Παπαπέτρου Πέτρος Α. ν. Αντρούλλας Παπαπέτρου (το γένος Λοΐζου) (2001) 1 ΑΑΔ 1578

(2001) 1 ΑΑΔ 1578

[*1578]16 Οκτωβρίου, 2001

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ Α. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΑΝΤΡΟΥΛΛΑΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ (ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΛΟΪΖΟΥ),

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Έφεση Αρ. 135)

 

Οικογενειακό Δίκαιο — Διαζύγιο — Γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο — Ο τόπος της συνήθους διαμονής του συζύγου ή της συζύγου αποτελεί το πλέον αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου για τους σκοπούς του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου του 1990, Ν. 22/90.

Λέξεις και Φράσεις — «Επίσκοπος» στο Άρθρο 2 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου του 1990, Ν. 22/90.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε κατά πλειοψηφία ως πρόωρη, αίτηση διαζυγίου του εφεσείοντος χωρίς να εξετάσει την ουσία της αίτησης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γνωστοποίηση, ενόψει της διαμονής των διαδίκων από της τελέσεως του γάμου στη Λεμεσό, έπρεπε να είχε σταλεί από τον αιτητή στον κατά νόμο αρμόδιο Επίσκοπο Λεμεσού και όχι στον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος. Με την έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης ως εσφαλμένης.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο τόπος της συνήθους διαμονής του συζύγου ή της συζύγου αποτελεί το πλέον αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου για τους σκοπούς του νόμου. Το κριτήριο δεν [*1579]είναι νομικό ούτε και αφηρημένο. Είναι ζήτημα πραγματικό και η επιλογή του από το νομοθέτη ανάγεται σε λόγους πρακτικούς παρά σε οτιδήποτε άλλο.  Ο καθορισμός του συνήθους τόπου διαμονής ως κριτηρίου για τον προσδιορισμό του αρμόδιου Επισκόπου ουδόλως παραβιάζει το αναφαίρετο δικαίωμα επιστροφής των διαδίκων στον τόπο που κατοικούσαν πριν από την τουρκική εισβολή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Δικαιοδοσία Γαμικών Διαφορών) που δόθηκε στις 29/9/00 (Αρ. Αίτησης 138/99) με την οποία απέρριψε ως πρόωρη την αίτηση διαζυγίου του για το λόγο ότι η γνωστοποίηση η οποία προβλέπεται από το Άρθρο 3(1) του Ν. 22/90 δόθηκε σε αναρμόδιο Επίσκοπο.

Μ. Χ”Λευτέρη για Γ. Σαββίδη, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Χ”Πιέρας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Α. Κραμβή.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (Δικαιοδοσία Γαμικών Διαφορών), κατά πλειοψηφία απέρριψε ως πρόωρη, αίτηση διαζυγίου του εφεσείοντα χωρίς να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γνωστοποίηση που προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου του 1990 αρ. 22/90, δόθηκε σε αναρμόδιο Επίσκοπο. Κρίθηκε πως αυτό αποτελούσε μεμπτότητα και εκ τούτου, θεωρήθηκε ως μηδέποτε σταλείσα η γνωστοποίηση. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάσισε:

“Κατ’ επέκταση δεν έχει αρχίσει ποτέ νόμιμα η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αφού η αποστολή γνωστοποίησης στον Επίσκοπο πριν την καταχώρηση της αγωγής αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3, νομική επιταγή. Συνακόλουθα εφόσον [*1580]δεν προηγήθηκε διαδικασία συνδιαλλαγής, η αίτηση που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο για λύση του γάμου είναι πρόωρη και πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε την αίτηση επί της ουσίας της. Γι’ αυτό και απορρίπτεται ως τέτοια.”

Τα συμπεράσματα και η κατάληξη της πλειοψηφίας, έχουν ως έρεισμα τη διαπίστωση ότι ο συνήθης τόπος διαμονής των διαδίκων από της τελέσεως του γάμου τους ήταν η Λεμεσός και ότι η γνωστοποίηση  έπρεπε να είχε σταλεί από τον αιτητή στον κατά νόμο αρμόδιο Επίσκοπο Λεμεσού και όχι στον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος ο οποίος, υπό τις περιστάσεις, ήταν αναρμόδιος. Με την έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης ως εσφαλμένης.

Όσο και αν μπορεί να φαίνεται παράδοξο, η εφεσίβλητη υποστήριξε την έφεση. Η θέση της ταυτίζεται με εκείνη του εφεσείοντα ότι δηλαδή, η διαμονή τους στη Λεμεσό, μετά την τέλεση του γάμου, ήταν προσωρινή, εν αναμονή της επιστροφής τους στην πόλη της Αμμοχώστου από την οποία κατάγονται πλην όμως, η επιστροφή τους εμποδίζεται από το στρατό κατοχής.

Το ζήτημα του κύρους της γνωστοποίησης ηγέρθη με πρωτοβουλία του δικάσαντος δικαστηρίου κατά το στάδιο των αγορεύσεων.

Σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου του 1990 αρ. 22/90 (στο εξής “ο νόμος”)

“”Επίσκοπος” σημαίνει τον Επίσκοπο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου του συνήθους τόπου διαμονής του ή της συζύγου.”

Το άρθρο 3 του νόμου προβλέπει:

“3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), καμιά αγωγή για τη λύση γάμου δεν καταχωρείται, αν δε δοθεί προηγουμένως γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο σύμφωνα με τον τύπο που εκτίθεται στο Παράρτημα Α.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται, αν ο επικαλούμενος με την αγωγή λόγος για τη λύση του γάμου είναι η αφάνεια ή η φρενοβλάβεια του άλλου συζύγου.

(3) Απόδειξη  της  αποστολής  της  γνωστοποίησης στον Επί[*1581]σκοπο γίνεται με την κατάθεση στη Γραμματεία του αρμόδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου της απόδειξης ταχυδρόμησης ή παραλαβής συστημένης επιστολής ή οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου για την αποστολή ή την επίδοσή της.”

Ο τόπος της συνήθους διαμονής του συζύγου ή της συζύγου αποτελεί το πλέον αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου για τους σκοπούς του νόμου. Ο συνήθης τόπος διαμονής του συζύγου ή της συζύγου είναι κατά τεκμήριο το πιο πρόσφατο γνωστό στοιχείο στο σύζυγο ή τη σύζυγο που έχει πρόθεση να κινήσει αγωγή για τη λύση του γάμου. Η αναζήτηση του συνήθους τόπου διαμονής του συζύγου ή της συζύγου πριν από το 1974 δηλαδή, σε περίοδο αναγόμενη πριν από την τέλεση του γάμου όπως είναι η περίπτωση που εξετάζουμε, για σκοπούς προσδιορισμού του αρμόδιου Επισκόπου  θα προκαλούσε ενδεχομένως δυσχέρειες και αμφισβητήσεις. Το κριτήριο δεν είναι νομικό ούτε και αφηρημένο. Είναι ζήτημα πραγματικό και η επιλογή του από το νομοθέτη ανάγεται σε λόγους πρακτικούς παρά σε ο,τιδήποτε άλλο. Ο καθορισμός του συνήθους τόπου διαμονής ως  κριτηρίου για τον προσδιορισμό του αρμόδιου Επισκόπου ουδόλως παραβιάζει το αναφαίρετο δικαίωμα επιστροφής των διαδίκων στον τόπο που κατοικούσαν πριν από την τουρκική εισβολή αλλά ούτε και   εξυπακούεται ότι οι διαδικοι απεμπολούν με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα επιλογής του τόπου όπου αυτοί επιθυμούν να έχουν μονίμως την κατοικία τους, αν ο τόπος της συνήθους διαμονής τους είναι άλλος από εκείνο της μόνιμης κατοικίας τους.

Στον τίτλο της αίτησης διαζυγίου και παραπλεύρως των ονομάτων των διαδίκων αναγράφονται αντιστοίχως οι λέξεις “από Λεμεσό”, στοιχείο δηλωτικό, αν όχι της μόνιμης κατοικίας των διαδίκων, τουλάχιστο του συνήθους τόπου της διαμονής τους.  Ωσαύτως, τα γεγονότα που εκτίθενται στην αίτηση αποκαλύπτουν ότι οι διάδικοι από της τελέσεως του γάμου τους στον Ιερό Ναό Αγ. Ιωάννη Λεμεσού στις 19.10.1975 διαμένουν συνεχώς στη Λεμεσό και ότι ο συνήθης τόπος της διαμονής τους είναι η Λεμεσός.  Και εδώ πρέπει να παρεμβάλουμε ότι η εφεσίβλητη, ως κατακλείδα στην υπεράσπισή της, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται στην αίτηση ενώ από την άλλη διαπιστώνουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δε δόθηκε μαρτυρία από τον αιτητή προς απόδειξη ότι ο συνήθης τόπος διαμονής είναι άλλος από εκείνο που αναφέρεται στα δικόγραφα.  Ο εκ των υστέρων προβληθείς ισχυρισμός ότι ο συνήθης τόπος διαμονής των διαδίκων είναι η Αμμόχωστος αντίκειται προς την απτή πραγματικότητα εφόσον σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα της υπόθεσης οι διάδικοι διέμεναν [*1582]συνεχώς στην πόλη της Λεμεσού από το 1975 μέχρι το χρόνο που στάληκε η γνωστοποίηση στον Επίσκοπο.

Κατόπιν των ανωτέρω ακολουθεί ότι ο αρμόδιος Επίσκοπος για τους σκοπούς του νόμου προς τον οποίο θα έπρεπε να είχε δοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του νόμου γνωστοποίηση είναι ο Επίσκοπος Λεμεσού δηλαδή, ο Επίσκοπος του συνήθους τόπου διαμονής της εφεσίβλητης. Και εφόσον η εν λόγω γνωστοποίηση δεν δόθηκε στον αρμόδιο Επίσκοπο, ορθά κρίθηκε ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και ως εκ τούτου η αγωγή είναι πρόωρη.

Η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο