Παύλου Ευάγγελος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 1051

(2001) 1 ΑΑΔ 1051

[*1051]13 Ιουλίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος αρ. 2,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10726)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Βάρος αποδείξεως για “καλή τη πίστει” υπεράσπιση ― Διακριτική ευχέρεια πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής του γνώσης ― Κρίθηκε ικανοποιητική.

Η ενάγουσα-εφεσίβλητη με την αγωγή της απαιτούσε απόφαση εναντίον τεσσάρων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντος, ως εγγυητή για τα ποσά (α) £1.883,00 καθυστερημένα ενοίκια, (β) £4.905,80 υπόλοιπο ενοικιαγοράς και (γ) διάταγμα για άμεση παράδοση και/ή πώληση του αυτοκινήτου, που ήταν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, προς ικανοποίηση της απαίτησης.  Μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από τον εφεσείοντα η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση και ο εφεσείων, στη συνέχεια, ένσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τις αγορεύσεις των μερών εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπερ της εφεσίβλητης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

[*1052]Οι λόγοι έφεσης αφορούν το αποδεκτό της πραγματικής βάσης της αίτησης διότι, ως ισχυρίζεται ο εφεσείων, ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη δεν είχε ούτε μπορούσε να έχει άμεση και προσωπική γνώση των γεγονότων, καθώς και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων καμιά υπεράσπιση δεν ήγειρε ή παρέθεσε στοιχεία που θα μπορούσαν να κριθούν ικανοποιητικά για να του παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη ήταν πρόσωπο ικανό εντός της Δ.18, θ.1 για να ορκιστεί θετικά στα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής όπως και έπραξε παραθέτοντας, εκ του περισσού ίσως, και τα σχετικά έγγραφα, είναι πλήρως αιτιολογημένη.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εναπέθεσε το βάρος της απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση.

3.  Σκοπός της Δ.18 είναι να δώσει τη δυνατότητα στον ενάγοντα να επιτύχει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη αν μπορεί να αποδείξει την υπόθεση του και αν ο εναγόμενος δεν μπορέσει να προβάλει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει ζήτημα κατά της απαίτησης, το οποίο πρέπει να δικαστεί.

4.  Από τη μελέτη της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ουδεμία υπεράσπιση προβάλλει που να έχει σχέση με την απαίτηση της εφεσίβλητης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782,

Pathe Freres Cinema Ltd v. United Electric Theatres Ltd [1914] 3 K.B. 1253,

Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265,

CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897,

[*1053]Αυγουστή κ.ά. ν. Πίριλλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 5,

Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/9/99 (Αρ. Αγωγής 8066/98) με την οποία έγινε δεκτή η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον του ως εγγυητή του ενοικιαστή της ενοικιαγοράς.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Πολυβίου για Α. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε η ενάγουσα-εφεσίβλητη, με ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο, απαιτούσε απόφαση εναντίον τεσσάρων εναγομένων, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα, ως εναγομένου αρ. 2, για τα ποσά (α) £1.883,00 καθυστερημένα ενοίκια, (β) £4.905,80 σεντ υπόλοιπο ενοικιαγοράς και (γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον την άμεση παράδοση και/ή πώληση του αυτοκινήτου υπ’ αριθμό εγγραφής ΕΗΑ 493 προς ικανοποίηση της απαίτησης.  Ο εφεσείων ενάγεται ως εγγυητής του ενοικιαστή και η εναντίον του απαίτηση περιορίζεται στη χρηματική οφειλή.

Την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από τον εφεσείοντα ακολούθησε αίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας ημερ. 18.1.1999 για συνοπτική απόφαση.

Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:-

Ο ενόρκως δηλών είναι υπάλληλος της ενάγουσας, ο οποίος έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Ήταν στην κατοχή και φύλαξή του όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα, παρακολουθούσε τη διακίνηση του λογαριασμού και ετοίμασε την κατάσταση λογαριασμού που είναι συνημμένη ως Τεκμήριο Β στην αίτηση.  Ως τεκμή[*1054]ριο Α είναι συνημμένο το έγγραφο ενοικιαγοράς και η εγγύηση των εγγυητών, συμπεριλαμβανομένου του εφεσείοντα.  Στην ένορκη δήλωση επιβεβαιώνεται η οφειλή του εφεσείοντα η οποία παραμένει ανεξόφλητη. Τέλος, επιβεβαιώνεται ότι ο εφεσείων δεν έχει καμιά απολύτως υπεράσπιση.

Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη γραπτή ένσταση του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, ως πιστεύει, έχει καλή υπεράσπιση γιατί ουδέποτε υπέγραψε την εγγύηση για την ενοικιαγορά του αυτοκινήτου. Αναφέρει όμως, ειδικά, ότι ουδέποτε υπέγραψε ή εγγυήθηκε τον αγοραστή αυτοκινήτου μάρκας “FORD” και ότι η όλη εμπλοκή του έγινε δολίως υπό τρίτων. Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του επικαλείται επιστολή προς την ενάγουσα, ημερ. 6.4.1998 με τους ίδιους πιο πάνω ισχυρισμούς την οποία επεσύναψε ως Τεκμήριο Α στην ένστασή του.

Στο στάδιο αυτό θα επισημάνουμε ότι η επιστολή αυτή (Τεκμήριο Α στην ένσταση) αναφέρεται σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς με κωδικό αριθμό 810-0-4940067 και σε αυτοκίνητο μάρκας “FORD”.  Η αγωγή όμως της ενάγουσας-εφεσίβλητης αφορά συμβόλαιο ενοικιαγοράς με κωδικό αριθμό 810-0-4938437 και αυτοκίνητο μάρκας “MAZDA”.

Οι διάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε προφορική ή άλλη μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των μερών προχώρησε στην έκδοση της απόφασής του.

Με τρεις ξεχωριστούς λόγους έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως εσφαλμένη.

Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι συναφείς και θα εξετασθούν συνολικά.  Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο αποδεκτό της πραγματικής βάσης της αίτησης για συνοπτική απόφαση διότι, ως ισχυρίζεται, ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη δεν είχε ούτε μπορούσε να έχει άμεση και προσωπική γνώση των γεγονότων.

Θα αρχίσουμε να εξετάζουμε τον τρίτο αυτό λόγο έφεσης.  Οι ισχυρισμοί αυτοί του εφεσείοντα είχαν τεθεί και στην πρωτόδικη διαδικασία και ορθά απερρίφθηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του τα εξής:-

“Επί του σημείου τούτου ήταν η θέση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση πως ο ομνύοντας την ένορκη δήλωση προς υποστή[*1055]ριξη της αίτησης των αιτητών δεν ήταν πρόσωπο το οποίο μπορούσε να ορκιστεί θετικά τα γεγονότα, καθότι σύμφωνα με τη θέση του δεν είχε προσωπική  γνώση των γεγονότων.

Επικαλέστηκε προς υποστήριξη της θέσης του την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, που πραγματεύεται το ζήτημα.

........................................................................................................................................................................................................................................

Ο Κώστας Σιαξατέ αναφέρει στην παράγραφο 1 της ενόρκου δηλώσεως του πως:

“1. Είμαι υπάλληλος των ως άνω εναγόντων-αιτητών, έχω προσωπική γνώση των γεγονότων που αφορούν εις την ως άνω αγωγή και είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβώ εις την παρούσα ένορκο δήλωση. Κατέχω και φυλάττω όλα τα σχετικά έγγραφα, παρακολουθώ την διακίνηση του λογαριασμού και έχω σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης του λογαριασμού την οποία και προσυπογράφω.”.

Το λεκτικό που χρησιμοποιεί μου δίδει την εντύπωση πως έχει μελετήσει την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο ομνύοντας διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων διά της παρακολουθήσεως της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του εις την ετοιμασία σχετικής κατάστασης λογαριασμού την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει από τα λεχθέντα του, που κατ’ αντιπαράθεση με τα γεγονότα στην Δημητρίου (πιο πάνω) δεν αμφισβητήθησαν, πως ήταν πρόσωπο ικανό εντός του ορισμού της Δ.18, θ.1 για να ορκιστεί θετικά τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής όπως και έπραξε παραθέτοντας, εκ του περισσού ίσως, και τα σχετικά έγγραφα. Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, που μνημονεύεται στην Δημητρίου (πιο πάνω), ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική.

Έχω στην προκειμένη περίπτωση ικανοποιηθεί για την τήρηση από τους αιτητές των προϋποθέσεων ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης.”:

[*1056]

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Εξάλλου η προσωπική γνώση του ενόρκως δηλούντα δεν είχε αμφισβητηθεί στην ένορκη δήλωση του ενισταμένου-εφεσείοντα ούτε ζητήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία η αντεξέτασή του. Αντίθετα, ενώ ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αγόρευε σε σχέση με τις προϋποθέσεις που θα έπρεπε να ικανοποιηθούν δυνάμει της Δ.18(1), παρενέβη ο δικηγόρος του εφεσείοντα με τη δήλωση πως δεν υπήρχε αμφισβήτηση για το υπόλοιπο της ενοικιαγοράς και πως δεχόταν ότι ο μάρτυρας το γνώριζε.

Και οι λόγοι έφεσης 1 και 2 όμως, αποφαινόμενοι από την αρχή, δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Οι λόγοι αυτοί προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων καμιά υπεράσπιση δεν ήγειρε ή παρέθεσε στοιχεία που θα μπορούσαν να κριθούν ικανοποιητικά για να του παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εναπέθεσε το βάρος της απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση. Η νομολογία επί του θέματος αυτού είναι διαχρονικά πάγια (Βλέπε: Kypros Kyprianides v. Symeon Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897, Χριστάκης Αυγουστή και Άλλος ν. Γεωργίου Πίριλλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 5 και Vidisava Subotic v. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22).

Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή της Δ.18 έχουν τεθεί από παλιά και επαναλαμβάνονται σε νεώτερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σκοπός της Δ.18 είναι να δώσει τη δυνατότητα στον ενάγοντα να επιτύχει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη αν μπορεί να αποδείξει την υπόθεσή του και αν ο εναγόμενος δεν μπορέσει να προβάλει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει ζήτημα κατά της απαίτησης, το οποίο πρέπει να δικαστεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρεται εκτενώς στην Αγγλική και Κυπριακή νομολογία κατέληξε ως εξής:-

“Σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση είναι και το περιεχόμενο της επιστολής που επισυνάπτει.  Ομιλεί για Συμβόλαιο Ενοικιαγοράς 810-0-4940067 που είναι άλλο από το επίδικο, το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση των αιτητών και το οποίο είναι το περιγραφόμενο στην έκθεση απαιτήσεως.  Ο ενοικιαστής είναι άλλο πρόσωπο από αυτό που αναφέ[*1057]ρεται στην ρηθείσα επιστολή, ενώ και το αντικείμενο της ενοικιαγοράς είναι όχημα μάρκας Mazda και όχι Ford.

Ο συνήγορος υπερασπίσεως προσπάθησε με κάθε λογής επιχειρήματα να ανατρέψει τα τετελεσμένα, είναι όμως φανερό πως ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρεται σε άλλη περίπτωση και πως τα όσα διατείνεται αφορούν προφανώς άλλες καταστάσεις.

Προκύπτει πως ουδέν ανάφερε για την υπόψη απαίτηση των αιτητών και πως συνεπώς ουδεμία υπεράσπιση ήγειρε ή άλλα στοιχεία παρέθεσε που θα μπορούσαν να κριθούν ικανοποιητικά για να του παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί την απαίτηση.”:

Η πιο πάνω περικοπή από την πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη από τον εφεσείοντα.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει επαρκή αιτιολογία για την κατάληξή του. Στην ένορκη δήλωση του ο εφεσείων επισύναψε έγγραφο το οποίο αναφέρεται σαφώς σε άλλη ενοικιαγορά και άλλο αυτοκίνητο - αντικείμενο της.  Όλα όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ενώπιόν μας, αποτελούν απλώς επιχειρήματα και όχι γεγονότα επιβεβαιωμένα στην ένορκη δήλωση. Από τη μελέτη της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ουδεμία υπεράσπιση προβάλλει που να έχει σχέση με την απαίτηση της εφεσίβλητης.

Κατά συνέπεια και οι λόγοι 1 και 2 της έφεσης απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο