Γρηγορίου Παυλίνα ν. Δημήτρη Γρηγορίου υπό την ιδιότητα αυτού ως συνδιαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Γαβριήλ Γρηγορίου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1461

(2001) 1 ΑΑΔ 1461

[*1461]26 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΥΛΙΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΥΠO ΤΗΝ ΙΔΙOΤΗΤΑ ΑΥΤΟY ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤH ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10961)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών ― Διεκδίκηση κυριότητας ποσοστού από τη σύζυγο σε κινητή περιουσία του αποβιώσαντος συζύγου της ― Κατά πόσο αποτελούσε περιουσιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων για την εκδίκαση της οποίας αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο ή κατά πόσο αφορούσε εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας που ένας από τους συζύγους μπορεί να έχει ή να διεκδικεί από τον άλλο, θέμα το οποίο εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Τα γεγονότα με βάση, τα οποία κρίνεται, είναι εκείνα, που συνθέτουν την απαίτηση.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της αγωγής επειδή έκρινε ότι η εκδίκαση της ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Η εφεσείουσα-ενάγουσα ήταν η δεύτερη σύζυγος του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου και μητέρα της ανήλικης θυγατέρας του.  Ισχυρίζεται πως στο πλαίσιο συμφωνίας, διευθέτησης ή συναντίληψης ενόψει υπηρεσιών που πρόσφερε αμισθί, έχει την κυριότητα ποσοστού της περιουσίας που απέκτησε ο αποβιώσας.  Αναφέρεται στο μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο, για τους σκοπούς του Νόμου εκείνου, τεκμαίρεται συνεισφορά ενός τρίτου και ισχυρίζεται πως η δική της ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη.

[*1462]

Η αξίωση της αποκρυσταλλώνεται σε διεκδίκηση του 50% συγκεκριμένης κινητής περιουσίας, ως δικής της, κατά τις αρχές της επιείκειας. Το οποίο ποσοστό απλώς κρατούν οι εναγόμενοι για λογαριασμό της, ως εμπιστευματοδόχοι. Διεκδικεί, λοιπόν, ως δικές της κατά 50% πρώτα αριθμό μετοχών των εναγομένων εταιρειών 6, 7 και 8. Ορισμένες από αυτές, εκείνες των εναγομένων εταιρειών 6 και 7, ο αποβιώσας τις είχε μεταβιβάσει στα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, στους εναγόμενους 3, 4 και 5. Κατά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας, δολίως και σε συνωμοσία μεταξύ τους για να πληγούν τα δικά της περιουσιακά δικαιώματα. Και ζητά, ως τελικό στόχο της αγωγής, την εγγραφή του 50% αυτών των μετοχών από τους εναγομένους 3, 4 και 5 στο όνομά της, ως δικών της. Και απόδοση αποζημιώσεων, μερισμάτων ή κερδών κατά το αναλογούν ποσοστό για την περίοδο που μεσολάβησε από την ίδρυση των εταιρειών. Οι άλλες μετοχές που διεκδίκησε η εφεσείουσα, εκείνες της εναγομένης εταιρείας 8, εξακολουθούσαν να ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του συζύγου της κατά το θάνατο του. Και η εφεσείουσα διεκδικεί το ποσοστό από τους διαχειριστές. Όπως και απόδοση αποζημιώσεων, μερισμάτων και κερδών για το διάστημα που μεσολάβησε από την ίδρυση της εταιρείας. Ο δεύτερος τομέας των διεκδικήσεων της εφεσείουσας ήταν διάφορα χρηματικά ποσά που εμφανίζονται κατατεθειμένα στο όνομα του αποβιώσαντος κατά το χρόνο του θανάτου του. Στη βάση των ίδιων ισχυρισμών, ζητά ως δικό της το 50% του καθενός από τα ποσά που εξειδικεύονται.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε πως ο κύριος άξονας των απαιτήσεων αφορούσε σε “συμμετοχή” στην περιουσία του συζύγου και κατέληξε πως “η αξίωση της ενάγουσας δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από περιουσιακή διαφορά για την επίλυση της οποίας αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο”.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση ισχυριζόμενη πως δεν αντικρύστηκε στο σωστό πλαίσιο η ουσία των διεκδικήσεων της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δε διεκδικήθηκε με κανένα τρόπο συμμετοχή στην περιουσία, ως θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 14 του Νόμου 232/91.  Οι ισχυρισμοί και οι αξιώσεις της εφεσείουσας δεν έχουν σχέση με τέτοια καθαρά οικογενειακού δικαίου αξίωση.

     Η αξίωση δεν στρέφεται κατά του συζύγου ή έστω του πρώην συζύγου.  Εδώ, ο σύζυγος έχει αποβιώσει αφού, κατά την υπόθεση της ενάγουσας που προσδιορίζει και το δικαιοδοτικό πλαίσιο, [*1463]ήδη μεταβίβασε σε τρίτους το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών που διεκδικούνται.  Ως προς αυτές λοιπόν τις μετοχές η αξίωση καθαρά στρέφεται κατά των τρίτων που τώρα εμφανίζονται ως οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτητες τους.

2.  Δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να εντάσσει το θέμα στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και αυτό το δικαιοδοτικό ζήτημα δε λύεται με απλή παραπομπή στην έννοια που δίδει ο νόμος στον όρο “περιουσιακές σχέσεις”. Ο ίδιος ο νόμος έχει τον τίτλο “Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος και άλλα Συναφή Θέματα”.  Και το Άρθρο 11 του Νόμου 23/90 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 26(1)/98, καθορίζει πως τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν τις δικαιοδοσίες του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του Νόμου εκείνου και οποιουδήποτε άλλου Νόμου. Ειδική διάταξη σε σχέση με τέτοιας φύσης περιουσιακή διαφορά δεν υπάρχει και το Άρθρο 11 του Ν. 23/90 ανωτέρω, κατά την εξειδίκευση ορισμένων δικαιοδοσιών του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αναφέρεται σε “περιουσιακές σχέσεις των συζύγων”. Αυτές είναι που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και δεν είναι δυνατή η δημιουργία τέτοιας φύσης περιουσιακής διαφοράς, όταν ο ένας εκ των συζύγων είναι νεκρός. Μπορεί η επίλυση των ζητημάτων που εγείρονται να διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων αλλά η αξίωση δεν αποτελεί περιουσιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων για την οποία θα είχε αρμοδιότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566,

Δημητρίου ν. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153,

Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168,

Γιάγκου Μανώλης (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1348,

Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656,

“Sevegep” Ltd v. United Sea Transport a.ο. (1989) 1 (E) A.A.Δ. 729,

[*1464]

Ηλία ν. Αλωνεύτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 938.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 17/11/00 (Αρ. Αγωγής 9148/98) με την οποία το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της αγωγής με την οποία η ενάγουσα διεκδικούσε το 50% διαφόρων περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντος συζύγου της λόγω δικής της συνεισφοράς στην απόκτησή της, επειδή έκρινε ότι η αγωγή ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Σ. Πίττας, για την Εφεσείουσα.

Α. Ποιητής και Λ. Πελεκάνος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της αγωγής επειδή έκρινε ότι η εκδίκασή της ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα αυτής της κρίσης.  Συζητήθηκαν τα ιδιαίτερα περιστατικά και η συγκεκριμένη φύση των θεραπειών που επιδιώκονται ως ευθέως καθοριστικά της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δυνάμει των προνοιών του Συντάγματος και των Νόμων, όπως ερμηνεύτηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η εφεσείουσα (ενάγουσα) ήταν η δεύτερη σύζυγος του αποβιώσαντος Γαβριήλ Γρηγορίου και μητέρα της ανήλικης θυγατέρας του Στέφανης. Ισχυρίζεται πως στο πλαίσιο συμφωνίας, διευθέτησης ή συναντίληψης, ενόψει υπηρεσιών που πρόσφερε αμισθί, έχει την κυριότητα ποσοστού της περιουσίας που απέκτησε ο αποβιώσας. Αναφέρεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91 όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο, για τους σκοπούς του Νόμου εκείνου, τεκμαίρεται συνεισφορά ενός τρίτου και ισχυρίζεται πως η δική της ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη.

Η αξίωσή της αποκρυσταλλώνεται σε διεκδίκηση του 50% συγκεκριμένης κινητής περιουσίας, ως δικού της, κατά τις αρχές της [*1465]επιείκειας. Το οποίο ποσοστό απλώς κρατούν οι εναγόμενοι για λογαριασμό της, ως εμπιστευματοδόχοι. Διεκδικεί, λοιπόν, ως δικές της κατά 50%, πρώτα αριθμό μετοχών των εναγομένων εταιρειών 6, 7 και 8. Συγκεκριμένα, το 50% των μετοχών που κατείχε ο αποβιώσας κατά το χρόνο της ίδρυσής τους από τον ίδιο και, όπως είναι ο ισχυρισμός της, από την ίδια. Ορισμένες από αυτές, εκείνες των εναγομένων εταιρειών 6 και 7, ο αποβιώσας τις είχε μεταβιβάσει στα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, στους εναγομένους 3, 4 και 5. Κατά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας, δολίως και σε συνωμοσία μεταξύ τους για να πληγούν τα δικά της περιουσιακά δικαιώματα. Και ζητά, ως τελικό στόχο της αγωγής, την εγγραφή του 50% αυτών των μετοχών από τους εναγομένους 3, 4 και 5 στο όνομά της, ως δικών της.  Και απόδοση αποζημιώσεων, μερισμάτων ή κερδών κατά το αναλογούν ποσοστό για την περίοδο που μεσολάβησε από την ίδρυση των εταιρειών.

Οι άλλες μετοχές που διεκδίκησε η εφεσείουσα, εννοείται κατά 50%, εκείνες της εναγομένης εταιρείας 8, εξακολουθούσαν να ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του συζύγου της, κατά το θάνατό του.  Και η εφεσείουσα διεκδικεί το ποσοστό από τους διαχειριστές.  Όπως και απόδοση αποζημιώσεων, μερισμάτων και κερδών για το διάστημα που μεσολάβησε από την ίδρυση της εταιρείας.  Ο δεύτερος τομέας των διεκδικήσεων της εφεσείουσας ήταν διάφορα χρηματικά ποσά που εμφανίζονται κατατεθειμένα στο όνομα του αποβιώσαντος κατά το χρόνο του θανάτου του. Στη βάση των ίδιων ισχυρισμών, ζητά ως δικό της το 50% του καθενός από τα ποσά που εξειδικεύονται.

Αυτές είναι οι βασικές θεραπείες. Πλαισιώνονται από άλλες, παρακολουθηματικές, για δηλώσεις  αναγνωριστικές του δόλου, της ακυρότητας των μεταβιβάσεων και των δικαιωμάτων της εφεσείουσας στην περιουσία που περιγράφεται, για διόρθωση των μητρώων τους από τις εταιρείες, για ανάλογες ενέργειες από τον Έφορο Εταιρειών και τελικά για διορισμό ελεγκτή των εταιρειών προς έλεγχο των λογιστικών τους βιβλίων και για απόδοση λογαριασμού από αυτές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού συνόψισε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και τις θεραπείες που ζητούνταν, εκτίμησε πως ο κύριος άξονας των απαιτήσεων αφορούσε σε “συμμετοχή” στην περιουσία του συζύγου. Δε χωρούσε, όπως εξήγησε, αμφιβολία γι’ αυτό αφού και η ίδια η εφεσείουσα αναφέρει στην έκθεση απαίτησής της ότι η αξίωσή της εδράζεται στο άρθρο 14 του Ν. 232/91.  Συμπλήρωσε ότι οι υπόλοιπες αξιώσεις, “αφορούν την επαναφορά των [*1466]περιουσιακών στοιχείων στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του συζύγου της” και ότι, “στα πλαίσια της αξίωσής της για συμμετοχή στην περιουσία του συζύγου της, εντάσσεται και ο ισχυρισμός της για την ύπαρξη εμπιστεύματος και για δόλια μεταβίβαση ή αποξένωση της περιουσίας από το σύζυγο της”.    Αναφέρθηκε στη νομολογία σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου [βλ. Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566, Δημητρίου ν. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153, Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168, Αναφορικά με την αίτηση του Μανώλη Γιάγκου (Αρ.2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1348, Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347] αλλά και τη φύση της αξίωσης δυνάμει του άρθρου 14 [βλ. Ντίνα Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Γιάννη Παπαϊωάννου κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 656] για να καταλήξει πως “η αξίωση της ενάγουσας δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από περιουσιακή διαφορά για την επίλυση της οποίας αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το οικογενειακό Δικαστήριο”. Εκλαμβάνοντας, μάλιστα, την προσθήκη των εναγομένων 3, 4 και 5 ως άσχετη προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Αφού σημείωσε ότι το δικαίωμα συμμετοχής στην περιουσία του αποβιώσαντος, κατά το σύγγραμμα Αστικός Κώδιξ των Γεωργιάδη και Σταθόπουλου σελ. 292 “μπορεί να ασκηθεί από τον επιζώντα σύζυγο και κατά των κληρονόμων του αποβιώσαντος συζύγου”. Και περαιτέρω ότι ο Ν. 232/91 παρέχει δικαιοδοσία για ακύρωση μεταβιβάσεων. Εν τούτοις, στο τέλος αναφέρεται στο εμπίστευμα ως διαζευκτικό στήριγμα της αξίωσης της εφεσείουσας. Για να παραπέμψει στη Γιάγκου και στη Λογγίνου (ανωτέρω) που την υιοθέτησε. Στις υποθέσεις εκείνες αξιώσεις τέτοιας φύσης κατά συζύγου κρίθηκαν ως υποκείμενες στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Η εφεσείουσα παραπονείται πως δεν αντικρύστηκε στο σωστό πλαίσιο η ουσία των διεκδικήσεων της και νομίζουμε ότι έχει δίκαιο. Και ορισμένες δικές της αντιλήψεις δε μας βρίσκουν σύμφωνους αλλά εδώ έχουμε ως σταθερό γνώμονα την ίδια την έκθεση απαιτήσεως. Στη βάση της οποίας και κρίνονται δικαιοδοτικά ζητήματα αυτής της φύσης. [Βλ. “Sevegep” Ltd v. United Sea Transport  and Another (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 729].

Δε διεκδικήθηκε με κανένα τρόπο συμμετοχή στην περιουσία, ως θεραπεία δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου 232/91. Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως πως τέτοια αξίωση, πέρα από το ότι υπόκειται σε παραγραφή δυο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, δε γεννιέται καν όπου ο γάμος λύθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Οι ισχυρισμοί και οι αξιώσεις της εφεσείουσας δεν έχουν σχέση με τέτοια καθαρά οικογενειακού δικαίου αξίωση. Την [*1467]περιγράφουμε έτσι αφού “Δικαστήριο”, με την έννοια του άρθρου 14, ρητά ορίζεται ως το Οικογενειακό Δικαστήριο που καθιδρύεται με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990 (Ν. 23/90). Το άρθρο 14 αναφέρεται μόνο δευτερευόντως ως προσδιοριστικό, στο πλαίσιο των γεγονότων, του ποσοστού κατά το οποίο απέκτησε κυριότητα στην κινητή περιουσία που εξειδικεύθηκε. Πόσο βάσιμα θα μπορούσε να είναι όλα αυτά δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιδράσει στην κατάταξη του θέματος.  Εδώ δεν ζητήθηκε συμμετοχή στην αύξηση της περιουσίας.  Ζητήθηκε συγκεκριμένη περιουσία ως κατά κυριότητα ανήκουσα στην εφεσείουσα και ήταν αυτή και όχι άλλη η έννοια της προσθήκης και των εναγομένων 3, 4 και 5.  Ούτε είναι ορθό πως με την έκθεση απαίτησης επιδιώχθηκε η “επαναφορά των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο της διαχείρισης”. Η εφεσείουσα διεκδικεί απόδοσή τους στην ίδια. Γι’ αυτό και για την περιουσία που ήδη βρίσκεται στο πλαίσιο της διαχείρισης διεκδικεί διάταγμα κατά των διαχειριστών για τη μεταβίβαση της στο όνομά της.

Στην υπόθεση Παπαϊωάννου (ανωτέρω) εξηγήθηκε η διαφορά μεταξύ του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας που ένας από τους συζύγους μπορεί να έχει ή να διεκδικεί,  από την ενοχικής φύσης αξίωση για συμμετοχή στην περιουσία του άλλου δυνάμει του άρθρου 14 του Ν. 232/91. Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα και εδώ η λανθασμένη σύμμειξή τους απομάκρυνε από την ουσία του δικαιοδοτικού προβλήματος που πράγματι ανακύπτει.

Εναρκτήριο σημείο μας πρέπει να είναι η υπόθεση Λογγίνου (ανωτέρω). Την επικαλέστηκαν και οι δυο πλευρές και σ’ αυτή, με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία, σε συσχετισμό προς την εξέλιξη της νομοθεσίας, αποφασίστηκε ότι η διεκδίκηση περιουσίας, εκεί επρόκειτο γι΄αυτοκίνητο, ως ανήκουσας κατά κυριότητα σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας για τα εμπιστεύματα στον ένα σύζυγο, αποτελεί περιουσιακή διαφορά για την εκδίκαση της οποίας αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Στην παρούσα περίπτωση, η αξίωση δε στρέφεται κατά του συζύγου ή έστω του πρώην συζύγου, όπως στην περίπτωση της Γιάγκου (ανωτέρω). Εδώ, ο σύζυγος έχει αποβιώσει αφού, κατά την υπόθεση της ενάγουσας που προσδιορίζει και το δικαιοδοτικό πλαίσιο, ήδη μεταβίβασε σε τρίτους το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών που διεκδικούνται. Ως προς αυτές λοιπόν τις μετοχές, η αξίωση καθαρά στρέφεται κατά των τρίτων που τώρα εμφανίζονται ως οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες τους. Πρόκειται για τα παιδιά του αποβιώ[*1468]σαντος από τον πρώτο του γάμο. Αλλά θα μπορούσε να ήταν εντελώς ξένοι. Θα υπόκεινται αυτοί οι τρίτοι στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη διάγνωση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων; Αλλά και η αξίωση για τα υπόλοιπα, εννοούμε τις μετοχές και τα χρήματα, που αποτελούν μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος; Αναζητούμε νομοθετική διάταξη που να εντάσει το θέμα στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου (βλ. Ηλία ν. Αλωνεύτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 938) και αυτό το δικαιοδοτικό ζήτημα δε λύεται με απλή παραπομπή στην έννοια που δίδει ο νόμος στον όρο “περιουσιακές σχέσεις”.  Ο ίδιος ο νόμος έχει τον τίτλο “Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος και άλλα Συναφή Θέματα”.  Και το άρθρο 11 του Νόμου 23/90, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 26(Ι)/98, καθορίζει πως τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν τις δικαιοδοσίες του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του Νόμου εκείνου και οποιουδήποτε άλλου Νόμου.  Ειδική διάταξη σε σχέση με τέτοιας φύσης περιουσιακή διαφορά δεν υπάρχει και το άρθρο 11 του Ν. 23/90 στο οποίο έχουμε μόλις αναφερθεί, κατά την εξειδίκευση ορισμένων δικαιοδοσιών του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αναφέρεται σε “περιουσιακές σχέσεις των συζύγων”. Αυτές είναι που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και νομίζουμε πως δεν είναι δυνατό να έχουμε τέτοιας φύσης περιουσιακή διαφορά, όταν ο ένας εκ των συζύγων είναι νεκρός.  Μπορεί η επίλυση των ζητημάτων που εγείρονται να διέρχεται μέσα από τις σχέσεις των συζύγων αλλά η αξίωση δεν αποτελεί περιουσιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων για την οποία θα είχε αρμοδιότητα το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο