Vnukovo Airlines (V.A.) και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 969

(2001) 1 ΑΑΔ 969

[*969]29 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. VNUKOVO AIRLINES (V.A.),

2. FEDERATED AGENCIES LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10311)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Ακύρωση διοικητικής απόφασης ― Αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ― Προϋποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων ― Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δεν θεμελιώνει αφ’ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση ― Προϋποθέσεις  δημιουργίας αγώγιμου δικαιώματος επιτυχόντος αιτητή για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Αποζημιώσεις ― Ακύρωση διοικητικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές.

Η εφεσείουσα 1 είναι Ρωσσική αεροπορική εταιρεία.  Η εφεσείουσα 2 είναι ο αντιπρόσωπος της στην Κύπρο. Με άδεια της αρμόδιας αρχής η εφεσείουσα 1 απέκτησε τη δυνατότητα να εκτελεί ναυλωμένες τουριστικές πτήσεις από τη Μόσχα στην Πάφο από 18/8/94. Με αίτηση ημερ. 29/8/94 οι εφεσείουσες ζήτησαν παράταση της άδειας ώστε οι πτήσεις να συνεχιστούν από 3/11/94 μέχρι το Μάρτιο του επόμενου έτους. Στις 2/11/94 ο διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας πληροφόρησε την εφεσείουσα 1 ότι το αίτημα της απορρίπτεται σύμφωνα με απόφαση της Μόνιμης Υπουργικής Επιτροπής για Αερομεταφορές.

Μετά από προσφυγή που άσκησαν οι εφεσείουσες το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση ημερ. 2/11/94 ως ληφθείσα από [*970]αναρμόδιο όργανο.

Στη συνέχεια οι εφεσείουσες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιώνοντας ειδικές και γενικές αποζημιώσεις.  Ισχυρίσθηκαν ότι σαν συνέπεια της πιο πάνω παράνομης και ακυρωθείσας απόφασης του εφεσίβλητου έχουν υποστεί γενικές και ειδικές απώλειες και βλάβες.  Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το αρμόδιο όργανο εφόσον εξέταζε την αίτηση δεν υπάρχει ένδειξη ότι θα παραχωρούσε τέτοια άδεια και επομένως δεν θεμελιώνεται η αξίωση για αποζημίωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να θέσουν την υπόθεση τους στο πλαίσιο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξαν ότι έχουν αγώγιμο δικαίωμα και απέρριψε την αγωγή.

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Κρονίδη και Κραμβή:

Στην Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983 η πρωτόδικη κατάληξη για την απόρριψη της αγωγής βασιζόταν πάνω σε λόγους παρόμοιους με τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της παρούσας αγωγής.  Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση εκείνη έχει αμφισβητηθεί με λόγους έφεσης οι οποίοι είναι παρόμοιοι με τους λόγους έφεσης στην παρούσα υπόθεση.  Λόγω της ομοιότητας των δύο περιπτώσεων υιοθετείται και στην παρούσα υπόθεση η προσέγγιση στην υπόθεση Νίκολας.

Για να επιτύχουν στην αξίωση τους οι εφεσείουσες έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.  Έπρεπε να είχαν αποδείξει πως θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν το αίτημα τους εξεταζόταν από το αρμόδιο όργανο.  Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί.  Έπεται πως το βάθρο της απαίτησης τους έχει καταρρεύσει.

Ούτε και το γεγονός ότι η επίδικη άδεια εζητείτο για ορισμένη περίοδο η οποία είχε λήξει κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης μεταβάλλει την κατάσταση.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει προκληθεί ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν έχουν αποδείξει ότι θα [*971]εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.

Β. Yπό Γαβριηλίδη, Δ. συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτέμη, Νικολαΐδη και Ηλιάδη:

Ενόψει της διατυπώσεως του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ζημιωθείς δικαιούται να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν “εφόσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου”, η περί αποζημιώσεως ή άλλης θεραπείας αξίωση πρέπει να απευθύνεται, πρώτα προς την Διοίκηση και, εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε, πλέον να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Διαφορετικά δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα.

Η έφεση απορρίπτεται πάνω στη βάση ότι, εφόσον οι εφεσείουσες προτού καταχωρήσουν την αγωγή, δεν απηύθυναν την αξίωση τους για αποζημίωση προς τον εφεσίβλητο, χωρίς αυτή να ικανοποιηθεί, δεν απέκτησαν, ούτε είχαν, αγώγιμο δικαίωμα.

Γ. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

Η διοίκηση, ενδεχομένως, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν είναι γνώστης της κατ’ ισχυρισμό ζημιάς που υπέστη ο προσφεύγων, ώστε να προσφέρει σ’ αυτόν θεραπεία που να τον αποζημιώνει.  Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 επιβάλλουν, ως εκ τούτου, υποχρέωση σ’ αυτόν που αξιώνει αποζημίωση να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στη διοίκηση και αν η τελευταία δεν ανταποκριθεί να προχωρήσει τότε με αγωγή στο Δικαστήριο.

Δ. Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Κωνσταντινίδη, Νικολάου και Χατζηχαμπή:

Οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα διενέργειας ναυλωμένων πτήσεων από Μόσχα σε Κύπρο. Η χορήγηση άδειας για το σκοπό αυτό αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση τέτοιου δικαιώματος. Η ακύρωση της παράνομης διοικητικής απόφασης καθιστούσε υποχρέωση της Διοίκησης να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση και το αρμόδιο, κατά νόμο, όργανο να επιληφθεί του αιτήματος των εφεσειόντων. Αυτό δεν το έπραξαν. Η αξίωση των εφεσειόντων για τη σύννομη εξέταση του αιτήματος τους δεν ικανοποιήθηκε.  Επί τούτου ανέκυψε δικαίωμα των εφεσειόντων για προσφυγή, όχι, όμως για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης δικαιώματος διεξαγωγής [*972]ναυλωμένων πτήσεων από τη Μόσχα στην Κύπρο, δικαίωμα το οποίο δεν είχαν και το  οποίο, παρά ταύτα αποτέλεσε το βάθρο της αγωγής τους για αποζημιώσεις. Η αγωγή τους ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983,

Petrides (1965) 1 C.L.R. 39.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 6/7/98 (Αρ. Αγωγής 9370/96) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους για αποζημιώσεις για ζημιά την οποία υπέστησαν λόγω της απόρριψης του αιτήματός τους για παράταση της άδειας εκτέλεσης ναυλωμένων πτήσεων από τη Μόσχα στην Πάφο.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ομόφωνα αποφασίζεται η απόρριψη της έφεσης με έξοδα.

Διαφορετικοί είναι οι λόγοι για τους οποίους τα Μέλη του Δικαστηρίου καταλήγουν στη ληφθείσα απόφαση.

Το σκεπτικό της πλειοψηφίας των Δικαστών περιέχεται στις αποφάσεις:-

(α)   Του Καλλή, Δ., με την οποία ταυτίζονται οι Δικαστές Νικήτας, Κρονίδης και Κραμβής· και

(β)   Του Γαβριηλίδη, Δ., με την οποία ταυτίζονται οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης και Ηλιάδης.

[*973]Ο Αρτεμίδης, Δ., ο οποίος επίσης ταυτίζεται με το σκεπτικό της πλειοψηφίας, εκθέτει τους λόγους της συμφωνίας του σε ξεχωριστή απόφαση. 

Το σκεπτικό της μειοψηφίας περιέχεται στη δική μου απόφαση, με την οποία ταυτίζονται οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Νικολάου και Χατζηχαμπής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα 1 είναι Ρωσσική αεροπορική εταιρεία. Η εφεσείουσα 2 είναι ο αντιπρόσωπος της πρώτης στην Κύπρο και επιπλέον της παρείχε υπηρεσίες εδάφους στην Κύπρο.   Με άδεια της αρμόδιας αρχής η εφεσείουσα 1 απέκτησε τη δυνατότητα να εκτελεί ναυλωμένες τουριστικές πτήσεις από τη Μόσχα στην Πάφο από 18.8.1994. Αυτό εγίνετο κάθε Πέμπτη και η εφεσείουσα 2 παρείχε στη Ρωσσική εταιρεία διάφορες υπηρεσίες.

Με αίτηση ημερ. 29.8.1994 οι εφεσείουσες ζήτησαν παράταση της άδειας ώστε οι πτήσεις να συνεχισθούν από 3.11.1994 και για όλο τον επόμενο χειμώνα μέχρι και το Μάρτιο του επόμενου έτους. Ακολούθησαν και άλλες σχετικές επιστολές των εφεσειουσών ή των δικηγόρων τους με το ίδιο αίτημα. Στις 2.11.1994 ο διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας πληροφόρησε με σήμα την εφεσείουσα 1 ότι το αίτημα της απορρίπτεται σύμφωνα με απόφαση της Μόνιμης Υπουργικής Επιτροπής για Αερομεταφορές.

Οι εφεσείουσες προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 1068/94 στο Ανώτατο Δικαστήριο την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Στις 14.6.1996 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση ημερ. 2.11.1994. Όπως αναφέρεται στην  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώθηκε επειδή "είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει απόφαση ληφθείσα από το αρμόδιο όργανο.   Αναρμοδίως ληφθείσα απόφαση είναι επιδεκτική αναθεώρησης και ακύρωσης".

Οι εφεσείουσες, στηριζόμενες στην πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχώρισαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία αξίωσαν ειδικές αποζημιώσεις ύψους £316.000, γενικές αποζημιώσεις, δίκαιες και/ή εύλογες και τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ισχυρίσθηκαν ότι σαν συνέπεια της πιο πάνω παράνομης και ακυρωθείσας απόφασης του εφεσιβλήτου έχουν υποστεί απώλειες, γενικές και ειδικές, και βλάβες. Γι’ αυτό "με βάση την απόφαση στην προσφυγή 1068/94 όπως και το άρθρο 146.6 του Συντάγματος" αξίωσαν υπό μορφή εύλογης και/ή δίκαιης αποζημίωσης αποκατά[*974]σταση και πλήρη θεραπεία κάθε ζημιάς τους.

Ο εφεσίβλητος με την έκθεση υπεράσπισης παραδέχθηκε τα πλείστα των πιο πάνω γεγονότων. Ωστόσο πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το αρμόδιο όργανο εφόσον εξέταζε την αίτηση δεν υπάρχει ένδειξη ότι θα παραχωρούσε τέτοια άδεια και επομένως δεν θεμελιώνεται αξίωση των εφεσειουσών για αποζημίωση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έκρινε ότι οι εφεσείουσες απότυχαν να θέσουν την υπόθεση τους στο πλαίσιο του άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξαν ότι έχουν αγώγιμο δικαίωμα. Έθεσε το θέμα ως εξής:

"Έρχομαι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο η διοίκηση είχε υποχρέωση με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος να πάρει μέτρα διορθωτικά της κατάστασης. Στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση των εναγουσών θα έπρεπε να επανεξετασθεί από το αρμόδιο όργανο. Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση αν υπήρξε κάτι τέτοιο. Άγνωστο επίσης στην περίπτωση που υπήρξε εξέταση ποιό το αποτέλεσμα. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν από τον εναγόμενο σαν μέρος της υπεράσπισης του αλλά σαν μέρος της υπόθεσης των εναγουσών. Το βάρος της απόδειξης ότι οι ενάγουσες έχουν αγώγιμο δικαίωμα με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος το έφεραν οι ίδιες οι οποίες βεβαίως και θα έπρεπε πρώτα να θέσουν τη βάση με την έκθεση απαίτησης που καταχώρησαν στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τις νομικές αυθεντίες όπως πιο πάνω εξετέθηκαν δεν είναι αρκετό ο διοικούμενος να έρχεται στο Δικαστήριο έχοντας στο χέρι την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να δείξει ότι παρά τα διορθωτικά μέτρα της διοίκησης εξακολουθεί να υφίσταται υλική ζημιά την οποία μόνο η αποζημίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί πλέον να διορθώσει.  Θεωρητικά τουλάχιστο η όποια νέα διοικητική απόφαση δυνατόν να μην αφήσει κατάλοιπο παρανομίας.

...............................................................................................................

Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση η επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο σε τί θα κατέληγε. Οι ενάγουσες δεν διαφώτισαν το Δικαστήριο επί του  θέματος τούτου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να κάμει από μόνο του υποθέσεις. Αν η διοίκηση επανεξέταζε την υπόθεση τα πράγματα ακολουθούν μια [*975]συγκεκριμένη πορεία. Αν η διοίκηση ως είχε υποχρέωση δεν επανεξέτασε την υπόθεση τότε άλλη είναι η πορεία των πραγμάτων. Ούτε η έκθεση απαίτησης, ούτε βεβαίως και η προσκομισθείσα μαρτυρία διευκρινίζουν το θέμα."

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσο κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης η όποια νέα απόφαση της διοίκησης θα άλλαζε την πορεία των πραγμάτων εφόσον η αιτούμενη άδεια εζητείτο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όταν εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ήδη η περίοδος αυτή παρέλθει προ πολλού.  Θα μπορούσε - όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο - κάποιος να ισχυριστεί  ότι η διοίκηση δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να λάβει διορθωτικά μέτρα. Έκαμε αναφορά στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως", Έκδοση 1988, όπου στη σελ. 285 διαβάζουμε:

"Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η in natura  αποκατάστασις των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν, είναι αδύνατος.  Τούτο παρατηρείται οσάκις η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως επέφερεν υλικήν αλλοίωσιν ανεπανόρθωτον, όπως π.χ. εις περίπτωσιν παρανόμου κατεδαφίσεως ως αυθαιρέτου κτίσματος (οικίας, περιπτέρου, λυομένου κτίσματος), ή εις περίπτωσιν που ο χρόνος καθ’ ον ίσχυσεν η ακυρωθείσα περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα εις το οποίον αφεώρα ή ακυρωθείσα, όπως π.χ. εις την περίπτωσιν αρνήσεως χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δι’ ωρισμένην ημέραν, ή συγκροτήσεως διαδηλώσεως καθ’ ωρισμένην ημέραν, ...............................................................................................................

Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημία και εφ’ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν."

Μετά την πιο πάνω αναφορά το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνέχισε ως εξής:

"Η απόφαση μου παρά ταύτα είναι τελικά ότι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρακτική αδυναμία της διοίκησης να επαναφέρει τα πράγματα στην προ της ακυρωθείσας πράξης περίοδο η διοίκηση θα πρέπει να επανεξετάσει το θέμα για να αποφασίσει ποία θα ήταν η νόμιμη τάξη πραγμάτων. Ο κ. Μαππουρίδης ειση[*976]γήθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση αν η απόφαση ελαμβάνετο από το αρμόδιο όργανο είναι άγνωστο ποίο θα ήταν το αποτέλεσμα. Είναι κατά την άποψη του Δικαστηρίου ορθή αυτή η θέση. Έρεισμα στα πιο πάνω υπάρχει και στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου (ανωτέρω), στη σελ. 234:

‘Η ζημία, δηλαδή, εκ της αναγνωρισθείσης ακυρότητος δεν είναι ούτε βεβαία ούτε δεδομένη ή ακριβής κατ’ έκτασιν.  Λαμβανομένων δε υπ’ όψιν των προϋποθέσεων και περιορισμών υπό τους οποίους αναγνωρίζεται γενικώς υποχρέωσις της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν, ή ότι εν προκειμένω είναι δυνατόν ευθύς εξ αρχής να έχη ανασταλή η ακυρωθείσα πράξις και συνεπώς να μη υπάρχη καν ζημιά, ή ότι η ακύρωσις δύναται να απαγγελθή και διά τυπικούς λόγους, ήτοι δια παράβασιν ουσιώδους τύπου ή αναρμοδιότητα, οπότε η Διοίκησις δύναται να επανεκδώση την ακυρωθείσαν πράξιν, ... συνάγεται ότι:  Αι περιπτώσεις αναγνωρίσεως αποζημιώσεως καίτοι απηγγέλθη η ακύρωσις, είναι σπάνιαι και δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τας περιπτώσεις ακυρώσεως.’

Προκύπτει ως εκ τούτου από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω ότι ακόμη και στην περίπτωση αδυναμίας εκτέλεσης της απόφασης και αδυναμίας αποκατάστασης πλην δια χρηματικής αποζημίωσης υπάρχουν περιπτώσεις όπου η διεκδίκηση αποζημίωσης δεν ακολουθεί σαν φυσική συνέπεια. Στο τελευταίο απόσπασμα που παρατέθηκε από το πιο πάνω ελληνικό σύγγραμμα αναφέρεται σαν χαρακτηριστική περίπτωση όπου δυνατόν να μην προκύπτει καθόλου υλική ζημιά αυτή της ακύρωσης λόγω αναρμοδιότητας. Όπως αναφέρεται η διοίκηση δυνατόν να επαναφέρει την ακυρωθείσαν πράξιν.

Στην υπό κρίση υπόθεση θα έπρεπε η διοίκηση να επανεξετάσει το θέμα έστω και αν υπήρχε εκ των πραγμάτων αδυναμία για αποκατάσταση. Θα έπρεπε να υπάρξει όμως τελικώς απόφαση από αρμόδιο όργανο. Αν υπήρξε κάτι τέτοιο ή όχι όπως ήδη έχει επισημανθεί λίγο πριν στην απόφαση είναι άγνωστο γιατί οι ενάγουσες δεν καλύπτουν ως όφειλαν το θέμα στην έκθεση απαίτησης.

Είναι επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι ενάγουσες απότυχαν να θέσουν την υπόθεση τους στο πλαίσιο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί απέτυχαν να αποδείξουν [*977]ότι έχουν αγώγιμο δικαίωμα. Η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί."

Η έφεση.

Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Οι εφεσείουσες διατείνονται ότι είναι εσφαλμένο γιατί ενώ ορθά κατά τη νομολογία και το Σύνταγμα κρίθηκε ότι η διοίκηση όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, εν τούτοις θεωρήθηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί υποθετικά θεωρήθηκε ότι ήταν άγνωστο εάν υπήρξε επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα υπέρ των εφεσειουσών αφού τούτο δεν ανέμενε να το δικογραφήσει ο εφεσίβλητος. Όμως - συνεχίζει η εισήγηση - αν είχε λάβει χώραν επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα θα αποτελούσε γεγονός. Έτσι αφού δεν υπήρξε ποτέ επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα δεν καταγράφηκαν στην αξίωση ή στην υπεράσπιση και άρα οι εφεσείουσες δεν παρεμποδίζοντο να διεκδικήσουν με αγωγή αποζημιώσεις κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Τέλος οι εφεσείουσες υποστήριξαν πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε το θέμα της ζημιάς σαν κατάλοιπο μόνο επανεξέτασης που όμως δεν έγινε ποτέ.

Στην Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983, η πρωτόδικη κατάληξη για την απόρριψη της αγωγής βασιζόταν πάνω σε λόγους παρόμοιους με τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της παρούσας αγωγής. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην  υπόθεση εκείνη έχει αμφισβητηθεί με λόγους έφεσης οι οποίοι είναι παρόμοιοι με τους λόγους έφεσης στην παρούσα υπόθεση.

Στην υπόθεση εκείνη μετά από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας είχαμε καταλήξει ως εξής:

"Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα, θα αποκαθίστατο η νομιμότητα. Ωστόσο από το ενώπιον μας υλικό δεν φαίνεται κατά πόσο η διοίκηση έχει λάβει μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας. Ανεξάρτητα από αυτή τη πτυχή της υπόθεσης το μόνο επίδικο θέμα που χρήζει επίλυσης είναι το κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε αποζημιώσεις σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης.

[*978]Έχουμε την άποψη πως η ορθή νομική προσέγγιση αντανακλάται στις αποφάσεις που δόθηκαν στις υποθέσεις Εγγλεζάκη (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Μαυρονύχη (1995) 1 Α.Α.Δ. 612 και Δήμος Αραδίππου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1000. Κρίνουμε, επομένως, ότι τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Η απαίτηση του εφεσείοντα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του ότι σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και ‘υπέστει απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές’. Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. Έπεται πως το βάθρο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω).

Το γεγονός ότι η εργοδότηση των αλλοδαπών ήταν περιορισμένης διάρκειας, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωτικής απόφασης, δεν μεταβάλλει την κατάσταση γιατί:

(α) Το δικαίωμα της αποζημιώσεως ‘δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως’. Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση (Βλ. Εγγλεζάκη και Frangoulides (1982) 1 C.L.R. 462, πιο πάνω).

(β) Το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται μόνο εφόσον η  ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Τέτοια ζημιά δεν έχει προκληθεί γιατί ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι θα ήταν ένας επιτυχών υποψήφιος.

Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα."

Λόγω της ομοιότητας των δύο περιπτώσεων υιοθετούμε και στην παρούσα υπόθεση την προσέγγιση μας στη Νίκολας, πιο πάνω και δεν θεωρούμε σκόπιμο να την επαναλάβουμε ή να προβούμε σε περαιτέρω ανάλυση.

Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχουν στην αξίωση  τους [*979]οι εφεσείουσες έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.  Έπρεπε να είχαν αποδείξει πως θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν το αίτημα τους εξεταζόταν από το αρμόδιο όργανο. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. Έπεται πως το βάθρο της απαίτησης τους έχει καταρρεύσει.

Ούτε και το γεγονός ότι η επίδικη άδεια εζητείτο για ωρισμένη περίοδο η οποία είχε λήξει κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης μεταβάλλει την κατάσταση. Ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση τα όσα λέχθηκαν στην Νίκολας (πιο πάνω). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει προκληθεί ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν έχουν αποδείξει ότι θα εξασφάλιζαν την επίδικη άδεια αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.  Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου (πιο πάνω), σελ. 285,  η επίδικη αποζημίωση είναι δυνατή "όταν υπάρξη ζημιά και εφ_ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν".  Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω δεν έχει αποδειχθεί ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι οι εφεσείουσες είχαν αγώγιμο δικαίωμα, συμφωνούμε με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Καλλή.  Όμως, κατά την άποψή μας, ενόψει της διατυπώσεως του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ζημιωθείς δικαιούται να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν «εφόσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου», η περί αποζημιώσεως ή άλλης θεραπείας αξίωσις πρέπει να απευθύνεται, το πρώτον, προς την διοίκηση και, εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε, πλέον, να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Διαφορετικά δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα.  Η θέση αυτή συνάδει και με το απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο, το οποίο υιοθετήθηκε από το Εφετείο στην Petrides (πιο κάτω), σύμφωνα με το οποίο, «Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημίας. Το Συμβούλιον Επικρατείας, ……… δεν επιδικάζη χρηματικάς καταβολάς……… Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις,    α ν α κ ύ π τ ε ι   π λ έ ο ν    α σ τ ι κ ή    δ ι α φ ο ρ ά   δ ι ά   τ η ν   ο π ο ί α ν  α ρ μ ό δ ι α  ε ί ν α ι  τ α  π ο λ ι τ ι κ ά  δ ι κ α σ τ ή ρ ι α,...» (Η έμφαση με αραιή γραφή δίδεται από το Εφετείο στην Petrides (1965) 1 C.L.R. 39, στη σελίδα 46).

[*980]

Θα απορρίπταμε, όπως και απορρίπτουμε, την έφεση πάνω στη βάση ότι, εφόσον οι εφεσείουσες, προτού καταχωρήσουν την αγωγή, δεν απηύθυναν την αξίωσή τους για αποζημίωση προς τον εφεσίβλητο, χωρίς αυτή να ικανοποιηθεί, δεν απέκτησαν, ούτε είχαν, αγώγιμο δικαίωμα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ και εγώ με την απόφαση του αδελφού δικαστή Καλλή, και σε ότι αφορά το μέρος της που επιλαμβάνεται των γεγονότων της έφεσης αλλά και με τη νομική ανάλυση που γίνεται σ’ αυτή, με αποτέλεσμα την απόρριψη της.

Συμμερίζομαι και την άποψη που διατυπώνει ο δικαστής Γαβριηλίδης. Θα απέρριπτα την έφεση για τον ίδιο λόγο.

Η ιδιάζουσα θεραπεία που προβλέπεται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος, μετά την ακύρωση διοικητικής πράξης ή απόφασης, για τους λόγους και κάτω από τις προϋποθέσεις των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του ιδίου Άρθρου, συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της παραγράφου 6, που προτείνεται.

Η διοίκηση, ενδεχομένως, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν είναι γνώστης της κατ’ ισχυρισμόν ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων, ώστε να προσφέρει σ’ αυτόν θεραπεία που τον αποζημιώνει.  Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 επιβάλλουν, ως εκ τούτου, υποχρέωση σ’ αυτόν που αξιώνει αποζημίωση να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στη διοίκηση, και αν η τελευταία δεν ανταποκριθεί να προχωρήσει τότε με αγωγή στο Δικαστήριο.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα 1 είναι ρωσική αεροπορική εταιρεία, στην οποία χορηγήθηκε άδεια δρομολόγησης ναυλωμένων πτήσεων από τη Μόσχα στην Πάφο για τη χρονική περίοδο από                     18 Αυγούστου, 1994, μέχρι 27 Οκτωβρίου, 1994.  Η εφεσείουσα 2 είναι η αντιπρόσωπός της στην Κύπρο. Πριν την εκπνοή της άδειας, στις 29 Αυγούστου, 1994, οι εφεσείοντες ζήτησαν την παράτασή της, κατ’ ουσίαν, τη χορήγηση νέας άδειας για τη διενέργεια ναυλωμένων πτήσεων από 3 Νοεμβρίου, 1994, και για ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο 1994 - 1995. Στο αίτημα δόθηκε αρνητική απάντηση, στις 2 Νοεμβρίου, 1994, από το Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.

Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, αξιώνοντας την ακύρωση της αρνητικής απόφασης.  Το αίτημά τους έγινε δεκτό· στις 14 Ιουνίου, 1996, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπο[*981]ρίας, αφού διαπίστωσε ότι αυτή λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

Στις 11 Σεπτεμβρίου, 1996, οι εφεσείοντες ενήγαγαν την Κυπριακή Δημοκρατία, αξιώνοντας αποζημιώσεις για τη ζημία, την οποία υπέστησαν ως αποτέλεσμα της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης. Αξίωσαν αποζημιώσεις, ίσες προς το απωλεσθέν όφελος το οποίο θα προσπορίζονταν από την αποδοχή του αιτήματός τους. Βάσισαν την αγωγή τους στις διατάξεις του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι δε θεμελιώθηκε αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις.

Παραπέμποντας στη σχετική νομολογία, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη ζημίας. Η ακύρωση διοικητικής πράξης ή απόφασης δεν παρέχει, όπως υποδεικνύει, άμεσα αγώγιμο δικαίωμα. Ό,τι εξασφαλίζει, είναι ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με τα αποφασισθέντα, ο παραπονούμενος διάδικος μπορεί να προσφύγει εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο, προς το σκοπό άρσης της παρανομίας και αποκατάστασης της νομιμότητας.

Λόγω της συνάφειας των επιδίκων θεμάτων, η παρούσα έφεση ακούστηκε παράλληλα με την Πολιτική Έφεση Αρ. 10301 - Χαράλαμπος Νίκολας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983 - και τα επίδικα θέματα των δύο εφέσεων εξετάστηκαν συγχρόνως. Η ανάλυση της ερμηνείας του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, η οποία γίνεται στην απόφασή μας στην προαναφερθείσα έφεση, που δόθηκε σήμερα, υιοθετείται και στην παρούσα υπόθεση· καμιά χρεία για επανάληψή της.

Στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10301, ο εφεσείων ήταν τρίτος, ο οποίος ζημιώθηκε από την παράνομη πράξη αρμόδιου διοικητικού οργάνου, στερητικής του δικαιώματος εργοδότησής του στη χώρα του.  Η ζημία του προέκυψε από αυτή τούτη την παράνομη πράξη.  Σ’ εκείνη την υπόθεση, μετά από αίτηση κυπριακής εταιρείας αερομεταφορών, δόθηκε, παρανόμως, άδεια για την εργοδότηση αλλοδαπών (κυβερνητών και συγκυβερνητών αρεροπλάνων), για χρονική περίοδο έξι μηνών.  Η ακυρωθείσα πράξη υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της ζημίας του εφεσείοντος.

Στην παρούσα υπόθεση, οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα διενέργειας ναυλωμένων πτήσεων από Μόσχα σε Κύπρο. Η χορήγηση άδειας για το σκοπό αυτό αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση τέτοιου δικαιώματος. Η ακύρωση της παράνομης διοικητικής από[*982]φασης καθιστούσε υποχρέωση της Διοίκησης να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση και το αρμόδιο, κατά νόμο, όργανο να επιληφθεί του αιτήματος των εφεσειόντων. Αυτό δεν το έπραξαν, ως συνάγεται. Η αξίωση των εφεσειόντων για τη σύννομη εξέταση του αιτήματός τους, δεν ικανοποιήθηκε. Επί τούτου, ανέκυψε δικαίωμα των εφεσειόντων για προσφυγή· όχι, όμως, για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης δικαιώματος διεξαγωγής ναυλωμένων πτήσεων από τη Μόσχα στην Κύπρο· δικαίωμα το οποίο δεν είχαν και το οποίο, παρά ταύτα, αποτέλεσε το βάθρο της αγωγής τους για αποζημιώσεις. Η αγωγή τους ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, αποτέλεσμα το οποίο επικυρώνουμε με την απόφασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο