Κυρισάββα Κώστας Ελευθερίου ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Κωνσταντίνου Κκίζη και Άλλος ν. Χάρη Γεωργίου Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς Κωστή Κκίζη (2001) 1 ΑΑΔ 1245

(2001) 1 ΑΑΔ 1245

[*1245]12 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΚΩΣΤΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΥΡΙΣΑΒΒΑ,

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΠΑΝΤΕΛΟΥΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΚΙΖΗ,

2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΥΡΙΣΑΒΒΑ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΧΑΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΖΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΡΙΤΣΟΥΣ ΚΩΣΤΗ ΚΚΙΖΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10781)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Συνιστά προϋπόθεση για εξασφάλιση του διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στον αντίδικο.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Προϋποθέσεις έκδοσής του ― Αποκάλυψη αγώγιμου δικαιώματος, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και απουσία δυνατότητας για απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο ― Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

Ακίνητος ιδιοκτησία ― Πρόσωπο που έχει δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης ― Είναι και εκείνο που διεκδικεί τέτοιο δικαίωμα δυνάμει χρησικτησίας.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινό διάταγμα ― Ανεπανόρθωτη ζημιά ― Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά ― Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.

[*1246]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους εφεσείοντες-εναγόμενους να συνεχίσουν να ανεγείρουν οποιαδήποτε οικοδομή και/ή να την κατέχουν και/ή να τη χρησιμοποιούν εντός του κτήματος το οποίο τελεί υπό αμφισβήτηση, όσον αφορά την ιδιοκτησία του μεταξύ των διαδίκων οι οποίοι είναι συγγενείς.

Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου-ενάγοντος, για το κτήμα εγέρθηκε από το 1989 αγωγή εναντίον της αποβιωσάσης Παντελούς Κκιζή, με την οποία επιδιώκεται η εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι του διαχειριστή της περιουσίας της Μαριτσούς Κκιζή δυνάμει χρυσικτησίας ή/και δυνάμει συνεχούς αδιαφιλονίκητου εχθρικής κατοχής και η ακύρωση οποιασδήποτε άλλης εγγραφής επ’ ονόματι άλλων προσώπων. Η αγωγή εξακολουθεί να εκκρεμεί προς εκδίκαση. Το υπό κρίση πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν ο εφεσείων 2, παράνομα και αυθαίρετα, και χωρίς καν άδεια οικοδομής, επενέβη στο αμφισβητούμενο κτήμα με την ανέγερση περιπτέρου, κάτι το οποίο έπραξε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα 1 και αφού εξασφάλισε με ψευδείς παραστάσεις πολεοδομική άδεια για την ανέγερση περιπτέρου, ενώ ταυτόχρονα προωθείτο και διαδικασία, για την έκδοση άδειας οικοδομής.

Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα 1 προς υποστήριξη της ένστασης, η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας του κτήματος προέκυψε όταν, κατά το 1984 ο Διευθυντής του Κτηματολογίου, προβαίνοντας σε γενική χωρομετρία καταχώρησε το κτήμα στο όνομα της Παντελούς, εφόσον αυτή ήταν το πρόσωπο που αναφερόταν στον κατάλογο ως δικαιούμενο σε εγγραφή. Στη συνέχεια, όμως, υποβλήθηκε ένσταση από τον προηγούμενο διαχειριστή της περιουσίας της Μαριτσούς, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η άρνηση του Κοινοτάρχη να εκδώσει σχετικό πιστοποιητικό κατοχής. Αλυσιδωτά και το Κτηματολόγιο αρνήθηκε την εγγραφή του κτήματος παραπέμποντας στο Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς.

Η απόφαση για την οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος εφεσιβλήθηκε για έξι λόγους:

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις για την άσκηση της εξουσίας του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ήτοι ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι υπήρχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της αγωγής, για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος υπέβαλε την αίτηση του μέσα στα πλαίσια της αγωγής 6010/99 Ε. Δ. [*1247]Λάρνακας για παράνομη επέμβαση, δεν ενομιμοποιείτο στην έγερση τέτοιας αγωγής καθότι ούτε ιδιοκτήτης του κτήματος αλλά ούτε και κάτοχος του υπήρξε ποτέ, το δε δικαίωμα του για εγγραφή τελούσε υπό την αίρεση της επιτυχίας της εκκρεμούσης αγωγής 1982/89 Ε. Δ. Λάρνακας.

β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία για τυχόν μελλοντική αδυναμία να αποζημιωθεί πλήρως από τους εφεσείοντες.

γ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αποδείχθηκε το στοιχείο του “επείγοντος” της ανάγκης έκδοσης του διατάγματος ex parte.

δ) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στην ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου που υποστήριξε την ex parte αίτηση του για έκδοση του διατάγματος, είναι εσφαλμένη.

ε)  Ο εφεσίβλητος στην ένορκο δήλωση του, δεν αποκάλυψε με την απαραίτητη ακρίβεια από που γνώριζε τα γεγονότα στα οποία αναφερόταν.

στ)  Η έκδοση και οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος ισοδυναμεί ουσιαστικά με εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και παροχή της θεραπείας που αξιώνει ο εφεσίβλητος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, συναρτά το αδίκημα της παράνομης επέμβασης με την παράνομη είσοδο ή πρόκληση ζημιάς “εις ακίνητον ιδιοκτησίαν”, “ιδιοκτήτης” δε σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, περιλαμβάνει, εκτός από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη, και πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε τέτοια εγγραφή, είτε είναι εγγεγραμμένο είτε όχι.  Πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε εγγραφή είναι και εκείνο που διεκδικεί τέτοιο δικαίωμα δυνάμει χρησικτησίας.

2.  Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά.  Ο χρη[*1248]ματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.  Υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εφόσον ο χαρακτήρας του κτήματος θα είχε σημαντικά, αλλά και τελεσίδικα αλλοιωθεί, αν αφηνόταν η οικοδομή να τελεσφορήσει.

3.  Θα ήταν φρονιμότερο για τον εφεσίβλητο να προσφύγει στο Δικαστήριο ευθύς ως είχε αντιληφθεί την έναρξη της ανέγερσης του περιπτέρου, όμως πριν την καταχώρηση της ex parte αίτησης κατέβαλε επανειλημμένες προσπάθειες μέσω των αρμοδίων αρχών για αναχαίτηση της κατάστασης, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν.  Ως είχαν τα γεγονότα η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθή.

4.  Δεν είναι η κάθε παράλειψη αποκάλυψης γεγονότων που οδηγεί στην ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε ex parte.  Το γεγονός που δεν αποκαλύφθηκε πρέπει να είναι ουσιώδους σημασίας ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση.  Με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση όσο και με τα επισυνημμένα τεκμήρια, ο εφεσίβλητος δεν απέκρυψε οτιδήποτε το ουσιαστικό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557,

Μιχαηλίδης ν. Τταπούρα (1980) 1 C.L.R. 610,

Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231,

Resola v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 31/3/00 (Αρ. Αγωγής 6010/99) με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους εφεσείοντες (εναγόμενους/καθ’ ων η αίτηση) να συνεχίσουν να ανεγείρουν οποιαδήποτε οικοδομή και/ή να κατέχουν τέτοια οικοδομή και/ή να την [*1249]χρησιμοποιούν εντός του κτήματος υπ’ αρ. τεμαχίου 551, Τμήμα D, Φ/Σχ ΧL/47/1, στην Αραδίππου.

Αντ. Σωτηρίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.:  Η έφεση στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στους εφεσείοντες (εναγόμενους/καθ’ ων η αίτηση) να συνεχίσουν να ανεγείρουν οποιαδήποτε οικοδομή και/ή να κατέχουν τέτοια οικοδομή και/ή να την χρησιμοποιούν εντός του κτήματος υπ’ αρ. τεμαχίου 551, Τμήμα D, Φ/Σχ XL/47/1, στην Αραδίππου.

Το κτήμα τελεί υπό αμφισβήτηση, όσον αφορά την ιδιοκτησία του, μεταξύ των διαδίκων οι οποίοι είναι συγγενείς.

Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση που καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο (ενάγοντα/αιτητή) προς υποστήριξη της αίτησης, ο οποίος και είναι διάδοχος διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς Κκιζή, σε αντικατάσταση του προηγούμενου διαχειριστή πατέρα του, για το κτήμα εγέρθηκε από το 1989 αγωγή εναντίον, μεταξύ άλλων, της αποβιωσάσης Παντελούς Κκιζή, θυγατέρας της Μαριτσούς Κκιζή. Με την αγωγή επιδιώκεται η εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι του διαχειριστή της περιουσίας της Μαριτσούς Κκιζή δυνάμει χρησικτησίας ή/και δυνάμει συνεχούς αδιαφιλονίκητου και εχθρικής κατοχής και η ακύρωση οποιασδήποτε εγγραφής επ’ ονόματι άλλων προσώπων, ιδιαίτερα των εναγομένων. Η αγωγή εξακολουθεί να εκκρεμεί προς εκδίκαση ενόψει του διαδοχικού θανάτου πολλών διαδίκων, και του διορισμού των αντίστοιχων διαχειριστών της περιουσίας τους, με αποτέλεσμα την τροποποίηση του τίτλου και των δικογράφων της αγωγής. Το υπό κρίση πρόβλημα δημιουργήθηκε, σύμφωνα πάντοτε με την ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου, όταν ο εφεσείων 2, παράνομα και αυθαίρετα, και χωρίς καν άδεια οικοδομής, επενέβη στο αμφισβητούμενο κτήμα με την ανέγερση περιπτέρου, κάτι το οποίο έπραξε με τη συγκατάθεση και/ή συνέργεια του εφεσείοντα 1, και αφού εξασφάλισε με ψευδείς παραστάσεις πολεοδομική άδεια για την ανέγερση [*1250]περιπτέρου, ενώ ταυτόχρονα, προωθείτο και διαδικασία, μέσω του Δημαρχείου Αραδίππου, για την έκδοση άδειας οικοδομής.

Δίδοντας προφορική μαρτυρία σε αντεξέταση, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος, αφού αναφέρθηκε στο χρόνιο πρόβλημα της διανομής, επέμεινε ιδιαίτερα στη θέση ότι, λόγω της  αμφισβήτησης και των καταχωρημένων αγωγών, δεν έπρεπε οι εφεσείοντες να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ανοικοδόμηση εντός του κτήματος, ιδιαίτερα διότι ο εφεσείων 2 είχε στείλει κάποιο πρόσωπο για να πάρει τη συγκατάθεσή του, αργότερα δε και ο ίδιος ο εφεσείων 2 ζήτησε τη συγκατάθεσή του για να ανεγείρει περίπτερο στο κτήμα, χωρίς, όμως, να του την παραχωρήσει.

Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα 1, προς υποστήριξη της ένστασης, η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας του κτήματος προέκυψε όταν, κατά το 1984, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου Λάρνακας, προβαίνοντας σε γενική χωρομετρία στην Αραδίππου, καταχώρησε το κτήμα στο όνομα της αποβιωσάσης μητέρας του Παντελούς, εφόσον αυτή ήταν το πρόσωπο που αναφερόταν στον κατάλογο ως δικαιούμενο σε εγγραφή. Στη συνέχεια, όμως, υποβλήθηκε ένσταση στην εγγραφή από τον προηγούμενο διαχειριστή της περιουσίας της Μαριτσούς, και θείο του, με το δικαιολογητικό ότι το κτήμα ανήκε στη δική του οικογένεια, αποτέλεσμα δε αυτής της ένστασης ήταν η φιλονικία μεταξύ των οικογενειών που οδήγησε στην άρνηση του Κοινοτάρχη να εκδώσει σχετικό πιστοποιητικό κατοχής. Αλυσιδωτά και το Κτηματολόγιο αρνήθηκε την εγγραφή του κτήματος παραπέμποντας στο Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς.

Δίδοντας προφορική μαρτυρία σε αντεξέταση, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο εφεσείων 1 υποστήριξε ότι το κτήμα ουδέποτε ήταν αμφισβητούμενο γιατί το έσπερνε η μητέρα του για χρόνια χωρίς ενόχληση, όμως πράγματι κινήθηκαν αγωγές και για το κτήμα αυτό λόγω του προβλήματος που δημιουργήθηκε κατά την γενική χωρομετρία του 1984. Δέχθηκε την εισήγηση ότι ο ίδιος, ως ο μόνος διαχειριστής της περιουσίας της Παντελούς Κκιζή, έδωσε τη συγκατάθεσή του στον εφεσείοντα 2 να ανεγείρει περίπτερο στο κτήμα και ότι ο τελευταίος, προτού προχωρήσει στην ανέγερση, προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει και τη συγκατάθεση του εφεσίβλητου. Δέχθηκε, επίσης, ότι, κατά το χρόνο ανέγερσης του περιπτέρου, ο εφεσείων 2 δεν είχε εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, αλλά γνώριζε ότι είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως πολεοδομική άδεια ως έπρεπε. Συμφώνησε, τέλος, ότι πράγματι υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση αναφορικά με την ιδιοκτησία του κτήματος, για πολ[*1251]λά χρόνια, αλλά, δεδομένου ότι ο ίδιος πιστεύει ότι το κτήμα ανήκει στην περιουσία της μητέρας του, δεν ζήτησε τη συγκατάθεση του αιτητή για την ανέγερση του περιπτέρου.

Η ένορκος δήλωση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα 2 προς υποστήριξη της ένστασης έχει, ουσιαστικά, το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα 1.

Δίδοντας προφορική μαρτυρία σε αντεξέταση, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο εφεσείων 2 δέχθηκε ότι εξασφάλισε τη συγκατάθεση του εφεσείοντα 1 για να ανεγείρει το περίπτερο, αρνήθηκε όμως ότι έστειλε οποιοδήποτε στον εφεσίβλητο για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του ή ότι ο ίδιος προσωπικά ζήτησε τη συγκατάθεση του εφεσίβλητου. Ισχυρίστηκε ότι έκανε απλώς μια “κουβέντα” παρεμφερώς λέγοντας στον εφεσίβλητο ότι θα προχωρούσε να ανεγείρει ένα περίπτερο, αλλά συνάντησε την άρνησή του.  Συμφώνησε ότι δεν εξασφάλισε άδεια οικοδομής από το Δημαρχείο πριν την ανέγερση του περιπτέρου και, επίσης, συμφώνησε ότι γνώριζε ότι το κτήμα ήταν αμφισβητούμενο, το δε Κτηματολόγιο, κατά το 1984, αρνήθηκε να εκδώσει τίτλο ιδιοκτησίας του για το λόγο ότι είχε υποβληθεί ένσταση από τη θεία του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν τα τρία κριτήρια τα οποία, σύμφωνα με τη νομολογία (βλέπε, μεταξύ άλλων, Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 557), τίθενται ως προϋποθέσεις, και αφού προχώρησε στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, αποφάσισε, όπως ήδη αναφέραμε, την οριστικοποίηση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος.

O πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις για την άσκηση της εξουσίας του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ήτοι (α) ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και (β) ότι υπήρχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της αγωγής, για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος υπέβαλε την αίτηση του μέσα στα πλαίσια της αγωγής 6010/99, Ε.Δ. Λάρνακας για παράνομη επέμβαση, δεν ενομιμοποιείτο στην έγερση τέτοιας αγωγής καθότι ούτε ιδιοκτήτης του κτήματος αλλά ούτε και κάτοχος του υπήρξε ποτέ, το δε δικαίωμα του για εγγραφή τελούσε υπό την αίρεση της επιτυχίας της εκκρεμούσης αγωγής 1982/89, Ε.Δ. Λάρνακας.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Το άρθρο 43(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, συναρτά το αδίκημα της παράνομης [*1252]επέμβασης με την παράνομη είσοδο ή πρόκληση ζημιάς “εις ακίνητον ιδιοκτησίαν”, “ιδιοκτήτης” δε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, περιλαμβάνει, εκτός από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη, και πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε τέτοια εγγραφή, είτε είναι εγγεγραμμένο είτε όχι. Πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε εγγραφή είναι και εκείνο που διεκδικεί τέτοιο δικαίωμα δυνάμει χρησικτησίας (βλέπε Μιχαηλίδης ν. Τταπούρα (1980) 1 Α.Α.Δ. 610).

Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιόν του, αν και ουδέποτε είχε την κατοχή του επίδικου ακινήτου, εν τούτοις, νομικά, ο εφεσίβλητος ήταν “εν δυνάμει δικαιούχος ως διαχειριστής στην εγγραφή του κτήματος επ΄ονόματι της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς δυνάμει των ισχυρισμών αδιαφιλονίκητης εχθρικής κατοχής για πέραν των 30 χρόνων προ του θανάτου της”. Αντλούσε, το κατ΄ισχυρισμό δικαίωμά του σε εγγραφή από το ίδιο συγγενικό πρόσωπο, όπως, ως διαχειριστές, και οι εφεσείοντες. Επομένως, η διεκδίκηση εγγραφής του κτήματος ενυπήρχε εξ ίσου και στις δύο πλευρές και, ως εκ τούτου, οι εφεσείοντες δεν είχαν καλύτερο τίτλο από εκείνο του εφεσίβλητου ώστε να μπορούν να αντιτάξουν ικανοποιητική υπεράσπιση στην αγωγή του για παράνομη επέμβαση. Ο Εφεσίβλητος τόνισε εμφαντικά στη μαρτυρία του το γεγονός της χρόνιας αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας του κτήματος αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί διανομής της περιουσίας στην ευρύτερη οικογένεια της Μαριτσούς. Πέραν τούτου, όπως και πάλι ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ο εφεσίβλητος, με την αγωγή, προωθούσε σταθερά τη θέση ότι το επίδικο κτήμα ανήκει στη δική του διαχείριση λόγω χρησικτησίας, οι εφεσείοντες προωθούσαν διαζευκτικούς ισχυρισμούς (επιτρεπτούς βέβαια) στην υπεράσπιση στην αγωγή και κινούνταν μεταξύ απόκτησης του κτήματος δυνάμει είτε κληρονομιάς, είτε διανομής, είτε προίκας, είτε αδιάλειπτης κατοχής για 70 χρόνια. Εξ άλλου, το γεγονός που αποδέχθηκε άμεσα ο εφεσείων 1 (αλλά και έμμεσα ο εφεσείων 2), ότι  έγινε προσπάθεια λήψης της συγκατάθεσης του αιτητή, υποδηλούσε και την εκ μέρους τους αναγνώριση του ενδεχομένου το επίδικο κτήμα να ανήκει στη διαχείριση του εφεσιβλήτου και όχι στη δική τους.

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα έκρινε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι προσφέρθηκε ικανοποιητική μαρτυρία (χωρίς να αξιολογείται) ότι υπήρχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της αγωγής.

[*1253]Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Και τούτο για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία για τυχόν μελλοντική αδυναμία να αποζημιωθεί πλήρως από τους εφεσείοντες.

Είναι γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκεκριμένα στοιχεία για την ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκαλείτο στο κτήμα αν αφήνετο να προχωρήσει και συμπληρωθεί η ανέγερση του περιπτέρου. Όμως, η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλέπε Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231).  Υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εφόσον ο χαρακτήρας του κτήματος θα είχε σημαντικά, αλλά και τελεσίδικα, αλλοιωθεί αν αφηνόταν η οικοδομή (που περιλάμβανε την κατασκευή πεζοδρομίων, χώρου στάθμευσης, πρέμιξ, σιδηρών πασσάλων, πρόνοια όπως ορισμένα τμήματα παραχωρηθούν και εγγραφούν ως δημόσιοι πεζόδρομοι) να τελεσφορήσει.

Αλλά και οι ακόλουθες επισημάνσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες συμφωνούμε απόλυτα, ήταν αρκετά σοβαρές για να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ του εφεσίβλητου:

“Πρόσθετα μέσα στα κριτήρια κατά την άποψη του Δικαστηρίου που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εξέταση αυτής της πτυχής, είναι και το ζήτημα το οποίο δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί από τους καθ’ ων, ότι δεν λήφθηκε ακόμη άδεια οικοδομής ενώ η πολεοδομική άδεια που λήφθηκε βασίσθηκε πάνω σε ορισμένα γεγονότα τα οποία δεν ήταν πλήρη, με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή όπως υποδεικνύει το τεκμήριο «ΣΤ» της Αίτησης να ζητήσει τη λήψη μέτρων από το Δήμο Αραδίππου για την αναστολή όλων των εργασιών. Αυτό το γεγονός από μόνο του, οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να θεωρείται εύκολη η αποκατάσταση της ζημιάς με την έννοια της επαναφοράς της στην προτέρα κατάσταση της πριν δηλαδή την επέμβαση εφόσον ενδεχόμενα θα υπάρχει εμπλοκή σε άλλες δικαστικές διαδικασίες για την κατεδάφιση του περιπτέρου με περαιτέρω προσπάθεια των καθ’ ων να εξασφαλίσουν είτε εκ των υστέρων καλυπτική άδεια είτε παράταση χρόνου για την κατεδάφιση. Το [*1254]Δικαστήριο αποτελεί το θεματοφύλακα γενικά του κράτους δικαίου και δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή για τις ανοικοδομήσεις κτιρίων έχει λάβει μια συγκεκριμένη θέση μετά από την καταγγελία της όλης υπόθεσης από την πλευρά του αιτητή, που οδηγεί εκ πρώτης όψεως στο συμπέρασμα ότι η οικοδομή αυτή δεν θα έπρεπε να είχε αρχίσει καν. Η ίδια η αρμόδια πολεοδομική αρχή που είχε δώσει την άδεια χαρακτηρίζει ως αυθαίρετες και παράνομες τις οικοδομικές εργασίες που άρχισαν. Αυτό απαντά το επιχείρημα του κ. Σωτηρίου ότι δεν έχει σχέση η τυχόν ποινική δίωξη που θα μπορούσε να ασκήσει η αρμόδια αρχή με την πολιτική υφή και την αστική διαφορά της παρούσας υπόθεσης. Το κράτος δικαίου περιλαμβάνει και συσχετίζει ενιαίες έννοιες και δεν μπορεί μια διαφορά η οποία ενδεχόμενα έχει και αστική και ποινική πτυχή να διαχωρίζεται πλασματικά και μόνον.”

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αποδείχθηκε το στοιχείο του “επείγοντος” της ανάγκης έκδοσης του διατάγματος Ex parte.

Είναι γεγονός ότι, από την αντεξέταση του εφεσίβλητου προέκυψε ότι, ενώ η ανέγερση του περιπτέρου είχε αρχίσει, εν γνώσει του, ένα περίπου χρόνο προηγουμένως, αυτός παρέλειψε να προσφύγει αμέσως στο Δικαστήριο. Συμφωνούμε ότι θα ήταν φρονιμότερο για τον εφεσίβλητο να προσφύγει στο Δικαστήριο ευθύς ως είχε αντιληφθεί την έναρξη της ανέγερσης του περιπτέρου, όμως, όπως φαίνεται από την ένορκο του δήλωση, πριν την καταχώρηση της Ex parte αίτησης, κατέβαλε επανειλημμένες προσπάθειες μέσω των αρμοδίων αρχών στο Δήμο Αραδίππου και στην Πολεοδομία για αναχαίτιση της κατάστασης. Όμως οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν. Οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να προχωρούν με την ανέγερση του περιπτέρου και, γενικά, την τελειοποίηση της οικοδομής, ο δε Δήμος Αραδίππου, ακόμα και μετά από επιστολή της Πολεοδομίας για αναστολή πάσης περαιτέρω οικοδομικής εργασίας, τίποτε δεν έπραξε. Ως είχαν τα γεγονότα, η πιο κάτω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθή:

“Μπορεί να λεχθεί ότι το στοιχείο του επείγοντος από πλευράς χρονικής τοποθέτησης δεν ήταν αυθύπαρκτο, όμως, το στοιχείο του χρόνου δεν είναι και ο μόνος παράγων που μπορεί να επιδράσει θετικά για το Δικαστήριο για την έκδοση μονομερούς διατάγματος.  Το άρθρο 9 του Κεφ. 6 ρητά αναφέρει ότι η εξουσία του Δικαστηρίου εδράζεται όταν αποδειχθεί είτε το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση.  [*1255]Κρίνεται ότι εδώ υπάρχουν ιδιαίτερες περιστάσεις διότι, όπως θα εξηγηθεί και πιο κάτω αναλυτικώτερα, έχει παρατηρηθεί μια κατ’ αρχάς παρανομία από πλευράς των καθ΄ων ή αυθαίρετη ενέργεια, με την επιμονή να προχωρούν μονομερώς στην οικοδόμηση εντός αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας κτήματος, ενέργειες τις οποίες οι καθ’ ων συνέχιζαν παρά τις αντιδράσεις του αιτητή τόσο προς τους ίδιους (αυτή είναι η σχετική μαρτυρία έναντι του καθ΄ου αρ. 2), όσο και τη στάση που έλαβε η Πολεοδομική Αρμοδία Αρχή.  Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν αφέθηκε άλλο περιθώριο προς τον αιτητή παρά να προχωρήσει και να ζητήσει την προστασία του Δικαστηρίου έναντι αυτής της παράνομης και αυθαίρετης πράξης των καθ’ ων και όταν το Δεκέμβριο 1999 αντελήφθη ότι τα πράγματα προχωρούσαν κατά μη αναστρέψιμο τρόπο.  Αυτός ήταν και ο χρόνος αντίληψης ή πληροφόρησης ότι ούτε τα διαβήματα προς τις αρμόδιες αρχές φαίνονταν να επενεργούν θετικά. (Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 A.A.Δ. 1475).”

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων στην ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου που υποστήριζε την Ex parte αίτησή του για έκδοση του διατάγματος.

Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, τα ουσιώδη γεγονότα που δεν αποκαλύφθηκαν ήταν η υπεράσπιση και ανταπαίτηση του εφεσείοντα αρ. 1 στην αγωγή 1982/99 Ε.Δ. Λάρνακας, από ποιους κατέχεται και νέμεται το κτήμα και από πότε, ότι από το 1981, πρώτα ο πατέρας του και μετά ο ίδιος ο εφεσίβλητος, δεν καταχώρησε απογραφή της περιουσίας της Μαριτσούς Κκιζή, ούτε αποκάλυψε όλη την περιουσία που κατ΄ισχυρισμό κατείχε η Μαριτσού Κκιζή.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι η κάθε παράλειψη που οδηγεί στην ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε Ex parte.  Το γεγονός που δεν αποκαλύφθηκε πρέπει να είναι ουσιώδους σημασίας ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση.  Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π. στην Resola v. Χρίστου (1998) 1 A.A.Δ. 598:

“Όπως διαπιστώσαμε στην Demstar Limited v. Ζim Israel Navigation Co Limited και άλλων (1996) 1 (Α)�Α.Α.Δ. 597, πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. [*1256]Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.”

Στην προκείμενη περίπτωση, το γεγονός ότι δεν καταχωρήθηκε με την Ex parte αίτηση και η υπεράσπιση και η ανταπαίτηση στην αγωγή 1982/89, δεν ήταν ουσιαστική παράλειψη διότι, όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ουσία έγκειτο στο ότι αποκαλύφθηκε η ύπαρξη της άλλης αγωγής που εκκρεμούσε, η οποία δεν ήταν το αντικείμενο εκδίκασης στην αίτηση και, επομένως, και η αποκάλυψη ή παράθεση του δικογράφου της υπεράσπισης ή της ανταπαίτησης δεν θα προσέθετε οτιδήποτε στην αντίληψη του Δικαστηρίου που να το ωθούσε στην απόρριψη της αίτησης. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα θέματα στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων.  Με την ένορκο δήλωση του που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, όσο και με τα επισυνημμένα τεκμήρια, ο εφεσίβλητος δεν απέκρυψε οτιδήποτε το ουσιαστικό. Αντίθετα, παρέθεσε το όλο φάσμα της διαφοράς ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να κατανοήσει τα απαραίτητα στοιχεία που είχαν ουσιαστική σημασία στο στάδιο της ακρόασης της μονομερούς αίτησης.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι ο εφεσίβλητος, στην ένορκο δήλωσή του, δεν αποκάλυψε με την απαραίτητη ακρίβεια από πού γνώριζε τα γεγονότα στα οποία αναφερόταν. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της Μαριτσούς Κκιζή, ο εφεσίβλητος, με την ένορκο δήλωσή του, εξέθεσε όλα τα γεγονότα τα οποία γνώριζε, τα δε τεκμήρια που επισύναψε αποκάλυπταν ικανοποιητικά την προέλευση των πληροφοριών του. Εν πάση περιπτώσει, τα ουσιώδη γεγονότα της διαφοράς δεν ήταν  αμφισβητούμενα μεταξύ των διαδίκων. Ήταν δεδομένο ότι η διαφορά είχε ως υπόβαθρο τη διαφωνία αναφορικά με το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του κτήματος.

Ο έκτος, και τελευταίος, λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει και οριστικοποιήσει το προσωρινό διάταγμα ισοδυναμεί ουσιαστικά με εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και παροχή της θεραπείας που αξιώνει ο εφεσίβλητος.  Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σαφές:

“Στην υπό κρίση αίτηση το δικαίωμα του αιτητή σε τελεσίδικη [*1257]θεραπεία είναι αρκετά ισχυρό δεδομένου ότι φαίνεται να διεκδικεί τη θεραπεία επί της βάσης της επέμβασης χωρίς οι καθ’ ων να φαίνονται να προβάλουν ισχυρότερο τίτλο, πάντοτε σ’ αυτό το στάδιο και πριν την τελεσίδικη εκδίκαση της ιδιοκτησιακής διαφοράς τους στην αγωγή υπ’ αρ. 1982/89. Άλλωστε, και πρόσθετα, εκείνο που αποδίδεται με την αίτηση είναι ένα απαγορευτικό διάταγμα όχι στο διηνεκές αλλά μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της παρούσας αγωγής, ενώ παράλληλα ζητούνται και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.”

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο