Wortham Wilfrid και Άλλοι ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1442

(2001) 1 ΑΑΔ 1442

[*1442]26 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. WILFRID WORTHAM,

2. GEORGE WORTHAM,

3. ANTHONY C.P. DRAYTON,

4. IAN PETOR PARSLOW,

Εφεσείοντες,

v.

1. Α) ΝΤΙΝΑΣ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΜΟΝ,

Β) ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΜΟΝ,

Γ) ΚΥΡΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΜΟΝ,

ΑΠΑΝΤΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΜΟΝ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΙΜΟΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10171)

 

Διαχείριση περιουσιών αποβιωσάντων ― Αίτημα για καθορισμό ύψους κληροδοτημάτων ή κληρονομικών μεριδίων με πρωτογενή αίτηση ― Κατά πόσο το Άρθρο 53(1)(α)(β)(γ) του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189 επί του οποίου εδραζόταν το αίτημα νομιμοποιούσε τους αιτητές στη διεκδίκηση και εξασφάλιση της αιτούμενης θεραπείας.

Έφεση ― Προθεσμία καταχώρησης έφεσης ― Δ.35, θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας ― Εφαρμοστέες αρχές.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Τελικά και ενδιάμεσα διατάγματα ―Κριτήρια κατάταξης διαταγμάτων ως τελικών ή ενδιάμεσων.

Οι εφεσείοντες, ως κληρονόμοι και κληροδόχοι της Αγνής Τσίμον, με πρωτογενή αίτησή τους επεδίωξαν:

α) Τη διευκρίνιση της κατάστασης σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης κληροδοτημάτων στα οποία αναφερόταν η διαθήκη του Γεώργιου Τσίμον.

[*1443]β)   Τον “καθορισμό του ύψους των κληροδοτημάτων και/ή κληρονομικών μεριδίων εκάστου των κληροδόχων και των κληρονόμων του αποβιώσαντος”. Αυτό, νοουμένου ότι οι πρωταρχικές αμφισβητήσεις τους σε σχέση με τα πιο πάνω κληροδοτήματα θα φαίνονταν πως δεν ευσταθούσαν. Οπότε έθεταν θέμα μείωσης εκείνων των κληροδοτημάτων αλλά και άλλου υπέρ της περιουσίας της Αγνής Τσίμον, συζύγου του Γεωργίου Τσίμον, που απεβίωσε στις 16/6/95.

     Οι εφεσίβλητοι, επίσης κληρονόμοι αλλά και αναφερόμενοι ως κληροδόχοι στη διαθήκη, κατέθεσαν ένσταση και ένορκη δήλωση. Στην πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν τα αιτήματα, υπό την ενότητα (α) ανωτέρω. Παρέμεινε ο δεύτερος στόχος και εγκρίθηκε αίτηση των εφεσιβλήτων για την εκδίκαση, πριν από οτιδήποτε άλλο, των ενστάσεων αναφορικά με θεμελειακής φύσης ζητήματα, όπως αυτά εξειδικεύθηκαν στις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν.

Σε μια από τις ενστάσεις των εφεσιβλήτων σε σχέση με την νομιμοποίηση των εφεσειόντων, θεωρήθηκε ότι το αίτημα που απέμεινε, εδραζόταν στη Δ.55, θ.1.  Ότι καταλογίζουν είναι λάθος αναφορικά με το ποια ήταν στην πραγματικότητα η νομική βάση του αιτήματος. Αναφέρεται η Δ.55, θ.1 στην πρωτογενή αίτηση αλλά αυτό επειδή, κατά την καταχώρηση της, υπήρχαν και τα άλλα αιτήματα για δηλώσεις σε σχέση με τα κληροδοτήματα στη διαθήκη. Αυτά εγκαταλείφθηκαν και πλέον η Δ.55, θ.1 δεν διαδραμάτιζε ρόλο. Το αίτημα που απέμεινε εδραζόταν όχι σε αυτή αλλά στο άρθρο 53(1)(α)(β)(γ) του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.  Κατά την εισήγηση τους, αυτό το άρθρο με τον παράτιτλο “επίλυση ορισμένων θεμάτων με εναρκτήρια κληση (originating summons)”, τους νομιμοποιούσε από κάθε άποψη στη διεκδίκηση και στην εξασφάλιση της θεραπείας που απέμεινε.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη.  Αναφορικά με την ουσία, υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, πως το Άρθρο 53 του Κεφ. 189 δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Εισήγηθηκαν πως το σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε η πρωτογενής αίτηση καλύπτει υποχρεωτικά, όσο και αν αυτό δεν αρθρώθηκε ρητά και την περίπτωση να εντασσόταν το αίτημα στις θεραπείες που θα ήταν δυνατό να δοθούν στο πλαίσιο του Άρθρου 53.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Δ.35, θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προθεσμίες για την άσκηση έφεσης. Αν εφεσιβάλλεται ενδιά[*1444]μεσο διάταγμα (interlocutory order) ή διάταγμα τελικό (final) σε διαδικασία που δεν αποτελεί αγωγή, η προθεσμία είναι 14 μέρες.  Στις άλλες περιπτώσεις είναι 6 βδομάδες. Δεν αμφισβητείται πως η πρωτογενής αίτηση ταξινομείται ως αγωγή με την έννοια των θεσμών. Το ερώτημα είναι αν η πρωτόδικη απόφαση είναι ενδιάμεση ή τελική. Η έφεση ασκήθηκε στις 36 μέρες και αν θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά ενδιάμεσης και όχι τελικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

     Στην προκειμένη περίπτωση είχε αμφισβητηθεί η ύπαρξη νομικού ερείσματος που θα επέτρεπε τη χορήγηση της θεραπείας στο πλαίσιο τέτοιας πρωτογενούς αίτησης και προκρίθηκε η σε πρώτο στάδιο εκδίκαση του. Όποια και αν θα ήταν η απόφαση, αυτή θα ήταν τελική επ’ αυτού του σημείου.

     Για τους σκοπούς της Δ.35, θ.2 η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελική και η έφεση εμπρόθεσμη.

2.  Η ουσιαστική φύση των θεραπειών του Άρθρου 53 καθορίζεται από αυτό και η παραπομπή στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς αποβλέπει στην κάλυψη του θέματος από την καθαρά δικονομική σκοπιά.  Εκείνο που σαφώς προκύπτει είναι πως οι θεραπείες που αναφέρει μπορούν να δοθούν στο πλαίσιο εναρκτήριας κλήσης, για την οποία θα ισχύουν οι ιδιαίτερες δικονομικές διατάξεις.  Σημειώνεται πως η Δ.55, θ.2 και 3 περιλαμβάνει πρόνοιες αναφορικά με την επίδοση της εναρκτήριας κλήσης και τη στήριξη της με μαρτυρία, όπως θα ζητούσε το Δικαστήριο.

3.  Η πρωτογενής αίτηση δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί χωρίς επίλυση και του ζητήματος που εγειρόταν κατ’ επίκληση του Άρθρου 53 του Κεφ. 189.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Addison v. Pilcher [1910] 2 Ch. 547,

Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1992) 1 Α.Α.Δ. 379,

Ioannidou v. Dikeos a.ο. (1970) 1 C.L.R. 241,

The Cyprus Asbestos Mines Co Ltd v. Συκοπετρίτης Λτδ (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 832,

[*1445]

Page, Hill v. Fladgate [1910] 1 Ch. 489,

Hunt v. Allied Bakeries Ltd [1956] 3 All E.R. 513,

White v. Brunton [1984] 2 All E.R. 606.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις14/1/98 (Πρωτογενής Αίτηση 372/95) με την οποία απορρίφθηκε πρωτογενής αίτησή τους με στόχο τη διευκρίνιση της κατάστασης σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης κληροδοτημάτων στα οποία αναφερόταν η διαθήκη του Γεωργίου Τσίμον και, αναφορικά με τα κληροδοτήματα τα οποία θα απέληγαν υπέρ των ελληνορθόδοξων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολείων της Κερύνειας και του Καραβά, κατά πόσο αυτά υφίσταντο και λειτουργούσαν κατά το χρόνο του θανάτου του Γεωργίου Τσίμον στις 6.6.92 περαιτέρω δε, στο ίδιο πλαίσιο, κατά πόσο υπήρχαν τότε επιτροπές ή σώματα που διοικούσαν τα σχολεία.

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ταλιαδώρος, για τους Εφεσίβλητους 1 - 5, 8 και 9.

Α. Ταλιαδώρος προσωπικά και για Α. Ανδρεάδη, για τους Εφεσίβλητους 6 και 7.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, ως κληρονόμοι και κληροδόχοι της Αγνής Τσίμον, με πρωτογενή αίτησή τους επιδίωξαν δυο στόχους. Τη διευκρίνιση της κατάστασης σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης κληροδοτημάτων στα οποία αναφερόταν η διαθήκη του Γεωργίου Τσίμον. Τα κληροδοτήματα θα απέληγαν υπέρ των ελληνορθόδοξων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολείων της Κερύνειας και του Καραβά και εγειρόταν θέμα αναφορικά με το κατά πόσο αυτά υφίσταντο και λειτουργούσαν κατά το χρόνο του θανάτου του Γεωργίου Τσίμον στις 6.6.92. Περαιτέρω, στο ίδιο πλαίσιο, κατά πόσο υπήρχαν τότε επιτροπές ή σώματα [*1446]που διοικούσαν τα σχολεία, αν αυτά υφίσταντο.

Ο δεύτερος στόχος αφορούσε στον “καθορισμό του ύψους των κληροδοτημάτων και/ή κληρονομικών μεριδίων εκάστου των κληροδόχων και των κληρονόμων του αποβιώσαντος”. Αυτό, νοουμένου ότι οι πρωταρχικές αμφισβητήσεις τους σε σχέση με τα πιο πάνω κληροδοτήματα θα φαίνονταν πως δεν ευσταθούσαν. Οπότε έθεταν θέμα, για λόγους που εξηγούν, μείωσης εκείνων των κληροδοτημάτων αλλά και άλλου υπέρ της περιουσίας της Αγνής Τσίμον, συζύγου του Γεωργίου Τσίμον, που απεβίωσε στις 16.6.95.

Από την άλλη πλευρά, επίσης κληρονόμους αλλά και αναφερόμενους ως κληροδόχους στη διαθήκη, κατατέθηκαν ένσταση και ένορκη δήλωση. Τα αναφερόμενα στην ύπαρξη και στη διοίκηση των σχολείων δε θα μας απασχολήσουν. Στην πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας οι εφεσείοντες δέχθηκαν την ύπαρξη των σχολείων και εγκατέλειψαν τα αιτήματα, όπως τα συνοψίσαμε υπό την ενότητα “1ος στόχος”. Παρέμεινε το τελευταίο, ο δεύτερος στόχος, και εγκρίθηκε αίτηση των εφεσιβλήτων για την εκδίκαση, πριν από οτιδήποτε άλλο, των ενστάσεων αναφορικά με θεμελιακής φύσης ζητήματα, όπως αυτά εξειδικεύθηκαν στις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν. Εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο πως επιτυχία των ενστάσεων οδηγεί “σε καταληκτική πορεία την κυρίως αίτηση”.

Aπασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ως πρώτο θέμα, η διασύνδεση της διαδικασίας προς άλλη, εκείνη της διαχείρισης 265/92 που εκκρεμούσε. Ειδικά, το κατά πόσο ό,τι περιγράφηκε ως παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, είχε ήδη καλυφθεί με προηγούμενη δικαστική απόφαση στο πλαίσιο της διαχείρισης 265/92. Ήταν αρνητική η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν τίθεται ενώπιόν μας θέμα ως προς αυτή.

Άλλες δυο από τις ενστάσεις των εφεσιβλήτων δεν κρίθηκε ότι χρειαζόταν να εξεταστούν. Η μια, σε σχέση με τη δυνατότητα προώθησης της αίτησης ενόψει της διαχείρισης 265/92. Η δεύτερη, σε σχέση με την καθόλου νομιμοποίηση των αιτητών. Αυτό, ενόψει της κατάληξης στην οποία άχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την εισήγηση πως το αίτημα που απέμεινε, ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία.  Θεωρήθηκε ότι αυτό το αίτημα εδραζόταν στη Δ.55 θ.1 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και κρίθηκε πως έλειπε βασική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα πρωτογενούς αίτησης που  υποβάλλεται κατ’ επίκλησή της. Ήταν όρος για τη  χρησιμοποίηση αυτής της δικονομικής διάταξης η ύπαρξη θέματος ερμηνείας της [*1447]διαθήκης και, σε σχέση με τη θεραπεία που είχε απομείνει, δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα. Όπως εξηγήθηκε, ο “προσδιορισμός των κληρονομικών μεριδίων δεν έχει και δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας της διαθήκης του Γεωργίου Τσίμον”. Ιδιαίτερα, όπως προστίθεται, “μετά την οριστική αποδοχή από πλευράς κληρονόμων της Agnes Τσίμον, της ύπαρξης σχολικών επιτροπών Κυρήνειας και Καραβά, καθ΄ων η αίτηση 6 - 9”.  Επομένως, η πρωτογενής αίτηση απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τελικά την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την εμβέλεια της Δ.55 θ1. Δέχτηκαν, δηλαδή, πως η υποβολή πρωτογενούς αίτησης δυνάμει της πρέπει κατ’ ανάγκην να αποβλέπει στην επίλυση θέματος ερμηνείας εγγράφου ή διαθήκης. Δέχονται επίσης πως το αίτημα για καθορισμό μεριδίων, πράγματι δεν διέρχεται μέσα από τέτοια ερμηνεία. Ό,τι καταλογίζουν είναι λάθος αναφορικά με το ποιά ήταν στην πραγματικότητα η νομική του βάση.  Αναφέρεται η Δ.55 θ.1 στην πρωτογενή αίτηση αλλά αυτό επειδή, κατά την καταχώρισή της, υπήρχαν και τα άλλα αιτήματα για δηλώσεις σε σχέση με τα κληροδοτήματα στη διαθήκη. Αυτά εγκαταλείφθηκαν και πλέον η Δ.55 θ.1 δεν διαδραμάτιζε ρόλο. Το αίτημα που απέμεινε εδραζόταν όχι σε αυτή αλλά στο άρθρο 53(1)(α)(β)(γ) του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.  Κατά την εισήγησή τους, την οποία ανέπτυξαν και πρωτοδίκως, αυτό το άρθρο, με τον παράτιτλο “επίλυση ορισμένων θεμάτων με εναρκτήρια κλήση (οriginating summons)”, τους νομιμοποιούσε από κάθε άποψη στη διεκδίκηση και στην εξασφάλιση της θεραπείας που απέμεινε.

Οι εφεσίβλητοι εισηγούνται πως η έφεση είναι εκπρόθεσμη.   Αυτό θα είναι το πρώτο θέμα που θα μας απασχολήσει αλλά για να έχουμε πλήρη την εικόνα θα συνοψίσουμε τώρα και τα επιχειρήματά τους αναφορικά με ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως η ουσία. Αφιερώνουν μέρος της αγόρευσής τους στις προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα πρωτογενούς αίτησης στο πλαίσιο της Δ.55 θ1.  Αναφέρονται, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, στην αντίστοιχη αγγλική ρύθμιση (Ο.54Α r.1) και παραπέμπουν σε αγγλική νομολογία σε σχέση με την ανάγκη, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί,  να εγείρεται θέμα ερμηνείας. (Βλ. Annual Practice 1958 σελ. 1431 κ.επ., Re Αmalgamated Society of Railway Servants, Addison v. Pilcher [1910] 2 Ch. 547, Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 30ος, σελ. 303 κ.επ., Odgers on High Court Pleading and Practice, 23η έκδοση, σελ. 379 κ.επ.) Αυτά φαίνονται ορθά, αλλά, όπως έχουμε σημειώσει, η έφεση τελικά τα υπερβαίνει. Δεν επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά στις προϋποθέ[*1448]σεις της Δ.55 θ.1. Κατά τα άλλα, οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν πως το άρθρο 53 του Κεφ. 189, για λόγους που εξηγούν, δε διαφοροποιεί την κατάσταση.

Η φύση της απόφασης που εκδόθηκε και η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης

Η Δ.35 θ.2 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προθεσμίες για την άσκηση έφεσης. Αν εφεσιβάλλεται ενδιάμεσο διάταγμα (interlocutory order) ή διάταγμα τελικό (final) ή ενδιάμεσο, σε διαδικασία που δεν αποτελεί αγωγή, η προθεσμία είναι 14 μέρες. Στις άλλες περιπτώσεις είναι 6 βδομάδες.  Δεν αμφισβητείται πως η πρωτογενής αίτηση ταξινομείται ως αγωγή με την έννοια των Θεσμών. (Βλ. συναφώς Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1992) 1 Α.Α.Δ. 379). Και το ερώτημα είναι αν η πρωτόδικη απόφαση είναι ενδιάμεση ή τελική. Η έφεση ασκήθηκε στις 36 μέρες και δέχονται και οι εφεσείοντες πως αν θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά ενδιάμεσης και όχι τελικής απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

Η ομοιότητα του δικονομικού συστήματος και η αντιστοιχία των όρων οδήγησε στην επίκληση της αγγλικής νομολογίας σε σχέση με τις δυο έννοιες. Θέμα που και στην Αγγλία προσλαμβάνει σημασία σε σχέση με τις δυνατότητες άσκησης έφεσης. Δεν είναι ανάγκη να παρακαλουθήσουμε τους προβληματισμούς που επί μεγάλο χρονικό διάστημα διατυπώθηκαν σε σχέση με το ορθό, ως θέμα αρχής, κριτήριο της διάκρισης. Υπήρξαν παλινδρομήσεις, το πρόβλημα χαρακτηρίστηκε δύσκολο, αποφεύχθηκε ο εξαντλητικός ορισμός των εννοιών και η άποψη που επικράτησε στο τέλος στηρίκτηκε και στην πρακτική που παλαιόθεν ακολουθείτο. (Αnnual Practice 1958, Τόμος 1, σελ. 1666 κ.επ). Στο τέλος θεσπίστηκε ειδικός κανονισμός που καθορίζει πότε διάταγμα θεωρείται ως τελικό ή ενδιάμεσο. Πέραν τούτου, ανεξάρτητα δηλαδή από τους ορισμούς, κατονομάζονται περιπτώσεις αποφάσεων ή διαταγμάτων που θα θεωρούνται τελικά ή ενδιάμεσα σε κάθε περίπτωση, για τους σκοπούς έφεσης. Στο Supreme Court Practice του 1999 Τόμος 1, σελ. 1009 κ.επ. εκτιμάται πως η νέα ρύθμιση (Ο.59 r.1A) ουσιαστικά θεσμοθετεί την προηγούμενη νομολογία αλλά δε θα επεκταθούμε σε αυτά. Δεν έχουμε εμείς τέτοια ειδική δικονομική ρύθμιση και θα περιοριστούμε στη σύνοψη της αγγλικής νομολογίας όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε. Αναφέρθηκε με αποδοχή σ’ αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο πρώτα στην υπόθεση Theodora Ioannidou ν. Charilaos Dikeos and Another (1970) 1 C.L.R. 241 και μετά στην Αναφορικά με την εταιρεία Τhe Cyprus Asbestos Mines Co Ltd v. Συκο[*1449]πετρίτης Λτδ (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 832. Ειδικά, στις υποθέσεις Ιn Re Page, Hill v. Fladgate [1910] 1 Ch. 489 και Hunt v. Allied Bakeries Ltd [1956] 3 All ER 513 στις οποίες η έγκριση αίτησης για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος ως επιπόλαιου και ενοχλητικού ή ως μη αποκαλύπτοντος εύλογη αιτία αγωγής, κρίθηκε ως ενδιάμεση. Είχε υιοθετηθεί σ’ αυτές η προσέγγιση που τοποθετούσε το βάρος στη φύση της αίτησης που οδήγησε στην απόφαση (application approach). Σε αντιδιαστολή προς εκείνη κατά την οποία το σημαντικό είναι η φύση του ίδιου του διατάγματος που εφεσιβάλλεται (οrder approach). Βρίσκουμε μια περιεκτική απόδοση της κατάστασης στην White v. Brunton [1984] 2 All ER 606. Mε αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ’ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ιn Shubrook v. Tufnell [1882] 9 QBD 621, [1881-8] All ER Rep 180 Jessel MR and Lindley LJ held, in effect, that an order is final if it finally determines the matter in litigation.  Thus the issue of final or interlocutory depended on the nature and effect of the order as made.  I refer to this as the ‘order approach’.

In Salaman v. Warner [1891] 1 QB 734, in which Shubrook’s case does not appear to have been cited, a Court of Appeal consisting of Lord Esher MR, Fry and Lopes LJJ held that a final order is one made on such an application or proceeding that, for whichever side the decision is given, it will, if it stands, finally determine the matter in litigation. Thus the issue of final or interlocutory depended on the nature of the application or proceedings giving rise to the order and not on the order itself.  I refer to this as the ‘application approach’.

In Bozson v. Altrincham UDC [1903] 1 KB 547  a Court of Appeal consisting of the Earl of Halsbury LC, Lord Alverstone CJ and Jeune P reverted to the order approach.

In Re Page, Hill v. Fladgate [1910] 1 Ch 489 a Court of Appeal consisting of Cozens-Hardy MR, Fletcher Moulton and Buckley LJJ refused to apply the order approach to a case of striking out the proceedings, but declined to propound any rule of general [*1450]application.

The next occasion on which the problem was looked at on broad lines of principle was in Salter Rex & Co v. Ghosh [1971] 2 All ER 865, [1971] 2 QB 597, where Lod Denning MR, with the agreement of Edmund Davies and Stamp LJJ, considered and contrasted the judgment of Lord Alverstone CJ in Bozson’s case with that of Lord Esher MR in Salaman v. Warner. Lord Denning MR said ([1971] 2 All ER 865 at 866, [1971] 2 Q.B 597 at 601):

‘Lord Alverstone CJ was right in logic but Lord Esher MR was right in experience. Lord Esher MR’s test has always been applied in practice... I would apply Lord Esher MR’s test to an order refusing a new trial. I look to the application for a new trial and not to the order made. If the application for a new trial were granted, it would clearly be interlocutory. So equally when it is refused, it is interlocutory... This question of “final” or interlocutory” is so uncertain, that the only thing for practitioners to do is to look up the practice books and see what has been decided on this point. Most orders have now been the subject of decision. If a new case should arise, we must do the best we can with it. There is no other way.’

More recently in Steinway & Sons v.Broadhurst-Clegg (1983)      Times, 25 February, this court followed Salter Rex & Co v. Ghosh and, applying the application approach to a judgment in default of defence, held that it was an interlocutory judgment.

I know that at the present time a great deal of thought is being devoted to how this problem can best be resolved by making rules of court pursuant to the power conferred by s. 60 of the 1981 Act, but, having made some vain attempts to produce a simple draft, I do not under estimate the difficulties. Meanwhile the plaintiff needs to know whether he has to obtain leave to appeal.

The court is now clearly commited to the application approach as a general rule and Bozson’s case can no longer be regarded as any authority for applying the order approach.”

Aυτά όμως με μια βασική διευκρίνιση, εξαίρεση όπως χαρακτηρίστηκε, και πρέπει να σημειώσουμε πως κατά την ακρόαση της έφεσης θίξαμε και εμείς το θέμα. Όταν επίδικο θέμα της τελικής ακρόασης της υπόθεσης διαχωρίζεται για να δικαστεί πρώτο ώστε [*1451]ανάλογα με την κατάληξή του να εξεταστούν άλλα η απόφαση ως προς αυτό είναι τελική.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ηowever, the decision in Bozson’s case, as distinct from the reasoning, can be upheld on a different ground as an exception to the general rule. It was a case of a ‘split trial’, all questions of liability and breach of contract being tried before and separately from any issue as to damages. If the two parts of the final hearing of the case had been tried together, there would have been an unfettered right of appeal, even if the judgment had been that there was no liability and that accordingly no question arose as to damages. It is plainly in the interests of the more efficient administration of justice that there should be split trials in appropriate cases, as even where the decision on the first part of a split trial is such that there will have to be a second part, it may be desirable that the decision shall be appealed before incurring the possibly unnecessary expense of the second part. If we were to hold that the division of a final hearing into parts deprived the parties of an unfettered right of appeal, we should be placing an indirect fetter on the ability of the court to order split trials. I would therefore hold that, where there is a split trial or more accurately, in relation to a non-jury case, a split hearing, any party may appeal without leave against an order made at the end of one part if he could have appealed against such an order without leave if both parts had been heard together and the order had been made at the end of the complete hearing.”

Στην προκείμενη περίπτωση, το θέμα δεν ήταν αν η πρωτογενής αίτηση είχε εύλογη αιτία. Σε τέτοια περίπτωση η καταφατική απάντηση διατηρεί τη διαδικασία για να ακολουθήσει, μετά από πλήρη ακρόαση, η τελική απόφαση αν στοιχειοθετείται δικαίωμα στην επιδιωκόμενη θεραπεία. Είχε αμφισβητηθεί η ύπαρξη νομικού ερείσματος που θα επέτρεπε τη χορήγηση της θεραπείας στο πλαίσιο τέτοιας πρωτογενούς αίτησης και προκρίθηκε η σε πρώτο στάδιο εκδίκασή του. Όποια και αν θα ήταν η απόφαση αυτή θα ήταν τελική επ’ αυτού του σημείου. Θα διαπιστωνόταν ύπαρξη ή ανυπαρξία νομικού ερείσματος. Το θέμα ανήκε στην τελική ακρόαση και απλώς κρίθηκε ορθή, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε δυνάμει της Δ.27 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, ο διαχωρισμός του, για πρακτικούς λόγους. Αν δεν υποβαλλόταν η αίτηση και δεν αξιοποιείτο ο μηχανισμός της Δ.27, το θέμα θα εξεταζόταν, ως βασικό επίδικο θέμα, στο τέλος και η απόφαση που θα εκδιδόταν τότε δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικής φύσης, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.  Καταλήγουμε πως για τους σκοπούς της Δ.35 θ.2 η [*1452]προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελική και πως η έφεση είναι εμπρόθεσμη.

Η ουσία

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο άρθρο 53 του Κεφ. 159 και δεν εξέτασε τη δυνατότητα επιτυχίας δυνάμει του αιτήματος στο οποίο περιορίστηκαν οι εφεσείοντες.  Οι εφεσίβλητοι όμως εισηγούνται πως το σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε η πρωτογενής αίτηση καλύπτει υποχρεωτικά, όσο και αν αυτό δεν αρθρώθηκε ρητά, και την περίπτωση να εντασσόταν το αίτημα στις θεραπείες που θα ήταν δυνατό να δοθούν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Με την ακόλουθη επιχειρηματολογία: Ενώ το άρθρο 53(1) αναγνωρίζει τη δυνατότητα αναζήτησης θεραπείας με εναρκτήρια κλήση, μια από τις οποίες μπορεί να είναι η επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος που επηρεάζει τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα προσώπου που αξιώνει ότι είναι, μεταξύ άλλων, κληροδόχος ή εκ του νόμου κληρονόμος, το άρθρο 53(2) καθιστά εφαρμόσιμη ολόκληρη τη Δ.55 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. Προβλέπει ότι οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί που ισχύουν εκάστοτε, οι οποίοι αφορούν εναρκτήριες κλήσεις, εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία δυνάμει του, και αυτό, κατά την εισήγηση, σημαίνει ότι εισάγεται και σε σχέση με τις θεραπείες του άρθρου 53 η προϋπόθεση της Δ.55 που είναι η σχετική δικονομική διάταξη, να εγείρεται ζήτημα ερμηνείας εγγράφου ή διαθήκης. Και αφού δεν εγειρόταν τέτοιο ζήτημα ήταν, ούτως ή άλλως, καταδικασμένη σε αποτυχία η αίτηση.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η ουσιαστική φύση των θεραπειών του άρθρου 53 καθορίζεται από αυτό και η παραπομπή στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς αποβλέπει στην κάλυψη του θέματος από την καθαρά δικονομική σκοπιά. Θα αυτοαναιρείτο το άρθρο αν είχε την έννοια που του αποδίδουν οι εφεσίβλητοι. Εκείνο που σαφώς προκύπτει είναι πως οι θεραπείες που αναφέρει μπορούν να δοθούν στο πλαίσιο εναρκτήριας κλήσης, για την οποία θα ισχύουν οι ιδιαίτερες δικονομικές διατάξεις. Και σημειώνουμε πως η Δ.55 θ. 2 και 3 περιλαμβάνει πρόνοιες αναφορικά με την επίδοση της εναρκτήριας κλήσης και τη στήριξή της με μαρτυρία, όπως θα ζητούσε το Δικαστήριο.

Καταλήγουμε με τη διαπίστωση ότι η πρωτογενής αίτηση δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί χωρίς επίλυση και του ζητήματος που εγειρόταν κατ’ επίκληση του άρθρου 53 του Κεφ. 189.  Δεν είναι θέμα της παρούσας διαδικασίας η εξέταση αυτού του ζητήματος πρωτογενώς και πρέπει να διευκρινιστεί πως, αναλόγως, θα χρειαστεί [*1453]και επίλυση των περαιτέρω ενστάσεων των εφεσιβλήτων, που παραμένουν ανοικτές. Εννοούμε τις εισηγήσεις τους σε σχέση με τις επιπτώσεις από την ύπαρξη της διαχείρισης 265/92 και την καθόλου νομιμοποίηση των εφεσειόντων. Όπως σημειώσαμε, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε κρίνει αναγκαία την εξέτασή τους ενόψει της κατάληξης στην οποία είχε αχθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο