Χαραλάμπους Κατερίνα Σολωμού ν. Ασπασίας Αχιλλέως ως διαχειρίστριας της περιουσίας της Σοφίας Σολωμού και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1058

(2001) 1 ΑΑΔ 1058

[*1058]13 Ιουλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΑΤΕΡIΝΑ ΣΟΛΩΜΟY ΧΑΡΑΛAΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

1. ΣΟΦΙΑΣ ΣΟΛΩΜΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, 2000

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

1. ΑΣΠΑΣΙΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ,

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική  Έφεση Αρ. 10269)

 

Συμβάσεις ― Ερμηνεία συμβάσεων ― Ο βασικός ερμηνευτικός κανόνας των συμβάσεων συναρτά τη βούληση των συμβαλλομένων με τη σημασία που ενέχουν οι όροι που χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, όπως αυτοί γίνονται κατανοητοί από το μέσο συνετό άνθρωπο υπό το πρίσμα του υπόβαθρου της συμφωνίας αποκλειομένων όμως των διαπραγματεύσεων.

Συμβάσεις ― Ειδική εκτέλεση ― Σύμβαση σε σχέση με την ιδιοκτησία ακινήτου ― Δεν μπορεί να τύχει ειδικής εκτέλεσης εφόσον η επιβο[*1059]λή της ειδικής εκτέλεσης θα ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη ―  Άρθρο 76(1)(δ) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Συμβάσεις ― Αποζημιώσεις ― Παράβαση σύμβασης ― Καθορισμός αποζημιώσεων ― Η αποκατάσταση στη θέση που θα ευρίσκετο το αναίτιο μέρος κατά το χρόνο διάρρηξης της σύμβασης αποτελεί τη βάση του κανόνα ο οποίος διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων, νοουμένου ότι οι αποζημιώσεις είναι δίκαιες μεταξύ του υπαίτιου και του αναίτιου μέρους.

Αποζημιώσεις ― Καθορισμός αποζημιώσεων κατ’ έφεση ― Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν. 14/60) και Δ.35, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Συμβάσεις ― Αντιπαροχή ― Γραπτή σύμβαση αναληφθείσα χάριν φυσικής αγάπης και στοργής προς στενό συγγενή ― Άρθρο 25(1)(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Εφαρμοστέες αρχές.

Πολιτική Δικονομία ― Αμφισβήτηση ταυτότητας ενάγουσας και αμφισβήτηση κανονικότητας του τίτλου αγωγής ― Δεν τέθηκαν στο στάδιο που θα μπορούσαν να τεθούν.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ενήγαγαν την αδελφή τους εφεσείουσα-εναγόμενη, για διαφορές που ανάγοντο στην κληρονομιά της περιουσίας της μητέρας τους.  Η μητέρα ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλης οικοδομής στο κέντρο του χωριού Περιστερώνα της Επαρχίας Πάφου το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο ενιαίας εγγραφής από το 1899.  Στις 4.4.1970 η μητέρα μεταβίβασε ολόκληρο το ακίνητο στην εφεσείουσα.  Την ίδια ημέρα η εφεσείουσα προσήλθε σε γραπτή συμφωνία ή διευθέτηση με την αδελφή της, εφεσίβλητη 1, σε σχέση με την ιδιοκτησία του ακινήτου.  Η συμφωνία αντανακλούσε τις διευθετήσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ μητέρας και θυγατέρων, πριν η πρώτη προβεί στη μεταβίβαση του ακινήτου στην εφεσείουσα.  Το δωμάτιο στο οποίο κατοικούσε η εφεσίβλητη 1, που στο μεταξύ απεβίωσε, της είχε παρασχεθεί από τη μητέρα της ως προικώο πριν 36 χρόνια και δυνάμει δωρεάς το ½ του δεύτερου δωματίου.  Με την ίδια συμφωνία εκδηλώνεται η βούληση της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 1 να δωρίσουν το δεύτερο δωμάτιο στον εφεσίβλητο 2.  Και τα δύο δωμάτια αποτελούσαν τμήμα του ακινήτου το οποίο μεταβιβάστηκε στην εφεσείουσα.  Η συμφωνία προέβλεπε το διαχωρισμό των δωματίων ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση στους δικαιούχους και η εφεσείουσα, ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, ήταν η μόνη που μπορούσε να κινήσει το μηχανισμό για την επίτευξη του σκοπού αυτού.  Ως προς το δωμάτιο που συνιστούσε προικώο της εφεσίβλητης [*1060]1 η συμφωνία προέβλεπε ότι η εφεσείουσα θα προέβαινε στη μεταβίβαση του στην αποβιώσασα μόλις εξασφάλιζε ξεχωριστό τίτλο στο όνομα της.

Παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις της η εφεσείουσα δεν μερίμνησε για το διαχωρισμό των δύο δωματίων και ακολούθως τη μεταβίβαση τους.  Ως αποτέλεσμα της άρνησης της εφεσείουσας να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας μεταξύ άλλων την ειδική εκτέλεση του συμφωνητικού εγγράφου και συγκεκριμένα την έκδοση διαταγής για τη μεταβίβαση των δύο δωματίων, καθώς και την παροχή αποζημιώσεων για παράβαση της συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1, διατάσσοντας μεταξύ άλλων την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, απέρριψε όμως την αγωγή του εφεσίβλητου 2 λόγω του ότι δεν ήταν μέρος της συμφωνίας της 4.4.1970.  Εφόσον δεν ήταν συμβαλλόμενος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί τη συμφωνία προς θεμελίωση της απαίτησης του.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση και αμφισβήτησε τα ακόλουθα σημεία της πρωτόδικης απόφασης:

α) Την ερμηνεία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στο συμφωνητικό έγγραφο, ως προς το αντικείμενο της τιτλοποίησης.

β) Το νόμιμο της συμφωνίας ημερ. 4.4.1970 και το δικαιολογημένο της έκδοσης διαταγής για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

γ)  Τα ευρήματα του δικαστηρίου και συγκεκριμένα την αποτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων.

Η εφεσείουσα υποστήριξε επίσης ότι:

Υπήρχε αναντιστοιχία μεταξύ της εκδοθείσας και της συνταγμένης απόφασης του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά την έγερση αγωγής από την εφεσίβλητη 1 διά της πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, η εφεσείουσα υποστήριξε ότι δεν απεδείχθη η “πληρεξουσιότητα” ότι το κατατεθέν έγγραφο, συνιστά πληρεξούσιο.

[*1061]

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως είναι διατυπωμένη η διαταγή αριθμημένη «1», είναι ασαφής και όντως αφήνει την εντύπωση ότι διατάσσεται η μεταβίβαση στην εφεσείουσα ολόκληρων των τεμαχίων 161 και 162, ενώ ότι διατάχθηκε είναι η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερομηνίας 4.4.70 προς όφελος της αποβιωσάσης.

2.  Η διαίρεση του ακινήτου σε δύο ξεχωριστά τεμάχια δεν προβλεπόταν από τη συμφωνία, συνιστούσε δε αφ’ εαυτής ενέργεια άσχετη αν όχι αντινομική προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας βάσει της συμφωνίας. Η ερμηνεία που αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο κρίσιμο αυτό μέρος του συμφωνητικού εγγράφου, είναι εσφαλμένη.

Η εφεσείουσα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου δε μερίμνησε για την έκδοση και δεν εξασφάλισε ξεχωριστούς τίτλους για τα δύο τμήματα του ακινήτου, που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμφωνίας. Αυτό αποτελούσε καθολική αποκήρυξη της συμφωνίας από την εφεσείουσα, με ότι αυτό συνεπάγεται κατά το νόμο.

3.  Ότι τεκμηριώθηκε από την μαρτυρία, είναι ότι η εφεσείουσα είχε υπό την κατοχή και τον έλεγχο της ολόκληρο το ακίνητο το οποίο οικειοποιήθηκε παρά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με το συμφωνητικό έγγραφο. Η επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, περί του αντιθέτου, προσκρούει στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται.

4.  Σ’ αυτή την περίπτωση η ειδική εκτέλεση θα ήταν δίκαια και εύλογη, πλην πρακτικά ανεφάρμοστη.  Κατ’ αρχή κανένα από τα δύο δωμάτια του ακινήτου που αποτελούν το αντικείμενο της δέσμευσης, βάσει του συμφωνητικού εγγράφου, δεν αποτελεί ξεχωριστό τεμάχιο και η έκδοση ξεχωριστού τίτλου είναι ενδεχομένως εφικτή, πλην αβέβαιη.

Η έκδοση ξεχωριστών τίτλων για τα δύο μέρη του ακινήτου που αποτελούν το αντικείμενο του συμφωνητικού εγγράφου, συνιστούσε προϋπόθεση για τη μεταβίβαση τους η οποία δεν ικανοποιήθηκε λόγω της αποκήρυξης κατ’ ουσία της συμφωνίας από την εφεσείουσα, απολήγουσα σε οικειοποίηση εκ μέρους της του συνόλου του ακινήτου προς ζημιά της εφεσίβλητης.  Υπό το φως αυτών των δεδομένων, η μόνη δυνατή θεραπεία που θα μπορούσε να παρασχεθεί στην εφεσίβλητη ήταν αποζημιώσεις.

[*1062]5.    Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στη θεώρηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή την κατάληξη του σε σχέση με αυτή.

6.  Δεν αφέθηκε αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της ενάγουσας 1, ούτε τέθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο που θα μπορούσε να τεθεί, αμφισβήτηση για την κανονικότητα του τίτλου της αγωγής.

Καθίσταται καθήκον του Εφετείου να προβεί στον καθορισμό των αποζημιώσεων κατ’ έφεση, στις οποίες δικαιούται η εφεσίβλητη.

Η εφεσίβλητη δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς (α) την καθορισθείσα αξία του προικώου δωματίου, £2.100 και (β) το ½ της καθορισθείσας αξίας του δεύτερου δωματίου ήτοι £1.575, πλέον τόκο προς 8% από 29.11.1996.

Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Saab a.o. v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,

Θεοχαρίδης ν. Παστελλά (1993) 1 Α.Α.Δ. 240,

Θεολόγου ν. Κτηματική Εταιρεία ΝΕΜΕΣΙΣ Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407,

ΑΛΠΑΝ (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.ά. ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679,

Attorney General v. Blake [1998] 1 All E.R. 933,

Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881,

Lioufis and Co. Ltd ν. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 9/4/98 (Αρ. Αγωγής 833/90) με την οποία διατάχθηκε η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερομηνίας 4/4/70 προς όφελος της ενάγουσας 1, ενώ η απαίτηση του εναγόμενου 2 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

[*1063]

Μ. Κυριακίδης για Κ. Φακοντή, για την Εφεσείουσα.

Αγ. Κακογιάννης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Σοφία Σολωμού και ο αδελφός της, Χαράλαμπος Σολωμού, ενήγαγαν την αδελφή τους  Κατερίνα Σολωμού Χαραλάμπους, για διαφορές που ανάγονται στην κληρονομιά της περιουσίας της μητέρας τους, Μαρίας Φιλίππου. Η Σοφία ήγειρε την αγωγή μέσω της πληρεξουσίου αντιπροσώπου και θυγατέρας της Ασπασίας Αχιλλέως. Η μητέρα ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλης οικοδομής στο κέντρο του χωριού Περιστερώνα της επαρχίας Πάφου το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο ενιαίας εγγραφής από το 1899. Απέκτησε την περιουσία με δωρεά από τον πατέρα της.

Η Κατερίνα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κατοικούσε με την οικογένειά της στο ακίνητο, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό το μεγαλύτερο μέρος του. Σε άλλο μικρότερο μέρος του ιδίου συγκροτήματος κατοικούσε η Σοφία με την οικογένειά της, πριν τη μετοίκησή της στη Λεμεσό, προ χρόνων πολλών. Κατείχε για τη στέγαση της οικογένειάς της ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου διέμενε και το οποίο συνέχισε να χρησιμοποιεί, μετά τη μετακίνησή της στην πόλη, κατά τις επισκέψεις της οικογένειάς της στο χωριό, στις διακοπές. Σε ένα άλλο δωμάτιο του συμπλέγματος, το οποίο είχε άμεση πρόσβαση στο δρόμο, διέμενε μέχρι το θάνατό της η μητέρα των τριών διαδίκων. Ο Χαράλαμπος ήταν εγκατεστημένος στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Κύπρο μετά τα διαδραματισθέντα σε σχέση με τη μεταβίβαση της περιουσίας στην Κατερίνα.

Στις 4 Απριλίου, 1970, η Μαρία Φιλίππου μεταβίβασε ολόκληρο το ακίνητο στην Κατερίνα. Την ίδια ημέρα η Σοφία και η Κατερίνα προήλθαν σε συμφωνία ή διευθέτηση σε σχέση με την ιδιοκτησία του ακινήτου, η οποία καταγράφεται παρακάτω και η οποία υπογράφτηκε από τις δύο αδελφές, στην παρουσία δύο μαρτύρων. Η συμφωνία έχει ως ακολούθως:-

«Σ Υ Μ Φ Ω Ν Η Τ Ι Κ Ο Ν   Ε Γ Γ Ρ Α Φ Ο Ν

-------------------------------------------------------------

[*1064]Μεταξύ της εκ Περιστερώνας Πάφου Κατερίνας Σολωμού και η οποία ονομάζεται δωρεοδόχος συμφώνως δηλώσεως Κτηματολογίου Πάφου Νο. 903/70 και της αδελφής της Σοφίας Σολωμού εκ του ιδίου χωρίου η οποία είναι ιδιοκτήτρια άνευ τίτλου της ιδίας περιουσίας συνεφωνήθησαν τα ακόλουθα.

η 2α είναι κληρονόμος συμφώνως του σχεδίου του Κτηματολογίου Πάφου δώδεκα βολικιών· επί της ειρημένης οικίας δυνάμει προικός προ 36 ετών και δυνάμει δωρεάς εξ βολίκια το οποίον έχει τιτλοποιηθεί επ’ ονόματι της πρώτης δωρήτριας συμφώνως δηλώσεως Κτηματολογίου Πάφου ως άνω, άνω αριθμόν, και της επέτρεψε και ετιτλοποίησε επ’ ονόματι της, μέχρι μεταβάσεως Κτηματολογίου επί τόπου προς διανομήν τούτου, διότι δεν ετιτλοποιείτο συνεφωνήθη υπό τους ακολούθους όρους και συμφωνίαν.

1. Μόλις η δωρεοδόχος εκδώσει τίτλον κεχωρισμένον επ’ ονόματι της θα μεταβηβάσει τα δώδεκα βολίκια επ’ ονόματι της 2ας.

2. Το μικρόν σπιτάκι το οποίον είναι κεχωρισμένον δώδεκα βολικιών εάν εκδοθή τίτλος ξεχωριστός, εάν δεν το τιτλοποιήση επ’ ονόματι του αδελφού της Χαράλαμπου Σολωμού να το μεταβηβάσει επ’ ονόματι της 2ας το ½ μερίδιον· ή να της πληρώση το ποσόν των τριακοσίων λιρών Αριθ. £300.000 μιλς. και εν περιπτώσει Αγωγής όλα τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα.

Εγένετο σήμερον την 4/4/970 εις Διπλούν και έλαβε ο καθείς ένα.»

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, και προς αυτό κατατείνουν και τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η καταγραφείσα συμφωνία αντανακλά τις διευθετήσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ μητέρας και θυγατέρων, πριν η πρώτη προβεί στη μεταβίβαση του ακινήτου στην Κατερίνα. Στο συμφωνητικό έγγραφο καταγράφονται οι κατά καιρούς διευθετήσεις για τη χρήση του ακινήτου. Το δωμάτιο στο οποίο κατοικούσε η Σοφία της είχε παρασχεθεί από τη μητέρα  της ως προικώο πριν τριάντα-έξι χρόνια [*1065]και δυνάμει δωρεάς το ½ του δεύτερου δωματίου. Με την ίδια συμφωνία εκδηλώνεται η βούληση της Σοφίας και της Κατερίνας να δωρίσουν το δεύτερο δωμάτιο στον αδελφό τους Χαράλαμπο, διευθέτηση που προφανώς ανταποκρινόταν και στις επιθυμίες της μητέρας τους.

Και τα δύο δωμάτια αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του ακινήτου το οποίο μεταβιβάστηκε στην Κατερίνα. Η συμφωνία πρόβλεπε το διαχωρισμό των δωματίων ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβασή τους στους δικαιούχους. Η πρωτοβουλία και κάθε ενέργεια για την επίτευξη του σκοπού αυτού ανήκε στην Κατερίνα, την εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια που ήταν και η μόνη που μπορούσε να κινήσει το μηχανισμό για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Ως προς το δωμάτιο που αποτελούσε το μέρος του ακινήτου το οποίο συνιστούσε προικώο της Σοφίας, το συμφωνητικό έγγραφο προέβλεπε ότι η Κατερίνα  θα προέβαινε στη μεταβίβαση του στην αδελφή της μόλις εξασφάλιζε «... τίτλον κεχωρισμένον επ’ ονόματι της ...».

Η ερμηνεία του συμφωνητικού εγγράφου και ο προσδιορισμός του πλαισίου εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν αποτέλεσαν το αντικείμενο διϊστάμενων εισηγήσεων εκ μέρους των διαδίκων και προβληματισμού από το δικαστήριο.   Πριν αναφερθούμε σ’ αυτή τη σημαίνουσα πτυχή του θέματος θα διαγράψουμε τις εξελίξεις που σημειώθηκαν μετά την υπογραφή του συμφωνητικού εγγράφου. Εξ’ αρχής η Κατερίνα επέδειξε αδιαφορία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε προς τα αδέλφια της. Η μόνη πρωτοβουλία που πήρε ήταν να υποβάλει το 1975 αίτηση για την υποδιαίρεση του ακινήτου που της μεταβιβάστηκε σε δύο τεμάχια, αίτημα που έγινε δεκτό.    Τοιουτοτρόπως το ακίνητο διαχωρίστηκε σε δύο μέρη, στο τεμάχιο 161 και στο τεμάχιο 162. Τα δύο δωμάτια περί ου ο λόγος, περιλαμβάνονται, το πρώτο (προικώο) στο τεμάχιο 162 και το δεύτερο στο τεμάχιο 161. Παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις της Κατερίνας προς τα αδέλφια της ότι θα μεριμνούσε για το διαχωρισμό των δύο δωματίων και ακολούθως τη μεταβίβασή τους σ’ αυτούς, τίποτε δεν έπραξε για το σκοπό αυτό. Ως κατέδειξε η μαρτυρία και όπως δικαιολογημένα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η έκδηλη αδιαφορία της Κατερίνας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, προσέλαβε τη μορφή άρνησης, όταν με την πάροδο του χρόνου διεφάνη ότι τίποτε δεν ήταν διατεθημένη να πράξει για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.  Έχοντας υπό[*1066]ψη την οριστική πλέον άρνηση της Κατερίνας να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, η Σοφία και ο Χαράλαμπος προσέφυγαν στο Δικαστήριο διεκδικώντας τα δικαιώματά τους.

Οι ενάγοντες αξίωσαν την παροχή σ’ αυτούς σειράς θεραπειών, επτά τον αριθμό περιλαμβανομένων και των εξόδων. τουλάχιστο δύο από αυτές ήταν επάλληλες, η (Β) και η (Δ). Οι δύο θεραπείες όπως διατυπώνονται στο καταληκτικό μέρος της  έκθεσης απαιτήσεως, έχουν ως ακολούθως:

«Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου θα διατάσσεται η επ’ ονόματι των εναγόντων εγγραφή των ως άνω ακινήτων συμφώνως των δικαιωμάτων των και/ή δυνάμει κληρονομίας και/ή δωρεάς και/ή προικός και/ή διανομής και/ή εχθρικής κατοχής και/ή άλλως πως.

Γ.  ...................................................................................................

Δ. Ειδικήν εκτέλεσιν συμφωνίας ημερ. 4/4/70 προς όφελος της εναγούσης 1.»

Πρόδηλο είναι ότι αντικείμενο εκατέρας των θεραπειών ήταν η ειδική εκτέλεση του συμφωνητικού εγγράφου, συγκεκριμένα η έκδοση διαταγής για τη μεταβίβαση των δύο δωματίων. Με τη θεραπεία (Γ), αξιώνεται η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην Κατερίνα να επεμβαίνει στο ακίνητο τμήμα της περιουσίας που διαλαμβάνεται στο συμφωνητικό έγγραφο της 4ης Απριλίου 1970. Μεταξύ των θεραπειών που επιζητούσαν οι ενάγοντες ήταν και η παροχή αποζημιώσεων για παράβαση της συμφωνίας της 4ης Απριλίου 1970.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της Σοφίας, ενάγουσας 1, ως οι προαναφερθείσες θεραπείες Β, Γ, και Δ. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία που δόθηκε από τους ενάγοντες ως προς την άρνηση της Κατερίνας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει του συμφωνητικού εγγράφου της 4ης Απριλίου 1970 και την τελική αποκήρυξή του επαγόμενη αθέτηση των υποχρεώσεων της. Παρά τα ευρήματά του, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Χαράλαμπου με το δικαιολογητικό ότι δεν ήταν μέρος της συμφωνίας της 4ης Απριλίου 1970. Εφόσον δεν ήταν συμβαλλόμενος, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να επικαλεστεί τη συμφωνία προς θεμελίωση της απαίτησής του. Παρόλο που οι ενάγοντες επικαλέστηκαν στην  αγωγή, διαζευκτικά έστω, το δίκαιο των εμπιστευμάτων (trusts), ισχυρι[*1067]ζόμενοι ότι η Κατερίνα κατέστη με τη συμφωνία της 4ης Απριλίου 1970, «καταπιστευματοδόχος και/ή εντολοδόχος» των δικαιούχων, αυτή η όψη του θέματος δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο· και για να είμαστε απόλυτα ακριβείς ούτε οι ενάγοντες επικεντρώθηκαν κατά την παρουσίαση της υπόθεσής τους σ’ εκείνη τη διάσταση των όσων συντελέστηκαν με το έγγραφο της 4.4.1970.

Η απαίτηση του Χαράλαμπου (εναγομένου 2), απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Ο ίδιος δεν εφεσίβαλε την απόφαση.  Έφεση ασκήθηκε από την Κατερίνα η οποία προβάλλει ως πρώτο λόγο έφεσης την αναντιστοιχία μεταξύ της εκδοθείσας και της συντεταγμένης απόφασης του Δικαστηρίου. Όπως έχουμε αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την παροχή θεραπείας στη Σοφία, ως οι παραγράφοι Β, Γ και Δ του αιτητικού. Οι θεραπείες Β και Δ είναι επάλληλες και έχουν ως αντικείμενο την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας της 4.4.1970, επαγόμενη την έκδοση διαταγής για τη μεταβίβαση των μερών του ακινήτου τα οποία καθορίζονται σ’ αυτή. Οι διαταγές 1 και 3, της συντεταγμένης απόφασης του Δικαστηρίου έχουν ως ακολούθως:

«1. ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ δια του παρόντος η εγγραφή των πιο κάτω ακινήτων επ’ ονόματι της Ενάγουσας αρ. 1, δυνάμει της εγγράφου συμφωνίας ημερομηνίας 4.4.70.

       Ακίνητα:- Αρ. Εγγραφής 8563 και 8564, αρ. Τεμ. 161 και 162, αντίστοιχα, Φ/Σχ. ΧΧΧV/13 του χωρίου Περιστερώνα.

2....................................................................................

3.   ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ δια του παρόντος η Ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ημερομηνίας 4.4.70 προς όφελος της Ενάγουσας αρ. 1.»

Όπως είναι διατυπωμένη η διαταγή αριθμημένη «1», είναι ασαφής και όντως αφήνει την εντύπωση ότι διατάσσεται η μεταβίβαση στην εφεσείουσα ολόκληρων των τεμαχίων 161 και 162, ενώ ο,τι ενεκρίθη είναι κατ’ ουσία ό,τι αντιστοιχεί στη διαταγή με τον αριθμό «3».

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δυνατή η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας της 4.4.70 ενόψει του ότι η προβλεπόμενη από το συμφωνητικό έγγραφο τιτλοποίηση είχε συντελεστεί με τη διαίρεση του κτήματος σε δύο τεμάχια και την έκδοση αντίστοιχων τίτ[*1068]λων, το 1975. Η Κατερίνα πρόβαλε ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι οι τίτλοι στους οποίους αναφέρεται το συμφωνητικό έγγραφο ήταν ξεχωριστοί τίτλοι για τα μέρη του ακινήτου που καθορίζονται στο συμφωνητικό έγγραφο, (Τεκμήριο 2).  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτό δεν υποστηρίζεται από το κείμενο της συμφωνίας, ή τις περιβάλλουσες αυτό συνθήκες. Το γεγονός τούτο προκύπτει, όπως συνάγεται από την απόφασή του,  από την παράγραφο 2 του συμφωνητικού εγγράφου, όπου ορίζεται:

«Το μικρόν σπιτάκι το οποίον είναι κεχωρησμένον δώδεκα βολικιών εάν εκδοθή τίτλος ξεχωριστός, εάν δεν το τιτλοποιήση επ’ ονόματι του αδελφού της Χαράλαμπου Σολωμού να το μεταβηβάση επ’ ονόματι της 2ας το ½ μερίδιον· ή να της πληρώση το ποσόν των τριακοσίων λιρών Αριθ. £300.00 μιλς. Και εν περιπτώσει Αγωγής όλα τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα»

Η ερμηνεία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στο συμφωνητικό έγγραφο, ως προς το αντικείμενο της τιτλοποίησης, αμφισβητείται με την έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλούμενο τους ερμηνευτικούς κανόνες που προκρίνονται από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει, Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499· Θεοχαρίδης ν. Παστελλά (1993) 1 Α.Α.Δ. 240· Θάλεια Θεολόγου ν. Κτηματική Εταιρεία ΝΕΜΕΣΙΣ Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, κατέληξε στην προρρηθείσα ερμηνεία. Ορθά επισημαίνει ότι ο βασικός ερμηνευτικός κανόνας των συμβάσεων συναρτά τη βούληση των συμβαλλομένων με τη σημασία που ενέχουν οι όροι που χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη· ως τούτοι γίνονται κατανοητοί από το μέσο συνετό άνθρωπο υπό το πρίσμα του υπόβαθρου της συμφωνίας αποκλειομένων όμως των διαπραγματεύσεων.

Κάτω από όποιο φακό και αν ήθελε ιδωθεί το κείμενο του συμφωνητικού εγγράφου περιλαμβανομένου του όρου 2, η συμφωνία δεν θα μπορούσε να  ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στην έκδοση ξεχωριστών τίτλων εκτός για τα μέρη του ακινήτου που προορίζονταν να μεταβιβαστούν στα αδέλφια της Κατερίνας. Η διαίρεση του ακινήτου σε δύο ξεχωριστά τεμάχια δεν προβλεπόταν από τη συμφωνία, συνιστούσε δε αφ’ εαυτής ενέργεια άσχετη αν όχι αντινομική προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Κατερίνας βάσει της συμφωνίας. Κατάληξή μας είναι ότι η ερμηνεία που αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο κρίσιμο αυτό μέρος του συμφωνητικού εγγράφου, είναι εσφαλμένη.  Το [*1069]σφάλμα  είχε άμεσες συνέπειες στα επακολουθήσαντα. Εφόσον η εφεσείουσα, σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν μερίμνησε για την έκδοση και δεν εξασφάλισε ξεχωριστούς τίτλους για τα δύο τμήματα του ακινήτου, που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμφωνίας, είμεθα αντιμέτωποι με καθολική αποκήρυξη της συμφωνίας από την Κατερίνα, την εφεσείουσα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κατά το νόμο.

Τα ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν προσβάλλονται, εκτός στο βαθμό που άπτονται της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων που κατέθεσαν για την αξία των ακινήτων. Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου όπως μπορεί να συνοψισθούν, η εφεσείουσα ενώ καθησύχαζε τα αδέλφια της ότι η καθυστέρηση στην εκπλήρωση της συμφωνίας δεν υποδήλωνε πρόθεση εκ μέρους της απαγκίστρωσης από τις υποχρεώσεις της, ο χρόνος και συν αυτώ η αδράνειά της, κατέστησαν πλέον ή σαφές ότι δεν είχε πρόθεση να εκπληρώσει τα συμφωνηθέντα και αναληφθέντα εκ μέρους της, γεγονός το οποίο κατέστη βέβαιο πριν την έγερση της αγωγής. Είναι με αναφορά σε αυτό το χρονικό σημείο που καθορίστηκε η αξία των δύο μερών του ακινήτου, μετά την αξιολόγηση από το δικαστήριο των εκατέρωθεν κληθέντων εμπειρογνωμόνων σε θέματα αξίας της γης, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του.

Άλλος λόγος έφεσης αφορά το απαγορευτικό διάταγμα για μή επέμβαση στα δύο τμήματα του ακινήτου. Κατά την εφεσείουσα δεν προσάχθηκε μαρτυρία η οποία να στοιχειοθετεί αυτό το μέρος της υπόθεσης της Σοφίας, της εφεσίβλητης. Ό,τι τεκμηριώθηκε από τη μαρτυρία, είναι ότι η εφεσείουσα είχε υπό την κατοχή και τον έλεγχό της ολόκληρο το ακίνητο το οποίο οικειοποιήθηκε παρά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με το συμφωνητικό έγγραφο. Η επιχειρηματολογία (της εφεσείουσας) περί του αντιθέτου, προσκρούει σε αυτή τούτη την πραγματικότητα και επί τούτου καταρρίπτεται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται, (α) το νόμιμο της συμφωνίας της 4.4.1970 και, (β) το δικαιολογημένο της έκδοσης διαταγής για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Ως προς το (α), καμιά επιχειρηματολογία δεν προβλήθηκε προς υποστήριξη του τεθέντος ισχυρισμού. Το άρθρο 25(1)(α) του Κεφ. 149 προβλέπει ότι, γραπτή συμφωνία φέρουσα την υπογραφή του μέρους που έχει το βάρος εκτέλεσης των συμφωνηθέντων, αναληφθείσα χάριν φυσικής αγάπης και στοργής προς στενό συγ[*1070]γενή, είναι νόμιμη έστω και αν ελλείπει το στοιχείo της αντιπαροχής.

Στην προκείμενη περίπτωση το συμφωνητικό έγγραφο φέρει την υπογραφή και των δύο μερών. Έγινε μεταξύ αδελφών, που με οποιοδήποτε ορισμό του όρου «στενοί συγγενείς», εντάσσει τα αδέλφια σ’ αυτή την κατηγορία. Μπορούσε ακόμα  εύλογα να υποστηριχθεί ότι δεν απουσίαζε το στοιχείο της αντιπαροχής δεδομένου ότι η Σοφία συγκατένευσε στη μεταβίβαση από τη μητέρα των δύο αδελφών, ολόκληρου του ακινήτου στην Κατερίνα, επ’ ανταλλάγματι της υποσχέσεως της τελευταίας να μεταβιβάσει στη Σοφία το μέρος που ανήκε σ’ αυτή.

Σχετικά με την ερμηνεία του αντίστοιχου προς το άρθρο 25 του Κεφ. 149, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Reliefs Acts Ninth Ed., σ.292 κ.ε.

Το άρθρο 76(1)(δ) του Κεφ. 149, ορίζει ότι σύμβαση εγγράφως διατυπωμένη και υπογεγραμμένη από το μέρος που φέρει το βάρος εκτέλεσής της, μπορεί να τύχει ειδικής εκτέλεσης εφόσον:

«το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει όλων των περιστάσεων, ότι η επιβολή ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης δεν θα ήταν παράλογη ή άλλως πως ανεπιεικής ή πρακτικά ανεφάρμοστη.»

Κρίση μας είναι ότι σ’ αυτή την περίπτωση η ειδική εκτέλεση θα ήταν τόσο δικαία όσο και εύλογη, πλην πρακτικά ανεφάρμοστη. Κατ’ αρχή κανένα από τα δύο δωμάτια του ακινήτου που αποτελούν το αντικείμενο της δέσμευσης, βάσει του συμφωνητικού εγγράφου, δεν αποτελεί ξεχωριστό τεμάχιο. Ως προς το δεύτερο, η έκδοση ξεχωριστού τίτλου είναι ενδεχομένως εφικτή, πλην αβέβαιη.

Η έκδοση ξεχωριστών τίτλων για τα δύο μέρη του ακινήτου που αποτελούν το αντικείμενο του συμφωνητικού εγγράφου, συνιστούσε προϋπόθεση για τη μεταβίβασή τους. προϋπόθεση η οποία δεν ικανοποιήθηκε λόγω της αποκήρυξης κατ’ ουσία της συμφωνίας από την εφεσείουσα, απολήγουσα σε οικειοποίηση εκ μέρους της του συνόλου του ακινήτου προς ζημία της Σοφίας, της εφεσίβλητης. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, η μόνη δυνατή θεραπεία που θα μπορούσε να παρασχεθεί στην εφεσίβλητη ήταν αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλυση της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας από εμπειρογνώμονες για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αξία των δύο δωματίων κα[*1071]τά τον κρίσιμο χρόνο ήταν:  (α) του δωματίου που δόθηκε ως προίκα στην εφεσείουσα, £2,100 και,  (β) του δωματίου, το ½ το οποίου της δωρήθηκε, £3,150.

Τα ευρήματα του δικαστηρίου και συγκεκριμένα η αποτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων αμφισβητείται με την έφεση. Τίποτε δεν έχει προσαχθεί ενώπιόν μας το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβασή μας στη θεώρηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή την κατάληξή του σε σχέση με αυτή.

Στην υπεράσπισή της η εφεσείουσα εξέφρασε την ετοιμότητα να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των £300 το οποίο κατά την εισήγησή της εξισούτο με την αξία του ενός δωματίου, ποσό το οποίο επίσης διαλαμβάνεται στο συμφωνητικό έγγραφο.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 2 του συμφωνητικού εγγράφου, παρεχόταν η δυνατότητα στην εφεσείουσα, εφόσον εκδιδόταν ξεχωριστός τίτλος για το δωμάτιο με πρόσοψη στο δρόμο να μεταβιβάσει το ένα δεύτερο στην εφεσίβλητη αν δεν μεταβίβαζε το όλο στον αδελφό της Χαράλαμπο ή να καταβάλει στη Σοφία το ποσό των £300 εν είδει του αντιτίμου αγοράς. Δεν επρόκειτο για πρόνοια έχουσα το χαρακτήρα προκαθορισμού των αποζημιώσεων σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης της εφεσείουσας ώστε να τίθεται ζήτημα επίκλησης των προνοιών του Άρθρου 74 του Κεφ. 149.

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα αθέτησε τις υποχρεώσεις της εν τη γενέσει τους, παραβιάζουσα τα συμφωνηθέντα, με την άρνησή της να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου για οποιοδήποτε από τα δύο δωμάτια. Η δυνατότητα εξαγοράς του ½ μεριδίου της εφεσίβλητης ήταν επιλογή η οποία θα παρεχόταν στην εφεσείουσα εφόσον εξέδιδε ξεχωριστό τίτλο για το εν λόγω δωμάτιο και μετά ταύτα, (α) δεν προέβαινε στη μεταβίβασή του στο Χαράλαμπο, και (β) επέλεγε εντός ευλόγου χρόνου να αγοράσει το μερίδιο της εφεσίβλητης έναντι της συμφωνηθείσας τιμής των £300.

Καθίσταται δικό μας καθήκον να προβούμε στον καθορισμό των αποζημιώσεων κατ’ έφεση, στις οποίες δικαιούται η εφεσίβλητη. (Βλ. άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, (Ν.14/60) και Δ.35, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.)  Η αποκατάσταση στη θέση που θα ευρίσκετο το αναίτιο μέρος κατά το χρόνο της διάρρηξης της συμφωνίας  αποτελεί τη βάση του κανόνα ο οποίος διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων· νοουμένου [*1072]ότι οι αποζημιώσεις είναι δίκαιες μεταξύ του υπαίτιου και του αναίτιου μέρους. (Βλ. Saab and Another (ανωτέρω.)  Όπως επισημάνθηκε στην ΑΛΠΑΝ (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.ά. ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679, 687-688:

«Η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτησή του στη θέση την οποία θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν .............»

(Βλ. επίσης Attorney General v. Blake [1998] 1 All E.R. 933·Δρυάδης και άλλη ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881.) Δεν μας διαφεύγει ότι τα συμφωνηθέντα και ενσωματωθέντα στο συμφωνητικό έγγραφο συνιστούν μορφή εμπιστεύματος. Ενεπιστεύθη η μητέρα των διαδίκων στην εφεσείουσα περιουσία η οποία ανήκε ή την οποία η ίδια ήθελε να δώσει στα άλλα δύο παιδιά της, υπό την αίρεση της υποχρέωσης την οποία ανέλαβε η τελευταία, να μεριμνήσει ώστε εκείνα τα μέρη του ακινήτου να περιέλθουν στην ιδιοκτησία της αδελφής και του αδελφού της. Είναι γεγονός ότι η απαίτηση δεν στοιχειοθετήθηκε κατ’ ουσία σ’ αυτή τη βάση, ούτε αυτή η πτυχή του θέματος τέθηκε ή συζητήθηκε κατ’ έφεση.  Θεώρηση του θέματος από αυτή την οπτική γωνία θα μπορούσε να προσδώσει άλλη διάσταση στην απαίτηση του Χαράλαμπου η απόρριψη της οποίας όμως δεν αμφισβητήθηκε κατ’ έφεση. Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι και στην περίπτωση καθορισμού της ευθύνης για αποζημίωση του εμπιστευματοδόχου για παραβάσεις της εντολής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι η αποκατάσταση με επίμετρο την αποζημίωση για την προκληθείσα απώλεια.  Το θέμα εξετάζεται με αναφορά στη σχετική Αγγλική νομολογία στο σύγγραμμα  Hanbury & Martin “Modern Equity”, Fourteenth Edition  - Jill E. Martin, σ. 619 κ.ε.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την έγερση της αγωγής από τη Σοφία «δια της πληρεξουσίου αυτής αντιπροσώπου Ασπασίας Αχιλλέως, από τη Λεμεσό. Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι δεν απεδείχθη η «πληρεξουσιότητα», αμφισβητώντας ότι το κατατεθέν έγγραφο (Τεκμήριο 6), συνιστά πληρεξούσιο. Ανάγνωση του Τεκμηρίου 6, αποδεικνύει το αντίθετο. Περαιτέρω καμμιά ένσταση δεν ηγέρθη πρωτοδίκως ως προς την ταυτότητα της ενάγουσας 1, ή τη δυνατότητα έγερσης της αγωγής μέσω πληρεξουσίου αντιπροσώπου, θέμα το οποίο εξετάζεται στη Lioufis and Co. Ltd. V. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773. Ειρήσθω ότι εκκρεμούσης της έφεσης η Σοφία Σολωμού απεβίωσε. Αντικαταστάθηκε ως διάδικος, με την σύμφωνη γνώμη της εφεσείουσας, η Ασπασία Αχιλλέως ως διαχειρίστρια της περιουσίας της.

[*1073]

Δεν αφέθηκε αμφιβολία ως προς την ταυτότητα της ενάγουσας 1, (Σοφίας Σολωμού), ούτε τέθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο που θα μπορούσε να τεθεί, αμφισβήτηση για την κανονικότητα του τίτλου της αγωγής. Και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

Σύμφωνα με την απόφασή μας η εφεσίβλητη (Σοφία Σολωμού), δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς, (α) την καθορισθείσα αξία του προικώου δωματίου, £2,100 και (β) το ½ της καθορισθείσας αξίας του δεύτερου δωματίου, ήτοι (£3,150:2) £1,575. Επιδικάζοντας τοιουτοτρόπως αποζημιώσεις, £3,675 υπέρ της εφεσίβλητης πλέον τόκος προς 8% από 29.11.1996. (Βλ. άρθρο 33 (2) του Ν.14/60, ως τροποποιήθηκε από το Ν. 102(1)/96.)

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Υποκαθίσταται με απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ως ανωτέρω.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα παραμένει ως έχει.

Αναφορικά με τα έξοδα της έφεσης, μετά από συνυπολογισμό όλων των σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται καμμιά διαταγή για τα έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο