Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγόρη Γρηγορίου και Άλλης (2001) 1 ΑΑΔ 1357

(2001) 1 ΑΑΔ 1357

[*1357]18 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

2. ΝΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10178)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα αξιοπιστίας πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, οι οποίοι είναι ασφαλιστές, συνήψαν με τον εφεσίβλητο 1 - εναγόμενο 1 γραπτή σύμβαση συνεργασίας, με πληρωμή προμήθειας, ημερομηνίας 15/2/92. Ο εφεσίβλητος 1, ανέλαβε μεταξύ άλλων, την εξεύρεση πελατών με σκοπό την παραγωγή ασφαλειών από τους εφεσείοντες.  Η εφεσίβλητη 2 - εναγόμενη 2 εγγυήθηκε την τήρηση της σύμβασης από τον εφεσίβλητο 1.

Τον Απρίλιο του 1993 ο εφεσίβλητος 1, τερμάτισε τη σύμβαση και οι εφεσείοντες με αγωγή που κίνησαν εναντίον των εφεσίβλητων αξίωσαν το ποσό των £3193.- ως “ληφθέν από τον εναγόμενο έναντι προμηθειών ή αμοιβής ή ως δάνειο”.  Αξίωσαν επίσης αποζημιώσεις υπό μορφή τόκων, τόκους και έξοδα.

Το πρωτόδικο Δικαστήρο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες διακρινόταν από αοριστία και ασάφεια σε βαθμό που καθιστούσαν τη μαρτυρία αναξιόπιστη και απέρριψε την αγωγή.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης συγκλίνουν στο ότι υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση της μαρτυρίας των εφεσειόντων.  Οι εφεσείοντες προσπάθησαν να καταδείξουν ότι η μαρτυρία ήταν σαφής και ότι παρείχε τα εχέγ[*1358]γυα μιας καθ’ όλα συγκροτημένης και αξιόπιστης μαρτυρίας στη βάση της οποίας, το δικαστήριο μπορούσε να στηριχθεί και να εκδώσει υπέρ τους απόφαση ως η απαίτηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν είναι έργο του Εφετείου η εξ υπαρχής αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο του Εφετείου εξαντλείται στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με βάση τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ακούει και αξιολογεί τους μάρτυρες. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που άπτονται της αξιοπιστίας, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αξιόπιστη.

2.  Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με προσοχή τη μαρτυρία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα.  Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες στο σύνολο της πράγματι πάσχει από ασάφεια και αοριστία σε τέτοιο βαθμό που κανένα Δικαστήριο λογικά δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σ’ αυτή για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και διαπιστώσεων αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς κατά πόσο η μαρτυρία που είχε ενώπιον του ήταν επαρκής και αξιόπιστη ώστε να αποτελέσει το ασφαλές υπόβαθρο για τη συναγωγή συμπερασμάτων και τη διατύπωση διαπιστώσεων.  Η κατάληξη επί τούτου ήταν αρνητική και δικαιολογείται δεόντως.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691,

Pioneer Candy Ltd κ.ά. ν. Στέλιου Τρύφωνα & Υιών (1981) 1 C.L.R. 540.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 29/1/98 (Αρ. Αγωγής [*1359]5670/93) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους εναντίον των εναγομένων για ποσό £3.193 συν τόκους και έξοδα ως ποσού ληφθέντος από τον εναγόμενο 1 έναντι προμηθειών ή αμοιβής του για τις υπηρεσίες εξεύρεσης πελατών με σκοπό την παραγωγή ασφαλειών από τους εφεσείοντες.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Σ. Σταυρινός, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, οι οποίοι είναι ασφαλιστές, συνήψαν με τον εφεσίβλητο 1 γραπτή σύμβαση συνεργασίας ημερ. 15.2.1992. Ο εφεσίβλητος 1, ανέλαβε μεταξύ άλλων, την εξεύρεση πελατών με σκοπό την παραγωγή ασφαλειών από τους εφεσείοντες. Για τις υπηρεσίες του  προς τους εφεσείοντες θα έπαιρνε προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, με βάση κλίμακες - Παράρτημα Α της σύμβασης συνεργασίας τεκμ. 2 - και άλλες παροχές σύμφωνα με το παράρτημα Β της σύμβασης. Η σύμβαση διελάμβανε ότι οι προμήθειες ή/και οι πρόσθετες παροχές “φέρονται εις πίστωσιν” σε λογαριασμό επ¥ ονόματι του εφεσίβλητου με αντίστοιχη χρέωση των αναλήψεων που θα διενεργούσε ο εφεσίβλητος έναντι ή προς εξόφληση των πιο πάνω προμηθειών ή και πρόσθετων παροχών. Η σύμβαση συνεργασίας διαλάμβανε επίσης όρους αναφορικά με επί μέρους ζητήματα που αφορούσαν την τήρηση του αλληλόχρεου λογαριασμού. Η εφεσίβλητη 2, σύζυγος του εφεσίβλητου 1, εγγυήθηκε την τήρηση της σύμβασης από το σύζυγό της.

Τον Απρίλιο 1993 ο εφεσίβλητος 1, τερμάτισε τη σύμβαση και οι εφεσείοντες με αγωγή που κίνησαν εναντίον των εφεσιβλήτων αξίωσαν το ποσό των £3193.- ως “ληφθέν από τον εναγόμενο έναντι προμηθειών ή αμοιβής ή ως δάνειο”. Αξίωσαν επίσης αποζημιώσεις υπό μορφή τόκων, τόκους και έξοδα. Η εφεσίβλητη 2  ενάχθηκε ως εγγυήτρια του εφεσίβλητου 1. Η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου 1 εναντίον των εφεσειόντων που ήταν για ποσό £15 εγκαταλήφθηκε στην πορεία της δίκης.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως όλες οι δοσοληψίες που είχαν με τον εφεσίβλητο 1 κατά την περίοδο από 15.2.92 μέχρι [*1360]30.4.93 είναι καταχωρημένες στα λογιστικά τους βιβλία ο δε αλληλόχρεος λογαριασμός που τηρούσαν, εχρεώνετο ή επιστώνετο ανάλογα με την περίπτωση. Περί το τέλος Απριλίου 1993 ο εν λόγω λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £3193 σε βάρος του εφεσίβλητου 1, ποσό που οι εφεσείοντες απαιτούν από τους εφεσίβλητους με την αγωγή.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι οφείλουν στους εφεσείοντες το ποσό της απαίτησης. Ισχυρίστηκαν ότι τα ποσά που εισέπραξε ο εφεσίβλητος 1 από τους εφεσείοντες κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, αποτελούσαν αντάλλαγμα των υπηρεσιών του  προς τους εφεσείοντες. Ο εφεσίβλητος 1 αρνήθηκε ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό  δυνάμει δανείου, η δε εφεσίβλητη 2, ισχυρίστηκε ότι η εγγύηση  αφορούσε μόνο την τήρηση των υποχρεώσεων του συζύγου της οι οποίες απέρρεαν από τη σύμβαση συνεργασίας και δεν αφορούσε την πληρωμή δανείων ή επιστροφή χρημάτων στους εφεσείοντες.

Για τους εφεσείοντες κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες. Κατέθεσαν ο εφεσίβλητος  και ακόμα ένας μάρτυρας υπεράσπισης.  Παρουσιάστηκαν επίσης έγγραφα που είναι τεκμήρια στο φάκελο της υπόθεσης. Η πρωτόδικος δικαστής, ύστερα από ενδελεχή  αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες διακρινόταν από αοριστία και ασάφεια σε βαθμό που  καθιστούσαν  τη μαρτυρία αναξιόπιστη.  Η κακή ποιότητα της μαρτυρίας των εφεσειόντων και τα κενά που παρουσίαζε, επέφεραν την  απόρριψη της αγωγής.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης συγκλίνουν στο ότι υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση της μαρτυρίας των εφεσειόντων. Κατά την ακρόαση της έφεσης, η προσπάθεια των εφεσειόντων αναλώθηκε στο να καταδείξουν ότι η μαρτυρία ήταν σαφής, και ότι παρείχε τα εχέγγυα μιας καθ’ όλα συγκροτημένης και αξιόπιστης μαρτυρίας στη βάση της οποίας, το δικαστήριο μπορούσε να στηριχθεί και να εκδώσει υπέρ τους απόφαση ως η απαίτηση.  Αντί τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία και να αντιληφθεί τη σημασία της με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Η εντύπωση της δικαστού για τους τρεις πρώτους μάρτυρες των εφεσειόντων Μ. Καστανιά, Π. Πετρίδη και Χρ. Ελευθερίου χαρακτηρίζεται ως “θετική” και η διαπίστωση ήταν πως και οι τρεις είπαν στο δικαστήριο την αλήθεια. Ο κ. Μ. Καστανιάς [*1361](ΜΕ1), διευθυντής του λογιστηρίου των εφεσειόντων, είχε τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων. Κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος πήρε συνολικά από τους εφεσείοντες £5914,54 ποσό το οποίο αναλυόταν σε τρεις λογαριασμούς. Ο λογαριασμός 33-93  αφορούσε δάνεια/χρηματοδοτήσεις και παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £790,46 σε βάρος του εφεσίβλητου. Αναφορά στον εν λόγω λογαριασμό τεκμ. 1(Α) έγινε και από τον Χρ. Ελευθερίου (ΜΕ3), γενικό διευθυντή των εφεσειόντων. Για το πώς αναλύεται το ποσό των £790,46 οι μάρτυρες παρέπεμψαν στο τεκμ. 4Α με τις εξής εγγραφές:

(α) 30.4.1992    20 02 Ν   00048   έναντι δανειοδοτήσεως ΕΠ 301 17                                                 £200

(β) 20.10.1992  20 08 Κ  0008    Γρηγόρης Γρηγορίου 396887 £400

(γ) 27.10.1992  20 10 Ν  00118   διόρθωση εγγραφής Ν-48/2 Η34-17                                               £200

(δ) 20.11.1992 20 01 Κ 00144  έναντι δανειοδότησης ΕΠ 396 34                                                       £390,46

Στην πρωτόδικη απόφαση η μαρτυρία αναφορικά με τον πιο πάνω λογαριασμό τεκμ. 4(Α) σχολιάζεται ως ακολούθως:

“Επί των χρεώσεων αυτών, καμιά εξήγηση δεν έδωσαν. Πιο συγκεκριμένα δεν έχουν εξηγήσει τί εννοούν όταν στο τεκμ. 4(Α) καταγράφεται “έναντι δανειοδοτήσεως” τί αντιπροσωπεύει η χρέωση “Γρηγόρης Γρηγορίου” και για ποιο λόγο έγινε.  Τί αντιπροσωπεύει η αναφερόμενη ως “διόρθωση εγγραφής” χρέωση.  Περαιτέρω στις χρεώσεις αυτές γίνεται χρήση των “ΕΠ.3017”, “ΕΠ 39643” και “Ν-48-2 Η 34-17” καθώς επίσης και οι αριθμοί “20 02 Ν 00048”, “20 08 Κ 00008”, “20 10 Ν 00118” και “20 01 Κ 00144” οι οποίοι δεν διευκρινίστηκε τί ακριβώς αντιπροσωπεύουν για να μπορεί το Δικαστήριο, που δεν αναμένεται να έχει λογιστική κατάρτιση, να στηριχθεί επ’ αυτών των χρεώσεων για να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα. Κατά την κρίση μου αυτές οι καταχωρήσεις, χωρίς να δοθούν οι κατάλληλες διευκρινίσεις και εξηγήσεις χαρακτηρίζονται από αοριστία και ασάφεια και ως τέτοιες δεν θέτουν το κατάλληλο υπόβαθρο για εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων.”

Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι για την κατανόηση των τεκμηρίων 1(Α) και 4(Α) και τη σωστή εκτίμηση του περιεχομένου τους δεν χρειαζόταν εξειδικευμένη γνώση. Υποβάλλουν συ[*1362]ναφώς, ότι ενόψει της θετικής διαπίστωσης του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων Καστανιά (Μ.Ε.1) και Ελευθερίου (Μ.Ε.3), η πρωτόδικος δικαστής, όφειλε, στηριζόμενη στη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων, να διαπιστώσει ότι ο εφεσίβλητος πήρε με διάφορες επιταγές δάνεια από τους εφεσείοντες και ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο των δανείων είναι £790,46 δηλαδή το ποσό που εμφανίζεται ως χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εφεσίβλητου στους λογαριασμούς τεκμ. 1(Α) και 4(Α) χωρίς περαιτέρω ανάλυση του εν λόγω ποσού.

Η πιο πάνω προσέγγιση των εφεσειόντων διακρίνεται από τάση υπεραπλούστευσης του θέματος. Οι μάρτυρες Καστανιάς και Ελευθερίου δεν είχαν άμεση γνώση για ο,τιδήποτε αφορούσε τη χορήγηση των επίδικων δανείων ή για το υπόλοιπο των £790.46.  Ο,τι αυτοί οι μάρτυρες κατέθεσαν για το συγκεκριμένο θέμα, ήταν στη βάση του περιεχομένου των λογαριασμών τεκμ. 1(Α) και 4(Α), έγγραφα τα οποία δεν αποτελούν ούτε σύμφωνία δανείου ούτε γραπτή αναγνώριση η αποδοχή χρέους εκ μέρους του εφεσίβλητου 1. Πρόκειται για έγγραφα που κατασκεύασαν μόνοι τους οι εφεσείοντες με περιεχόμενο πραγματικά ασαφές και ακατανόητο για τους λόγους ακριβώς που εξηγεί λεπτομερώς (ανωτέρω) η δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση.

Παρόμοια με την προηγούμενη ήταν και η εικόνα που παρουσίασαν οι εφεσείοντες για ό,τι αφορά το τεκμ. 1(Β) σύμφωνα με το οποίο, ο εφεσίβλητος 1 εμφανίζεται να οφείλει στους εφεσείοντες το ποσό των £1802,58. Πρόκειται για το λογαριασμό 57-00 που αφορά τις προμήθειες. Ο Διευθυντής των εφεσειόντων κ. Χρ. Ελευθερίου (ΜΕ3) κατέθεσε ότι το τεκμ. 1(Β) δεν αποτελούσε αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού και έτσι οι εφεσείοντες στηρίχθηκαν ουσιαστικά στο τεκμ. 4(Γ) όπου παρουσιάζεται σειρά χρεωπιστώσεων με χρεωστικά υπόλοιπα σε βάρος του εφεσίβλητου 1 £1489,08 μέχρι 31.12.92 και £1724,68 μέχρι 30.4.93. Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι για τις αναφορές οι οποίες εμπεριέχονται και σ’ αυτό το λογαριασμό δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από τους εφεσείοντες.  Το τί ακριβώς υποδηλώνει ή το τί είναι αυτό που θέλει να δικαιολογήσει η κάθε αναφορά ή οι κωδικοί αριθμοί κλπ δίπλα από κάθε καταχώρηση παρέμεινε στοιχείο άγνωστο για το Δικαστήριο.

Οι μάρτυρες των εφεσειόντων απέτυχαν να εξηγήσουν με την πρέπουσα σαφήνεια  και με τρόπο εύληπτο και κατανοητό τις επιμέρους χρεοπιστώσεις των χωριστών λογαριασμών και το πώς προέκυψαν τα αντίστοιχα ποσά που στο τέλος συνθέτουν το ποσό [*1363]της απαίτησης. Συμφωνούμε λοιπόν με την πρωτόδικο δικαστή ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να επεξηγήσουν ικανοποιητικά και επαρκώς τα δικαιολογητικά στοιχεία των αντίστοιχων καταχωρήσεων στο συγκεκριμένο λογαριασμό συνιστά σημαντικό κενό στη μαρτυρία των εφεσειόντων με αποτέλεσμα η μαρτυρία να χαρακτηρίζεται στο σύνολό της από ασάφεια και αοριστία σε βαθμό που να καθίσταται πραγματικά δύσκολη για το δικαστήριο η ασφαλής εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι λογαριασμοί που παρουσίασαν οι εφεσείοντες αναφορικά με τις προμήθειες εμφανίζουν διαφορετικά υπόλοιπα κατά τον ίδιο χρόνο γεγονός το οποίο επιτείνει ακόμα περισσότερο τη σύγχυση.  Ορθή ακόμα είναι και η επισήμανση του δικαστηρίου περί διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας των μαρτύρων Μ. Καστανιά (ΜΕ1), Π. Πετρίδη (ΜΕ2) και Χρ. Ελευθερίου (ΜΕ3) από τη μια και του περιεχομένου του τεκμ. 4(Γ) αναφορικά με τις πιστωθείσες προμήθειες του εφεσίβλητου 1.  Είναι γεγονός ότι οι πιο πάνω μάρτυρες ανέφεραν στην κατάθεσή τους ότι το σύνολο των προμηθειών στις οποίες εδικαιούτο ο εφεσίβλητος ανερχόταν στις £3721,50 ενώ οι πιστωθείσες προμήθειες ως εμφαίνεται στο τεκμ. 4(Γ) ανέρχονται στις £2035.

Ανάλογα κενά και ασάφειες έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο και σε άλλους λογαριασμούς που παρουσίασαν οι εφεσείοντες. Δεν είναι έργο του Εφετείου η εξ υπαρχής αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο του Εφετείου εξαντλείται στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με βάση τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές. Συναφώς υπενθυμίζουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο ακούει και παρακολουθεί τους μάρτυρες. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που άπτονται της αξιοπιστίας, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε ως αξιόπιστη. Βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691. Στην προκείμενη περίπτωση η διαπίστωση μας είναι ότι το δικαστήριο αξιολόγησε με προσοχή τη μαρτυρία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα.  Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες στο σύνολό της πράγματι πάσχει από ασάφεια και αοριστία σε τέτοιο βαθμό που κανένα δικαστήριο λογικά δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σ’ αυτή για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και διαπιστώσεων αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε επιμελώς κατά πόσο η μαρτυρία που είχε ενώπιόν του [*1364]ήταν επαρκής και αξιόπιστη ώστε να αποτελέσει το ασφαλές υπόβαθρο για τη συναγωγή συμπερασμάτων και τη διατύπωση διαπιστώσεων. Η κατάληξη επί τούτου ήταν αρνητική και αιτιολογείται δεόντως. Βλ. Pioneer Candy Ltd και άλλου ν. Στέλιου Τρύφωνα & Υιών (1981) 1 Α.Α.Δ. 540.

Καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο