Εταιρεία Bulk Oil A.G. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1277

(2001) 1 ΑΑΔ 1277

[*1277]14 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ BULK OIL AG,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10324)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα τα οποία δεν προσδιορίζονται από τη δικογραφία.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ή απόφαση ― Μπορεί να προσβληθεί μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος ― Πλήρης ο διαχωρισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων ― Η αναθεώρηση διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη.

Συμβάσεις ― Παράβαση σύμβασης ― Ipso facto τερματισμός σύμβασης ο οποίος έλαβε χώρα μετά την παράβαση της σύμβασης εκ μέρους εναγόμενης και την εμμονή της ενάγουσας στην εκπλήρωση της σύμβασης από την εναγόμενη ― Απώλεια ήδη κεκτημένου δικαιώματος ενάγουσας να τερματίσει τη σύμβαση ώστε να δικαιούται, επακόλουθα, στη βάση του τερματισμού, να διεκδικήσει από την εναγόμενη αποζημίωση για μη εκπλήρωση.

Έξοδα ― Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ή, άλλως, τα έξοδα βαρύνουν τον αποτυχόντα διάδικο.

Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 12.12.90 μεταξύ της εφεσείουσας-ενάγουσας και της εφεσίβλητης-εναγόμενης 1, η εφεσείουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύσει την εφεσίβλητη με μαζούτ για το [*1278]πρώτο εξάμηνο του 1991.  Η εφεσίβλητη 1 ανέλαβε την υποχρέωση να παραγγείλει και να παραλάβει κατά ελάχιστη ποσότητα, 180.000 τόνους του είδους 1 και 80.000 τόνους του είδους 2 πλέον ή μείον 20% εκάστης ποσότητας, κατά την κρίση της.  Επειδή για το είδος 2, η ποσότητα που παρήγγειλε και παρέλαβε η εφεσίβλητη 1 υπολειπόταν της ελάχιστης συμβατικής υποχρέωσης και επειδή μέχρι τις 9.6.1991 δεν δόθηκε παραγγελία, αφού βάσει της συμφωνίας η οποία έληγε στις 30.6.91 κάθε παραγγελία έπρεπε να δίδεται τουλάχιστο τρεις εβδομάδες πριν την παράδοση, η εφεσείουσα, με τηλέτυπο ημερομηνίας 14.6.91 κάλεσε την εφεσίβλητη 1 να προβεί στην αναγκαία παραγγελία.  Στις 15.6.91 η εφεσίβλητη 1 απάντησε ότι λόγω χαμηλής ζήτησης και αύξησης παραγωγής του Κυπριακού Διυλιστηρίου δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει την εφεσείουσα λεπτομερώς για περαιτέρω παραδόσεις δυνάμει της συμφωνίας.  Ακολούθησαν άλλα τρία τηλέτυπα από την εφεσείουσα, το τρίτο ημερομηνίας 21.6.91, με το οποίο η εφεσείουσα επανέλαβε την ανάγκη να δοθεί μια τελευταία παραγγελία και ανέφερε ότι αν δεν εδίδετο η παραγγελία, θα προχωρούσε στη λήψη δικαστικών μέτρων.  Η εφεσίβλητη 1 απάντησε στις 22.6.91 πληροφορώντας την εφεσείουσα ότι: (α) η εφεσίβλητη 1 είχε υποβάλει αίτηση στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας για άδεια εισαγωγής της υπολειπόμενης ποσότητας, όμως το Υπουργείο απέρριψε την αίτηση λόγω υψηλής παραγωγής του Κυπριακού Διυλιστηρίου και (β) λόγω της πιο πάνω άρνησης του Υπουργείου, θεωρούσε ότι, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας δεν εδεσμεύετο να παραλάβει την υπόλοιπη ποσότητα του είδους 2 εφόσον η συμφωνία, βάσει των σχετικών όρων, είχε ipso facto τερματιστεί.

Η εφεσείουσα στήριξε την απαίτηση της για αποζημίωση (α) έναντι της εφεσίβλητης 1 και του εφεσίβλητου 2, στη βάση του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας, και (β) έναντι της εφεσίβλητης 1, επιπρόσθετα στη βάση της παράβασης συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Όσον αφορά τη συνωμοσία, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί χωρίς να έχει προηγουμένως προσβληθεί και ακυρωθεί η διοικητική πράξη με την οποία το Υπουργείο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας εισαγωγής. Διαζευκτικά αποφάσισε ότι, με την ενώπιον του περιστατική μαρτυρία, δεν αποδείχθηκε ούτε το στοιχείο της συνέργειας και συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων, αλλά ούτε και το στοιχείο της επιδίωξης βλάβης της εφεσίβλητης ως σκοπός της, κατ’ ισχυρισμό, συνέργειας και συμφωνίας. Όσον αφορά την παράβαση της συμφωνίας, αποφάσισε ότι, αν και αποδείχθηκε παράβαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1, και μάλιστα πριν την 21/6/91 εν τούτοις η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο να αποζημιωθεί επειδή, για τους λόγους που [*1279]εξήγησε, η ζημιά της δεν προκλήθηκε, ως θέμα αιτιώδους συνάφειας (causation), από την παράβαση. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητήθηκε με την έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αποδιδόμενη στο Υπουργείο συνέργεια με την Α.Η.Κ. είναι τέτοια που, αν εγίνετο αποδεκτή, θα το καθιστούσε ένοχο κακής πίστης και παρανομίας στην έκδοση της απόφασης του, η οποία και έτσι έμμεσα τουλάχιστο θα εκρίνετο σαν παράνομη και ακυρώσιμη από μη αρμόδιο Δικαστήριο. Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Συγχρωτισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας δε χωρεί σε κανένα σημείο.

2.  Θέματα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παραβάσεως και ζημιάς, εφόσον με την παράθεση του απαιτούμενου πραγματικού υπόβαθρου, δεν εγείρονται με τις έγγραφες προτάσεις, ενόψει του αντιπαραθετικού συστήματος της πολιτικής δίκης, δεν επιτρέπεται να εξετάζονται ούτε, βέβαια να αποφασίζονται από το Δικαστήριο.  Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον, με την υπεράσπιση, η εφεσίβλητη 1 δεν ήγειρε, με την παράθεση του απαραίτητου πραγματικού υποβάθρου, θέμα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παραβάσεων της εφεσίβλητης 1 και της ζημιάς της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε, δικονομικά, τη δυνατότητα να υπεισέλθει και εξετάσει τέτοιο θέμα. Ούτε, συνεπακόλουθα, να θέσει τέτοιο θέμα ως τη βάση του σκεπτικού του για να καταλήξει στην απόρριψη της αγωγής.

3.  Παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 1 στις 9.6.91 και στις 15.6.91 διέπραξε παραβάσεις της συμφωνίας, αφού, ουσιαστικά, αρνήθηκε εκπλήρωση, η εφεσείουσα, αν και απέκτησε το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας βάσει του σχετικού όρου, δεν το άσκησε, ώστε να δικαιούται, επακόλουθα να διεκδικήσει αποζημίωση από την εφεσίβλητη 1 για μη εκπλήρωση.  Αντίθετα, και παρά το γεγονός ότι δεν παραιτήθηκε (waived) των παραβάσεων, επέμενε όπως η εφεσίβλητη 1 εκπληρώσει τη συμφωνία με την τοποθέτηση μιας τελευταίας παραγγελίας.  Μέχρι που, την 21.6.91 με την άρνηση του Υπουργείου να χορηγήσει την αναγκαία άδεια εισαγωγής, η συμφωνία, σύμφωνα με το σχετικό όρο τερματίστηκε ipso facto, χωρίς βέβαια να διασωθεί, αλλά αντίθετα να απωλεσθεί το [*1280]μέχρι τότε δικαίωμα της εφεσείουσας να τερματίσει τη συμφωνία ώστε να δικαιούται, επακόλουθα, στη βάση του τερματισμού, να διεκδικήσει από την εφεσίβλητη 1 αποζημίωση για μη εκπλήρωση εφόσον, πλέον, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος ήταν, εξ αντικειμένου αδύνατη αφού, κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμούσε με τερματισμό της ήδη τερματισθείσης ipso facto συμφωνίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137,

Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145,

Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,

Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

Philippa Estates Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1026,

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 15/7/98 (Αρ. Αγωγής 1401/91) με την οποία απέρριψε την αγωγή της αφού έκρινε ότι δεν υπήρχε παράβαση εκ μέρους των εναγομένων των μεταξύ τους συμβατικών υποχρεώσεων και συνεπώς δεν εδικαιούτο σε αποζημιώσεις.

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη 1.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*1281]δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 12.12.1990, μεταξύ της εφεσείουσας-ενάγουσας Bulk Oil AG, από την Ελβετία, και της εφεσίβλητης-εναγόμενης 1 Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ), η εφεσείουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύσει την εφεσίβλητη με Μαζούτ (Heavy Fuel Oil) για το πρώτο εξάμηνο του 1991. Βάσει της συμφωνίας η εφεσίβλητη 1 ανέλαβε την υποχρέωση να παραγγείλει και παραλάβει από την εφεσείουσα Μαζούτ, κατά ελάχιστη ποσότητα, 180.000 τόνους του είδους 1 και 80.000 τόνων του είδους 2 πλέον ή μείον 20% εκάστης ποσότητας, κατά την κρίση της, έναντι τιμής κατά τόνο 35.10 και 54.10 δολαρίων ΗΠΑ, αντίστοιχα, πέραν της μέσης FOB τιμής Ιταλίας. Βάσει της ίδιας συμφωνίας, η εφεσίβλητη 1 ανέλαβε την υποχρέωση να δίδει τουλάχιστον τρεις εβδομάδες προειδοποίηση για κάθε παραγγελία για παράδοση κάθε ποσότητας. (όρος 2.10.(c)). Επειδή για το είδος 2, ήτοι την ποσότητα των 80.000 τόνων, η εφεσίβλητη 1, από τους 64.000 τόνους, όπως ήταν η ελάχιστη συμβατική υποχρέωσή της, παρήγγειλε και παρέλαβε συνολικά μόνο 46.804.811 τόνους, υπολειπομένων έτσι 17.195.189 τόνων, και επειδή μέχρι τις 9.6.1991 δεν δόθηκε παραγγελία, ενώ βάσει της συμφωνίας θάπρεπε να δοθεί, αφού η κάθε παραγγελία έπρεπε να δίδεται τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν την παράδοση, η δε συμφωνία έληγε στις 30.6.1991, η εφεσείουσα, με τηλέτυπο ημερομηνίας 14.6.1991, ειδοποίησε την εφεσίβλητη 1 ότι είχε αποτύχει να εκπληρώσει την ελάχιστη συμβατική υποχρέωσή της, και την κάλεσε να προβεί στην αναγκαία παραγγελία. Την επόμενη μέρα, 15.6.1991, η εφεσίβλητη 1, με δικό της τηλέτυπο, απάντησε ότι, λόγω χαμηλής ζήτησης και αύξηση παραγωγής του Κυπριακού Διυλιστηρίου, δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει την εφεσείουσα λεπτομερώς για περαιτέρω παραδόσεις δυνάμει της συμφωνίας. Ακολούθησε τηλέτυπο της εφεσείουσας, ημερομηνίας 18.6.1991, με το οποίο, αφού επεσύρετο η προσοχή της εφεσίβλητης 1 στη συμβατική της υποχρέωση σχετικά με την ελάχιστη παραγγελία, επαναλαμβανόταν, περαιτέρω, εκείνο που ήδη είχε αναφερθεί στο τηλέτυπο της 14.6.1991 ότι, δηλαδή, είχε ήδη αγοραστεί κατάλληλο φορτίο εν αναμονή της απαντήσεως της εφεσίβλητης και ότι ήταν επιτακτικό όπως αυτή βεβαιώσει επειγόντως την επιθυμητή ημερομηνία παράδοσης. Ελλείψει απαντήσεως, η εφεσείουσα, με νέο τηλέτυπο προς την εφεσίβλητη 1, ημερομηνίας 21.6.1991, αφού εξέφρασε την απογοήτευσή της για το ότι, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της, δεν είχε ένδειξη για τις προθέσεις της, επανέλαβε την ανάγκη να δοθεί μια τελευταία παραγγελία και, ταυτόχρονα, επέμεινε όπως το τε[*1282]λευταίο φορτίο παραδοθεί το αργότερο μέχρι τον Ιούλιο του 1991. Στο ίδιο τηλέτυπο η εφεσείουσα ανέφερε, επίσης, ότι αν δεν εδίδετο η παραγγελία μέχρι τις 24.6.1991, θα προχωρούσε στη λήψη δικαστικών μέτρων. Στα τηλέτυπα της εφεσείουσας της 18.6.1991 και της 21.6.1991 απάντησε η εφεσίβλητη 1 με τηλέτυπό της, ημερομηνίας 22.6.1991, το οποίο, αφού πρώτα παρέπεμπε στο προηγούμενό της τηλέτυπο, ημερομηνίας 15.6.1991, πληροφορούσε την εφεσείουσα ότι η εφεσίβλητη 1 είχε υποβάλει αίτηση το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας (το Υπουργείο) για άδεια εισαγωγής της υπολειπόμενης ποσότητας του είδους 2, σύμφωνα με τον όρο 1.10. της συμφωνίας, όμως το Υπουργείο απέρριψε την αίτηση λόγω υψηλής παραγωγής του Κυπριακού Διυλιστηρίου. Με το ίδιο τηλέτυπο, η εφεσίβλητη 1 πληροφορούσε την εφεσείουσα ότι, λόγω της άρνησης του Υπουργείου να χορηγήσει άδεια εισαγωγής της υπολειπόμενης ποσότητας δυνάμει της συμφωνίας, αυτή θεωρούσε ότι, σύμφωνα με τους όρους 1.10. και 2.10., δεν εδεσμεύετο να παραλάβει την υπόλοιπη ποσότητα τους είδους 2 εφόσον η συμφωνία, βάσει των εν λόγω όρων, είχε ipso factο τερματιστεί.

Οι σχετικοί όροι της έγγραφης συμφωνίας της 12.12.1990 είχαν ως εξής:

«General conditions of contract:

1.9. BREACH OF CONTRACT – (a) Contractor or Purchaser shall have the right to terminate this contract in the event of a breach by the other party of any of its terms, all of which are declared to be fundamental hereto. In such case the party guilty of breach of this contract shall be liable to pay to the other party compensation and damages for the loss and damage suffered by the breach.

(b) Enforcement of any provision of this contract shall not be affected by any previous waiver or course of dealing, and election of any particular remedy shall not be exclusive of any other. All rights and remedies are cumulative.

1.10. IMPORT LICENCE – Notwithstanding the provisions of any Law, order of regulations or the provisions of this contract, the Purchaser shall apply to and obtain from the Cyprus Ministry of Commerce and Industry an import licence for each and every consignment of fuel oil proposed to be ordered.  Such import licence may be given subject to such terms and conditions including mode of payment (but not the time of payment) as the Cyprus Ministry of Commerce and Industry [*1283]may think fit to impose.

In case of refusal of such import licence or in case of non-acceptance by the Contractor of the terms and conditions, including mode of payment, imposed by the Ministry of Commerce and Industry this contract shall ipso facto be terminated and cease to have any effect.

P R O V I D E D that such termination shall not in any way affect or prejudice the rights accrued to any one of the parties hereto in respect of anything done hereunder prior to such termination nor such termination shall in any way affect or prejudice any claim or right which has arisen or accrued prior to such termination in connection with the execution of this contract or for a breach of this contract or any provision thereof.

Specification and general clauses:

2.10. DELIVERY – (a) Vessel to be nominated and port and date of loading to be notified one week prior to loading.  The Authority shall have the right to refuse the acceptance of any cargo for which an import licence cannot be obtained from the Ministry of Commerce and Industry, see clause 1.10.  And the refusal of the Ministry to give such licence shall be binding and conclusive without the Ministry of the Authority having to give reasons or otherwise to justify such refusal.

(c) Not less than three weeks notice will be given by the Purchaser to the Contractor for delivery of anyone consignment.  The Contractor must deliver within ± 4 days from the date notified by the Purchaser.»

Με την αγωγή η εφεσείουσα διεκδίκησε αποζημίωση ανερχόμενη σε 599.510.26 δολάρια ΗΠΑ. Στήριξε την απαίτησή της (α) έναντι της εφεσίβλητης 1 και του εφεσίβλητου 2, στη βάση του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας, (β) έναντι της εφεσίβλητης 1, επιπρόσθετα, στη βάση της παράβασης συμφωνίας. Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν γενική άρνηση στην απαίτηση της εφεσείουσας.

Δεδομένου ότι, κατά την ακρόαση της αγωγής, δεν αμφισβητήθηκε η κατ’ ισχυρισμό ζημία της εφεσείουσας, λόγω της μη υλοποίησης της συμφωνίας, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν σε δύο:

[*1284](α) Κατά πόσο υπήρξε συνωμοσία των εφεσιβλήτων εις βάρος της εφεσείουσας, και,

(β) Κατά πόσο υπήρξε η κατ’ ισχυρισμό παράβαση συμφωνίας, και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, κατά πόσο η εφεσείουσα εδικαιούτο την απαιτούμενη αποζημίωση.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η απόφαση του Υπουργείου να απορρίψει την αίτηση εισαγωγής της υπολειπόμενης ποσότητας, που λήφθηκε την 21.6.1991, αν και διοικητική πράξη, δεν ήταν ανάγκη να έχει προσβληθεί με προσφυγή και ακυρωθεί, για το λόγο ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συνωμοσίας, δεν απαιτείται όπως η πράξη είναι παράνομη αυτή καθ’ αυτή, η όλη δε μαρτυρία έδειχνε, περιστατικά, ότι οι εφεσίβλητοι συνήργησαν με την κοινή πρόθεση να ζημιώσουν την εφεσείουσα. Όσον αφορά την παράβαση της συμφωνίας, σύμφωνα με τον ίδιο δικηγόρο, τα αποτελέσματα των όρων 1.9.α. και 1.9.β. και, κυρίως, του όρου 1.10., ήταν ότι υπήρχε ήδη η παράβαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1 πριν από την άρνηση του Υπουργείου, την 21.6.1991, να χορηγήσει άδεια εισαγωγής, παράβαση η οποία και δεν επηρεάζετο από την εν λόγω άρνηση, αλλά ούτε και οποιαδήποτε καθυστέρηση της εφεσείουσας να τερματίσει τη συμφωνία και, ακόμα, ούτε και από οποιαδήποτε παραίτησή της από την αυστηρή εφαρμογή των όρων της συμφωνίας (waiver), αν και το ζήτημα του waiver δεν εγειρόταν στα δικόγραφα. Επομένως, εφ’ όσον υπήρχε παράβαση, υπήρχε, αυτόματα, και δικαίωμα που διασώθηκε με τον όρο 1.10. της συμφωνίας για αποζημίωση για τις συνέπειες της παράβασης.

Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων υποστήριξαν ότι, εφόσον η απόφαση του Υπουργείου να απορρίψει την αίτηση εισαγωγής της υπόλοιπης ποσότητας δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή και ακυρωθεί, με αποτέλεσμα να παραμείνει νόμιμη, δεν ήταν, εξ αντικειμένου, δυνατό να της αποδοθούν παράνομες επιδιώξεις.  Όσον αφορά την παράβαση της συμφωνίας, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης 1 εισηγήθηκε ότι ο όρος 2.10.(c), ότι η κάθε παραγγελία έπρεπε να δίδεται τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν την παράδοση, δεν συνιστούσε ουσιώδη όρο, παράβαση του οποίου θα έδιδε στην εφεσείουσα το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας ούτε και η εφεσείουσα τερμάτισε τη συμφωνία συνεπεία της παράβασης του εν λόγω όρου. Πρόσθετα, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης 1 εισηγήθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, υπήρξε παραίτηση (waiver) από την αυστηρή εφαρμογή του όρου 2.10.(c), και τούτο λόγω του τηλετύπου της 21.6.1991 με το οποίο η εφεσείουσα έδωσε παράταση [*1285]στην τοποθέτηση της παραγγελίας μέχρι την 24.6.1991, με αποτέλεσμα η μεσολαβήσασα, την 21.6.1991, άρνηση χορήγησης άδειας εισαγωγής να τερμάτιζε τη συμφωνία και να απάλλασσε την εφεσίβλητη 1 από οποιαδήποτε περαιτέρω ευθύνη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Όσον αφορά τη συνωμοσία, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί χωρίς να έχει προηγουμένως προσβληθεί και ακυρωθεί η διοικητική πράξη με την οποία το Υπουργείο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας εισαγωγής. Διαζευκτικά αποφάσισε ότι, με την ενώπιόν του περιστατική μαρτυρία, δεν αποδείχθηκε ούτε το στοιχείο της συνέργειας και συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων, αλλά ούτε και το στοιχείο της επιδίωξης βλάβης της εφεσίβλητης ως σκοπός της, κατ’ ισχυρισμό, συνέργειας και συμφωνίας. Όσον αφορά την παράβαση συμφωνίας, αποφάσισε ότι, αν και αποδείχθηκε παράβαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1, και μάλιστα πριν την 21.6.1991, εν τούτοις, η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο να αποζημιωθεί επειδή, για τους λόγους που εξήγησε, η ζημία της δεν προκλήθηκε, ως θέμα αιτιώδους συνάφειας (causation), από την παράβαση.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Όσον αφορά τη συνωμοσία, ο δικηγόρος της εφεσείουσας επικέντρωσε την εισήγησή του στη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, χωρίς να έχει προηγουμένως προσβληθεί και ακυρωθεί η διοικητική πράξη με την οποία το Υπουργείο αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας εισαγωγής, η εν λόγω άρνηση δεν μπορούσε να εξεταστεί, ελλείψει δικαιοδοσίας, ως πράξη συνέργειας σε συνωμοσία με την εφεσίβλητη 1, εφόσον εκείνο που εζητείτο από το Δικαστήριο δεν ήταν να ασκήσει ακυρωτική δικαιοδοσία βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, συνωμοσία υπάρχει και στην περίπτωση που με νόμιμα μέσα επιδιώκεται παράνομος σκοπός. Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι «η αποδιδόμενη στο Υπουργείο συνέργεια με την ΑΗΚ είναι τέτοια που, αν εγίνετο αποδεκτή, θα το καθιστούσε ένοχο κακής πίστης και παρανομίας στην έκδοση της απόφασης του η οποία και έτσι έμμεσα τουλάχιστον θα εκρίνετο σαν παράνομη και ακυρώσιμη από μη αρμόδιο Δικαστήριο». Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων [*1286]ή παραλείψεων, αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Συγχρωτισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας δεν χωρεί σε κανένα σημείο. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145, Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, Takis P. Markides Ltd. v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424 και Philippa Estates Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1026).

Όσον αφορά την παράβαση συμφωνίας, ο δικηγόρος της εφεσείουσας επικέντρωσε την εισήγησή του στη θέση ότι, αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε (α) ότι στις 9.6.1991, με το να μην δοθεί μέχρι τότε παραγγελία, διαπράχθηκε από την εφεσίβλητη παράβαση του ουσιώδους όρου 2.10.(c) της συμφωνίας και (β) ότι στις 15.6.1991, με το τηλέτυπο της ημέρας εκείνης, με το οποίο η εφεσίβλητη 1 πληροφορούσε την εφεσείουσα (σε απάντηση του τηλετύπου της ημερομηνίας 14.6.1991) ότι, λόγω χαμηλής ζήτησης και υψηλής παραγωγής του Κυπριακού Διυλιστηρίου, δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει την εφεσείουσα για περαιτέρω παραδόσεις δυνάμει της συμφωνίας, διαπράχθηκε και δεύτερη ουσιώδης παράβαση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1, ότι, δηλαδή, υπήρξαν δύο παραβάσεις της συμφωνίας, παραβάσεις που διασώθηκαν με τον όρο 1.10., και αφού από τις παραβάσεις αυτές προέκυπτε παραδεκτή ζημία 519.510.26 δολάρια ΗΠΑ, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή από του να επιδικάσει στην εφεσείουσα την αντίστοιχη αποζημίωση. Δεν είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πάντοτε κατά την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, το δικαίωμα να υπεισέλθει και εξετάσει θέμα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παραβάσεων και της ζημίας εφόσον τέτοιο θέμα δεν προτάθηκε από τους διαδίκους είτε με τα δικόγραφά τους είτε με την επιχειρηματολογία τους, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, ήταν κοινό έδαφος ότι θέμα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παραβάσεων και ζημίας δεν εγειρόταν.

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του δικηγόρου της εφεσείουσας μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Αναμφίβολα, θέματα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παραβάσεως και ζημίας, εφόσον, με την παράθεση του απαιτούμενου πραγματικού υπόβαθρου, δεν εγείρονται με τις έγγραφες προτάσεις, ενόψει του συζητητικού ή, άλλως, αντιπαραθετικού συστήματος της πολιτικής δίκης, δεν [*1287]επιτρέπεται να εξετάζονται ούτε, βέβαια, να αποφασίζονται από το Δικαστήριο. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, «οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία. Δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση, όπου υπάρχει.». Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον, με την υπεράσπιση, η εφεσίβλητη 1 δεν ήγειρε, με την παράθεση του απαραίτητου πραγματικού υπόβαθρου, θέμα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παραβάσεων της εφεσίβλητης 1 και της ζημίας της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε, δικονομικά, τη δυνατότητα να υπεισέλθει και εξετάσει τέτοιο θέμα. Ούτε, συνεπακόλουθα, να θέσει τέτοιο θέμα ως τη βάση του σκεπτικού του για να καταλήξει στην απόρριψη της αγωγής.

Δοθέντος ότι, κατά τα ανωτέρω, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, θεμελιώθηκε πάνω σε ανεπίτρεπτη βάση, προκύπτει το ερώτημα ποια πρέπει να είναι η τύχη της έφεσης. Τούτο εξαρτάται από το κατά πόσο είναι ορθό ή όχι και το πρώτο σκέλος της εισήγησης του δικηγόρου της εφεσείουσας. Η απάντησή μας είναι αρνητική.  Και τούτο διότι, παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 1, στις 9.6.1991, παρέβη τον ουσιώδη όρο 2.10.(c) της συμφωνίας, και παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 1, στις 15.6.1991, διέπραξε και δεύτερη, κρίσιμη αυτή τη φορά, παράβαση της συμφωνίας, αφού, ουσιαστικά, αρνήθηκε εκπλήρωση, η εφεσείουσα, αν και το απέκτησε, δεν άσκησε το δικαίωμά της, βάσει του όρου 1.9., να τερματίσει τη συμφωνία ώστε να δικαιούται, επακόλουθα, στη βάση δηλαδή του τερματισμού, να διεκδικήσει αποζημίωση από την εφεσίβλητη 1 για μη εκπλήρωση. Αντίθετα, και παρά το γεγονός ότι δεν παραιτήθηκε (waived) των παραβάσεων, με τα τηλέτυπά της της 18.6.1991 και της 21.6.1991 (πιο πάνω), επέμεινε όπως η εφεσίβλητη 1 εκπληρώσει τη συμφωνία με την τοποθέτηση μιας τελευταίας παραγγελίας. Μέχρι που, την 21.6.1991, με την άρνηση του Υπουργείου να χορηγήσει την αναγκαία άδεια εισαγωγής, η συμφωνία, σύμφωνα με τον όρο 1.10., τερματίστηκε ipso facto, χωρίς, βέβαια, να διασωθεί, στη βάση της πρόνοιας (proviso) του όρου 1.10., αλλά, αντίθετα, να απωλεσθεί το, μέχρι τότε, δικαίωμα της εφεσείουσας να τερματίσει τη συμφωνία ώστε να δικαιούται, επακόλουθα, στη βάση του τερματισμού, να διεκδικήσει από την εφεσίβλητη 1 αποζημίωση για μη εκπλήρωση εφόσον, πλέον, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος ήταν, εξ αντικειμένου, αδύνατη αφού, κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμούσε με τερματισμό της ήδη τερματισθείσης ipso facto συμφωνίας.

[*1288]

Για να εδικαιούτο η εφεσείουσα να αποζημιωθεί για μη εκπλήρωση δεν ήταν αρκετό να διαπραχθούν από την εφεσίβλητη 1, όπως και διαπράχθηκαν, παραβάσεις ουσιωδών όρων της συμφωνίας, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να υποστεί ζημία. Για να εδικαιούτο η εφεσείουσα να αποζημιωθεί για μη εκπλήρωση όφειλε, βάσει του όρου 1.9., στηριζόμενη στις παραβάσεις, και ιδιαίτερα στη δεύτερη, να ασκήσει έγκαιρα (πριν την 21.6.1991) το κτηθέν δικαίωμά της να τερματίσει τη συμφωνία. Σε τέτοια περίπτωση, η επακόλουθη άρνηση του Υπουργείου να χορηγήσει άδεια εισαγωγής δεν θα επηρέαζε το ήδη κεκτημένο, στη βάση του τερματισμού της συμφωνίας, δικαίωμά της για αποζημίωση.  Ούτε, βέβαια, η εν λόγω άρνηση θα συνεπαγόταν, βάσει του όρου 1.10., τον ipso facto τερματισμό της συμφωνίας, με την επακόλουθη απαλλαγή της εφεσίβλητης 1, εφόσον, πλέον, κάτι τέτοιο θα ήταν, εξ αντικειμένου, αδύνατο, αφού θα ισοδυναμούσε με τερματισμό της ήδη τερματισθείσης από την εφεσείουσα συμφωνίας. Όμως, όπως προαναφέραμε, η εφεσείουσα, αντί να ασκήσει το δικαίωμά της, βάσει του όρου 1.9., να τερματίσει τη συμφωνία πριν την 21.6.1991, επέλεξε, όπως και πάλι ήταν δικαίωμά της, να επιμείνει στην εκπλήρωση της συμφωνίας από την εφεσίβλητη 1. Με αποτέλεσμα, η μεν εφεσίβλητη 1 να μην εκπληρώσει, τελικά, τη συμφωνία, η δε εφεσείουσα, με τον ipso facto τερματισμό της συμφωνίας την 21.6.1991, να απωλέσει το δικαίωμά της να τερματίσει τη συμφωνία ώστε να μπορεί, στη βάση του τερματισμού, να διεκδικήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση.

Η ορθή ερμηνεία της πρόνοιας του όρου 1.10. είναι ότι, σε περίπτωση ipso facto τερματισμού της συμφωνίας, διασώζονται τα δικαιώματα αποζημίωσης για τις παραβάσεις εκείνες όπου η γέννηση των εν λόγω δικαιωμάτων δεν τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της προηγούμενης άσκησης του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας. Τέτοια είναι η περίπτωση της μη έγκαιρης τοποθέτησης της παραγγελίας, όπου το δικαίωμα αποζημίωσης για την καθυστέρηση μπορεί να συμβαδίσει με την εκπλήρωση της συμφωνίας. Αντίθετα, δεν διασώζονται τα δικαιώματα αποζημίωσης για τις παραβάσεις εκείνες όπου η γέννηση των εν λόγω δικαιωμάτων τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της προηγούμενης άσκησης του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας. Τέτοια είναι η περίπτωση της άρνησης τοποθέτησης παραγγελίας, όπου το δικαίωμα αποζημίωσης για μη εκπλήρωση δεν μπορεί να συμβαδίσει με την εκπλήρωση της συμφωνίας.

Με την έφεση αμφισβητείται και η ορθότητα της πρωτόδικης [*1289]απόφασης αναφορικά με τα έξοδα. Ο σχετικός λόγος έφεσης, όπως διατυπώνεται στην ειδοποίηση έφεσης, και επαναλαμβάνεται στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση ή προσθήκη, έχει ως εξής: «Το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων 1 αφού διαπίστωσε την παράβαση της συμφωνίας και συνεπώς οι ενάγοντες επέτυχαν στην αξίωση των και έπρεπε να ασκήσει την διακριτική εξουσία του στην διαταγή για τα έξοδα υπέρ των εναγόντων-εφεσειόντων έστω και αν από το εύρημα του, που δεν είναι αποδεκτό και εφεσιβάλλεται με την παρούσα, δεν εδικαιούντο αποζημιώσεις για απώλεια κέρδους τις οποίες και απέδειξαν, αλλά μόνο για την περίοδο μεταξύ 9.6.91 έως 21.6.91 για καθυστέρηση στην παραγγελία που σε τέτοια περίπτωση θα ήταν ονομαστικές (nominal) ή conventional award.». Ο λόγος είναι αβάσιμος. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της διακριτικής του εξουσίας, εφάρμοσε τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα ή, άλλως, τα έξοδα βαρύνουν τον αποτυχόντα διάδικο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο