Κίτση Παναγιώτης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για λογαριασμό του Υπουργού Εσωτερικών ως κηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών (2001) 1 ΑΑΔ 1077

(2001) 1 ΑΑΔ 1077

[*1077]20 Ioυλίου, 2001

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΙΤΣΗ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10616)

 

Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Αγωγή από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για λογαριασμό του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών, εναντίον του εναγομένου, για έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής ακινήτων Τ/Κ ιδιοκτησίας και απόφαση για πληρωμή ενοικίων ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση ― Κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας ενομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή ― Ποίες οι εξουσίες του Κηδεμόνα αναφορικά με τις Τ/Κ περιουσίες ― Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος 139/1991 ― Κατά πόσο ο εναγόμενος είχε αποκτήσει δικαίωμα να κατέχει τα επίδικα κτήματα δυνάμει του Δικαίου της Επιείκειας.

Ερμηνεία νόμων ― Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91), Άρθρο 3 ― Διορισμός Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και αρμοδιότητες του.

Αποζημιώσεις ― Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία ― Το ορθό μέτρο αποζημίωσης είναι η ενοικιαστική αξία του ακινήτου σε σχέση με τη χρονική περίοδο επέμβασης και χρήσης του.

Συμβάσεις ― Αδικαιολόγητος πλουτισμός ― Δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής ― Προϋποθέσεις εφαρμογής του δόγματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

[*1078]Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για λογαριασμό του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας διάταγμα του Δικαστηρίου εναντίον του για παράδοση ακινήτων Τ/Κ ιδιοκτησίας και απόφαση για πληρωμή των ενοικίων ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.  Με την Έκθεση Υπεράσπισης του στην αγωγή ο εφεσείων αρνείτο την αξίωση του εφεσίβλητου και ανταξίωνε το ποσό των £200.000 “δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή άλλης σχέσης που προσομοιάζει με συμβατική”.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και απέρριψε την ανταξίωση του εφεσείοντος.

Με την έφεση προσβάλλονται κυρίως τα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

α) Το εύρημα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται στην έγερση της αγωγής.

β) Τα συμπεράσματα ότι ο μεν Κηδεμόνας είχε κατοχή της επίδικης περιουσίας εκ του Νόμου, ο δε εφεσείων είχε τη φυσική κατοχή χωρίς τη ρητή ή εξυπακουόμενη άδεια του κηδεμόνα.

γ)  Το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν απέκτησε δικαίωμα να κατέχει τα επίδικα κτήματα δυνάμει του δικαίου της επιείκειας.

δ) Το εύρημα ότι ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος 139/1991 δεν προσκρούει στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος.

ε)  Το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε νομική υποχρέωση να αποζημιώσει τον εφεσείοντα για το όφελος που ο πρώτος θα αποκομίσει από την αξιοποίηση της επίδικης περιουσίας που έγινε από το δεύτερο.

Προσβλήθηκε επίσης το ποσό των αποζημιώσεων που επεδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου ως υπερβολικά ψηλό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας και ενός εκάστου των οργάνων της.  Κατά συνέπεια είχε το δικαίωμα και νομιμοποιείται από το Νόμο και το Σύνταγμα να εγείρει την αγωγή εκ μέρους και διά λογαριασμό του Κηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών.

[*1079]

2.  Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 139/91 ο Κηδεμόνας αμέσως με το διορισμό του έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή όλων των Τ/Κ περιουσιών οι οποίες περιέρχονται σ’ αυτόν.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι ο Κηδεμόνας έπρεπε, προτού εγείρει την αγωγή, να ελάμβανε τη φυσική κατοχή του ακινήτου είναι αβάσιμος γιατί ο Κηδεμόνας έχει δικαιώματα στην περιουσία εκ του νόμου, ένα εκ των οποίων είναι και το δικαίωμα να αξιώσει κατοχή. Ο Κηδεμόνας στην παρούσα υπόθεση που δικαιούται σε είσοδο στο ακίνητο, δύναται να εγείρει απαίτηση και αυτή έχει τις ίδιες επιπτώσεις όπως η φυσική είσοδος.

Λογική συνέπεια της ανάληψης από τον Κηδεμόνα, της κατοχής των Τ/Κ περιουσιών, δυνάμει του Νόμου 139/91, ήταν η εκ του νόμου ανάκληση των παραχωρήσεων που παρέσχε η προηγούμενη επιτροπή Διαχείρισης Τ/Κ περιουσιών. Αν ο νομοθέτης είχε σκοπό να κατοχυρώσει τις παραχωρήσεις προς τους εκτοπισμένους που έγιναν από την Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών θα το έλεγε ρητά όπως πράττει για τις συμβάσεις ενοικίασης πριν την 20/7/74.

Τα δικαιώματα που παρέχει ο Νόμος στον Κηδεμόνα του έδιδαν το δικαίωμα να ζητήσει από τον εφεσείοντα τη συνομολόγηση μίσθωσης. Παράλειψη του δε να προσέλθει προς τούτο δημιουργούσε δικαίωμα του Κηδεμόνα να εγείρει αγωγή για έξωση του. Με την παράλειψη του να προσέλθει σε σύμβαση μίσθωσης με τον Κηδεμόνα, ο εφεσείων κατέστησε τον εαυτό του επεμβασία σε ακίνητη περιουσία που δυνάμει του Νόμου τη νόμιμη κατοχή είχε ο Κηδεμόνας.

3.  Η επίκληση του δικαίου της επιείκειας δεν επιτρέπεται όπου ο Κυπριακός Νόμος προβλέπει ειδική ρύθμιση. Στην παρούσα περίπτωση τα δικαιώματα των διαδίκων ρυθμίζονται από το Νόμο 139/91.  Εξάλλου το Άρθρο 4 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224 εξαιρεί ρητά τις πρόνοιες του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας όσον αφορά την ακίνητη περιουσία.

4.  Ο σκοπός του Νόμου 139/91 είναι η διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν από τους Τ/Κ ιδιοκτήτες τους συνεπεία της Τουρκικής Εισβολής.  Ο Νόμος δεν σκοπεί στην επίταξη περιουσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος. Οι πρόνοιες του δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ισοδυναμούν είτε με αναγκαστική απαλλοτρίωση είτε με επίταξη όπως προνοείται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

[*1080]

5.  Το ορθό μέτρο, σύμφωνα με τη νομολογία, υπολογισμού των αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση είναι η ενοικιαστική αξία της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τη χρονική περίοδο της επέμβασης και της χρήσης της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του εφεσίβλητου, δίδοντας σαφή αιτιολογία προς τούτο. Δεν παρέχεται κανένα περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

6.  Η αξίωση του εφεσείοντος για αποζημιώσεις, για την αγοραία αξία του εστιατορίου που ο ίδιος ανήγειρε με δικά του έξοδα στο επίδικο ακίνητο στηρίζεται στη νομική αρχή του “αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή άλλης σχέσης που προσομοιάζει με συμβατική”.

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής. Εντάσσεται στις θεραπείες που δημιουργήθηκαν στο δίκαιο της επιείκειας ώστε να συμπληρώσουν τις ατέλειες και τις ελλείψεις του Κοινοδικαίου.  Παρέχεται κάτω από το γενικότερο πλαίσιο της αποκατάστασης ειδικής θεραπείας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι δίκαιο να διατάξει την επιστροφή χρημάτων ή άλλης περιουσίας.

Στην παρούσα υπόθεση ελλείπει μια από τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος θεραπείας λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, συγκεκριμένα ότι η οικοδομή έγινε προς όφελος άλλου προσώπου και δη του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Simillides v. Neophytou (1986) 1 C.L.R. 363,

Ocean Estates Ltd v. Norman Pinder [1969] 1 AC 19,

Χριστοφίδης ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718,

Millington-Ward v. Rubina (1970) 1 C.L.R. 88,

Δ. Ουζουνιάν & Μ. Σουλτανιάν και Σία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 309,

The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

[*1081]Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 882,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 426,

Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1836,

Minerva Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173,

HjiLoizi a.o. v. Iona (1963) 2 C.L.R. 11.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 3/9/99 (Αρ. Αγωγής 2259/95) με την οποία αποδέκτηκε την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα διάταγμα του Δικαστηρίου εναντίον του για παράδοση ακινήτων Τ/Κ ιδιοκτησίας και απόφαση για πληρωμή των ενοικίων ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και απέρριψε την ανταξίωση του εναγομένου.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Ιωαννίδης με Στ. Χαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για λογαριασμό του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών (Τ/Κ) περιουσιών, καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία αξίωνε διάταγμα του Δικαστηρίου εναντίον του για παράδοση ακινήτων Τ/Κ ιδιοκτησίας και απόφαση για πληρωμή των ενοικίων ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση. Με την Έκθεση Υπεράσπισης του στην αγωγή ο εφεσείοντας αρνείτο την αξίωση του εφεσίβλητου και ανταξίωνε το ποσό των £200.000 “δυνάμει αδικαιολογήτου πλουτισμού και/ή άλλης σχέσης που προσομοιάζει με συμβατική.”

[*1082]Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και το Επαρχιακό Δικαστήριο στην τελική του απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή και απέρριψε την ανταξίωση του εφεσείοντα.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρονται δέκα λόγοι για τους οποίους ζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Θα μας απασχολήσει στη συνέχεια κάθε ένας από τους λόγους έφεσης ξεχωριστά.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται στην έγερση της αγωγής.

Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε την ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρήσει την αγωγή για λογαριασμό του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών σαν εξουσιοδότηση και όχι εκχώρηση η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου 139/1991, όπως τροποποιήθηκε. Κατά συνέπεια, εφόσον κατά το άρθρο 6Α απαιτείται γραπτός τύπος για την τοιαύτη εκχώρηση που δεν παρουσιάστηκε κατά τη δίκη δεν νομιμοποιείται ο Γενικός Εισαγγελέας.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η αναφορά του Δικαστηρίου στο Άρθρο 113(2) του Συντάγματος είναι λανθασμένη γιατί τούτο επιλαμβάνεται μόνο ποινικών υποθέσεων και ακόμα ότι οι πρόνοιες του άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 καθορίζουν τη δικαστική αντιπροσώπευση της Δημοκρατίας και όχι τον Κηδεμόνα.

Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις του εφεσείοντα.  Η αγωγή είχε εγερθεί από το Γενικό Εισαγγελέα εκ μέρους και διά λογαριασμό του Υπουργού Εσωτερικών ως κηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών.  Με βάση το άρθρο 3 του Νόμου 139/91 ο Υπουργός Εσωτερικών διορίζεται ως κηδεμόνας των Τ/Κ περιουσιών.  Με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 35/94 προστέθηκε στο άρθρο 6 του βασικού νόμου το άρθρο 6Α που έχει ως εξής:-

“6Α. Ο Κηδεμόνας μπορεί, εφόσον και όταν το θεωρεί σκόπιμο, να ενεργεί μέσω άλλων αρμόδιων λειτουργών ή οργάνων κατόπιν γραπτής του εκχώρησης προς αυτούς οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητες που του παρέχει ο βασικός νόμος.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην προκειμένη περί[*1083]πτωση δεν υπήρξε εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα προς το Γενικό Εισαγγελέα αλλά εξουσιοδότηση για να εγείρει την αγωγή. Με βάση το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 57 του Νόμου 14/60 “Αγωγές από τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από οποιονδήποτε νόμο, θα εγείρονται στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, .....”.

Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας και ενός εκάστου των οργάνων της (περιλαμβανομένων των Υπουργών - Βλέπε: Άρθρο 131.1 του Συντάγματος). Κατά συνέπεια είχε το δικαίωμα και νομιμοποιείται προς τούτο από το Νόμο και το Σύνταγμα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να εγείρει την αγωγή εκ μέρους και διά λογαριασμό του Κηδεμόνα των Τ/Κ πειρουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών. Σχετική προς τούτο είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Simillides v. Neophytou (1986) 1 C.L.R. 363.

To άρθρο 6Α του Νόμου δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκχώρησε οποιεσδήποτε εξουσίες του στο Γενικό Εισαγγελέα.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Με τους λόγους 2 και 3 προσβάλλονται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μεν Κηδεμόνας είχε κατοχή της επίδικης περιουσίας εκ του Νόμου, ο δε εφεσείων είχε τη φυσική κατοχή χωρίς τη ρητή ή εξυπακουόμενη άδεια του Κηδεμόνα.

Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο Κηδεμόνας ουδέποτε είχε είτε φυσική κατοχή του επίδικου ακινήτου, είτε είχε κατοχή αυτοδικαίως με βάση το Νόμο. Και τούτο γιατί, κατά το συνήγορο του εφεσείοντα, δεν έχει επιχειρήσει είσοδο στα κτήματα που κατέχει ο εφεσείων ούτε τα είχε διεκδικήσει πριν την έγερση της αγωγής.

Δεν συμφωνούμε με τους ισχυρισμούς αυτούς του εφεσείοντα.  Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 139/91 ο Κηδεμόνας αμέσως με το διορισμό του έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή όλων των Τ/Κ περιουσιών οι οποίες περιέρχονται σ’ αυτόν. Το άρθρο 5 του Νόμου έχει ως εξής:-

“5. Χωρίς επηρεασμό των υφιστάμενων κατά το χρόνο ενάρξε[*1084]ως της ισχύος του παρόντος Νόμου δικαιωμάτων κατοχής προς όφελος τρίτων προσώπων δυνάμει υφιστάμενης κατά τις 20.7.74 έννομης σχέσης μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών, με το διορισμό του Κηδεμόνα όλες οι Τ/Κ περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα, ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.”.

Με τις πρόνοιες δε του άρθρου 6 ο Κηδεμόνας έχει την εξουσία να εγείρει αγωγές προς το σκοπό αυτό. Η εξουσία αυτή προϋποθέτει τη νομιμοποίηση του Κηδεμόνα στον οποίο όλη η Τ/Κ περιουσία στις ελεύθερες περιοχές με βάση το Νόμο περιήλθε σ’ αυτόν.  Ο Κηδεμόνας με επιστολή του προς τον εφεσείοντα (Τεκμήριο 4) του ζήτησε να προσέλθει για την υπογραφή σύμβασης μίσθωσης άλλως θα ελάμβανε εναντίον του δικαστικά μέτρα για την έξωση του από το ακίνητο. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο Κηδεμόνας έπρεπε, προτού εγείρει την αγωγή, να ελάμβανε τη φυσική κατοχή του ακινήτου είναι αβάσιμος γιατί ο Κηδεμόνας έχει δικαιώματα στην περιουσία εκ του νόμου. Ένα από τα δικαιώματα αυτά, είναι και το δικαίωμα να αξιώσει κατοχή. Ο Κηδεμόνας στην παρούσα υπόθεση που δικαιούται σε είσοδο στο ακίνητο, δύναται να εγείρει απαίτηση και αυτή έχει τις ίδιες επιπτώσεις όπως η φυσική είσοδος. (Βλέπε: Clerk and Lindsell on Torts, 16η Έκδοση, παράγρ. 23-20 και Ocean Estates Ltd. v. Norman Pinder [1969] 1 AC 19).

Είναι περαιτέρω η εισήγηση του εφεσείοντα ότι ο Νόμος 139/91 δεν τερμάτισε ρητά οποιαδήποτε δικαιώματα του που προκύπτουν από την παραχώρηση σ’ αυτό από την, προ της ισχύος του Νόμου, Επιτροπή Διαχείρισης Τ/Κ περιουσιών.  Έτσι, και αν ακόμα υποτεθεί, ότι με τη θέσπιση του Νόμου 139/91 οι Τ/Κ περιουσίες περιήλθαν στον Κηδεμόνα, ο τελευταίος ουδέποτε ανακάλεσε την προηγούμενη παραχώρηση.

Έχουμε καταλήξει προηγουμένως ότι ο Κηδεμόνας αναλαμβάνει την κατοχή των Τ/Κ περιουσιών εκ του νόμου και μόλις αυτός τέθηκε σε ισχύ.  Λογική συνέπεια τούτου ήταν η εκ του νόμου ανάκληση των παραχωρήσεων που παρέσχε η προηγούμενη Επιτροπή Διαχείρισης Τ/Κ περιουσιών. Ο Νόμος με τις πρόνοιες του άρθρου 5 κατοχύρωσε μόνο τα υφιστάμενα κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του νόμου δικαιώματα κατοχής τρίτων προσώπων, δυνάμει υφιστάμενης κατά την 20.7.74 έννομης σχέσης μεταξύ αυτών και του Τ/Κ ιδιοκτήτη. Αν ο νομοθέτης είχε σκοπό να κατοχυρώσει τις παραχωρήσεις προς τους εκτοπισμένους που έγιναν από την Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών θα το έλεγε ρητά [*1085]όπως πράττει για τις συμβάσεις ενοικίασης πριν την 20.7.74. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του πιο πάνω θέματος κατέληξε ως εξής:-

“Με βάση τα πιο πάνω, βρίσκω ότι η παραχώρηση τερματίστηκε ή έληξε με τη θέσπιση του Νόμου 139/91 και επομένως ο Εναγόμενος με το να αρνείται να συνεργαστεί με τον Κηδεμόνα για καθορισμό ενοικίου και την υπογραφή Σύμβασης Μίσθωσης κατέστησε τον εαυτό του επεμβασία από την 1.7.91 και εντεύθεν με αποτέλεσμα ο Κηδεμόνας που είχε εξουσία δυνάμει του νόμου να ανακτήσει κατοχή, να εγείρει την παρούσα αγωγή αφού παραβιάζονταν τα δικαιώματά του (βλ. Clerk and Lindsell on Torts, 16η έκδοση παράγρ. 23-35).”.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα δικαιώματα που παρέχει ο Νόμος στον Κηδεμόνα του έδιδαν το δικαίωμα να ζητήσει από τον εφεσείοντα τη συνομολόγηση μίσθωσης. Παράλειψη του δε να προσέλθει προς τούτο δημιουργούσε δικαίωμα του Κηδεμόνα να εγείρει αγωγή για έξωση του. Με τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Νόμου 139/91 ο εφεσείων είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει την απόφαση του Κηδεμόνα υποβάλλοντας μέσα σε 30 μέρες από την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης έγγραφη προσφυγή προς την εξ Υπουργών Επιτροπή που είχε εγκαθιδρυθεί από το Νόμο. Αντ’ αυτού ο εφεσείοντας αρνήθηκε ρητά να προσέλθει σε σύμβαση μίσθωσης με τον Κηδεμόνα καθιστώντας έτσι τον εαυτό του επεμβασία σε ακίνητη περιουσία που δυνάμει του Νόμου τη νόμιμη κατοχή την είχε ο Κηδεμόνας.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απέκτησε δικαίωμα να κατέχει τα επίδικα κτήματα δυνάμει του δικαίου της επιείκειας.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η προηγούμενη Επιτροπή και η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών του αναγνώριζαν τη νομιμότητα της κατοχής των επίδικων κτημάτων για όσο καιρό αυτός θα ήταν εκτοπισμένος.  Και ότι τον ενεθάρρυναν να προβεί σε δαπάνη £100.000 για ανέγερση εστιατορίου. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι απέκτησε δικαίωμα κατοχής των κτημάτων δυνάμει του δικαίου της επιείκειας και έτσι ο Κηδεμόνας κωλύεται να την αμφισβητεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής για το θέμα:-

[*1086]

“Θα ασχοληθώ πρώτα με τον ισχυρισμό ότι ο Ενάγων ενεθάρρυνε τον Εναγόμενο να προβεί στην ανέγερση του εστιατορίου με την διαβεβαίωση ότι δεν θα ζητείτο ούτε η επιστροφή του εστιατορίου ούτε η καταβολή ενοικίου. Θα αναφερθώ στην περίοδο μετά την εφαρμογή του Νόμου 139/91 αφού όπως έχω ήδη αποφασίσει, ό,τι έχει προηγηθεί της ημερομηνίας αυτής μεταξύ της Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Εναγομένου δεν αφορά τον Κηδεμόνα. Ανέτρεξα στη μαρτυρία του Εναγόμενου και βρήκα ότι όλες οι αναφορές του, που εν πάση περιπτώσει ήταν αόριστες, για παροτρύνσεις αφορούν την περίοδο πριν την 1.7.1991. Μόνο σε μια περίπτωση αναφέρθηκε σε περίοδο μετά το 1991. Ήταν το 1995 που όπως ισχυρίσθηκε του ξαναζητήθηκε προφορικά να καταβάλει ενοίκιο. Όμως αυτό δεν ισοδυναμεί με παρότρυνση ή ενθάρρυνση. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου τα μόνα που αφορούν την μετά το 1991 περίοδο είναι τα Τεκ. 4, 25 και 26 τα οποία όμως δεν υποβοηθούν τον ισχυρισμό του Εναγομένου.  Επομένως δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι ο Ενάγοντας ως Κηδεμόνας της επίδικης περιουσίας ενεθάρρυνε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον Εναγόμενο ή τον διαβεβαίωσε ότι θα συνέχιζε να κατέχει ανενόχλητα κατοχή των επιδίκων κτημάτων. Αντίθετα η επιστολή του Κηδεμόνα, Τεκ. 4, είναι αντίθετου περιεχομένου. Εξάλλου ο Κηδεμόνας δεν μπορούσε να δώσει τέτοια ενθάρρυνση αφού το μεγαλύτερο μέρος αν όχι ολόκληρο το εστιατόριο, είχε αποπερατωθεί μέχρι το 1991.”.

Ο εφεσείων, κατά την επίκληση των αρχών της επιείκειας, που είναι μέρος του δικαίου μας με βάση των προνοιών του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) στηρίζεται αποκλειστικά στην οποιαδήποτε σχέση που υπήρχε μεταξύ αυτού και της Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών που υφίστατο πριν τη ψήφιση του Νόμου 139/91. Η σχέση αυτή δεν έχει πλέον ισχύ ούτε μπορεί να συσχετισθεί με τον εφεσίβλητο. Ο ίδιος ο Νόμος (139/91) δεν υποκαθιστά τον Κηδεμόνα αυτόματα ή με άλλο τρόπο στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της προηγούμενης Επιτροπής ούτως ώστε να θεωρείται ότι η εν λόγω σχέση δεσμεύει τον Κηδεμόνα και τον εφεσείοντα. Ουδέποτε ο εφεσίβλητος έδωσε σαφή ή εξυπακουόμενη υπόσχεση ή ενθάρρυνση στον εφεσείοντα ότι θα κατέχει τα επίδικα κτήματα επ’ αόριστο ή όσο καιρό παραμένει εκτοπισμένος, λόγω της Τουρκικής Εισβολής, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ενοικίου.

Η επίκληση του δικαίου της επιείκειας δεν επιτρέπεται όπου ο Κυ[*1087]πριακός Νόμος προβλέπει ειδική ρύθμιση. (Βλέπε: Χριστοφίδης ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718). Στην παρούσα περίπτωση τα δικαιώματα των διαδίκων ρυθμίζονται απο το Νόμο 139/91. Εξάλλου με το άρθρο 4 του περί Ιδιοκτησίας Ακινήτου Νόμου, Κεφ. 224 εξαιρεί ρητά τις πρόνοιες του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας όσον αφορά την ακίνητη περιουσία. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Aspasia Millington-Ward v. Chloi Rubina (1970) 1 C.L.R. 88. Στη σελίδα 103 αναφέρεται:-

“We have no doubt whatsoever in our mind that the only intention of the legislature in enacting the present section 4 of Cap. 224 was to exclude expressly the provisions of the common law and the doctrines of equity as far as immovable property was concerned.”.

Και ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Νόμος 139/91 δεν προσκρούει στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος και ότι εν πάση περιπτώσει δεν εδικαιολογείτο με βάση το δίκαιο της ανάγκης.

Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ο Νόμος 139/91 παραβιάζει το Άρθρο 23.8 του Συντάγματος γιατί (α) επιβάλλει αναγκαστική κτήση της κατοχής των Τ/Κ περιουσιών όχι μέσω του μηχανισμού της επίταξης αλλά παρακάμπτοντας τον και δεύτερο παρατείνει την επίταξη επ’ αόριστο ενώ οι λόγοι που προκάλεσαν την έκδοση του είναι οι ίδιοι που προκάλεσαν την έκδοση των διαταγμάτων επίταξης πριν τη ψήφισή του.

Στην παρούσα υπόθεση όμως, όπως έχουμε ήδη καταλήξει προηγουμένως, ο εφεσείων δεν έχει νόμιμη κατοχή του επίδικου κτήματος που να βασίζεται σε οποιαδήποτε σύμβαση. Με τη ψήφιση του Νόμου 139/91 ο εφεσείων απώλεσε την οποιαδήποτε κατοχή και με την άρνηση του να προσέλθει για υπογραφή συμβολαίου ενοικίασης με τον Κηδεμόνα κατέστησε τον εαυτό του επεμβασία.

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος προστατεύει τον ιδιοκτήτη και σε ορισμένες περιπτώσεις τον νόμιμο κάτοχο. (Βλέπε: Δ. Ουζουνιάν & Μ. Σουλτανιάν και Σία Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 309). Εξάλλου δεν διατυπώνει κανόνα Συνταγματικού Δικαίου ο οποίος να είναι ευρύτερος απ’ ότι χρειάζεται για την έκβαση της υπόθεσης. (Βλέπε: The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides [*1088](1966) 3 C.L.R. 640).

Ο σκοπός του Νόμου αρ. 139/91, εν πάση περιπτώσει, όπως προδιαγράφεται από το προοίμιο του και το άρθρο 1 είναι διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν από τους Τ/Κ ιδιοκτήτες τους συνεπεία της Τουρκικής Εισβολής και διά της βίας μετακίνησης του πληθυσμού.  Το άρθρο 3 του Νόμου έχει ως εξής:-

“3. Ο Υπουργός διορίζεται με τον παρόντα Νόμο Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού.”.

Ο Νόμος κατά συνέπεια δεν σκοπεί στην επίταξη περιουσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος.  Μέλημα του νόμου είναι η προστασία των Τ/Κ περιουσιών και η προσωρινή διαχείριση τους διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την Τουρκική Εισβολή και μέχρι την τελική διευθέτηση του θέματος.  Οι πρόνοιες του νόμου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ισοδυναμούν είτε με αναγκαστική απαλλοτρίωση είτε με επίταξη όπως προνοείται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα ότι η έκδοση του Νόμου αρ. 139/91 παραβιάζει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος με δύο τρόπους. Πρώτον, επιβάλλει αναγκαστική κτήση της κατοχής Τουρκοκυπριακών Περιουσιών όχι μέσω του μηχανισμού της επίταξης αλλά παρακάμπτοντας τον και δεύτερο παρατείνει την επίταξη επ’ αόριστο.

Δεν συμφωνούμε με καμιά από τις δύο εισηγήσεις του εφεσείοντα. Όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως οι πρόνοιες του Νόμου σκοπόν έχουν την προσωρινή, διαρκούσας της έκρυθμης κατάστασης, προστασία και διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλήφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους.  Οι πρόνοιες αυτές του νόμου δεν στοχεύουν είτε στην αναγκαστική απαλλοτρίωση είτε στην επίταξη ιδιοκτησίας. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι συγκεκαλυμμένα ο επίδικος νόμος παρακάμπτει τις Συνταγματικές πρόνοιες του Άρθρου 23. Ο νόμος δεν προβλέπει την επίταξη της Τ/Κ ακίνητης ιδιοκτησίας αλλά απλώς τη διαχείριση της. Στην επιφύλαξη του άρθρου 6 αναφέρεται ότι οι ενέργειες του Κηδεμόνα θα στοχεύουν προς το συμφέρον της περιουσίας και του Τ/Κ ιδιοκτήτη.  Η επιφύλαξη έχει ως εξής:-

[*1089]

“6...........................................................................................................

Νοείται ότι προκειμένου περί ακίνητης ιδιοκτησίας, ο Κηδεμόνας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντα Νόμου-

(ι) Ο ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον· ή

(ιι) το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιοδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.”.

Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα του νόμου ως συνόλου. Ο Νόμος 139/91 δεν προσκρούει στο Άρθρο 23.8 του Συντάγματος.

Ο λόγος έφεσης αρ. 6 που αναφέρεται στο δίκαιο της ανάγκης, καθίσταται άνευ αντικειμένου αφού έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ο Νόμος 139/91 είναι συνταγματικός.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το ποσό των αποζημιώσεων υπέρ του εφεσίβλητου που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπερβολικά ψηλό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που ισχύουν για την επιδίκαση αποζημιώσεων ένεκα παράνομης επέμβασης σε ακίνητο και αφού δέχθηκε τη μαρτυρία της μάρτυρος-εμπειρογνώμονα του εφεσίβλητου, κατέληξε στην απόφασή του να επιδικάσει εναντίον του εφεσείοντα αποζημιώσεις εκ £12.830 για την περίοδο από 1.7.94 μέχρι την 31.12.98 και περαιτέρω το ποσό των £286 μηνιαίως από 1.1.99 μέχρι την παράδοση της κατοχής στον εφεσίβλητο.

Το ορθό μέτρο, σύμφωνα με τη νομολογία, υπολογισμού των αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση είναι η ενοικιαστική αξία της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τη χρονική περίοδο της επέμβασης και της χρήσης της. (Βλέπε: Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 882, Γενικός Εισαγγελέας [*1090]της Δημοκρατίας ν. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426, Αdrian Holdings Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1836).

Δύο είναι τα παράπονα του εφεσείοντα στο θέμα αυτό. Πρώτο ότι εσφαλμένα επεδίκασε αποζημιώσεις από την 1.7.94 και όχι από 4.7.95, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής από τον εφεσίβλητο.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει επί του θέματος τα εξής:-

“Από την ενώπιόν μου μαρτυρία φαίνεται ότι για πρώτη φορά ο Ενάγοντας ήγειρε θέμα ενοικίου με την επιστολή του προς τον Εναγόμενο ημερ. 17.5.94 (Τεκμ. 4) η οποία παρελήφθη στις 20/5/94.  Δεν συμφωνώ ότι η επιστολή αυτή αποτελεί απλή προειδοποίηση και ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διεκδίκηση ενοικίου.  Κατά την άποψή μου το λεκτικό της επιστολής είναι καθαρό.  Καλεί τον Εναγόμενο να προσέλθει και να καθοριστεί το ενοίκιο και να υπογράψει Σύμβαση Μίσθωσης. Επίσης τον προειδοποιεί ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ληφθούν εναντίον του δικαστικά μέτρα για την έξωση του και για την καταβολή από μέρους του αποζημιώσεων.  Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να τεθεί το θέμα πιο επιτακτικά.”.

Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με την επιστολή Τεκμήριο 4 ο εφεσίβλητος από τις 17.5.94 διεκδίκησε την καταβολή ενοικίου αφού με αυτή του ζητά να προσέλθει για να καθοριστεί το ενοίκιο και να υπογράψει σύμβαση μίσθωσης.

Το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων από το Δικαστήριο. Εισηγείται ότι λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του δικού του εμπειρογνώμονα (ΜΥ1) και λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του εφεσίβλητου.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ισχύουν οι ίδιοι Κανόνες για την αξιολόγηση και αξιοπιστία ενός εμπειρογνώμονα όπως και κάθε άλλου μάρτυρα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα του εφεσείοντα και τη σχολιάζει δυσμενώς.  Παραθέτει την αιτιολογία γιατί δε δέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη. Αυτή ανάγεται στις συνεχείς διαφοροποιήσεις που επιχειρούσε σε σχέση με την εκτίμηση του, στη μέθοδο την οποία ακο[*1091]λούθησε η οποία δεν ήταν ασφαλής και ο μη ορθός τρόπος υπολογισμού των ενοικίων από την υιοθέτηση μέσου όρου των ενοικίων των δύο συγκριτικών του αφού ο ίδιος δέχθηκε ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ αυτών και του επίδικου κτήματος.  Ο εμπειρογνώμονας του εφεσείοντα, ως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, “δεν επεξήγησε ικανοποιητικά γιατί το ετήσιο ενοίκιο θα πρέπει να είναι το 1% της αγοραίας αξίας της γης με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να διερωτάται γιατί να μην είναι για παράδειγμα το 2% της αγοραίας αξίας της γης ή το 0.5%.”.

Και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε:-

“Όλα τα πιο πάνω είναι αρκετά για να κλονίσουν την αξιοπιστία του μάρτυρα και να μου δημιουργήσουν ερωτηματικά αναφορικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε με αποτέλεσμα να μην νοιώθω καθόλου άνετα να αποδεχθώ τη μαρτυρία του και τις μεθόδους και υπολογισμούς που υιοθέτησε.”.

Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εμπειρογνώμονος του εφεσίβλητου, δίδοντας σαφή αιτιολογία προς τούτο. Δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό στην αποδοχή της μαρτυρίας αυτής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων και δεν παρέχεται κανένα περιθώριο σε επέμβαση μας. Εξάλλου το Εφετείο, σύμφωνα με τη νομολογία, επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία μαρτύρων, μόνο όπου αυτά είναι έκδηλα λανθασμένα ή είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.

Ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε νομική υποχρέωση να αποζημιώσει τον εφεσείοντα για το όφελος που ο πρώτος θα αποκομίσει από την αξιοποίηση της επίδικης περιουσίας που έγινε από το δεύτερο.

Ο εφεσείων με ανταξίωση του στην αγωγή, σύμφωνα με την Έκθεση Υπεράσπισης, αξιώνει αποζημιώσεις από τον εφεσίβλητο για την αγοραία αξία του εστιατορίου που ο ίδιος ανήγειρε με δικά του έξοδα στο επίδικο ακίνητο.  Η αξίωση του εφεσείοντα στηρίζεται στη νομική αρχή του “αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή άλλης σχέσης που προσομοιάζει με συμβατική”.

[*1092]Είναι φανερό ότι η νομική υπόσταση της ανταξίωσης αυτής βασίζεται στο άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.  Το άρθρο αυτό προβλέπει για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και την ανταπόδοση έξω και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συμβατικό πλαίσιο ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.  Το άρθρο 70 ενσωματώνει τις αρχές του δικαίου της επιείκειας γνωστές ως αδικαιολόγητος πλουτισμός και αποκατάσταση (restitution).

O αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής (Βλέπε: Minerva Finance Investment Ltd. v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Εντάσσεται όμως στις θεραπείες που δημιουργήθησαν από το δίκαιο της επιείκειας ώστε να συμπληρώσουν τις ατέλειες και τις ελλείψεις του κοινοδικαίου.  Παρέχεται κάτω από το γενικότερο πλαίσιο της αποκατάστασης ειδικής θεραπείας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι δίκαιο να διατάξει την επιστροφή χρημάτων ή άλλης περιουσίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του ενάγοντα.  Αναφέρει δε στην απόφασή του:-

“Στην προκειμένη περίπτωση βρίσκω (α) ότι ο Κηδεμόνας σε κανένα στάδιο μετά την εφαρμογή του Νόμου 139/91 δεν έδωσε οποιαδήποτε άδεια στον Εναγόμενο σε σχέση με την ανέγερση του εστιατορίου (β) ότι ο Κηδεμόνας σε κανένα στάδιο δεν είχε προτρέψει ή επιτρέψει στον Εναγόμενο να δαπανήσει χρήματα στο ακίνητο με την προσδοκία ότι θα συνέχιζε να κατέχει το κτήμα.

Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου και τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η κατάληξη μου στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι δεν εφαρμόζεται το δόγμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού.”.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θεώρησε ως κύρια προϋπόθεση για την ορθή επίκληση του άρθρου 70 την προηγούμενη συγκατάθεση ή προτροπή του εφεσίβλητου για την ανέγερση της οικοδομής.

Το άρθρο 70 του Κεφ. 149  έχει ως εξής:-

“Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεού[*1093]ται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.”.

Το άρθρο αυτό αποτελεί κατά γράμμα αντιγραφή του άρθρου 70 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου του 1872, το οποίο έτυχε ερμηνείας από τα Ινδικά Δικαστήρια.  Σύμφωνα με το σύγγραμμα Pollock and Mulla “Indian Contract and Specific Relief Acts”, 8η Έκδοση, στις σελίδες 423 και επόμενες, φαίνεται ότι υπάρχουν δύο προσεγγίσεις στην ερμηνεία της λέξης “enjoy” (προσποριστεί όφελος). Η πρώτη ότι πρέπει να ερμηνευθεί ότι νοείται “accept and enjoy” και η άλλη ότι δεν δικαιολογείται τέτοια ερμηνεία και ότι τα Ινδικά Δικαστήρια δεν θα πρέπει να εισάγουν τέτοιους περιορισμούς που λαμβάνονται από αγγλικές αποφάσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αξίωση αυτή του εφεσείοντα ανέφερε τα εξής:-

“Ανεξάρτητα όμως από αυτό στην προκειμένη περίπτωση ο Κηδεμόνας δεν αναμίχθηκε καθόλου στο στάδιο της ανέγερσης του εστιατορίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνας ότι ενεθάρρυνε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον Εναγόμενο να ανεγείρει το εστιατόριο. Ακόμα και αν έβρισκα ότι ο Κηδεμόνας όφειλε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα που είχε παραχωρήσει η τότε Κεντρική Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών, παρά τις αντίθετες πρόνοιες του Νόμου 139/91 και πάλι δεν θα μπορούσα να θεωρήσω ότι η έκδοση άδειας οικοδομής και μόνο συνιστά ενθάρρυνση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσδοκία ότι ο Εναγόμενος θα συνέχιζε την κατοχή του κτήματος έξω από τους όρους οποιασδήποτε άδειας ή παραχώρησης. Όλη η αλληλογραφία όπως φαίνεται από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον μου δεν υποστηρίζει ούτε την εισήγηση του συνηγόρου του Εναγομένου ούτε την μαρτυρία του ιδίου του Εναγομένου.

Στην προκειμένη περίπτωση βρίσκω (α) ότι ο Κηδεμόνας σε κανένα στάδιο μετά την εφαρμογή του Νόμου 139/91 δεν έδωσε οποιαδήποτε άδεια στον Εναγόμενο σε σχέση με την ανέγερση του εστιατορίου (β) ότι ο κηδεμόνας σε κανένα στάδιο δεν είχε προτρέψει ή επιτρέψει στον Εναγόμενο να δαπανήσει χρήματα στο ακίνητο με την προσδοκία ότι θα συνέχιζε να κατέχει το κτήμα.

Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου και τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η κατάληξη μου στην προκειμένη πε[*1094]ρίπτωση είναι ότι δεν εφαρμόζεται το δόγμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού.”:

Η πιο πάνω προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή και την επικροτούμε.

Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11 έχουν τεθεί οι προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος. Στη σελίδα 13 αναφέρονται ως εξής:-

“(3) The whole case turns on the construction to be placed on section 70 of our Contract Law which has to be interpreted in accordance with the English Principles of interpretation (see section 2 of Cap. 149, supra).

(4) On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfillment of the conditions is a question of fact in each case.”.

Τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης, πράγματι ήσαν διαφορετικά από την παρούσα. Επτά πρόσωπα ήσαν συνιδιοκτήτες ενός φρέατος. Επειδή η απόδοση του φρέατος μειώθηκε σημαντικά, απαιτείτο καθαρισμός του για αποκατάσταση της αποδοτικότητας του.

Τρεις από τους συνιδιοκτήτες αρνήθηκαν ρητά να δώσουν τη συγκατάθεσή τους. Εντούτοις ο ενάγων-εφεσίβλητος (ένας εκ των συνιδιοκτητών) με τη συγκατάθεση των τριών άλλων προέβη στον καθαρισμό του φρέατος και κατέβαλε τη δαπάνη. Με αγωγή του εναντίον των τριών άλλων συνιδιοκτητών αξίωσε την καταβολή σ’ αυτό του μεριδίου τους στα έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Το Εφετείο την ανέτρεψε με το εξής σκεπτικό, όπως αναφέρει στη σελίδα 13:-

“(5) In this case there is no doubt that conditions (a) and (c) are fulfilled. With regard to condition (b), that is to say, that the act must be done “for another”, how can it be said that the repairs have been done for another, in this case for the co-owners (appellants), if the repairs were made against their will?  And with regard to condition (d), it would not be reasonable to hold that a person enjoys the benefit of the repairs if, as in this case, he had no option but to enjoy such benefit.  Unless the defendant has an [*1095]option to enjoy or reject the benefit it cannot legitimately be said that he enjoys the benefit.

(6) I am accordingly of the view that a co-owner of a well is not bound to contribute to the cost of the repairs of such well where (a) the repairs were done against his will i.e., he refused consent to the repairs being carried out, and (b) he had no option but to enjoy the benefit, i.e. to benefit out of the increase of the water in the well.”.

Τα γεγονότα της παρούσας υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις (α) και (c), όπως αναφέρονται στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi (πιο πάνω), πληρούνται. Ελλείπει όμως η προϋπόθεση (b). Ουδέποτε ο εφεσίβλητος, όπως εξάγεται από τη μαρτυρία, έδωσε τη συγκατάθεση του ρητή ή εξυπακουόμενη για την ανέγερση της οικοδομής. Το γεγονός ότι ο εφεσείων πέτυχε την έκδοση αδείας οικοδομής από την αρμόδια αρχή, από μόνη της, δεν συνιστα ενθάρρυνση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσδοκία ότι ο εφεσείων θα συνέχιζε την κατοχή του κτήματος έξω από τους όρους της άδειας ή της παραχώρησης.  Η θέση αυτή, η οποία είναι σύμφωνη με την ολότητα της μαρτυρίας, αποκλείει τη συνδρομή της προϋπόθεσης (b) (πιο πάνω) δηλαδή, ότι η οικοδομή έγινε προς όφελος άλλου προσώπου και δη του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών. Ελλείπει, σαφώς, στην παρούσα υπόθεση η προϋπόθεση αυτή, σύμφωνα με την υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi (πιο πάνω).

Κατά συνέπεια ο λόγος έφεσης αρ. 8 είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας ο λόγος έφεσης αρ. 9 κατέστη άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.

Με το λόγο 10 της έφεσης προσβάλλεται η επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας σε βάρος του εφεσίβλητου.  Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν αναπτύσσεται καθόλου ο λόγος αυτός, ούτε και έχει λεχθεί τίποτε ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης.  Αντίθετα, στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσίβλητου υποστηρίζεται η υπό του Δικαστηρίου επιδίκαση των εξόδων σε βάρος του εφεσείοντα, αφού ορθά ακολουθήθηκε ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για διαφορετική διαταγή.

Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσίβλητου.  Ορθά το Δικα[*1096]στήριο ακολούθησε τον κανόνα για τα έξοδα.  Ο εφεσείων δεν πρόβαλε κανένα λόγο για την ανατροπή του κανόνα.  Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τα έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο