Eθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Ν. Χατζηρούσου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1526

(2001) 1 ΑΑΔ 1526

[*1526]16 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. (Α)  Ν. ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ,

(Β) Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΚΑΙ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ ΚΑΙ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ

ΜΑΚΡΙΔΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

2. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10641)

 

Συμβάσεις — Ερμηνεία όρων σύμβασης — Σύμβαση παραχώρησης δανείου για εκτέλεση παραγγελιών — Κατά πόσο η σύμβαση, κρινόμενη στο σύνολό της, έδειχνε πρόθεση για δημιουργία εμπράγματου συμφέροντος επιβαλλόμενου στην προοπτική εκτέλεσης κάθε παραγγελίας.

Εταιρείες — Εταιρεία υπό εκκαθάριση — Απαιτείται η εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για την έναρξη ή συνέχιση αγωγής κατά εταιρείας όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισής της — Ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113, Άρθρο 220.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, χορήγησαν στην εταιρεία Ζαχαρίας Μακρίδης & Υιοί Λτδ (η εταιρεία), δάνειο ύψους £80.000, δυνάμει γραπτής σύμβασης δανείου ημερομηνίας 24.3.92. Το εν λόγω ποσό, υπό την πρόσθετη εγγύηση της Κυβέρνησης, θα χορηγείτο για την εκτέλεση συγκεκριμένων παραγγελιών της εταιρείας Q. S. Family Wear Plc Αγγλίας. Τα χρήματα, με την εξαίρεση τριών από τις παραγγελίες, δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό.

Στις 17.4.92 η Τράπεζα Κύπρου Λτδ (εναγόμενη 2 – εφεσίβλητη 2) δυνάμει κυμαινόμενων επιβαρύνσεων διόρισε τους εφεσίβλητους-εναγόμενους 1 ως διαχειριστές και παραλήπτες της εταιρείας.

[*1527]

Οι εφεσείοντες πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους 1 πως εφόσον δεν θα εκτελούνταν οι παραγγελίες θα διεκδικούσαν άμεση πληρωμή όλου του ποσού. Το εργοστάσιο της εταρείας σταμάτησε να λειτουργεί τον Οκτώβριο 1992. Στις 4.1.93, οι εφεσείοντες, με επιστολή τους «ανακάλεσαν» την πίστωση «έκλεισαν τον αντίστοιχο λογαριασμό» και ζήτησαν εξόφληση του ποσού που καταβλήθηκε, πλέον τόκους. Στις 3.3.93 οι εφεσείοντες εξασφάλισαν απόφαση εκ συμφώνου στην αγωγή 149/93 που ήγειραν κατά της εταιρείας και των εγγυητών της με την οποία εδιατάσσοντο να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό. Στο μεταξύ είχε καταχωρηθεί και άλλη αγωγή, κατά της Κυβέρνησης, για τη δική της εγγύηση, η οποία εκκρεμεί.  Λήφθηκαν μέτρα εκτέλεσης που δεν καρποφόρησαν, στις 2.3.94 διαλύθηκε η εταιρεία με διαταγή του Δικαστηρίου και οι εφεσείοντες καταχώρησαν νέα αγωγή – την παρούσα – εναντίον των διαχειριστών-παραληπτών και της Τράπεζας Κύπρου Λτδ που τους διόρισε. Αφορμή ήταν η ανακάλυψη πως είχαν εκτελεστεί από τους εφεσίβλητους 1 μερικές παραγγελίες για τις οποίες είχε δοθεί το δάνειο και πως εισπράχθηκαν γι’ αυτές 75.313 στερλίνες.  Υποστήριξαν στην έκθεση απαίτησης πως το εν λόγω ποσό είχε εισπραχθεί από τους εφεσίβλητους 2 για λογαριασμό τους (των εφεσειόντων) και τους ανήκε δυνάμει των όρων του δανείου μάλιστα οι εφεσίβλητοι 2 το έλαβαν κατά παράβαση των καθηκόντων τους που απορρέουν από το Άρθρο 89(2) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και ότι αυτοί το κατέχουν ως «κατά συμπερασμό θεματοφύλακες (constructive trustees)». Οι εφεσίβλητοι επικαλέσθηκαν δεδικασμένο ή κώλυμα στην προώθηση της νέας αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για τους ακόλουθους λόγους:

1) Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 220 του Κεφ. 113.

2) Η αξίωση ήταν δεδικασμένη ενόψει της αγωγής 149/93 κατά της εταιρείας και των εγγυητών της.

3) Η καταχώρηση της δεύτερης αγωγής ήταν καταχρηστική.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Υποστήριξαν ότι δημιουργήθηκε εμπράγματο δικαίωμα προς όφελος τους επί των ποσών που είχε εισπραχθεί από τους εφεσίβλητους 2, όταν αυτοί αποφάσισαν να προβούν στην εκτέλεση ορισμένων παραγγελιών που αφορούσαν την εταιρεία.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1528]

Το ποσό που εισπράχθηκε δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί ως ξεχωριστή οντότητα προς οτιδήποτε θα ήταν το αποτέλεσμα της σύμβασης του δανείου. Το μόνο συνδετικό στοιχείο είναι η ύπαρξη των παραγγελιών αλλά και αυτό διασπάται ενόψει της εκτέλεσης τους με άλλη χρηματοδότηση την οποία είχαν εξασφαλίσει οι εφεσίβλητοι προς τον σκοπό αυτό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Bauer v. Διογ. Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325,

Holroyd v. Marshal (HL) [1861-1873] All E.R. Rep 414,

Palmer v. Carey [1926] All E.R. Rep 650,

Swiss Bank Corpn v. Lloyds Bank [1981] 2 All E.R. 449,

Westmaze Ltd, The Times 15.7.98,

George Barker Ltd v. Eynon [1974] 1 All E.R. 900.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 8/9/99 (Αρ. Αγωγής 8156/95) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους κατά των εναγομένων 1 ως διαχειριστών-παραληπτών διαλυθείσας εταιρείας και της εναγόμενης 2 Τράπεζας η οποία τους διόρισε αναφορικά με αξίωσή τους για πληρωμή προς αυτούς ποσού 75.313 στερλινών το οποίο, κατ’ ισχυρισμό, η εναγόμενη 2 κατείχε για λογαριασμό και χρήση τους και το οποίο όφειλε να τους αποδώσει.

Α. Δικηγορόπουλος και Χ. Αρτέμης, για τους Εφεσείοντες.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, δυνάμει [*1529]γραπτής σύμβασης δανείου, ημερομηνίας 24.3.92, χορήγησαν στην εταιρεία Ζαχαρίας Μακρίδης  & Υιοί Λτδ (στο εξής η εταιρεία) το ποσό των £80.000. Η φύση του δανείου και τα δικαιώματα που εκπήγαζαν από αυτό αποτελούν ουσιώδες στοιχείο των διεκδικήσεων των εφεσειόντων. Υπάρχουν διϊστάμενες απόψεις και σ’ αυτό το σημείο θα περιοριστούμε στην παράθεση των όρων του. Το ποσό των £80.000, υπό την πρόσθετη εγγύηση της Κυβέρνησης, θα χορηγείτο για την εκτέλεση παραγγελιών της εταιρείας Q.S. Family Wear Plc Αγγλίας. Οι παραγγελίες ήταν συγκεκριμένες και εξειδικεύονται στο έγγραφο. Οπότε, οποιεσδήποτε αναλήψεις από την εταιρεία θα έπρεπε να αφορούν στο σκοπό του δανείου. Πράγμα το οποίο οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να ελέγχουν για να καταφαίνεται η γνησιότητα ή η αναγκαιότητα της απόσυρσης οποιουδήποτε ποσού. Και το όποιο ποσό, θα έπρεπε να χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για το σκοπό που καθορίστηκε. Προβλέφθηκαν και οι συνέπειες της μή συμμόρφωσης. Αυτή “δύναται να καταστήσει άπαντα τα οφειλόμενα και πληρωτέα ποσά δυνάμει του παρόντος δανείου πληρωτέα και απαιτητά αμέσως”. Όπως διευκρινίζεται, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόνοια “περί πληρωμής του δανείου δια τμηματικών δόσεων”, η οποία, όπως καθορίζεται στη συνέχεια, συνίστατο σε αποκοπή “του 24% της αξίας των προσκομιζόμενων εγγράφων τα οποία να είναι σύμφωνα με τους όρους των ως άνω παραγγελιών”. Η καθυστέρηση στην πληρωμή κάποιας από τις πιο πάνω δόσεις, όπως ρητά χαρακτηρίζονται, θα είχε και πρόσθετη συνέπεια. Όπως και στην περίπτωση που θα καθίστατο όλο το ποσό πληρωτέο και απαιτητό, οι εφεσείοντες θα είχαν δικαίωμα επίσχεσης (lien) επί οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας “άτινα ήθελον περιέλθη εις την κατοχήν ή φύλαξιν ή παρακαταθήκην ή έλεγχον της “τράπεζας” είτε εν Κύπρω είτε εν τω εξωτερικώ”.

Το δάνειο αναλήφθηκε ολόκληρο αμέσως με την υπογραφή της σύμβασης. Αυθημερόν £50.000 και στις 26.3.92 το υπόλοιπο, όπως σημειώθηκε στο σχετικό ένταλμα πληρωμής, για αγορά πρώτων υλών και εργατικά. Χωρίς, όμως όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, οποιασδήποτε μορφής έλεγχο για επιβεβαίωση πως πράγματι τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν για το σκοπό που προκαθορίστηκε.  Και χωρίς πράγματι, με την εξαίρεση τριών από τις παραγγελίες, χρησιμοποίηση των χρημάτων για το σκοπό.

Στις 17.4.92 η Τράπεζα Κύπρου Λτδ (εναγόμενη 2-εφεσίβλητη 2) δυνάμει κυμαινόμενων επιβαρύνσεων διόρισε τους εφεσίβλητους-εναγόμενους 1 ως διαχειριστές και παραλήπτες της εταιρείας και ήταν η μαρτυρία τους, την οποία δέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, πως δεν είχαν εντοπίσει οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να στρέψει [*1530]την προσοχή τους προς τέτοια κατεύθυνση. Αλλά και για τις τρεις παραγγελίες που είχαν ήδη εκτελεστεί, δεν είχαν πληρωθεί προς την τράπεζα οι προβλεφθείσες δόσεις.

Οι εφεσείοντες, με βάση τη μαρτυρία που προσάχθηκε, εκδήλωσαν ανησυχία πρώτα με επιστολή τους ημερομηνίας 30.4.92 προς την Κυβέρνηση την οποία και κοινοποίησαν προς τους εφεσίβλητους 1. Πληροφορούσαν πως εφόσον δεν θα εκτελούνταν οι παραγγελίες, θα διεκδικούσαν άμεση πληρωμή όλου του ποσού. Το ίδιο και με επιστολή προς του εφεσίβλητους 1 ημερομηνίας 25.5.92. Η κατάσταση της εταιρείας χειροτέρευσε, παρενεβλήθησαν και έρευνες της αστυνομίας σε σχέση με διάφορα θέματα και το εργοστάσιο της σταμάτησε να λειτουργεί τον Οκτώβριο 1992. Στις 4.1.93, οι εφεσείοντες, με επιστολή τους προς τους εφεσίβλητους 1 “ανακάλεσαν” την πίστωση, “έκλεισαν τον αντίστοιχο λογαριασμό” και ζήτησαν εξόφληση του ποσού που καταβλήθηκε, πλέον τόκους. Και αμέσως μετά, στις 11.1.93, καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή 149/93 κατά της εταρείας και των εγγυητών της. Αναφέρονται σ’ αυτή στη σύμβαση δανείου, στην είσπραξη του ποσού, στην παράλειψη της εταιρείας να εκτελέσει τις παραγγελίες και, τελικά, να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό. Η εταιρεία στην αγωγή εκείνη, καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης αλλά έμεινε μέχρις εκεί. Δεν είχε οτιδήποτε να αντιτάξει και στις 3.3.93 εκδόθηκε εναντίον της εκ συμφώνου απόφαση ως η απαίτηση. Σημειώνουμε πως στο μεταξύ είχε καταχωρηθεί και άλλη αγωγή, κατά της Κυβέρνησης, για τη δική της εγγύηση η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Ακολούθησαν μέτρα εκτέλεσης που δεν καρποφόρησαν, στις 2.3.94 διαλύθηκε η εταιρεία με διαταγή του Δικαστηρίου και οι εφεσείοντες επανήλθαν με νέα αγωγή, την παρούσα.

Αυτή τη φορά στρέφονται κατά των διαχειριστών-παραληπτών και της Τράπεζας Κύπρου Λτδ που τους διόρισε. Αφορμή ήταν η ανακάλυψη, μόλις τότε και αυτό συμπτωματικά, δια μέσου ενόρκου δηλώσεως που κατατέθηκε στο πλαίσιο της αγωγής κατά της Κυβέρνησης, πως αντίθετα προς ό,τι αφέθηκαν να πιστεύουν, στην πραγματικότητα είχαν εκτελεστεί από τους εφεσίβλητους 1 μερικές από τις παραγγελίες για τις οποίες είχε δοθεί το δάνειο και πως εισπράχθηκαν γι’ αυτές 75.313 στερλίνες. Αυτό το ποσό, κατά την έκθεση απαίτησης, είχε εισπραχθεί για λογαριασμό τους και τους ανήκε δυνάμει των όρων του δανείου. Και αφού, όπως εκλαμβάνουν, πληρώθηκε προς τους εφεσίβλητους 2, μάλιστα κατά παράβαση των καθηκόντων τους που απορρέουν από το άρθρο 89(2) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αυτοί το κατέχουν για λογαριασμό και χρήση τους ως “ κατά συμπερασμό θεματοφύλακες (constructive [*1531]trustees)”. Τους περιγράφουν και ως “παραιτίους” ή ως “εκ προστήσεως υπεύθυνους” για τις ζημιές τους, διευκρινίζουν ότι για τις περαιτέρω ζημιές τους επιφυλάσσουν τα δικαιώματά τους και διατυπώνουν αξίωση μόνο για το ποσό που εισπράχθηκε.  Το οποίο θεωρούν ως την αξία των παραγγελιών που εκτελέστηκαν για λογαριασμό τους και ως ποσό που οι εφεσίβλητοι κρατούν σαν “money had and received προς όφελος της Τράπεζας” δηλαδή των ιδίων.

Οι εφεσίβλητοι 1 δεν αρνήθηκαν την εκτέλεση των παραγγελιών και την είσπραξη του ποσού. Όπως ισχυρίζονται, όμως, κάτω από συνθήκες που σε καμιά περίπτωση δεν δημιουργούν ευθύνη τους για πληρωμή τους προς τους εφεσείοντες.  Οι δε εφεσίβλητοι 2 αρνούνται και τον ισχυρισμό ότι εισέπραξαν το ποσό των παραγγελιών. Επικαλέστηκαν δε και οι δυο δεδικασμένο ή κώλυμα στην προώθηση της αγωγής ενόψει της πρώτης αγωγής και της απόφασης που εκδόθηκε στο πλαίσιο της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξονύχισε τη μαρτυρία που προσάχθηκε, την ταξινόμισε, την αξιολόγησε και κατέληξε σε σειρά διαπιστώσεων. Θα καταγράψουμε όσες συναρτήθηκαν στο τέλος με την κατάληξη στην οποία άχθηκε:

1.   Ολόκληρο το ποσό του δανείου είχε δοθεί πριν το διορισμό των εναγομένων 1 και αυτοί μέχρι τις 7.5.92 όταν τους στάληκε η σύμβαση δανείου, δεν γνώριζαν γι΄αυτό.

2.   Όταν οι εφεσίβλητοι 1 ανέλαβαν, δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο που να έδειχνε ότι παρέμενε οποιοδήποτε υπόλοιπο του δανείου ή οτιδήποτε που να καταδείκνυε συσχέτιση της εταιρείας με αυτό. Δεν είχαν ξεχωριστεί οποιεσδήποτε πρώτες ύλες ως αγορασθείσες με χρήματα του δανείου ή ως βεβαρυμένες ή με ξέχωρη ταυτότητα ώστε να θεωρούνται ότι προορίζονται για την εκτέλεση των συγκεκριμένων παραγγελιών. Ούτε διαβιβάστηκε από την εταιρεία προς τους εφεσείοντες οποιοδήποτε έγγραφο για τις παραγγελίες που ειχαν εκτελεστεί πριν το διορισμό των εφεσιβλήτων 1.

3.   Όταν παρέλαβαν οι εφεσίβλητοι 1 βρέθηκαν μπροστά σε χάος χωρίς επαρκή στοιχεία ή έγγραφα και με πρώτες ύλες αξίας ενός εκατομμυρίου λιρών μαζεμένες σε ρολά, χωρίς ιδιαίτερη ταυτότητα. Την ίδια μέρα της ανάληψης των καθηκόντων τους οι εφεσίβλητοι 1, με επιστολή τους ζήτησαν, μεταξύ άλλων από τους εφεσείοντες, πλήρη στοιχεία για δανειοδοτήσεις και τις λεπτομέρειές τους. Επίσημη γνωστοποίηση του δανείου των [*1532]£80.000 τους δόθηκε μόλις με την επιστολή των εφεσειόντων ημερομηνίας 6.5.92.

4.   Όταν ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι 1 δεν υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο του δανείου των £80.000 προς χρήση. Είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το ποσό πριν το διορισμό τους, όχι σταδιακά και σε συσχετισμό προς παραγγελίες αλλά γενικά και, ουσιαστικά, δια μιας.

5.   Οι εφεσίβλητοι 1, αντιμέτωποι με ζώσα ακόμα επιχείρηση, με πρώτες ύλες αξίας περίπου ενός εκατομμυρίου λιρών και με πλήρως στελεχωμένο εργοστάσιο, αποφάσισαν την εκτέλεση παραγγελιών που στην πορεία διαπίστωσαν ότι υπήρχαν.  Χρειάστηκε να τις επαναδιαπραγματευθούν, καθορίστηκαν νέοι όροι και αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ρευστότητας που υπήρχε με επί τούτου δανειοδότηση από τους εφεσίβλητους 2. Έγινε ειδική διευθέτηση παρατραβήγματος μέχρι £150.000 και ήταν χρήματα από αυτό το λογαριασμό που χρησιμοποίησαν για την εκτέλεση των παραγγελιών. Δεν υπήρχαν χρήματα του δανείου ή άλλα για την εκτέλεσή τους και το ποσό που χρειάστηκε, κυρίως για εργατικά, αντλήθηκε από αυτό το λογαριασμό. Στον οποίο και κατατέθηκε, για την εταιρεία και όχι τους εφεσίβλητους 2 ή άλλον, το προϊόν από την εκτέλεση των παραγγελιών.

Κάτω από το πρίσμα αυτών των δεδομένων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Τόσο για λόγους ουσίας όσο και για άλλους, αναφερόμενους στο παραδεκτό της. Νομίζουμε πως θα είναι χρήσιμο, πριν ασχοληθούμε με τις διάφορες πτυχές της πρωτόδικης απόφασης, να έχουμε υπόψη τον πυρήνα των επιχειρημάτων των εφεσειόντων. Όπως και ενώπιόν μας, ήταν το σημείο εκκίνησης όλων των επιχειρημάτων των εφεσειόντων η θέση τους πως η πρόνοια της σύμβασης δανείου για αποκοπή του 24% της αξίας των προσκομιζομένων εγγράφων εξαγωγής, συνιστούσε εκχώρηση προς αυτούς αυτού του περιουσιακού, όπως το θεωρούν, στοιχείου. Δεν εισηγούνται πως υπάρχει στη σύμβαση οτιδήποτε το ρητό.  Εκλαμβάνουν όμως πως εξυπακουομένως η αποκοπή του 24% (παράγραφος 6 της σύμβασης) θα γινόταν από τους ίδιους, αυτό σήμαινε πως η εκτέλεση των παραγγελιών θα γινόταν μέσω τους, οπόταν και θα είσπρατταν ολόκληρο το τίμημα κάθε παραγγελίας, για να αποκόπτουν το 24%.  Θεωρούν πως αυτά ήταν όροι απαραίτητοι για την πρόσδοση εμπορικής δραστικότητας στη σύμβαση και επικαλούνται συναφώς την Bauer v. Διογ. Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325. Αυτή η εκχώρηση, όπως [*1533]προχωρεί η εισήγησή τους, εξισούται στην πραγματικότητα με πάγια επιβάρυνση που επικολλάται επί του περιουσιακού στοιχείου ως εμπράγματι εξασφάλιση, όταν αυτή θα αποκτηθεί, δηλαδή όταν θα πληρώσουν οι αγοραστές, αλλά με ισχύ από την ημερομηνία της σύμβασης δανείου. Παραπέμπτουν στον Goode: Legal Problems of Credit and Security (1982) se. 5 - 7 κυρίως σε σχέση με τη δυνατότητα, κατά τις αρχές της επιείκειας, κτήσης τέτοιας φύσης περιουσιακού δικαιώματος, σε περιουσιακό στοιχείο ανύπαρκτο ακόμα κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης. Επίσης στις υποθέσεις Holroyd v. Marshal (HL) [1861-1873] All ER Rep 414, Palmer v. Carey [1926] All ER Rep 650, Swiss Bank Corpn v. Lloyds Bank [1981] 2 All ER 449 και το έργο “The Effect of Bankruptcy upon Mortgages of Future Property” του Paul Matthews σελ. 40 κ.επ. σε σχέση με τη δημιουργία τέτοιας μορφής επιβάρυνσης, ως εκχώρησης, κατά το δίκαιο της επιείκειας επί του κεφαλαίου που συμφωνήθηκε να διατεθεί υπέρ συγκεκριμένου χρέους. Αυτή η επιβάρυνση, πάγια (fixed) όπως εισηγούνται με αναφορά στην Ιn re Westmaze Ltd, The Times 15.7.98, απέκλειε τη διαπραγμάτευση των παραγγελιών και την είσπραξη του τιμήματος αφού αυτή είχε εκχωρηθεί στους εφεσείοντες. Επομένως οι εφεσίβλητοι 1 εισέπραξαν το ποσό εν γνώσει τους ότι αυτό είχε εκχωρηθεί προς τους εφεσείοντες και κατ’ ακολουθίαν κατέστησαν εξ επαγωγής καταπιστευματοδόχοι του  (constructive trustees). Η δε κατάθεση του ποσού στο δικό τους λογαριασμό “συνιστά πράξη που εξισούται με σφετερισμό (conversion) ή αδικαιολόγητο πλουτισμό”. Εξ ου και η διεκδίκησή τους. Γιατί για ολόκληρο το ποσό και όχι για το 24%, δεν εξηγούν.

Τα άλλα που συζητήθηκαν αφορούν στη σε δεύτερο επίπεδο ευθύνη των εφεσιβλήτων 2 και στην προτεραιότητα που κατ’ ισχυρισμόν θα έπρεπε να έχουν οι εφεσείοντες έναντί τους, προς είσπραξη του συγκεκριμένου ποσού. Σ’ αυτό το πλαίσιο έγινε αναφορά στους όρους διορισμού των εφεσιβλήτων 1, σε σχετική νομολογία αναφορικά με την ιδιότητα ή τη νομική τους υπόσταση ως αντιπροσώπων της εταιρείας ή και της τράπεζας που τους διόρισε αναλόγως και στο κατά την αντίληψή τους συμπέρασμα πως οι εφεσίβλητοι 2 είναι εκ προστήσεως υπεύθυνοι για τις “πλημμελείς και/ή έκνομες ενέργειες των εναγομένων 1”. Τους οποίους εμφάνισαν και ως εισπράξαντες οι ίδιοι το ποσό και ως πλουτίσαντες αδικαιολογήτως. Επίσης έγινε αναφορά στο δικαίωμα επίσχεσης που η σύμβαση δανείου τούς αναγνώριζε, με ιδιαίτερη αναφορά στην George Barker Ltd v. Εynon [1974] 1 All ER 900 όχι για να στηρίξουν σ’ αυτότην αξίωσή τους αλλά, αν κατανοήσαμε καλά την αναφορά, σε σχέση με την προτεραιότητα που διεκδικούν έναντι των εφεσιβλήτων 2 προς είσπραξη του ποσού. Ενώ η αξίωσή τους στηρίζεται σε δικό τους [*1534]“εμπράγματο δικαίωμα” επί του ποσού, το οποίο θεωρούν δικό τους ήδη από τη στιγμή της είσπραξης του. Και ενώ δεν ήταν η θέση των εφεσιβλήτων η οποιουδήποτε από αυτούς πως αυτή η αξίωση θα έπρεπε να αποτύχει με αναφορά σε προτεραιότητα που διεκδικούν άλλοι, ειδικά οι εφεσίβλητοι 2. Οι οποίοι, ας σημειωθεί, εξ αρχής αρνούνταν ότι εισέπραξαν το ποσό. Εν πάση περιπτώσει, μόνο με τη θεμελίωση της βάσης, δηλαδή της εκχώρησης και του κατ’ ισχυρισμόν εμπιστεύματος στο οποίο απέληξε, θα ήταν νοητό να γίνεται συζήτηση για οτιδήποτε άλλο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για τρείς λόγους. Σύμφωνα με τον πρώτο, αυτή ήταν θνησιγενής γιατί δεν είχαν τηρηθεί οι επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 220 του Κεφ. 113.  Αυτό επιβάλλει την εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για την έναρξη ή συνέχιση αγωγής κατά εταιρείας όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης της ή όταν έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής της. Είχε εκδοθεί τέτοιο διάταγμα και διορίστηκε ως εκκαθαριστής ο Επίσημος Παραλήπτης πριν την καταχώριση της αγωγής, δεν είχε εξασφαλιστεί άδεια του Δικαστηρίου και συνεπώς έπασχε. Ήταν σύντομη και πειστική η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων ως προς αυτό το σημείο. Η αγωγή δεν στρέφεται με κανένα τρόπο κατά της εταιρείας της ίδιας. Το κατά πόσο θα έπρεπε να είχε στραφεί κατά ή  και κατά της εταιρείας είναι άλλο θέμα. Το γεγονός είναι πως επιδιώκεται απόφαση κατά των εφεσιβλήτων 1 για απόδοση ποσού χρημάτων που εκείνοι εμφανίζονται να κατακρατούν, ενώ, κατά τις αρχές της επιείκειας, αυτό τους ανήκει.

Σύντομη μπορεί να είναι και η αναφορά στο δεύτερο από τους λόγους που άπτονται του παραδεκτού της αγωγής. Οι εφεσίβλητοι πρότειναν πως η αξίωση ήταν δεδικασμένη ενόψει της αγωγής αρ. 149/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που προηγήθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε με τους εφεσείοντες πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό. Και παρεμβάλλουμε πως δεν έχουμε αντιληφθεί την εμμονή των εφεσειόντων να επιχειρηματολογούν και ενώπιόν μας ότι δεν παράχθηκε δεδικασμένο όταν κανείς δεν παραπονέθηκε για την υπέρ τους, επί του σημείου, απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Θεώρησε, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο πως η καταχώριση της δεύτερης αγωγής ήταν καταχρηστική. Και έκρινε πως υπέκειτο σε απόρριψη και γι’ αυτό το λόγο. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε πως όταν οι εφεσείοντες κατέθεσαν την πρώτη αγωγή, προέβησαν σε επιλογή από την οποία δεν μπορούσαν να αποστούν πλέον. Ενεργοποίησαν τα δικαιώματά τους με βάση τη σύμβαση δανείου [*1535]και επέλεξαν να καλέσουν την εταιρεία να καταβάλει ολόκληρο το ποσό. Θεωρώντας έτσι οι ίδιοι την όλη συμφωνία ως παρέχουσα σ’ αυτούς δικαιώματα και θεραπείες που ανάγονται στο δίκαιο των συμβάσεων. Χωρίς καμιά απολύτως αναφορά σε παραλήψεις ή καθήκοντα ή ευθύνες των παραληπτών κατά το δίκαιο της επιείκειας. Ενώ, όπως τονίζει, “ολα τα γεγονότα ήταν ήδη γνωστά, με μόνη εξαίρεση την έκδοση διατάγματος διάλυσης της εταιρείας που ακολούθησε στις 2.3.94.” Θεώρησαν λοιπόν, “την παράλειψη της εταιρείας ως παράβαση συμβατικής υποχρέωσης και κινήθηκαν ανάλογα”. Διεκδίκησαν και πέτυχαν απόφαση για όλο το ποσό των £80.000 του δανείου και δεν μπορούσαν να επανέλθουν τώρα με προβολή νέας αιτίας αγωγής αλλά με στόχο την “εκ νέου είσπραξη των £80.000”, δηλαδή του ποσού που εισπράχθηκε, για το οποίο διεκδικούσαν προτεραιότητα. Ουσιαστικά, μετά την επιλογή που έκαμαν ενσωμάτωσαν στην πρώτη αγωγή όλες τις θεραπείες τους και είναι ανεπίτρεπτη η επιδίωξη όμοιου στόχου κάτω από νέα θεώρηση.

Οι εφεσείοντες τονίζουν ακριβώς το διαφορετικό επίπεδο στο οποίο κινούνται οι δυο αγωγές και την ποιοτική αναντιστοιχία των θεραπειών στις οποίες η κάθε μια αφορά. Για να υποδείξουν πως με κανένα τρόπο  δεν επιδιώκουν διπλή είσπραξη. Εξηγούν ότι προσβλέπουν σε είσπραξη ποσού το οποίο εξ αρχής ήταν δικό τους για να αφαιρεθεί, βέβαια, στη συνέχεια από την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε στην πρώτη αγωγή. Η οποία, στην πραγματικότητα, κινήθηκε και προωθήθηκε χωρίς να γνωρίζουν ή να έχουν λόγο να υποψιάζονται ότι εκτελέστηκαν παραγγελίες.

Νομίζουμε πως είναι αρκετό να σταθούμε σ’ αυτό το τελευταίο.  Πράγματι αυτός ήταν έξ αρχής ο ισχυρισμός τους. Δεν γνώρίζαν για την εκτέλεση των παραγγελιών και την είσπραξη του ποσού.  Αυτά τα έμαθαν μετά την πρώτη αγωγή και την έκδοση απόφασης σ’ αυτή, μάλιστα εντελώς συμπτωματικά. Οπότε και κινήθηκαν για να διεκδικήσουν όσα εξ αρχής, κατά την αντίληψή τους βέβαια, είχαν αποκρυσταλλωθεί ως περιουσιακά τους δικαιώματα.

Δεν έχει σχολιαστεί αυτή η θέση των εφεσειόντων από το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν έχει απορριφθεί αλλά δεν βρίσκουμε και θετική διαπίστωση υπέρ της. Εν τούτοις, το πρωτόδικο δικαστήριο λειτούργησε πάνω στο θεμελιώδες, στο πλαίσιο της δικής του αντίκρυσης, ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν τα πάντα εξ αρχής. Δεν υπήρξε όμως διαπίστωση ότι γνώριζαν και αυτό το γεγονός. Το πιο κρίσιμο δηλαδή αν θα επρόκειτο πράγματι να συζητούμε για επιλογή που προκρίθηκε ενσυνειδήτως. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι πάσχει η πρω[*1536]τόδικη προσέγγιση και πως η όποια συζήτηση για κατάχρηση της διαδικασίας θα έπρεπε να γίνει με ξεκαθαρισμένο το στοιχείο της γνώσης και ως προς αυτά. Έχουμε καταλήξει, όμως, πως είναι σαφώς ορθή η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την ουσία και δεν θα μας απασχολήσει άλλο το ζήτημα της κατάχρησης.

Το πρώτο που διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού διέκρινε την περίπτωση από τις άλλες τις αγγλικής νομολογίας που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, ήταν πως οι εφεσείοντες και η εταιρεία είχαν συνάψει σύνηθες συμβόλαιο δανείου. Δεν προέκυπτε πρόθεση για εκχώρηση ή επιβάρυνση και τα άλλα μόνο και μόνο επειδή προβλέφθηκε τρόπος αποπληρωμής μέσα από έγγραφα που θα έπρεπε να διαβιβάζονται στο δανειστή. Η σύμβαση θα πρέπει να εξεταστεί όχι αποσπασματικά αλλά στο σύνολό της. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά σε εκχώρηση ή σε άλλα συναφή και οι πρόνοιες της σύμβασης αναφορικά με τις επιπτώσεις σε περίπτωση μή συμμόρφωσης οδηγούν προς διαφορετική κατεύθυνση. Μή συμμόρφωση προς τον όρο 6, για την αποκοπή του 24%, προβλέφθηκε να επάγεται δικαίωμα θεώρησης ολόκληρου του δανείου ως αμέσως απαιτητού, χωρίς άλλα. Και το δικαίωμα επίσχεσης αφορούσε όχι σε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο αλλά σε οποιοδήποτε περιουσιασκό στοιχείο θα περιερχόταν στην κατοχή των εφεσειόντων. Το σύνολο της σύμβασης, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έδειχνε πρόθεση για τη δημιουργία εμπράγματου συμφέροντος επιβαλλομένου, όπως ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων, στην προοπτική εκτέλεσης κάθε παραγγελίας.

Εντοπίστηκε, όμως, ανυπέρβλητο κώλυμα στην προώθηση των διεκδικήσεων των εφεσειόντων και για άλλο λόγο, ανεξάρτητο από τα αναφερθέντα σε σχέση με τη φύση της συζητηθείσας πρόνοιας της σύμβασης. Ορθά όπως κρίνουμε, και η ενασχόληση με οτιδήποτε άλλο θα είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία.

Το ποσό του δανείου δόθηκε ολόκληρο εξ αρχής χωρίς να είχαν εκτελεστεί παραγγελίες ή χωρίς να είχαν αποκτηθεί πρώτες ύλες γι’ αυτές ή, τελικά, χωρίς μαρτυρία ότι το ποσό διατέθηκε για οτιδήποτε θα μπορούσε να συνδεθεί προς τις παραγγελίες. Οι εφεσείοντες χορήγησαν το ποσό και δεν προέβησαν σε οποιονδήποτε έλεγχο αλλά το πρόβλημα δεν δημιουργείται απλώς επειδή δεν έλεγξαν. Έγιναν διάφορες συζητήσεις αναφορικά με το τί γνώριζαν και το τί δεν γνώριζαν οι εναγόμενοι 1 όταν ανέλαβαν τα καθήκοντά τους στις 17.4.92. Ο έλεγχος των δεδομένων έδειχνε πως πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι την παραλαβή από αυτούς της σύμβασης δανείου αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει αυτή η λεπτομέρεια. Παρέ[*1537]μεινε ως στερεή διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως όταν ανέλαβαν τα καθήκοντά τους δεν υπήρχαν ξεχωριστές πρώτες ύλες ή οτιδήποτε άλλο που να αντιστοιχούσε προς τις παραγγελίες του δανείου. Επίσης, κανένα ποσό του δανείου ή άλλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Τα υπολογισθέντα χρέη τότε ήταν περίπου έξι εκατομμύρια λίρες  και τα περιουσιακά στοιχεία περίπου 2.8 εκατομμύρια λίρες από τα οποία ένα εκατομμύριο λίρες ήταν πρώτες ύλες που θα παρέμεναν αχρησιμοποίητες λόγω έλλειψης χρημάτων που θα καθιστούσαν δυνατή την αξιοποίηση, έστω για κάποιο διάστημα, της λειτουργίας του εργοστασίου.  Όταν, λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι εφεσίβλητοι 1 αποφάσισαν  την εκτέλεση ορισμένων παραγγελιών, δεν προέβησαν σε ενέργειες, για τις οποίες θυμίζουμε τους αποδίδεται προσωπική ευθύνη, συναρτημένες προς το ποσό του δανείου. Αυτό είχε ήδη εξανεμισθεί.  Εξασφάλισαν άλλη χρηματοδότηση οι ίδιοι και είναι αυτά τα χρήματα που χρησιμοποίησαν για την εκτέλεση των παραγγελιών. Θεωρούμε λοιπόν ως ορθή την κατάληξη πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εμπίστευμα ή για τα άλλα όταν το ποσό που τώρα διεκδικούν οι εφεσείοντες δεν ήταν στην πραγματικότητα συνδεδεμένο προς όσα κατ’ ισχυρισμόν συνιστούσαν την εκχώρηση που το παρήγαγε.

Δηλαδή, κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή, το ποσό που εισπράχθηκε δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί ως ξεχωριστή οντότητα προς οτιδήποτε θα ήταν το αποτέλεσμα της σύμβασης του δανείου.  Το μόνο συνδετικό  στοιχείο είναι η ύπαρξη των παραγγελιών αλλά και αυτό διασπάται ενόψει της εκτέλεσης τους με επί τούτου χρηματοδότηση από τους εφεσίβλητους 1, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράψαμε.

Δε νομίζουμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε σε οτιδήποτε άλλο.  Ιδίως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν όσα συζητήθηκαν σε σχέση με την κατ΄ισχυρισμόν ευθύνη των εφεσιβλήτων 2 ή τα άλλα περί των προτεραιοτήτων.  Με την αποτυχία των λόγων έφεσης σε σχέση με την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος των εφεσειόντων επί του ποσού του ίδιου όλα τα άλλα χάνουν το υπόβαθρο στη βάση του οποίου συζητήθηκαν. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο