Μ. Α. Goodvalue Suppliers Ltd και Άλλοι ν. Barclays Bank Plc (2001) 1 ΑΑΔ 1038

(2001) 1 ΑΑΔ 1038

[*1038]13 Ιουλίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

1. M. A. GOODVALUE SUPPLIERS LTD,

2. ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ,

3. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ,

4. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ ΛΤΔ,

5. CHARBONDED LTD,

6. ΑΚΙΝΗΤΑ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΑΛΩΝΕΥΤΗ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

BARCLAYS BANK PLC,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10430)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης δανείου προς τους εναγομένους από την ενάγουσα τράπεζα της οποίας οι εγχώριες εργασίες είχαν εξαγορασθεί από άλλη τράπεζα ― Κατά πόσο η συμφωνία εξαγοράς των εργασιών της ενάγουσας τράπεζας από την άλλη τράπεζα επηρέαζε τη συμβατική σχέση μεταξύ εναγομένων και ενάγουσας τράπεζας ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά.

Υποθήκες ― Εκποίηση υποθήκης ― Κατά πόσο αντιστοιχεί σε κτήση της περιουσίας από τον ενυπόθηκο δανειστή.

Μαρτυρία ― Για να δοθεί κάποια μαρτυρία στο Δικαστήριο δεν απατείται εξουσιοδότηση από οιονδήποτε ― Κάθε μάρτυρας που παρουσιάζεται καταθέτει για τα γεγονότα που ο ίδιος γνωρίζει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για ποσό £223.695,08, πλέον τόκους και έξοδα, εναντίον των εφεσειόντων 1 ως πρωτοφειλετών και των εφεσειόντων 2-6 ως εγγυητών, καθώς και διάταγμα εκποίησης ακινήτου που βαρυνόταν με υποθήκη προς εξασφάλιση του πιο πάνω χρέους.

Κατά την ακροαματική διαδικασία για τους εφεσίβλητους είχε [*1039]καταθέσει ένας μόνο μάρτυρας, ο οποίος ήταν υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας και σύμφωνα με την κατάθεση του, μέχρι τις 30/4/96 ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι πώλησαν στην Ελληνική Τράπεζα τις εγχώριες εργασίες τους και τις υποχρεώσεις των πελατών τους, ήταν υπάλληλος των εφεσιβλήτων.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.  Ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων, ότι:

α) Η μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή λόγω του ότι σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν δήλωσε ότι καταθέτει κατ’ εξουσιοδότηση των εφεσιβλήτων, αλλά αντίθετα ανέφερε ότι εξουσιοδοτήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα να χειριστεί την υπόθεση.

β) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν το οφειλόμενο σ’ αυτούς ποσό.

γ)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι νόμιμα τερμάτισαν τη συμφωνία δανείου και νόμιμα αξίωσαν την αποπληρωμή ολόκληρου του ποσού.

δ) Λανθασμένα διατάχθηκε η εκποίηση της υποθήκης που παραχωρήθηκε ως εγγύηση για την αποπληρωμή της επίδικης διευκόλυνσης. Αφού οι εφεσίβλητοι είναι αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στο εξωτερικό, η απόκτηση ή διάθεση από αυτήν οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο αντίκειται προς το Σύνταγμα ή το νόμο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Για να δοθεί κάποια μαρτυρία δεν απαιτείται εξουσιοδότηση από οιονδήποτε.  Οι εφεσίβλητοι στην προσπάθεια τους να αποδείξουν την υπόθεση τους προσήγαγαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο τη μαρτυρία που διέθεταν.

Δεν υπήρχε ανάγκη, πολύ δε περισσότερο υποχρέωση των εφεσίβλητων να καταθέσουν περισσότερα για τη συμφωνία μεταξύ τους και της Ελληνικής Τράπεζας.

Στην παρούσα υπόθεση η τράπεζα που παραχώρησε το δάνειο ήγειρε και την αγωγή.  Συνεπώς η όποια συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Ελληνικής Τράπεζας δεν επηρεάζει τη συμβατική σχέση μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων.  [*1040]Ανάλογα ούτε και παρίσταται ανάγκη αναφοράς στα δικόγραφα στη συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών.

2.  Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων ως πλήρως αξιόπιστη και αληθή και το συμπέρασμα αυτό δεν έχει κλονιστεί.

3.  Το δάνειο κατά πάντα χρόνο ήταν αποπληρωτέο σε πρώτη ζήτηση.  Οι εφεσίβλητοι για τους δικούς τους λόγους επέλεξαν να ενεργοποιήσουν την πρόνοια αυτή και να απαιτήσουν την αποπληρωμή των οφειλομένων παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες εκπλήρωναν μέχρι τότε τις υποχρεώσεις τους.

4.  Η εκποίηση υποθήκης δεν αντιστοιχεί σε κτήση της περιουσίας από τον ενυπόθηκο δανειστή.  Συνεπώς το επιχείρημα ότι η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή εταιρεία πρέπει να απορριφθεί.  Περαιτέρω όμως, ακόμα κι’ αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, οι περιορισμοί που ο σχετικός νόμος θέτει στην κτήση ακίνητης περιουσίας από αλλοδαπό δεν είναι απόλυτοι, ούτε καθιστούν μια τέτοια συμφωνία παράνομη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 7/1/99 (Αρ. Αγωγής 3382/95) για ποσό £223.695,08 πλέον τόκους, εναντίον των εφεσειόντων 1 ως πρωτοφειλετών και των εφεσειόντων 2-6 ως εγγυητών, καθώς και διάταγμα εκποίησης ακινήτου το οποίο βαρυνόταν με υποθήκη για εξασφάλιση του χρέους.

Μιχ. Βορκάς για Μ. Θρασυβούλου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Σοφοκλέους για Ξ. Κληρίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*1041]απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για ποσό £223.695,08, πλέον τόκους και έξοδα, εναντίον των εφεσειόντων 1 ως πρωτοφειλετών και των εφεσειόντων 2 - 6 ως εγγυητών, καθώς και διάταγμα εκποίησης ακίνητου που βαρυνόταν με υποθήκη προς εξασφάλιση του πιο πάνω χρέους.  Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Οι εφεσείοντες αρνούνταν την οφειλή και ανταπαιτούσαν ποσό £350.000 ως διαφυγόν κέρδος που προέκυψε από μη εκπληρωθείσες παραγγελίες που ακυρώθηκαν λόγω παράλειψης  των εφεσίβλητων να εκπληρώσουν συμβατική υποχρέωσή τους προς παροχή πιστώσεων.

Για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες είχε καταθέσει ως μοναδικός μάρτυς ο Βάσος Βασιλείου, ο οποίος υπηρετούσε στο τμήμα εισπράξεων της Ελληνικής Τράπεζας με το βαθμό του υποτμηματάρχη. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, μέχρι τις 30.4.1996, ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι πώλησαν στην Ελληνική Τράπεζα τις εγχώριες εργασίες τους και τις υποχρεώσεις των πελατών τους, ήταν υπάλληλος των εφεσίβλητων.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγησή τους ότι η μαρτυρία του Βασιλείου δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν δήλωσε ότι καταθέτει κατ’ εξουσιοδότηση των εφεσίβλητων, αλλά αντίθετα ανέφερε ότι εξουσιοδοτήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα να χειριστεί την υπόθεση και συνεπώς το σχετικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο μάρτυς ήταν εξουσιοδοτημένος να καταθέσει, αντίκειται στην ίδιά του τη μαρτυρία. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αναφορά του στην αγορά των εργασιών των εφεσίβλητων από την Ελληνική Τράπεζα ήταν απαράδεκτη, εξ ακοής, γενική και αόριστη. Επισημαίνεται ότι στην έκθεση απαίτησης ουδεμία αναφορά γίνεται και συνεπώς δεν μπορούσε καν να δοθεί σχετική μαρτυρία. Οι εφεσείοντες περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η κατάθεσή του δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν γιατί ουδέποτε ανέφερε ότι ήταν παρών ή έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, ή ότι ο ίδιος παρακολούθησε την κατάσταση λογαριασμού ή έλαβε μέρος στις δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων.

Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ αρχήν για να [*1042]δοθεί κάποια μαρτυρία δεν απαιτείται εξουσιοδότηση από οιονδήποτε. Οι εφεσίβλητοι, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την υπόθεσή τους, προσήγαγαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο τη μαρτυρία που διέθεταν. Κάθε μάρτυρας που παρουσιάζεται καταθέτει για τα γεγονότα που ο ίδιος γνωρίζει. Ούτε ο ισχυρισμός ότι ο μάρτυς αγνοούσε ουσιώδη γεγονότα ή ότι η μαρτυρία του αντιφάσκει με έγγραφα που κατέθεσε, ευσταθεί. Όμως περισσότερα επί του σημείου στη συνέχεια.

Ούτε οι επόμενοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ως προς την επίδραση που έχει στην υπόθεση η ανάληψη των εγχώριων εργασιών των εφεσίβλητων από την Ελληνική Τράπεζα, ευσταθούν. Δεν υπήρχε καν ανάγκη, πολύ δε περισσότερο υποχρέωση των εφεσίβλητων να καταθέσουν περισσότερα για τη συμφωνία μεταξύ τους και της Ελληνικής Τράπεζας.

Η παρούσα υπόθεση σαφώς διαφοροποιείται από την υπόθεση Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd και άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 753, όπου κρίθηκε ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί η νομιμοποίηση των εναγόντων, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση. Εκεί η Τράπεζα Williams & Glyn’s Bank που είχε παράσχει δάνειο στους εφεσίβλητους, συγχωνεύτηκε με άλλη και μετονομάστηκε σε Royal Bank of Scotland. Η νέα τράπεζα ανάλαβε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της και την διαδέχτηκε εν τίτλω.

Στην παρούσα υπόθεση η τράπεζα που παραχώρησε το δάνειο ήγειρε και την αγωγή. Συνεπώς η όποια συμφωνία μεταξύ των εφεσίβλητων και της Ελληνικής Τράπεζας δεν επηρεάζει τη συμβατική σχέση μεταξύ των εφεσίβλητων και των εφεσειόντων.  Ανάλογα, ούτε και παρίσταται ανάγκη αναφοράς στα δικόγραφα στη συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών.

Δεν απαιτείται βέβαια όπως ο μάρτυρας ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων. Κατέθεσε υπό την ιδιότητά του ως εργοδοτούμενου των εφεσίβλητων κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως το πρόσωπο που είχε στην κατοχή του τα συγκεκριμένα έγγραφα. Προς κατάθεση έγγραφης συμφωνίας δεν απαιτείται η παρουσία του μάρτυρα στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψή της.

Η αποδοχή εγγράφου ως μαρτυρίας προϋποθέτει την κατάθεσή του για απόδειξη του περιεχόμενού του, ενώ στοιχείο σχετικό με την κατάθεσή του αποτελεί και η ορθή εκτέλεσή του.  Στην παρούσα υπόθεση, ούτε το ένα αμφισβητήθηκε, ούτε και το άλλο.

[*1043]

Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι μαρτυρία για την υπόθεση έδωσε η Ελληνική Τράπεζα και όχι οι εφεσίβλητοι. Μαρτυρία έδωσε ο κ. Βάσος Βασιλείου, για λογαριασμό των εφεσίβλητων και μόνο έτσι μπορεί η μαρτυρία του να ιδωθεί.  Οι εφεσίβλητοι έφεραν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, βάρος το οποίο, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, απέσεισαν ικανοποιητικά.

Εν πάση περιπτώσει οι διάφορες αναφορές σε συγχώνευση των δύο τραπεζών ήταν εντελώς αχρείαστες, αφού στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε συγχώνευση, αλλά εκχώρηση εργασιών της μιας τράπεζας προς την άλλη.  Οι ενάγοντες συνέχιζαν να είναι το πρόσωπο που παραχώρησε το δάνειο στους εφεσείοντες.

Με τον επόμενο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι το οφειλόμενο σ’ αυτούς ποσό ήταν £223.695,08 πλέον τόκους. Ισχυρίζονται ότι ο Βασιλείου αγνοούσε ουσιώδη γεγονότα και ότι η κατάθεσή του ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποδέκτηκε τα τεκμήρια 14 και 23 που ετοίμασε ο μάρτυρας κατά την ακροαματική διαδικασία, χωρίς να παρουσιαστούν τα στοιχεία και καταστάσεις επί των οποίων βασίστηκε για να καταλήξει στους υπολογισμούς του, παραβιάζοντας έτσι την υποχρέωση προσκόμισης της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας. 

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, τα τεκμήρια 14 και 23 έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο των εγγράφων των εφεσίβλητων, ενώ οι διευκρινίσεις του Βασιλείου αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ των ποσών στην κατάσταση που ο ίδιος ετοίμασε και των ποσών στα τεκμήρια 28, 29 και 7 είναι ανεδαφικές και απαράδεκτες ως εξ ακοής μαρτυρία.

Και αυτός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων θα πρέπει να απορριφθεί. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Βασιλείου ως πλήρως αξιόπιστη και αληθή και τίποτε από όσα έχουν λεχθεί ενώπιόν μας κλονίζουν το συμπέρασμα αυτό. Η εξήγηση που ο μάρτυρας έδωσε για τη διαφορά μεταξύ των ποσών στα διάφορα τεκμήρια (η λανθασμένη καταχώρηση στον υπολογιστή), έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Το πραγματικό υπόλοιπο, καταλήγει η πρωτόδικη απόφαση, είναι το ποσό που αναγράφεται στο τεκμήριο 14, το οποίο ο μάρτυρας υπολόγισε με βάση τις ημερομηνίες των διάφορων πληρωμών. Με το συμπέρασμα αυτό συμφωνούμε [*1044]απόλυτα.

Εξάλλου το ύψος του οφειλόμενου ποσού δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά από τους εφεσείοντες κατά τη διαδικασία. Όπως εύστοχα σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η αμφισβήτηση του ποσού ήταν γενική και θεωρητική μάλλον, παρά πραγματική. O εφεσείων 3 Μιχαλάκης Αλωνεύτης, διευθυντής των εφεσειόντων 1 και 4, συμφωνούσε ότι ελήφθη το ποσό των £250.000 ως δάνειο και ότι έναντι καταβλήθηκε, σε διάφορες ημερομηνίες, £115.328, αρνείτο όμως ότι οφειλόταν οποιοδήποτε ποσό, ισχυριζόμενος ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος, μια και η συμφωνηθείσα δόση με το σχετικό τόκο είχε καταβληθεί κανονικά.

Ο ισχυρισμός αυτός μας φέρνει και στον επόμενο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι νόμιμα τερμάτισαν τη συμφωνία δανείου και νόμιμα αξίωσαν την αποπληρωμή ολόκληρου του ποσού.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η συμφωνία δανείου (τεκμήριο 1) προνοούσε ως χρόνο αποπληρωμής του δανείου περίοδο πέντε ετών, με καταβολή δέκα ίσων εξαμηνιαίων δόσεων, υποχρέωση που οι εφεσείοντες τηρούσαν.  Κάθε άλλη ερμηνεία των όρων της συμφωνίας, συνεχίζουν οι εφεσείοντες, θα απέληγε σε βάρος του αδύνατου μέρους, ήτοι των εφεσειόντων, θέση νομικά ανεπίτρεπτη.

Ούτε η θέση αυτή ευσταθεί. Στο τεκμήριο 1 ρητά προνοείται ότι η παροχή της διευκόλυνσης των £250.000 υπόκειται σε αναθεώρηση καθ’ οιονδήποτε χρόνο κατά την απόλυτη επιλογή των εφεσίβλητων. Το δάνειο κατά πάντα χρόνο ήταν αποπληρωτέο σε πρώτη ζήτηση. Οι εφεσίβλητοι για τους δικούς τους λόγους επέλεξαν να ενεργοποιήσουν την πρόνοια αυτή και να απαιτήσουν την αποπληρωμή των οφειλομένων, παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες εκπλήρωναν μέχρι τότε τις υποχρεώσεις τους.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη συμφωνία ήταν μέρος ευρύτερης διευθέτησης για την παροχή πιστώσεων προς τις διάφορες εταιρείες των εφεσειόντων. Σ’ αυτό τον ισχυρισμό βασίστηκε και η ανταπαίτηση ποσού £350.000, που σύμφωνα με τους εφεσείοντες αντιπροσωπεύει διαφυγόν κέρδος των εφεσειόντων 4, λόγω παράλειψης των εφεσίβλητων να τηρήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Η μαρτυρία του Αλωνεύτη απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, η κατάθεσή του δε θεωρήθηκε ως αδέξια τοποθέτηση. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο Αλω[*1045]νεύτης προσπάθησε να δικαιολογήσει και στηρίξει εκείνο που θα ήθελε να ήταν η στάση των εφεσίβλητων προς τις οικογενειακές του εταιρείες.

Οι διάφορες συμφωνίες που συνάφθηκαν εγκρίθηκαν από τους εφεσίβλητους ύστερα από μελέτη και συζητήσεις. Όπως επισημαίνεται, πρόκειται για χωριστές συμφωνίες των εφεσίβλητων με διαφορετικά νομικά πρόσωπα και το γεγονός ότι οι εταιρείες είχαν τον ίδιο διευθυντή δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν συμφωνούμε ότι τα τεκμήρια 19 ή 20 αποδεικνύουν ακριβώς την ύπαρξη ευρύτερης συμφωνίας. Στην πραγματικότητα αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Αποδεικνύουν την παροχή διευκολύνσεων στους διάφορους εφεσείοντες χωριστά.  Σημειώνεται ότι και στο τεκμήριο 19 η διευκόλυνση προς τους εφεσείοντες 4, παραχωρήθηκε με τον όρο ότι το παρατράβημα και το δάνειο θα  είναι αποπληρωτέα σε πρώτη ζήτηση και ότι η διευκόλυνση θα υπόκειται σε αναθεώρηση κατά πάντα χρόνο από τους εφεσίβλητους.

Τέλος οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο διέταξε την εκποίηση της υποθήκης που παραχωρήθηκε ως εγγύηση για την αποπληρωμή της επίδικης διευκόλυνσης.  Ισχυρίζονται ότι αφού οι εφεσίβλητοι είναι αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στο εξωτερικό, η απόκτηση ή διάθεση από αυτήν οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο αντίκειται προς το Σύνταγμα ή το νόμο. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητοι αποδέκτηκαν (βλέπε τεκμήρια 24, 25, 27, 28 και 29) ότι με την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, ήτοι £38.865, πλέον τόκο, θα αποδέσμευαν μέρος της ως άνω υποθήκης, δέσμευση την οποία οι εφεσίβλητοι δεν τήρησαν.

Κατ’ αρχήν η εκποίηση υποθήκης δεν αντιστοιχεί σε κτήση της περιουσίας από τον ενυπόθηκο δανειστή. Συνεπώς το επιχείρημα ότι οι εφεσίβλητοι είναι αλλοδαπή εταιρεία θα πρέπει να απορριφθεί.  Περαιτέρω όμως, ακόμα κι’ αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, οι περιορισμοί που ο σχετικός νόμος θέτει στη κτήση ακίνητης περιουσίας από αλλοδαπό δεν είναι απόλυτοι, ούτε καθιστούν μια τέτοια συμφωνία παράνομη.

Περαιτέρω τα τεκμήρια 24, 25, 27, 28 και 29 παρέχουν την έγκριση των εφεσίβλητων προς τους εφεσείοντες να προχωρήσουν στην έκδοση χωριστών τίτλων, νοουμένου ότι όλα τα νέα τεμάχια που θα προέκυπταν θα συνέχιζαν να είναι υποθηκευμένα προς εξασφάλιση των οφειλών τους. Χαρακτηριστικά στο τεκμήριο 28 οι εφεσίβλητοι αναφέρουν την ετοιμότητά τους να [*1046]ελευθερώσουν από την υποθήκη τους χωριστούς τίτλους που θα εκδοθούν αν καταβληθούν διάφορα ποσά τα οποία ανέρχονται συνολικά σε £284.362.  Η καταβολή του ποσού των £38.865 αναφέρεται στην αποδέσμευση μιας μόνο συγκεκριμένης αποθήκης, της αποθήκης Νο.1, ενώ με το τεκμήριο 29 αναλαμβάνεται η υποχρέωση από τους εφεσίβλητους όπως με την έκδοση χωριστών τίτλων ιδιοκτησίας απαλλάξουν τον τίτλο της αποθήκης αυτής από την υποθήκη που εβάρυνε ολόκληρο το ακίνητο. Οι εφεσείοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι έχουν εκδοθεί χωριστοί τίτλοι, ούτε και γίνεται σχετική αναφορά στην υπεράσπιση ή την ανταπαίτηση. Αντίθετα, ο Αλωνεύτης καταθέτοντας ανέφερε ότι, άνκαι προέβηκαν στο χωρισμό και κατέβαλαν τα σχετικά τέλη, οι τίτλοι δεν είχαν ακόμα εκδοθεί. Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηρικτεί λογικά ότι οι εφεσίβλητοι παρέβηκαν οποιανδήποτε υποχρέωσή τους.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο