(2001) 1 ΑΑΔ 1342
[*1342]18 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. STEVEN BUSH,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ BUSH,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΙΑΝΝAΚΗ ΓΙΑΝΝH,
Εφεσιβλήτου.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 10382)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης ― Μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό ― Αποτελεί λόγο απόρριψής της.
Ο εφεσίβλητος κίνησε κατά των εφεσειόντων αγωγή αξιώνοντας ποσό £5.598 πλέον τόκο ως υπόλοιπο οφειλόμενο λόγω εκτελεσθείσας εργασίας για την ανέγερση κατοικίας τους. Οι εφεσείοντες δεν καταχώρησαν εμφάνιση εντός της νενομισμένης προθεσμίας και στις 7/1/97 εκδόθηκε απόφαση. Στις 27/1/98 καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες αίτηση για παραμερισμό της απόφασης και για αναστολή εντάλματος κινητών που είχε εκδοθεί στο μεταξύ.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης προέκυψε “εκ παραδρομής” λόγω απουσίας τους στο εξωτερικό και λόγω των εορτών των Χριστουγέννων του 1996, ενώ η εν συνεχεία καθυστέρηση αποδόθηκε σε απώλεια, από τους δικηγόρους τους, του φακέλου στον οποίο ευρίσκοντο ολα τα σχετικά στοιχεία. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, αμφισβήτησαν το ποσό της αξίωσης “ως υπερβολικό και υπέρογκο” και προέβαλαν πως υπήρχαν “κακοτεχνίες και ατέλειες” για τις οποίες θα υπέβαλαν ανταξίωση. Ο εφεσίβλητος στην ένσταση του υποστήριξε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και παρέθεσε τη δική του εκδοχή αναφορικά με το έργο για να καταδείξει ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση ή ανταπαίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως η μαρτυρία την οποία οι [*1343]εφεσείοντες προσήγαγαν δικαιολογούσε την επί της ουσίας υπεράσπιση. Θεώρησε όμως πως υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί και απέρριψε την αίτηση.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η πρωτόδικη θεώρηση αναφορικά με τον παράγοντα καθυστέρησης, σε σχέση με τον οποίο οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρο βάρος.
Αποφασίστηκε ότι:
Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ.10, εξουσίας η οποία δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώρηση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.
Ενόψει της σημειωθείσας μακράς καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό δεν θα μπορούσε εύλογα να αναμενόταν ευμενής αντίκρυση. Παρόλο που ο χρόνος δεν προσδιορίστηκε θετικά, συνάγεται πως δεν θα έπρεπε να απέχει πολύ από την έκδοση της απόφασης. Η αδράνεια των εφεσειόντων μέχρι που να θεωρήσουν ότι ήταν έτοιμοι, με άγνωστο το πότε, δεν ήταν δικαιολογημένη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 24/11/98 (Αρ. Αγωγής 12274/96) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους ημερομηνίας 27/1/98 για παραμερισμό της εναντίον τους απόφασης ημερομηνίας 7/1/97 και αναστολή του εντάλματος παραλαβής κινητών του.
[*1344]
Γ. Κακογιάννης γι’ αυτόν Α. Δημητρίου, για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Σχίζας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κίνησε κατά των εφεσειόντων αγωγή, αξιώνοντας ποσό £5.598, πλέον τόκο, ως υπόλοιπο οφειλόμενο λόγω εκτελεσθείσας εργασίας για την ανέγερση κατοικίας τους. Η αγωγή, με κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο, καταχωρίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1996 και επιδόθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1996. Οι εφεσείοντες επικοινώνησαν με τους δικηγόρους τους και πήραν τα σχετικά έντυπα για να εξουσιοδοτήσουν εμφάνιση στην αγωγή. Ωστόσο, παρέλειψαν έγκαιρα να ανταποκριθούν. Σημειώνεται σχετικά ότι κατά τον Δεκέμβριο του 1996 μετέβησαν στο εξωτερικό, ήτοι στο Ντουπάϊ για περίοδο τριών εβδομάδων. Παρελθούσης της προθεσμίας για καταχώριση εμφάνισης, ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στο Δικαστήριο για απόφαση και, στις 7 Ιανουαρίου 1997, εκδόθηκε απόφαση. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1997, οι συνήγοροι των εφεσειόντων παρέδωσαν στο Πρωτοκολλητείο σημείωμα εμφάνισης, το οποίο βέβαια δεν είχε πλέον νόημα. Στις 10 Απριλίου 1997, αφού πέρασαν τρεις μήνες, ο δικηγόρος που τότε χειριζόταν την υπόθεση των εφεσειόντων απέστειλε στο συνήγορο του εφεσιβλήτου τηλεομοιότυπο με το οποίο ζητούσε να πληροφορηθεί σε ποιό στάδιο βρισκόταν η υπόθεση. Αφήνουμε αυτό το διάβημα χωρίς σχόλιο.
Η επόμενη κίνηση από μέρους των εφεσειόντων ήταν η καταχώριση αίτησης, στις 27 Ιανουαρίου 1998, για παραμερισμό της απόφασης και για αναστολή εντάλματος κινητών που είχε εκδοθεί στο μεταξύ. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της 2ης εφεσείουσας με την οποία εξηγούσε ότι η μη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης προέκυψε “εκ παραδρομής” λόγω απουσίας της ιδίας και του συζύγου της - (1ου εφεσείοντος) - στο εξωτερικό και λόγω των εορτών των Χριστουγέννων του 1996, ενώ την εν συνεχεία καθυστέρηση απέδωσε σε απώλεια, από τους δικηγόρους τους, του φακέλου τον οποίο τους είχαν παραδώσει και στον οποίο ευρίσκοντο όλα τα σχετικά με το θέμα στοιχεία. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, αμφισβήτησε το ποσό της αξίωσης “ως υπερβολικό και υπέρογκο” και προέβαλε πως υπήρχαν “κακοτεχνίες και ατέλειες” για τις [*1345]οποίες θα υπέβαλλε ανταξίωση. Παρέπεμπε σχετικά σε πιστοποίηση του επιβλέποντα αρχιτέκτονα, ημερ. 7 Απριλίου 1997, ότι σημειώθηκαν “αστοχίες ή ατέλειες”. Έπειτα, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες καταχώρισαν συμπληρωματική ένορκη δήλωση του αρχιτέκτονα Σπύρου Τσιάππα, ημερ. 19 Μαρτίου 1998, η οποία παρέπεμπε σε δική του έκθεση με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1997. Η έκθεση περιλάμβανε λεπτομερή στοιχεία και ποσά.
Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση στην αίτηση. Υποστήριξε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και παρέθεσε τη δική του εκδοχή αναφορικά με το έργο για να καταδείξει ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση ή ανταπαίτηση.
Κατά την ακρόαση της αίτησης δόθηκε μαρτυρία από δικηγόρο που απασχολείτο στο ίδιο γραφείο. Κατέθεσε πως κατά το 1997, ίσως εντός του πρώτου εξαμήνου, ο φάκελος των εφεσειόντων αναζητήθηκε αλλά δεν εντοπίστηκε. Το ίδιο, καθώς πρόσθεσε, είχε συμβεί και με άλλους φακέλους λόγω της μετακίνησης και φύλαξής τους σε χώρους άλλους από τους συνηθισμένους, εξαιτίας ανακαίνισης του γραφείου. Ο φάκελος βρέθηκε όταν η ανακαίνιση συμπληρώθηκε. Η εξήγηση συνοψίζεται στο εξής απόσπασμα της μαρτυρίας:
“Τον καιρό που ανακαινίζαμε το γραφείο μας και με την αγορά του δεύτερου γραφείου φαίνεται ότι ορισμένοι φακέλλοι είχαν μπει σε ρόνεο φάϊλς και ήταν πίσω από βιβλιοθήκη κτλ, και με την τελική ανακαίνιση του γραφείου ανεβρέθηκε.”
Κατέθεσε και η 2η εφεσείουσα η οποία επίσης αναφέρθηκε στην απώλεια του φακέλου. Σύμφωνα με ό,τι μπορούσε να θυμηθεί, την απώλεια του φακέλου την πληροφορήθηκε από τον δικηγόρο που χειριζόταν την υπόθεση, ίσως μέσα στον Φεβρουάριο του 1997. Για δε την ανεύρεση του φακέλου έλαβε γνώση τον Δεκέμβριο του 1997 ή τον Ιανουάριο του 1998.
Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17 θ. 10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της [*1346]δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae ut sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.
Το Δικαστήριο δέχθηκε πως η μαρτυρία την οποία οι εφεσείοντες προσήγαγαν δικαιολογούσε την επί της ουσίας υπεράσπιση. Θεώρησε όμως πως υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί. Επεσήμανε, σχετικά με αυτό, πως η έκθεση του δεύτερου αρχιτέκτονα κ. Σπύρου Τσιάππα δεν βρισκόταν στον απωλεσθέντα φάκελο. Και απέρριψε την αίτηση.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η πρωτόδικη θεώρηση αναφορικά με τον παράγοντα καθυστέρησης, σε σχέση με τον οποίο οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρο βάρος. Εισηγήθηκαν ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία προέκυπτε πως έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν για να ετοιμαστεί η αίτηση παραμερισμού( και υπέβαλαν ότι δόθηκε πλήρης εξήγηση για τους λόγους της καθυστέρησης. Ανέφεραν, πιο συγκεκριμένα, ότι η έκθεση του κ. Σπύρου Τσιάππα δεν βρισκόταν στο φάκελο διότι είχε ετοιμαστεί μεταγενέστερα, ήτοι, στις 3 Μαρτίου 1998 και όχι στις 3 Μαρτίου 1997, ημερομηνία η οποία εκ παραδρομής είχε αναγραφεί σε αυτήν, και ότι όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων αυτή ετοιμάστηκε λήφθηκαν από το φάκελο μετά την ανεύρεση του, που σήμαινε πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε το συσχετισμό μεταξύ του φακέλου και της εν λόγω έκθεσης. Προσθέτουμε πάντως και την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν περιλήφθηκαν στο αποδεικτικό υλικό που συνόδευε την αίτηση για παραμερισμό όπως και την υπόδειξη, στην οποία προέβη, πως σε εκείνο το στάδιο δεν αναμενόταν η απόδειξη των επί της ουσίας ισχυρισμών των εφεσειόντων.
Έχουμε, με κάθε εκτίμηση, την άποψη ότι ενόψει της σημειωθείσας μακράς καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό δεν θα μπορούσε εύλογα να αναμενόταν ευμενής αντίκρυση. Ο λόγος που δόθηκε σχετικά με το φάκελο δεν σήμαινε στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από κάποια δυσκολία στον εντοπισμό του αφού, καθώς είναι προφανές, αν κανείς έψαχνε θα τον εύρισκε έγκαιρα. Αλλά και εντελώς αδύνατη να ήταν η έγκαιρη ανεύρεση του φακέλου, οι εφεσείοντες θα έπρεπε να κινούσαν το μηχανισμό για παραμερισμό ευθύς μόλις έλαβαν γνώση για την έκδοση της απόφασης και να αντιμετώπιζαν τις όποιες δυσκολίες στο πλαίσιο της διαδικασίας. Παρόλον που ο χρόνος δεν προσδιορίστη[*1347]κε θετικά, συνάγεται πως δεν θα έπρεπε να απέχει πολύ από την έκδοση της απόφασης. Η αδράνεια των εφεσειόντων μέχρι που να θεωρήσουν πως ήταν έτοιμοι, με άγνωστο το πότε, δεν ήταν δικαιολογημένη. Δεν διακρίνουμε λόγο για επέμβαση στην πρωτόδικη κρίση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο