Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 1196

(2001) 1 ΑΑΔ 1196

[*1196]5 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

(Αίτηση Αρ. 23/99)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

ΜΕΤΑΞΥ:

UNITICA ENTERPRISES LIMITED,

Ενάγουσα,

v.

THE SLOVAK REPUBLIC,

Εναγομένης.

 

(Αίτηση Aρ. 38/00)

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΗΝ ΑIΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛEΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ [*1197](ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

ΜΕΤΑΞΥ:

UNITICA ENΤERPRISES LIMITED,

Ενάγουσα,

v.

THE SLOVAK REPUBLIC,

Εναγομένης.

(Αιτήσεις Αρ. 23/99, 38/00)

 

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Ακυρώθηκε με Certiorari η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος αγωγής ημεδαπής εταιρείας κατά της Σλοβακίας και επίσης κάθε άλλη διαδικασία που ακολούθησε, περιλαμβανομένης και της απόφασης κατά της Δημοκρατίας της Σλοβακίας επειδή η επίδοση του κλητηρίου και των άλλων δικαστικών εγγράφων στην πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας δεν ήταν έγκυρη ― Ακυρώθηκε επίσης με Certiorari η έκδοση του διατάγματος πώλησης κατά της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακίας για λόγους κρατικής ασυλίας.

Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο ― Κρατική ασυλία ― Η σχετική απολυτότητα της αρχής της κρατικής ασυλίας έχει αμβλυνθεί τα τελευταία χρόνια τόσο σε επίπεδο νομολογίας όσο και σε επίπεδο διεθνών συνθηκών ―Κερδίζει συνεχώς έδαφος η λεγόμενη περιοριστική προσέγγιση σε θέματα κρατικής ασυλίας ― Εμφάνιση κράτους σε δικαστική διαδικασία εναντίον του ― Ενέχει επιπτώσεις στα δικαιώματα του σε ασυλία που έχουν αναγνωρισθεί εθιμικά από το Διεθνές Δίκαιο ή τις Διεθνείς Συμβάσεις.

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Διεθνείς σχέσεις ― Κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται να παρέμβει με Certiorari σε υποθέσεις που αφορούν διεθνείς σχέσεις.

[*1198]

Προνομιακά Εντάλματα ― Certiorari ― Καθυστέρηση του αιτητή να αποταθεί για έκδοση εντάλματος Certiorari ― Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari δεν δημιουργεί νομικό κώλυμα για συζήτηση του θέματος της καθυστέρησης μετά.

Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Κατά πόσο ζωτική δικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, μπορεί να θεραπευθεί κατ’ εφαρμογή της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Προνομιακά εντάλματα ― Άρθρο 23 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετου Πρωτόκολλου που κυρώθηκε με το Νόμο 6/76 ― Ασυλία κράτους σε σχέση με διαδικασία εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων ― Κατά πόσο εμποδίζει την έκδοση προνομιακού εντάλματος.

Η κυπριακή εταιρεία Unitica Enterprises Ltd (η εταιρεία), εξασφάλισε απόφαση εναντίον της Σλοβακίας για αποζημιώσεις λόγω παράβασης της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας αγοραπωλησίας κτήματος της Σλοβακίας που βρίσκεται στην Κύπρο.  Στη συνέχεια η εταιρεία κατάθεσε αίτηση για πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, και εξασφάλισε διάταγμα πώλησης, ερήμην της εναγομένης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση με αρ. 15/99, με την οποία ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari για ακύρωση όχι μόνο του κλητηρίου αλλά και του διατάγματος πώλησης και επίσης κάθε διαδικαστικού μέτρου που λήφθηκε στην αγωγή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.3.99, έδωσε άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari αναφορικά μόνο με το διάταγμα πώλησης.  Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στη συνέχεια την αίτηση με αρ. 23/99.  Επίσης εφεσίβαλε την απόφαση ημερομηνίας 5.3.99, με την οποία είχε δοθεί περιορισμένη άδεια. Η έφεση επιτράπηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο παραχώρησε άδεια “και για τα θέματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα και απορρίφθηκαν”. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε, μετά την επιτυχία της έφεσης, τη μεταγενέστερη αίτηση με αρ. 38/00.  Με την εν λόγω αίτηση επιζητείται ακύρωση: (α) του κλητηρίου εντάλματος (β) του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με την αποξένωση της επίδικης περιουσίας (γ) της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και προσωρινού διατάγματος (δ) της επίδοσης [*1199]της αίτησης εταιρείας στις 14.5.96 μαζί με την έκθεση απαίτησης (ε) της απόφασης κατά της Σλοβακίας ημερ. 12.11.96 και (στ) της επίδοσης της αίτησης για την έκδοση του διατάγματος πώλησης.

Αμφισβητήθηκε με την αίτηση πρώτα η νομιμότητα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος.  Έγινε αναφορά συλλήβδην στα Άρθρα 8, 9, 11, 14, 15 και 16 του Ν. 40/82 (Σύμβαση της Χάγης).  Υποστηρίχθηκε ότι η είσοδος του επιδότη στην πρεσβεία της Σλοβακίας, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 22 του περί της Συμβάσεως της Βιέννης του 1961 περί Διπλωματικών Σχέσεων (Κυρωτικού) Νόμου του 1968 (Αρ. 40/68), που καθιστά τους χώρους της αποστολής απαραβίαστους.

Ο αιτητής υποστήριξε επίσης ότι δεν επιτρέπεται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, εκτός αν το ενδιαφερόμενο μέρος εγκαταλείψει ρητά τη σχετική ασυλία που έχει, η διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η εταιρεία δεν είχε εξασφαλίσει, με βάση τη Δ.2, θ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, άδεια για καταχώρηση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, είχε εξετασθεί από το Δικαστήριο πρωτοδίκως, το οποίο αρνήθηκε την παραχώρηση άδειας, αφού διαπίστωσε ότι στην απόφαση ημερ. 12.11.96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατά της Σλοβακίας φαινόταν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, ότι η Σλοβακία εκπροσωπήθηκε από συγκεκριμένο δικηγόρο.

     Η εμφάνιση κράτους σε δικαστική διαδικασία εναντίον του έχει επιπτώσεις στα οποιαδήποτε δικαιώματα ή προνόμια του σε ασυλία που έχουν αναγνωρισθεί από τα εθιμικά και το Διεθνές Δίκαιο ή τις Διεθνείς Συμβάσεις.

     Κατά το Άρθρο 16 του Νόμου 6/76 το κράτος που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία θεωρείται ότι παραιτείται από κάθε ένσταση που σχετίζεται με τον τρόπο της επίδοσης.  Υποδηλώνει επίσης σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο.

2.  Ο Γενικός Εισαγγελέας νομιμοποιείται να παρέμβει με Certiorari τουλάχιστον σε θέματα περιφρούρησης των διεθνών σχέσεων του κράτους, που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών και υποθέσεων και που δικαιολογούν ανάληψη πρωτοβουλίας, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα διαδίκου.

     Τα Άρθρα 113 και 114 του Συντάγματος δεν αναφέρουν εξαντλητικά τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα.

[*1200]

3.  Η εισήγηση του αιτητή ότι, η καθυστέρηση που σημειώθηκε τόσο από πλευράς του αιτητή όσο και από πλευράς της Σλοβακίας στην καταχώρηση της αίτησης για άδεια, δεν μπορεί να προβάλλεται για “συγκάλυψη ενός άκυρου και νομικά ανύπαρκτου μέτρου, διαβήματος ή διαδικασίας”, δεν ευσταθεί.  Η έγκριση της αίτησης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δημιουργείται νομικό κώλυμα για να συζητηθεί μετά.  Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ιδιάζουσες περιστάσεις της υπόθεσης.

4.  Το Άρθρο 23 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που κυρώθηκε με τον ομότιτλο νόμο του 1976 (Αρ. 6/76) ενσωματώνει την αρχή ότι το θέμα της εκτέλεσης απόφασης παραμένει ανοικτό ακόμη και στην περίπτωση που αυτό εθελούσια αποδέχεται τη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλης χώρας.

     Το Άρθρο 169(3) του Συντάγματος προνοεί ότι οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωση τους με νόμο και τη δημοσίευση τους, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη διάταξη ημεδαπού νόμου.  Κατά την ίδια συνταγματική διάταξη, η αμοιβαιότητα τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της σύμβασης.

     Ο Ν. 6/76 προβλέπει, μεταξύ άλλων, την επίδοση δικαστικής διαδικασίας σε κράτος.

     Υιοθετώντας τις αρχές της γερμανικής αυθεντίας Garden Contamination Case, I.L.R. Vol. 80, 367 και έχοντας κατά νουν τις πρόνοιες του Ν. 40/82, και τις συνθήκες υπό τις οποίες αφέθηκε το κλητήριο και τα άλλα δικαστικά έγγραφα στην πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, κρίνεται ότι η επίδοση του κλητηρίου και των άλλων εγγράφων δεν είναι έγκυρη. Με αποτέλεσμα οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα βασίστηκε σ’ αυτή να είναι ανυπόστατο.  Η μέθοδος αυτή επίδοσης δε βρίσκει έρεισμα στη Σύμβαση της Χάγης, που ισχύει και στις δύο χώρες. Ούτε σε οποιοδήποτε άλλο νόμο ή κανονισμό. Το δικαστήριο ασφαλώς σε μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να προτρέξει και να εκφράσει άποψη αναφορικά με το σωστό τρόπο επίδοσης. Το θέμα επαφίεται στην κρίση του διαδίκου. Η δικαιοδοσία του Άρθρ. 155.4 του Συντάγματος περιορίζεται στην κρίση ότι η επιτευχθείσα επίδοση δε συνιστά καλή και νόμιμη επίδοση που να θεμελιώνει τις θεραπείες που παρασχέθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

5.  Έχοντας υπόψη τη διακήρυξη του Λόρδου Hope, αναφορικά με [*1201]το θέμα της ασυλίας, στην υπόθεση Arthrur J. S. Hall & Co. v. Simons [2000] 3 W.L.R. 543, καθώς τις πρόνοιες της Δ.64, παραμερίζεται με την έκδοση Certiorari, η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, καθώς και κάθε άλλη διαδικασία που ακολούθησε περιλαμβανομένης και της απόφασης κατά της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και του διατάγματος πώλησης κατά της ακίνητης ιδιοκτησίας της.  Δεν παραμερίζεται, υπό τις συνθήκες, το ίδιο το κλητήριο ένταλμα.

Οι αιτήσεις επιτράπηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αδελφοί Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280,

R. v. Amendt [1915] 2 KB 276,

Adams v. Adams (Attorney General Intervening) [1970] 3 All E.R. 572,

Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 97,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 802,

Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Garden Contamination Case, I.L.R. Vol. 80, σελ. 367,

Duff Development Co. v. Kelantan Government [1924] A.C. 797,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Trentex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria [1977] 1 All E.R. 881,

I Congreso del Partido [1981] 2 All E.R. 1064,

Kuwait Airways v. Iraqui Airways [1995] 3 All E.R. 694,

Holland v. Lampen Wolfe [2000] 3 W.L.R. 543,

Arthur J.S. Hall & Co. v. Simons [2000] 3 W.L.R. 543.

[*1202]

Αιτήσεις.

Αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα για παραχώρηση άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση διαταγμάτων Certiorari προς ακύρωση της απόφασης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομ. 5/3/99 στην αίτηση η οποία κατατέθηκε στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. 4961/95 την οποία κίνησε η ενάγουσα εταιρεία κατά της Δημοκρατίας της Σλοβακίας με την οποία δόθηκε περιορισμένη άδεια στην καθ’ ης η αίτηση εταιρεία για καταχώριση αίτησης Certiorari (Αίτ. Αρ. 23/99) και αίτηση για ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής στην πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας (Αίτ. Αρ. 38/00).

Κ. Βελάρης και Μ-Α. Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Αιτητή Γενικό Εισαγγελέα.

Ν. Παπαευσταθίου και Μ. Παπαδοπούλου, για την Καθ’ ης η αίτηση εταιρεία Unitica Enterprises Ltd.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι δύο αυτές αιτήσεις έχουν κοινό ιστορικό.  Πρέπει, απαραίτητα, να το έχουμε υπόψη. Θα θυμίσω όμως ότι αυτό εκτίθεται και αποτελεί μέρος της απόφασης μου ημερ. 5/3/99 στην αίτηση αρ. 15/99 του Γενικού Εισαγγελέα, όταν παραχώρησα άδεια για καταχώρηση αίτησης certiorari για δύο μόνο από τα θέματα που προβλήθηκαν. Η άδεια αφορά τη νομιμότητα, πρώτον, αίτησης της εταιρείας (καθής η αίτηση) ημερ. 24/4/97 για την έκδοση διατάγματος πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας.  Η αίτηση κατατέθηκε στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 4961/95, την οποία κίνησε η εταιρεία κατά της Σλοβακίας. Παρενθετικά, η αιτία της αγωγής ήταν η μεταξύ τους γραπτή συμφωνία αγοραπωλησίας κτήματος της Σλοβακίας, που βρίσκεται στην Κύπρο. Η Σλοβακία αρνήθηκε να το μεταβιβάσει για λόγο που επικαλέστηκε.  Η εταιρεία αντέδρασε καταχωρώντας την παραπάνω αγωγή και ζητώντας θεραπεία για παραβίαση της γραπτής συμφωνίας.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είχα εγκρίνει την προώθηση κανονικής αίτησης certiorari ήταν το διάταγμα πώλησης ημερ. 8/7/97, που εξασφάλισε η καθής η αίτηση, για την ικανοποίηση της απόφασης για αποζημιώσεις τόκους και έξοδα, που το παραπάνω δικαστήριο (υπό πλήρη σύνθεση) εξέδωσε υπέρ της καθής και εναντίον της [*1203]Σλοβακίας, στις 12/11/96. Ο άμεσος κίνδυνος εκποίησης της περιουσίας ώθησε προφανώς τον πρέσβη της χώρας αυτής να υποβάλει διαμαρτυρία στο Υπουργείο Εξωτερικών για την τροπή που πήρε το θέμα και να ζητήσει την παρέμβαση του. Ταυτόχρονα επέδωσε Ρηματική Διακοίνωση ημερ. 12/1/99. Η παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα εκδηλώθηκε με την υποβολή της παραπάνω αίτησης με αρ. 15/99, που καταχωρήθηκε στις 3/2/99. Ακολούθησε, ύστερα από την απόφαση μου, η αίτηση αρ. 23/99 του Γενικού Εισαγγελέα για ακύρωση της παραπάνω αίτησης πώλησης του ακινήτου και του διατάγματος πώλησης του.

Αυτή είναι η πρώτη χρονολογικά αίτηση που εκκρεμεί τώρα.  Υπάρχει και η μεταγενέστερη αίτηση με αρ. 38/00. Η έκταση της διαπλοκής τους θα φανεί αμέσως παρακάτω. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση μου, της 5/3/99, με την οποία, όπως έχω υπογραμμίσει, έδωσα περιορισμένη άδεια. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την ex parte αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.1) (2000) 1 Α.Α.Δ. 110, με ανέτρεψε. Θεώρησε σωστό να δώσει άδεια “και για τα θέματα που εγέρθηκαν με την αίτηση πρωτόδικα και απορρίφθηκαν”. Έτσι όρισα ενώπιον μου τη νέα αίτηση, που επίσης εκκρεμεί, με αρ. 38/00, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ολομέλειας.

Έχω μέχρι στιγμής εντοπίσει τα βασικά στοιχεία της κοινής ιστορικής βάσης των δύο υποθέσεων, και δυνατό να επεκταθώ μετά σε άλλα στοιχεία εφόσον χρειασθεί. Παρόλο που στην αρχική απόφαση έδωσα λεπτομέρειες και των άλλων “θεμάτων” θα αναφερθώ τροχάδην σ’ αυτά για χάρη της συνοχής της απόφασης αυτής. Να υποδείξω όμως πρώτα ότι αφορούν, με δυο λόγια, όλα τα διαβήματα της καθής από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης κατά της Σλοβακίας.  Επιζητείται με την 38/00 ακύρωση: (α) του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής “και/ή της έκδοσης και/ή σφράγισης του”· (β) του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με την αποξένωση της επίδικης περιουσίας· (γ) της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και προσωρινού διατάγματος· (δ) της επίδοσης της αίτησης εταιρείας στις 14/5/96 μαζί με την έκθεση απαίτησης· (ε) της απόφασης κατά της Σλοβακίας ημερ. 12/11/96 και (στ) της επίδοσης της αίτησης ημερ. 24/6/97.

Η απόφαση της Ολομέλειας, που εξέδωσε ο Αρτέμης Δ., αναφέρει πως ένα από τα βασικά παράπονα του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι η εταιρεία δεν εξασφάλισε, με βάση τη Δ.2 θ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, άδεια για καταχώρηση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Παρόλο που η απόφα[*1204]ση δέχεται πως επισήμανα το ζήτημα, προχωρεί να αναφέρει ότι τελικά δε με απασχόλησε. Λυπούμαι αλλά είμαι αναγκασμένος να δηλώσω πως αυτό δεν είναι σωστό. Και το αισθάνομαι σαν καθήκον μου να το εξηγήσω, αναφερόμενος εν ανάγκη και στο κείμενο της απόφασης μου. Το ζήτημα της επίδοσης, αλλά και όλων των άλλων διαδικαστικών διαβημάτων, για τα οποία δεν παραχώρησα άδεια, ήταν ομόσαρκα συνδεδεμένα με ένα τεκμήριο που είχα - και είναι και τώρα - ενώπιον μου: την απόφαση ημερ. 12/11/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατά της Σλοβακίας.  Από αυτό φαινόταν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, ότι η Σλοβακία εκπροσωπήθηκε από συγκεκριμένο δικηγόρο.  Ας σημειωθεί ότι σε δύο περιπτώσεις (28/5/96 και 24/9/96) πάλιν υπήρξε (από δύο διαφορετικούς δικηγόρους) εκπροσώπηση της Σλοβακίας.

Τον προβληματισμό μου τον συμμερίστηκα με την κα Σταυρινίδου, που διεκπεραίωσε τότε την υπόθεση  και ζήτησα τις απόψεις της.  Το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση της 5/3/99 καταγράφει την αντίδραση της και το χειρισμό που έτυχε το ζήτημα από εμένα:

“Απάντησε ότι την απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα, το οποίο διερευνήθηκε, αλλά ουδέποτε η Σλοβακία έδωσε οδηγίες στο συγκεκριμένο ή άλλο δικηγόρο να εμφανιστεί για λογαριασμό της. Πρέπει να παρατηρήσω εδώ ότι στην ένορκο δήλωση που κατατέθηκε για υποστήριξη της κρινόμενης αίτησης δεν έγινε αναφορά σε τέτοια έρευνα ούτε παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση.  Από το πιστό αντίγραφο της απόφασης, που ο αιτητής προσκόμισε (παράρτημα Ε) προκύπτει ότι παρέστη δικηγόρος κατά την έκδοση της απόφασης. Δεν μπορώ να παραγνωρίσω το στοιχείο αυτό. Ούτε είναι επιτρεπτό να βασισθώ στην παραπάνω προφορική δήλωση που έγινε ύστερα από δικό μου ερώτημα ή να προβώ σε εικασίες περί του περιεχομένου του επισήμου κειμένου της απόφασης.”

Η εμφάνιση κράτους σε δικαστική διαδικασία εναντίον του έχει επιπτώσεις στα οποιαδήποτε δικαιώματα ή προνόμια του σε ασυλία που έχουν αναγνωρισθεί εθιμικά από το Διεθνές Δίκαιο ή τις Διεθνείς Συμβάσεις. Επιλαμβανόμενος ρητά (όπως φαίνεται από την υπογράμμιση μου) του θέματος των επιδόσεων αναφέρω:

“Κατά το άρθρ. 16 του νόμου 6/76 κράτος που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία θεωρείται ότι παραιτείται από κάθε ένσταση που σχετίζεται με τον τρόπο της επίδοσης. Υποδηλώνει επίσης σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο. Για το λόγο αυτό και έχοντας υπόψη τη φύση της συναλλαγής, ότι δε φαίνεται η σύναψη [*1205]της συμφωνίας να είναι πράξη κυριαρχικού χαρακτήρα, δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για παραχώρηση άδειας. Αυτό ισχύει για όλα τα διαβήματα από την κατάθεση του κλητηρίου μέχρι την έκδοση του τεκμηρίου της απόφασης (παράρτημα Ε). Η αίτηση σε σχέση με αυτά απορρίπτεται.”

Για την τοποθέτηση μου σχετικά με την ανάπλαση ή διόρθωση δικαστικής απόφασης ή πρακτικού και ότι δεν ήταν υπό τις συνθήκες δικό μου έργο είχα υπόψη τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Αδελφοί Αναστασίου Λτδ. ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280). Η Ολομέλεια, εν πάση περιπτώσει, αφού αναψηλάφισε τα στοιχεία, συμπέρανε ότι “είναι προφανές ..................ότι δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της Δημοκρατίας της Σλοβακίας”.

Έχω αναφέρει τα ανωτέρω χάριν της τάξης μόνο. Και τίποτα άλλο. Η απόφαση της Ολομέλειας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη άποψη, είναι απόλυτα δεσμευτική.

Προτεραιότητα έχει το θέμα της νομιμοποίησης του Γενικού Εισαγγελέα να ενεργήσει αυτοδικαίως σε περίπτωση όπως την παρούσα. Το έχει εγείρει ο δικηγόρος της εταιρείας. Η θέση του ουσιαστικά είναι ότι δεν έχει τέτοια εξουσία ούτε locus standi στην υπόθεση. Δεν συγκαταλέγεται στις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, που απαριθμεί το άρθρ. 113 (και 114) του Συντάγματος. Στην Αγγλία, που αναγνωρίζεται στο Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα παρέμβασης με προνομιακό διάταγμα για τη διαφύλαξη των διεθνών σχέσεων του κράτους, υπάρχει σχετική κανονιστική ρύθμιση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αποτείνεται απευθείας προς το Δικαστήριο για διάταγμα, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία για εξασφάλιση άδειας.

Ο κ. Παπαευσταθίου είχε υπόψη του ότι ο Γενικός Εισαγγελέας απευθύνθηκε πρώτα στο Δικαστήριο για άδεια και άφού άκουσε και σ’ αυτό το θέμα τη δικηγόρο της Δημοκρατίας, που εμφανίστηκε εκ μέρους του, αποφάσισε ότι είχε νομιμοποιητικό λόγο πρόσβασης στο δικαστήριο. Έκρινα συγκεκριμένα ότι:

“.... αναγνωρίζεται στο Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα παρέμβασης με certiorari τουλάχιστον σε θέματα περιφρούρησης των διεθνών σχέσεων του κράτους, που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών και υποθέσεων και που δικαιολογούν ανάληψη πρωτοβουλίας, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου.”

[*1206]Περαιτέρω εξήγησα ότι οι κανονισμοί απλώς εξαιρούσαν το Γενικό Εισαγγελέα της υποχρέωσης να προσφύγει πρώτα σε διαδικασία άδειας. Την απόφαση μου στήριξα σε δύο αγγλικές αποφάσεις: R. v Amendt [1915] 2 KB 276 και Adams v. Adams (Attorney General Intervening) [1970] 3 All E.R. 572, 576. Την ακολούθησαν δύο πρωτόδικες κυπριακές αποφάσεις, απ’ ότι η έρευνα μου έφερε σε φως: Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 97 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 802.

Επανεξετάζοντας τώρα το ζήτημα, θα μπορούσα να παραπέμψω στην Halsbury’s Laws of England, τόμος 8, 4η έκδοση, παράγραφ. 1276, σελ. 791, όπου προσδιορίζεται, με βάση την Adams, με επιγραμματική διατύπωση η φύση και το εύρος του δικαιώματος:

“Τhe Attorney General has a right of intervention at the invitation or with the permission of the court in a private suit whenever it may affect the prerogatives of the Crown, including its relations with foreign states, or raises any question of public policy on which the executive may have a view which it may desire to bring to the notice of the court.”

Θα πρόσθετα ότι τα άρθρα 113 και 114 δεν αναφέρουν εξαντλητικά τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, όπως ήταν στην ουσία της η εισήγηση. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι του ανατίθενται και άλλες αρμοδιότητες με βάση άλλες συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις. Στην πραγματεία του “Ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέως εν Κύπρω” (1974) ο Λ. Λουκαϊδης παρατηρεί στη σελ. 61:

“(ΙΙΙ) Διάφοροι άλλαι ειδικαί αρμοδιότητες δυνάμει του Συντάγματος ή των νόμων

Πλην των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέως ως νομικού συμβούλου του Κράτους και της γενικής εξουσίας αυτού εν σχέσει με τας ποινικάς διώξεις, αι λοιπαί λειτουργίαι του Γενικού Εισαγγελέως συνίστανται εις διαφόρους αρμοδιότητας ειδικώς προβλεπομένας υπό του Συντάγματος και των Νόμων και στενώς συνυφασμένας με την Συνταγματικήν θέσιν αυτού εν τη Πολιτεία, ως νομικού συμβούλου του Κράτους και ως δημοσίου κατηγόρου, ως και με την εκ παραδόσεως ιδιότητα αυτού ως προϊσταμένου του Δικηγορικού Σώματος (head of the Bar) και ως προστάτου του δημοσίου συμφέροντος εν γένει.”

Δεν παραγνωρίζω ότι στην Αγγλία το αξίωμα είναι πολιτικό και [*1207]πρόσκαιρο, ενώ στην Κύπρο ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μόνιμος και ανεξάρτητος αξιωματούχος του κράτους.  Ωστόσο πρέπει να υπογραμμισθεί, με περισσή έμφαση, η ταυτότητα του αξιώματος, καθαρά αγγλοσαξωνικής προέλευσης, με βαθειές ρίζες στο δικό μας νομικό σύστημα.  Και εννοούμε την σύμπτωση που υφίσταται αναφορικά με τις καίριες αρμοδιότητες του αξιώματος.

Ο κ. Παπαευσταθίου ήταν επίσης ενήμερος ότι η ίδια η Ολομέλεια έθιξε το θέμα και στο σημείο αυτό επικύρωσε την απόφαση μου:

“Πρωτόδικα το Δικαστήριο, αφού εξέτασε το θέμα, έκρινε ότι υπήρχε δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να παρέμβει και να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση. Κατ’ έφεση, ζητήσαμε από τον κ. Βελάρη, που εμφανίστηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, να αναφερθεί στο δικαίωμα αυτό και από όσα έχουν τεθεί και λεχθεί ενώπιον μας κρίνουμε ότι τέτοιο δικαίωμα ορθά απεφασίσθη ότι είχε ο Γενικός Εισαγγελέας. Είναι προφανές ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε κατ’ εντολή της Κυπριακής Κυβέρνησης, το δε δικαίωμα του να επέμβει δικαιολογείται με βάση τις αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο (δέστε R. v. Amendt [1915] 2 K.B. 276, κ.α.). Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην Adams v. Adams (Attorney-General Intervening) [1970] 3 All E.R. 572, όπου στη σελ. 576 .......................”

Υπογραμμίστηκε ωστόσο ότι ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα δεν είχε αμφισβητηθεί και δεν υπήρξε πλήρης συζήτηση. Από τη στιγμή όμως που η Ολομέλεια επιλήφθηκε και αποφάσισε το ζήτημα και άλλη άποψη να είχα, που, ομολογουμένως, δεν έχω, δεν μπορώ να αποφασίσω διαφορετικά.

Η καθ’ ης η αίτηση έθεσε πρώτα θέμα καθυστέρησης του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά, και ανεξάρτητα, της ίδιας της χώρας, να αποταθούν έγκαιρα για θεραπεία με προνομιακό διάταγμα. Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μπορεί, αφευατής, όπως επανειλημμένα νομολογήθηκε, να αποτελέσει ικανοποιητικό λόγο απόρριψης ενός τέτοιου αιτήματος. Ο αιτητής απαντά ότι προχώρησε το ταχύτερο δυνατό μετά τη ρηματική διακοίνωση της 12/1/99. Η ανταπάντηση είναι ότι αυτός είχε γνώση της υπόθεσης τουλάχιστο από το Νοέμβριο του 1995, όταν δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας έδωσε, εκ μέρους του αιτητή, συμβουλή, κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου των  Εξωτερικών ότι:

[*1208]“μπορεί να γίνει η επίδοση στην Πρεσβεία της Σλοβακίας ο δε υπεύθυνος της Πρεσβείας όφειλε να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα.” (βλ. σχετική επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 24/11/95).

Μολαταύτα, συνεχίζει η ίδια εισήγηση, ο αιτητής αδράνησε για χρόνια.  Το ίδιο συνέβη και με τη Δημοκρατία της Σλοβακίας.  Μολονότι γνώριζε για την εκκρεμούσα εναντίον της αγωγή και τα διάφορα διαβήματα που λήφθηκαν σ’ αυτή, δεν θεώρησε σωστό να προβεί η ίδια σε οποιαδήποτε ενέργεια ή παράπονο είτε στο Δικαστήριο είτε προς την Κυπριακή Δημοκρατία.  Της αποδίδεται γνώση τουλάχιστο από τότε που εμφανίστηκε δικηγόρος στην αγωγή και ζήτησε αναβολή (βλ. πρακτικά δικαστηρίου ημερ. 28/5/96 και 24/9/96), εν αναμονή οδηγιών από την Πρεσβεία της Σλοβακίας, που τελικά δεν δόθηκαν.

Ο αντίλογος επί του σημείου αυτού στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα: (1) ότι η ενέργεια της Δημοκρατίας πρέπει να διαχωρισθεί από την οποιαδήποτε στάση της άλλης χώρας. Οι δύο δεν ταυτίζονται. Ο χρόνος μετρά από τότε που η χώρα αυτή υπέβαλε παράπονο και διαπιστώθηκε ότι θιγόταν το δημόσιο συμφέρον. Με τέτοιο κριτήριο δεν ευσταθεί η προσαπτόμενη πλημμέλεια για καθυστέρηση· (2) ότι η Σλοβακία αρνήθηκε να παραλάβει οποιοδήποτε από τα δικαστικά έγγραφα που της “επιδόθηκε” και επομένως δεν γεννάται γιαυτήν ζήτημα αργοπορημένης ενέργειας. Ας διευκρινιστεί εδώ ότι η καθής η αίτηση δεν αμφισβητεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αποτάθηκε στο Δικαστήριο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα σε σχέση με την ημερομηνία υποβολής της ρηματικής διακοίνωσης.

Εν πάση περιπτώσει είναι η θέση του αιτητή ότι, επειδή η βάση της αίτησης είναι η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, και να υπήρχε καθυστέρηση δεν μπορεί να προβάλλεται για “συγκάλυψη ενός άκυρου και νομικά ανύπαρκτου μέτρου, διαβήματος ή διαδικασίας”. Εξάλλου, με τη χορήγηση άδειας για καταχώριση της αίτησης αυτής, το θέμα έχει κριθεί οριστικά υπέρ του αιτητή.  Κατά τη γνώμη μου δεν εξυπακούεται κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει προς τούτο νομολογιακό προηγούμενο.  Η έγκριση της αίτησης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δημιουργείται νομικό κώλυμα για να συζητηθεί μετά. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι ιδιάζουσες περιστάσεις της υπόθεσης.

Θα ήταν πιο βολικό να επιληφθώ εδώ ενός παρεμφερούς θέματος, που έχει σχέση με τη συμπεριφορά του Γενικού Εισαγγελέα.  Υποστηρίχθηκε από την καθής η αίτηση ότι η προγενέστερη συμ[*1209]βουλή του δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο κώλυμα για τη σημερινή αντίθετη τοποθέτηση του Γενικού Εισαγγελέα. Αντιτάχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η γνώμη που περιέχει η επιστολή εκείνη είναι λανθασμένη. Αντιστρατεύεται τη νομική της βάση στην πρώτη παράγραφο της γνωμάτευσης, δηλαδή, το άρθρ. 2 του περί της Συμβάσεως περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικού) Νόμου του 1982 (αρ. 40/82). Με το νόμο αυτό κυρώθηκε η λεγόμενη Σύμβαση της Χάγης, που ονομάζεται έτσι από τον τόπο που καταρτίστηκε στις 15/11/65. Η γνωμάτευση δόθηκε υπό άλλες συνθήκες και δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης της εφόσον είναι “έκδηλα λανθασμένη”.

Είναι η γνώμη μου ότι δε δημιουργείται στην προκείμενη περίπτωση αυτοδέσμευση εφόσον διαπιστώνεται μεταγενέστερα υπό διαφορετικές συνθήκες ότι τέτοια γνώμη δεν είναι υποστηρίξιμη.  Κατά μείζονα λόγο δε δημιουργεί κώλυμα υπό τη νομική έννοια της λέξης. Αν μη τι άλλο δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις, όπως τις καθόρισε η νομολογία.  Η επικράτηση τέτοιου κανόνα θα ήταν, πιστεύω, εμπόδιο στη ροή της δικαιοσύνης. Και θα αντιστρατευόταν, πρόσθετα, ένα από τα ιδανικά της δικαιοσύνης, την εξεύρεση της αλήθειας. Εξάλλου και το ίδιο το Δικαστήριο, σύμφωνα με εμπεδωμένη σχετική αρχή που έθεσε, δεν ακολουθεί προγενέστερη λανθασμένη απόφαση του (βλ. Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338 και Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315).

Η κεντρική εισήγηση του αιτητή αφορά δικονομικές πλημμέλειες. Κατά την άποψη του έχουν παραβιασθεί διατάξεις διεθνών συνθηκών, που έχουν ενταχθεί με κυρωτικό νόμο στο εθνικό μας δίκαιο. Καθώς επίσης και δικονομικά εχέγγυα προβλεπόμενα από την εσωτερική δικονομική τάξη. Οι παραβιάσεις είναι τέτοιας μορφής, που επιφέρουν είτε παραμερισμό της επίδοσης, όπως έγινε (λεπτομέρειες παρέχονται στην πρώτη μου απόφαση), είτε ακυρότητα του ίδιου του κλητηρίου. Θα συνοψίσω τώρα τα επιχειρήματα αυτά - και στη συνέχεια πώς αντικρούστηκαν από την άλλη πλευρά - ελπίζοντας πως θα μεταδώσω πιστά το πραγματικό τους νόημα.

Αμφισβητείται πρώτα η νομιμότητα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής και κάθε άλλου δικαστικού εγγράφου που ακολούθησε.  Έγινε αναφορά συλλήβδην στα άρθα 8, 9, 11, 14, 15 και 16 του ν. 40/82 (Σύμβαση της Χάγης).  Παρατηρώ ότι σε γενικές γραμμές ο νόμος αυτός καθορίζει τις συγκεκριμένες μεθόδους με βάση τις οποίες επιτυγχάνεται νόμιμη επίδοση δικαστικών εγ[*1210]γράφων σε συμβαλλόμενο κράτος. Προηγείται παράκληση για την επίδοση στην αλλοδαπή σύμφωνα με τον τύπο που παρέχει (το Παράρτημα της Συμβασης), που συνοδεύεται από περίληψη τού προς επίδοση εγγράφου. Τις παρακλήσεις αυτές δέχεται, σύμφωνα με το άρθρ. 2, η Κεντρική Αρχή που συστήνει το κάθε συμβαλλόμενο κράτος, η οποία και διενεργεί την επίδοση κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρ. 3 και 6 της Σύμβασης.

Παραταύτα, δεν φαίνεται να έχει προβλεφθεί ιδιαίτερη διαδικασία για επίδοση στο ίδιο το συμβαλλόμενο κράτος ή να καλύπτεται ρητά η επίδοση σε υπόθεση που αυτό εμπλέκεται. Οπωσδήποτε όμως, όπως έχει λεχθεί, από καμιά νομοθετική ή άλλη διάταξη εξουσιοδοτείται ή νομιμοποιείται η επίδοση σε πρεσβεία.  Όταν μάλιστα δεν έχει ληφθεί η συγκατάθεση του αρχηγού της διπλωματικής αποστολής της Σλοβακίας στη Λευκωσία για την είσοδο του επιδότη στην πρεσβεία για σκοπούς επίδοσης δικαστικών εγγράφων. Η ενέργεια αυτή, σύμφωνα με την εισήγηση, παραβιάζει το άρθρ. 22 του περί της Συμβάσεως της Βιέννης του 1961 περί Διπλωματικών Σχέσεων (Κυρωτικού) Νόμου του 1968 (αρ. 40/68), που καθιστά τους χώρους της αποστολής απαραβίαστους.

Το μέρος αυτό της εισήγησης υποστηρίχθηκε με αναφορά στη γερμανική αυθεντία Garden Contamination Case, I.L.R. Vol. 80, σελ. 367, 370. Είχε εναχθεί από Γερμανό πολίτη η πρώην Σοβιετική Ένωση για αποζημιώσεις σε σχέση με ζημία που υπέστη, από ραδιενεργό υλικό κατά τους ισχυρισμούς του, συνεπεία του γνωστού ατυχήματος του πυρηνικού αντιδραστήρα του Τσιέρνοπιλ. Η άλλη παραπομπή, για το ίδιο σημείο, προέρχεται από έκθεση Διεθνούς Επιτροπής, που ιδρύθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.  Φαίνεται να έχει ως κύριο έργο της τη διαμόρφωση κοινών κανόνων του διεθνούς δικαίου με απώτερο στόχο την υπογραφή διεθνών συμβάσεων. Στο Μέρος V με τίτλο “Ποικίλες Διατάξεις” προβλέπεται ότι η επίδοση αγωγής ή άλλου εγγράφου εναντίον κράτους θα πραγματοποιείται σύμφωνα με οποιαδήποτε δεσμευτική για το κράτος Σύμβαση ή αν δεν υφίσταται τέτοια Σύμβαση:

“(i) by transmission through diplomatic channels to the Ministry of Foreign Affairs of the State concerned;”

Το τρίτο σημείο της τοποθέτησης του αιτητή αφορά τη διαδικασία και τα διαβήματα εκτέλεσης της απόφασης.  Η εισήγηση είναι ότι δεν επιτρέπεται, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος εγκαταλείψει ρητά τη σχετική ασυλία που έχει. [*1211]Έγινε αναφορά στον Oppenheim’s International Law, Vol. 1, 9η έκδοση, σελ. 350-351:

“Even where a foreign state is properly subject to the jurisdiction of the local courts, execution of any judgment against the state may not as a rule be levied against its property, unless it has separately waived its immunity from execution; the waiver must usually be express, but in some circumstances.....”

Σημειώνω ότι στην υπόθεση Duff Development Co. v. Kelantan Government [1924] A.C. 797, η Βουλή των Λόρδων άφησε ανοικτό το θέμα της εκτέλεσης απόφασης ακόμη και στην περίπτωση που αυτό εθελούσια αποδέχεται τη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλης χώρας.

Την παραπάνω αρχή ενσωματώνει το άρθρ. 23 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που κυρώθηκε με τον ομότιτλο νόμο του 1976 (αρ. 6/76). Αντιπαρατέθηκε ωστόσο ότι η Σλοβακία δεν έχει προσυπογράψει τη Σύμβαση. Ο κ. Βελάρης το δέχεται, αλλά αντιπαρατηρεί ότι οι πρόνοιες της συμπίπτουν με τις γενικές αρχές του “διεθνούς κοινοδικαίου”, το οποίο εφαρμόζεται στη Σλοβακία.

Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι κατά το άρθρ. 169(3) του Συντάγματος οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωση τους με νόμο και τη δημοσίευση τους, αποτελoύν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη διάταξη ημεδαπού νόμου. Κατά την ίδια συνταγματική διάταξη, η αμοιβαιότητα τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της σύμβασης.

Ένα τελευταίο επιχείρημα είναι ότι, ανεξάρτητα από την προηγούμενη επιχειρηματολογία, έπρεπε να είχε ληφθεί άδεια του δικαστηρίου για την σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, αφού η Σλοβακία δεν είναι δυνατό να είχε κατοικία της τη διεύθυνση στη Λευκωσία, που καταγράφει το κλητήριο, αλλά έπρεπε να της επιδιδόταν στο εξωτερικό. Επικαλείται για το σκοπό αυτό τη Δ.2 Θ. 2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού που επιτακτικά θέτει ως προϋπόθεση για επίδοση στο εξωτερικό τη σφράγιση του κλητηρίου. Ορίζει ότι:

“No writ of summons for service out of Cyprus, or of which notice is to be given out of Cyprus, shall be sealed without the leave of the Court or a Judge.”

[*1212]Υποβλήθηκε σε σχέση με το θέμα αυτό ότι η παράλειψη λήψης άδειας για επίδοση καθιστά επίσης ανυπόστατο οτιδήποτε επακολούθησε.  Και ότι η παρατυπία δεν είναι θεραπεύσιμη με βάση τις νέες διατάξεις της Δ.64, όπως εισηγείται ο κ. Παπαευσταθίου, σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει βάσιμη την εισήγηση. Η βασιμότητα του κύριου επιχειρήματος θα εξαρτηθεί λογικά, όπως το βλέπω, από την εγκυρότητα της επίδοσης εντός της δικαιοδοσίας.

Έχω ήδη μερικώς αναφερθεί στα αντίπαλα επιχειρήματα όταν εξέθετα την υπόθεση του αιτητή. Θα δώσω τώρα, σε αδρές γραμμές, ό,τι υπολείπεται για να συμπληρωθεί το φάσμα της επιχειρηματολογίας της καθής η αίτηση.

Με βάση την υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, ο κ. Παπαευσταθίου υπέβαλε ότι δεν συντρέχουν στην περίπτωση αυτή οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν το Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.  Η Δημοκρατία της Σλοβακίας είχε εναλλακτικά ένδικα μέσα στη διάθεση της, που θα καθιστούσαν αχρείαστη την προσφυγή στις διαδικασίες για προνομιακό διάταγμα. Υπογραμμίστηκε ξανά το θέμα της γνώσης εξαιτίας της εμφάνισης δικηγόρου υπό τις συνθήκες που έχω, ενωρίτερα, περιγράψει.  Και ότι θα μπορούσε από την αρχή ή σε κάθε διαδικαστικό βήμα μέχρι την έκδοση του διατάγματος πώλησης να εμπλακεί και να προτάξει ζήτημα ασυλίας ή οτιδήποτε άλλο. Δε θα πρέπει, λόγω των παραλείψεων της Σλοβακίας, να δοθεί τώρα άλλη ευκαιρία. Τα ίδια θα μπορούσαν να λεχθούν και για το Γενικό Εισαγγελέα λόγω της ανάμιξης του κάτω από τις περιστάσεις που εξιστόρησα προηγουμένως.

Στη συνέχεια ο συνήγορος της εταιρείας κάλεσε το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία, κατά πόσον υφίσταται όντως θέμα κρατικής ασυλίας. Και τούτο διότι, άνκαι ο αιτητής συμφωνεί πως δεν εφαρμόζεται ο νόμος 6/76, εντούτοις, στην προηγούμενη διαδικαστική φάση της υπόθεσης, είχε επικαλεθσεί τις πρόνοιες του άρθρ. 23, που σχετίζονται με την εκτέλεση, για να επιτύχει χορήγηση της άδειας. Επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, συγγράμματα του διεθνούς δημοσίου δικαίου και τις θεμελιακές στο θέμα αποφάσεις Trentex Trading Corporation Ltd. v. Central Bank of Nigeria [1977] 1 All E.R. 881 και l Congreso del Partido [1981] 2 All E.R. 1064, επιχειρηματολόγησε ότι εδώ έχουμε μια καθαρά εμπορικής φύσεως πράξη, η οποία δεν προστατεύεται ούτε απολαμβάνει ασυλίας, όπως συμβαίνει με κυριαρχικές πράξεις (jure imperii) του κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, κατά την ίδια εισήγηση, ό,τι προηγήθηκε καλώς έγινε. Παρατηρώ ότι η σχετική απολυτότητα της αρχής της κρατικής [*1213]ασυλίας έχει αμβλυνθεί τα τελευταία χρόνια τόσο σε επίπεδο νομολογίας (οι παραπάνω αγγλικές αποφάσεις αποτελούν παραδείγματα) όσο και σε επίπεδο διεθνών συνθηκών.  Κερδίζει συνεχώς έδαφος η λεγόμενη περιοριστική προσέγγιση σε θέματα κρατικής ασυλίας.

Αναφορικά με το επίμαχο θέμα της επίδοσης προτάθηκε βασικά ότι το άρθρ. 3 του ν. 40/68 καθιστά διπλωματική αποστολή κράτους στη χώρα που είναι διαπιστευμένη αντιπρόσωπο του κράτους εκείνου. Επομένως το διαπιστεύον κράτος (στην περίπτωση μας η Δημοκρατία της Σλοβακίας) έχει εδώ παρουσία με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η επίδοση σε πρεσβεία.  Είναι κατά συνέπεια αχρείαστη η προγενέστερη λήψη άδειας για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου, αφού δεν πρόκειται για περίπτωση που αφορά επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, κατά την ίδια άποψη, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η επίδοση στη Λευκωσία πραγματοποιήθηκε και μετά από τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα.

Ελέχθη ακόμη σχετικά με το ίδιο θέμα ότι, όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις, επιτράπηκε η είσοδος του δικαστικού επιδότη στην πρεσβεία σε όλες τις περιπτώσεις.  Δεν έχουν έτσι ακριβώς τα πράγματα.  Οι συνθήκες αναφέρονται στην πρώτη απόφαση μου.  Ο επιδότης άφησε τα έγγραφα στην πρεσβεία παρόλο που ο πρέσβης αρνήθηκε να τα παραλάβει.

Ένα διαζευκτικό, όπως χαρακτηρίστηκε, επιχείρημα είναι ότι και παρατυπία να υπήρξε έχει θεραπευθεί με βάση τις διατάξεις της νέας Δ.64 (που κατήργησε τη διάκριση μεταξύ παρατυπίας και ακυρότητας) για μη συμμόρφωση με τους δικονομικούς θεσμούς, αφού η Δημοκρατία της Σλοβακίας είχε γνώση της εναντίον της διαδικασίας. Έγινε παραπομπή στην Annual Practice (1997) σελ. 9-11. Για την άλλη Συνθήκη, της Χάγης, η απάντηση του δικηγόρου της εταιρείας είναι ότι ισχύει μόνο για φυσικά πρόσωπα ή οργανισμούς, ενώ για επίδοση στα ίδια τα κράτη διατηρείται ο τρόπος επίδοσης που προβλέπουν οι δικές τους νομοθεσίες.

Τα διάφορα θέματα συνάπτονται σε σημείο που να είναι βολική η συνεξέταση τους. Το τελευταίο που έθιξε ο δικηγόρος της καθής, που αφορά την εφαρμογή της Δ.64, έχει, εκ των πραγμάτων, την προτεραιότητα. Σημειώνω παρακάτω δύο περικοπές από την Annual Practice (1997), που τόνισε ιδιαίτερα. Η πρώτη (σελ. 9-10):

“The failure to obtain leave to serve out of the jurisdiction was an irregularity which could be cured by the exercise of the court’s [*1214]discretion under O.2, r. 1.”

Eπισημαίνω ωστόσο ότι μετά την υπογράμμιση του συνήγορου ακολουθεί η εξής σημαντική επεξήγηση:

“Τh plaintiff should not be allowed to enter through the “back door” of O.2, r.1, where he could not properly enter through the “front door” of O.6, r. 8 (Leal v. Dunlop Bio-Processes International Ltd [1984] 1 W.L.R. 874; [1984] 2 All Ε.R. 207, C.A.).  See too Singh (Joginder) v. Duport Harper Foundries Ltd [1994] 1 W.L.R. 769, C.A.; [1994] 2 All E.R. 889, C.A.”

Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να παρακαμφθεί ζωτική δικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αυτό θα σήμαινε εξουδετέρωση ενός βασικού δικαιοδοτικού κανόνα που μάλιστα αφορά τη διεθνή πτυχή της δικαιοδοσίας του εθνικού δικαστηρίου.

Η άλλη περικοπή στην οποία δόθηκε έμφαση είναι επίσης στη σελ. 10. Αναφέρεται ότι από την επισκόπηση της νομολογίας στο σύνολο της προκύπτει ότι η Δ.2, θ. 1 [(η αντίστοιχη (περίπου) αγγλική διάταξη της Δ.64)] πρέπει να εφαρμόζεται με φιλελεύθερο πνεύμα.  Και τούτο .........in order, so far as is reasonable and proper, to prevent injustice being caused to one party by mindless adherence to technicalities in the rules of procedure.  Δεν μπορώ να φαντασθώ ότι το θέμα δικαιοδοσίας που υπάρχει στην υπόθεση μπορεί να αποκληθεί “technicality” μέσα στην έννοια της περικοπής αυτής.  Αναφορικά δε με τη διόρθωση, αν είναι εφικτή, δεν υποβλήθηκε σχετικό και έγκαιρο αίτημα για να συζητηθεί στην έκταση που του αρμόζει.

Συμπληρώνω το θέμα με την εξής παρατήρηση, που θεωρώ σημαντική. Αν στην προκείμενη περίπτωση βρεθεί ότι εφαρμόζεται η Σύμβαση της Χάγης τότε το παραπάνω επιχείρημα της εταιρείας δεν έχει καμιά πρακτική αξία. Όπως εξήγησα προηγουμένως, η Σύμβαση, κατά το 169 του Συντάγματος, υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου ή κανονισμού. Η παραπάνω θεώρηση περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος στο πλαίσιο της Δ.64.

Παρόλο που στην υπόθεση υφέρπει θέμα δικαιοδοσίας, που έχει ως επίκεντρο τη δοσοληψία αντικείμενο της αγωγής και ασφαλώς την ιδιότητα των διαδίκων μερών, δε θεωρώ ότι μπορεί να κριθεί τώρα από το Δικαστήριο αυτό, όπως ζήτησε ο κ. Παπαευσταθίου.  Η ουσία δεν είναι του παρόντος. Του παρόντος είναι τα θέματα που έχω προδιαγράψει. Η αναφορά είτε σ’ αυτή είτε την προηγούμενη [*1215]απόφαση σε θέμα ετεροδικίας γίνεται για να καταστούν κατανοητά τα αιτήματα του Γενικού Εισαγγελέα στην κρινόμενη αίτηση για certiorari. Η μνημόνευση του άρθρ. 23 του ν. 6/76 από τον αιτητή, αναφορικά με την ασυλία κράτους σε σχέση με διαδικασία εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, δεν εμποδίζει την έκδοση προνομιακού διατάγματος αν φυσικά η ενέργεια αυτή κριθεί δικαιολογημένη.

Το άρθρ. 3. 1(α) του ν. 40/68 της Σύμβασης της Βιέννης, που επικαλέστηκε η εταιρεία, ορίζει ότι:

“Αι λειτουργίαι της διπλωματικής αποστολής συνίστανται, μεταξύ άλλων, εις  - 

(α)  αντιπροσώπευσιν του διαπιστεύοντος Κράτους παρά τω Κράτει παρ’ ώ η διαπίστευσις.

...............................................”

Το θέμα δε συζητήθηκε σε βάθος. Τα εκατέρωθεν επιχειρήματα παρέμειναν σε επίπεδο ισχυρισμών. Μία από τις αποδεκτές μεθόδους ερμηνείας των συνθηκών, όπως και των ιδιωτικών συμφωνιών, είναι η ανεύρεση της κοινής βούλησης του νομοθέτη (των συμβαλλομένων μερών στην άλλη περίπτωση). Για τους κανόνες ερμηνείας των συνθηκών βλέπε “Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο” Κ. Ιωάννου (σελ. 180 και επέκεινα). Δεν προκύπτει από τις διατάξεις αυτές ή ευρύτερα πρόθεση για ρύθμιση θεμάτων όπως η επίδοση δικαστικών εγγράφων σε κράτος.  Αλλού στόχευε η Συνθήκη, όπως επιμαρτυρεί και ο τίτλος της.

Η άποψη μου ενισχύεται από ό,τι έχει λεχθεί στη γερμανική απόφαση Garden Contamination, ανωτέρω, στη σελ. 370, για ακριβώς το ίδιο θέμα (αφορά την ερμηνεία του ίδιου άρθρ. 3(1) της Συνθήκης):

“The full authorization of the defendant’s Ambassador in the Federal Republic, as addressee for service of the writ, does not arise (as the plaintiff claims) out of Article 3(1) or any other provisions of the Vienna Convention on Diplomatic Relations of 18 April 1961 (............). The Ambassador’s role as representative of the Government in office, which is regulated for international law purposes by the convention, is completely separate from representation for the purpose of the service of writs, which is regulated elsewhere.”

[*1216]O ν. 6/76 προβλέπει για αριθμό δικονομικών θεμάτων μεταξύ των οποίων και την επίδοση δικαστικής διαδικασίας σε κράτος.  Το άρθρ. 16(2) ειδικά ορίζει η αρμόδια αρχή του κράτους του forum οφείλει να διαβιβάσει τα έγγραφα της αγωγής ή την ερήμην απόφαση κράτους μέσω της διπλωματικής οδού στο Υπουργείο Εξωτερικών του εναγόμενου κράτους. Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η Δημοκρατία της Σλοβακίας δεν προσυπέγραψε τη συνθήκη.  Μας παρέχει όμως μια σαφή ένδειξη ότι δεν μπορεί να είναι νόμιμη η μέθοδος επίδοσης που έχει επιλεγεί στην παρούσα υπόθεση.  Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό και την έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών για τις εργασίες της 43ης Συνόδου της το 1991. Για τη σύσταση και το νομοπαρασκευαστικό ρόλο της Επιτροπής στη διαμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου: βλ. “Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο”, ανωτέρω σελ. 74.

Παραπέμπω τέλος - επί του ιδίου θέματος - στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην Kuwait Airways v. Iraqui Airways [1995] 3 All E.R. 694, όπου στη σελ. 696 διαπιστώνεται ότι:

“Service on a diplomatic mission was not service on the state of that mission for the purposes of sec. 12(1) of the 1978 Act.”

Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος State Immunity Act 1978 περιέχει όμοιες πρόνοιες με τη Συνθήκη, η οποία μεταμοσχεύθηκε στην Κύπρο με το νόμο 6/76. Ο νόμος αυτός, όπως αναφέρει ο Ian Brownlie “Principles of Public International Law” 5η έκδοση, ψηφίστηκε από το Βρετανικό Κοινοβούλιο για να θέσει σε εφαρμογή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το θέμα της κρατικής ασυλίας. Γενικά για θέματα κρατικής ασυλίας παραπέμπω στην πιο πρόσφατη αγγλική απόφαση Holland v. Lampen Wolfe [2000] 3 W.L.R. 543.

Eπισημαίνω δύο πράγματα από την υπόθεση Garden Contamination, ανωτέρω: ότι πρόκειται για τη Σύμβαση της Χάγης του 1954 (που ήταν φαίνεται ο προπομπός της ισχύουσας) και ότι υπήρξε προσχώρηση και από τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες. Η σημασία της ωστόσο έγκειται στο ότι η επίδοση στην Πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης στη Γερμανία ήταν νομικά απαράδεκτη.  Όπως επί λέξει αναφέρει η απόφαση:

“Direct transmission to the defendant through its Ambassador in the FRG as a representative organ was inadmissible.”

H αίτηση για σφράγιση και επίδοση θα έδινε την ευκαιρία να εξετασθεί το θέμα κατά πόσον το ημεδαπό δικαστήριο είχε διεθνή [*1217]δικαιοδοσία, αλλά το διάβημα δεν έγινε. Αυτός εξάλλου είναι ο σκοπός των σχετικών διατάξεων. Κρίνω, υιοθετώντας το γερμανικό προηγούμενο και έχοντας κατά νουν τις πρόνοιες του ν. 40/82 και τις συνθήκες υπό τις οποίες αφέθηκε το κλητήριο, όπως και τα άλλα έγγραφα μετέπειτα, ότι η επίδοση του κλητηρίου και των άλλων δικαστικών εγγράφων στην πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας δεν είναι έγκυρη. Με αποτέλεσμα οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα βασίστηκε σ’ αυτή να είναι ανυπόστατο. Η μέθοδος αυτή επίδοσης δε βρίσκει έρεισμα στη Σύμβαση της Χάγης, που ισχύει και στις δύο χώρες. Ούτε σε οποιοδήποτε άλλο νόμο ή κανονισμό. Το δικαστήριο ασφαλώς σε μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να προτρέξει και να εκφράσει άποψη αναφορικά με το σωστό τρόπο επίδοσης.  Το θέμα επαφίεται στην κρίση του διαδίκου.  Η δικαιοδοσία του άρθρ. 155.4 του Συντάγματος περιορίζεται στην κρίση ότι η επιτευχθείσα επίδοση δε συνιστά καλή και νόμιμη επίδοση που να θεμελιώνει τις θεραπείες που παρασχέθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Παρόλο που, ενόψει της κατάληξης μου, φαίνεται να μην είναι απαραίτητο, από σεβασμό προς τους δικηγόρους που το έθιξαν, θα αναφερθώ εν ολίγοις στο θέμα της εξαίρεσης από τις διαδικασίες εκτέλεσης.  Άνκαι το άρθρ. 23 του ν. 6/76 φαίνεται να ξεκαθαρίζει ουσιαστικά το νομικό ορίζοντα εντούτοις εξακολουθούν οι διχογνωμίες και παραμένουν κάποιες σκοτεινές πτυχές του ζητήματος.  Νομίζω ότι είναι αρκετά διαφωτιστική για τις δυσκολίες και τις τάσεις που υπάρχουν το παρακάτω σχόλιο της Brownlie, στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ. 346-347:

“Τhe distinction between “immunity from jurisdiction” and “immunity from execution” reflects the particular sensitivities of states in face of measures of forcible execution directed against their assets, and measures of execution may lead to serious disputes at the diplomatic level. At the same time, there are strong considerations of principle which militate in favour of the view that, if there is competence of the municipal legal system in order to exercise jurisdiction and to render a judgment, enforcement jurisdiction in respect of that judgment should also be exercisable.

The majority of states almost certainly still recognize immunity from execution, but it is very probable that this position will change as the views of governments are influenced by the developments in the doctrine and in the case-law of municipal courts. It is generally assumed that the preponderance of modern writers favour the application of the restrictive [*1218]principle and reliance upon the distinction between acts jure gestionis and acts jure imperii. However, some of the authorities do not speak with a clear voice, and some respectable opinions continue to support the principle of absolute immunity. While the picture is not without obscurities, some leading elements in the recent case-law have taken the position that the criteria of competence (of a municipal law court) are in principle the same for enforcement as for jurisdiction. This is essentially the position adopted by the International Law Commission, in its Report to the General Assembly. On this view, property in use or intended for use by the state for commercial (or non-governmental) purposes will not be immune from measures of enforcement. In this context, a bank account of a diplomatic mission used for the purpose of running the embassy is immune from enforcement measures.”

Στην υπόθεση Arthur J.S. Hall & Co. v. Simons [2000] 3 W.L.R. 543, η Βουλή των Λόρδων δέχθηκε πως ένας δικηγόρος δεν απολαμβάνει πια δικαιώματος ασυλίας για τους αμελείς χειρισμούς του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αναφέρω την υπόθεση με μόνο σκοπό να επισημάνω τον αφορισμό του Λόρδου Hope, ευρύτερης εμβέλειας, ότι:

“Any immunity from suit is a derogation from a person’s fundamental right of access to the court which has to be justified.”

Έχοντας υπόψη τη διακήρυξη αυτή, καθώς και τις πρόνοιες της Δ.64, διά του παρόντος παραμερίζω, με την έκδοση certiorari, την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, για τους λόγους που έχω εκθέσει, καθώς και κάθε άλλη διαδικασία που επακολούθησε περιλαμβανομένης της απόφασης κατά της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και του διατάγματος πώλησης κατά της ακίνητης ιδιοκτησίας της.  Διευκρινίζω ότι, υπό τις συνθήκες, δεν παραμερίζεται το ίδιο το κλητήριο ένταλμα.  Δεν έχω θίξει το θέμα της καθυστέρησης στο οποίο δόθηκε τόση έμφαση, όπως και του συναφούς ζητήματος της επιδίωξης θεραπείας με εναλλακτικό ένδικο μέσο. Το θεωρώ όμως αχρείαστο υπό τις συνθήκες της υπόθεσης αυτής. Το διάταγμα certiorari εκδίδεται ex debito justitiae, για τους παραπάνω λόγους.  Δεν θα εκδώσω διάταγμα για έξοδα.

Οι αιτήσεις επιτρέπονται χωρίς έξοδα.

 

[*1219]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο