Poltava Petroleum Company ν. Mexana Oil Ltd και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1301

(2001) 1 ΑΑΔ 1301

[*1301]18 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

POLTAVA PETROLEUM COMPANY,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. MEXANA OIL LIMITED,

2. ΕΛΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

3. ΗΡΩΣ ΠΕΤΣΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11006)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα τύπου Mareva ― Δυνατότητα έκδοσής του βάσει του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Σκοπός του διατάγματος τύπου Mareva είναι η διατήρηση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας, για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση από τον ενάγοντα απόφασης η οποία εκδίδεται υπέρ του ― Δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση των εναγομένων για αποξένωση ή επιβάρυνση.

Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Άσκηση διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για χορήγηση διατάγματος τύπου Mareva ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία λόγω της μη λήψης υπόψη σχετικών παραγόντων οι οποίοι δημιουργούσαν βάσιμο κίνδυνο για τη μη ικανοποίηση απόφασης υπέρ του ενάγοντος.

Τα σχετικά γεγονότα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την αίτηση της εφεσείουσας για παρεμπίπτον διάταγμα.

Οι εφεσείοντες είναι Βρεττανοουκρανική Κοινοπραξία η οποία συνεστήθη στην Ουκρανία με σκοπό την ανόρυξη και πώληση πετρελαιοειδών.  Η εφεσίβλητη 1 εταιρεία συνεστήθη στην Κύπρο ως υπεράκτια εταιρεία στις 13/11/95 με διοικητικούς συμβούλους τους εφεσίβλητους 2 και 3, οι οποίοι είναι υπάλληλοι του Κύπριου δικηγόρου της εφεσίβλητης 1, το γραφείο του οποίου είναι και το εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσίβλητης 1.

[*1302]

Ευθύς μετά την ίδρυση της εφεσίβλητης 1, οι εφεσίβλητοι 2 και 3, έδωσαν προς κάποιο S. Berezovenko από την Ουκρανία γενικό πληρεξούσιο έγγραφο να ενεργεί εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.

Δυνάμει δύο συμφωνιών ημερ. 20/12/96 και 14/2/97 μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 1, η τελευταία αγόρασε από την εφεσείουσα ποσότητες πετρελαιοειδών συνολικής αξίας $4.185.942 έναντι της οποίας πλήρωσε το ποσό των $3.348.578.  Είχε και στις δύο συμφωνίες συμφωνηθεί ότι θα διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τον Αγγλικό Νόμο και ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων η διαφορά θα υποβαλλόταν σε διαιτησία στην Αγγλία σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Η εφεσίβλητη 1 δεν επλήρωσε ολόκληρο το ποσό του τιμήματος για τις ποσότητες πετρελαίου που της είχαν παραδοθεί και η εφεσείουσα καταχώρησε στην Αγγλία αγωγή απαιτώντας το οφειλόμενο ποσό πλέον τόκους.  Η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε εμφάνιση με την οποία εδείκνυε ότι θα αμφισβητούσε τη δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων, όμως λόγω της απραξίας της θεωρήθηκε ότι είχε αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων.

Η εφεσίβλητη 1 δεν καταχώρησε υπεράσπιση και στις 13/6/2000 εκδόθηκε εναντίον της απόφαση για το ποσό των $1.153.338 με τόκο προς 8% από της εκδόσεως της απόφασης.

Ακολούθως η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε στην Αγγλία δύο αιτήσεις με τις οποίες ζητούσε όπως ακυρωθεί η εκδοθείσα απόφαση εναντίον της.  Στις αιτήσεις εκείνες η εφεσίβλητη 1 ισχυρίστηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη τροποποιητικής συμφωνίας ημερ. 10/4/97 με την οποία η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 συμφώνησαν όπως η πιο πάνω συμφωνία ημερ. 14/2/97 διέπεται από το Ουκρανικό Δίκαιο και όπως σε περίπτωση διαφοράς μια τέτοια διαφορά θα παραπέμπεται για επίλυση στην Ουκρανική διαιτησία. Το Αγγλικό Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω αιτήσεις και η εκδοθείσα απόφαση κατέστη ανέκκλητη.

Στη συνέχεια η εφεσείουσα καταχώρησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αίτηση για εγγραφή της εκδοθείσας Αγγλικής απόφασης και το Δικαστήριο επέτρεψε την εγγραφή στις 12/9/2000.  Αίτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 για ακύρωση της εγγραφείσας απόφασης απορρίφθηκε.

[*1303]Η εφεσίβλητη 1, μετά την επίδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της στην Κύπρο των δικογράφων της αγγλικής αγωγής καταχώρησε στην Ουκρανία αίτηση διαιτησίας, η οποία βασιζόταν επί της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας και με δόλο και ψευδή μαρτυρία ισχυρίστηκε ότι δεν παρέλαβε οποιαδήποτε ποσότητα πετρελαίου από την εφεσείουσα ενώ επροπλήρωσε το ποσό των $3.454.431 για πετρέλαιο το οποίο η εφεσείουσα δεν της παρέδωσε.  Η καταχώρηση αίτησης για ουκρανική διαιτησία απεκρύβη κατά την Αγγλική διαδικασία. Το Ουκρανικό Διαιτητικό Δικαστήριο εδέχθη την πλαστή συμφωνία και τους ψευδείς και παράλογους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης 1 και εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των $2.912.398,51 πλέον $29.123,98 κρατικό τέλος.

Σαν αποτέλεσμα της απόφασης αυτής προέκυψαν δύο αποφάσεις από την ίδια δοσοληψία, μια του Αγγλικού Δικαστηρίου προς όφελος της εφεσείουσας και μια του Ουκρανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου προς όφελος της εφεσίβλητης 1.

Στις 21/9/2000 η εφεσείουσα καταχώρησε την αγωγή 9392/2000 με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, δήλωση του δικαστηρίου ότι η παρουσιαζόμενη ως τροποποιητική συμφωνία ημερ. 10/4/97 είναι πλαστή και κατ’ ακολουθία άκυρη. Επίσης ζήτησε δήλωση ότι η απόφαση που λήφθηκε στην Ουκρανία δεν μπορεί να εκτελεστεί αφού λήφθηκε στη βάση της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας και/ή διά δόλιας διαγωγής των εφεσιβλήτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην Ουκρανία. Περαιτέρω ζήτησε ως αποζημιώσεις τα ποσά που με βάση την απόφαση των Δικαστηρίων στην Ουκρανία έχει διαταχθεί να καταβάλει ως αποτελούντα ζημιά που προκλήθηκε στην εφεσείουσα σαν αποτέλεσμα της πλαστογραφίας του εγγράφου από τους εφεσίβλητους.

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής η εφεσείουσα καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητησε (α) παρεμπίπτον διάταγμα που να παγοποιεί τους λογαριασμούς της εφεσίβλητης στην Τράπεζα μέχρι ποσού $2.941.522,49 και (β) παρεμπίπτον διάταγμα που να παρεμποδίζει την εφεσίβλητη από του να αποσύρει και/ή διαθέσει οποιοδήποτε ποσό χρημάτων το οποίο θα ελαττώσει το ποσό που βρίσκεται στους λογαριασμούς της εφεσίβλητης σε ποσό μικρότερο του ποσού των $2.941.522,49.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί.  Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι με την αίτηση επιδιώ[*1304]κεται διάταγμα τύπου Mareva το οποίο χορηγείται εφόσον πληρούνται οι πιο κάτω τρεις προϋποθέσεις:

α) καλή και συζητήσιμη υπόθεση εναντίον του εναγομένου,

β) ύπαρξη εντός της δικαιοδοσίας περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στον εναγόμενο, και

γ)  πραγματικός κίνδυνος αν δεν εκδοθεί το απαιτούμενο διάταγμα, να μείνει ανικανοποίητη απόφαση, η οποία ενδεχομένως να εκδοθεί στο μέλλον.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις.  Διαπίστωσε όμως ότι δεν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση και απέρριψε την αίτηση.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το μοναδικό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολο της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη.

2.  Οι πιο κάτω παράγοντες είναι σχετικοί στην παρούσα υπόθεση:

α) Η φύση του αντικειμένου του ειδικού διατάγματος.  Πρόκειται για χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό το οποίο πολύ εύκολα μπορεί να μεταφερθεί στο εξωτερικό με συνέπεια να είναι δύσκολος αν όχι αδύνατος ο εντοπισμός του και η ανάκτηση του.

β) Η φύση, η υπόσταση και ο τρόπος λειτουργίας της εφεσίβλητης 1 εταιρείας.  Πρόκειται για υπεράκτια εταιρεία, η οποία δεν διεξάγει εργασίες στην Κύπρο αλλά στο εξωτερικό.  Περαιτέρω οι διοικητικοί σύμβουλοι της δεν ασκούν οποιεσδήποτε εξουσίες αφού έδωσαν γενικό πληρεξούσιο στον Berezovenko από την Ουκρανία για να χειρίζεται εν λευκώ τα πεπραγμένα της εταιρείας.  Μια εταιρεία η οποία διοικείται μόνο από ένα άτομο είναι περισσότερο επιρρεπής προς την παρανομία.

γ)  Η εφεσίβλητη δεν έχει ιδρυθεί προ μακρού χρόνου και δεν έχει οποιαδήποτε φήμη στην Κυπριακή αγορά.  Δεν διεξάγει οποιεσδήποτε  εργασίες στην Κύπρο αλλά μόνο στην Ουκρανία.

δ) Η στάση της εφεσίβλητης 1 στη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου η οποία είναι απόλυτα σχετική με την παρούσα [*1305]διαδικασία ενόψει της στενής σύνδεσης μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών.

3.  Οι πιο πάνω σχετικοί παράγοντες δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σε σχέση με την αιτία αγωγής, η οποία βασίζεται κυρίως σε δόλο, απάτη, πλαστογραφία και ψευδορκία, η εφεσείουσα έχει “καλή συζητήσιμη υπόθεση” εναντιον της εφεσίβλητης 1.  Αυτή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την αιτία ή βάση αγωγής έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.  Είναι αυτονόητο ότι ένας δόλιος και απατηλός εναγόμενος θα φροντίσει να λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση μη ικανοποίησης της απόφασης που θα ήθελε εκδοθεί εναντίον του.

     Οι πιο πάνω παράγοντες δημιουργούν βάσιμο κίνδυνο ότι η απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων θα παραμείνει ανικανοποίητη.

4.  Δεν παραβλέπεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, ανάμεσα σ’ άλλα, όπου διαπιστώνεται η μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων ή παραγόντων.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων. Εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα ως η αίτηση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kaisha v. Karageorghis [1975] 1 W.L.R. 1093,

Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulkcarries S.A. [1975] 2 Lloyd’s Rep. 509,

Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583,

Nemitsas Industries Ltd v. S & S Maritime Lines Ltd a.o. (1976) 1 C.L.R. 302,

Sunoil Bunkering Limited v. Jaouhar Maritime Transport Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 627,

Metro Shipping & Travel Ltd v. Global Cruises S.A. (1989) 1 C.L.R. 182,

[*1306]

Linmare Shipping Co. v. Roustani (1979) 1 C.L.R. 37,

Πρόδρομος Κωνσταντίνου Λτδ κ.ά. ν. Του πλοίου “Nikolay Markin” κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 122,

Α.Β.P. Holdings κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,

Intraco Ltd v. Notis Shipping Corporation [1981] 2 Lloyd’s Rep. 256,

Ashtiani v. Kashi [1986] 3 W.L.R. 647,

Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) [1983] 1 W.L.R. 1412,

PCW (Underwriting Agencies) Ltd v. Dixon (PS) ]1983] 2 Lloyd’s Rep. 197,

C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785,

Third Chandris Shipping Corporation v. Unimarine S.A. [1979] 1 Q.B. 645,

Montecchi v. Shimco (U.K.) Ltd [1979] 1 W.L.R. 1180,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364,

Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923,

Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,

Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473,

Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234,

Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/1/01 (Αρ.�Αγωγής 9392/00) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για [*1307]έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος τύπου Mareva κατά της εναγόμενης εταιρείας 1 για μη αποξένωση περιουσιακών της στοιχείων τα οποία βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Βορκάς για Π. Σαρρή, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση έχει ασκηθεί από την ενάγουσα εταιρεία. Στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στο αντικείμενο του.

Τα γεγονότα:

Τα σχετικά γεγονότα αναφέρονται σε έκταση στην ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα. Παραθέτουμε σύνοψη τους:

Η εφεσείουσα είναι Βρεττανοουκρανική κοινοπραξία η οποία συνεστήθη στην Ουκρανία με σκοπό την ανόρυξη και πώληση πετρελαιοειδών.

Η εναγόμενη-εφεσίβλητη 1 εταιρεία (η εφεσίβλητη) συνεστήθη στην Κύπρο ως υπεράκτια εταιρεία στις 13.11.1995 με διοικητικούς συμβούλους τους εφεσίβλητους 2 και 3. Οι τελευταίοι είναι υπάλληλοι του Κύπριου δικηγόρου της εφεσίβλητης 1, το γραφείο του οποίου είναι και το εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσίβλητης 1. Ευθύς μετά την ίδρυση της εφεσίβλητης 1 ήτοι την 5.12.1995 οι διοικητικοί σύμβουλοι της – οι εφεσίβλητοι 2 και 3 – έδωσαν προς κάποιον Serhiy Berezovenko από το Κίεβο της Ουκρανίας γενικό πληρεξούσιο έγγραφο να ενεργεί εκ μέρους της εφεσίβλητης 1. Ο ρηθείς Berezovenko έκαμε εκτεταμένη χρήση του εν λόγω πληρεξουσίου εγγράφου σε σχέση με τις δοσοληψίες μεταξύ της εφεσίβλητης 1 και της εφεσείουσας.

Δυνάμει δύο συμφωνιών ημερ. 20.12.1996 – η πρώτη – και [*1308]14.2.1997 - η δεύτερη – μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 1 η τελευταία αγόρασε από την εφεσείουσα ποσότητες πετρελαιοειδών συνολικής αξίας $4,185,942 έναντι της οποίας επλήρωσε προς την εφεσείουσα το ποσό των $3,348,578. Είχε και στις δύο συμφωνίες συμφωνηθεί ότι θα διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τον Αγγλικό Νόμο. Είχε, επίσης, συμφωνηθεί όπως σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων η διαφορά θα υποβαλλόταν σε διαιτησία στην Αγγλία από Άγγλο Διαιτητή σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Η εφεσίβλητη 1 δεν επλήρωσε ολόκληρο το ποσό του τιμήματος δια τις ποσότητες πετρελαίου που της είχαν παραδοθεί και η εφεσείουσα, μετά από αλληλογραφία, κατεχώρησε την 18.4.2000 στην Αγγλία ενώπιον του High Court of Justice (Commercial Division) αγωγή με την οποία ζητούσε την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού πλέον τόκους. Η εφεσίβλητη 1 κατεχώρησε εμφάνιση με την οποία εδείκνυε ότι θα αμφισβητούσε τη δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων. Λόγω δε της απραξίας της η εφεσίβλητη 1 εθεωρήθη ότι απεδέχθη τη δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων. Η εφεσίβλητη 1 δεν κατεχώρησε υπεράσπιση εντός των προνοουμένων από τους Αγγλικούς θεσμούς προθεσμιών και στις 13.6.2000 εξεδόθη εναντίον της απόφαση δια το ποσό των $1,153,338 με τόκο προς 8% από της εκδόσεως της απόφασης.

Ακολούθως η εφεσίβλητη 1 κατεχώρησε στην Αγγλία δύο αιτήσεις με τις οποίες ζητούσε όπως ακυρωθεί η εκδοθείσα απόφαση εναντίον της. Στις αιτήσεις εκείνες η εφεσίβλητη 1 ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη τροποποιητικής συμφωνίας ημερ. 10.4.1997 με την οποία η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 συμφώνησαν όπως η πιο πάνω συμφωνία ημερ. 14.2.1997 διέπεται από το Ουκρανικό Δίκαιο και όπως σε περίπτωση διαφοράς μια τέτοια διαφορά θα παραπέμπεται για επίλυση στην Ουκρανική διαιτησία.

Η εφεσείουσα πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας κατά την εκδίκαση των πιο πάνω δυο αιτήσεων της εφεσίβλητης 1.

Το Αγγλικό Δικαστήριο διέταξε την εφεσίβλητη 1 να παρουσιάσει το πρωτότυπο της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας ως όρο για να της δοθεί άδεια να προχωρήσει με την αίτηση της. Η εφεσίβλητη 1 παρέλειψε να προσκομίσει το πρωτότυπο της ισχυριζόμενης συμφωνίας και πρόβαλε ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου σε διάφορες ημερομηνίες αντιφατικούς ισχυρι[*1309]σμούς ως προς την υπογραφή και την απώλεια της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας. Το Αγγλικό Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω αιτήσεις της εφεσίβλητης 1 και η εκδοθείσα απόφαση κατέστη ανέκκλητη.

Στη συνέχεια η εφεσείουσα κατεχώρησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την Αίτηση υπ’ αρ. 551/2000 για εγγραφή της εκδοθείσας Αγγλικής απόφασης και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επέτρεψε την εγγραφή της στις 12.9.2000. Αίτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 για ακύρωση της εγγραφείσας απόφασης απερρίφθηκε στις 23.3.2001.

Η εφεσίβλητη 1 ενώ δεν κατεχώρησε οποιαδήποτε υπεράσπιση στην Αγγλική διαδικασία, στην οποία εμφανίσθηκε στις 17.5.2000, μετά την επίδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της στην Κύπρο των δικογράφων της Αγγλικής αγωγής, κατεχώρησε στην Ουκρανία αίτηση διαιτησίας. Η τελευταία βασιζόταν επί της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας και με δόλο και ψευδή μαρτυρία ισχυρίσθηκε ότι δεν παρέλαβε οποιαδήποτε ποσότητα πετρελαίου από την εφεσείουσα ενώ επροπλήρωσε το ποσόν των $3,454,431 για πετρέλαιο το οποίο η εφεσείουσα συμφώνησε να της παραδώσει και δεν της παρέδωσε. Η καταχώρηση αίτησης για ουκρανική διαιτησία απεκρύβη επιμελώς κατά την Αγγλική διαδικασία. Το Ουκρανικό Διαιτητικό Δικαστήριο όχι μόνο δεν έδωσε επαρκή χρόνο στην εφεσείουσα για ν’  αποδείξει την υπόθεση της αλλά και εδέχθη την πλαστή συμφωνία και τους ψευδείς και παράλογους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης 1 και παρά την συντριπτική γραπτή μαρτυρία εις βάρος της εφεσίβλητης 1 εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των $2,912,398.51 πλέον $29,123.98 κρατικό τέλος.

Σαν αποτέλεσμα της απόφασης αυτής έχουν προκύψει δύο αποφάσεις από την ίδια δοσοληψία – μια του Αγγλικού Δικαστηρίου για το ποσό των $1,153,338.86 προς όφελος της εφεσείουσας και μια του Ουκρανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου για το ποσό των $2,912,398.51 πλέον $29,123.98 κρατικό τέλος προς όφελος της εφεσίβλητης 1.

Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι η ισχυριζόμενη τροποποιητική συμφωνία ήταν πλαστή και ότι η απόφαση του Ουκρανικού Δικαστηρίου εξεδόθη επί τη βάσει της πλαστής εκείνης συμφωνίας και επί τη βάσει ψευδούς μαρτυρίας η οποία προσήχθη δολίως ενώπιον του Ουκρανικού Δικαστηρίου. Έτσι στις 21.9.2000 η εφεσείουσα κατεχώρησε την αγωγή 9392/2000 ενώπιον του [*1310]Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ζήτησε δήλωση του δικαστηρίου ότι η παρουσιαζόμενη ως τροποποιητική συμφωνία ημερ. 10.4.97 είναι πλαστή και κατ’ ακολουθία άκυρη και στερείται νομικής ισχύος. Επίσης ζήτησε δήλωση ότι η απόφαση που λήφθηκε από την εφεσίβλητη 1 εναντίον της εφεσείουσας στην Ουκρανία για το πιο πάνω ποσό των $2.912,398,91 και $29.123,98 κρατικό τέλος πλέον τόκοι δεν μπορεί να εκτελεστεί και δεν έχει ισχύ έναντι της εφεσείουσας αφού λήφθηκε στη βάση της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας και/ή δια δόλου και/ή δολίας διαγωγής των εφεσιβλήτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην Ουκρανία και του δόλου που ασκήθηκε επί των Ουκρανικών Δικαστηρίων. Περαιτέρω ζήτησε ως αποζημιώσεις τα ποσά που με βάση την απόφαση των Δικαστηρίων στην Ουκρανία έχει διαταχθεί η εφεσείουσα να καταβάλει ως αποτελούντα ζημιά που προκλήθηκε στην εφεσείουσα σαν αποτέλεσμα της πλαστογραφίας του εγγράφου από τους εφεσίβλητους.  Τέλος ζήτησε όπως οιονδήποτε ποσό η εφεσείουσα εξαναγκαστεί να πληρώσει και/ή να καταβάλει και/ή να αποστείλει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 σαν αποτέλεσμα και/ή λόγω κακής εκτέλεσης της απόφασης των Ουκρανικών Δικαστηρίων «κρατηθεί προς όφελος της εφεσείουσας εκκρεμούσης της παρούσης αγωγής και/ή θα το κρατήσουν οι εναγόμενοι ως τεκμαιρόμενοι καταπιστευματοδόχοι εκκρεμούσης της αγωγής».

Ταυτόχρονα με την καταχώριση της πιο πάνω αγωγής καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση με την οποία η εφεσείουσα ζήτησε:

«(Α) Παρεμπίπτον διάταγμα παγοποιόν και ή δευσμεύον τους λογαριασμούς της εναγομένης 1 εις την Τράπεζαν Άλφα Λίμιτεδ ((Alpha Bank Ltd), Πλατεία Στυλιανού Λένα, Λευκωσία, Κύπρος, και ή εις οιονδήποτε άλλο παράρτημα αυτής και ή εις οιανδήποτε άλλην τράπεζαν εις Κύπρον μέχρι ποσού $2,941,522.49 (δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών και 49 σεντ) ή το ισόποσον τούτων εις Κυπριακάς λίρας μέχρις ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της αγωγής υπό τον άνω τίτλον και αριθμόν ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

(Β) Παρεμπίπτον διάταγμα παρεμποδίζον τους εναγομένους και ή οιονδήποτε εξ αυτών από του ν’ αποσύρουν και ή διαθέσουν και ή πληρώσουν και ή αποστείλουν εις το εξωτερικόν εκ των ως άνω λογαριασμών της εναγομένης 1 και ή εξ οιουδή[*1311]ποτε λογαριασμού της εις Κύπρον οιονδήποτε ποσόν χρημάτων το οποίον θα ελαττώση το ολικόν ποσόν το οποίον ευρίσκεται ή θα ευρίσκεται κατατεθειμένον εις τους ως άνω λογαριασμούς της εναγομένης 1 ή εις οιονδήποτε εξ αυτών, εάν υπερβαίνη το ποσόν των $2,941,522.49 (δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα μιας χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών και 49 σεντ) εις ποσόν μικρότερον των $2,941,522.49 και εάν το ολικόν ποσόν το οποίον είναι κατατεθειμένον ή θα είναι κατατεθειμένον εις τους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς της εναγομένης 1 δεν υπερβαίνει το ποσόν των $2,941,522.49 (δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα μιας χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών και 49 σεντ) από του ν’ αποσύρουν και ή διαθέσουν και ή πληρώσουν και ή αποστείλουν εις το εξωτερικόν και ή επιτρέψουν εις οιονδήποτε άλλο πρόσωπον να προβή εις οιανδήποτε των ως άνω πράξεων μέχρις ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της αγωγής υπό τον άνω τίτλον και αριθμόν ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη. Η τελευταία κατεχώρησε ένσταση.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε σχετική επιχειρηματολογία εκ μέρους των συνηγόρων των μερών διαπίστωσε ότι με την αίτηση επιδιώκεται διάταγμα τύπου Mareva το οποίο χορηγείται εφόσον πληρούνται οι πιο  κάτω τρεις προϋποθέσεις:

«(α) καλή συζητήσιμη υπόθεση εναντίον του εναγομένου.

(β)   η ύπαρξη εντός της δικαιοδοσίας περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στον εναγόμενο, και

(γ)   ο πραγματικός κίνδυνος αν δεν εκδοθεί το απαιτούμενο διάταγμα εκδοθεισομένη απόφαση στο μέλλον να μείνει ανικανοποίητη.»

Αφού εξέτασε τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις. Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση και απέρριψε την αίτηση. ’Εθεσε το θέμα ως εξής:

[*1312]«Έρχομαι τώρα να εξετάσω εάν οι ενάγοντες έχουν ικανοποιήσει την 3η προϋπόθεση.

Ισχυρίζεται ο ενόρκως δηλών ότι η εναγόμενη 1 εταιρεία είναι εταιρεία μαϊμού. Ανήκει αν όχι εξ ολοκλήρου αλλά κυρίως στον Δρ.Berezovenko, τον οποίο χαρακτηρίζει δόλιο Ουκρανό επιχειρηματία.

Αδυνατώ να αντιληφθώ εάν τα όσα παρατίθενται στην ένορκο δήλωση οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Το γεγονός ότι υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις ως προς ορισμένα γεγονότα και συγκεκριμένα ως προς τη γνησιότητα ή μη της τροποποιητικής συμφωνίας δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Δρ. Berezovenko είναι δόλιος. Ισχυρισμοί γενικοί και αόριστοι δεν μπορούν να αποσείσουν το βάρος που έχει ο ενάγοντας να καταδείξει τον πραγματικό κίνδυνο της τρίτης προϋπόθεσης.  Το γεγονός ότι η εταιρεία των εναγομένων είναι εγγεγραμμένη από το 1995 στην Κύπρο με διοικητικό συμβούλιο, έστω κι αν ενεργούσε σε σχέση με αυτή τη συναλλαγή μέσω αντιπροσώπου κάθε άλλο παρά στο συμπέρασμα ότι είναι εταιρεία μαϊμού οδηγεί. Ούτε ο ισχυρισμός ότι ελέγχεται από δόλιους Ουκρανούς υποστηρίζεται από στοιχεία. Αντίθετα η διάρκεια ζωής της εταιρείας για 5 χρόνια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει κύκλο εργασιών. Η δοσοληψία της με τους ενάγοντες  χωρίς να εξετάζω τις διαφορές τους γιατί δεν είναι του παρόντος, είναι δοσοληψία για σεβαστό ποσό. Έχουν άλλωστε καταβάλει οι εναγόμενοι στους ενάγοντες, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Paul Davies, σεβαστό ποσό μέχρι σήμερα. Αυτά δεν συνηγορούν ότι είναι εταιρεία μαϊμού οι εναγόμενοι.

Η οικονομική κατάσταση των εναγομένων με τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου δεν μπορεί να κριθεί. Τίποτα το συγκεκριμένο δεν αναφέρθηκε. Το γεγονός ότι πρόκειται για υπεράκτια εταιρεία δεν αρκεί για να αποκαλύψει τον πραγματικό κίνδυνο της 3ης προϋπόθεσης. Δεν παραβλέπεται ότι τα σκοπούμενα να δεσμευθούν είναι χρήματα τα οποία εύκολα μετακινούνται. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί για να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

Με τη διαπίστωση ότι δεν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση δεν μπορεί να επιτύχει η αίτηση. Η αίτηση απορρίπτεται.»

Η έφεση.

[*1313]Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της τελευταίας κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι η θέση της πως εν όψει της προσαχθείσας μαρτυρίας και των αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Mareva το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια και δεν εξέδωσε τα αιτηθέντα διατάγματα. Είναι περαιτέρω η θέση της πως η δικαιολογία την οποία έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ανεπαρκής, λανθασμένη και προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης. Τέλος εισηγείται πως «εφ’ όσον επληρούντο όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτηθέντων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων το πρωτόδικο δικαστήριο ώφειλε να τα εκδώση.»

Η εφεσείουσα έχει προβάλει σειρά λόγων για τους οποίους θεωρεί ότι η πρωτόδικη κατάληξη είναι εσφαλμένη.

Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στο διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης 1. Η εφεσείουσα υποστηρίζει, συναφώς, πως είναι «κατ’  όνομα διοικητικοί σύμβουλοι», υπάλληλοι του δικηγόρου της εφεσίβλητης 1, αφού αυτοί έδωσαν γενικό πληρεξούσιο στον κ. Berezovenko από την Ουκρανία «ο οποίος δύναται να χειρίζεται εν λευκώ τα πάντα ..». Λέγει, επίσης, πως οι ξένοι μέτοχοι της εφεσίβλητης 1 «δύνανται καθ’ οιονδήποτε χρόνον ν’ αλλάξουν το διοικητικόν συμβούλιον, το οποίον υπακούει εις αυτούς».

Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην υπόσταση της εφεσίβλητης 1.  Πρόκειται για μια υπεράκτια εταιρεία, η οποία μπορεί να έχει λογαριασμό σε ξένο συνάλλαγμα και να μεταφέρει ελεύθερα εκτός της Κύπρου οποιαδήποτε χρήματα βρίσκονται στο λογαριασμό της.

Ο τρίτος λόγος αναφέρεται στη βάση της αγωγής της εφεσείουσας για την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας. Η αγωγή βασίζεται σε δόλο, απάτη, πλαστογραφία και ψευδορκία.

Ο τέταρτος λόγος αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί καταβολής σεβαστού ποσού από την εφεσίβλητη 1 στην εφεσείουσα. Υποστηρίζεται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι τα χρήματα που πληρώθηκαν από την εφεσίβλητη 1 προς την εφεσείουσα για την αγορά του πετρελαίου πληρώθηκαν από τον λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 στην Κύπρο.

Απο το γεγονός – συνεχίζει η εναγόμενη – ότι η εφεσίβλητη 1 [*1314]πλήρωσε στην Ουκρανία το αντίτιμο του πετρελαίου που αγόρασε, και μεταπώλησε, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα θα βρεί χρήματα στην Κύπρο για να πληρωθεί, εάν κερδίσει την υπόθεση της, και αν πληρώσει στο μεταξύ το ποσό στο οποίο έχει καταδικασθεί παράνομα στην Ουκρανία.

Ο πέμπτος λόγος αναφέρεται στην ουσιαστική επιδίωξη της αίτησης της εφεσείουσας. Η τελευταία έχει – με την αίτηση της – επιδιώξει να δεσμεύσει μόνο το ποσό το οποίο έχει καταδικασθεί από το Ουκρανικό Δικαστήριο να πληρώσει στην εφεσίβλητη 1 και όχι χρήματα της εφεσίβλητης 1. Αναφέρεται, επίσης, στην αξίωση την οποία υπέβαλε η εφεσίβλητη 1 στην εφεσείουσα για να πληρωθεί το ποσό αυτό στον λογαριασμό της στην Κύπρο. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους πιο πάνω δύο παράγοντες. Αντίθετα το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε «υπερβάλλουσαν βαρύτητα εις το ότι η εφεσίβλητη 1 είχε κύκλον εργασιών παραγνωρίσαν πλήρως ότι ο κύκλος εργασιών της ήτο εκτός της Κύπρου και δη εις Ουκρανίαν». Μια εταιρεία  - καταλήγει η εφεσείουσα – που είναι υπεράκτια «και που κατέφυγεν εις πλαστογραφίαν, δόλον, ψευδορκίαν κλπ δεν μπορεί να θεωρηθή σαν μια εταιρεία που θ’ αφήση τους καρπούς της πλαστογραφίας και της απάτης της εις Κύπρον για να τα εισπράξη πίσω η Εφεσείουσα, αν κερδίση την υπόθεσιν της».

Το διάταγμα τύπου Mareva αποτελεί διάταγμα που απογορεύει στον εναγόμενο να μετακινήσει περιουσιακά στοιχεία εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Χορηγήθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία στην υπόθεση Nippon Yusen Kaisha v. Karageorghis [1975] 1 W.L.R. 1093 και στην Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulkcarries S.A. [1975] 2 Lloyd΄s Rep. 509, από την οποία προέρχεται και το όνομα του.   Το Αγγλικό Εφετείο άντλησε τη δικαιοδοσία του από το άρθρο 45 της Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act 1925.

Στην Κύπρο διάταγμα τύπου Mareva μπορεί να εκδοθεί βάσει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν14/60). Οδηγός επί του θέματος είναι οι αρχές που έχουν διατυπωθεί από την αγγλική νομολογία. Αυτό βεβαιώθηκε από τη θεμελιακή απόφαση στην υπόθεση Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583. Στην υπόθεση εκείνη ο Πικής, Δ. – όπως ήταν τότε – υπέδειξε πως η «διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για χορήγηση διατάγματος τύπου Mareva πρέπει να ασκείται με μεγάλη περίσκεψη και πάντοτε λαμβανομένου δεόντως υπόψη των ειδικών σκοπών του Νόμου, και κυρίως σαν βοήθημα στη διαδικασία εκτέλεσης, το οποίο στοχεύει στην πρόληψη ενεργειών που τείνουν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας»*. Η αγγλική νομολογία έχει υιοθετηθεί και από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση.

Στην Nemitsas Industries Ltd v. S & S Maritime Lines Ltd and Others (1976) 1 C.L.R. 302 (απόφαση Α. Λοΐζου, Δ. - όπως ήταν τότε), μετά που είχε διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 χορηγήθηκε διάταγμα τύπου Mareva σε σχέση με χρηματικό ποσό το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε τράπεζα. Κρίθηκε ότι τυχόν απόσυρση του ποσού ή μετακίνηση του εκτός Κύπρου θα είχε σαν συνέπεια να μην μπορούν “να το ανακτήσουν οι ενάγοντες και να υποστούν μεγάλη αδικία την οποία το δικαστήριο είχε εξουσία ν’ αποτρέψει”.

Στην Sunoil Bunkering Limited v. Jaouhar Maritime Transport Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 627 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ. - όπως ήταν τότε) επαναβεβαιώθηκε ο σκοπός του διατάγματος τύπου Mareva. Λέχθηκε: “Ο σκοπός του διατάγματος τύπου Mareva είναι η διατήρηση περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένου και πλοίου που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας, για να καταστεί δυνατό για τον ενάγοντα να προχωρήσει με την εκτέλεση όταν εκδίδεται απόφαση του δικαστηρίου υπέρ του”.

Η Metro Shipping & Travel Ltd v. Global Cruises S.A. (1989) 1 C.L.R. 182, 187 (απόφαση Δημητριάδη, Δ.) αποτέλεσε ακόμη μια απόφαση δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση στην οποία χορηγήθηκε διάταγμα τύπου Mareva. Κρίθηκε: “Εκτός αν χορηγηθεί παρεμπίπτον διάταγμα, σε περίπτωση που οι ενάγοντες πετύχουν, υπάρχει κίνδυνος πριν από την  εκτέλεση οι εναγόμενοι να μετακινήσουν τα χρήματα τους εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων” (Βλ. και Linmare Shipping Co. v. Roustani (1979) 1 C.L.R. 37).

Διάταγμα τύπου Mareva εκδόθηκε και στην Πρόδρομος Κωνσταντίνου Λτδ και άλλοι ν. Του Πλοίου “Nikolay Markin” κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 122 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε). Υποδεί[*1316]χθηκε ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος τύπου Mareva, βάσει του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60, αναγνωρίσθηκε στην Pastella Marine (πιο πάνω).

Επισκόπηση της πορείας της νομολογίας και της εξέλιξης της δικαστικής πρακτικής στην έκδοση από τα Κυπριακά και Αγγλικά Δικαστήρια διαταγμάτων τύπου Mareva έγινε και στην Α.B.P. Holdings κ.α. ν. Κιταλίδη κ.α. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.).

Στην Αγγλία είναι καλώς θεμελιωμένο ότι διάταγμα τύπου Mareva χορηγείται σε σχέση με απειλούμενη εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας (Intraco Ltd v. Notis Shipping Corporation [1981] 2 Lloyd΄s Rep. 256, Ashtiani v. Kashi [1986] 3 W.L.R. 647). 

Στην Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) [1983] 1 W.L.R. 1412, 1422 λέχθηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολο της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.

Στην PCW (Underwriting Agencies) Ltd v. Dixon (PS) [1983] 2 Lloyd΄s Rep. 197, 201 λέχθηκε ότι ανκαι ο ενάγων δεν χρειάζεται να αποδείξει άνομη πρόθεση το δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι:

«Σκοπός της δικαιοδοσίας δεν είναι η εξασφάλιση προτεραιότητας για τον ενάγοντα, ακόμη λιγότερο, να τιμωρήσει τον εναγόμενο για ισχυριζόμενα παραπτώματα του. Ο μοναδικός σκοπός ή δικαιολογία για το διάταγμα τύπου Mareva είναι να αποτρέψει την απόσπαση με απάτη του προϊόντος της αγωγής των εναγόντων σε περίπτωση επιτυχίας της, είτε με το να μεταφέρει ο εναγόμενος τα περιουσιακά του στοιχεία στο εξωτερικό ή με το να τα εξαφανίσει εντός της δικαιοδοσίας.»*

Η απουσία πρόθεσης για αποξένωση περιουσίας έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη δική μας νομολογία. Στην πρόσφατη απόφαση στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, η οποία αφορούσε την έκδοση προσωρινού διατάγματος απαγορευτικού της αποξένωσης ακινήτου, το οποίο δεν αποτελούσε το αντικείμενο της αγωγής, έγινε επισκόπηση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Τονίσθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.:

«Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία (Βλ. Lakatamitis, ανωτέρω, στη σελ. 525)...... Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοϊζου, Π. στην Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54 εκδίδεται το διάταγμα ‘ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μη μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων’.  Τα ίδια και στην Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στη σελ. 785, εκείνο που απαιτείται είναι ‘η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος’.»

(Βλ. και Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2111).

Στην Niedersachsen, The (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι ο ενάγων πρέπει να προσάψει «στέρεη μαρτυρία» προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η απόφαση δεν θα ικανοποιηθεί.

Στο βιβλίο “Mareva Injunctions Law and Practice” των Steven Gee και Geraldine Mary Andrews υποδεικνύεται ότι εφόσον η κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά είναι αδύνατο να τεθούν γενικοί καθοδηγητικοί κανόνες ως προς το πως και πότε ικανοποιείται αυτό το αποδεικτικό βάρος. Ωστόσο – συνεχίζουν οι ευπαίδευτοι συγγραφείς – μερικοί από τους παράγοντες οι οποίοι δυνατόν να είναι σχετικοί είναι οι εξής:

“(1) The nature of the assets which are the proposed subject of [*1318]the injunction, and the ease or difficulty with which they could be disposed of or dissipated.  The plaintiff may find it easier to establish the risk of dissipation of a bank account, or of moveable chattels, than the risk of the defendant disposing of real estate, eg his house or office….................…

(2)   The nature and financial standing of the defendant΄s business.................................................................................…

(3)   The length of the defendant΄s establishment in business. Stronger evidence of potential dissipation will be needed where the defendant is a long-established company with a reasonable market reputation than where little or nothing is known or can be ascertained about it.

(4)   The domicile or residence of the defendant …........................

(5)   If the defendant is a foreign company, partnership, or trader, the country in which it has been registered or has its main business address, and the availability or non-availability of any machinery for reciprocal enforcement ............................

(6)   The defendant΄s past or existing credit record……................

(7)   Any expressed intention on the part of the defendant as to his future dealings with his English assets.

(8)   Connections between a defendant company and other                   companies which have defaulted on arbitration awards or judgments ….............................................................................

(9)   The defendant΄s behaviour in response to the plaintiff΄s claims: a pattern of evasiveness, or unwillingness to participate in the litigation or arbitration, or raising thin defences after admitting liability, or total silence, may be factors which assist the plaintiff.” 

Σε μετάφραση:

«(1)            Η φύση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία συνιστούν το προτεινόμενο αντικείμενο της αγωγής και η ευκολία ή δυσκολία με την οποία θα μπορούσαν να διατεθούν ή εξαφανισθούν. Ο ενάγων μπορεί ευκολότερα να αποδείξει τον κίνδυνο εξαφάνισης ενός τραπεζικού λογαριασμού, ή κινητών αντικειμένων, από τον κίνδυνο διάθεσης ακινήτων π.χ. την κατοικία του ή το γραφείο του .........

(2)   H φύση και οικονομική υπόσταση της επιχείρησης του εναγομένου ..............................................................................

(3)   Η διάρκεια της καθιέρωσης της επιχείρησης του εναγομένου. Χρειάζεται ισχυρότερη μαρτυρία για ενδεχόμενη εξαφάνιση όπου ο εναγόμενος είναι μια προ πολλού καθιερωθείσα εταιρεία με εύλογη φήμη στην αγορά παρά εταιρεία [*1319]για την οποία λίγο ή τίποτε είναι γνωστά ή μπορούν να εξακριβωθούν.

(4)   Η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του εναγομένου ....................

(5)   Αν ο εναγόμενος είναι αλλοδαπή εταιρεία, συνεταιρισμός, ή εμπορευόμενος, η χώρα στην οποία έχει εγγραφεί, ή έχει την κυρίως διεύθυνση των εργασιών του, και το διαθέσιμο ή μη οποιουδήποτε μηχανισμού για αμοιβαία εκτέλεση ...................................................................................................

(6)   Το προηγούμενο ή υφιστάμενο πιστωτικό μητρώο του εναγομένου ..............................................................................

(7)   Οποιαδήποτε εκφρασθείσα πρόθεση εκ μέρους του εναγομένου αναφορικά με τις δοσοληψίες του με τα εντός της δικαιοδοσίας περιουσιακά του στοιχεία.

(8)   Σχέσεις μεταξύ της εναγόμενης εταιρείας και άλλων εταιρειών οι οποίες δεν ικανοποίησαν διαιτητικές αποφάσεις ή δικαστικές αποφάσεις .........................................................

(9)   Η συμπεριφορά του εναγομένου έναντι της αξίωσης του ενάγοντα:  Σχέδιο υπεκφυγής , ή απροθυμίας να λάβει μέρος στη διαδικασία ή διαιτησία, ή η έγερση αδύνατων υπερασπίσεων μετά την αποδοχή ευθύνης, ή συνολική σιωπή, δυνατόν να είναι παράγοντες που βοηθούν τον ενάγοντα.» 

Ο παράγων της ευκολίας ή δυσκολίας μεταφοράς ή εξαφάνισης των περιουσιακών στοιχείων επισημαίνεται με γλαφυρό τρόπο από τον Lawton L.J. στη θεμελιακή υπόθεση Third Chandris Shipping Corporation ν. Unimarine S.A. [1979] 1 Q.B. 645, 670:

“Nowadays defaulting on debts has been made easier for the foreign debtor by the use of corporations, many of which hide the indentities of those who control them, and of so-called flags of convenience together with the development of world wide banking and swift communications. By a few words spoken into a radio telephone or tapped out on a telex machine bank balances can be transferred from one country to another and within seconds can come to rest in a bank which is untraceable or, even if known, such balances cannot be reached by any effective legal process.”

Σε μετάφραση:

«Τη σημερινή εποχή η παράλειψη πληρωμής χρέους έχει καταστεί ευκολότερη για τον αλλοδαπό οφειλέτη με τη χρήση εταιρειών, μερικές από τις οποίες αποκρύβουν τις ταυτότητες εκεί[*1320]νων που τις ελέγχουν, και των ούτω καλουμένων σημαίων ευκαιρίας μαζί με την ανάπτυξη τραπεζικών επιχειρήσεων πάνω σε παγκόσμια βάση και γρήγορης επικοινωνίας.  Με λίγες λέξεις, οι οποίες ομιλούνται στο ράδιο-τηλέφωνο ή μεταφέρονται στο τηλεμηχάνημα υπόλοιπα τραπεζών μπορούν να μεταφερθούν από μια χώρα σε άλλη και εντός δευτερολέπτων μπορούν να αναπαύονται σε τράπεζα η οποία είναι ανεξιχνίαστη ή έστω και αν είναι γνωστή, αυτά τα υπόλοιπα δεν μπορούν να αγγιχθούν με οποιαδήποτε αποτελεσματική δικαστική διαδικασία.»

Στο βιβλίο του Marion Hetheringhton “Mareva Injunctions” σελ. 46 υποδεικνύεται ότι η πραγματική αρχή η οποία διέπει το στοιχείο της μεταφοράς ή διάθεσης περιουσιακών στοιχείων είναι ότι ο ενάγων θα παραμείνει με μια ανικανοποίητη απόφαση.   Ο ευπαίδευτος συγγραφέας παραπέμπει στο πιο κάτω απόσπασμα από την εφετειακή απόφαση στην Montecchi v. Shimco (U.K.) Ltd [1979] 1 W.L.R. 1180, 1183:

“… the basis of the Mareva injunction is that there has to be a real reason to apprehend that if the injunction is not made, the intending plaintiff in this country may be deprived of a remedy against the foreign defendant whom he seeks to sue.”

Σε μετάφραση:

«... η βάση του διατάγματος τύπου Mareva είναι ότι πρέπει να υπάρχει βάσιμος λόγος για φόβο ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα ο προτιθέμενος ενάγων σ’ αυτή τη χώρα θα στερηθεί μιας θεραπείας εναντίον ενός αλλοδαπού εναγομένου τον οποίο επιδιώκει να εναγάγει.»

Με βάση τα όσα έχουμε παραθέσει πιο πάνω το μοναδικό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη.

Οι σχετικοί με την επίλυση του ζητήματος που έχουμε θέσει παράγοντες έχουν παρατεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 13-15).

Έχουμε την άποψη πως οι πιο κάτω παράγοντες είναι σχετικοί στην παρούσα υπόθεση.

Ο πρώτος παράγοντας είναι η φύση του αντικειμένου του ειδικού διατάγματος. Πρόκειται για χρηματικό ποσό σε τραπεζικό [*1321]λογαριασμό το οποίο πολύ εύκολα μπορεί να μεταφερθεί στο εξωτερικό με συνέπεια να είναι δύσκολος αν όχι αδύνατος ο εντοπισμός του και η ανάκτηση του (βλ. παράγοντα 1).

Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τη φύση, την υπόσταση και τον τρόπο λειτουργίας της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Πρόκειται για υπέρακτια εταιρεία η οποία δεν διεξάγει εργασίες στην Κύπρο αλλά στο εξωτερικό. Περαιτέρω οι διοικητικοί σύμβουλοι της δεν ασκούν οποιεσδήποτε εξουσίες αφού έδωσαν γενικό πληρεξούσιο στον εν λόγω Berezovenko από την Ουκρανία για να χειρίζεται «εν λευκώ» τα πεπραγμένα της εταιρείας. Θεωρούμε ότι μια εταιρεία η οποία διοικείται μόνο από ένα άτομο είναι περισσότερο επιρρεπής προς την παρανομία.

Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με την διάρκεια ζωής της εφεσίβλητης 1. Δεν έχει ιδρυθεί προ μακρού χρόνου και δεν έχει οποιαδήποτε φήμη στην Κυπριακή αγορά. Δεν διεξάγει οποιεσδήποτε εργασίες στην Κύπρο αλλά μόνο στην Ουκρανία. 

Ένας άλλος παράγοντας σχετίζεται με την συμπεριφορά της εφεσίβλητης 1 στη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου.  Ενώ είχε υποβάλει αίτηση για την ακύρωση της απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον της με έρεισμα την τροποποιητική συμφωνία, η οποία αποτέλεσε το βάθρο της απόφασης του Ουκρανικού Δικαστηρίου και ενώ είχε διαταχθεί από το Αγγλικό Δικαστήριο να παρουσιάσει το πρωτότυπο της ισχυριζόμενης τροποποιητικής συμφωνίας, παρέλειψε να το παρουσιάσει και πρόβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς ως προς την υπογραφή και την απώλεια της τροποποιητικής συμφωνίας. Επίσης απέκρυψε το γεγονός της καταχώρισης αίτησης για Ουκρανική διαιτησία.

Παρόλο ότι σύμφωνα με τον παράγοντα 9 (βλ. σελ. 14, πιο πάνω) αυτό που λαμβάνεται υπόψη είναι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης στην παρούσα διαδικασία θεωρούμε ότι οι δύο διαδικασίες – η Αγγλική και η παρούσα  - είναι στενά συνδεδεμένες.   Επομένως η στάση της εφεσίβλητης στην Αγγλική διαδικασία είναι απόλυτα σχετική.

Έχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω σχετικοί παράγοντες δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Περαιτέρω:  Όπως έχουμε υποδείξει πιο πάνω (βλ. σελ. 13) η κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά και είναι αδύνατο να τεθούν γενικοί καθοδηγητικοί κανόνες.  Επομένως ο κατάλογος των παραγόντων που έχουμε παραθέσει πιο πάνω (βλ. σελ. 13-[*1322]15) δεν είναι εξαντλητικός. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η βάση της αγωγής και γενικά τα όσα αποδίδονται στον εναγόμενο από τον ενάγοντα αποτελούν ένα σχετικό και καθοριστικό παράγοντα. Στην παρούσα υπόθεση η αγωγή βασίζεται κυρίως σε δόλο, απάτη, πλαστογραφία και ψευδορκία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι σε σχέση με την πιο πάνω αιτία αγωγής η εφεσείουσα έχει «καλή συζητήσιμη υπόθεση» εναντίον της εφεσίβλητης 1. Έχουμε την άποψη πως αυτή η διαπίστωση του δικαστηρίου σε συνάρτηση με την αιτία ή βάση της αγωγής έπρεπε να είχει ληφθεί υπόψη. Είναι αυτονόητο ότι ένας δόλιος και απατηλός εναγόμενος θα φροντίσει να λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση μη ικανοποίησης της απόφασης που θα ήθελε εκδοθεί εναντίον του.

Η εφεσείουσα τόνισε ότι με το επίδικο διάταγμα είχε επιδιώξει να δεσμεύσει μόνο το ποσό το οποίο είχε καταδικασθεί να πληρώσει στην εφεσίβλητη 1 από το Ουκρανικό Δικαστήριο και όχι χρήματα της εφεσίβλητης 1. Τόνισε, επίσης, ότι η εφεσίβλητη 1 της είχε ζητήσει να το καταθέσει στο λογαριασμό της στην Κύπρο. Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε και αυτό τον παράγοντα σχετικό, ο οποίος, όμως δεν λήφθηκε υπόψη. Σημειώνουμε ότι το ποσό αυτό δεν είχε κατατεθεί στο λογαριασμό της εφεσίβλητης 1. Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη Νομολογία (βλ. Third Chandris Shipping Corporation (πιο πάνω)) υπέδειξε πως ήταν δυνατή η χορήγηση παρεμπίπτοντος διατάγματος σε σχέση με χρηματικά ποσά που αναμένεται να βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας στο  μέλλον και δεν έχει εκδηλωθεί διαφωνία από τους εφεσίβλητους ως προς αυτή την πτυχή.

Λαμβάνουμε υπόψη τους παράγοντες που έχουμε απαρριθμήσει πιο πάνω οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη. Θεωρούμε ότι αυτοί δημιουργούν βάσιμο κίνδυνο ότι η απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων θα παραμείνει ανικανοποίητη.

Δεν παραβλέπουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, ανάμεσα σ’ άλλα, όπου διαπιστώνεται η μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων ή παραγόντων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364, Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. [*1323]473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).

Η μη λήψη υπόψη των σχετικών παραγόντων που έχουμε καταγράψει πιο πάνω, οι οποίοι δημιουργούν βάσιμο κίνδυνο για τη μη ικανοποίηση της απόφασης, δικαιολογεί την επέμβαση μας.  Θεωρούμε ότι ήταν επιτρεπτή, δίκαιη και πρόσφορη η έκδοση του αιτηθέντος διατάγματος.

Έπεται πως η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα ως η αίτηση.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων. Εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα ως η αίτηση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο