Σπύρου Νικηφόρος (ανήλικος) διά των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Αγάπιου Σπύρου και Παναγιώτας Σπύρου και Άλλοι ν. Παντελίτσας Ανδρέου-Λανίτου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1538

(2001) 1 ΑΑΔ 1538

[*1538]16 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10501)

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΠΥΡΟΥ (ΑΝΗΛΙΚΟΣ) ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΠΥΡΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων Αρ. 3,

v.

1. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ-ΛΑΝΙΤΟΥ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10507)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 2,

v.

1. ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΠΥΡΟΥ,

3. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΣΠΥΡΟΥ (ΑΝΗΛΙΚΟΥ)

ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ

ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ

ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΠΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

ΚΑΙ

ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης Αρ. 1,

 

[*1539](Πολιτική Έφεση αρ. 10508)

ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΑΝΔΡΕΟΥ-ΛΑΝΙΤΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ. 1,

v.

1. ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΠΥΡΟΥ,

3. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΣΠΥΡΟΥ (ΑΝΗΛΙΚΟΥ)

ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ

ΤΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΣΠΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

ΚΑΙ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου Αρ. 2.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10501, 10507, 10508)

 

Αμέλεια — Ιατρική αμέλεια — Γέννηση παιδιού με μεσογειακή αναιμία — Ιδιώτης γιατρός μικροβιολόγος διενήργησε αιματολογικές εξετάσεις κατά τρόπο αμελή σε ζεύγος το οποίο επρόκειτο να τελέσει θρησκευτικό γάμο και εξέδωσε πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι δεν ήταν φορείς το στίγματος της μεσογειακής αναιμίας — Κυβερνητικός γιατρός εξέδωσε βεβαιώσεις σύμφωνα με τις οποίες ο κάθε ένας από αυτούς είχε εξεταστεί για τη μεσογειακή αναιμία, ενώ στην πραγματικότητα δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια εξέταση — Κρίθηκε ότι και οι δύο γιατροί ήταν ένοχοι αμέλειας ενώ οι γονείς του παιδιού δεν ήταν ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας.

Αμέλεια — Novus actus interveniens — Ισχυρισμός της εναγομένης 1 ότι η αμέλεια του εναγόμενου 2 ήταν παρεμβαίνουσα novus actus που διέκοψε την αιτιώδη συνάφεια ως προς την αμέλεια της ίδιας και της ζημίας η οποία προκλήθηκε στους ενάγοντες οπότε δεν θα έπρεπε να καταλογιστεί ευθύνη σ’ αυτή — Δεν τεκμηριώθηκε η ισχυριζόμενη διακοπή της αιτιώδους συνάφειας.

Αστικά αδικήματα — Συναδικοπραγήσαντες — Καταμερισμός ευθύνης [*1540]και καθορισμός του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ συναδικοπραγησάντων — Ποία η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε υποθέσεις του είδους αυτού - Άρθρο 64(1) και (2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Αποζημιώσεις — Επιδίκαση ποσού £12.240 για τη νοσοκομειακή φροντίδα που θα παρέχει η ενάγουσα στο παιδί της το οποίο γεννήθηκε με μεσογειακή αναιμία — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Γέννηση παιδιού με μεσογειακή αναιμία — Επιδίκαση ποσού για τις ταλαιπωρίες, που υπέστησαν οι γονείς και την σημαντική απώλεια στην προσωπική τους άνεση και ευτυχία, £10.000 υπέρ του πατέρα και £18.000 υπέρ της μητέρας — Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

 

Στην υπόθεση αυτή, η εναγόμενη 1 είναι γιατρός μικροβιολόγος που υπέβαλε τους γονείς βρέφους με μεσογειακή αναιμία σε αιματολογικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν αυτοί είχαν το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας και διαπίστωσε ότι δεν το είχαν.  Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως δεύτερος εναγόμενος, ενάχθηκε σε σχέση με ενέργειες ή παραλείψεις κυβερνητικού γιατρού, ο οποίος εξέδωσε βεβαιώσεις σύμφωνα με τις οποίες οι γονείς εξετάστηκαν για τη μεσογειακή αναιμία, ενώ στην πραγματικότητα είχαν δείξει μόνο τα πιστοποιητικά του ιδιωτικού γιατρού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενοι ήταν ένοχοι αμέλειας και οι γονείς δεν ήταν ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας.  Επιδικάσθηκαν στους γονείς αποζημιώσεις ως εξής:

1) Για τη νοσοκομειακή φροντίδα που η μητέρα παρέσχε ως τη δίκη και που θα παρείχε στο μέλλον, £12.240.

2) Για τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν οι γονείς και την απώλεια στην προσωπική τους άνεση και ευτυχία, £10.000 υπέρ του πατέρα και, για λόγους που εξηγήθηκαν £18.000 υπέρ της μητέρας.  Η αξίωση του ίδιου του παιδιού κάτω από το ίδιο κεφάλαιο απορρίφθηκε.  Κρίθηκε ότι το παιδί δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα.

3) Ειδικές αποζημιώσεις ύψους £123.- στις οποίες περιλαμβάνεται και η αμοιβή των £25.- που οι γονείς πλήρωσαν στην εναγόμενη 1.

4) Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των γονέων και εναντίον και των δύο εναγομένων αναλόγως.

[*1541]

5) Ο εναγόμενος 2 είχε επιδώσει ειδοποίηση με βάση τη Δ.10, θ.12 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και το Άρθρο 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και το Δικαστήριο διέταξε την πλήρη αποζημίωσή του από την εναγόμενη για οποιοδήποτε ποσό θα πλήρωνε προς τους γονείς.

Οι εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση.

Η εναγόμενη υποστήριξε ότι:

1.  Η μόνη μαρτυρία που προσάχθηκε ως προς την αιτία της λανθασμένης πιστοποίησης, μόνο σε λάθος και όχι σε αμέλεια μπορούσε να παραπέμψει.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή δεν έλεγε την αλήθεια, δεν ευσταθεί και η μαρτυρία της εσφαλμένα απερρίφθη.

3.  Θα έπρεπε να ισχύσει η αρχή volenti non fit injuria και να κριθεί ότι οι γονείς ήταν εν πάση περιπτώσει ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας.

4.  Η αρχή novus actus interveniens είχε εφαρμογή ενόψει της παρεμβαίνουσας αμέλειας του κυβερνητικού γιατρού που διέκοψε την αιτιώδη συνάφεια ως προς τη δική της αμέλεια, οπότε η Δημοκρατία έπρεπε να κριθεί ως έχουσα αποκλειστική ευθύνη.

5.  Ενώ δεν βρέθηκε να ευθύνεται μόνο εκείνη (η εναγόμενη) κλήθηκε να υποστεί όλες τις συνέπειες με τη διαταγή για πλήρη κάλυψη της Δημοκρατίας.

6.  Οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις είναι υπερβολικές.

Και οι δύο εναγόμενοι αμφισβητούν πως πράγματι αποδείχθηκαν οι λεπτομέρειες αμέλειας που εξειδικεύθηκαν για τον καθένα από αυτούς.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν στοιχειοθετείται λόγος επέμβασης του Εφετείου αναφορικά με τη διαπίστωση αμέλειας εκ μέρους των εναγομένων. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση το πραγματικού υπόβαθρου στη βάση του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του και, στην πραγματικότητα, δεν προβλήθηκε κανένα επιχείρημα [*1542]που να αφορά την κατάληξη πως όσα διαπιστώθηκαν στοιχειοθετούν αμέλεια.

2.  Η αναξιοπιστία της εναγομένης συνδέεται με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της. Η πρώτη αφορούσε στον ισχυρισμό της σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε και η δεύτερη στο κατά πόσο είδε ή όχι τις ιδιαιτερότητες στη μορφολογία του αίματος των γονέων. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει πραγματικό έρεισμα σ’ αυτό το λόγο έφεσης.

3.  Η επιβεβαίωση από τον κυβερνητικό γιατρό, χωρίς τη δική του ανεξάρτητη επιστημονική εργασία που θα τη δικαιολογούσε, βάσιμα κρίθηκε ως συνιστώσα αμέλεια.

4.  Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ήταν η εκκλησία που ζήτησε αρχικά τις εξετάσεις από τους γονείς για να διαπιστωθεί κατά πόσο είχαν ή όχι το στίγμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά το θέμα.  Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι είχαν το στίγμα και επομένως δεν μπορεί να είναι ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας ή να θεωρηθούν ότι τεκνοποίησαν με γνώση του κινδύνου.

5.  Δεν διακόπηκε η αιτιώδης συνάφεια της αμέλειας της εναγομένης προς τη ζημιά.  Δεν ήταν η αμέλεια το κυβερνητικού γιατρού η αποφασιστική αιτία, κατ’ αποκλεισμό δηλαδή της αμέλειας της εναγομένης ως παράλληλης αιτίας.

6.  Δεν ήταν επιτρεπτή η διαφοροποίηση της ευθύνης των εναγομένων. Η ευθύνη του εναγόμενου 2 ήταν παράλληλη προς εκείνη της εναγομένης. Η έκδοση διατάγματος πλήρους κάλυψης βρίσκεται σε θεμελιακή διαφωνία προς την αιτιολόγησή του, γεγονός που δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου για αντικατάσταση του μέρους αυτού της απόφασης με διάταγμα για εξ ίσου καταμερισμό μεταξύ των δύο.

7.  Το μηνιαίο ποσό των £60 που καθορίστηκε για τη φροντίδα που η μητέρα θα είναι υποχρεωμένη να παρέχει στο παιδί της, δεν είναι υπερβολικό.

8.  Οι αποζημιώσεις που επιδικάσθηκαν υπέρ των εφεσειόντων δεν είναι υπερβολικές ενόψει των σοβαρών ταλαιπωριών και της απώλειας της προσωπικής τους άνεσης και ευτυχίας που θα προέκυπτε από τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού.

[*1543]9.    Η αξίωση του παιδιού του ιδίου για αποζημιώσεις ορθά απορρίφθηκε.

10.  Όλες οι εφέσεις με εξαίρεση του μέρους της έφεσης της εναγομένης που αφορά το διάταγμα κάλυψης, απορρίπτονται. Το διάταγμα κάλυψης αντικαθίσταται με διάταγμα για εξ ίσου καταμερισμό σε ότι αφορά τις σχέσεις των εναγομένων μεταξύ τους.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν πλην της έφεσης της εναγομένης που επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Ευαγγέλου ν. Ναυτ. Εταιρ. Αμαθούς Λτδ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 187,

Constantinou v. Mustakas Shipping Agencies Ltd (1986) 1 C.L.R. 1,

S.S. Singleton Abbey v. S.S. Paludina [1927] A.C. 16,

Oropesa [1943] 1 All E.R. 211,

Impress (Worcester) Ltd v. Rees [1971] 2 All E.R. 357,

Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,

Ιωαννίδη ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 558,

Λουκά ν. Κούρτη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 601,

Παναγίδη ν. Λούη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 746,

Constantinou v. Kriticos (1982) 1 C.L.R. 859,

Housecroft v. Burnett [1986] 1 All E.R. 332,

Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727,

Croke (a minor) a.o. v. Wiseman a.ο. [1981] 3 All E.R. 852,

Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,

[*1544]

McKay v. Essex Area Health Authority [1982] 2 All E.R. 871,

Burton v. Islington Health Authority [1992] 3 All E.R. 833,

Re F (in utero) [1988] 2 All E.R. 193,

Distillers Co (Bio-Chemicals) Ltd v. Thompson [1971] 1 All E.R. 694,

Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,

Parkinson v. St James Hospital [2001] 3 All E.R. 97,

McFarlane v. Tayside Health Board [1999] 4 All E.R. 961,

Udale v. Bloomsbury AHA [1983] 2 All E.R. 522,

Re j (a minor) [1990] 3 All E.R. 930,

Paton v. Trustees of BPAS [1978] 2 All E.R. 987,

Hassanein v. “Hellenic Island” κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578,

Theophanous v. 1. Cosmos (Cyprus) Insurance Co. Ltd a.o. (1988) 1 C.L.R. 265,

Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252.

Εφέσεις.

Έφεση από τον ενάγοντα 3 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 26/2/99 (Αρ. Αγωγής 3147/94) με την οποία απέρριψε την αξίωσή του ως παιδιού για αποζημιώσεις όσον αφορά τις επιπτώσεις από τη μεσογειακή αναιμία σ’ αυτό και εφέσεις από τους εναγόμενους 1 και 2, ιατρού μικροβιολόγου και κυβερνητικού ιατρού αντίστοιχα, με την οποία κρίθηκαν ένοχοι αμελείας από κοινού έναντι των γονέων του παιδιού με μεσογειακή αναιμία και με την οποία διατάχθηκαν σχετικές αποζημιώσεις προς τους γονείς του παιδιού.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα-Ενάγοντα Αρ. 3, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10501.

Μιχ. Κυπριανού, για την Εφεσίβλητη-Εναγόμενη Αρ. 1, στην Πο[*1545]λιτική Έφεση Αρ. 10501.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο Αρ. 2, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10501.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο Αρ. 2, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10507.

Ε. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10507.

Μιχ. Κυπριανού, για την Εφεσίβλητη-Εναγόμενη Αρ. 1, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10507.

Μιχ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα-Εναγόμενη Αρ. 1, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10508.

Ε. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10508.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο Αρ. 2, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10508.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Θα παραθέσουμε πρώτα τον πυρήνα των παραδεκτών γεγονότων γύρω από τα οποία περιστρέφονται οι ισχυρισμοί των διαδίκων σε σχέση με το σοβαρό θέμα των ευθυνών που ανακύπτουν και τις θεραπείες γι’ αυτές από τη γέννηση παιδιού με μεσογειακή αναιμία.

Η αγωγή κινήθηκε από τους γονείς και το ίδιο το παιδί, δια μέσου τους. Πρώτη εναγόμενη είναι η γιατρός μικροβιολόγος που υπέβαλε τους γονείς σε αιματολογικές εξετάσεις. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως δεύτερος εναγόμενος, ενάχθηκε σε σχέση με ενέργειες ή παραλείψεις κυβερνητικού γιατρού. Ασκήθηκαν εφέσεις από όλους τους διαδίκους και για να αποφευχθεί σύγχυση θα τους περιγράφουμε όπως πιο πάνω.

Οι γονείς γνωρίστηκαν με συνοικέσιο και αποφάσισαν να παντρευτούν. Θέλησαν να τελέσουν θρησκευτικό γάμο και απευθύν[*1546]θηκαν στη Μητρόπολη Πάφου για την έκδοση άδειας γάμου. Τέθηκε τότε το θέμα της εξασφάλισης πιστοποιητικού που θα βεβαίωνε ότι δεν ήταν φορείς του στίγματος της μεσογειακής αναιμίας.  Αποτάθηκαν στην εναγόμενη που διατηρούσε κλινικό εργαστήριο στην Πάφο. Αυτή διενήργησε αιματολογικές εξετάσεις και τους εφοδίασε με πιστοποιητικά. Βεβαίωνε με αυτά πως δεν ήταν φορείς του στίγματος. Οι γονείς τα παρουσίασαν στη Μητρόπολη αλλά τους λέχθηκε πως η εκκλησία δεν αναγνώριζε πιστοποιητικά που εκδίδονται από ιδιώτες γιατρούς. Ο ιερέας τους προέτρεψε να εξασφαλίσουν σχετικά πιστοποιητικά από κυβερνητικό γιατρό και επισκέφθηκαν το Νοσοκομείο Πάφου. Έδειξαν τα πιστοποιητικά και, χωρίς τη διενέργεια άλλων εξετάσεων, ο κυβερνητικός γιατρός τους εξέδωσε βεβαιώσεις σύμφωνα με τις οποίες ο κάθε ένας από αυτούς “έχει εξεταστεί για τη μεσογειακή αναιμία και του δόθηκαν οι κατάλληλες συμβουλές”. Προστίθεται πως η βεβαίωση “πρέπει να παρουσιάζεται κατά την έκδοση άδειας αρραβώνων ή γάμου”. Εξασφαλίστηκε, συνεπώς, η άδεια της Μητρόπολης και στις 16.9.89 οι γονείς αρραβωνιάστηκαν. Περίπου ένα μήνα μετά, η μητέρα συνέλαβε. Τελέστηκε ο γάμος στις 11.2.90 και το παιδί γεννήθηκε στις 7.8.90. Ήταν φιλάσθενο, είχε εμετούς, ο παιδίατρος δεν μπορούσε να εντοπίσει οτιδήποτε το συγκεκριμένο, δεύτερος γιατρός ζήτησε αναλύσεις αίματος και αυτές έδειξαν ότι πάσχει από μεσογειακή αναιμία. Επίσης διαπιστώθηκε πως και οι δύο γονείς ήταν φορείς του στίγματος.

Η αξίωση προωθήθηκε, σε σχέση και με τους δυο εναγομένους, κατ’ επίκληση του αστικού αδικήματος της αμέλειας και το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε ως ακολούθως τα ερωτήματα που ανέκυπταν ως προς το ζήτημα της ευθύνης:

“(1) Κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζεται όπως ισχυρίζονται οι Ενάγοντες η αρχή του Res Ipsa Loquitur.

(2)  Αν αποδείχθει τελικά η ζημιά που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες κατά πόσο αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην αμέλεια της Εναγόμενης 1 ή και των δύο Εναγομένων ή κατά πόσο η αμέλεια του Εναγόμενου 2 μπορεί να θεωρηθεί ότι διακόπτει την αλυσίδα σε βαθμό που να εφαρμόζεται η νομική  αρχή του Novus Actus Interveniens.

(3)  Κατά πόσο οι Ενάγοντες 1 και 2 είναι ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας.

(4)  Σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι βρεθούν αμελείς κατά πό[*1547]σο μπορούν να απαλλαγούν ευθύνης λόγω της νομικής αρχής του Volenti Non Fit Injuria για το ότι οι Ενάγοντες παρέλειψαν να προσέλθουν για ιατρικές εξετάσεις όπως τους είχε ζητηθεί από τον ιατρό του Νοσοκομείου.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέλειξε ως προς τα πιο πάνω και ως προς τα παρεπόμενά τους, ως εξής:

(α)  Έκρινε πως ήταν και οι δυο εναγόμενοι ένοχοι αμέλειας και πως ευθύνονται από κοινού, απορρίπτοντας την εισήγηση για απαλλαγή της εναγομένης από οποιανδήποτε ευθύνη. Θεώρησε συναφώς, ότι δεν παρενεβλήθη novus actus  και πως δεν εφαρμοζόταν η αρχή volenti non fit injuria.

(β)  Προσδιόρισε τις λεπτομέρειες αμέλειας για τον κάθε ένα. Σε σχέση μάλιστα με την εναγόμενη έκρινε πως δεν θα ήταν μοιραία η ενδεχόμενη αποτυχία απόδειξης συγκεκριμένων λεπτομερειών αμέλειας. Αναφέρθηκε στην Κυριακή Σ. Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 στην οποία αποφασίστηκε πως η αρχή res ipsa loquitur δεν εφαρμόζεται όταν επιχειρείται απόδειξη ιατρικής αμέλειας με την προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Ήταν της άποψης πως αυτά δεν αποκλείουν τη διαζευκτική επίκληση της αρχής με την έκθεση απαίτησης. Η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί αν, στο τέλος της ημέρας, φαινόταν ότι από όσα γνώριζαν οι ενάγοντες δεν στοιχειοθετείτο αμέλεια.

(γ)  Δεν δέχτηκε την εισήγηση πως οι γονείς ήταν ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας.

(δ)  Καθόρισε τις αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούνταν οι γονείς, ως εξής:

(ι)   Για τη νοσοκομειακή φροντίδα που η μητέρα παρέσχε ως τη δίκη και που θα παρείχε στο μέλλον, £12.240.

(ιι)  Για τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν οι γονείς και την απώλεια στην προσωπική τους άνεση και ευτυχία, £10.000 υπέρ του πατέρα και, για λόγους που εξηγήθηκαν £18.000 υπέρ της μητέρας. Απέρριψε συναφώς την αξίωση του ίδιου του παιδιού κάτω από το ίδιο κεφάλαιο. Όπως έκρινε, το παιδί δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα.

(ιιι) Ειδικές αποζημιώσεις ύψους £123.- στις οποίες περιλαμβάνεται και η αμοιβή των £25.- που οι γονείς πλήρωσαν στην [*1548]εναγόμενη 1.

(ε)  Εξέδωσε απόφαση υπέρ των γονέων και εναντίον και των δυο εναγομένων αναλόγως.

(στ)      Ο εναγόμενος 2 είχε επιδώσει ειδοποίηση με βάση τη Δ.10 θ.12 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και διέταξε την πλήρη αποζημίωσή του από την εναγόμενη για οποιοδήποτε ποσό θα πλήρωνε προς τους γονείς.

Θα αναφερθούμε στα θέματα των εφέσεων που ασκήθηκαν με ό,τι κατανοούμε ως τη λογική τους σειρά. Τα πρώτα αφορούν στη διαπίστωση αμέλειας. Δεν αμφισβητείται πως και οι δυο εναγόμενοι υπείχαν καθήκον επιμέλειας έναντι των γονέων. Ούτε ότι η γέννηση του παιδιού θα συνδέεται αιτιωδώς προς την πεποίθηση των γονέων, ενόψει των όσων προηγήθηκαν της σύλληψης, πως δεν ήταν φορείς του στίγματος, εφόσον δεν φανεί ότι απαλλάσσονται επειδή, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, ήδη “γνώριζαν ότι οι ίδιοι ήσαν φορείς της μεσογειακής αναιμίας και/ή ότι άλλα μέλη της οικογένειάς τους ήσαν φορείς ...”.

Σημειώνουμε επί του προκειμένου ότι η εισήγηση της εναγομένης (λόγος έφεσης 8) πως “δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δικής της αμέλειας και της τελικής ζημιάς”, εξηγήθηκε με αποκλειστική αναφορά στην πρόταση πως θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού είχε διακόψει, ως η αποφασιστική παρεμβληθείσα αιτία, την αιτιώδη σχέση της αμέλειας της εναγομένης προς το αποτέλεσμα. Εννοείται πως η αναφορά, σε αυτό το πλαίσιο, σε αμέλεια της εναγομένης, τελούσε υπό την αίρεση της απόρριψης των λόγων έφεσής της σύμφωνα με τους οποίους εσφαλμένα κρίθηκε αμελής. Αμφισβητούν και οι δυο εναγόμενοι πως πράγματι αποδείκτηκαν οι λεπτομέρειες αμέλειας που εξειδικεύθηκαν για τον καθένα. Περαιτέρω η εναγόμενη αμφισβητεί την ορθότητα της διαζευκτικής κρίσης πως θα ήταν δυνατό να συζητηθεί η αρχή res ipsa loquitur στην περίπτωση ή πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της. Με ξεχωριστό λόγο έφεσης, η εναγόμενη εισηγείται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της. Θα το εξετάσουμε και αυτό το ζήτημα αν και πρέπει να σημειώσουμε την έλλειψη συσχετισμού του προς όσα, τελικά, θεμελίωσαν την απόφαση πως ήταν αμελής.

Τα επόμενα θέματα εγείρονται μόνο από την εναγόμενη. Προτείνει πως ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο θα έπρεπε να ισχύσει η αρ[*1549]χή volenti non fit injuria, όπως έχουμε σημειώσει. Επίσης, πως εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν είχε εγείρει για να συζητηθεί και πως, τελικά, δεν είχε αποδείξει συντρέχουσα αμέλεια των γονέων. Περαιτέρω, ότι υπήρξε λάθος ως προς το ποια ήταν η αποκλειστική αιτία της “ζημιάς”, με αναφορά στην άποψή της πως η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού ήταν παρεμβαίνουσα novus actus που διέκοψε την αιτιώδη συνάφεια ως προς τη δική της αμέλεια. Οπότε, θα έπρεπε να καταλογιστεί πλήρης ευθύνη στον συνεναγόμενο.  Πολύ λιγότερο, δεν υπήρχε η προϋπόθεση και εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι αρχές σε σχέση με τη διαταγή κάλυψης που εκδόθηκε. Επίσης, επικαλείται ως προκαλέσασα διακοπή της συνάφειας, την υπόδειξη από την εκκλησία της ανάγκης για προσκόμιση πιστοποιητικού από το Νοσοκομείο. Αμφισβητεί, τελικά, η εναγόμενη το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν. Όπως εισηγείται ήταν εκδήλως υπερβολικές.

Τα τελευταία θέματα εγείρονται εκ μέρους του παιδιού.  Με την αντίληψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι “σωματικές του βλάβες” δεν προκλήθηκαν από την αμέλεια των εναγομένων, εισηγείται πως δεν υπήρξε δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης τέτοιου θέματος και, πάντως, ότι η ουσιαστική κρίση ήταν λανθασμένη.

Η αμέλεια των εναγομένων

Μπορούμε να έχουμε ως εναρκτήριο σημείο την τελική παραδοχή της εναγομένης πως τα αποτελέσματα των εξετάσεών της, η πιστοποίησή της δηλαδή πως οι γονείς δεν είχαν το στίγμα, ήταν εσφαλμένα. Δεν θα χρειαστεί, λοιπόν, να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες των εξετάσεων που ακολούθησαν τη γέννηση του παιδιού και με τη σχετική επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε.  Η ουσία τους ήταν πως οι γονείς, όταν εξετάστηκαν από την εναγόμενη, έφεραν το στίγμα. Εν τούτοις, η εναγόμενη αρνήθηκε πως ήταν αμελής και, ενώπιόν μας, τα επιχειρήματά της είχαν δυο κυρίως άξονες.

Η βασική της εισήγηση συνοψίζεται ως εξής:

Η μόνη μαρτυρία που προσάχθηκε ως προς την αιτία της λανθασμένης πιστοποίησης, εκείνη του πραγματογνώμονα Μ. Ματσάκη, μόνο σε λάθος της και όχι σε αμέλεια θα μπορούσε να παραπέμψει. Και αυτό, στη βάση εικασιών του αναφορικά με την αιτία την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν περιέλαβαν οι ενάγοντες στην έκθεση απαίτησης ως λεπτομέρεια αμέλειας της εναγομένης.  Ο Μ. Ματσάκης εκτίμησε ότι ήταν τόσο μεγάλα τα λάθη σε σχέση με τα αποτελέσμα[*1550]τα των αναλύσεων που πραγματοποίησε η εναγόμενη που η πιθανότητα ήταν να είχε αναμείξει τα δείγματα αίματος των γονέων με εκείνα άλλων. Δεν υπήρχε, όμως, τέτοιος ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης και όταν η εναγόμενη ενέστη στην προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων ξεκαθάρισε πως δεν ισχυριζόταν τέτοια ανάμειξη - μπέρδεμα φιαλιδίων με δείγματα. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Μ. Ματσάκη θα έπρεπε να αγνοηθεί. Τα υπόλοιπα αφορούν στη διαζευκτική αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αρχή res ipsa loquitur.

Οι ενάγοντες δεν ασχολούνται με διαζευκτικές δυνατότητες.  Ούτε επικαλούνται την “ανάμειξη” των δειγμάτων των γονέων με εκείνα άλλων. Όπως επισημαίνουν, η ίδια η εναγόμενη την είχε αποκλείσει και παραπέμπουν στη μαρτυρία της σύμφωνα με την οποία τα δείγματα που είχε τότε στο εργαστήριό της δεν άφηναν περιθώριο για τέτοιο ενδεχόμενο. Θεωρούν ότι οι λεπτομέρειες αμέλειας που εξειδίκευσε το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι αποδείκτηκαν. Δέχονται τη διαφορά μεταξύ της ιατρικής αμέλειας και του ιατρικού λάθους με την έννοια του σφάλματος κρίσης αλλά υποστηρίζουν πως ό,τι διαπιστώθηκε στη βάση της μαρτυρίας, ήταν αδικαιολόγητο λάθος που στοιχειοθετεί αμέλεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, σε σχέση με τις αρχές, από το άρθρο 51 του Κεφ. 148 και τη σχετική νομολογία. Παραπέμπει σε σειρά συγγραμμάτων (βλ. Clerk & Lindsell on Torts 16η Έκδοση, παραγρ. 11-11 σελίς 629, Ηalsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 30, παράγρ. 35, Medical Negligence (1996) του M. Jones, Professional Negligence (1987) των R. Jackson and J. Rowell) και παραθέτει εκτεταμένο απόσπασμα από την απόφαση του Πική Π. στην υπόθεση Αθανασίου (ανωτέρω).  Έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε αμέλεια πρώτα με αναφορά στη λεπτομέρεια της έκθεσης απαίτησης σύμφωνα με την οποία η εναγόμενη εξέτασε τη μορφολογία του αίματος των γονέων κατά τρόπο αμελή. Όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, η μορφολογία των ερυθρών αιμοσφαιρίων των γονέων ήταν τυπική φορέων θαλασσαιμίας. Κατ’ ανάγκη δε, όπως ήταν αναντίλεκτο, έτσι ήταν και κατά το χρόνο διεξαγωγής των αναλύσεων από την εναγόμενη. Αφού δε η εναγόμενη δεν διαπίστωσε αυτά τα χαρακτηριστικά, τις ενδείξεις δηλαδή που υπήρχαν, στοιχειοθετείτο αμέλεια.

Η δεύτερη λεπτομέρεια αμέλειας στην έκθεση απαίτησης, που κρίθηκε ότι αποδείκτηκε, αφορά στο δείκτη M.C.H.C. (μέση πυκνότητα αιμοσφαιρίνης ως προς τον όγκο ερυθρών αιμοσφαιρίων).  Θα πα[*1551]ραθέσουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση αλλά σημειώνουμε και την ουσία του. Το ύψος του δείκτη είναι δυνατό να δώσει ενδείξεις κάποιου είδους αναιμίας. Δεν φαίνεται όμως στα πιστοποιητικά που εξέδωσε η εναγόμενη η ένδειξη αυτή και το έχουμε από την πρωτόδικη απόφαση πως δέχτηκε η εναγόμενη ότι αν εύρισκε το M.C.H.C. και το κατέγραφε θα κατέληγε πως υπήρχε ένδειξη κάποιας μορφής αναιμίας. Επομένως, εστοιχειοθετείτο αμέλεια από τη μη καταγραφή του M.C.H.C. Ούτως ή άλλως, από την παράλειψη εκτίμησης των ενδείξεων που αυτός, εφόσον συνυπολογιζόταν, θα παρείχε.  Όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ο M.C.H.C. των γονέων ήταν χαμηλός και αυτό εφόσον διαπιστωνόταν, θα έπρεπε να τη θέσει σε επιφυλακή για τους ενδεχόμενους κινδύνους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Με την παράγραφο (ε) των λεπτομερειών οι ενάγοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι “η εναγόμενη παρέλειψε να υπολογίσει και/ή διαπιστώσει και/ή να εκτιμήσει ορθά το MCHC (μέση πυκνότητα αιμοσφαιρίνης ως προς τον όγκο των ερυθρών αιμοσφαιρίων) των εναγόντων 1 και 2”. Ο ισχυρισμός συνδέεται με το πρώτο εξεταστικό επίπεδο που αφορά τις γενικές αιματολογικές παραμέτρους των εναγόντων. Σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Ε.3 η εξέταση γίνεται με τη χρήση εξειδικευμένων αυτόματων αναλυτών αίματος οι οποίοι δίδουν τις φυσιολογικές παραμέτρους. Σε περίπτωση φορέα θαλασσαιμίας υπάρχει διαφοροποίηση αυτών των παραμέτρων.

Στην προκειμένη περίπτωση στο τεκμήριο 1 και 1Α δεν δίδεται καμιά ένδειξη για το MCHC. Φαίνεται όμως από τα όσα ανάφερε η εναγόμενη στην αντεξέτασή της ότι το MCHC μπορεί να εξακριβωθεί με τον εξής τύπο: Αιμοσφαιρίνη δια Αιματοκρίτη επί 100. Η εναγόμενη συμφώνησε ότι χρησιμοποιώντας τα δικά της αποτελέσματα για ην αιμοσφαιρίνη και αιματοκρίτη, το MCHC του ενάγοντα 1 είναι 31 και ότι αυτός ο δείχτης είναι χαμηλός δεδομένου ότι οι φυσιολογικοί παράμετροι είναι 34 συν/πλην 2. Η εναγόμενη δεν συμφώνησε ότι ο χαμηλός δείχτης 31 θα μπορούσε να σημαίνει χαμηλή αιμοσφαιρίνη. Δέχτηκε όμως ότι πιθανώς να είναι ενδεικτικό κάποιου είδους αναιμίας που θα μπορούσε όμως να ήταν αναιμία λόγω έλλειψης σιδήρου μέχρι και θαλασσαιμίας. Δέχτηκε όμως ότι αν προέβαινε στην πιο πάνω μαθηματική πράξη και εύρισκε το MCHC και το κατέγραφε στα πιστοποιητικά της θα έπρεπε να βγάλει το συμπέρασμα ότι το MCHC ήταν ενδεικτικό κάποιας μορφής αναιμίας.  Θα πρέπει εδώ να αναφέρω ότι σύμφωνα με το Τεκμ. 5 το MCHC του ενάγοντα 1 βρέθηκε να είναι 31.1 g/dl, της δε ενάγουσας [*1552]29.7g/dl.

Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι η εναγόμενη παρέλειψε να καταγράψει στα τεκμ. 1 και 1Α τον MCHC των εναγόντων. Πέραν τούτου, από τη μαρτυρία ενώπιόν μου μπορώ να καταλήξω και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η εναγόμενη και αν ακόμα υπολόγισε το MCHC, παρέλειψε να εκτιμήσει ότι ο δείχτης του MCHC ήταν ενδεικτικό κάποιας μορφής αναιμίας μη αποκλειομένης και της θαλασσαιμίας. Βρίσκω επομένως ότι η παράλειψη αυτή της εναγόμενης δεν της επέτρεψε να αξιολογήσει σωστά τις ενδείξεις του MCHC ώστε να τεθεί σε επιφυλακή για  τους ενδεχόμενους κινδύνους. Η κατάληξή μου επομένως είναι ότι οι ενάγοντες κατάφεραν να τεκμηριώσουν και τον ισχυρισμό αμέλειας που περιγράφεται στην παράγραφο (ε) και (δ) των λεπτομερειών αμέλειας.”

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται λόγος που να δικαιολογεί επέμβασή μας. Έχουμε δει ποιοί ήταν οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν. Ήταν κατ’ εξοχήν συναρτημένοι προς ό,τι είχε εκτιμήσει ο κ. Ματσάκης. Δεν έχουμε αμφισβήτηση, έστω και την ελάχιστη, του πραγματικού υπόβαθρου στη βάση του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του και, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε κανένα επιχείρημα που να αφορά στην κατάληξη πως όσα διαπιστώθηκαν στοιχειοθετούν αμέλεια.  Κατά την ανάπτυξη του σχετικού λόγου έφεσης η εναγόμενη περιορίστηκε στη γενική αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα, χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερη επισήμανση, απλώς σε σχέση με τη μαρτυρία της κατά την κυρίως εξέτασή της πως “διενήργησε τις εξετάσεις, χρησιμοποιώντας την απαιτούμενη συνηθισμένη και αποδεκτή μέθοδο”. Και, περαιτέρω, στη γενική, αόριστη αλλά και διφορούμενη εισήγηση, που δεν προωθήθηκε με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο από τη μαρτυρία, ότι “οι λόγοι επί των οποίων βασίστηκε το Δικαστήριο ... είναι ανεπαρκείς και εν πάση περιπτώσει δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα (προφανώς εννοείται η εναγόμενη) ευθύνεται εξ ολοκλήρου και/ή μερικώς έναντι των εφεσιβλήτων για καταβολή αποζημιώσεων”. Χωρίς καμιά συγκεκριμένη παρατήρηση, σχόλιο, άποψη ή εξειδίκευση σε σχέση με όσα συγκεκριμένα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εναγόμενη υπείχε έναντι των γονέων καθήκον επιμέλειας για ορθή διαπίστωση σε σχέση με το στίγμα. Η τελική λανθασμένη κρίση της πως δεν ήταν φορείς του στίγματος αναδεικνύεται αιτιωδώς συνδεδεμένη προς τις πραγματικότητες που διαπιστώθηκαν και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι τεκμηριώθηκε λόγος για τον οποίο θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε την πρωτόδικη [*1553]απόφαση πως οι παραλείψεις που συγκεκριμενοποιήθηκαν καταδεικνύουν αμέλεια.

Έχουμε αναφερθεί στο λόγο έφεσης σε σχέση με την αξιοπιστία της εναγομένης. Σημειώνουμε και τώρα πως το θέμα δεν έχει συναρτηθεί προς οτιδήποτε αφορούσε στις λεπτομέρειες αμέλειας που εξειδικεύθηκαν. Η εναγόμενη κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της. Η πρώτη αφορούσε στον ισχυρισμό της, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε.  Η δεύτερη αφορούσε στο κατά πόσο είδε ή όχι τις ιδιαιτερότητες στη μορφολογία του αίματος των γονέων.  Εν πάση περιπτώσει, δε βρίσκουμε και πραγματικό έρεισμα σ’ αυτό το λόγο έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε γιατί η εναγόμενη δεν έλεγε την αλήθεια όταν περιέγραφε τη διαδικασία που ισχυριζόταν ότι ακολούθησε.  Είχαν περάσει δέκα χρόνια, δεν χαρακτήριζε την περίπτωση οτιδήποτε το ιδιαίτερο και προέκυπτε πως, στην πραγματικότητα, η εναγόμενη δεν την ενθυμείτο ειδικά.  Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε αλλαγή στους ισχυρισμούς της υπεράσπισης αλλά και στη στάση της, ιδίως στην αρχική απροθυμία της σε μια επιτηδευμένη προσπάθεια να αποφύγει την αλήθεια, να δεχτεί το ουσιαστικά αυτόδηλο, δηλαδή το γεγονός ότι οι βεβαιώσεις της ήταν λανθασμένες.  Η εναγόμενη λέγει τώρα ότι υπάρχει είδος αντίφασης στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Δεν έπρεπε να την απορρίψει ως αναληθή αφού, όπως έκρινε, ήταν αναμενόμενο να μην ενθυμείτο το συγκεκριμένο γεγονός. Δεν εντοπίζουμε καμιά αντίφαση.  Εφόσον η εναγόμενη δεν ενθυμείτο το συγκεκριμένο γεγονός δεν μπορούσε και να παρέχει τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε.

Η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού

Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσοι απευθύνονταν μέχρι το 1985-1986 στο κυβερνητικό τμήμα θαλασσαιμίας υποβάλλονταν σε εξέταση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο είχαν εξεταστεί και από ιδιώτη γιατρό. Δόθηκε ως εξήγηση η αντίληψη που επικρατούσε μέχρι τότε πως τα ιδιωτικά εργαστήρια δεν ήταν ακόμα σε θέση να ανταποκριθούν με επάρκεια. Επομένως, οι βεβαιώσεις που εκδίδονταν ήταν πάντοτε το αποτέλεσμα ιδιαίτερης εξέτασης του κάθε ενδιαφερομένου. Τα πράγματα άλλαξαν όταν θεωρήθηκε ότι αναβαθμίστηκαν τα ιδιωτικά εργαστήρια. Οπότε τα πιστοποιητικά που αυτά εξέδιδαν θεωρούνταν έγκυρα, και το Κέντρο Θαλασσαιμίας στηριζόταν στα αποτελέσματά τους. Αυτό έγινε και στην προκείμενη περίπτωση.  Όταν η ενάγουσα και ο πατέρας της επισκέφθηκαν το Νοσοκομείο Πάφου, ο αρμόδιος γιατρός, στον οποίο εξη[*1554]γήθηκε ο σκοπός της επίσκεψης, τους εφοδίασε με βεβαίωση πως ο κάθε ένας από τους ενδιαφερόμενους “έχει εξεταστεί για τη μεσογειακή αναιμία και τους δόθηκαν οι κατάλληλες συμβουλές”. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν είχαν εξεταστεί στο Νοσοκομείο και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Με αυτά τα δεδομένα θα έλεγα ότι οι κρατικές υπηρεσίες με την απόφασή τους να στηρίζονται στα αποτελέσματα των ιδιωτών ιατρών, αναλάμβαναν ένα κίνδυνο σε περίπτωση που εβρέθετο για οποιοδήποτε λόγο ότι τα αποτελέσματα των ιδιωτικών αναλύσεων ήταν λανθασμένα.  Ο κίνδυνος αυτός, το 1989 που εκδόθησαν τα Τεκμήρια 2 και 2Α, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν τόσο απομακρυσμένος δεδομένου ότι μέχρι το 1985-6 οι κρατικές υπηρεσίες είχαν αμφιβολίες για τα αποτελέσματα του ιδιωτικού τομέα. Υπό τις περιστάσεις βρίσκω ότι η ενέργεια του Εναγόμενου 2 να μην προβεί σε δικές του εξετάσεις για να διαπιστώσει από μόνος του κατά πόσο οι Ενάγοντες ήσαν ή όχι φορείς του στίγματος αλλά να στηριχθεί στην γνώμη τρίτου προσώπου έστω και αν αυτό το άτομο είναι προσοντούχο συνιστά κατά την άποψή μου αμέλεια έναντι των Εναγόντων.  Πέραν τούτου βρίσκω, με βάση τη μαρτυρία που αποδέχομαι, ότι ο ιατρός Ευθυμίου δεν έδωσε τις κατάλληλες συμβουλές στους Ενάγοντες.  Οι κατάλληλες συμβουλές σύμφωνα με το μάρτυρα Αγκαστινιώτη, Μ.Ε.4, τη μαρτυρία του οποίου έχω αποδεχθεί, θα έπρεπε υπό τις περιστάσεις να ήταν υπό μορφή σύστασης προς τους Ενάγοντες ότι είτε και οι δύο ή τουλάχιστον ένας εξ αυτών θα έπρεπε να επανεξεταστεί εκ νέου στο Νοσοκομείο.  Αυτή η συμβουλή με βάση τη μαρτυρία που αποδέχομαι, δεν δόθηκε.

Με βάση την πιο πάνω προσέγγιση μου είναι φανερό ότι θεωρώ ότι δόθηκαν ικανοποιητικές λεπτομέρειες αμέλειας αναφορικά με τον Εναγόμενο 2 και ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση του Εναγόμενου 2 δεν μπορεί να πετύχει.”

Η Δημοκρατία δεν συζητά ιδιαίτερα νομικά ζητήματα. Επικαλείται τα γεγονότα και υποστηρίζει πως δεν αναδεικνύεται από αυτά οποιαδήποτε παράβαση νομικού καθήκοντος του κυβερνητικού γιατρού. Τονίζει πως η βεβαίωση που εξέδωσε δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε το ψευδές ή το ανακριβές. Αναφέρεται σε εξέταση των ενδιαφερομένων και πράγματι αυτοί είχαν εξεταστεί από την εναγόμενη.  Δεν υπονοεί ότι εξετάστηκαν από τον ίδιο, πράγμα άλλωστε που γνώριζαν οι ενδιαφερόμενοι. Σημειώνεται επ’ αυτού και το γεγονός ότι μόνο η ενάγουσα με τον πατέρα της επισκέφθηκαν το Νοσοκομείο. Ήταν η ίδια η ενάγουσα που προσκόμισε τα πιστοποιητι[*1555]κά της εναγομένης. Αυτά, όπως εξήγησε ο Μ. Ματσάκης, καθαρά έδειχναν πως δεν είχαν το στίγμα και δεν υπήρχε έρεισμα στην κρίση πως ο γιατρός ήταν αμελής κατά την έκδοση της βεβαίωσής του. Μάλιστα, όπως καταλήγουν, στην πραγματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε και να εξειδικεύσει το είδος της “αμέλειας καταβολής δεξιότητας”, για την οποία υπήρχε ευθύνη.

Είναι ορθή η εισήγηση των εναγόντων και της εναγομένης πως τα πιο πάνω δεν τεκμηριώνουν λόγο για τον οποίο θα ήταν δυνατό να ανατρέψουμε την πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου. Αυτή, ως προς το ζήτημα της εξέτασης των ενδιαφερομένων, δεν είχε στη βάση της την αντίληψη ότι οι βεβαιώσεις του κυβερνητικού γιατρού μετέδιδαν το μήνυμα ότι οι γονείς εξετάστηκαν στο Νοσοκομείο.  Ήταν σαφές πως δεν είχε γίνει τέτοια εξέταση. Το κρίσιμο, στο πλαίσιο της πρωτόδικης απόφασης, ήταν οι επιπτώσεις σε σχέση με την αμέλεια που αποδιδόταν στον κυβερνητικό γιατρό από τη μη διενέργεια τέτοιας εξέτασης. Από το σύνολο των δεδομένων ανέκυψε ζήτημα σε σχέση με τη στήριξη μόνο στα πιστοποιητικά της εναγομένης.  Όταν τέθηκε το θέμα στον κυβερνητικό γιατρό αναζητείτο στην πραγματικότητα επιβεβαίωση πως οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν το στίγμα.  Αυτή είναι η ουσία.  Θα δούμε πως δεν είχε, σε καμιά περίπτωση, εξαλειφθεί από το μυαλό οποιουδήποτε η σημασία των πιστοποιητικών της εναγομένης. Αλλά ως προς τον κυβερνητικό γιατρό, αυτό το νόημα είχε η αναζήτηση της δικής του εμπλοκής. Το θέμα ήταν εξαιρετικά σοβαρό. Οι ενδιαφερόμενοι ήταν απλοί άνθρωποι και δεν ήταν δυνατό να γνωρίζουν οι ίδιοι είτε τις πρακτικές που ακολουθούνταν είτε τις αντιλήψεις που είχε το Νοσοκομείο. Και το τελικό ερώτημα δεν ήταν πλέον διαδικαστικής φύσης σε σχέση με το τι η εκκλησία θα θεωρούσε αρκετό ή ικανοποιητικό. Ούτε συναρτάτο, για να είμαστε απολύτως ακριβείς, με τον ίδιο το γάμο που προγραμμάτιζαν οι ενδιαφερόμενοι.  Σε τελική ανάλυση, ανέκυπτε το ζήτημα του γάμου τους σε συσχετισμό προς ό,τι εκλαμβανόταν ως το φυσιολογικό επακόλουθό του.  Δηλαδή τη γέννηση παιδιού.  Είναι αυτό που οι ενδιαφερόμενοι είδαν, στο πλαίσιο των πιστοποιητικών και των βεβαιώσεων που εκδόθηκαν, ως ασφαλή προοπτική.  Και όπως είδαμε, η σύλληψη του παιδιού έγινε πριν την τέλεση του γάμου.

Το νοσοκομείο, λοιπόν, τους παρέσχε στην ουσία την επιβεβαίωση που χρειαζόταν.  Γνώριζαν, βέβαια, πως δεν έγινε δεύτερη εξέταση και δεν παραπλανήθηκαν ως προς αυτό.  Δεν ήταν όμως αυτό το θέμα.  Ανεξάρτητα από λεκτικές διατυπώσεις, το νόημα ήταν πως, όπως και ο κυβερνητικός γιατρός, μπορούσαν να στηριχθούν στα πιστοποιητικά της εναγομένης. Μεταδόθηκε η αίσθηση ης ασφάλει[*1556]ας, στη βάση της οποίας και ενήργησαν. Αυτή η επιβεβαίωση, προερχόταν από γιατρό του αρμόδιου κυβερνητικού κέντρου, χωρίς δική του ανεξάρτητη επιστημονική εργασία που θα τη δικαιολογούσε, ουσιαστικά κατά υιοθέτηση ως ορθών των πιστοποιητικών της εναγομένης και, κάτω από τις περιστάσεις, βάσιμα κρίθηκε ως συνιστώσα αμέλεια. Υπολειπόταν από όσα επέβαλλε το καθήκον επιμέλειας που οφειλόταν και πού συνίστατο, αν επρόκειτο να επιβεβαιώσουν ή έστω να αφήσουν να νοηθεί ότι επιβεβαιώνουν οτιδήποτε, στη, με επιστημονικό τρόπο, διαπίστωση αν οι ενδιαφερόμενοι έφεραν ή όχι το στίγμα.  Το ζήτημα των συμβουλών που δεν δόθηκαν είναι συνακόλουθο. Αφού μεταδόθηκε το μήνυμα πως μπορούσαν να στηριχθούν στα πιστοποιητικά της εναγομένης δεν τους έγιναν, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάχθηκε, και συστάσεις για την ανάγκη ή έστω το επιθυμητό νέων αναλύσεων.

Ο ισχυρισμός της εναγομένης πως ισχύει η αρχή volenti non fit injuria και πως οι γονείς ήταν εν πάση περιπτώσει ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας

Εξετάζουμε μαζί τα δυο θέματα επειδή έτσι συζητήθηκαν και η εναγόμενη προτείνει γι’ αυτά, κατά μεγάλο μέρος, το ίδιο πραγματικό υπόβαθρο. Την κατ’ ισχυρισμό γνώση των γονέων πως οι ίδιοι ή τουλάχιστον άλλο μέλος της οικογένειάς τους, ήταν φορείς του στίγματος. Οπότε, κατά την εισήγηση, “αποφάσισαν να τεκνοποιήσουν αψηφώντας τον κίνδυνο το παιδί τους να γεννηθεί με μεσογειακή αναιμία”. Κατά τα λοιπά, σε σχέση ειδικά με τον ισχυρισμό για αμέλεια των γονέων, επικαλείται δυο λόγους, θα λέγαμε εξ αρχής εμφανώς αβάσιμους. Θα αναφερθούμε σ’ αυτούς αν και δεν βρίσκουμε και σφάλμα στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν είχε εγερθεί ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας στην υπεράσπιση της εναγομένης. Οι παράγραφοι 7 και 10 της υπεράσπισης που επικαλείται αναφέρονται, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, στο διαφορετικό θέμα της κατ΄ισχυρισμό γνώσης των γονέων και της τέλεσης του γάμου τους, ενσυνειδήτως, “επί ιδίω κινδύνω”. Όπως ακριβώς υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε σχέση με τη διάκριση, στην Ευαγγέλου ν. Ναυτ. Εταιρ. Αμαθούς Λτδ κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 187.  Κατά τον πρώτο λόγο ευθύνονται οι γονείς γιατί “παρέλειψαν κατά πρώτον να επισκεφθούν και οι δυο μαζί τον κυβερνητικό γιατρό για να εξεταστούν και για να δώσουν και στους δυο ιατρικές συμβουλές”. Κατά τον δεύτερο, παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του κυβερνητικού γιατρού να προβούν σε εξετάσεις για τη μεσογειακή αναιμία.  Όμως, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δόθηκαν από τον κυβερνη[*1557]τικό γιατρό τέτοιες οδηγίες για να τίθεται ζήτημα συμμόρφωσής τους προς αυτές. Ούτε η απουσία του ενός από τους γονείς ήταν συντελεστική, με οποιονδήποτε τρόπο, στο χειρισμό που ο κυβερνητικός γιατρός έκαμε. Και, πάντως, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι οι γονείς μπορούσαν και όφειλαν να κάμουν προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξη του θέματος στο Νοσοκομείο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό πως οι γονείς είχαν τη γνώση που τους αποδόθηκε, και κατέληξε ως εξής:

“Στην παράγραφο 7 και 10 της έκθεσης υπεράσπισης της Εναγομένης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Ενάγοντες γνώριζαν ότι είτε οι ίδιοι είτε άλλα μέλη των οικογενειών τους ήταν φορείς ή υπέφεραν από την ασθένεια της θαλασσαιμίας. Ο ισχυρισμός αυτός υποστηρίχθηκε αργότερα και κατά την αγόρευση του συνηγόρου της Εναγόμενης 1.  Εξέτασα με σχολαστικότητα την ενώπιόν μου μαρτυρία αλλά δεν βρήκα πουθενά οτιδήποτε που να δικαιολογεί το συνήγορο της Εναγόμενης να επιμένει μέχρι και το στάδιο της τελικής του αγόρευσης ότι οι Ενάγοντες είχαν γνώση των γεγονότων.  Εξ όσων έχω διαπιστώσει η μόνη ουσιαστική αναφορά επί του θέματος στη μαρτυρία έγινε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της Ενάγουσας 2 από τον κ. Κυπριανού η οποία όμως αρνήθηκε πλειστάκις ότι η ίδια και ο μέλλον σύζυγος της γνώριζαν από προηγουμένως ότι είτε οι ίδιοι είτε άλλα μέλη των οικογενειών τους έπασχαν από την ασθένεια της θαλασσαιμίας ή ήταν φορείς.  Ίσως ο ευπαίδευτος συνήγορος να έδωσε υπέρμετρη σημασία σε ορισμένες έμμεσες αναφορές της Ενάγουσας που απομονωμένες θα μπορούσαν να παραπλανήσουν.  Όμως η μαρτυρία της, εξεταζόμενη ως σύνολο, δεν αφήνει περιθώρια για εύρημα ότι η Ενάγουσα γνώριζε από προηγουμένως. Για τα σημεία εκείνα που οι απαντήσεις της άφηναν υπονοούμενα ότι ίσως να γνώριζε για το ότι ένα από τα αδέλφια της είχε το στίγμα, είμαι της γνώμης ότι η Ενάγουσα, που ας σημειωθεί ήταν ένα απλοϊκό άτομο, δεν πρέπει να είχε αντιληφθεί τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν στην αρχή της αντεξέτασης της από τον κ. Κυπριανού όπως δεν είχε αντιληφθεί και αρκετές άλλες ερωτήσεις. Σχημάτισα την άποψη ότι η μη κατανόηση αρκετών ερωτήσεων δεν ήταν καθόλου επιτηδευμένη.  Απλή ανάγνωση των σχετικών αναφορών στα πρακτικά νομίζω δεν αφήνουν περιθώρια για άλλη κατάληξη.  Εν πάση περιπτώσει το πότε παντρεύτηκε η αδελφή της Μαρίνα, που ήταν μια από τις ασαφείς δηλώσεις της Ενάγουσας, τελικά ξεκαθαρίστηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της από τον κ. Μαππουρίδη.  Η Ενάγουσα δήλωσε απερίφραστα ότι η αδελφή της Μαρίνα παντρεύ[*1558]τηκε δύο χρόνια μετά που παντρεύτηκε η Ενάγουσα, ξεκαθαρίζοντας έτσι οποιαδήποτε αμφιβολία αιωρείτο μετά την αντεξέταση της από τον κ. Κυπριανού.

Περίπου τα ίδια με την Ενάγουσα επιβεβαίωσε και ο Ενάγων 1 τόσο στην κυρίως εξέταση του όσο και στην αντεξέταση του από τον κ. Κυπριανού. Στην κυρίως εξέταση του δήλωσε ότι πριν παντρευτεί δεν γνώριζε καν για την ασθένεια της μεσογειακής αναιμίας. Χαρακτηριστικό της μαρτυρίας του Ενάγοντα 1 είναι ότι στην αντεξέταση ανάφερε ότι ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζει πόσα ακριβώς μέλη της οικογένειας του και ποια έχουν το στίγμα. Βρίσκω επομένως ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 δεν γνώριζαν πριν προχωρήσουν στις αιματολογικές εξετάσεις με την Εναγόμενη 1 ότι είτε οι ίδιοι είτε άλλα μέλη της οικογένειας τους είχαν το στίγμα.”

Έχουμε ελέγξει και εμείς τα πρακτικά, τα ουσιώδη σημεία των οποίων επισημάνθηκαν από την εναγόμενη. Δεν διαπιστώνουμε λάθος στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι είχαν το στίγμα.  Άλλωστε η όλη προσπάθεια απέβλεπε στο να διαπιστωθεί αν το είχαν. Είναι γι’ αυτό το λόγο που αποτάθηκαν στην εναγόμενη και ήταν προς επιβεβαίωση που ακολούθησαν τα υπόλοιπα. Είναι επίσης ορθό πως μετά από διάφορες απαντήσεις σε σχέση με το πότε παντρεύτηκε η αδελφή της μητέρας, αυτή ξεκαθάρισε στη συνέχεια, κατά την αντεξέτασή της από τον κ. Μαππουρίδη, πως και οι δυο τέλεσαν το γάμο τους μετά το δικό της. Αυτή ήταν η πρώτη που τέλεσε γάμο στην οικογένεια. Πράγματι, ορισμένα σημεία της μαρτυρίας της μητέρας αφήνουν να νοηθεί ότι γνώριζαν εξ αρχής ότι οι γονείς και οι αδελφοί του πατέρα είχαν το στίγμα. Επειδή, σε κάποιο σημείο, σε υποβολή κατά την αντεξέτασή της πως ήταν γι’ αυτό που αποτάθηκαν στο Νοσοκομείο για εξέταση συγκατένευσε. Γνωρίζουμε από την υπόλοιπη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία πως αρχικά ήταν η εκκλησία που ζήτησε τις εξετάσεις.  Δεν ήταν δική τους η πρωτοβουλία.  Ο πατέρας ήταν σαφής πως δεν γνώριζε ότι οι δικοί του είχαν το στίγμα και δεν θα είμαστε έτοιμοι να συμφωνήσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποτίμησε ορθά τη μαρτυρία, συνολικά ιδωμένη. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να δούμε και τη σημασία που θα ήταν δυνατό να έχει η γνώση της μητέρας ή έστω και των δυο γονέων, για τέτοια κρούσματα στην οικογένεια. Αυτό δεν ήταν δυνατό να σημαίνει πως ήταν φορείς και οι ίδιοι, και, ακριβώς, ήταν για να διαπιστωθεί αν οι ίδιοι ήταν φορείς που έγιναν οι αναλύσεις και τα υπόλοιπα. Το αποτέλεσμά τους πως δεν ήταν φο[*1559]ρείς, θα εξαφάνιζε ούτως ή άλλως την όποια σημασία τέτοιας γνώσης για άλλα περιστατικά στην οικογένεια.

Οι λόγοι έφεσης που θέλουν τους γονείς να ήταν ένοχοι συντρέχουσας αμέλειας ή να τεκνοποίησαν με γνώση και αποδοχή του κινδύνου στερούνται πραγματικού υπόβαθρου, είναι αβάσιμοι και δε χρειάζεται να εξεταστούν περαιτέρω.

Οι ισχυρισμοί της εναγομένης για novus actus interveniens και για αποκλειστική ευθύνη της Δημοκρατίας

Έχουμε ήδη σημειώσει όσα η εναγόμενη επικαλείται ως παρεμβληθέντα. Είναι οι ενέργειες ή οι παραλείψεις του κυβερνητικού γιατρού και, προηγουμένως, η στάση της εκκλησίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχέση με τις ουσιώδεις παραμέτρους του θέματος με παραπομπή στους Halsbury’s Laws of England 3η έκδοση Τόμος 28 σελ. 32 § 28 και στην Constantinou v. Mustakas Shipping Agencies Ltd (1986) 1 C.L.R. 1. Για να σημειώσει όμως πως, τελικά, η νομική αρχή novus actus interveniens ενσωματώνεται στο άρθρο 56 του Κεφ. 148. Κατά το άρθρο 56,

“σε αγωγή που εγείρεται για αμέλεια συνιστά υπεράσπιση, ανεξάρτητα από το ότι ο εναγόμενος επέδειξε αμέλεια, το ότι κάποιος τρίτος επέδειξε αμέλεια και η αμέλεια που επιδείχθηκε από τον τρίτο ήταν η αποφασιστική αιτία της ζημιάς”.

Οπότε, όπως εξήγησε, το ζητούμενο είναι αν “στην εξέλιξη των γεγονότων μεταξύ της αμέλειας του εναγόμενου και της προκληθείσας ζημιάς παρενέβη η αμέλεια τρίτου προσώπου η οποία αποδείχθηκε ότι είναι και η αποφασιστική αιτία της ζημιάς...”. Κατ’ αντιδιαστολή προς την περίπτωση να είχαν συντείνει στην πρόκληση της ζημιάς οι ανεξάρτητες και ξεχωριστές πράξεις αμέλειας δυο προσώπων, οπότε ο ενάγων διατηρεί αγώγιμο δικαίωμα και κατά των δυο. Έκρινε, λοιπόν, ότι “η αμελής πράξη του εναγόμενου 2 δεν ήταν ούτε ανεξάρτητη από την πράξη της εναγομένης ούτε και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν η αποφασιστική ζημιά των εναγόντων”. Και, περαιτέρω, ότι “καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει η άρνηση της εκκλησίας για τη ζημιά που υπέστησαν οι ενάγοντες” ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποφασιστική αιτία της ζημιάς.

Δεν έχει συζητηθεί οτιδήποτε σε σχέση με τον κανόνα δικαίου όπως το συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εναγόμενη παρέπεμψε στα συγγράμματα Clerk & Lindsell 16η Έκδοση, σελ. 81 και 83, Charlsworth & Percy on Negligence 8η Έκδοση σελ. 398, [*1560]Halsbury’s Laws of England (ανωτέρω) και Medical Negligence του Michael Jones σελ. 122, όπου αναλύεται η νομολογία σε σχέση με το σύνολο των πτυχών του θέματος. Επίσης, και πάλιν χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερη επισήμανση, σε αριθμό υποθέσεων που ήδη αναφέρονται στα πιο πάνω συγγράμματα. Η αγόρευσή της επικεντρώθηκε στα γεγονότα. Παραθέτει εκτεταμένα αποσπάσματα από τη μαρτυρία και εισηγείται πως η επενέργεια των πιστοποιητικών της εναγομένης τερματίστηκε ήδη από τη στιγμή που η εκκλησία δε θέλησε να ενεργήσει πάνω στη βάση τους.  Η άδεια γάμου εκδόθηκε μετά από την έκδοση των πιστοποιητικών του Νοσοκομείου και, συνεπώς, μόνο η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού θα ήταν δυνατό να συνδέεται αιτιωδώς προς τη ζημιά.

Στα γεγονότα περιορίστηκαν και τα άλλα μέρη που επί του σημείου υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται πως δεν “εξαντλήθηκε” η πράξη της εναγομένης από τα όσα ακολούθησαν. Αυτά δεν ήταν τόσο απομακρυσμένα ώστε να μην ήταν δυνατό να προβλεφθούν. Χαρακτηρίζει τη στάση του κυβερνητικού γιατρού ως παράλειψή του να “παρέμβει” και να “σώσει” από τη ζημιογόνο πράξη της εναγομένης που δεν την “εξαγνίζει από τη δική της αμέλεια”. Ο κ. Μαππουρίδης από την άλλη, τονίζει το γεγονός ότι ο κυβερνητικός γιατρός στηρίχτηκε στα αποτελέσματα των αναλύσεων όπως αυτά φαίνονται στα πιστοποιητικά της εναγομένης, η όψη των οποίων δεν ήταν δυνατό με βάση τη μαρτυρία, να εμβάλει σε υποψίες. Δεν θα σπεύσουμε να συνυπογράψουμε πως το άρθρο 56(1) του κεφ. 148 ενσωματώνει στο σύνολό της την αρχή novus actus interveniens. Αναφέρεται σε αμέλεια τρίτου ως την ενδεχόμενη αποφασιστική αιτία ενώ, κατά την πιο πάνω αρχή, το ερώτημα δεν συνίσταται στο κατά πόσο παρενεβλήθη νέα αμέλεια αλλά νέα αιτία. (S.S. Singleton Abbey v. S.S. Paludina [1927] A.C. 16). Το θέμα αφορά στην αιτιώδη συνάφεια της αμέλειας του εναγομένου και της ζημιάς και αυτό επιλύεται με αναφορά στο κατά πόσο αυτή η συνάφεια, στο πλαίσιο των γεγονότων, διακόπηκε, όπως εξηγήθηκε στην The Oropesa [1943] 1 All ER 211. (βλέπε επίσης Clerk and Lindsell (ανωτέρω) σελ. 83 § 1-120) από κάτι το αυτόβουλο, παράλογο ή εξωγενές που διαταράσσει τη σειρά των γεγονότων. Παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα από τη σελ. 215:

“The question is not whether there was new negligence, but whether there was a new cause.  I think that is what Lord Summer is emphasising in one of the passages in a case to which I shall refer in a moment, S.S. Singleton Abbey v. S.S. Paludina. Ιt must always be shown that there is something which I will call ultroneous, something unwarrantable, a new cause coming in [*1561]disturbing the sequence of events, something that can be described as either unreasonable or extraneous or extrinsic. I doubt very much whether the law can be stated more precisely than that.”

Και, όπως λέχθηκε στην Impress (Worcester) Ltd v. Rees [1971] 2 All ER 357 με βάση τις γενικές αρχές της αιτιώδους συνάφειας, το ερώτημα είναι κατά πόσο η παρεμβληθείσα αιτία ήταν τόσο δυνατής φύσης ώστε η συμπεριφορά των εφεσειόντων σε εκείνη την περίπτωση, δεν ήταν καθόλου αιτία αλλά απλώς μέρος των περιβαλλουσών περιστάσεων (σελ. 358):

“On general principles of causation, the question which the justices ought to have asked themselves was whether that intervening cause was of so powerful a nature that the conduct of the appellants was not a cause at all but was merely part of the surrounding circumstances.”

Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε σ’ αυτό το θέμα.  Δεν προσλαμβάνει σημασία στην παρούσα υπόθεση. Όχι μόνο γιατί δεν έχει συζητηθεί οτιδήποτε το σχετικό αλλά και γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά εξέτασε στην ουσία της τη σημασία της ενέργειας της εκκλησίας, στην οποία δεν καταλογιζόταν ούτε ήταν δυνατό να καταλογιστεί αμέλεια.  Και, περαιτέρω, επειδή η κατάληξη, όπως θα δούμε, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί με αναφορά στην ποιότητα της παρεμβαίνουσας αιτίας ως της αποφασιστικής ή ως ανεξάρτητης, εξωγενούς και παράλογης, σε βαθμό που να εξαλείφει την αμέλεια της εναγομένης.  Όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση, σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι πραγματικό και συνίσταται στο κατά πόσο, κάτω από τις περιστάσεις η παρεμβληθείσα ενέργεια ή παράλειψη διέκοψε την αιτιώδη συνάφεια της αμέλειας της εναγομένης προς το τελικό αποτέλεσμα.

Έχουμε καταλήξει πως ορθά κρίθηκε ότι δεν παρενεβλήθη τέτοιας φύσης και επενέργειας νέα αιτία. Η εναγόμενη εξέδωσε τα πιστοποιητικά της προς χρήση και στήριξη και η σημασία τους, ως προς τους γονείς προς τους οποίους απευθύνονταν, ουδέποτε εξαλείφθηκε. Η ενέργεια της εκκλησίας αφορούσε στα δικά της. Για τους γονείς το σημαντικό ήταν αν η τεκνοποίηση θα ενείχε κινδύνους και η τελική πεποίθηση που σχημάτισαν διερχόταν, κατ’ ανάγκην, και διά μέσου των πιστοποιητικών της εναγομένης. Συνέτρεξε και η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού που ήταν, βέβαια, σε διαφορετικό επίπεδο. Και αυτή όμως με κατ’ ευθείαν αναφορά και στήριξη στα πιστοποιητικά της εναγομένης. Τα οποία πρόβαλαν προς [*1562]τα έξω τη χωρίς όρους, περιορισμούς ή επιφυλάξεις επίσημη δήλωση που παρέμεινε ισχυρή, ότι οι γονείς δεν έφεραν το στίγμα.  Ήταν και οι δυο αμελείς, η εναγόμενη και ο κυβερνητικός γιατρός, για τους διαφορετικούς λόγους που εξηγήσαμε, αλλά δεν διακόπηκε η αιτιώδης συνάφεια της αμέλειας της εναγομένης προς τη ζημιά. Δεν ήταν η αμέλεια του κυβερνητικού γιατρού η αποφασιστική αιτία, κατ’ αποκλεισμό δηλαδή της αμέλειας της εναγομένης ως παράλληλης αιτίας. Νομίζουμε πως αυτό μόνο μπορεί να είναι το συμπέρασμα τελικά και ως θέμα της κοινής λογικής που πρέπει να διέπει την προσέγγιση σε ζητήματα αυτής της φύσης.

Η διαταγή για κάλυψη της Δημοκρατίας από την εναγόμενη

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως “οι εναγόμενοι με βάση το άρθρο 11 του Κεφ. 148 ευθύνονται από κοινού έναντι των εναγόντων” και είναι το παράπονο της εναγομένης πως, τελικά, ενώ δεν βρέθηκε να ευθύνεται μόνο εκείνη, κλήθηκε να υποστεί όλες τις συνέπειες με τη διαταγή για πλήρη κάλυψη της Δημοκρατίας.  Οι γονείς δεν ασχολήθηκαν με το θέμα γιατί δεν τους επηρέαζε.  Ούτε όμως και η Δημοκρατία.

Κατά το άρθρο 11 του Κεφ. 148:

“Αν δύο ή περισσότεροι ευθύνονται παράλληλα βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού για οποιαδήποτε πράξη και η πράξη αυτή συνιστά αστικό αδίκημα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται από κοινού για την πράξη αυτή ως συναδικοπραγήσαντες και δύνανται να εναχθούν για το σκοπό αυτό από κοινού ή χωριστά: ...”

Περαιτέρω, το άρθρο 64(1) και (2) του ίδιου Νόμου προβλέπει ως εξής:

“(1) Αν πρόσωπο υποστεί ζημιά συνεπεία αστικού αδικήματος οποιοιδήποτε συναδικοπραγήσαντες που υπέχουν ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω ζημιά δύνανται να τύχουν συνεισφοράς από οποιοδήποτε άλλο αδικοπραγήσαντα, ο οποίος υπέχει, ή αν εναγόταν θα υπείχε, ευθύνη σε σχέση με τη ζημιά αυτή, είτε ως συναδικοπραγήσαντας είτε άλλως πως, ούτως ώστε κανένα πρόσωπο να μη δικαιούται να τύχει συνεισφοράς δυνάμει του άρθρου αυτού από πρόσωπο που δικαιούται σε κάλυψη από αυτό σε σχέση με την ευθύνη σχετικά με την οποία επιδιώκεται η συνεισφορά.

(2) Σε κάθε δικαστικό μέτρο δυνάμει του άρθρου αυτού το ποσό της συνεισφοράς που πρέπει να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρό[*1563]σωπο είναι το ποσό το οποίο το Δικαστήριο ήθελε βρει ως δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ευθύνης του προσώπου αυτού για τη ζημιά. Και το Δικαστήριο έχει εξουσία να απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο από την υποχρέωση για συνεισφορά ή να διατάσσει όπως η συνεισφορά που πρέπει να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο αναχθεί σε πλήρη κάλυψη.”

Επομένως, δεν είναι ορθή η αντίληψη που διαφαίνεται να διαπνέει την εισήγηση της εναγομένης πως δεν ήταν δυνατό, κατά νόμο, η έκδοση διαταγής για πλήρη κάλυψη.

Το ουσιαστικό θέμα αφορά στην ορθότητα της ταξινόμησης των πραγμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της ειδοποίησης της Δημοκρατίας και των δικογράφων που ανταλλάγησαν δυνάμει της Δ.10 θ.12 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη Μαυρίδης v. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 στην οποία ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, εξήγησε τον τρόπο προσέγγισης σε περιπτώσεις αυτής της φύσης, ως εξής: (Βλ. συναφώς και Ιωαννίδη ν. Χαραλάμπους κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 558, Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 601 και Παναγίδη ν. Λούη κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 746).

“Το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπεται στα Άρθρα 51, 57 και 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Η ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Fitzgerald v. Lane [1988] 2 All ER 961, η οποία ανέτρεψε την απόφαση του Lord Pearce στην υπόθεση The Miraflores and The abadesa [1967] 1 All ER 672, 677, είναι:  Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική, τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγομένων, από τη μια, και ενάγοντα, από την άλλη, και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα. Εάν επιδόθηκαν ειδοποιήσεις, με βάση το Άρθρο 64 και τη Δ.10 θ.12(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προχωρεί στον καταμερισμό της ευθύνης και στον καθορισμό του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των εναγομένων. Αυτή την προσέγγιση πρέπει να ακολουθούν τα πρωτόδικα Δικαστήρια στις υποθέσεις του είδους τούτου.”

Δεν αφορά σ’ αυτά ο λόγος έφεσης. Αφορά στην ορθότητα των [*1564]συσχετισμών που έκαμε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά την εισήγηση της εναγομένης η φύση της αμέλειας του κυβερνητικού γιατρού ήταν τέτοια που θα έπρεπε, αντί σε διάταγμα όπως το εκδοθέν, να οδηγήσει σε καταμερισμό που να απολήγει σε τελική επιβάρυνση της Δημοκρατίας με τα τρία τέταρτα των αποζημιώσεων. Η αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης για έκδοση διαταγής για πλήρη κάλυψη περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

“Αφού έχω εξετάσει τα γεγονότα της υπόθεσης και αφού έλαβα υπόψη την ευθύνη του καθ΄ενός στο τελικό αποτέλεσμα που επέφερε τη ζημιά στους Ενάγοντες όπως επίσης και το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 2 είχε ενώπιον του πιστοποιητικά που όπως αναφέρεται στα ίδια τα Τεκμήρια 1 και 1Α εκδόθηκαν από προσοντούχο ‘ιατρό, ειδικό μικροβιολόγο, αιματολόγο-ανοσοβιολόγο, βιοχημικό’, κατέληξα ότι η Εναγόμενη 1 θα πρέπει να καλύψει πλήρως τον Εναγόμενο 2 για  οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί ο Εναγόμενος 2 να πληρώσει στους Ενάγοντες.”

Το άρθρο 64 αποτελεί αντίγραφο του άρθρου 6 της αγγλικής Tortfeasor’s Act και η αγγλική νομολογία είναι σχετική. Εκείνο που εδώ έχει σημασία είναι το κριτήριο που ο ίδιος ο Νόμος εισάγει. Ο καταμερισμός ή το διάταγμα κάλυψης εξαρτώνται από το τι το Δικαστήριο θα θεωρούσε δίκαιο “λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ευθύνης του προσώπου αυτού για τη ζημιά” (“having regard to the extent of that person’s responsibility for the damage”).

Αναλύεται το θέμα από τον Glanville L. Williams στο Joint Torts and Contributory Negligence Έκδοση 1951, από τη σελ. 156. Με αναφορά στη νομολογία, προσδιορίζει ως το κρίσιμο τη βάση του σφάλματος του καθενός (the basis of fault) ή τους αντίστοιχους βαθμούς ευθύνης (degrees of blame) ή τη βάση της ενοχής (basis of culpability) χωρίς όμως να παραλείψει να τονίσει και τις δυσκολίες που ανακύπτουν στην πράξη για τέτοιες διαφοροποιήσεις ή συσχετισμούς.  Ενώ στο μεταγενέστερο Law of Torts του Salmond and Heuston 19η Έκδοση σελ. 502 αναφέρεται η περαιτέρω προσέγγιση πως η φράση στο Νόμο παραπέμπει στο συνδυασμό των εννοιών της αιτιώδους συνάφειας (causation) και της ευθύνης (blameworthiness), όπως στην περίπτωση του υπολογισμού της συντρέχουσας αμέλειας.  Όπως και στους Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σελ. 187 §2-62 σε σχέση με την όμοια φράση στο άρθρο 2(1) της Civil Liability (Contribution) Act 1978.  (Βλ. και Halsbury’s Laws of England 4η Έκδοση Τόμος 12, σελ. 498 § 1211).

Προσεγγίζουμε το θέμα έχοντας επίσης υπόψη τη νομολογία πως [*1565]μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται να επεμβαίνει το Εφετείο στον καταμερισμό που πρόκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλ. “British Fame” v. “MacGregor” [1943] 1 All ER 33).  Εδώ όμως εκδόθηκε διάταγμα πλήρους κάλυψης, βρισκόμαστε σε θεμελιακή διαφωνία προς την αιτιολόγησή του και πρέπει να παρέμβουμε. Ο κυβερνητικός γιατρός δεν είχε οποιασδήποτε μορφής σχέση προς την εναγόμενη και, βεβαίως, η εναγόμενη δεν υπείχε, έναντί του, οποιοδήποτε καθήκον. Είναι λογικό πως η εναγόμενη εξέδωσε τα πιστοποιητικά της ως δηλωτικά της αλήθειας προς κάθε κατεύθυνση. Όμως ο κυβερνητικός γιατρός δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος που ευλόγως θα έπαιρνε τα αποτελέσματα εκείνα τοις μετρητοίς. Ήταν ειδικός επιστήμονας με ειδική σχέση έναντι των γονέων. Είχαν απευθυνθεί σ’ αυτόν με εμφανή την ανάγκη επιβεβαίωσης και έδωσε την επιβεβαίωση εκείνη ώστε από το συνδυασμό της με τα πιστοποιητικά της εναγομένης να σχηματιστεί στη σκέψη των γονέων η πεποίθηση για την ορθότητά τους. Θεωρούμε πως ήταν σοβαρή και η δική του ευθύνη. Ήταν παράλληλη προς εκείνη της εναγομένης. Είχε τη δική της, ισοδύναμη τελικά, συνεισφορά και δε νομίζουμε πως, κάτω από τις περιστάσεις, μπορεί να δικαιολογηθεί διαφοροποίηση μεταξύ τους. Ως προς αυτό το ζήτημα, η έφεση της εναγομένης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση θα παραμεριστεί για να αντικατασταθεί με διάταγμα για εξ ίσου καταμερισμό μεταξύ των δυο.

Το ύψος των αποζημιώσεων υπέρ των γονέων

Η αμφισβήτηση προέρχεται μόνο από την εναγόμενη και έχει στη βάση της την αντίληψη πως από τη μαρτυρία, μερικά αποσπάσματα από την οποία παραθέτει, προκύπτει ότι το παιδί “διάγει μια καθόλα φυσιολογική ζωή χωρίς να στερηθεί συμμετοχή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν άλλα παιδιά της ηλικίας του”. Και η εισήγηση πως οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν είναι υπερβολικές, εξαντλείται με την πιο κάτω αιτιολόγηση:

“Επομένως η ταλαιπωρία και/ή οδύνη κατά την ανατροφή του Ενάγοντα 3 από τους Ενάγοντες 1 και 2 θα πρέπει να αποτιμηθεί λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι γενικά ομιλούντες ο ανήλικος αναπτύσσεται φυσιολογικά.

Το Δικαστήριο επεδίκασε επίσης υπέρ της Ενάγουσας το ποσό των £12.240 για τη νοσοκομειακή φροντίδα που θα παρέχει στον Ενάγοντα 3. Όμως όπως έχουμε αναφέρει ο ανήλικος Ενάγων 3 δεν χρειάζεται πολύ περισσότερη φροντίδα πέρα από αυτήν που κάθε μητέρα θα πρόσφερε στο παιδί της.  Επομένως το [*1566]ύψος των αποζημιώσεων που δόθηκε είναι πιστεύουμε υπερβολικό.”

Είναι ορθή η εισήγηση των γονέων πως είναι εντελώς διαφορετική η εικόνα που σχηματίζεται από το σύνολο της μαρτυρίας. Ας δούμε πρώτα το ζήτημα της νοσοκομειακής φροντίδας και των £12.240 που δόθηκαν γι’ αυτή υπέρ της μητέρας. Δεν είχε αμφισβητηθεί πως η μητέρα παρείχε και θα παρέχει πάνω σε καθημερινή βάση νοσοκομειακή φροντίδα. Ούτε ότι εδικαιούτο σε αποζημιώσεις γι’ αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σ’ αυτή την αποδοχή των εναγομένων αλλά παρέπεμψε κιόλας στις υποθέσεις Constantinou v. Kriticos (1982) 1 C.L.R. 859, Housecroft v. Burnett [1986] 1 All ER 332, Polucarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727, Croke (a minor) and another v. Wiseman and others [1981] 3 All ER 852 και στις αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες του Φρ. Νικολαΐδη Έκδοση 1996, §1-09 και 1-20. Επίσης, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, συμφωνούν όλοι πως η αποζημίωση θα έπρεπε να καλύπτει την περίοδο ως την ενηλικίωση του παιδιού. Οπότε, με την αφαίρεση του πρώτου χρόνου της ζωής του, όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ασθένειά του, ο πολλαπλασιαστής καθορίστηκε ως 17 και δεν υπάρχει ενώπιόν μας αμφισβήτηση ούτε επ΄αυτού.

Το θέμα αφορά στο μηνιαίο ποσό που καθορίστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν δίκαιο ένα ποσό της τάξης των £60 μηνιαίως.  Αναφέρθηκε σε έκταση στη μαρτυρία σε σχέση με τη φύση της ασθένειας, τις επιπτώσεις και τις επιπλοκές της αλλά εδώ είναι αρκετό να σημειώσουμε πως η μητέρα οφείλει καθημερινά να βοηθά το παιδί στην υποχρεωτική διαδικασία αποσιδήρωσης στην οποία υποβάλλεται. Η οποία, σε γενικές γραμμές, συνίσταται στη σύνδεσή του με συσκευή δια μέσου βελόνας την οποία η ίδια περνά στην κοιλιά ή στο πόδι του και η οποία διαρκεί 11 ώρες.  Τη συνδέει στις 7.00 μ.μ. της μιας μέρας και την αποσυνδέει στις 6.00 π.μ. της επομένης.  Περαιτέρω, τουλάχιστον μια φορά κάθε μήνα μεταφέρει το παιδί από το Τραχώνι στο Νοσοκομείο για την υποχρεωτική μετάγγιση αίματος η οποία διαρκεί 3 ώρες και, επιπλέον, οφείλει να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενη επιπλοκή.

Δε διαπιστώνουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί παρέμβασή μας προς μείωση αυτού του ποσού.  Η εισήγηση πως το παιδί “δεν χρειάζεται πολύ περισσότερη φροντίδα πέραν από αυτή που κάθε μητέρα θα προσφέρει στο παιδί της”, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας.

[*1567]Τα άλλα ποσά επιδικάστηκαν για να αποζημιωθούν οι γονείς για τις “σοβαρότατες ταλαιπωρίες, σημαντική απώλεια στην προσωπική τους άνεση, ταλαιπωρία στην τεκνοποίηση και στον προγραμματισμό της οικογένειας τους με ανάλογη απώλεια της ευτυχίας που θα προέκυπτε από τη γέννηση και ανατροφή ενός υγιούς παιδιού”, που υπέστησαν. Αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 57(7) του Κεφ. 148, στις υποθέσεις Polycarpou v. Adamou (ανωτέρω) και Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789 και στο Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σε σχέση με διάφορες πτυχές και έκρινε πως οι αποζημιώσεις κάτω από αυτό το κεφάλαιο υπέρ της μητέρας θα έπρεπε να είναι ψηλότερες σε σύγκριση με εκείνες υπέρ του πατέρα.  Εξήγησε τους λόγους αλλά δε χρειάζεται να ασχοληθούμε με οτιδήποτε από τα πιο πάνω.  Όπως έχουμε σημειώσει η εναγόμενη εισηγείται μείωση των ποσών μόνο επειδή, όπως αντιλαμβάνεται το θέμα, το παιδί “διάγει μια καθόλα φυσιολογική ζωή” και “αναπτύσσεται φυσιολογικά”. Όπως και η προηγούμενη, είναι και αυτή η εισήγηση εκτός πραγματικότητας. Δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην περίπτωση. Η επιστήμη προόδευσε και παρέχεται δυνατότητα παράτασης της ζωής. Δεν πεθαίνουν πλέον αυτοί οι ασθενείς από τα πρώτα τους χρόνια. Αντιμετωπίζουν όμως κινδύνους από επιπλοκές και, πέρα από τα όσα εξωτερικά γνωρίσματά τους, η επιβίωσή τους εξαρτάται απολύτως από την αυστηρή τήρηση του θεραπευτικού πρωτοκόλλου, όπως το περιγράψαμε. Χωρίς όμως να είναι και γνωστό, γιατί η ιστορία της αντιμετώπισης της μεσογειακής αναιμίας τώρα γράφεται, ποιες ακριβώς είναι οι προοπτικές. Ο λόγος που πρόβαλε η εναγόμενη για παρέμβαση σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης υπέρ των εφεσειόντων, δεν ευσταθεί.

Η αγωγή του παιδιού για αποζημιώσεις

Το παιδί αξίωσε αποζημιώσεις για τις επιπτώσεις της μεσογειακής αναιμίας όπως τις υφίσταται το ίδιο. Τις σωματικές βλάβες, πόνους και ταλαιπωρίες από την αποσιδήρωση και τις μεταγγίσεις αίματος. Επίσης για τη μείωση της απόλαυσης της ζωής και της διάρκειάς της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή την αγωγή με αναφορά στην απόφαση του αγγλικού εφετείου στη McKay v. Essex Area Health Authority [1982] 2 All ER 871 η οποία, όπως εξήγησε, αν και δεν ήταν δεσμευτική, ήταν πειστική.  Η υπόθεση McKay αφορούσε σε μετάδοση στο παιδί είδους ιλαράς σοβαράς μορφής από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης. Και έγινε δεκτό στην αγγλική νομολογία πως ενώ το έμβρυο δεν έχει, εννοείται πριν τη γέννηση, ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα που θα του επέτρεπε να ενάγει ή ακόμα και που να καθιστά δυνατή την ανάληψη κηδεμονίας του από Δικαστήριο, εφόσον γεννηθεί ζωντανό αποκτά δικαιώματα αντίστοιχα (correlative) προς το καθήκον του εναγο[*1568]μένου για επιμέλεια ενόσω εκυοφορείτο σε σχέση με βλάβη που υφίσταται αφού έχει γεννηθεί εξ αιτίας της. (Βλ. Burton v. Islington Health Authority [1992] 3 All ER 833, Re F (in utero) [1988] 2 All ER 193, Distillers Co (Bio-Chemicals) Ltd v. Thompson [1971] 1 All ER 694 και συναφώς Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σελ. 165 §2-38). Δεν έχει συζητηθεί η αντίκρυση της παρούσας περίπτωσης ως ανάλογης.  Δηλαδή δεν προσδιορίστηκε ως ξεχωριστό πρόβλημα για την αξίωση του παιδιού το γεγονός ότι οι αμελείς πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων εκδηλώθηκαν πριν από τη σύλληψή του και θα εξετάσουμε τα θέματα που εγείρονται πάνω σ’ αυτή την ευνοϊκότερη για το παιδί βάση. Σημειώνουμε πάντως πως το σύγγραμμα Law and Medical Ethics των Mason και Smith 4η Έκδοση σελ. 140, κάτω από την επικεφαλίδα Diminished or wrongful life actions, με αναφορά σε αμερικανική νομολογία, εκφράζεται η άποψη πως και κατά το αγγλικό δίκαιο θα ήταν παραδεκτή αξίωση για θεραπεία σε σχέση με βλάβες που προκαλούνται σε παιδί εξ αιτίας αμέλειας που διαπράττεται πριν τη σύλληψη του όταν ήταν εύλογα προβλεπτές και οι γονείς δε γνώριζαν τον κίνδυνο.

Σε ένα σημείο της απόφασής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε πως “δεν ήταν οι εναγόμενοι που προξένησαν τη βλάβη αφού αυτή προήλθε από τη μετάδοση του γονιδίου της θαλασσαιμίας από τους γονείς του και όχι από την αμέλεια οποιουδήποτε από τους εναγομένους”.  Επομένως, όπως συμπλήρωσε, “το καθήκον των εναγομένων να μην του προκαλέσουν βλάβη προτού γεννηθεί δεν έχει παραβιαστεί”.  Δεν είχε τεθεί όμως τέτοιο θέμα με τις υπερασπίσεις των εναγομένων ούτε και είχε συζητηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο. Δεν ήταν καθαρό, όπως εισηγείται ο κ. Πουργουρίδης, αν αντιμετωπίστηκε ως απτόμενο του καθόλου αγώγιμου δικαιώματος του παιδιού και εφόσον θα κρινόταν ότι αναφέρεται στην αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των εναγομένων και της μετάδοσης της ασθένειας, για να ήταν δυνατή η εξέτασή του, όπως απαιτεί η Δ.19 θ.3 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, κατά την εισήγηση του, αυτό θα έπρεπε να εγερθεί με τις υπερασπίσεις τους. Επικαλέστηκε τη Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836 που ήταν μια από τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τον προβληματισμό του σε σχέση με το αν θα μπορούσε ή θα έπρεπε να εξετάσει όσα τελικά οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής του παιδιού. Δε νομίζουμε ότι δικαιολογείται διαχωρισμός τέτοιας μορφής και σε τέτοιο επίπεδο μεταξύ του αγώγιμου δικαιώματος και της αιτιώδους συνάφειας της αμέλειας προς τη βλάβη.  Όπως εξηγείται, με αναφορά στη νομολογία, στο Charlesworth & Percy on Negligence 9η έκδοση σελ. 393 § 5-15 αμέλεια χωρίς απόδειξη ζημιάς δεν είναι αγώγιμη (negligence without proof of damage [*1569]is not actionable) και, όπως ξεκαθαρίζεται προηγουμένως (§5-12), εκτός εάν ο ενάγοντας θεμελιώσει ότι ο εναγόμενος προκάλεσε τη βλάβη για την οποία παραπονείται, η αγωγή του θα αποτύχει. Και περαιτέρω (§5-15) ότι αποτελεί θέμα νόμου το κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία επιτρέπει εύλογο εύρημα αιτιώδους συνάφειας, σε αντιδιαστολή προς το κατά πόσο ορισμένο κεφάλαιο ζημιάς (head of damage) προκλήθηκε από την αμέλεια του εναγομένου.

Τα ίδια και στον Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σελ. 65 § 1-103.  Ακόμα και όπου είναι παραδεκτή η αμέλεια χωρίς άλλα, ο ενάγοντας θα δικαιούται σε απόφαση μόνο αν αποδείξει ότι η ζημιά του προκλήθηκε από τέτοια αμέλεια.  (Βλ. επίσης Bullen & Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings 12η Έκδοση σελ. 1228).

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόταν σε όσα συνεπάγονταν οι ίδιοι οι ισχυρισμοί του παιδιού, και, βέβαια, η ίδια η μαρτυρία που και εκ μέρους του προσάχθηκε.  Αν η αποτίμηση ως προς αυτά ήταν λάθος θα ήταν άλλο θέμα και σημειώνουμε εδώ τη δήλωση του κ. Πουργουρίδη στο περίγραμμα της αγόρευσής του πως συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση ότι “την ασθένεια (και συνεπώς τη βλάβη) τη μετέδωσαν οι γονείς στον εφεσείοντα ...”.  Επομένως, το ερώτημα που εξετάστηκε αφορούσε στη μέγιστη εμβέλεια της υπόθεσης του παιδιού, όπως την προβάλλει το ίδιο.  Και σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε πως, σε τελική ανάλυση, ό,τι εξέτασε αφορούσε στο κατά πόσο το παιδί είχε αγώγιμο δικαίωμα.

Η διαφωνία του παιδιού ως προς την κατ’ ουσίαν ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του, αποτελεί το δεύτερο επίπεδο των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν.  Και βλέπουμε ενταγμένη σ’ αυτό και τη συνέχεια του πιο πάνω αποσπάσματος στο περίγραμμα αγόρευσης του κ. Πουργουρίδη με το οποίο εκφράζεται διαφωνία με τη θέση πως “η αμέλεια των εφεσιβλήτων δεν ήταν η αιτία της βλάβης”. Σύμφωνα με την εισήγηση, η διαπίστωση ότι η “βλάβη” μεταδόθηκε στο παιδί από τους εφεσείοντες εν αγνοία τους, ακριβώς επειδή οι εναγόμενοι ήταν αμελείς σε σχέση με τη διάγνωση του στίγματος και τα άλλα που αναφέρθηκαν, θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως “η σύλληψη και η γέννηση του εφεσείοντα όχι μόνο ήταν το φυσικό επακόλουθο των γεγονότων αλλά πάνω από όλα ήταν το δεδομένο γεγονός για το οποίο είχαν αρχικά γίνει οι αναλύσεις και/ή για το οποίο έπρεπε να γίνουν”. Οπότε, αφού δεν παρενεβλήθη οτιδήποτε που να διακόπτει την αλυσίδα των γεγονότων ως novus actus, η αμέλεια των εναγομένων ήταν η αιτία της ζημιάς του ενάγοντα.

[*1570]

Όπως σημειώσαμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε στην υπόθεση MacKay (ανωτέρω). Έχουν συζητηθεί θέματα σε σχέση με τη σχετικότητά της τόσο με αναφορά στα γεγονότα της, όσο και στην αρχή που εμπερικλείει και πρέπει να την εξετάσουμε με κάποια λεπτομέρεια.  Τα γεγονότα της ήταν απλά.  Η μητέρα μολύνθηκε με είδος ιλαράς κατά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της. Εξετάστηκε δείγμα του αίματός της, δεν εντοπίστηκε η μόλυνση και το παιδί γεννήθηκε με σοβαρή ανικανότητα. Αξίωσαν αποζημιώσεις η μητέρα και το παιδί και δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς το αγώγιμο δικαίωμα της μητέρας, πάνω σε οποιοδήποτε επίπεδο. Θα σημειώναμε εδώ συναφώς την Parkinson v. St James Hospital [2001] 3 All ER 97 στην οποία, με βάση την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων McFarlane v. Tayside Health Board [1999] 4 All ER 961 εξετάστηκαν ζητήματα σε σχέση με τις αποζημιώσεις που είναι δυνατό να επιδικάζονται υπέρ των γονέων σε περιπτώσεις “ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης”.  Στην υπόθεση εκείνη, η στείρωση της μητέρας έγινε αμελώς και γεννήθηκε παιδί με σοβαρή ανικανότητα. Τη σημειώνουμε γιατί και στη McKay η αξίωση της μητέρας κατά το ένα σκέλος της αφορούσε σε στέρηση της ευκαιρίας να είχε επιλέξει διακοπή της εγκυμοσύνης του επηρεασθέντος παιδιού. Επίσης δεν αμφισβητήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα του ίδιου του παιδιού σε σχέση με τον ισχυρισμό πως εξαιτίας της αμέλειας των εναγομένων, άλλη από την αμέλεια ως προς τη διάγνωση, είχε υποστεί βλάβη. Όπως στις περιπτώσεις της αμερικανικής νομολογίας στην οποία αναφέρεται το Law and Medical Ethics, στο σημείο που παραπέμψαμε προηγουμένως. Εκεί η αμέλεια του Νοσοκομείου να παράσχει την απαιτούμενη φροντίδα στη μητέρα προκάλεσε τη βλάβη στο δεύτερο παιδί. Ζητήθηκε, λοιπόν, εννοούμε στην υπόθεση McKay, η διαγραφή της απαίτησης του παιδιού ως μη αποκαλυπτική εύλογης αιτίας αγωγής στην έκταση που αφορούσε στο ότι αφέθη να γεννηθεί με βλάβες.  Θα παραθέσουμε, για να είμαστε ακριβείς, το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Stephenson L.J. σελ. 777:

“What we have to decide is whether the child has also a cause of action for being allowed to enter life damaged, what has been called `wrongful life΄, or whether that is not `a reasonable cause of action and therefore be struck out now.”

Ήταν ομόφωνο το αγγλικό εφετείο πως εμφανώς δεν υπήρχε τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα. Θα παρακολουθήσουμε την ανάλυσή τους και σ’ αυτό το πλαίσιο θα δούμε και τους συσχετισμούς που προκύπτουν για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Πολλώ μάλλον [*1571]αφού είναι η πρώτη φορά που εγείρεται τέτοιο θέμα στην Κύπρο.  Ενώ και  στην Αγγλία η υπόθεση McKay ήταν η πρώτη. (Βλ. Udale v. Bloomsbury AHA [1983] 2 All ER 522, Re j (a minor) [1990] 3 All ER 930).  Εκδόθηκαν τρεις αποφάσεις αλλά δε διαφέρουν ως προς την αντίκρυση του θέματος. Εμείς θα αναφερόμαστε στην πρώτη απόφαση του Stephenson L.J.

Αφού αναφέρθηκε στο καθήκον επιμέλειας που ήταν δεκτό ότι οφείλεται στο αγέννητο παιδί με παραπομπή στην υπόθεση της θαλιδομίδης (βλ. Distillers Co (Bio-Chemicals) Ltd v. Thompson (ανωτέρω), εξήγησε τη διαφορά.  Η συγκεκριμένη αξίωση του παιδιού, όχι η αναφερόμενη στην κατ’ ισχυρισμό βλάβη που υπέστη στη μήτρα από άλλης φύσης αμέλεια, αφορούσε στη μόλυνσή του με την ιλαρά.  Η μόλυνση όμως καθ΄εαυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα πράξης ή παράλειψης των εναγομένων.  Μεταδόθηκε από τη μητέρα στο παιδί και η μετάδοση καθ΄εαυτή δεν μπορούσε να συνδεθεί με την αμέλεια των εναγομένων.  Παρεμβάλλουμε πως ήταν ακριβώς σ’ αυτή τη γραμμή που κινήθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αναφέρθηκε σε όσα ο κ. Πουργουρίδης θεώρησε ότι θα μπορούσε να εκληφθούν ως αναφερόμενα στην αιτιώδη συνάφεια.  Ενώ συνιστούν εναρκτήριο σημείο του συλλογισμού σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα στη βάση των γεγονότων όπως τα προβάλλουν οι ίδιοι οι ενάγοντες. Εφόσον η μητέρα είχε προσβληθεί από την ασθένεια, η συζητούμενη πτυχή της αμέλειας των εναγομένων δεν μπορούσε παρά να συνίσταται στο ότι η παράλειψή τους να εντοπίσουν τη μόλυνση οδήγησε στη γέννηση του παιδιού. Αν εντοπιζόταν η μόλυνση της μητέρας, με προβλεπτές τις συνέπειές της πάνω στο έμβρυο, το να μη γεννηθεί το παιδί με σοβαρής μορφής βλάβη μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με τη μη γέννησή του. Επομένως, η αξίωση του παιδιού, στην έκταση που αφορούσε στο μη εντοπισμό της μόλυνσης, ήταν αξίωση για το ότι αφέθηκε να γεννηθεί (“a claim for wrongful entry into life” ή “wrongful life”).

Είναι κατάλληλο το σημείο για να δούμε το συσχετισμό με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Υποβλήθηκε η εισήγηση πως κακώς τέθηκαν ζητήματα για ζωή (γέννηση) ή θάνατο (τερματισμός της κύησης) στην παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω, ότι υπάρχει διαφορά γιατί εκεί η νόσος της μητέρας ήταν επίκτητη.  Επίσης ότι, προφανώς κατά παρερμηνεία του θέματος που εξετάζουμε, “η αγωγή στρεφόταν κατά του ιατρού ο οποίος παρέλειψε να τερματίσει τη συγκεκριμένη εγκυμοσύνη”. Ενώ, όπως είδαμε, το συγκεκριμένο ερώτημα στην υπόθεση McKay αφορούσε στη μη διάγνωση, με τις αναλύσεις αίματος, της μόλυνσης.

[*1572]Δεν μπορούμε να δούμε τέτοιες διαφορές. Ποιό είναι το παράπονο;  Ότι αμελώς δεν διαγνώστηκε ότι οι γονείς είχαν το στίγμα.  Ποιά ήταν η φυσιολογική συνέπεια αυτής της λανθασμένης διάγνωσης; Οι γονείς αποφάσισαν να τεκνοποιήσουν και βέβαια να παντρευτούν. Ποιό είναι το αποτέλεσμα για το οποίο παραπονείται το παιδί ενόψει της λανθασμένης διάγνωσης; Το γεγονός ότι έχει γεννηθεί.  Και όπως με ευκρίνεια το έθεσε ο κ. Πουργουρίδης, αφού όταν συνελήφθη του μεταδόθηκε η ασθένεια, στερήθηκε της ευκαιρίας να αποφασίσει, όπως θα μπορούσε να κάμει η μητέρα του εκ μέρους του, αν θα γεννηθεί ή όχι. Αναφέρθηκε σ’ αυτό το πλαίσιο στο άρθρο 169Α(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αλλά και σε αντίστοιχες ρυθμίσεις στην Αγγλία με ιδιαίτερη αναφορά στην Paton v. Trustees of BPAS [1978] 2 All ER 987 και Re F (in utero), (ανωτέρω), πτυχή που, πρέπει να συμπληρώσουμε, δεν παραγνωρίστηκε στην υπόθεση McKay.

Επανερχόμαστε στη McKay. Διαπιστώνεται πως όσο και αν μπορεί να υπείχαν οι εναγόμενοι καθήκον να δώσουν στη μητέρα την ευκαιρία να τερματίσει τη ζωή του παιδιού, δεν υπείχαν τέτοιο καθήκον προς το παιδί το ίδιο με την πιο κάτω εξήγηση, στη σελ. 781:

“There is no doubt that this child could legally have been deprived of life by the mother’s undergoing an abortion with the doctor’s advice and help.  So the law recognises a difference between the life of a fetus and the life of those who has been born. But, because a doctor can lawfully by statute do to a fetus what he cannot lawfully do to a person who have been born, it does not follow that he is under a legal obligation to a fetus to do it and terminate its life, or that the fetus has a legal right to die.

...............................................................................................

To impose such a duty towards the child would, in my opinion, make a further inroad on the sanctity of human life which would be contrary to public policy.  Ιt would mean regarding the life of a handicapped child as not only less valuable than the life of a normal child, but so much less valuable that it was not worth preserving, and it would even mean that a doctor would be obliged to pay damages to a child infected with rubella before birth who was in fact born with some mercifully trivial abnormality. These are the consequences of the necessary basic assumption that a child has a right to be born whole or not at all, not to be born unless it can be born perfect or `normal΄, whatever that may mean.

[*1573]

Added to that objection must be the opening of the courts to claims by children born handicapped against their mothers for not having an abortion.”

Διαπιστώθηκε και περαιτέρω θεμελιακό πρόβλημα στο παραδεκτό τέτοιας αξίωσης. Αφορούσε στο συσχετισμό της βλάβης προς τη ζημιά την οποία το Δικαστήριο καλείται σε τέτοια περίπτωση να διακριβώσει και να αποτιμήσει.  Όπως τονίστηκε, η μόνη απώλεια για την οποία εκείνοι που δεν προκάλεσαν βλάβη στο παιδί μπορεί να θεωρηθούν υπόλογοι για αποζημίωση προς το παιδί, συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της κατάστασής του ως αποτέλεσμα του ότι αφέθηκε να γεννηθεί, ζωντανό με βλάβη, και της κατάστασής του αν η ζωή του ως έμβρυο είχε τερματιστεί (σελ. 781):

“The only loss for which those who have not injured the child can be held liable to compensate the child is the difference between its condition as a result of their allowing it to be born alive and injured and its condition if its embryonic life had been ended before its life in the world had begun.”

Και ετέθη το ερώτημα:  Πώς θα ήταν δυνατό ένα Δικαστήριο να πραγματοποιήσει τέτοιους υπολογισμούς  (σελ. 781 - 782);

“But how can a court of law evaluate that second condition and so measure the loss to the child?  Even if a court were competent to decide between the conflicting views of theologians and philosophers and to assume an `afterlife΄ or non-existence as the basis for the comparison, how can a judge put a value on the one or the other, compare either alternative with the injured child’s life in this world and determine that the child has lost anything, without the means of knowing what, if anything, it has gained?”

Η απάντηση ήταν πως δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα και πως, και γι’ αυτό, δεν υπήρχε εύλογη αιτία αγωγής ως εξής (σελ. 782):

“Judges have to pluck figures from the air in putting many imponderables into pounds and pence.  Loss of expectation of life, for instance, has been held so difficult that the courts have been driven to fix for it a constant and arbitrary figure. Counsel for the plaintiffs referred us to what judges have said on that topic in Rose v. Ford [1937] 3 All ER 359, [1937] AC 826 and Benham v. Gambling [1941] 1 All ER 7 [1941] AC 157.  But, in measuring the loss caused by shortened life, courts are dealing with a thing, [*1574]human life, of which they have some experience;  here the court is being asked to deal with the consequences of death for the dead, a thing of which it has none. And the statements of judges on the necessity for juries to assess damages and their ability to do so in cases of extreme difficulty do not touch the problem presented by the assessment of the claims we are considering. To measure loss of expectation of death would require a value judgment where a crucial factor lies altogether outside the range of human knowledge and could only be achieved, if at all, by resorting to the personal beliefs of the judge who has the misfortune to attempt the task. If difficulty in assessing damages is a bad reason for refusing the task, impossibility of assessing them is a good one.  A court must have a starting point for giving damages for a breach of duty.  The only means of giving a starting point to a court asked to hold that there is the duty on a doctor or a hospital which this child alleges is to require the court to measure injured life against uninjured life, and that is to treat the doctor and the hospital as responsible not for the child’s birth but for its injuries. That is what in effect counsel for the plaintiffs suggests that the court should do, tempering the injustice to the defendants by some unspecified discount. This seems almost as desperate an expedient as an American judge’s suggestion that the measure of damages should be the `diminished childhood΄ resulting from the substantial diminution of the parents’ capacity to give the child special care:  see the dissenting judgment of Handler J in Berman v. Allan [1979] 404 A 2d 8 at 15, 19, 21. If there is no measure of damage which is not unjustified and indeed unjust, courts of law cannot entertain claims by a child affected with prenatal damage against those who fail to provide its mother with the opportunity to end its damaged life, however careless and unskilful they may have been and however liable they may be to the mother for that negligent failure.

If a court had to decide whether it were better to enter into life maimed or halt than not to enter it at all, it would, I think, be bound to say it was better in all cases of mental and physical disability, except possibly those extreme cases already mentioned, of which perhaps the recent case of Croke v. Wiseman [1981] 3 All ER 852, [1982] 1 WLR 71 is an example, but certainly not excepting such a case as the present.  However that may be, it is not for the courts to take such a decision by weighing life against death or to take cognisance of a claim like this child’s. I would regard it on principle as disclosing no reasonable cause of action and would accordingly prefer the [*1575]master’s decision to the judge’s.”

Συμπληρώνουμε πως στο πλαίσιο της απόφασης έχει γίνει αναφορά και στην αμερικανική νομολογία ο όγκος της οποίας ήταν ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση. Υπήρχε μόνο μια απόφαση στην Καλιφόρνια προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά και αυτή, όπως σημειώνεται, φαίνεται να έχει ξεπεραστεί με νεότερη απόφαση στην ίδια Πολιτεία.  Και καταλήγει η απόφαση ως εξής:

“The defendants must be assumed to have been careless.  The child suffers from serious disabilities. If the defendants had not been careless, the child would not be suffering now because it would not be alive. Why should the defendants not pay the child for its suffering? The answer lies in the implications and consequences of holding that they should. If public policy favoured the introduction of this novel cause of action, I would not let the strict application of logic or the absence of precedent defeat it.  But, as it would be, in my judgment, against public policy for the courts to entertain claims like those which are the subject of this appeal, I would for this reason, and for the other reasons which I have given, allow the appeal, set aside the judge’s order and restore the master’s order.”

Το τελικό θέμα στην παρούσα υπόθεση αφορά στην επίδραση της υπόθεσης McKay.  Κατά την εισήγηση του κ. Πουργουρίδη περικλείει απλή έκφραση γνώμης και αυτό σε σχέση με την αγγλική The Congenital Disabilities (Civil Liability) Act 1976.  Όπως υποστηρίζει, η υπόθεση McKay αποφασίστηκε με βάση αυτή τη νομοθεσία η οποία δεν ισχύει στην Κύπρο.

Δεν είναι έτσι τα πράγματα.  Το παιδί στην υπόθεση McKay είχε γεννηθεί πριν τη θέσπιση αυτού του Νόμου, και ο Νόμος ρητά προβλέπει πως δεν εφαρμόζεται σε γεννήσεις πριν την έναρξη της ισχύος του. Η υπόθεση δεν αποφασίστηκε με βάση εκείνο το Νόμο αλλά ήταν καθόλα δηλωτική του κοινοδικαίου στην περίπτωση. (Βλέπε και Clerk & Lindsell (ανωτέρω) σελ. 167 § 2-39 και Burton (ανωτέρω) στη σελίδα 843).

Αυτό μας φέρνει και στην καταληκτική μας παράγραφο. Το κοινοδίκαιο, όπως μπορεί να διακριβωθεί, δεν έχει απλώς πειστική αξία αλλά είναι εφαρμοστέος νόμος. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Πικής, Π., στην Hassanein v. “Hellenic Island” κ.α. (αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578 στη σελ. 583, εξηγεί την κατάσταση:

[*1576]

“Η διαπίστωση των αρχών του ισχύοντος δικαίου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ναυτιλιακό δικαίωμα επίσχεσης, είναι ορθή. Η ύπαρξη του δικαιώματος εξαρτάται από το δίκαιο της Κύπρου, όπως και η εφαρμογή του στα γεγονότα της προκείμενης υπόθεσης. Έχουμε κληθεί ν’ απομακρυνθούμε από τη θέση αυτή ως θέμα πολιτικής του δικαίου, με έρεισμα τη λογική και το δίκαιο της αντίθετης άποψης, όπως διατυπώθηκε κυρίως στην The Ioannis Daskalelis (ανωτέρω).  Η εισήγηση ότι οι αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων δεν έχουν δεσμευτικό αλλά μόνο πειστικό (persuasive) χαρακτήρα είναι ορθή [βλ. Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, Adamtsas Ltd. (In voluntary Liquidation) v. Republic (Minister of Finance and Another) (1977) 3 C.L.R. 181. Για την αρχή του δικαστικού προηγούμενου, βλ. επίσης Republic (Minister of Finance and Another) v. Demetrios Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213], με την επιφύλαξη ότι όπου αυτές κατοπτρίζουν αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου, οι αρχές αυτές τυγχάνουν εφαρμογής βάσει των διατάξεων του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν. 14/60).

Όπου υπάρχει αμφιβολία ως προς το ποια είναι η σχετική αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου, αποτελεί ευθύνη των Κυπριακών Δικαστηρίων ο προσδιορισμός της.”

(Βλέπε επίσης Theophanous v. 1. Cosmos (Cyprus) Insurance Co. Ltd and another (1988) 1 C.L.R. 265, Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252).

Στη βάση των πιο πάνω, ορθά απορρίφθηκε η αξίωση του παιδιού του ιδίου και όλες οι εφέσεις, με την εξαίρεση του μέρους της έφεσης της εναγομένης σε σχέση με το διάταγμα κάλυψης, απορρίπτονται. Το διάταγμα κάλυψης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διάταγμα για εξ ίσου καταμερισμό σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των εναγομένων μεταξύ τους.  Δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται πλην της έφεσης της εναγομένης που επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

[*1577]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο