Χατζηνικολάου Έλλη Κ. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1179

(2001) 1 ΑΑΔ 1179

[*1179]4 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΛΗ Κ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΤΡAΠΕΖΑΣ ΚYΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10840)

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόφαση που λήφθηκε ερήμην του εναγομένου ― Αίτηση για παραμερισμό της ― Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 ― Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.

Έξοδα ― Έξοδα που σπαταλήθηκαν (costs thrown away) ― Είναι έξοδα που δημιουργούνται εξ υπαιτιότητας διαδίκου, ο οποίος υποχρεούται να τα καταβάλει στον αντίδικό του.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα στις 8/4/99 καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας και λόγω παράλειψης της τελευταίας να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για απόφαση, απόφαση την οποία εξασφάλισε στις 10/5/99.  Οι εφεσίβλητοι στις 12/5/99 καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και στις 12/7/99 αίτηση ακύρωσης της εκδοθείσας απόφασης.  Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε τον παραμερισμό της απόφασης και την υποβολή έκθεσης υπεράσπισης.

Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ισχυριζόμενη ότι αυτή ήταν αναιτιολόγητη και ότι με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο από τις ένορκες δηλώσεις, δεν προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καλή υπεράσπιση, αλλά ούτε και δικαιολο[*1180]γείτο η μη έγκαιρη εμφάνιση τους.

Περαιτέρω η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι πέραν των εξόδων της αίτησης θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί υπέρ της και τα έξοδα που σπαταλήθηκαν (costs thrown away) λόγω της παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις, έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός εύλογα επιτρεπτών πλαισίων και απέρριψε τους σχετικούς λόγους έφεσης.  Αποδέχθηκε όμως τη θέση της εφεσείουσας αναφορικά με τα έξοδα και εξέδωσε διάταγμα όπως της καταβληθούν τα έξοδα που σπαταλήθηκαν (costs thrown away), λόγω της παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Επιδικάσθηκε το ½ των εξόδων εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,

Κλεάνθους ν. Tradex Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 988,

Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/6/00 (Αρ. Αγωγής 2723/99) με την οποία διέταξε τον παραμερισμό της εκδοθείσας στις 10/5/99 απόφασης ως η απαίτησή της λόγω παράλειψης της εναγόμενης τράπεζας να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.

Κ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Παπαδήμα εκ μέρους του Γ. Σαββίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

[*1181]

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ενάγουσα στις 8.4.99 κατεχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης-εναγομένης τράπεζας και λόγω παράλειψης της τελευταίας να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης η εφεσείουσα κατεχώρηση αίτηση για απόφαση στις 29.4.99, απόφαση την οποία εξασφάλισε ως η απαίτηση της, στις 10.5.1999. Οι εφεσίβλητοι στις 12.5.99 κατεχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και στις 12.7.99 καταχώρησαν αίτηση ακύρωσης της εκδοθείσας απόφασης. Στην αίτηση υπήρξε ένσταση και κατόπιν δίκης και αγορεύσεων ο πρωτόδικος Δικαστής, στις 13.6.00, εξέδωσε απόφαση, με την οποία διέταξε τον παραμερισμό της απόφασης και την υποβολή έκθεσης υπεράσπισης. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης αυτής απόφασης.

Οι λόγοι έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη δικαστική απόφαση ήταν αναιτιολόγητη ή εστερείτο επαρκούς αιτιολογίας και δεύτερον ότι, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο από τις ένορκες δηλώσεις, δεν προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καλή υπεράσπιση, αλλά ούτε και δικαιολογείτο η μη έγκαιρη εμφάνιση τους. Υποβλήθηκε, έτσι, ότι η αίτηση  για παραμερισμό της απόφασης θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τόσο την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, όσο και εκείνη προς υποστήριξη της ένστασης και ακολούθως αναφέρθηκε εκτενώς στη νομολογία επί των εγειρομένων θεμάτων, με αναφορά σε σειρά αυθεντιών, ξεκινώντας από την Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 μέχρι και την Α. Κλεάνθους ν. Tradex Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 988.

Είναι το παράπονο της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία ή να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία για την τελική του κατάληξη. Όσον αφορά αξιολόγηση, επισημαίνουμε πως για τους σκοπούς αίτησης της φύσεως της παρούσας, όπου δίδονται στοιχεία για την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, δεν πρέπει αυτή να απορρίπτεται απλώς και μόνο γιατί υπάρχει σύγκρουση στα γεγονότα επί των ενόρκων δηλώσεων (Evans v. Bartlam, ανωτέρω) και στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν πρέπει να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης.

Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί κατά τη γνώμη μας. Το Δικαστήριο, αιτιολογώντας την κατάληξή του ότι είχε ικανοποιηθεί για την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, ανέφερε ότι βασίστηκε στο περιεχόμενο των παραγράφων (ζ), (η) και (θ) της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτη[*1182]ση. Παραθέτουμε αυτούσιες τις παραγράφους αυτές, τόσο για διευκρίνηση της αιτιολογίας που έδωσε το Δικαστήριο, όσο και για κατανόηση των γεγονότων της υπόθεσης:

“(ζ) Την 6.2.99 κάποιος επ’ ονόματι Γιώργος Αχιλλέως επισκέφθηκε το κατάστημα της Τραπέζης στην Αγ. Ζώνη στη Λεμεσό και μας ζήτησε να ανοιχθεί λογαριασμός ταμιευτηρίου στο όνομα της Ενάγουσας αφού θα κατέθετε δική του επιταγή του καταστήματος Αγ. Ιωάννη της Τράπεζας Κύπρου Λτδ για το ποσό των Λ.Κ.2000.

(η) Επειδή όμως το σύστημα των ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν λειτουργούσε την συγκεκριμένη ώρα δεν ανοίχθηκε λογαριασμός ούτε η κατάθεση τωνΛ.Κ.2.000 είχε περαστεί παρά μόνο συμπληρώθηκε ένα έντυπο καταθέσεως και αφού δόθηκαν τα στοιχεία της Ενάγουσας το σχετικό βιβλιάριο που ετοιμάσθηκε ενημερώθηκε δια χειρός στο πίσω μέρος του.

(θ) Στη συνέχεια το σύστημα λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών επανήλθε και διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη επιταγή δεν επληρώνετο λόγω μη διαθέσιμων κεφαλαίων και/ή υπολοίπου στον λογαριασμό του κ. Αχιλλέως και έτσι το κατάστημα μας δεν διάτρησε την κατάθεση στο βιβλιάριο μέσω του συστήματος των ηλεκτρονικών υπολογιστών.”

Παρατηρούμε ότι ακολούθως περιέχεται στην ένορκη δήλωση, ότι στη συνέχεια και την ίδια μέρα ο Αχιλλέως επανήλθε στο κατάστημα και ανέφερε ότι δεν ήθελε να ανοιχθεί λογαριασμός στο όνομα της ενάγουσας και ότι θα επέστρεφε το βιβλιάριο και ήταν γι’ αυτούς τους λόγους που όταν ζητήθηκε δεν πληρώθηκε το ποσό των £2.000 στην ενάγουσα, που ήταν και το αντικείμενο της αγωγής.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκαμε επίσης αναφορά στην παράγραφο 6, στην οποία επεξηγείται πώς περιγράφεται στο βιβλιάριο καταθέσεων το σύστημα λειτουργίας και επεξεργασίας των στοιχείων που εισάγονται στο βιβλιάριο. Επίσης κάμνει αναφορά στα γεγονότα της παράλειψης εμφάνισης και στις ημερομηνίες εμφάνισης και καταχώρησης της παρούσας αίτησης, για να δικαιολογήσει το εύρημα του ότι δεν υπήρξε διαγωγή των εφεσίβλητων που να πλήττει  την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.

Στην υπόθεση Milouca Motor Τr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με το πότε μπορεί το Εφετείο να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευ[*1183]χέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις αυτής της φύσης. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π., στις σελ. 943 και 944:

“Οι θεσμοί αφήνουν τον παραμερισμό απόφασης, που εκδίδεται ερήμην του εναγομένου, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου - (βλ. Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Εφόσο η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέριεας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο δικαστήριο (το πρωτόδικο), στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου από το Εφετείο - (βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962).”

Στην ίδια απόφαση γίνεται μία εκτενής ανάλυση της νομολογίας και των αρχών που διέπουν το όλο θέμα, την οποία και παραθέτουμε (σελ. 945-947):

“Οι αρχές που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου εξηγούνται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μετάφραση στα Ελληνικά (ελεύθερη):

“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπηση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.  Εάν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει [*1184]στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απωλεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης - (βλ. παρατηρήσεις του Megaw L.J. στη Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, στη σελ. 833 (c.d)).

Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.”

Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται στη Mine & Quarry Services Ltd. v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, όπου το Δικαστήριο επεσήμανε:

“Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.”

Η άλλη απόφαση, στην οποία πρέπει να κάμουμε αναφορά, είναι η Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και Άλλοι ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28, στην οποία τονίζεται, με αναφορά στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, ότι ο πρωταρχικός παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης, παρόλο που μπορεί να επενεργήσουν και άλλοι παράγοντες, μικρότερης, όμως, σημασίας. Στην υπόθεση αυτή δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην προηγούμενη Κυπριακή νομολογία, σύμφωνα με την οποία η πλημμελής αδιαφορία του εναγομένου μπορεί να αποτελέσει φραγμό στο επανάνοιγμα της υπόθεσης.

Η απόφαση στη Phylactou v. Michael, (ανωτέρω), συνοψίζει τους παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και της διαγωγής του εναγομένου.

[*1185]

Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματος του. Διαφορετικά, η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματά της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγομένου, σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.”

Εφαρμόζοντας τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις, κρίνουμε ότι η παρούσα δεν είναι περίπτωση που δικαιολογεί επέμβασή μας, καθόσο το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός εύλογα επιτρεπτών πλαισίων. Οι παράγραφοι από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, στις οποίες αναφέρεται το Δικαστήριο, δικαιολογούσαν την κατάληξη του για ύπαρξη πιθανής καλής υπεράσπισης και κατά την κρίση μας ο ισχυρισμός του συνήγορου της εφεσείουσας ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου Β, βιβλιάριου καταθέσεων, αντικρούει αυτή τη μαρτυρία δεν ευσταθεί, αλλά είναι, στη χειρότερη των περιπτώσεων, ουδέτερο. Επίσης, όσον αφορά την αιτιολόγηση της μη εμφάνισης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προκύπτει οποαδήποτε διαγωγή που να πλήττει την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Παρόλον ότι η μαρτυρία  για την τράπεζα ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στο κλητήριο και αφέθηκε χωρίς ενέργεια επ’ αυτού, δεν είναι και τόσο πειστική, εντούτοις είναι φανερόν ότι η εμφάνιση καταχωρίστηκε αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, γεγονός που δεν γνώριζαν μέχρι της στιγμής εκείνης οι εφεσίβλητοι και επίσης σύντομα ακολούθησε η αίτηση για παραμερισμό.

Στην υπόθεση Milouca (ανωτέρω) όπου το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό, το Εφετείο επεκύρωσε την απόφαση γιατί δεν θεώρησε δικαιολογημένο να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εκεί υπήρξε καθυστέρηση 9 μηνών για να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της εκδοθείσας απόφασης και επίσης είχε αγνοηθεί και η αίτηση για απόφαση που είχε επιδοθεί στους εναγομένους. Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση για απόφαση έγινε ex parte, και εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε οποιαδήποτε σημαντική καθυστέρηση στη λήψη διαβημάτων.

Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες δεν θεωρούμε δικαιολογημένη οποιαδήποτε επέμβασή μας στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

Υπάρχει ακόμη ένα τελευταίο παράπονο της εφεσείουσας που αφορά τα έξοδα. Το πρωτόδικο Διαστήριο επεδίκασε υπέρ της μόνο τα έξοδα της αίτησης, ενώ, όπως υποβλήθηκε, θα έπρεπε να επιδικαστούν και τα έξοδα που σπαταλήθηκαν (costs thrown away) λόγω της παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση. Αποδεχόμεθα τη θέση αυτή, αφού είναι καθαρό ότι τα έξοδα αυτά έγιναν εξ υπαιτιότητας των εφεσιβλήτων και εκδίδουμε διάταγμα όπως καταβληθούν και τα έξοδα αυτά στην εφεσείουσα, τα οποία, αφού υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, να πληρωθούν εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υπολογισμού τους.

Εν όψει των πιο πάνω οι λόγοι 1-4 της έφεσης απορρίπτονται ενώ ο 5ος λόγος έφεσης, για τα έξοδα, επιτυγχάνει ως ανωτέρω.

Έχοντας υπόψη την έκβαση της έφεσης, επιδικάζουμε το 1/2 των εξόδων εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Επιδικάζεται το ½ των εξόδων εναντίον της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο