Nίκολας Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 983

(2001) 1 ΑΑΔ 983

[*983]29 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10301)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Ακύρωση διοικητικής απόφασης ― Αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ― Προϋποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων ― Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δεν θεμελιώνει αφ’ εαυτής δικαίωμα για αποζημίωση ― Προϋποθέσεις δημιουργίας αγώγιμου δικαιώματος επιτυχόντος αιτητή για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Αποζημιώσεις ― Ακύρωση διοικητικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές.

Με την προσφυγή αρ. 701/93 ο εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία παραχωρήθηκε στην εταιρεία EuroCypria Airlines Ltd άδεια για την πρόσληψη αλλοδαπών για την κάλυψη κενών θέσεων κυβερνήτη και συγκυβερνήτη αεροσκάφους και με την οποία εκδόθηκαν αντίστοιχες άδειες εργασίας στους αλλοδαπούς που προσλήφθηκαν. Στις 19/4/95 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στην ολότητα της με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος επειδή η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.

Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.  Ισχυρίστηκε ότι ήταν υποψήφιος και από[*984]λυτα προσοντούχος για διορισμό στη θέση κυβερνήτη και/ή συγκυβερνήτη στην εταιρεία και ότι σαν συνέπεια των παρανόμων αποφάσεων και/ή πράξεων του εφεσίβλητου δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και υπέστη απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές και βλάβη για την οποία αξίωσε εύλογες και/ή δίκαιες αποζημιώσεις.  Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι υπέστη ειδικές ζημιές, το σύνολο των οποίων καθόρισε σε £148.416.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να θέσει την υπόθεση του στο πλαίσιο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξε ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα. Η έλλειψη τέτοιου δικαιώματος ανάγεται στην παράλειψη του εφεσείοντα να διαφωτίσει το δικαστήριο επί του κατά πόσο είχε λάβει χώρα επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο και σε τι κατέληξε.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την παρούσα έφεση την ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε την απόρριψη τη έφεσης. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας εκτίθεται στις παραγράφους Α, Β και Γ κατωτέρω και το σκεπτικό της μειοψηφίας στην παράγραφο Δ κατωτέρω.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Κρονίδη και Κραμβή:

Με το αιτητικό της προσφυγής ο εφεσείων είχε επιδιώξει ακύρωση της απόφασης της Διοίκησης με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια εργασίας και παραμονής στην Κύπρο σε 6 αλλοδαπούς.  Η απόφαση ακυρώθηκε γιατί η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.

Σύμφωνα με την ερμηνεία των Άρθρων 146.5 και 146.6 μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση έπρεπε να λάβει τα πιο κάτω μέτρα για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα:

α) Να αποκαταστήσει τα πράγματα εις την προ “της ακυρωθείσης πράξεως νομική κατάσταση”, ήτοι να ανακαλέσει τις άδειες εργασίας τις οποίες είχε χορηγήσει και

β) Να προβεί σε επανεξέταση του θέματος.

[*985]Όσον αφορά τις παραμέτρους της επανεξέτασης, εφόσο η ακύρωση είχε συντελεστεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας η διοίκηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα με τη διεξαγωγή της επιβαλλόμενης έρευνας.

Η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει μια από τις πιο κάτω πορείες:

α) Να παραλείψει να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση.

β) Να προβεί σε επανεξέταση, μετά από τη δέουσα έρευνα και να λάβει νέα απόφαση με την οποία:

(i)  να αποκλείεται η υποψηφιότητα των αλλοδαπών και να επιτρέπεται μόνο η εργοδότηση Κυπρίων, ή

(ii) να επιτρέπεται η εργοδότηση τόσο Κυπρίων όσο και αλλοδαπών, ή

(iii)  να εμμείνει στην προηγούμενη – ακυρωθείσα – απόφαση.

Υιοθέτηση της πορείας (α) ή (β)(ii) ή β(iii) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή.  Τούτο γιατί παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της άκυρης απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αντιμετωπίζεται με νέο αναθεωρητικό έλεγχο.

Υιοθέτηση της πορείας β(i) και β(ii) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να αποταθεί για διορισμό.

Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης του εφεσείοντα μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της.  Για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη.  Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί.  Έπεται πως το βάθρο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει.

Β. Υπό Γαβριηλίδη, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτέμη, Νικολαΐδη και Ηλιάδη:

Ενόψει της διατυπώσεως του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ζημιωθείς δικαιούται να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωση ή άλλη θεραπεία “εφόσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιηθεί υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου”, η περί αποζημιώσεως ή άλλης θεραπείας αξίωση πρέπει να απευθύνεται, πρώτα, προς τη Διοίκηση και, εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε, [*986]πλέον να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Διαφορετικά δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα.

Η έφεση απορρίπτεται πάνω στη βάση ότι, εφόσον ο εφεσείων, προτού καταχωρήσει την αγωγή δεν απηύθυνε την αξίωση του για αποζημίωση προς την εφεσίβλητη, χωρίς αυτή να ικανοποιηθεί, δεν απέκτησε, ούτε είχε, αγώγιμο δικαίωμα.

Γ. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

Η Διοίκηση, ενδεχομένως, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν είναι γνώστης της κατ’ ισχυρισμό ζημιάς που υπέστη ο προσφεύγων, ώστε να προσφέρει σ’ αυτόν θεραπεία που τον αποζημιώνει.  Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 επιβάλλουν, ως εκ τούτου, υποχρέωση σ’ αυτόν που αξιώνει αποζημίωση να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στη Διοίκηση, και αν η τελευταία δεν ανταποκριθεί να προχωρήσει τότε με αγωγή στο Δικαστήριο.

Δ. Υπό Πική Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Κωνσταντινίδη, Νικολάου και Χατζηχαμπή: (απόφαση μειοψηφίας).

Η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος προς ενεργό συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, καθιστά καθήκον της Διοίκησης να αποδείξει, σε κάθε διαδικασία που το στοιχείο της συμμόρφωσης είναι επίδικο θέμα, ότι συμμορφώθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση και αποκατέστησε τη νομιμότητα.

Πρόκειται για γεγονός, για το οποίο η Διοίκηση έχει ιδιαίτερη αν όχι αποκλειστική, γνώση, το οποίο άλλωστε έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στο διοικούμενο. Στην προκειμένη υπόθεση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Διοίκηση αδράνησε και, κατ’ ουσίαν, αδιαφόρησε να συμμορφωθεί με την ακυρωθείσα πράξη.  Ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός περί του αντιθέτου στην υπεράσπιση των εφεσίβλητων.

Βάσει της ακυρωθείσας απόφασης, παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα να διεκδικήσει εργοδότηση στην Κύπρο, ως κυβερνήτης ή συγκυβερνήτης αεροπλάνου, αποκλειομένων αλλοδαπών.  Η χρονική διάρκεια της παραβίασης αυτού του δικαιώματος ήταν έξι μήνες.  Το δικαίωμα του για αποζημίωση δεν εξισούται με απώλεια σταδιοδρομίας ή, ακόμα, με τη μισθοδοσία, την οποία θα απολάμβανε κατά την εξάμηνη περίοδο.  Ήταν πάντα υπαρκτή πιθανότητα η μη πρόσληψη του από την EuroCypria έστω και αν δεν είχε διαζευκτική επιλογή.

[*987]

Οι αποζημιώσεις εξισούνται με την απώλεια, κατά την εξάμηνη περίοδο που ακολούθησε την ακυρωθείσα απόφαση, της προοπτικής εργοδότησής του.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612,

Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427,

Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 2213,

Δήμος Αραδίππου ν. Γεωργιάδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 1000,

Petrides v. Greek Communal Chamber a.ο. (1965) 1 C.L.R. 39,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Tornaris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1292,

Gava v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1391,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314,

Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,

Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. [*988]612,

Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 18,

Kyriakides v. The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66,

Vrahimi a.o. v. The Republic (Attorney-General) 4 R.S.C.C. 121,

Petrides v. The Greek Communal Chamber 5 R.S.C.C. 48,

The Attorney-General of the Republic v. Markoullides a.ο. (1966) 1 C.L.R. 242,

Tsakistos v. The Attorney-General of the Republic etc. (1969) 1 C.L.R. 355.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 26/6/98 (Αρ. Αγωγής 5807/95) με την οποία απέρριψε την αγωγή του με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος για δίκαιες και εύλογες αποζημιώσεις λόγω της άδειας η οποία δόθηκε για εργοδότηση αλλοδαπών στην EuroCypria Airlines, ενώ ο ίδιος ήταν προσοντούχος.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά πλειοψηφία, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Το σκεπτικό της πλειοψηφίας περιέχεται στις αποφάσεις των Δικαστών Καλλή και Γαβριηλίδη.

Οι Δικαστές Νικήτας, Κρονίδης και Κραμβής ταυτίζονται με το σκεπτικό της απόφασης του Καλλή, Δ..

Οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης και Ηλιάδης ταυτίζονται με το σκεπτικό της απόφασης του Γαβριηλίδη, Δ..

Ο Αρτεμίδης, Δ., εξηγεί τους λόγους για τους οποίους συμφω[*989]νεί με την πλειοψηφία σε ξεχωριστή απόφασή του.

Το σκεπτικό της μειοψηφίας εκτίθεται στη δική μου απόφαση, με την οποία ταυτίζονται οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Νικολάου, και Χατζηχαμπής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αρ. 701/93 ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία παραχωρήθηκε σε Κυπριακή αεοροπορική εταιρεία και συγκεκριμένα  την EuroCypria Airlines Ltd άδεια για την πρόσληψη αλλοδαπών για την κάλυψη κενών θέσεων κυβερνήτη και συγκυβερνήτη αεροσκάφους στην εν λόγω εταιρεία και με την οποία εκδόθηκαν αντίστοιχες άδειες εργασίας στους αλλοδαπούς που προσλήφθηκαν. Με απόφαση του ημερ. 2.2.1995 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων ήταν πρόσωπο το οποίο είχε “ίδιο ενεστώς συμφέρον” και αποφάσισε ότι η προσφυγή ήταν παραδεκτή και δόθηκαν οδηγίες για την περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης για ακρόαση. Στις 19.4.1995 μετά από κάποιες δηλώσεις που έγιναν από τα μέρη το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στην ολότητα της με βάση το Άρθρο 146.4 (β) του Συντάγματος επειδή η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.

Μετά από την ακύρωση της διοικητικής απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο (το πρωτόδικο δικαστήριο) με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Στην έκθεση απαίτησης ανάφερε ότι ο εφεσείων ήταν υποψήφιος και απόλυτα προσοντούχος για διορισμό στη θέση κυβερνήτη και/ή συγκυβερνήτη στην εταιρεία EuroCypria Airlines Ltd και ενώ ανέμενε την απόφαση της εταιρείας πληροφορήθηκε ότι διορίστηκαν με άδειες εργασίας και παραμονής στην Κύπρο, που ενέκρινε ο εφεσίβλητος δια των αρμοδίων οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, άλλα πρόσωπα που ήσαν αλλοδαποί. Ισχυρίστηκε δε ότι σαν συνέπεια των παράνομων αποφάσεων και/ή πράξεων του εφεσίβλητου δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και υπέστη απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές και βλάβη για την οποία αξίωσε εύλογες και/ή δίκαιες αποζημιώσεις. Ισχυρίστηκε ότι υπέστη ειδικές ζημιές, το σύνολο των οποίων καθόρισε σε £148.416.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από αναφορά στη σχετική νομολογία απέρριψε την αγωγή.  Έκρινε ότι ο ενάγων απέτυχε να θέσει την υπόθεση του στο πλαίσιο του άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί δεν απέδειξε ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα. Η έλλειψη τέτοιου δικαιώματος, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ανάγεται στην παράλειψη του εφεσείοντα να διαφωτίσει το δικαστήριο επί [*990]του κατά πόσο είχε λάβει χώραν επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο και σε τί κατέληξε. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης:

“Έρχομαι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο η διοίκηση είχε υποχρέωση με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος να πάρει μέτρα διορθωτικά της κατάστασης. Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση αν υπήρξε κάτι τέτοιο. Άγνωστο επίσης στην περίπτωση που υπήρξε εξέταση ποιό το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά γι’ αυτές τις εξελίξεις στην έκθεση απαίτησης. Ούτε όμως και αν δεν υπήρξαν εξελίξεις. Αυτά τα γεγονότα δεν ήταν γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν από τον εναγόμενο σαν μέρος της υπεράσπισης του αλλά σαν μέρος της υπόθεσης του ενάγοντα.   Το βάρος της απόδειξης ότι αυτός έχει αγώγιμο δικαίωμα με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος το φέρει ο ίδιος ο οποίος βεβαίως και θα έπρεπε πρώτα να θέσει τη βάση με την έκθεση απαίτησης που καταχώρησε στο Δικαστήριο. Με βάση τις νομικές αυθεντίες όπως πιο πάνω εξετέθηκαν δεν είναι αρκετό ο διοικούμενος να έρχεται στο Δικαστήριο έχοντας στο χέρι την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να δείξει ότι παρά τα διορθωτικά μέτρα της διοίκησης εξακολουθεί να υφίσταται υλική ζημιά την οποία μόνο η αποζημίωση στο Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί πλέον να διορθώσει.  Υπενθυμίζονται εδώ τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Frangoulides (ανωτέρω) ότι δηλαδή μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξης το μόνο δικαίωμα το οποίο γεννάται υπέρ του διοικούμενου είναι ν’ απαιτήσει την εξαφάνιση των συνεπειών της παράνομης διοικητικής πράξης. Πριν από αυτό δεν έχει δικαίωμα για αποζημίωση. Θεωρητικά τουλάχιστο η όποια νέα διοικητική απόφαση δυνατόν να μην αφήσει κατάλοιπο παρανομίας.

...............................................................................................................

Είναι άγνωστο στην παρούσα υπόθεση η επανεξέταση της υπόθεσης από αρμόδιο όργανο σε τι θα κατέληγε.  Ο ενάγοντας δεν διαφώτισε το Δικαστήριο επί του θέματος τούτου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να κάμει από μόνο του υποθέσεις. Αν η διοίκηση επανεξέτασε την υπόθεση τα πράγματα ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία. Αν η διοίκηση ως είχε υποχρέωση δεν επανεξέτασε την υπόθεση τότε άλλη είναι η πορεία των πραγμάτων. Ούτε η έκθεση απαίτησης, ούτε βεβαίως και η προσκομισθείσα μαρτυρία διευκρινίζουν το θέμα. Είναι επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων απέτυχε να θέσει την υπόθεση του στο πλαίσιο του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος γιατί απέτυχε να αποδείξει ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα.  Η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.”

Η έφεση.

Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Ο εφεσείων διατείνεται ότι είναι εσφαλμένο γιατί ενώ ορθά κατά τη νομολογία και το Σύνταγμα κρίθηκε ότι η διοίκηση όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, εν τούτοις θεωρήθηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί υποθετικά θεωρήθηκε ότι ήταν άγνωστο εάν υπήρξε επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα υπέρ του εφεσείοντα αφού τούτο δεν ανέμενε να το δικογραφήσει ο εφεσίβλητος.  Όμως - συνεχίζει η εισήγηση - αν είχε λάβει χώραν επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα θα αποτελούσε γεγονός. Έτσι αφού δεν υπήρξε ποτέ επανεξέταση ή διορθωτικά μέτρα δεν καταγράφηκαν στην αξίωση ή στην υπεράσπιση και άρα ο εφεσείων δεν παρεμποδίζετο να διεκδικήσει με αγωγή αποζημιώσεις κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

Τέλος ο εφεσείων υποστήριξε πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε το θέμα της ζημιάς σαν κατάλοιπο μόνο επανεξέτασης που όμως δεν έγινε ποτέ.

Τα σχετικά με την επίλυση της επίδικης διαφοράς άρθρα του Συντάγματος είναι τα άρθρα 146.5 και 146.6* του Συντάγματος.   Το άρθρο 146.6 έχει ερμηνευθεί στην Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 Α.Α.Δ. 697. Στην υπόθεση εκείνη οι αιτήτριες ήταν υποψήφιες για εισδοχή στην Παιδαγωγική Ακαδημία κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984-1985. Η αρμόδια αρχή είχε καθορίσει σαν κριτήρια για εισδοχή, εκτός από την επίτευξη ορισμένου επιπέδου επίδοσης στις εισαγωγικές εξετάσεις και ποσοστό εισδοχής ανδρών και γυναικών. Οι αιτήτριες δεν πέτυχαν στις εισαγωγικές εξετάσεις τέτοια επίδοση ώστε να δικαιούνται να εισέλθουν στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Με προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο πέτυχαν την ακύρωση της απόφασης για μη εισδοχή τους λόγω της ύπαρξης του κριτηρίου σχετικά με το φύλο των υποψηφίων. Μετά την απόρριψη και της έφεσης εναντίον της ακυρωτικής απόφασης οι αρμόδιες αρχές επανεξέτασαν την ακυρωθείσα απόφαση με βάση τις πραγματικότητες του 1984. Οι αιτήτριες δεν ήταν μεταξύ των επιλεγέντων λόγω του ότι δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των 50 επιτυχέστερων υποψηφίων, ούτε ακόμα μεταξύ των πρώτων επιλαχόντων. Απέκτησαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία λόγω της επιτυχίας τους στις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους, οπόταν και κατέστησαν σπουδάστριες της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.

Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 146.6 του Συντάγματος, οι αιτήτριες αξίωσαν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά που υπέστησαν λόγω της ακυρωθείσας απόφασης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί,  μετά την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και επανεξέταση του θέματος, αποκαταστάθηκε η νομιμότητα χωρίς να αφεθούν οποιαδήποτε κατάλοιπα ζημιάς στις αιτήτριες.

Το Εφετείο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Αφού πρώτα έθεσε το ερώτημα κατά πόσο “μετά την επανόρθωση και αποκατάσταση της νόμιμης τάξης πραγμάτων, οι αιτήτριες υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά” στη συνέχεια έκαμε αναφορά στη σχετική νομολογία* και συνόψισε ως εξής τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία - Βλ. απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στις σελ. 702-703:

“(1) Όπως το κείμενο του άρθρου 146.6 υποδηλώνει, και η νομολογία βεβαιώνει, η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θε[*993]μελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση από πολιτικό δικαστήριο. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται ‘εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιηθή υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου’.

(2) Η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση, αποτελεί ευθύνη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με τη ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1. Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση συμμορφώθηκε με την εξαφάνιση της πράξης και την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης. Η μη αμφισβήτηση της νέας απόφασης, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της νομιμότητας, επισφραγίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας αναφορικά με τη διοικητική λειτουργία. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή.   Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών.”

Η απόφαση του Εφετείου κατέληξε ως εξής:

“Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα κι’ αν ήθελε κριθεί η απαίτηση των εφεσειουσών για αποζημιώσεις, αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Για να επιτύχουν έπρεπε να είχαν αποδείξει ότι, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία το 1984, υπέστησαν ζημία η οποία δεν έχει ικανοποιηθεί. Η απαίτησή τους στηρίχθηκε ουσιαστικά στην απώλεια του δικαιώματος για εισδοχή το 1984, και στις συνέπειες που προέκυψαν από τη μη εισδοχή τους. Εφόσο διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να εισαχθούν το 1984, το βάθρο της απαίτησής τους κατέρρευσε.”

Ενωρίτερα - στη σελ. 701 - το Εφετείο επεσήμανε ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για προσβολή διοικητικής πράξης ή απόφασης δε συνεπάγεται και δικαίωμα επιλογής κατά την επανεξέταση εφόσον ήθελε ακυρωθεί η διοικητική πράξη κατά την αναθεώρηση.

Στην Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) [*994]1 Α.Α.Δ. 612 ο εφεσείων είχε ασκήσει προσφυγή κατά του διορισμού συγκεκριμένου προσώπου (το Ε.Μ.) στη θέση Υπεύθυνου Λογιστηρίου. Το Ε.Μ. υπέβαλε παραίτηση μετά το διορισμό του.  Με ενδιάμεση απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή δεν είχε καταργηθεί γιατί αν ήθελε διαπιστωθεί ότι ο εφεσείων εσφαλμένα δεν είχε επιλεγεί δυνατόν να είχε υποστεί ζημιά σαν αποτέλεσμα του μη διορισμού του (Βλ. Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427).

Με απόφαση του ημερ. 22.2.1986 το Ανώτατο Δικαστήριο  ακύρωσε το διορισμό του Ε.Μ.. Έκρινε ότι η χωρίς δικαιολογία παραγνώριση των ανώτερων προσόντων του εφεσείοντα, τα οποία δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας αποτελούσαν πλεονέκτημα και τα οποία τον καθιστούσαν έκδηλα υπέρτερο του Ε.Μ. οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για διορισμό του Ε.Μ. δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Mavronichis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 2213). Σημειώνεται ότι μετά την παραίτηση του Ε.Μ. η αρμόδια αρχή κατάρτισε νέο σχέδιο υπηρεσίας και η νέα θέση πληρώθηκε στις 15.5.86.  Ο εφεσείων δεν υπέβαλε υποψηφιότητα γιατί δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα. Την ακυρωτική απόφαση ακολούθησε αγωγή του εφεσείοντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διεκδίκησε αποζημιώσεις κατ’ επίκληση του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε πως

(α)   κάτω από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης στοιχειοθετήθηκε δικαίωμα αποζημίωσης, και

(β)   το ποσό των £2.128 αντιπροσώπευε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “δικαία και εύλογος αποζημίωσις” στην περίπτωση.

Στο παράπονο του εφεσείοντα πως το ποσό ήταν “υπερμέτρως χαμηλό και λανθασμένο στο Νόμο” οι εφεσίβλητοι, με “ειδοποίηση αντεφέσεως” αντέτειναν, μεταξύ άλλων, πως η ακυρωτική απόφαση δε συνιστούσε παραδεκτό στήριγμα αξίωσης για αποζημίωση.

Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση. Ο Κωνσταντινίδης, Δ.. έθεσε το θέμα ως εξής:

“Είναι ορθή η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί αγώγιμο δικαίωμα.  Όσα θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα περιστατικά, δεν αλλοίωναν το θεμελιωμένο πως η δικαστική ακύρωση διορισμού δεν εμπεριέχει και δήλωση για παράλειψη διορισμού άλλου ούτε, βέβαια γεννά με οποιοδήποτε τρόπο δικαίω[*995]μα διορισμού ώστε να προδεσμεύεται η διακριτική εξουσία της διοίκησης που καθηκόντως θα επανεξετάσει το ζήτημα (Βλ. Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 80 και Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462).”

Σχολιάζοντας την εισήγηση του εφεσείοντα πως το γεγονός της κατάργησης της θέσης αποτελούσε διαφοροποιητικό στοιχείο ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε στις σελ. 618-619:

“Η αξίωση, που εφόσον δεν ικανοποιηθεί δημιουργεί δικαίωμα επιδίκασης αποζημίωσης, πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη. Τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπειά της (Βλ. Attorney-General v. Andreas Marcoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242, Costas Tsakkistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355, Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314, Christofides v. Attorney-General (ανωτέρω), Frangoulides v. Republic (ανωτέρω), Πελαγία Εγγλεζάκη και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 697 και Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Χάρης Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420). Αν η μεταγενέστερη απόφαση για κατάργηση της θέσης προκάλεσε ζημιά και ποιά, ήταν ζήτημα ασύνδετο προς την απόφαση που ακυρώθηκε. Το παράδειγμα της αδυναμίας ικανοποίησης απολυθέντος υπαλλήλου λόγω κατάργησης της θέσης που επικαλέστηκε ο εφεσείων με αναφορά στο έργο του Φ. Βεγλερή - Η συμμόρφωσις της Διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 117, δεν υποστηρίζει το συλλογισμό του. Εκεί υπήρχε δικαίωμα αποζημίωσης ακριβώς επειδή η αξίωση του απολυθέντος για επάνοδο στην υπηρεσία ως κατ’ ευθείαν συνέπεια της εξαφάνισης της απόλυσής του με την ακυρωτική απόφαση, δεν μπορούσε πλέον να ικανοποιηθεί. Εδώ η ζημιά εμφανίζεται να προεκλήθη όχι λόγω της ακυρωθείσας απόφασης αλλά λόγω της μεταγενέστερης απόφασης για κατάργηση της θέσης.”

Στη Δήμος Αραδίππου ν. Γεωργιάδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 1000, ο εφεσείων, μετά από σχετική απόφαση, προκήρυξε τη θέση δημοτικού μηχανικού. Οι αιτητές ήσαν 6, μεταξύ αυτών και ο εφεσίβλητος. Κρίθηκε ως καταλληλότερος για τη θέση κάποιος Κυριάκος Καρεκλάς, και ακολούθησαν στον κατάλογο, ως ισόβαθμοι, ο εφεσίβλητος και ένας άλλος υποψήφιος. Έγινε εισήγηση στο Δημοτικό Συμβούλιο να προσφερθεί διορισμός στον Κ. Καρεκλά, ο οποίος όμως τον απέρριψε. Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη ο εφεσείων αποφάσισε την επαναπροκήρυξη της θέσης, που έγινε με δημοσίευση στον  ημερήσιο [*996]τύπο την 8.1.89. Με προσφυγή του ο εφεσίβλητος ζήτησε ακύρωση της ανάκλησης της απόφασης για την πλήρωση της θέσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την ανακλητική απόφαση γιατί ήταν αναιτιολόγητη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση μετά από έφεση του Δήμου. Υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Μαυρονύχης (πιο πάνω). Έκρινε ότι “η προσφυγή του εφεσίβλητου έγινε δεκτή γιατί η απόφαση για την ανάκληση ήταν αναιτιολόγητη. Η αγωγή θεμελιώνεται μόνο σ’ αυτή την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη, και θέμα αποζημίωσης εγείρεται μόνο, αν είναι βάσιμο, για τη ζημιά που προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της (βλ. την υπόθεση Μαυρονύχης, σελ. 618, όπου παρατίθενται και προηγουμένως σχετικές αποφάσεις). Τέτοια ζημιά δεν προέκυψε”.

Στην Petrides v. Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39, 46  υποδείχθηκε ότι το δικαίωμα για αποζημιώσεις δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στην Ελλάδα όπως καταδεικνύεται - σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου - από το πιο κάτω απόσπασμα του συγγράμματος του καθηγητή Κυριακόπουλου “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον”, 4η έκδοση, 1961, Τόμος Γ, σελ. 155:

“Η υποχρέωσις της διοικήσεως εις ακριβή συμμόρφωσιν προς ακυρωτικήν απόφασιν, εκδοθείσαν επί εκτελεσθείσης ήδη πράξεως, συνίσταται εις την εξαφάνισιν των αποτελεσμάτων ταύτης, ήτοι εις την αποκατάστασιν της προηγούμενης πραγματικής καταστάσεως. Η υποχρέωσις προς συμμόρφωσιν της διοικήσεως δεν περιορίζεται εις μόνην την λήψιν των αναγκαίων διοικητικών μέτρων προς άμεσον εκτέλεσιν της ακυρωτικής αποφάσεως· αλλ’ επιβάλλει άμα εις την διοίκησιν, όπως, δια διοικητικών εκτελεστών πράξεων, αποκαταστήση τα πράγματα εις την προ της ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν.  Προς τούτο υποχρεούται η διοίκησις ν’ ανακαλέση και πάσαν πράξιν, τελούσαν εν στενώ συνδέσμω προς την ακυρωθείσαν.  Η αποκατάστασις δέον να είναι πλήρης, ήτοι να περιλαμβάνη πάντα τα ζημιούντα τον προσφυγόντα αποτελέσματα της πράξεως εξ αρχής.

Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημίας. Το Σ.Ε., μη κρίνον άλλως τε περί των εξ αυτής δικαιωμάτων του προσφεύγοντος και των αντιστοίχων υπο[*997]χρεώσεων της διοικήσεως, δεν επιδικάζει χρηματικάς καταβολάς - πλην των δικαστικών εξόδων. Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις, ανακύπτει πλέον αστική διαφορά, δια την οποίαν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεσμεύονται ως προς το υπό του Σ.Ε. κριθέν ζήτημα, περί ού γεννάται δεδικασμένον εκ της αποφάσεως τούτου. Την προς αποζημίωσιν, κατ’ αρχήν, υποχρέωσιν αυτής, η διοίκησις δεν δύναται ν’ αμφισβητήση εν η περιπτώσει η αποκατάστασις είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος - ως λ.χ. εάν ο διαρρεύσας χρόνος περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα, εις ο αφεώρα η ακυρωθείσα πράξις - επειδή η προς συμμόρφωσιν υποχρέωσις περιορίζεται εν όλω η εν μέρει εις μόνην την αστικήν ευθύνην.”

Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως”, 1988, σελ. 233, 235, επεξηγείται ότι “το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως” και “δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ’ αρχήν ούτε κατ’ έκτασιν”.

Κάτω από την επικεφαλίδα “Η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της εννοίας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως”  αναφέρονται τα εξής στο πιο πάνω σύγγραμμα - στις σελ. 233-235:

“Είναι βέβαιον ότι η έννοια της αποκαταστάσεως είναι διάφορος της έννοιας της αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ της ακυρωθείσης πράξεως. Ήτοι, η ευθύνη της Διοικήσεως δι’ αποζημίωσιν ουδέποτε απορρέει αυτομάτως από την δικαστικήν ακύρωσιν. Και τούτο διότι ναι μεν η παρανομία είναι αναγκαία προϋπόθεσις της αστικής ευθύνης του Κράτους, αλλά δεν είναι και η μόνη.

Συνεπώς, η ακύρωσις μιας παρανόμου πράξεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, δεν επισύρει αυτομάτως και την ευθύνην της Διοικήσεως (ή του επιχειρούντος την παράνομον πράξιν οργάνου). Το δικαίωμα της αποζημιώσεως δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως. Η Διοίκησις ημπορεί να αρνήται την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, χωρίς τούτο να θεωρήται παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας ή παραβίασις του δεδικασμένου και του άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ και συνεπώς ουδεμίαν εκ των κυρώσεων δια παραβίασιν του άρθρου 50 δύναται να επισύρη η τοιαύτη άρνησις.  Διότι το [*998]ζήτημα της αποζημιώσεως είναι αντικείμενον νέου δικαστικού αγώνος και όχι θέμα απλής εκτελέσεως.

Θεωρητικώς, η αληθής και ολοσχερής άρσις των συνεπειών της παρανόμου πράξεως, μετά την απαγγελθείσαν υπό του δικαστού ακύρωσιν θα έπρεπε να συνεπάγεται, κατά μίαν άποψιν, και την αποκατάστασιν και ανόρθωσιν πάσης τυχόν ζημίας προξενηθείσης κατά την διάρκειαν και εξ αιτίας της ισχύος της παρανόμου πράξεως. Αλλ’ εν προκειμένω βάσει των κειμένων διατάξεων η απάντησις είναι αρνητική.  Δεν δύναται να συγκαταλεχθή  μεταξύ των αμέσων και αυτομάτων αποτελεσμάτων της ακυρώσεως και η ευθύνη της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν. Διότι ακριβώς η ακύρωσις έχει αιτίαν την παρανομίαν της διοικητικής πράξεως, ενώ η ευθύνη προς αποζημίωσιν έχει γενεσιουργόν αιτίαν την προξενηθείσαν ζημίαν εκ της παρανόμου πράξεως. Ο ακυρωτικός δικαστής δεν κρίνει περί της δευτέρας, αλλά μόνον περί της νομιμότητος της προσβληθείσης πράξεως.  Άλλαι αι προϋποθέσεις της ακυρώσεως της πράξεως και άλλαι αι της αγωγής αποζημιώσεως.

...............................................................................................................

Η ζημία, δηλαδή, εκ της αναγνωρισθείσης ακυρότητος δεν είναι ούτε βεβαία ούτε δεδομένη η ακριβής κατ’ έκτασιν. Λαμβανομένων δε υπ’ όψιν των προϋποθέσεων και περιορισμών υπό τους οποίους αναγνωρίζεται γενικώς υποχρέωσις της Διοικήσεως προς αποζημίωσιν, ή ότι εν προκειμένω είναι δυνατόν ευθύς εξ αρχής να έχη ανασταλή η ακυρωθείσα πράξις και συνεπώς να μη υπάρχη καν ζημία,  ή ότι η ακύρωσις δύναται ν’ απαγγελθή και δια τυπικούς λόγους, ήτοι δια παράβασιν ουσιώδους τύπου ή αναρμοδιότητα, οπότε η Διοίκησις δύναται να επανεκδώση την ακυρωθείσαν πράξιν, ή ότι υπάρχει και η σπανία περίπτωσις της ‘θεμιτής παρανομίας’, κατά την οποίαν δυνατόν να μη ηκυρώθη παράνομος πράξις, αλλά να αναγνωρισθή ευθύνη δι’ αποζημίωσιν εκ της εν λόγω πράξεως, συνάγεται ότι: Αι περιπτώσεις αναγνωρίσεως αποζημιώσεως καίτοι απηγγέλθη η ακύρωσις, είναι σπάνιαι και δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τας περιπτώσεις ακυρώσεως.

Συνεπώς, δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ’ αρχήν, ούτε κατ’ έκτασιν. Εις την έννοιαν της αποκαταστάσεως, ακόμη και υπό την δυναμικήν της μορφήν, δεν περι[*999]λαμβάνεται η ανόρθωσις της περιουσιακής ζημίας εκ της ακυρωθείσης πράξεως.”

Οι πιο πάνω προσεγγίσεις - της Δ. Κοντόγιωργα - έχουν τύχει της επιδοκιμασίας του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342,  στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα:

“Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει, αφ’ εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα. Το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ιδιόμορφο (cause sui generis), όπως αναγνωρίζεται στη Frangoulides v. Republic (ανωτέρω), και οι κανόνες καθορισμού των αποζημιώσεων διάφοροι από εκείνους του κοινοδικαίου.”

Με το αιτητικό της προσφυγής ο εφεσείων είχε επιδιώξει ακύρωση της απόφασης της διοίκησης με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια εργασίας και παραμονής στην Κύπρο σε 6 αλλοδαπούς. Το ακυρωτικό δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί η διερεύνηση του θέματος υπήρξε ατελής και μη δέουσα.

Σύμφωνα με την ερμηνεία των άρθρων 146.5 και 146.6 μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση έπρεπε να λάβει μέτρα για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω). Έπρεπε να λάβει μέτρα για να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης πράξεως ήτοι να αποκαταστήσει την προηγούμενη πραγματική κατάσταση.

Στην παρούσα υπόθεση έχοντας υπόψη το αιτητικό της προσφυγής και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην ακύρωση της επίδικης πράξης για την αποκατάσταση της νομιμότητας η διοίκηση έπρεπε να λάβει τα πιο κάτω μέτρα:

(α)   Να αποκαταστήσει τα πράγματα εις την προ της ‘ακυρωθείσης πράξεως νομικήν κατάστασιν’, ήτοι να ανακαλέσει τις άδειες εργασίας τις οποίες είχε χορηγήσει στα πρόσωπα που κατονομάζονται στην προσφυγή (βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 155)· και

(β)   Να προβεί σε επανεξέταση του θέματος.

[*1000]Ποιές είναι τώρα οι παράμετροι της επανεξέτασης;  Αυτές είναι συναρτημένες με το λόγο ακύρωσης: βλ. Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 154-155:

“β. Διάφορος της ως άνω προς συμμόρφωσιν υποχρεώσεως της διοικήσεως, είναι η προς ενδεχόμενην ενέργειαν υποχρέωσις αυτής, ήτις ανακύπτει κατόπιν ακυρώσεως πράξεως, εκδοθείσης κατ’ ελευθέραν εκτίμησιν. Διότι η διοίκησις, μετά την ακύρωσιν, είναι ελευθέρα να εκδώση ή να μη εκδώση νέαν πράξιν, και μόνον, αν προβή εις έκδοσιν ταύτης, οφείλει να συμμορφωθή προς την απόφασιν.  Και αν μεν η αίτησις ακυρώσεως εγένετο δεκτή διά παράλειψιν ουσιώδους τύπου, η διοίκησις, επανερχόμενη επί της υποθέσεως, οφείλει να τηρήση τον παραλειφθέντα τύπον· αν δε η ακύρωσις επήλθε συνεπεία ελλείψεως αιτιολογίας, ή ελλιπούς αιτιολογίας, η διοίκησις, εφ’  όσον επανέλθη, οφείλει να προσθέση την προσήκουσαν αιτιολογίαν· αν δε, τέλος, η ακύρωσις εγένετο δι’ αναρμοδιότητα της εκδούσης την πράξιν αρχής, καθορισθή δ’ εν τη αποφάσει του Σ.Ε. ποία αρχή είναι αρμοδία, μόνον η κριθείσα τοιαύτη δύναται να προβή εις την έκδοσιν της νέας πράξεως”.

(Βλ. και Δ. Κοντόγιωργα, πιο πάνω, σελ. 234  (παρατίθεται στη σελ. 12 της παρούσας απόφασης)).

Εφόσο η ακύρωση είχε συντελεστεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας η διοίκηση έπρεπε να επανεξετάσει το θέμα με τη διεξαγωγή της υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενης έρευνας.

Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση μπορούσε να ακολουθήσει μια από τις πιο κάτω πορείες:

(α)   Να παραλείψει να προβεί σε ανάκληση και επανεξέταση.

(β)   Να προβεί σε επανεξέταση, μετά από τη δέουσα έρευνα και να λάβει νέα απόφαση με την οποία:

(ι)   να αποκλείεται η υποψηφιότητα των αλλοδαπών και να επιτρέπεται μόνο η εργοδότηση Κύπριων, ή

(ιι)  να επιτρέπεται η εργοδότηση τόσο Κυπρίων όσο και αλλοδαπών, ή

(ιιι) να εμμείνει στην προηγούμενη - ακυρωθείσα - απόφαση.

[*1001]Υιοθέτηση της πορείας (α) ή (β) (ιι) ή β (ιιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή. Τούτο γιατί “παράλειψη της διοίκησης για άρση κάθε πτυχής της άκυρης απόφασης και λήψη της κατάλληλης ενέργειας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αντιμετωπίζεται με νέο αναθεωρητικό έλεγχο” (Βλ.  Μαυρονύχης, πιο πάνω, σελ. 619 και Frangoulides, πιο πάνω - Βλ. και Κυριακόπουλος, πιο πάνω, σελ. 156: “Αι μετά την ακύρωσιν υπό του Σ.Ε. ενέργειαι ή παραλείψεις της διοικήσεως αποτελούσιν ανθυπόστατους πράξεις, και ως τοιαύται υπόκεινται εις προσβολήν επί ακυρώσει, συντρεχόντων των προς τούτο νομίμων όρων”).

Υιοθέτηση της πορείας (β) (ι) και (ιι) θα έδινε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να αποταθεί για διορισμό.

Με την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης και με την επανεξέταση, μετά από δέουσα έρευνα, θα αποκαθίστατο η νομιμότητα. Ωστόσο από το ενώπιον μας υλικό δεν φαίνεται κατά πόσο η διοίκηση έχει λάβει μέτρα για αποκατάσταση της νομιμότητας.   Ανεξάρτητα από αυτή τη πτυχή της υπόθεσης  το μόνο επίδικο θέμα που χρήζει επίλυσης είναι το κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε αποζημιώσεις σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης.

Έχουμε την άποψη πως η ορθή νομική προσέγγιση αντανακλάται στις αποφάσεις που δόθηκαν στις υποθέσεις Εγγλεζάκη, Μαυρονύχη και Δήμος Αραδίππου (πιο πάνω). Κρίνουμε, επομένως, ότι τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της.    Η απαίτηση του εφεσείοντα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό του ότι σαν αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης δεν πέτυχε διορισμό στην Κύπρο και “υπέστει απώλειες, γενικές και ειδικές ζημιές”.   Εν όψει των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι για να επιτύχει στην αξίωση του ο εφεσείων έπρεπε να είχε αποδείξει ότι θα εξασφάλιζε διορισμό αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη. Τέτοια απόδειξη δεν έχει προσφερθεί. Έπεται πως το βάρθο της απαίτησης του έχει καταρρεύσει (Βλ. Εγγλεζάκη, πιο πάνω).

Το γεγονός ότι η εργοδότηση των αλλοδαπών ήταν περιορισμένης διάρκειας, η οποία είχε λήξει κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωτικής απόφασης, δεν μεταβάλλει την κατάσταση γιατί:

(α)   Το δικαίωμα της αποζημιώσεως “δεν γεννάται ipso facto εκ της ακυρωτικής αποφάσεως”. Η ακύρωση διοικητικής απόφασης δε θεμελιώνει αφεαυτής δικαίωμα για αποζημίωση [*1002](Βλ. Εγγλεζάκη και Frangoulides, πιο πάνω).

(β)   Το δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται μόνο εφόσον η ζημιά

     προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Τέτοια ζημιά δεν έχει προκληθεί γιατί ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι θα ήταν ένας επιτυχών υποψήφιος.

Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που δόθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημιά. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι ο εφεσείων είχε αγώγιμο δικαίωμα, συμφωνούμε με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Καλλή. Όμως, κατά την άποψή μας, ενόψει της διατυπώσεως του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ζημιωθείς δικαιούται να επιδιώξει δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν «εφόσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου», η περί αποζημιώσεως ή άλλης θεραπείας αξίωσις πρέπει να απευθύνεται, το πρώτον, προς την διοίκηση και, εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε, πλέον, να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Διαφορετικά δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα.  Η θέση αυτή συνάδει και με το απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο, το οποίο υιοθετήθηκε από το Εφετείο στην Petrides (πιο κάτω), σύμφωνα με το οποίο, «Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημίας.  Το  Συμβούλιον Επικρατείας, ……… δεν επιδικάζη χρηματικάς καταβολάς……… Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις,    α ν α κ ύ π τ ε ι     π λ έ ο ν  α σ τ ι κ ή   δ ι α φ ο ρ ά  δ ι ά  τ η ν   ο π ο ί α ν  α ρ μ ό δ ι α  ε ί ν α ι  τ α   π ο λ ι τ ι κ ά  δ ι κ α σ τ ή ρ ι α,...» (Η έμφαση με αραιή γραφή δίδεται από το Εφετείο στην Petrides (1965) 1 C.L.R. 39, στη σελίδα 46).

Θα απορρίπταμε, όπως και απορρίπτουμε, την έφεση πάνω στη βάση ότι, εφόσον ο εφεσείων, προτού καταχωρήσει την αγωγή, δεν απηύθυνε την αξίωσή του για αποζημίωση προς την εφεσίβλητη, χωρίς αυτή να ικανοποιηθεί, δεν απέκτησε, ούτε είχε, αγώγιμο δικαίωμα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ και εγώ με την απόφαση του αδελφού δικαστή Καλλή, και σε ότι αφορά το μέρος της που επιλαμβά[*1003]νεται των γεγονότων της έφεσης αλλά και με τη νομική ανάλυση που γίνεται σ’ αυτή, με αποτέλεσμα την απόρριψη της.

Συμμερίζομαι και την άποψη που διατυπώνει ο δικαστής Γαβριηλίδης. Θα απέρριπτα την έφεση για τον ίδιο λόγο.

Η ιδιάζουσα θεραπεία που προβλέπεται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος, μετά την ακύρωση διοικητικής πράξης ή απόφασης, για τους λόγους και κάτω από τις προϋποθέσεις των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του ιδίου Άρθρου, συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της παραγράφου 6, που προτείνεται.

Η διοίκηση, ενδεχομένως, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν είναι γνώστης της κατ’ ισχυρισμόν ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων, ώστε να προσφέρει σ’ αυτόν θεραπεία που τον αποζημιώνει.  Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου  146 επιβάλλουν, ως εκ τούτου, υποχρέωση σ΄αυτόν που αξιώνει αποζημίωση να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στη διοίκηση, και αν η τελευταία δεν ανταποκριθεί να προχωρήσει τότε με αγωγή στο Δικαστήριο.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμοί του 1972, (Κ.Δ.Π. 242/72), παρέχουν εξουσία στην αρμόδια αρχή, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (το «Υπουργείο»), να επιτρέπει την εργοδότηση αλλοδαπών για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας, εφόσον διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν «... διαθέσιμοι καταλλήλως προσοντούχοι κάτοικοι της Δημοκρατίας ...» - (Κ.11).  Άλλωσπως απαγορεύεται η εργοδότησή τους.

Ο Χαράλαμπος Νίκολας, ο εφεσείων, προσέβαλε τη νομιμότητα απόφασης του Υπουργείου να χορηγήσει στην κυπριακή εταιρεία αερομεταφορών "EuroCypria Airlines Ltd" άδεια πρόσληψης έξι αλλοδαπών Κυβερνητών και Συγκυβερνητών αεροπλάνων, για χρονική περίοδο έξι μηνών. Η Δημοκρατία ενέστη στο παραδεκτό της προσφυγής. Υποστήριξε ότι ο εφεσείων δεν ενομιμοποιείτο να ζητήσει την αναθεώρηση της απόφασης, ελλείψει συμφέροντος προς τούτο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, επελήφθη, κατ’ αρχήν, του παραδεκτού της προσφυγής. Διαπίστωσε ότι ο εφεσείων, όντας προσοντούχος πιλότος, έχων συμφέρον για την εργοδότηση του στην Κύπρο, ενομιμοποιείτο να προσβάλει την επίδικη απόφαση.

Μετά τη δικαστική αυτή διαπίστωση, οι εφεσίβλητοι αναγνώρι[*1004]σαν ότι η άδεια για την εργοδότηση των έξι αλλοδαπών εκδόθηκε χωρίς να διερευνήσουν κατά πόσο υπήρχαν Κύπριοι προσοντούχοι κυβερνήτες ή συγκυβερνήτες αεροσκαφών. Πήραν την απόφαση, χωρίς να ερευνήσουν αν υπήρχαν Κύπριοι προσοντούχοι κυβερνήτες ή συγκυβερνήτες αεροσκαφών και, σε ό,τι αφορά τον αιτητή (εφεσείοντα), δεν έλαβαν υπόψη τους ότι υπήρχε τουλάχιστον ένα προσοντούχο άτομο, γεγονός περιοριστικό της ευχέρειάς τους να επιτρέψουν την εργοδότηση αλλοδαπών. Η ύπαρξη των προσόντων του εφεσείοντος, μετά τη διαπίστωση του συμφέροντός του να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση, προσέλαβε τη μορφή ευρήματος του δικαστηρίου, ως προς την ύπαρξη γεγονότων, τα οποία οι εφεσίβλητοι παραγνώρισαν και τα οποία προδιέγραφαν τις μελλούμενες ενέργειες της Διοίκησης μετά την ακύρωση της απόφασης. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου – ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος κυβερνήτης αεροπλάνου – ήταν απόρροια των στοιχείων του φακέλου. Συνιστούσε λειτουργικό εύρημα, δεσμευτικό για τη Διοίκηση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί. Ως προς τις αρχές, σχετικές με το δεδικασμένο, αναφορικά με τα γεγονότα στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054· Tornaris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1292· Gava v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1391· Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

Στις 23 Ιουνίου, 1995, ο εφεσείων ενήγαγε τους εφεσίβλητους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διεκδικώντας αποζημιώσεις για τη ζημία, την οποία υπέστη ως αποτέλεσμα της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης.

Οι αποζημιώσεις, που αξίωσε, ισοδυναμούσαν, σε μεγάλο βαθμό, με απώλεια σταδιοδρομίας, θέση συναρτημένη με την καθόλου βέβαιη υπόθεση ότι θα εργοδοτείτο διαχρονικά από τη EuroCypria.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Διαπίστωσε, αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία, ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης δε στοιχειοθετεί, αφ’ εαυτής, δικαίωμα προς αποζημίωση. Ό,τι επιβάλλει, είναι τη συμμόρφωση της Διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση, προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Εάν παραλείψει να το πράξει, ο επιτυχών αιτητής νομιμοποιείται να προσφύγει εκ νέου, προς άρση της παράλειψης της Διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση - (βλ. Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462· Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314· Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697· Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420· Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612).

[*1005]

Στη Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 18, στην οποία επίσης παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τονίζεται ότι, αν η αξίωση του επιτυχόντος αιτητή δεν ικανοποιηθεί από την αρμόδια αρχή, προκύπτει δικαίωμα αποζημίωσης, νοουμένου ότι ο αιτητής υπέστη ζημία προκύπτουσα από την ακυρωθείσα απόφαση.

Το βάρος της απόδειξης μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με την ακυρωθείσα πράξη, το φέρει, σύμφωνα με την υπό έφεση απόφαση, ο ενάγων.  Επομένως, η μη προσαγωγή μαρτυρίας από τον ενάγοντα (εφεσείοντα), αποδεικνύουσας ότι η Διοίκηση παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ακυρωθείσα απόφαση, καθιστούσε την αγωγή του απορριπτέα, καταδικασμένη σε αποτυχία. Απουσίαζε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αγώγιμου δικαιώματος.

Το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής ερμηνείας από την καθίδρυση της Δημοκρατίας. Η πρώτη απόφαση, που πραγματεύεται το θέμα, είναι η Phedias Kyriakides v. The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66, στην οποία επεξηγείται ότι το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο παρέχει το Άρθρο 146.6, διακρίνεται από εκείνο το οποίο στοιχειοθετείται από το Άρθρο 172 του Συντάγματος - (βλ., επίσης, Eleni Vrahimi & Another v. The Republic (Attorney-General) 4 R.S.C.C. 121).

Η δεύτερη απόφαση είναι η Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39. Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στον επιτυχόντα διάδικο σε προσφυγή, στην οποία ακυρώθηκε απόφαση αρνητική για την παροχή σ’ αυτόν αποζημίωσης, προβλεπόμενης από τον περί Αποζημιώσεως των Υποστάντων Ζημίας κατά τον Αγώνα Νόμο, 1961, της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, (Ν. 12/61), για τα θύματα τουρκικών βιαιοπραγιών του 1956 και 1957. Αποδόθηκαν αποζημιώσεις, αφού αποδείχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις, που ακολούθησαν την ακυρωτική απόφαση, προς καθορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα από τα κρίσιμα συμβάντα, υπήρξαν ατελέσφορες.  Στην ακυρωτική απόφασή του, που προηγήθηκε, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπέδειξε ότι, άμα τη ακυρώσει της παρανόμου διοικητικής αποφάσεως, η αρμόδια διοικητική αρχή είχε καθήκον να επανεξετάσει το αίτημα του αιτητή για αποζημίωση, εφαρμόζοντας τις ορθές αρχές δικαίου, υπό το φως των σωστών γεγονότων – (βλ. Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber 5 R.S.C.C. 48).

Στην Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber [*1006]and Another (1965) 1 C.L.R. 39, το Εφετείο παρέπεμψε στις αρχές του διοικητικού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες η αποκατάσταση πρέπει να είναι πλήρης. εφόσον δε η ανόρθωση της υλικής ζημίας δεν επιτυγχάνεται, παρέχεται δικαίωμα στο διοικούμενο να αξιώσει αποζημιώσεις από πολιτικό δικαστήριο.

Η επόμενη απόφαση - The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242 - διαφωτίζει άμεσα για τη σημασία της πρότασης «..., εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, ...», που τίθεται ως προϋπόθεση από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος για την κτήση δικαιώματος αποζημίωσης. Το πρόσωπο, το όργανο ή η αρχή, στα οποία αναφέρεται, είναι εκείνα των οποίων η απόφαση ακυρώθηκε βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα μέτρα, που απόκειται σε τέτοιο όργανο, πρόσωπο ή αρχή να πάρει, ανάγονται στο διοικητικό δίκαιο και έχουν ως γνώμονα την αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας από την ακυρωθείσα πράξη. Η ίδια απόφαση είναι καθοδηγητική και για την ερμηνεία των όρων «δικαία» και «εύλογος αποζημίωση», που καθορίζουν το μέτρο της αποζημίωσης βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Εισάγεται, όπως διαπιστώνεται, η κατά το δίκαιο της επιείκειας αποζημίωση, έννοια συνυφασμένη με τη συναποτίμηση κάθε παράγοντα που σχετίζεται με το τι είναι δίκαιο.

Και η επόμενη απόφαση - Costas Tsakistos v. The Attorney-General of The Republic Etc. (1969) 1 C.L.R. 355 - είναι διαφωτιστική για το μέτρο των αποζημιώσεων κάτω από το Άρθρο 146.6. (Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε, κατά βάση, την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως σωστή έκφραση των αρχών του δικαίου, επί του προκειμένου.) Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο επιτακτικό καθήκον, που επιβάλλει η παράγραφος 5 του  Άρθρου 146 του Συντάγματος στην αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, έθεσε τα ακόλουθα δύο ερωτήματα, κρίσιμα, προς διαπίστωση ύπαρξης δικαιώματος αποζημιώσεως:-

"A. Has the appropriate organ or authority of the Republic given effect to and acted upon the decision of the Supreme Court, and

B.  If the answer to A. hereinabove is in the negative, then what is the amount of the just and equitable compensation payable in the circumstances."

[*1007]Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στους ενάγοντες, εφόσον διαπιστώθηκε ότι οι ρυθμίσεις, στις οποίες προέβη η αρμόδια διοικητική αρχή μετά την ακυρωτική απόφαση, προς ικανοποίηση της αξίωσης των εναγόντων, δεν ήταν οι ενδεδειγμένες.

Στην επόμενη υπόθεση Christofides v. Attorney-General, (ανωτέρω), τονίζεται το καθήκον της Διοίκησης να εξαλείψει την ακυρωθείσα πράξη και ό,τι εδράζεται σ’ αυτή.

Στη Frangoulides v. Republic, (ανωτέρω), παραπέμφθηκε η υπόθεση για επανεκδίκαση, προς το σκοπό καθορισμού των αποζημιώσεων, τις οποίες κρίθηκε ότι εδικαιούτο ο εφεσείων (ενάγων) για ζημία, την οποία υπέστη λόγω της ακυρωθείσας πράξης, ζημία που δεν επανορθώθηκε με την επανεξέταση του θέματος και τη λήψη νέας διοικητικής απόφασης. Στην ίδια υπόθεση, υποδεικνύεται το επιτακτικό καθήκον της Διοίκησης να εξαφανίσει την ακυρωθείσα πράξη. Εάν δεν το πράξει, παρέχεται δικαίωμα στον επηρεαζόμενο πολίτη να επαναπροσφύγει στο Δικαστήριο. Εάν, παρά ταύτα, παραμείνει ζημία, τότε δικαιούται σε αποζημιώσεις. Ανάλογες είναι οι αρχές, οι οποίες υιοθετούνται στη Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη, (ανωτέρω).

Η Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα, (ανωτέρω), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς το συσχετισμό μεταξύ του δικαιώματος αποζημίωσης και της αποκατάστασης της νομιμότητας μετά την ακύρωση της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Η ακύρωση της απόφασης - αρνητικής για την εισδοχή των εναγουσών (αιτητριών στην προσφυγή) στην Παιδαγωγική Ακαδημία - δεν παρείχε, αφ’ εαυτής, δικαίωμα αποζημιώσεων. Οι ενάγουσες δεν είχαν δικαίωμα εισδοχής στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Το δικαίωμά τους περιοριζόταν στην υποβολή υποψηφιότητας και τη σύννομη κρίση του. Εφόσον οι υποψήφιες δεν κρίθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, η απόφαση για τη μη επιλογή τους ακυρώθηκε. Οπόταν κατέστη υποχρέωση της Διοίκησης να παραμερίσει την ακυρωθείσα απόφαση και να επανεξετάσει το αίτημα. Αυτό έπραξε. Η αρμόδια Διοικητική Αρχή ικανοποίησε την αξίωση των εναγουσών, παραμέρισε την ακυρωθείσα απόφαση και προέβη στην έκδοση νέας, πλην και πάλιν αρνητικής για τις εφεσείουσες. Το Εφετείο έκρινε ότι καμιά ζημία δεν προέκυψε. Τέτοιο δικαίωμα μπορούσε να ανακύψει μετά τον παραμερισμό της παρανόμου πράξεως και την επανόρθωση της νομιμότητας. Τούτου γενομένου, αποκαταστάθηκε η τρωθείσα νομιμότητα, χωρίς να αφήσει κατάλοιπο ζημίας.

[*1008]Προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως, βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, είναι η πρόκληση ζημίας στον επιτυχόντα αιτητή από αυτή τούτη την ακυρωθείσα πράξη.  Ως υποδεικνύεται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκoπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342, η ακύρωση της διοικητικής πράξης δε στοιχειοθετεί, αφ’ εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί ως προκύπτουσα από την ακυρωθείσα απόφαση ή πράξη.

Ζημία προκύπτει από την παραβίαση δικαιώματος. Δεν ταυτίζεται «το δικαίωμα» με το συμφέρον του ατόμου να προσφύγει κατά πράξης ή απόφασης της Διοίκησης. Όπου επιζητείται η κτήση δικαιώματος μέσω της διοικητικής οδού, το δικαίωμα του διεκδικούντος περιορίζεται στη σύννομη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο. Εξ ου και οι παρεχόμενες θεραπείες περιορίζονται, σε περίπτωση μη ενεργού συμμόρφωσης της Διοίκησης, σ’ εκείνες της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, που καθιερώνει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Διακρίνεται η περίπτωση παραβίασης υφιστάμενου δικαιώματος, μέσω της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, από εκείνη της αναζήτησης κτήσης δικαιώματος μέσω διοικητικής απόφασης ή πράξης. Στην πρώτη περίπτωση, προκύπτει ζημία από την παραβίαση του δικαιώματος, την οποία ο διοικούμενος δικαιούται να ανακτήσει, εφόσον η Διοίκηση δεν ικανοποιεί την αξίωσή του με την αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας. Εφόσον η Διοίκηση αδρανεί, και η αξίωση του διοικουμένου παραμένει ανικανοποίητη, ανακύπτει δικαίωμα αποζημίωσης. Στη δεύτερη περίπτωση, επιδιώκεται η απόκτηση δικαιώματος και προς αυτή συναρτώνται οι επιδιώξεις του διοικουμένου. 

Η Δήμητρα Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου, στο σύγγραμμα «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», 1988, (σελ. 25), πραγματεύεται τις αρχές του ελληνικού δικαίου, που διέπουν την κτήση δικαιώματος για αποζημιώσεις από παράνομη διοικητική πράξη ή απόφαση της διοίκησης:-

«Ήτοι αστικών και ποινικών κυρώσεων, ώστε να παρουσιάζεται η υποχρέωσις της Διοικήσεως ως lex perfecta. Δηλαδή, κάθε καθυστερημένη ή ατελής ή ανεπαρκής ή μη συμμόρφωσις της Διοικήσεως προς τα κριθέντα υπό του ακυρωτικού δικαστού υποτίθεται ότι είναι δυνατόν να γίνη, υπό ωρισμένας προϋποθέσεις, αντικείμενον είτε νέας αιτήσεως ακυρώσεως, είτε αγωγής αστικής αποζημιώσεως, είτε ποινικής διώξεως των υπαιτίων οργάνων διά παράβασιν καθήκοντος.»

[*1009]

Στο σύγγραμμα «Αίτηση Ακυρώσεως, Θεωρία - Νομολογία Υποδείγματα», Βασιλικής Οικονομοπούλου, 1998, υποδεικνύεται ότι απλή παράλειψη της διοικητικής αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, δεν αποτελεί σιωπηρή άρνηση, υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο, και συνεχίζει:- (σελ. 455)

«Η ευθύνη της διοικητικής αρχής για μη συμμόρφωση στην ακυρωτική απόφαση είναι αστική ευθύνη, που συνδέεται με την αποζημίωση του βλαβέντος διοικουμένου από τη συμπεριφορά της διοικήσεως, ενώ ο παραβάτης της υποχρεώσεως έχει και προσωπική ευθύνη προς αποζημίωση.»

Ως προς το βάρος της αποδείξεως, ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» β’, 1978, διαπιστώνει ότι ο ενάγων βαρύνεται να αποδείξει μόνο τη ζημία την οποία υπέστη και την αιτιώδη συνάφειά της με την παρανομία.  Κατά τα λοιπά:-  (σελ. 79)

«Οι άλλες προϋποθέσεις της κρατικής ευθύνης δεν είναι αντικείμενα αποδείξεως, αλλά νομικής εκτιμήσεως, και εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.»

Η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει η παράγραφος 5 του   Άρθρου 146 του Συντάγματος, προς ενεργό συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, καθιστά καθήκον της Διοίκησης να αποδείξει, σε κάθε διαδικασία που το στοιχείο της συμμόρφωσης είναι επίδικο θέμα, ότι συμμορφώθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση και αποκατέστησε τη νομιμότητα. Πρόκειται για γεγονός, για το οποίο η Διοίκηση έχει ιδιαίτερη, αν όχι αποκλειστική, γνώση, το οποίο άλλωστε έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στο διοικούμενο.  Στην προκείμενη υπόθεση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Διοίκηση αδράνησε και, κατ’ ουσίαν, αδιαφόρησε να συμμορφωθεί με την ακυρωθείσα πράξη. Ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός περί του αντιθέτου στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων.

Βάσει της ακυρωθείσας απόφασης, παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντος να διεκδικήσει εργοδότηση στην Κύπρο, ως κυβερνήτης ή συγκυβερνήτης αεροπλάνου, αποκλειομένων αλλοδαπών.  Η χρονική διάρκεια της παραβίασης αυτού του δικαιώματος ήταν σύντομη, έξι μήνες. Το δικαίωμά του για αποζημίωση δεν εξισούται με απώλεια σταδιοδρομίας ή, ακόμα, με τη μισθοδοσία, την οποία θα απολάμβανε κατά την εξάμηνη περίοδο. Ήταν πάντα υπαρκτή πιθανότης η μη πρόσληψή του από τη EuroCypria, έστω και αν [*1010]δεν είχε διαζευκτική επιλογή.

Οι αποζημιώσεις εξισούνται με την απώλεια, κατά την εξάμηνη περίοδο που ακολούθησε την ακυρωθείσα απόφαση, της προοπτικής εργοδότησής του. Περί ενδεχομένου ο λόγος, αβέβαιου, ως εκ της φύσεώς του, πλην υπαρκτού, υποκείμενου σε ποσολόγηση, με γνώμονα το δίκαιο και το εύλογο του πράγματος.

Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, καθορίζουμε το ποσό της αποζημίωσης σε £4.000,00.

Θα επιτρέπαμε την έφεση με έξοδα, πλην η απόφασή μας αντανακλά τις θέσεις της μειοψηφίας.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειoψηφία με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο