεξιού γόνατος. Υπέστη επίσης εγκεφαλική διάσειση, τραύματα και εκχυμώσεις γύρω από τους οφθαλμούς, καθώς και μικρό τραύμα στη μύτη.

Ως μεγαλύτερη αναπηρία της εφεσίβλητης 2 κρίνεται η παντελής έλλειψη υπτιασμού και πρηνισμού στο δεξιό αντιβράχιο και η περιορισμένη κινητικότητα του δεξιού καρπού, (έκταση 20ο και κάμψη 0ο). Η δύναμη λαβής του αριστερού καρπού ήταν 50% του φυσιολογικού. Δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις δουλειές του σπιτιού, γι’ αυτό χρειάστηκε οικιακή βοηθό, ενώ βοήθεια έπρεπε να έχει για την προσωπική της περιποίηση. Γενικά αδυνατούσε να χειριστεί ακόμα και απλά αντικείμενα ή σκεύη και να προβαίνει σε κινήσεις απαραίτητες για τις καθημερινές ασχολίες.

Πριν το δυστύχημα η εφεσίβλητη εργαζόταν με το σύζυγό της στο εμπόριο τροφίμων με μηνιαίες απολαβές £250 - £300.  Κατά το χρόνο της ακρόασης ήταν ηλικίας 66 χρόνων, συνταξιούχος.

Λαμβάνοντας υπόψη τα τραύματα τα οποία υπέστη η εφεσίβλητη 2, το ποσό των £12.000 κρίνεται ως ανεπαρκές και θα πρέπει να αυξηθεί στις £20.000.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134.

Έφεση και Αντέφεση.

[*940]

Έφεση από τον εναγόμενο και αντέφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 5/11/99 (Αρ. Αγωγής 10324/94 & 10307/94) με την οποία κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν κατά 70% υπεύθυνος για τον τραυματισμό των εφεσιβλήτων-εναγόντων σε ατύχημα και επιδίκασε στον μεν εφεσίβλητο Ανδρέα Αντωνίου, επί πλήρους ευθύνης, ποσό £6.000, για γενικές αποζημιώσεις και στην εφεσίβλητη Μαρούλλα Αντωνίου £12.000. Στην εφεσίβλητη επιδικάστηκε επίσης ποσό £2.075 συμφωνημένες ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκοι και έξοδα.

Ανδρ. Μάγος με Κλ. Κλεάνθους, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι που είναι σύζυγοι, τραυματίστηκαν σε τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 25.6.1993 στον υπό κατασκευή δρόμο Ανθούπολης - Κοκκινοτριμιθιάς. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν κατά 70% υπεύθυνος και επιδίκασε στον μεν εφεσίβλητο Ανδρέα Αντωνίου, επί πλήρους ευθύνης, ποσό £6.000, για γενικές αποζημιώσεις και στην εφεσίβλητη Μαρούλλα Αντωνίου £12.000. Στην εφεσίβλητη επιδικάστηκε επίσης ποσό £2.075 συμφωνημένες ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκοι και έξοδα.

Ο εναγόμενος άσκησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, ενώ οι εφεσίβλητοι άσκησαν αντέφεση. 

Ο εφεσείων επικέντρωσε κυρίως την επιχειρηματολογία του στον ισχυρισμό του ότι το σημείο στο οποίο έγινε η σύγκρουση, δεν ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια του όρου “δρόμος”. Επικαλέστηκε μαρτυρία ότι ο δρόμος ήταν κλειστός για την κυκλοφορία, εχρησιμοποιείτο δε παράνομα. Ως αποτέλεσμα και εν όψει του ότι η παρανομία δεν δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις, το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στον υπό κατασκευή δρόμο οι διερχόμενοι εκινούνταν ελεύθερα, ήταν λανθασμένο. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι αναφέρθηκε ρητά στη μαρτυρία ότι ο δρόμος ήταν επίσημα κλειστός για την τροχαία και ότι ο εργολάβος του έργου [*941]είχε υποχρέωση να τοποθετεί εμπόδια και πινακίδες για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας. Η τελευταία ασφαλτόστρωση του δρόμου έγινε το Σεπτέμβρη του 1993 και η τελική παράδοση με πλήρη σήμανση στις 30.10.1993. Ο δρόμος άνοιξε για ένα μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ της 30.7.1993 και 18.8.1993.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, χειρίστηκε το θέμα της ευθύνης λανθασμένα, ενώ λανθασμένος ήταν και ο καταμερισμός της ευθύνης σε 70% - 30%. Ο εφεσείων ισχυρίζεται τέλος ότι το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή αποζημιώσεων είναι υπερβολικό.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος στην υπεράσπιση και ανταπαίτησή του δεν προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν ευθύνεται γιατί η σύγκρουση έγινε σε τόπο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δρόμος. Κι’ αυτό πολύ σωστά, μια και η υποχρέωση των οδηγών να μην οδηγούν αμελώς δεν περιορίζεται μόνο στους δημόσιους δρόμους. Η μόνη σχετική αναφορά στην οποία προβαίνει βρίσκεται στις λεπτομέρειες αμέλειας του ενάγοντα-εφεσίβλητου όπου αναφέρεται ότι οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα μέσα σε υπό κατασκευή δρόμο, ότι παραγνώρισε το γεγονός ότι ο δρόμος δεν ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιηθεί από το κοινό λόγω εργασιών για τη κατασκευή του και τέλος ότι παρέλειψε να επιδείξει επαρκή φροντίδα και έλεγχο στον υπό κατασκευή δρόμο.

Έτσι θα θεωρήσουμε ότι η σχετική επιχειρηματολογία του εφεσείοντα αναφέρεται μόνο στον καταμερισμό της ευθύνης, δεχόμενοι ότι ο εφεσείων εκείνο που εννοεί είναι ότι ο εφεσίβλητος είχε μεγαλύτερη ευθύνη μια και η σύγκρουση δεν έγινε σε δρόμο μέσα στην έννοια του σχετικού νόμου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι το μέρος όπου τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν ήταν δρόμος αμφισβητήθηκε και με αντέφεση η οποία είχε ως άξονα τη θέση ότι με τις γραπτές προτάσεις δεν είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα και επομένως δεν θα έπρεπε να είχε εξεταστεί. Η αντέφεση όμως, μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης της έφεσης αποσύρθηκε με σχετική επιστολή.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν.86/72, όπως τροποποιήθηκε, “οδός” σημαίνει οιανδήποτε οδό, δρόμο, πλατεία, ατραπό, ανοικτό χώρο ως και κάθε χώρο προσιτό στο κοινό, περιλαμβάνει δε πάσα γέφυρα, γεφύρι, ρείθρο, ανάχωμα, αύλακα, λιθόστρωτο ή τοίχωμα υποστήριξης, χρησιμοποιούμενο αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν.

[*942]

Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134, το ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου “οδός” είναι η πρόσβαση από το κοινό. Το ουσιώδες είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ανοικτό διάστημα ή τόπος στον οποίο το κοινό, αλλά όχι μόνο μια συγκεκριμένη τάξη ή μέρος του κοινού  έχει πρόσβαση, όχι δυνάμει αδείας αλλά είτε λόγω ανοχής ή συνήθειας ή χωρίς ρητή απαγόρευση και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδηθούν φυσικά εμπόδια που τοποθετήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο που δικαιούται σε κατοχή.  Ο καλύτερος τρόπος για να αποδειχθεί ότι το γενικό κοινό έχει πρόσβαση σε δρόμο, με τουλάχιστον την ανοχή του ιδιοκτήτη της περιουσίας, είναι να αποδειχθεί ότι ένα μέλος του κοινού πράγματι χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μέρος.  Το θέμα είναι πραγματικό.

Στην παρούσα υπόθεση επιδείκτηκε κάτι παραπάνω από ανοχή. Ο εξεταστής της υπόθεσης, ο αστυφύλακας Νεοκλής Στυλιανού, (Μ.Ε.2), ανέφερε ότι την ώρα που επισκέφθηκε τη σκηνή ο δρόμος ήταν ανοικτός και το κοινό περνούσε ελεύθερα. Ανέφερε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πινακίδα που να δείχνει ότι ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν βαρέλια τα οποία όμως μετακινούνταν.  Ο μάρτυρας ήταν σαφής λέγοντας ότι την ημέρα του δυστυχήματος η λωρίδα μέσα στην οποία έγινε η σύγκρουση είχε ανοίξει προς διευκόλυνση του κοινού από το Τμήμα Τροχαίας της Αστυνομίας.  Χαρακτηριστικά ο μάρτυς ανέφερε ότι και ο ίδιος χρησιμοποιούσε καθημερινά το δρόμο, έστω και παράνομα.

Είναι χωρίς σημασία ότι ο εργολάβος που κατασκεύαζε το έργο είχε υποχρέωση να τοποθετεί εμπόδια και πινακίδες για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας. Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και το ότι ο δρόμος εχρησιμοποιείτο παράνομα, ο δε ισχυρισμός ότι ο δρόμος ήταν κλειστός για την κυκλοφορία απαντάται από το Μ.Ε.2 ο οποίος ρητά ανέφερε ότι ο δρόμος ήταν ανοικτός, μάλιστα από το Τμήμα Τροχαίας της Αστυνομίας. Εν πάση περιπτώσει όπως έχουμε δει πιο πάνω εκείνο που είναι αρκετό είναι να φανεί ότι ο δρόμος εχρησιμοποιείτο με την ανοχή του δικαιούχου. Εν όψει όλων των πιο πάνω οι λόγοι 1 - 8 απορρίπτονται.

Τον 9ο λόγο έφεσης θα  εξετάσουμε μαζί με το λόγο 2 της αντέφεσης που άσκησαν οι εφεσίβλητοι και ο οποίος στρέφεται εναντίον του καταμερισμού ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι επειδή τα δύο αυτοκίνητα διακινούνταν σε υπό κατασκευή δρόμο που έκρυβε κινδύνους, αφού δεν είχε δοθεί ακόμα στην κυκλοφορία και ήταν χωρίς σήμανση, αμφότεροι οι [*943]οδηγοί είχαν ευθύνη, μια και εξέθεσαν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο. Συγκεκριμένα κατένειμε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο ποσοστό ευθύνης 30% γιατί εισήλθε στον υπό κατασκευή δρόμο, πράξη που ισοδυναμούσε, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, με έκθεσή του σε επαπειλούμενο κίνδυνο.

Δεν συμφωνούμε με το πιο πάνω συμπέρασμα. Κατ’ αρχήν η τοποθέτηση αυτή συγκρούεται με το άλλο του συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο κομμάτι δρόμου είχε ανοίξει από τη διεύθυνση της Τροχαίας της Αστυνομίας προς διευκόλυνση της κίνησης. Περαιτέρω, η σύγκρουση ήταν αποτέλεσμα της ξαφνικής εισόδου του εφεσείοντα στη λωρίδα στην οποία διακινείτο ο εφεσίβλητος, περνώντας από διάκενο που υπήρχε μεταξύ της λωρίδας που χρησιμοποιείτο από το κοινό και της λωρίδας που ήταν παντελώς κλειστή, γεγονός που επιβεβαίωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και ο εφεσείων στη μαρτυρία του. Ο εφεσίβλητος τέθηκε αναπάντεχα ενώπιον της επερχόμενης σύγκρουσης, χωρίς χρόνο να αντιδράσει αποτελεσματικά. 

Δεν βρίσκουμε οποιανδήποτε αιτιολογία στο συμπέρασμα ότι ευθύνεται κατά 30%. Η παρουσία του σε υπό κατασκευή δρόμο δεν συνιστά από μόνη της στοιχείο συντρέχουσας αμέλειας.  Το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να ανατραπεί. Ο εφεσείων κρίνεται υπεύθυνος εξ ολοκλήρου για το ατύχημα.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω γίνεται δεκτός και ο 4ος λόγος αντέφεσης ως προς τον συμψηφισμό των επιδικασθεισών υπέρ του εφεσίβλητου 1 αποζημιώσεων και της απόφασης για συνεισφορά του στο ποσό που δόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης 2 Μαρούλλας Αντωνίου. Κι’ αυτή η απόφαση θα πρέπει επίσης να παραμεριστεί.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης 2 Μαρούλλας Αντωνίου, συζύγου του εφεσίβλητου 1 Ανδρέα Αντωνίου, η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητο. Το Δικαστήριο της επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό των £12.000 πλέον τόκους και έξοδα.

Μετά τον τραυματισμό της μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, αλλά την ίδια μέρα μετακομίστηκε σε ιδιωτική κλινική, όπου της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και η αρχική θεραπεία. Παρέμεινε κλινήρης για πέντε μέρες. Δύο εβδομάδες περίπου μετά το δυστύχημα περιήλθε στη φροντίδα ιδιώτη ορθοπεδικού γιατρού. Είχε υποστεί κάταγμα του κάτω τριτημόριου της δεξιάς κερκίδας και ωλένης και καρπού, κάταγμα αριστερού καρπού και [*944]θλαστικό τραύμα δεξιού γόνατος. Υπέστη επίσης εγκεφαλική διάσειση, τραύματα και εκχυμώσεις γύρω από τους οφθαλμούς, καθώς και μικρό τραύμα στη μύτη.

Τα κατάγματα ακινητοποιήθηκαν με γύψινους επίδεσμους, ενώ το τραύμα του γόνατος συνερράφη. Σε μια προσπάθεια βελτίωσης της θέσης των καταγμάτων του δεξιού αντιβραχίου τα οποία είχαν αρχίσει ήδη να πορώνονται, υπό γενική αναισθησία τοποθετήθηκε εξωτερική οστεοσύνθεση και εφαρμόστηκε εξωτερική έλξη. Η εφεσίβλητη υποβλήθηκε τον Οκτώβρη του 1993 υπό τοπική αναισθησία σε επέμβαση για σύνδρομο καρπικού σωλήνα.

Εξέταση που πραγματοποιήθηκε στις 30.11.1994 έδειξε δυσκινησία και άλγος στο δεξιό αντιβράχιο και καρπό. Η εφεσίβλητη αισθανόταν πόνο στην αριστερή κνήμη και στην αριστερή ποδοκνημική άρθρωση. Υπέφερε από κεφαλαλγίες και ζάλη που χειροτέρευαν σε απότομες κινήσεις της κεφαλής ή όταν συγκεντρωνόταν.

Ακτινολογικός έλεγχος έδειξε πολλαπλούν κάταγμα του κάτω τριτημόριου της κερκίδας και ωλένης δεξιά που είχαν πορωθεί σε πλημελή θέση με συνοστέωση μεταξύ ωλένης και κερκίδας. Στον αριστερό καρπό έδειξε παλαιό κάταγμα του κάτω άκρου της κερκίδας που πορώθηκε σε ελαφρά έκταση. Ο έλεγχος έδειξε επίσης ελαφρά βράχυνση.

Το μεταδιασειστικό σύνδρομο από το οποίο υπέφερε με τον καιρό βελτιωνόταν, αλλά, λόγω της συνοστέωσης των δύο οστών του αντιβραχίου, ο δεξιός καρπός και το αντιβράχιο παρουσίαζαν οδυνηρή δυσκινησία. Η αναπηρία αυτή κρίθηκε ως μόνιμη.

Το σύνδρομο καρπικού σωλήνα που παρουσιάστηκε μετά τη θεραπεία παρέχει αισθήματα πόνου στην αριστερή  άκρα χείρα. Το σύνδρομο παρουσιάστηκε λόγω συμπίεσης του μέσου νεύρου στον καρπικό σωλήνα και ως κατ’ ευθείαν επακόλουθο του κατάγματος στον καρπό. Θεραπεύθηκε με χειρουργική αποσυμπίεση.

Ως μεγαλύτερη αναπηρία της εφεσίβλητης κρίνεται η παντελής έλλειψη υπτιασμού και πρηνισμού στο δεξιό αντιβράχιο και η περιορισμένη κινητικότητα του δεξιού καρπού, (έκταση 20° και κάμψη 0°). Η δύναμη λαβής του αριστερού χεριού είναι μειωμένη. Οι κινήσεις του αριστερού καρπού ήταν 50% του φυσιολογικού.

Σε εξέταση που πραγματοποιήθηκε στις 2.12.1998 διαπιστώθηκε ότι η κατάστασή της δεν είχε βελτιωθεί με μόνη εξαίρεση την κεφαλαλγία και ζάλη που παρά την κάποια βελτίωση εξακολουθούσαν [*945]να υπάρχουν. Στο δεξιό γόνατο υπήρχε δύσμορφη ουλή η οποία εκτεινόταν από την επιγονατίδα μέχρι την κεφαλή της περόνης μήκους 10 εκ. Έφερε επίσης ουλές γύρω από τα μάτια και στην πρόσθια όψη της μύτης.

Η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις δουλειές του σπιτιού, γι’ αυτό χρειάστηκε οικιακή βοηθό, ενώ βοήθεια έπρεπε να έχει και για την προσωπική της περιποίηση. Aδυνατούσε να χρησιμοποιήσει με το δεξιό της χέρι πηρούνι, μαχαίρι ή κτένα, ενώ δεν μπορούσε να ασχοληθεί με το πλέξιμο. Γενικά αδυνατούσε να χειριστεί ακόμα και απλά αντικείμενα ή σκεύη και να προβαίνει σε κινήσεις απαραίτητες για τις καθημερινές ασχολίες.

Πριν το δυστύχημα η εφεσίβλητη εργαζόταν με το σύζυγό της στο εμπόριο τροφίμων με μηνιαίες απολαβές £250 - £300. Μπόρεσε να επιστρέψει στην εργασία της μετά την πάροδο οκτώ περίπου μηνών, άνκαι ο σύζυγός της συνέχισε να την πληρώνει για έξι μήνες. Κατά το χρόνο της ακρόασης (Φεβράρης του 2000) ήταν ηλικίας 66 χρόνων, συνταξιούχος. Παραδέκτηκε ότι δεν διατηρούσε βοήθεια στο σπίτι και ότι ασχολείτο με τις οικιακές δουλειές και την περιποίηση του συζύγου της.

Η εφεσίβλητη υπέστη ένα πολύ σοβαρό τραυματισμό ο οποίος της κατέλειπε σημαντική ανικανότητα και αναπηρία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα τραύματά της θεωρούμε ότι το ποσό των £12.000 που της επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων είναι ανεπαρκές και θα πρέπει να αυξηθεί στις £20.000.

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, ενώ η αντέφεση γίνεται δεκτή. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου τροποποιείται ούτως ώστε ο εφεσείων-εναγόμενος να φέρει πλήρως την ευθύνη, ενώ το ποσό που επιδικάστηκε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη αυξάνεται σε £20.000.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας στην αγωγή υπ’ αρ. 10324/94 για ποσό £20.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, πλέον ποσό £2.075 ως ειδικές αποζημιώσεις με τόκο, όπως επιδικάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Εκδίδεται επίσης απόφαση υπέρ του ενάγοντα Αντρέα Αντωνίου στην αγωγή υπ΄αρ. 10307/94 και εναντίον του εναγόμενου-εφεσείοντα για ποσό £6.000 για γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους όπως επιδικάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*946]Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για συνεισφορά του Ανδρέα Αντωνίου στην απόφαση που δόθηκε υπέρ της συζύγου του, ακυρώνεται. Ο εφεσείων θα βαρύνεται επίσης και με τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον του εφεσείοντος. Η αντέφεση επιτρέπεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο