(2001) 1 ΑΑΔ 1187
[*1187]4 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
CYΒARCO LIMITED,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΒΡΥΩΝΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10413)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Είσοδος οχήματος σε τμήμα δρόμου υπό κατασκευή, με αποτέλεσμα η οδηγός του να απωλέσει τον έλεγχο του οχήματος το οποίο κτύπησε στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα και ανατράπηκε ― Απόδοση ευθύνης σε ποσοστό 30% στην οδηγό του οχήματος ― Αυξήθηκε κατ’ έφεση σε ποσοστό 50% ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στο θέμα επιμερισμού ευθύνης.
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των πρωτογενών γεγονότων ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου κατ’ έφεση.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου κατ’ έφεση.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα οδηγούσε το αυτοκίνητό της στο δρόμο Λάρνακας-Κοφίνου, πλησιάζοντας τμήμα του δρόμου το οποίο ήταν υπό κατασκευή και όταν είδε τη δεύτερη προειδοποιητική πινακίδα με τόξα ρύθμισης πορείας ελάττωσε ταχύτητα. Όταν αντελήφθηκε ότι μπροστά της ο δρόμος σε ευθεία κατεύθυνση ήταν ανοικτός με πλαστικούς κώνους να είναι μαζεμένοι αριστερά και δεξιά, αφήνοντας ελεύθερη πρόσβαση στο σημείο όπου άρχιζε η ασυμπλήρωτη προέκταση του αυτοκινητόδρομου, η εφεσίβλητη εισήλθε στο ασυμπλήρωτο τμήμα του δρόμου πιστεύοντας ότι ήταν ανοικτό στην κυκλοφορία με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου το οποίο [*1188]κτύπησε στο τσιμεντένιο διαχωριστικό και μετά ανατράπηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταμερίζοντας την ευθύνη θεώρησε τους εφεσείοντες υπεύθυνους κατά 70% και την εφεσίβλητη κατά 30%. Ακολούθως καθόρισε το ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο θεωρήθηκαν υπεύθυνοι αμέλειας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων καθώς και στον καταμερισμό ευθύνης, έκρινε εσφαλμένο τον καταμερισμό. Αποφάνθηκε ότι:
1. Η εφεσίβλητη ήταν υπεύθυνη μεγαλύτερης ευθύνης απ’ εκείνη που της κατελόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενώ γνώριζε την περιοχή και ότι ο δρόμος ήταν υπό κατασκευή, παρά το ότι υπήρχε βέλος για παράκαμψη και ακόμη υπήρχαν οι κώνοι στο δρόμο, έστω και αν δεν απέκοπταν το υπό κατασκευή τμήμα του, εντούτοις αυτή οδήγησε στο μέρος αυτό του δρόμου και με τέτοια ταχύτητα που προφανώς η ανωμαλία στο επίπεδο του υπό κατασκευή δρόμου να είχε προκαλέσει σ’ αυτή απώλεια του ελέγχου του οχήματος, με αποτέλεσμα να ανατραπεί.
2. Όσον αφορά τους εφεσείοντες, ήταν ανεπαρκή τα μέτρα που λήφθηκαν για την αποκοπή του δρόμου και παρεμπόδιση εισόδου σ’ αυτόν. Η αμέλεια τους έγκειται στο ότι δεν επέλεξαν κάποιο τρόπο μόνιμης απόφραξης της εισόδου προς το υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα και η πιθανότητα εισόδου στο μέρος εκείνο.
Ο καταμερισμός ευθύνης αντικαταστάθηκε με ευθύνη 50% εναντίον των εφεσειόντων και 50% εναντίον της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτράπηκε. Επιδικάσθηκαν τα 3/4 των εξόδων υπέρ των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Meletiou a.ο. v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558,
Christodoulou v. Menicou a.ο. (1966) 1 C.L.R. 17,
[*1189]
Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 581,
Elia v. Nicola (1985) C.L.R. 286,
Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 298,
Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 713,
Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,
Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551,
Koudellaris v. Christoforou a.o. (1975) 1 C.L.R. 366,
Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,
Parmaxi a.o. v. Katsiola (1985) 1 C.L.R. 633,
Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12,
Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172,
Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R. 261,
Christou v. Komodromou a.ο. (1970) 1 C.L.R. 69,
Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 12/2/98 (Αρ. Αγωγής 1092/93) με την οποία οι εναγόμενοι θεωρήθηκαν κατά 70% υπεύθυνοι για το ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στην ενάγουσα, κρίνοντας ότι τα μέτρα τα οποία αυτοί έλαβαν για το υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου Λάρνακας-Κοφίνου ήταν ανεπαρκή.
Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.
Δ. Αριστείδου, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί [*1190]από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη-ενάγουσα τραυματίστηκε όταν το αυτοκίνητο της ανατράπηκε σε υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου Λάρνακας-Κοφίνου, κοντά στην αερογέφυρα του Αλεθρικού.
Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται καθαρά στο μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπου περιέχοντα τα ευρήματά του (σελ. 8-9) και το οποίο παραθέτουμε:
“Συνοψίζοντας τα βασικά ευρήματα που προκύπτουν από την πιο πάνω αξιολόγηση, προκύπτει ότι το υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου πριν από την αερογέφυρα του Αλεθρικού, με κατεύθυνση προς Λεμεσό, βρισκόταν στον ουσιώδη χρόνο υπό κατασκευή και δεν είχε παραδοθεί στην κυκλοφορία. Το τμήμα αυτό του δρόμου που άρχιζε από τη συμβολή με τον παρακαμπτήριο προς Αλεθρικό ήταν συνήθως κλειστό με πλαστικούς κώνους, οι οποίοι τοποθετούνταν από τους εναγομένους εργολήπτες διαγώνια από το τσιμεντένιο διαχωριστικό στα δεξιά μέχρι την άκρη αριστερά σε σειρά απέχοντας περί τα 2 μ. ο ένας από τον άλλο. Προτού πλησιάσει ένας οδηγός στο σημείο όπου άρχιζε το υπό κατασκευή τμήμα, οι εναγόμενοι είχαν τοποθετήσει 9 ζεύγη προειδοποιητικών πινακίδων με σήματα τροχαίας όπως τα έχω περιγράψει προηγουμένως.
Το τμήμα του υπό κατασκευή δρόμου, λόγω διαφορετικής επίστρωσης του οδοστρώματος του, παρουσίαζε υψομετρικές διαφορές υπό τύπο σκαλοπατιών, τα οποία απείχαν μεταξύ τους γύρω στα 50-60 μ. και είχαν ύψος 4cm, 8 cm και 11, 5 cm το καθένα.
Κατά την ουσιώδη ημερομηνία και ώρα η ενάγουσα με το όχημα που οδηγούσε κατευθυνόταν προς το υπό κατασκευή τμήμα με ταχύτητα 90-95 χ.α.ω και όταν είδε τη δεύτερη πινακίδα με τόξα ρύθμισης πορείας, ελάττωσε ταχύτητα σε 70-75 χ.α.ω. Όταν αντελήφθηκε ότι μπροστά της ο δρόμος σε ευθεία κατεύθυνση ήταν ανοικτός με πλαστικούς κώνους να είναι μαζεμένοι αριστερά και δύο δεξιά, αφήνοντας ελεύθερη πρόσβαση στο σημείο όπου άρχιζε η ασυμπλήρωτη προέκταση του αυτοκινητόδρομου και ο παρακαμπτήριος αριστερά, η ενάγουσα εισήλθε στο ασυμπλήρωτο τμήμα του δρόμου, πιστεύοντας ότι ήταν ανοικτό στην κυκλοφορία και άρχισε να αναπτύσσει ξανά ταχύτητα αλλά σε μικρή απόσταση έπεσε στο πρώτο σκαλοπάτι, στο δεύτερο και στο τρίτο διαδοχικά και αφού είχε χάσει τον έλεγ[*1191]χο του οχήματος αυτό κτύπησε στο τσιμεντένιο διαχωριστικό και μετά ανατράπηκε.”
Οι πινακίδες που αναφέρονται στο τέλος της πρώτης παραγράφου του πιο πάνω αποσπάσματος αφορούσαν προειδοποίηση για οδικά έργα, σταδιακή μείωση του ορίου ταχύτητας, σήμα για κλίση της δεξιάς λωρίδας προς τα αριστερά, απαγόρευση προσπεράσματος και τέλος σήμα με βέλος αναγκαστικής πορείας προς τα αριστερά.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, την ανέλυσε και αφού κατέληξε στα πιο πάνω ευρήματά του, θεώρησε τους εναγόμενους υπεύθυνους αμέλειας, αφού έκαμε αναφορά σε αυθεντίες, κρίνοντας ότι τα μέτρα που έλαβαν για να προειδοποιούνται και να εμποδίζονται οι οδηγοί από του να εισέρχονται στο υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου ήσαν ανεπαρκή. Ακολούθως, αφού εξέτασε τα γεγονότα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και η ενάγουσα επέδειξε συντρέχουσα αμέλεια αφού γνώριζε ότι γίνονταν οδικά έργα και υπήρχε παρακαμπτήριος και παρόλον τούτου εισήλθε στον υπό κατασκευή δρόμο, χωρίς ούτε να επιδείξει τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα και να αντιληφθεί έγκαιρα τις υψομετρικές διαφορές στο οδόστρωμα.
Καταμερίζοντας την ευθύνη θεώρησε τους εναγομένους υπεύθυνους κατά 70% και την εφεσίβλητη-ενάγουσα κατά 30%. Ακολούθως το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τις κακώσεις που υπέστη η ενάγουσα και καθόρισε το ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
Με την παρούσα έφεσή τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αμφισβητούν το εύρημα του Δικαστηρίου με το οποίο θεωρήθηκαν υπεύθυνοι αμέλειας και εισηγούνται ότι ουδεμία ευθύνη έφεραν γιατί είχαν λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα και ότι το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής αμέλειας της ίδιας της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Εισηγούνται επίσης, με το δεύτερο λόγο έφεσης, πως αν έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη, οι εφεσείοντες θα έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνοι μόνο κατά 30%. Επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητούν το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης.
Αν εξετάσει κάποιος τη μακροσκελή αιτιολογία που δόθηκε για τους λόγους έφεσης θα διαπιστώσει ότι αμφισβητούνται από τους εφεσείοντες-εναγομένους τόσο τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγο[*1192]νότων όσο και τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επίσης, από το περίγραμμα αγόρευσής τους, προκύπτει ότι αμφισβητούν σε ορισμένες περιπτώσεις και τη σχετικότητα και εφαρμογή αυθεντιών που παρέθεσε το Δικαστήριο στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων. Η κρίση των θεμάτων αυτών βρίσκεται πρωταρχικά μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αν με βάση τη μαρτυρία στην ολότητα της ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει το Δικαστήριο όπως κατέληξε, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Meletiou and another v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558, Christodoulou v. Menicou and others (1966) 1 C.L.R. 17, Kyriacou v. A. Κortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 581, Elia v. Nicola (1985) C.L.R. 286, Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713, και Μαυρίδης ν. Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).
Σχετικά στην Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 111:
“Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesses which are within the province of the trial judge. Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge’s findings is wrong, this Court will not interfere with such findings.”
Eπίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι, για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα ευρημάτων αξιοπιστίας, “it must be shown that the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so.” (σελ. 553).
Όσον αφορά συμπεράσματα, σχετική είναι η απόφαση Koudellaris v. Christoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366, όπου στη σελ. 372 αναφέρονται τα ακόλουθα:
“The principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court ’has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether [*1193]the conclusion originally reached upon that evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution’. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.
The Court should be ΄satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not be sufficient to explain or justify the trial judge’s conclusion΄(Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas (supra) at p. 488) before it disturbs its findings of fact. On the other hand, where as often happens the facts are not in dispute, but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in a good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Nursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267.”
(Δέστε επίσης και Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Parmaxi and another v. Katsiola (1985) 1 C.L.R. 633, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, δέχθηκε όσον αφορούσε τις πινακίδες στο δρόμο και τις υψομετρικές διαφορές στο υπό κατασεκυή οδόστρωμα, εκείνη των Μ.Υ., δηλαδή του Πολιτικού Μηχανικού των εφεσειόντων-εναγομένων και του Εκτελεστικού Μηχανικού του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Όσον όμως αφορούσε την κατάσταση των κώνων που απέκοπταν προσπέλαση στο υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου, το Δικαστήριο προτίμησε εκείνη της εφεσίβλητης-ενάγουσας και του μάρτυρα της, του οδηγού που την ακολουθούσε.
Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι εν όψει αντιφάσεων στη μαρτυρία των τελευταίων, δεν έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό το Δικαστήριο και να προτιμήσει τη μαρτυρία για την εφεσίβλητη.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία αυτή και διαφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολόγησε πλήρως γιατί προτίμησε τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών επί του θέματος, αφού ήσαν και οι μόνοι που βρίσκονταν στη σκηνή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Έχοντας υπόψη ότι οι κώνοι είναι μετακινήσιμα αντικείμενα, δεν θα ήταν δυνατόν να γνωρίζουν οι μάρτυρες των εφεσειόντων αν κατά τη δεδομένη στιγμή βρίσκονταν οι κώνοι στη θέση τους ή αν είχαν μετακινηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ή από οποιονδήποτε. Επίσης, ο μάρτυρας αστυνομικός επι[*1194]βεβαιώνει την πιο πάνω μαρτυρία, όπως περιγράφει τη σκηνή κατά την άφιξή του. Δεν υπήρξε δε ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα μετακίνησε η ίδια τους κώνους. Κρίνουμε υπό τις συνθήκες, με βάση τις αρχές επέμβασης του Εφετείου που αναπτύξαμε ανωτέρω, ότι δεν χωρεί επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα γεγονότα και την αξιοπιστία μαρτύρων. Επικυρώνουμε και υιοθετούμε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με βάση αυτά θα εξετάσουμε κατά πόσο το Δικαστήριο κατέληξε σε ορθό καταμερισμό ευθύνης.
Σύμφωνα με τις νομολογημένες αρχές, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης, εκτός όπου υπάρχει κάποιο σφάλμα αρχής, ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς λανθασμένος. (Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R. 261, Christou v. Komodromou and others (1970) 1 C.L.R. 69, Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284, κ.λ.π.).
Με βάση τις αρχές αυτές έχουμε καταλήξει πως στην περίπτωση χωρεί επέμβαση μας γιατί, κατά την άποψη μας, ο καταμερισμός είναι εσφαλμένος. Κρίνουμε πως η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν υπεύθυνη μεγαλύτερης ευθύνης απ’ εκείνη που της κατελόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενώ γνώριζε την περιοχή και ότι ο δρόμος ήταν υπό κατασκευή, παρά το ότι υπήρχε βέλος για παράκαμψη και ακόμη υπήρχαν οι κώνοι στο δρόμο, έστω και αν δεν απέκοπταν το υπό κατασκευή τμήμα του, εντούτοις αυτή οδήγησε στο μέρος αυτό του δρόμου και με τέτοια ταχύτητα που προφανώς η ανωμαλία στο επίπεδο του υπό κατασκευή δρόμου να προκαλέσει σ’ αυτή απώλεια του ελέγχου του οχήματος, με αποτέλεσμα να ανατραπεί.
Όσον αφορά τους εφεσείοντες, παρατηρούμε πως ενώ υπήρχαν πολλές πινακίδες, απ’ αυτές μόνο εκείνη με το βέλος για παράκαμψη ήταν άμεσα σχετική με την απαγόρευση εισόδου στον υπό κατασκευή δρόμο. Όσον αφορά αποκοπή του δρόμου και παρεμπόδιση εισόδου σ’ αυτόν, ήταν κατά τη γνώμη μας ανεπαρκή τα μέτρα που λήφθηκαν από τους εφεσείοντες. Οι κώνοι που τοποθετήθηκαν ήταν αντικείμενα που μπορούσαν εύκολα αν μετακινηθούν και ως εκ τούτου χρειαζόταν τακτική επιτήρηση για να βεβαιώνονται οι εφεσείοντες ότι βρίσκονταν στη θέση τους. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια τακτική επιθεώρηση ίσως και πάλι να μην ήταν αρκετή, αφού στο ενδιάμεσο θα μπορούσαν να είχαν και πάλι μετακινηθεί. Ουσιαστικά επί του σημείου αυτού η αμέλεια των εφεσειόντων-εναγομένων έγκειται στο ότι δεν επέλεξαν κάποιο τρόπο μόνιμης απόφραξης της εισόδου προς το υπό κατασκευή τμήμα του δρόμου, με αποτέλεσμα [*1195]να υπάρχει η δυνατότητα και η πιθανότητα εισόδου στο μέρος εκείνο, που σίγουρα ήταν επικίνδυνο για την τροχαία.
Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις μας κρίνουμε τους διαδίκους εξίσου υπεύθυνους για την πρόκληση του ατυχήματος. Ο καταμερισμός ευθύνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ευθύνη 50% εναντίον των εφεσειόντων και 50% εναντίον της εφεσίβλητης.
Έτσι, αν ο υπολογισμός μας είναι ορθός, επιδικάζουμε ποσό £2.500 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, εκ του οποίου οι £1.600 είναι για ειδικές αποζημιώσεις.
Τα 3/4 των εξόδων επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτρέπεται. Επιδικάζονται τα 3/4 των εξόδων υπέρ των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο