Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλλας Χαριλάου Χαρικλείδη και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1608

(2001) 1 ΑΑΔ 1608

[*1608]24 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ,

Εφεσείοντες στην Π.Ε. 10719,�10786,

v.

ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΧΑΡΙΚΛΕΙΔΗ,

Εφεσίβλητης στην Π.Ε. 10719,

ΚΑΙ

ΖΗΝΩΝΑ ΠΟΦΑΪΔΗ,

ΑΡΗ ΠΟΦΑΪΔΗ,

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΦΑΪΔΗ,

Εφεσιβλήτων στην Π.Ε. 10786.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10719, 10786)

 

Πολιτική Δικονομία — Λανθασμένο όνομα διαδίκου στην Παραπομπή και στην έκθεση απαιτήσεως (misnomer) — Διόρθωση — Μπορεί να επιτραπεί αν η ουσία της υπόθεσης δικαιολογεί μια τέτοια πορεία — Κατά πόσο το λάθος στην περιγραφή του ονόματος δικαιολογούσε προσθήκη νέου εναγομένου μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται από το Άρθρο 8(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) — Εκτενής αναφορά αυθεντιών και ανάλυσή τους.

Παραγραφή — O εναγόμενος δεν έχει απόλυτο δικαίωμα έγερσης της υπεράσπισης της παραγραφής σε οποιοδήποτε στάδιο επιθυμεί — Το θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικαιοσύνη της υπόθεσης.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Διαδικασία ενδιάμεσων αιτήσεων — Διέπεται από τον Καν. 9 των περί Δικαστηρίων Καθορισμού Αποζημιώσεων Κανονισμών του 1956 — Οι Κανονισμοί του 1956 είναι αυτοτελείς και δεν παραπέμπουν στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.

[*1609]Πολιτική Δικονομία — Τροποποίηση δικογραφίας — Πότε είναι εφικτή — Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση — Κατά πόσο συνιστά κώλυμα στην έκδοση διατάγματος τροποποίησης δικογράφων — Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Παράγοντες που συνεκτιμούνται στην άσκησή της — Εκτενής αναφορά αυθεντιών και ανάλυσή τους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποδέκτηκε τις αιτήσεις για τροποποίηση του τίτλου της Παραπομπής και της εκθέσεως απαιτήσεως. Αποτέλεσμα της τροποποίησης ήταν να προστεθεί ο Δήμος Αγλαντζιάς σαν επιπρόσθετος καθ’ ου η αίτηση στον τίτλο της Παραπομπής και στην παράγραφο 2 της εκθέσεως απαιτήσεως.

Οι εφέσεις στρέφονται κατά των ενδιάμεσων αποφάσεων του Δικαστηρίου.

Η Αποζημιούσα Αρχή, η εφεσείουσα, υποστήριξε ότι:

1) Με την επίδικη προσθήκη παραβιάζεται η αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται από το Άρθρο 8(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) το οποίο έχει εισαχθεί με το Άρθρο 4 του Νόμου 25/83.  Από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρησαν εμπρόθεσμα την Παραπομπή εντός 75 ημερών, όπως προνοεί το Άρθρο 8(2) για να μπορέσει το Δικαστήριο να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης δεν μπορεί να στερηθεί η εφεσείουσα του δικαιώματος παραγραφής.

2) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο η μη συμπερίληψη της Δ.9, θ.10 στη νομική βάση της αίτησης θεωρήθηκε ως μη ουσιώδης ή θεμελιώδης παράλειψη, είναι εσφαλμένο.

3) Η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση είναι αδικαιολόγητη «κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Νομολογίας».

4) Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι «η μη συμπερίληψη του Δήμου ως διαδίκου στη διαδικασία είναι αποτέλεσμα και των ενεργειών του Συμβουλίου .......... το οποίο δημιούργησε την λανθασμένη εντύπωση στην αιτήτρια ότι στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του και όχι εναντίον του Δήμου», είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1610]

1.  Η τροποποίηση δεν είναι επιτρεπτή αν αυτή συνεπάγεται την προσθήκη διαδίκου και όχι την απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer).  Ο σχετικός κανόνας εφαρμόζεται και στην περίπτωση υποκατάστασης διαδίκου σε αντικατάσταση διαδίκου ο οποίος απομακρύνεται. Το θέμα ως προς το κατά πόσο η τροποποίηση αφορά μη υφιστάμενο διάδικο ή κατά πόσο ήταν περίπτωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer), πρέπει να αποφασιστεί στη βάση του τι θα συμπεραίνει ένα λογικό άτομο, στη θέση του εναγομένου, που θα λάμβανε το κλητήριο.  Στην παρούσα υπόθεση ο λογικός και αντικειμενικός αναγνώστης της Παραπομπής και της εκθέσεως απαιτήσεως στο σύνολό τους θα αντιλαμβανόταν ότι η αγωγή - Παραπομπή - στρεφόταν κατά της οντότητας εκείνης που ήταν, κατά το νόμο υπεύθυνη για την καταβολή αποζημιώσεων. Αυτή η οντότητα ήταν ο προτεινόμενος διάδικος και οι εφεσίβλητοι απλώς περίγραψαν λανθασμένα το όνομά του. Το θέμα αφορά περίπτωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer). Η επίδικη προσθήκη μπορούσε να λάβει χώραν ακόμη και μετά την εκπνοή της προθεσμίας.  Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

2.  Ο Κ. 9(2) των Κανονισμών του 1956, με τον οποίο διέπεται η διαδικασία ενδιάμεσων αιτήσεων όπως η παρούσα, δεν απαιτεί αναφορά στη νομική βάση της αίτησης.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

3.  Αναφορικά με την τροποποίηση της δικογραφίας, έχει νομολογηθεί ότι:

α) Η τροποποίηση είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής.

β) Η καθυστέρηση είναι σχετικός παράγων σε αιτήσεις για τροποποίηση αλλά δεν είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας.

γ)  Η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.

δ) Κατά την εξέταση του παράγοντα της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά των μερών παρόλο που η ευθύνη [*1611]για τη διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος βαρύνει το Δικαστήριο.

     Στην παρούσα υπόθεση η στάση της εφεσείουσας κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου.  Διάδικος ο οποίος με τη στάση του υπονομεύει το δικαίωμα εκδίκασης μέσα σε εύλογο χρόνο δεν μπορεί να επικαλείται ένα τέτοιο δικαίωμα για να αντικρούσει αίτημα του αντιδίκου του για τροποποίηση.

4.  Η επίλυση του σημείου που εγέρθηκε στον λόγο έφεσης 4) ανωτέρω, δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό, ενόψει της κατάληξης ότι - πρόκειται για σφάλμα περί το όνομα (misnomer) - η οποία - κατάληξη - έχει σαν κύριο έρεισμα το περιεχόμενο των δικογράφων των εφεσιβλήτων.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124,

Paralimni Bus Co. Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 559,

Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513,

Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366,

Φοινιώτης ν. Greenmar (1989) 1(E) C.L.R. 33,

Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτική Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772,

Mabro v. Eagle Star and British Dominions Insurance Co. Ltd [1932] 1 K.B. 485,

Weldon v. Neal [1887) 19 Q.B.D. 394,

Lucy v. Henleys Telegraphic Works [1969] 3 All E.R. 456,

Liff v. Peasley a.o. [1980] 1 All E.R. 623,

Puetro Acevedo [1978] 1 Lloyd’s Rep. 38,

Mitchell v. Harris Engineering Co. Ltd [1967] 2 Q.B. 703,

[*1612]Ketteman a.o. v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38 (H.L.),

Davies v. Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All E.R. 672,

Singh v. Atombrook Ltd [1989] 1 All E.R. 385,

Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704,

Γραμμές Στρίντζη ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 607,

Astor Manufacturing v. A & G Leventis Co. (1993) 1 A.A.Δ. 726,

SABA & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 A.A.Δ. 426,

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,

Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 A.A.Δ. 364,

Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παραγρ. 35 [1989],

Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την απαλλοτριούσα αρχή κατά των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκαν στις 12/1/00 και 10/4/00 (Αρ. Παραπομπών 30/95 και 31/95) με τις οποίες χορήγησε τα αιτηθέντα στους εφεσίβλητους διατάγματα για τροποποίηση του τίτλου της Παραπομπής και της έκθεσης απαίτησης απορρίπτοντας τις ενστάσεις της αποζημιούσας αρχής.

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Κυπριανού με Μ. Χάσικο, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

[*1613]

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί.   Στρέφονται κατά ενδιάμεσων αποφάσεων Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) οι οποίες δόθηκαν σε αιτήσεις για τροποποίηση του τίτλου της Παραπομπής και της έκθεσης απαιτήσεως.

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις δύο εφέσεις είναι ταυτόσημα. Θα αναφερθούμε μόνο στα γεγονότα της Έφεσης 10719 (Παραπομπή 30/95).

Στις 17.1.1994 δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας η υπ’ αρ. 99 γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και στις 25.4.94 το υπ’ αρ. 1095 διάταγμα απαλλοτρίωσης που αφορούσε κτήμα της εφεσίβλητης. Ακολούθησε, στις 21.11.94, επιστολή των Ρ. Νικολαϊδη και Συνεργάτες (Κτηματικοί Σύμβουλοι) Λτδ προς την εφεσίβλητη με την οποία την πληροφορούσε ότι είχε εξουσιοδοτηθεί από την Απαλλοτριούσα Αρχή να διαπραγματευθεί μαζί της για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης την οποία, εκτίμησαν σε £3,750.  Ως Απαλλοτριούσα Αρχή, τόσο στη γνωστοποίηση όσο και στο διάταγμα απαλλοτρίωσης καθώς επίσης και στην επιστολή 21.11.94, αναφέρεται το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς.

Η εφεσίβλητη είσπραξε το ποσό των £3,750 που της προσφέρθηκε με επιφύλαξη του δικαιώματος να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης κάτι που έκαμε στις 28.4.95 με την καταχώριση της Παραπομπής με αρ. 30/95.

Στον τίτλο της ειδοποίησης Παραπομπής ως Αποζημιούσα Αρχή κατονομαζόταν το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς.

Στις 17.5.95 ο δικηγόρος του Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς καταχώρισε ειδοποίηση προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία τον ειδοποιούσε ότι η Αποζημιούσα Αρχή τον διόρισε όπως ενεργεί για λογαριασμό της. Ο τίτλος της ειδοποίησης είναι ακριβώς ο ίδιος με εκείνο της Παραπομπής. Επίσης ο Τύπος Διορισμού δικηγόρου φέρεται να έχει δοθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς.

Η έκθεση απαιτήσεως καταχωρήθηκε την 3.10.95. Στις 30.1.96 η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης της Αποζημιούσας Αρχής να καταχωρήσει έκθεση υπεράσπισης. Μετά από αριθμό αναβολών η αίτηση ορίσθηκε για απόδειξη στις 31.1.97  «εάν μέχρι τότε δεν καταχωρηθεί η υπεράσπιση». Η υπεράσπιση καταχωρήθηκε στις 23.12.96. Με την παραγ. 1 της υπεράσπισης η Αποζημιούσα Αρχή ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι η «οποιαδήποτε διαδικασία έπρεπε να εγερθεί κατά του Δήμου Αγλαντζιάς σαν νομικού προσώπου και όχι κατά του Δημοτικού Συμβουλίου το οποίο ενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο για λογαριασμό ουσιαστικά του Δήμου Αγλαντζιάς».

Νομικό έρεισμα της προδικαστικής ένστασης ήταν το άρ. 7* του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85).

Μετά την καταχώριση της υπεράσπισης η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 31.1.97 προς τον Πρωτοκολλητή ζήτησε όπως η Παραπομπή ορισθεί για ακρόαση. Η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση την 4.3.97 οπόταν αναβλήθηκε «εκ συμφώνου» στις 19.6.97.  Στις 19.6.97 ορίσθηκε «εκ συμφώνου» για μνεία στις 12.9.97. Την 5.9.97 το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς κατεχώρησε αίτηση για να προδικασθεί η πιο πάνω προδικαστική ένσταση του.

Η ένσταση της εφεσίβλητης καταχωρήθηκε στις 16.10.97.  Ωστόσο η αίτηση – ημερ. 5.9.97 – δεν φαίνεται να έχει εκδικασθεί. Μετά από 12 «εκ συμφώνου» αναβολές για μνεία οι οποίες άρχισαν στις 11.11.97 και τελείωσαν στις 18.5.99 ορίσθηκε – και πάλιν – «εκ συμφώνου» για μνεία στις 24.9.99.

Στο μεταξύ – στις 23.6.98 – η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της Παραπομπής «δια της απαλείψεως του ονόματος του καθ’ ου η αίτηση Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς» και αντικαταστάσεως του ως «Δήμου Αγλαντζιάς».

Η αίτηση ημερ. 23.6.98 απορρίφθηκε «εκ συμφώνου άνευ βλάβης» στις 26.11.98.

Η αίτηση αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας καταχωρήθηκε την 3.9.99. Ζητήθηκαν οι πιο κάτω θεραπείες:

«(α) Διάταγμα για τροποποίηση του τίτλου της Παραπομπής με [*1615]την προσθήκη του Δήμου Αγλαντζιάς σαν επιπρόσθετου καθ’ ου η αίτηση ώστε ο τίτλος της Παραπομπής όσον αφορά την Αποζημιούσα Αρχή να είναι ο ακόλουθος:

(1) Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς

(2) Δήμου Αγλαντζιάς.

(β)   Διάταγμα για τροποποίηση της παραγ. 2 της έκθεσης απαιτήσεως με την προσθήκη και του Δήμου Αγλαντζιάς μετά τις λέξεις ‘Του Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς’ ώστε ολόκληρη η παράγραφος 2 να είναι η ακόλουθη:

‘Η παρούσα Παραπομπή εγείρεται εναντίον του Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς και του Δήμου Αγλαντζιάς ως Απαλλοτριούσας και/ή Αποζημιούσας Αρχής’».

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση έγινε αναφορά στο πιο πάνω ιστορικό της διαδικασίας και στο ιστορικό της απαλλοτρίωσης. Σε σχέση με το τελευταίο υπογραμμίσθηκε ότι τόσο στην γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης όσο και στο διάταγμα απαλλοτρίωσης αναφερόταν ως Απαλλοτριούσα Αρχή το «Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς». Συναφώς έγινε αναφορά στην πιο πάνω επιστολή του oίκου Ρ. Νικολαϊδης και Συνεργάτες προς την εφεσίβλητη με την οποία ο εν λόγω οίκος την πληροφόρησε ότι «εξουσιοδοτήθηκε από την Απαλλοτριούσα Αρχή, δηλαδή το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς να διαπραγματευθεί για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, με ιδιωτική συμφωνία».

Στην ένορκη δήλωση τονίσθηκε, επίσης, ότι η μη καταχώριση και του Δήμου Αγλαντζιάς «ως καθ’  ου η αίτηση εξ αρχής»  οφείλεται σε τυπικό λάθος, η δε τυπική παράλειψη δεν ήτο παραπλανητική από πλευράς της αιτήτριας και δεν δημιουργεί εύλογη αμφιβολία για την ταυτότητα του αιτητή ή του καθ’ ου η αίτηση, και δεν θέτει τον τελευταίο σε μειονεκτική ή δυσμενέστερη θέση. Τέλος τονίσθηκε ότι καλόπιστα δεν προστέθηκε εξ υπαρχής ως διάδικος ο Δήμος Αγλαντζιάς γιατί ως Απαλλοτριούσα Αρχή παρουσιαζόταν το Συμβούλιο και αποδοχή της αίτησης δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα της καθ’ ης η αίτηση η οποία με την καταχώριση του σημειώματος εμφανίσεως θα έπρεπε να επισημάνει το πρόβλημα στον τίτλο της υπόθεσης και όχι να το εγείρει με τη μορφή προδικαστικής ένστασης. Αντίθετα, μη έγκριση του αιτήματος θα είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες για την εφεσίβλητη η οποία θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στην είσπραξη της αποζημίωσης που πιθανόν να της επιδικασθεί.

[*1616]Η Αποζημιούσα Αρχή στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση της, υποστήριξε ότι η αίτηση δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή γιατί:-

(1)   Με την προσθήκη νέου διαδίκου παραβιάζεται το άρθρο 8(1) (β) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983  (Ν 25/83) που τάσσει προθεσμία 75 ημερών για λήψη νομικών διαβημάτων κάτι που επηρεάζει ανεπανόρθωτα τα κεκτημένα δικαιώματα του Δήμου.

(2)   Δεν είναι νομότυπη λόγω του ότι δεν βασίζεται, όπως θα έπρεπε, στη Δ.9 θ.10 και 11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(3)   Επιφέρει καθυστέρηση στη διαδικασία λόγω του χρόνου καταχώρισης της. Το ότι το θέμα δεν εγέρθηκε με την καταχώριση του σημειώματος εμφανίσεως δεν είναι στοιχείο που επηρεάζει το δικαίωμα της καθ’  ης να το εγείρει με την υπεράσπιση της και με τον τρόπο που το ήγειρε.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε τα αιτηθέντα διατάγματα.   Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο της ένστασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

«Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν 111/85) ο Δήμος που συστάθηκε δυνάμει του εν λόγω νόμου και το Δημοτικό του Συμβούλιο είναι το θεσμοθετημένο όργανο μέσω του οποίου διοικείται ο δήμος και το οποίο ασκεί τις εξουσίες με τις οποίες ο δήμος είναι περιβεβλημένος δυνάμει του νόμου (άρθρο 11, Ν 111/85). Η εξουσία επομένως για απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Ν 15/62, ανήκει στο δήμο ο οποίος την ασκεί μέσω του Συμβουλίου του και επ’ αυτού, κατά την άποψη μου, δεν χωρεί καμιά αμφισβήτηση. Συνακόλουθα μόνο ‘ο δήμος’, ως νομικό πρόσωπο, μπορεί να ενάγει ή να ενάγεται την δε εκπροσώπηση του ενώπιον των Δικαστηρίων και οιασδήποτε αρχής της Δημοκρατίας την έχει, σύμφωνα με το άρθρο 46(1) του Ν 111/85, ο δήμαρχος και όχι το Δημοτικό Συμβούλιο.  Καθίσταται, κατά συνέπεια, πρόδηλο ότι η αιτήτρια θα έπρεπε να στραφεί εναντίον του Δήμου Αγλαντζιάς για διεκδίκηση των δικαιωμάτων της σαν αποτέλεσμα της γενόμενης απαλλοτρίωσης και όχι του Δημοτικού Συμβουλίου, κατάληξη που καθιστά αναγκαία την σκοπούμενη τροποποίηση προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εκδίκαση των μεταξύ των διαδίκων επιδίκων θεμάτων που εγείρονται στη διαδικασία.

[*1617]Το ερώτημα που τώρα εγείρεται, είναι κατά πόσο έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης θάχε σαν αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 8(1) (β) του Ν 25/83 που τάσσει αποκλειστική προθεσμία 75 ημερών εντός της οποίας ο ιδιοκτήτης της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας θα πρέπει να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Lanitis Farm Ltd v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 124 και Paralimni Bus Co. Ltd v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 559 στις οποίες είχε απορριφθεί αίτημα για προσθήκη διαδίκου γιατί θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Κατέληξε ως εξής:

«Τα γεγονότα, όμως, της υπό εξέταση υπόθεσης παρουσιάζουν μια ιδιάζουσα ιδιομορφία και διαφοροποιούνται απ’ αυτά των πιο πάνω υποθέσεων. Στην παρούσα δεν σκοπείται η προσθήκη διαδίκου προσώπου άσχετου με τον υφιστάμενο διάδικο.   Ό,τι στην πραγματικότητα σκοπείται είναι η συμμετοχή στη διαδικασία ως διαδίκου του Δήμου Αγλαντζιάς που είναι ο ορθός διάδικος, ως το νομικό πρόσωπο, τις εξουσίες και τη διοίκηση του  οποίου ασκεί ‘ο υφιστάμενος διάδικος’ που είναι το θεσμοθετημένο όργανο του. Η μη συμπερίληψη του Δήμου ως διαδίκου στη διαδικασία είναι αποτέλεσμα και των ενεργειών του Συμβουλίου το οποίο, με τη γνωστοποίηση και το διάταγμα απαλλοτρίωσης ως και με την επιστολή ημερ. 21.11.94 των κτηματικών του συμβούλων, δημιούργησε την λανθασμένη εντύπωση στην αιτήτρια ότι στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων της θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του και όχι του Δήμου.   Κατ’ ακολουθία δεν μπορεί, κατά την άποψη μου, να επικαλείται το ‘λάθος’ της αιτήτριας που δημιουργήθηκε και με δικές του ενέργειες ως εμπόδιο για τις σκοπούμενες τροποποιήσεις κατ’ επίκληση της αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 8(1) (β) του Ν 25/83.

Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγω, ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις μπορούν να γίνουν και περαιτέρω αυτές είναι αναγκαίες για να μπορέσει το Δικαστήριο αποτελεσματικά και με πληρότητα να αποφασίσει και επιλύσει τα εγειρόμενα στη διαδικασία ζητήματα.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο λόγο της ένστασης. Καθοδηγούμενο από τα νομολογηθέντα στην Metroinvest Ansalt and Others v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513 τα οποία υιοθετήθηκαν στην Wunderlich κ.α. ν. Πανα[*1618]γιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 έκρινε ότι η «μη συμπερίληψη στη νομική βάση της αίτησης της Δ.9 θ.10 αποτελεί μη συμμόρφωση στους θεσμούς και συγκεκριμένα προς τις επιταγές της Δ.48 θ.1 και δεν πρόκειται για ουσιώδη ή θεμελιώδη παράλειψη ή παραβίαση βασικών νομικών αρχών». «Επομένως – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – πρόκειται για θεραπεύσιμη παρατυπία που θα μπορούσε να θεραπευθεί με τη λήψη δικονομικού διαβήματος από την αιτήτρια». Η «μη λήψη τέτοιων διαβημάτων και η απουσία σχετικής αίτησης – υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να προβεί το ίδιο στη λήψη μέτρων παραμερισμού της με βάση τη Δ.64  θ.2 ακόμη και στο στάδιο της απόφασης». Συνακόλουθα – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «η διακριτική ευχέρεια θα ασκηθεί και ασκείται, προς αυτή την κατεύθυνση και εκδίδεται διάταγμα άρσης της παρατυπίας με την προσθήκη, αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης στη νομική βάση της αίτησης της Δ.9 θ.10 από τον συνήγορο της αιτήτριας ιδιοχείρως».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και το μέρος της ένστασης της Αποζημιούσης Αρχής που σχετιζόταν με την καθυστέρηση. Αφού έκαμε αναφορά στις θέσεις της νομολογίας που διέπουν την τροποποίηση της δικογραφίας με παραπομπή στην Φοινιώτης ν. Greenmar (1989) 1 C.L.R. (E) 33 και Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτική Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772, κατέληξε ως εξής:

«Στην προκειμένη υπόθεση πράγματι υπήρξε αρκετή καθυστέρηση στην καταχώριση της εξεταζόμενης αίτησης, η οποία όμως, καταχωρήθηκε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης. Παρόλη όμως την καθυστέρηση και ανεξάρτητα αν αυτή είναι αποτέλεσμα αμέλειας εκ μέρους της αιτήτριας δεν εντοπίζεται να επέφερε αδικία στην άλλη πλευρά και έχοντας υπόψη αυτό το στοιχείο ως επίσης και τις πιο πάνω νομολογημένες αρχές και ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη ότι μπορεί να υπάρξει αποζημίωση με την επιδίκαση εξόδων κρίνω ότι η καθυστέρηση αφ’ αυτής δεν μπορεί να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση υιοθέτησης της αυστηρής θέσης με απόρριψη της αίτησης.

Έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξεταζόμενης περίπτωσης και αφού έχει εξετασθεί κάθε στοιχείο που συνθέτει την υπόθεση με την παράθεση των νομικών αρχών που εφαρμόζονται με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι οι σκοπούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες και ότι αυτές δεν θα επηρεάσουν δυσμενώς τη θέση της καθ’ ης η αίτηση, καταλήγω ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί, και ασκείται προς την κατεύθυνση αποδοχής της αίτησης.

Για όλα τα πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα ως η παρ. 1 και 2 αυτής.»

Η έφεση.

Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης από την Αποζημιούσα Αρχή σε σχέση με την κάθε μια από τις πιο πάνω καταλήξεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας – Αποζημιούσας Αρχής - (η εφεσείουσα) υποστήριξε ότι με την επίδικη προσθήκη παραβιάζεται η αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 8(2)* του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν 15/62) το οποίο έχει εισαχθεί με το άρθρο 4 του πιο πάνω Νόμου 25/83. Από την στιγμή – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – που οι εφεσίβλητοι δεν κατεχώρησαν εμπρόθεσμα την Παραπομπή εντός 75 ημερών, όπως προνοεί το πιο πάνω άρθρο 8(2) για να μπορέσει το Δικαστήριο να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης δεν μπορεί να στερηθεί η εφεσείουσα του δικαιώματος παραγραφής. Συναφώς ο κ. Κληρίδης έκαμε αναφορά στην Mabro v. Eagle Star and British Dominions Insurance Co. Ltd [1932] 1 K.B. 485 στην οποία έχει αποφασιστεί ότι τα δικαστήρια αρνούνται να επιτρέψουν την προσθήκη διαδίκου ή βάσης αγωγής αν η προσθήκη θα ανατρέψει την υπεράσπιση που προβλέπεται από τον περί Παραγραφής Νόμο*.

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής – υπέδειξε ο κ. Κληρίδης – παρουσιάζουν μια ιδιάζουσα ιδιομορφία είναι λανθασμένο «αφού δεν του δίνει στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα να παρεκκλίνει από τις πρόνοιες του Νόμου. Λανθασμένο – σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη – είναι και το εύρημα ότι σκοπείται η προσθήκη διαδίκου που δεν είναι πρόσωπο άσχετο με τον υφιστάμενο διάδικο «γιατί παρεκκλίνει από το γράμμα του Νόμου αφού ο Νόμος δεν διακρίνει ανάμεσα σε πρόσωπα άσχετα με τον υφιστάμενο διάδικο και μη».  Ο νέος διάδικος είναι άλλος ξεχωριστός διάδικος.  Η προθεσμία – κατέληξε ο κ. Κληρίδης – που τάσσει ο Νόμος 25/83 με το άρθρο 8(2) είναι επιτακτική, ουσιαστική και καθοριστική και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία από το Νόμο να παρατείνει την προθεσμία αυτή «ούτε και με τον τρόπο αυτό της άδειας για τροποποίηση».

Από την άλλη ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υπέβαλε ότι οι τελευταίες είχαν ενεργήσει καλόπιστα λόγω του ότι ήταν το Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς που είχε ενεργήσει ως «Απαλλοτριούσα Αρχή». Υπέβαλε περαιτέρω ότι «λάθος στην περιγραφή του ονόματος» δικαιολογεί προσθήκη νέου εναγομένου έστω και μετά την παρέλευση της προθεσμίας.

Ο κανόνας περί ανατροπής της προθεσμίας είχε τεθεί για πρώτη φορά στην Weldon v. Neal [1887] 19 Q.B.D. 394* και εκτότε υιοθετήθηκε επανειλημμένα (Βλ. Mabro, πιο πάνω, Lucy v. Henleys Telegraphic Works [1969] 3 All E.R. 456, και Liff v. Peasley and Another [1980] 1 All E.R. 623).

Πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι ο σχετικός κανόνας δεν έχει τύχει καθολικής αποδοχής από τους ’Αγγλους Δικαστές. Αμφισβητήθηκε έντονα από τον Lord Denning M.R. στην απόφαση μειοψηφίας που έδωσε στην υπόθεση Lucy (πιο πάνω) σελ. 463, όπου τόνισε:

«Η υπόθεση Mabro ήταν απόφαση δύο Λόρδων Δικαστών και δεν δεσμεύει αυτό το Δικαστήριο. Αποφασίστηκε πριν από 37 χρόνια. Η πρακτική έχει έκτοτε μεταβληθεί σε μεγάλο βαθμό.  Δεν είναι σωστό να λέγεται ότι ο εναγόμενος έχει ‘κεκτημένο δικαίωμα’ να επωφελείται από τον περί Παραγραφής Νόμο.  Ο νόμος δεν παρέχει οποιαδήποτε δικαιώματα στον εναγόμενο.  Επιβάλλει μόνο προθεσμία στον ενάγοντα.  Εφόσον καταχωρεί την αγωγή εντός της καθορισμένης προθεσμίας, ή εντός οποιασδήποτε επιτρεπόμενης παράτασης της, τότε έστω και αν η αγωγή είναι πλημμελής κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις οι οποίες επιτρέπονται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς και απαιτούνται από την δικαιοσύνη της υπόθεσης. και εφόσον γίνει η τροποποίηση, το τροποποιηθέν κλητήριο ομιλεί από την ημερομηνία της αρχικής έκδοσης του και όχι από την ημερομηνία της τροποποίησης. Το ελάττωμα θεραπεύεται και η αγωγή καταχωρείται εμπρόθεσμα. Δεν παραγράφεται από το Νόμο.  Αυτό φαίνεται από την τριλογία των υποθέσεων Pontin v. Wood [1962] 1 All E.R. 294, 297, Mitchell v. Harris Engineering Co. Ltd [1967] 2 Q.B. 703 και Chatsworth Investments Ltd v. Cussins (Contractors) Ltd [1969] 1 All E.R. 143.»*

Στην The Puerto Acevedo [1978] 1 Lloyd΄s Rep. 38 το Αγγλικό Εφετείο με απόφαση του Lord Denning, M.R., επέτρεψε την προσθήκη εναγομένου μετά την εκπνοή της προθεσμίας. Επρόκειτο για μονομερή διαδικασία. Το άφησε ανοικτό για τους νέους εναγομένους να εγείρουν το θέμα της προθεσμίας μετά την επίδοση της δικογραφίας. Ο Lord Denning, M.R. επανέλαβε τις θέσεις που είχε διατυπώσει στην υπόθεση Lucy (πιο πάνω) και πρόσθεσε:

«Η Δ.15 θ.6 δίδει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί στην προσθήκη εναγομένου. Εκείνη η διακριτική ευχέρεια επεκτείνεται και στην περίπτωση όπου από την  πρώτη όψη του πράγματος η περίοδος παραγραφής ενός έτους δυνάμει των κανόνων της Χάγης έχει εκπνεύσει. Αν η δικαιοσύνη το απαιτεί ο πρόσθετος εναγόμενος μπορεί να συνενωθεί έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα στερηθεί της παραγραφής δυνάμει των Κανόνων της Χάγης. Θα επαναλάβω επί του προκειμένου αυτά που είπα στην Lucy v. Henleys (1970) 1 Q.B. 393 στις σελ.404-405».**

Στην Mitchell v. Harris Engineering Co. Ltd [1967] 2 Q.B. 703, 718 ο Lord Denning, M.R. διατύπωσε την άποψη ότι ο περί Παραγραφής Νόμος δεν δίδει δικαιώματα στον εναγόμενο.  Επιβάλλει προθεσμία στον ενάγοντα. Στην ίδια υπόθεση ο Russel L.J. ανέφερε – στη σελ. 721 – ότι ο κανόνας που αποκλείει την τροποποίηση είναι κανόνας πρακτικής και δεν έχει λεχθεί ποτέ ότι θα ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιτραπεί η τροποποίηση*.

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ο εναγόμενος δεν έχει απόλυτο δικαίωμα να εγείρει σε οποιοδήποτε στάδιο επιθυμεί την υπεράσπιση της παραγραφής και δεν υπάρχει κανόνας πρακτικής που επιτρέπει την έγερση της σχετικής υπεράσπισης με τροποποίηση στο τέλος της δίκης και ότι το όλο ζήτημα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικαιοσύνη της υπόθεσης (Ketteman and Others v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38 (H.L.))**.

Βλέπουμε, επομένως, ότι ο σχετικός κανόνας πρακτικής δεν είναι άκαμπτος και δεν έχει τύχει γενικής αποδοχής. Ωστόσο δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω η εμβέλεια του σχετικού κανόνα. Θα προσεγγίσουμε το θέμα από άλλη οπτική γωνία. Η υιοθέτηση τέτοιας πορείας καθίσταται επιτρεπτή από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπως έχουν παρατεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 2-4).

Στην Davies v. Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All E.R. 672 έχει διατυπωθέι η θέση ότι ο κανόνας της υπόθεσης Mabro (πιο πάνω) αποτρέπει την τροποποίηση αν η τροποποίηση συνεπάγεται την προσθήκη διαδίκου και όχι την απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer).  Έχει, επίσης, διατυπωθεί η θέση ότι ο σχετικός κανόνας εφαρμόζεται και στην περίπτωση υποκατάστασης διαδίκου σε αντικατάσταση διαδίκου ο οποίος απομακρύνεται.  Ωστόσο αν με την προτιθέμενη προσθήκη δεν σκοπείται η προσθήκη ή υποκατάσταση διαδίκου αλλά η απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer) αυτή μπορεί να επιτραπεί αν η ουσία της υπόθεσης δικαιολογεί μια τέτοια πορεία*.

Θέτουμε επομένως το ερώτημα που τέθηκε στην Davies (πιο πάνω): «Αποτελεί η περίπτωση αυτή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer);» (“Is this the mere correction of a misnomer?).

Θα παραθέσουμε πρώτα τα γεγονότα της Davies (πιο πάνω):

Στην  υπόθεση εκείνη είχε εκδοθεί κλητήριο ένταλμα εναντίον των Elsby Brothers (a firm). Στη συνέχεια  μετά την εκπνοή της περιόδου της παραγραφής το κλητήριο ένταλμα τροποποιήθηκε με τη διαγραφή του όρου (a firm) και την προσθήκη της λέξης “Ltd”.   Η αγωγή αφορούσε δυστύχημα στο οποίο είχε εμπλακεί ο ενάγων ο οποίος ήταν υπάλληλος τόσο του οίκου Elsby Brothers όσο και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης η οποία ενεγράφη μεταγενέστερα. Στο κλητήριο δεν αναφερόταν η ημερομηνία του δυστυχήματος και έτσι ήταν αδύνατο να διακριβωθεί από το κλητήριο κατά πόσο ο ενάγων είχε πρόθεση να εναγάγει μια νομική οντότητα, τον οίκο, ή μια άλλη νομική οντότητα, την εταιρεία. Κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτό ήταν μοιραίο για την εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο.

Ο Devlin, L.J. πραγματεύθηκε το ζήτημα λέγοντας ότι το κατά πόσο ένα κλητήριο απευθυνόταν σε ένα μη υφιστάμενο διάδικο ή κατά πόσο ήταν περίπτωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer) ή κακής περιγραφής πρέπει να αποφασιστεί στη βάση του τί θα συμπαιράνει ένα λογικό άτομο, στη θέση του εναγομένου, που θα λάμβανε το κλητήριο. Είπε στη σελ. 676:

“In English law as a general principle the question is not what the writer of the document intended or meant, but what a reasonable man reading the document would understand it to mean; and that is the test which ought to be applied as a general rule in cases of misnomer – which may embrace a number of other situations apart from misnomer on a writ, for example mistake as to identity in the making of a contract. The test must be:  How would a reasonable person receiving the document take it? If, in all the circumstances of the case and looking at the document as a whole, he would say to himself: ‘Of course it must mean me, but they have got my name wrong’, then there is a case of mere misnomer.  If, on the other hand, he would say: ‘I cannot tell from the document itself whether they mean me or not and I shall have to make inquires’, then it seems to me that one is getting beyond the realm of misnomer.”

Σε μετάφραση:

«Στο Αγγλικό Δίκαιο σαν θέμα γενικής αρχής το ζήτημα δεν εί[*1625]ναι τί σκόπευε ή εννοούσε ο συγγραφέας του εγγράφου αλλά το πώς ένας λογικός άνθρωπος που διαβάζει το έγγραφο θα αντιλαμβανόταν το νόημα του και εκείνο είναι το κριτήριο που πρέπει σαν θέμα γενικού κανόνα να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ‘σφάλματος περί το όνομα’ (misnomer) – το οποίο μπορεί να περιλάβει αριθμό άλλων καταστάσεων εκτός από ‘σφάλμα περί το όνομα’ (misnomer) στο κλητήριο, για παράδειγμα λάθος ως προς την ταυτότητα κατά τον καταρτισμό μιας συμφωνίας.  Το κριτήριο πρέπει να είναι: πως θα εκλάβει το έγγραφο ένα λογικό πρόσωπο που το παραλαμβάνει.   Αν κάτω από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και εξετάζοντας το έγγραφο στο σύνολο του θα πεί στον εαυτό του: ‘Σίγουρα πρέπει να εννοεί εμένα, αλλά έχουν γράψει το όνομα μου λανθασμένα’ τότε έχουμε την περίπτωση απλού ‘σφάλματος περί το  όνομα’ (misnomer).   Αν, από την άλλη, θα πεί:  ‘..... από αυτό τούτο το έγγραφο δεν μπορώ να πω κατά πόσον εννοούν εμένα ή όχι και πρέπει να διερευνήσω το θέμα’ τότε μου φαίνεται ότι ξεφεύγουμε από τα όρια του ‘σφάλματος περί το όνομα’ (misnomer)”.

Στη συνέχεια ο Lord Devlin ασχολήθηκε με τα γεγονότα της υπόθεσης. Λόγω της απουσίας της ημερομηνίας του επίδικου δυστυχήματος έκρινε ότι θα ήταν αδύνατο για ένα αντικειμενικό άτομο να γνωρίζει ή να είναι βέβαιο από το κλητήριο κατά πόσο ο ενάγων είχε πρόθεση να εναγάγει τον οίκο ή την εταιρεία.  Έπρεπε να είχε κάμει έρευνες ως προς το πότε είχε λάβει χώραν το επίδικο δυστύχημα. Έκρινε, επομένως, ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer).

Στην Singh v. Atombrook Ltd [1989] 1 All E.R. 385 η ενάγουσα ήταν διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Τον Ιούνιο του 1984 ο σύζυγος της επισκέφθηκε τα υποστατικά ενός ταξιδιωτικού πράκτορα που εμπορευόταν με το όνομα “Sterling Travel” στην οδό Rubert, στο Λονδίνο. Αγόρασε αεροπορικά εισητήρια για μια πτήση προς την Νέα Υόρκη της συζύγου του και των δύο παιδιών τους.  Λόγω του θανάτου του η πτήση δεν πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1984.  Η κόρη του επέστρεψε τα εισιτήρια στο “Sterling Travel” και πήρε διαβεβαιώσεις ότι θα τους επιστρεφόταν το αντίτιμο τους. Το “Sterling Travel” δεν ανταποκρίθηκε και έγιναν επανειλημμένες έρευνες και γράφτηκαν επιστολές από τους ενάγοντες και τον δικηγόρο τους. Στα αρχικά στάδια η ανταπόκριση στις επιστολές προς το “Sterling Travel” έγινε με μερικά τηλεφωνήματα. Επομένως οι επιστολές λήφθηκαν και δόθηκαν καθυσηχαστικές διαβεβαιώσεις. Ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε η αξίωση της ενάγουσας. Στη συνέχεια το “Sterling Travel” μετακι[*1626]νήθηκε σε άλλη διεύθυνση.  Την 4.6.1987 η ενάγουσα καταχώρισε αγωγή εναντίον του “Sterling Travel (a firm)” στην οδό Rupert. Το κλητήριο ταχυδρομήθηκε στην πιο πάνω οδό. Ο εναγόμενος δεν εμφανίσθηκε και εκδόθηκε απόφαση στην απουσία του. Λήφθηκαν μέτρα για εκτέλεση της απόφασης. Στις 24.8.1987 η εταιρεία Air Travel Services Ltd έστειλε τηλεμύνημα στους δικηγόρους της ενάγουσας. Τους πληροφόρησε ότι μόλις είχαν λάβει το ένταλμα εκτέλεσης. Τους πληροφόρησε, επίσης, ότι δεν υπήρχε οίκος με το όνομα  “Sterling Travel”. Υπήρχε μια εταιρεία με το όνομα Atombrook Ltd η οποία ήταν συνδεδεμένη εταιρεία με την εταιρεία United Air Travel Services Ltd, και η Atombrook Ltd ήταν η ιδιοκτήτρια της “Sterling Travel”. Σημειώθηκαν ανεπιτυχείς διαδικασίες εκτέλεσης γιατί ο επί της εκτέλεσης λειτουργός δεν μπορούσε να βρει οποιονδήποτε που εμπορευόταν με το όνομα “Sterling Travel” στην οδό Rupert. Στις 25.11.1987 ο εναγόμενος – η εταιρεία  Atombrook Ltd – ζήτησε τον παραμερισμό της απόφασης γιατί είχε ληφθεί «αντικανονικά». Το πρωτόδικο δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση με τον όρο να κατατεθεί στο δικαστήριο το ποσό της απόφασης. Ο εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση.  Υπέβαλε, ανάμεσα σ’  άλλα, ότι το κλητήριο είχε εκδοθεί εναντίον μη υφιστάμενου προσώπου εφόσον δεν υπήρχε οίκος με το όνομα “Sterling Travel”. Το Εφετείο σημείωσε ότι αυτό ήταν παραδεκτό αλλά παραμένει ανοικτό το θέμα κατά πόσο επρόκειτο για διαδικασία που εκδόθηκε εναντίον κάποιου που ορθά μπορεί να περιγραφεί ως μη υφιστάμενος, ή απλώς εναντίον ενός εναγομένου του οποίου το όνομα έχει περιγραφεί λανθασμένα (“who has been misnamed or misdecribed). Στη συνέχεια ο Kerr, L.J., παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Devlin, L.J., στην Davies (πιο πάνω) και κατέληξε ως εξής:

“Of course, in the present case there was never the slightest doubt in the mind of the defendant that the plaintiff intended to sue it and that it was the person with whom this case was concerned. From start to finish it knew that perfectly well, and in my judgment it was taking steps throughout to avoid the pursuit of this claim against it. Undaunted, however, counsel for the defendant said that this still left it open for an objective person to have construed the writ in a different way. He was suggesting, though I find it impossible to follow the argument in full or to accept it, that an objective person, although knowing all the facts which the defendant knew, might still have thought that this plaintiff intended to sue a firm called Sterling Travel which might be an existing entity, or something of that kind. That is fanciful and I reject it. The matter is put beyond doubt by a further decision of this court in Whittam v. W J Daniel & Co Ltd [1961] 3 All E.R. [*1627]796, [1962] 1 QB 271. In that case a limited company was sued within the limitation period but without adding the word “Limited”, and therefore appeared to have been sued in the name of a firm. The court allowed the word “Limited” to be added after the limitation period had expired, and distinguished Davies v. Elsby Bros Ltd [1960] 3 All E.R. 672, [1961] 1 WLR 170.  Donovan LJ quoted the test of Devlin, LJ to which I have referred and said [1961] 3 All E.R. 796 at 799, [1962] 1 QB 271 at 277):

‘Applying that test, there could have been no doubt in the mind of the defendants when they got the writ that it was they whom the plaintiff intended to sue and that she had simply got the name wrong.’

Danckwerts LJ said that the case was plainly distinguishable from Davies v. Elsby Bros Ltd because:

‘…. in the present case there is no other entity to which the description in the writ could be taken to refer.’

(See (1961) 3 All E.R. 796 at 802, (1962) 1 QB 271 at 282.)

He went on:

‘On the other hand, counsel for the defendant΄s argument is that it is a description which describes nothing and, therefore, is an action against nobody, and, therefore, it would be improper and against the rules to put in the defendants in place of a person which did not exist. I cannot accept that argument. It seems to me that this is a case in which the description could only refer to the defendants and would not be taken by any reasonable person to refer to anybody but the defendants.’

That authority applies precisely to the present case. 

…………………………………………………………………

I would dismiss this appeal.”

Σε μετάφραση:

«Βέβαια στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε ποτέ η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του εναγομένου ότι ο ενάγων είχε πρόθεση να τον εναγάγει και ότι ήταν το πρόσωπο με το οποίο σχετι[*1628]ζόταν η υπόθεση αυτή. Από την αρχή μέχρι το τέλος το γνώριζε πολύ καλά και κατά την κρίση μου λάμβανε συνέχεια μέτρα να αποφύγει την προώθηση αυτής της αξίωσης εναντίον του. Ωστόσο ο συνήγορος του εναγομένου ήταν απτόητος.   Ανέφερε ότι αυτό το θέμα παρέμενε ανοικτό για ένα αντικειμενικό πρόσωπο να είχε ερμηνεύσει το κλητήριο με διαφορετικό τρόπο. Παρόλο ότι το βρίσκω αδύνατο να παρακολουθήσω την επιχειρηματολογία του πλήρως ή να την αποδεχθώ, πρότεινε ότι ένα αντικειμενικό πρόσωπο αν και γνώριζε όλα τα γεγονότα τα οποία γνώριζε ο εναγόμενος θα νόμιζε ότι αυτός ο ενάγων είχε πρόθεση να εναγάγει ένα οίκο που ονομάζεται Sterling Travel που μπορούσε να είναι μια υφιστάμενη οντότητα ή κάτι παρόμοιο με αυτό. Αυτό είναι παράδοξο και το απορρίπτω.     Το θέμα αυτό έχει τεθεί πέρα από κάθε αμφιβολία από άλλη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Whittam v. W. J. Daniel & Co. Ltd [1961] 3 All E.R. 796 [1962] 1 Q.B. 271. Σε εκείνη την υπόθεση καταχωρήθηκε αγωγή εναντίον μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εντός της περιόδου της παραγραφής αλλά χωρίς την προσθήκη της λέξης «Ltd» και επομένως φαινόταν ότι καταχωρήθηκε αγωγή στο όνομα ενός οίκου. Το δικαστήριο επέτρεψε την προσθήκη της λέξης “Ltd” μετά την εκπνοή της περιόδου της παραγραφής και διέκρινε την Davies v. Elsby Bros Ltd [1960] 3 All E.R. 672 [1961] W.L.R. 170. Ο Donovan L.J. αναφέρθηκε στο κριτήριο του Devlin L.J., στο οποίο έχω αναφερθεί, και είπε [1961] 3 All E.R. 796, 799, [1962] 1 Q.B. 271, 277:

‘Εφαρμόζοντας εκείνο το κριτήριο δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό των εναγομένων όταν έλαβαν το κλητήριο ότι ήταν εκείνοι τους οποίους ο ενάγων είχε πρόθεση να εναγάγει και ότι απλώς είχε γράψει το όνομα λανθασμένα.’

Ο Danckwerts L.J. είπε ότι εκείνη η υπόθεση ήταν ξεκάθαρα διακριτέα από την Davies v. Elsby Bros Ltd γιατί:

‘.... στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει άλλη οντότητα με την οποία η περιγραφή στο κλητήριο μπορούσε να εκληφθεί ότι αναφερόταν’

(Βλ. [1961] 3 All E.R. 796, 802, [1962]) 1 Q.B. 271, 282).

Και συνέχισε:

‘Από την άλλη η επιχειρηματολογία του συνήγορου των εναγομένων είναι ότι πρόκειται για περιγραφή που δεν περιγρά[*1629]φει τίποτε και, επομένως, πρόκειται για αγωγή εναντίον ουδενός και επομένως δεν θα ήταν σωστό και θα ήταν εναντίον των θεσμών να μπούν οι εναγόμενοι στη θέση προσώπου που δεν υφίσταται. Δεν δέχομαι αυτό το επιχείρημα.  Μου φαίνεται ότι αυτή είναι υπόθεση στην οποία η περιγραφή μπορούσε μόνο να αναφέρεται στους εναγομένους και δεν μπορούσε να εκληφθεί από ένα λογικό πρόσωπο να αναφέρεται σε οποιοδήποτε άλλο από τους εναγομένους’.

Εκείνη η αυθεντία εφαρμόζεται πλήρως στην παρούσα υπόθεση.

.........................................................................................

Θα απέρριπτα την έφεση.»

Λαμβάνουμε υπόψη το περιεχόμενο των δικογράφων – της Παραπομπής και της έκθεσης απαιτήσεως – των εφεσιβλήτων στο σύνολό τους. Πρόσθετα λαμβάνουμε υπόψη ότι ο προτεινόμενος εναγόμενος ήταν υφιστάμενος καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους – τόσο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης όσο και κατά το χρόνο της αγωγής και της επίδικης τροποποίησης. Σημειώνουμε ότι στον τίτλο της Παραπομπής και της έκθεσης απαιτήσεως φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αξίωση για αποζημιώσεις στρέφεται κατά της «Αποζημιούσης Αρχής».

Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως πρόθεση των εφεσιβλήτων ήταν να εναγάγουν την οντότητα εκείνη η οποία είναι κατά  το νόμο υπεύθυνη για την καταβολή των επιδίκων αποζημιώσεων. Η οντότητα εκείνη είναι ο προτεινόμενος διάδικος. Έχουμε, επίσης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προτεινόμενος διάδικος δεν είχε ποτέ αμφιβολία ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πρόθεση να τον εναγάγουν. Ούτε είχε αμφιβολία ότι ήταν η οντότητα με την οποία σχετιζόταν η υπόθεση αυτή. Αυτά τα συμπεράσματα είναι τα μόνα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από μια ανάγνωση της Παραπομπής και της έκθεσης απαιτήσεως στο σύνολο τους. Οποιοσδήποτε λογικός και αντικειμενικός αναγνώστης του κλητηρίου – εδώ της Παραπομπής – και της έκθεσης απαιτήσεως στο σύνολο τους θα αντιλαμβανόταν ότι η αγωγή – Παραπομπή – στρεφόταν κατά της οντότητας εκείνης που ήταν, κατά  το νόμο, υπεύθυνη για την καταβολή των αποζημιώσεων. Όπως έχουμε υποδείξει αυτή η οντότητα ήταν ο προτεινόμενος διάδικος και ότι απλώς περίγραψαν λανθασμένα το όνομα του. Η Αποζημιούσα Αρχή στον τίτλο της Παραπομπής δεν μπορούσε να ήταν άλλη από τον προτεινόμενο διάδι[*1630]κο και δεν μπορούσε να εκληφθεί από οποιοδήποτε λογικό άτομο ότι αναφέρεται σε οποιοδήποτε άλλο εκτός από τον προτεινόμενο διάδικο. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι πρόκειται σαφώς για περίπτωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer). Η επίδικη προσθήκη μπορούσε να λάβει χώραν ακόμη και μετά την εκπνοή της προθεσμίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν προβεί στην υποκατάσταση του υφιστάμενου διαδίκου με τον προτεινόμενο διάδικο είναι χωρίς σημασία. Με την επίδικη προσθήκη έχουν καταστεί δύο οντότητες ως διάδικοι. Εναπόκειται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ποιά από τις δυο θα αποζημιώσει τους εφεσίβλητους.

Πριν εγκαταλείψουμε το συγκεκριμένο λόγο της έφεσης θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η ένσταση στην παρούσα διαδικασία έχει καταχωρηθεί εκ μέρους της Αποζημιούσας Αρχής. Αυτός ο παράγοντας ενδυναμώνει το πιο πάνω συμπέρασμα μας ότι η μη αρχική καταχώριση της Παραπομπής εναντίον του προτεινόμενου διαδίκου οφείλεται σε «σφάλμα περί το όνομα» (misnomer). Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα και εφόσον η αίτηση για τροποποίηση δεν επιδόθηκε στον προτεινόμενο διάδικο αλλά στον δικηγόρο της Αποζημιούσας Αρχής, ένας θα ανέμενε ότι ο προτεινόμενος διάδικος δεν θα προέβαλλε ένσταση στην αίτηση αλλά θα επικαλείτο την υπεράσπιση της παραγραφής μετά την προσθήκη του και την επίδοση σ’ αυτόν της δικογραφίας. Εφόσον, όμως, έχει κριθεί ότι πρόκειται για «σφάλμα περί το όνομα» (misnomer) δεν μπορεί να την επικαλεσθεί στο μέλλον.

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο η μη συμπερίληψη της Δ.9  θ.10 στη νομική βάση της αίτησης θεωρήθηκε ως μη ουσιώδης ή θεμελιώδης παράλειψη έχει αμφισβητηθεί με τον επόμενο λόγο της έφεσης. Από τη στιγμή – υπέβαλε ο κ. Κληρίδης - που η εφεσείουσα ήγειρε θέμα στην ένορκη δήλωση της ότι η αίτηση δεν είναι νομότυπη τότε οι αιτητές είχαν καθήκον είτε να αποσύρουν την αίτηση είτε να ζητήσουν την τροποποίηση της. Η παρούσα αίτηση – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – στερείτο νομικής βάσης και στηριζόταν σε θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας εντελώς άσχετους που δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής και να της παράσχουν το ορθό νομικό υπόβαθρο. Με την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου – κατέληξε ο κ. Κληρίδης – επετράπη η προσθήκη νέου διάδικου στην διαδικασία ο οποίος θα υπέχει θέση αρχικού διαδίκου όπως προνοείται από την Δ.9  θ.10 και 11 η οποία δεν αποτελεί νομικό υπόβαθρο της παρούσας αίτησης. Επομένως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί το αίτημα για την προσθήκη νέου διαδίκου.

Η εισήγηση του κ. Κληρίδη παραγνωρίζει μια σημαντική παράμετρο. Πρόκειται για Παραπομπή καθορισμού των αποζημιώσεων λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η διαδικασία της Παραπομπής διέπεται από τους περί Δικαστηρίων Καθορισμού Αποζημιώσεων Κανονισμούς του 1956 (Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος ΙΙ, σελ. 110) (οι Κανονισμοί του 1956) που διατηρήθηκαν σε ισχύ με την επιφύλαξη στο άρ. 20 του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν 15/62).  Οι Κανονισμοί του 1956 είναι αυτοτελείς και δεν παραπέμπουν στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Η διαδικασία ενδιάμεσων αιτήσεων, όπως είναι η παρούσα, διέπεται από τον Καν. 9 των Κανονισμών του 1956. Σύμφωνα με την παραγ. 2 του Καν. 9 η «αίτηση πρέπει να είναι έγγραφη και πρέπει να περιέχει τον τίτλο της διαδικασίας και τους λόγους για τους οποίους υποβάλλεται»*.

Αντίθετα λοιπόν με τα όσα απαιτούνται από την Δ.48  θ.2 για αναφορά στη νομική βάση της αίτησης ο Κ. 9(2) δεν απαιτεί τέτοια αναφορά. Η αυτοτέλεια των Κανονισμών του 1956 και οι πρόνοιες του πιο πάνω Καν. 9(2) καθιστούν αχρείαστη την αναφορά στη νομική βάση της αίτησης. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για τροποποίηση αποτέλεσε το αντικείμενο του επόμενου λόγους στης έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι η καθυστέρηση είναι αδικαιολόγητη «κατά παράβαση του άρ. 30 του Συντάγματος και του άρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Νομολογίας». Ο κ. Κληρίδης με αναφορά στην Φοινιώτης (πιο πάνω) υπέβαλε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνεται και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσουν οι αιτητές για την έκδοση του διατάγματος για τροποποίηση. Παρόλο ότι – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε αυτή τη θέση της νομολογίας και παρόλο ότι στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για τροποποίηση οι εφεσίβλητοι δεν παρέχουν καμιά εξήγηση για την καθυστέρηση, εντούτοις, ενέκρινε την αίτηση.

Έχει νομολογηθεί ότι η τροποποίηση της δικογραφίας είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και ότι εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή εκεί [*1632]που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής (Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704, 707 ). Στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συνεκτιμάται και ο παράγων της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης σαν λογικής απόρροιας των διατάξεων του άρ. 30.2 του Συντάγματος (βλ. Χρίστου, πιο πάνω).

Όπως έχει τεθεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1 (E) Α.Α.Δ. 33:

«(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.»

(Βλ. και Γραμμές Στρίντζη ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 607).

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση είναι σχετικός παράγοντας σε αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας, αλλά δεν είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας (Βλ. Astor Manufacturing v. A & G Leventis Co. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, 730 στην οποία εγκρίθηκε τροποποίηση  σε αίτηση που καταχωρήθηκε 11 χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής γιατί υποβλήθηκε σε μια γνήσια προσπάθεια κάλυψης όσων εκλήφθηκαν ως ελλείψεις της έκθεσης απαιτήσεως και γιατί υποβλήθηκε καλόπιστα. Βλ., επίσης, Saba & Co.(Τ.Μ.Ρ.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426).

Έχει, περαιτέρω, νομολογηθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλ[*1633]λη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα (Βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 στην οποία εγκρίθηκε τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως μετά που είχαν ακουσθεί 7 μάρτυρες).

Τέλος έχει νομολογηθεί ότι κατά την εξέταση του παράγοντα της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά των μερών παρόλο που η ευθύνη για τη διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρ. 30.2 του Συντάγματος βαρύνει το δικαστήριο (Βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 A.A.Δ. 364 και Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παραγ. 35 (1989)).

Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα καταχώρισε πολύ καθυστερημένα την έκθεση υπεράσπισης της – 14 μήνες μετά την καταχώριση της έκθεσης απαιτήσεως και αφού είχε προηγηθεί αίτηση των εφεσιβλήτων για απόφαση λόγω παράλειψης της Αποζημιούσης Αρχής να καταχωρίσει έκθεση υπεράσπισης. Πρόσθετα με την πλήρη συγκατάθεση της εφεσείουσας η αίτηση της για να προδικαστεί η προδικαστική ένσταση της αναβλήθηκε 12 φορές για μνεία και οι αναβολές κράτησαν από τις 11.11.97 μέχρι τις 18.5.99.  Βλέπουμε, λοιπόν, πως η στάση της εφεσείουσας κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Διάδικος ο οποίος με τη στάση του υπονομεύει το δικαίωμα εκδίκασης μέσα σε εύλογο χρόνο δεν μπορεί να επικαλείται ένα τέτοιο δικαίωμα για να αντικρούσει αίτημα του αντιδίκου του για τροποποίηση. Όπως έχει τεθεί στην Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66 δεν μπορεί να οικοδομηθεί υπόθεση για αντισυνταγματικό τρόπο διεξαγωγής της δίκης πάνω στις ίδιες τις παραλείψεις των ενδιαφερομένων.  Ομοίως και στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομήσει πάνω στην καθυστέρηση – ανεξήγητη έστω – των εφεσιβλήτων. Κατά τα άλλα η επίδικη τροποποίηση δικαιολογείται απόλυτα με βάση τις αρχές που διέπουν την τροποποίηση της δικογραφίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Το τελευταίο σημείο που έθιξε ο κ. Κληρίδης σχετίζεται με το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης στο οποίο αναφέρθηκε ότι η «μη συμπερίληψη του Δήμου ως διάδικου στη διαδικασία είναι αποτέλεσμα και των ενεργειών του Συμβουλίου .... το οποίο δημιούργησε την λανθασμένη εντύπωση στην αιτήτρια ότι στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων της θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του και όχι εναντίον του Δήμου».

[*1634]

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι ο κάθε πολίτης και ιδιαίτερα ο δικηγόρος του θεωρείται ότι γνωρίζει το Νόμο και «είναι γνωστό στους πάντες και/ή εύκολα μπορούσε να διαπιστωθεί με μια απλή ανάγνωση του Νόμου 111/85 ότι το Δημοτικό Συμβούλιο δεν είναι νομικό πρόσωπο και ότι νομικό πρόσωπο είναι ο Δήμος».

Η θέση αυτή του κ. Κληρίδη είναι ορθή.  Εν όψει όμως της πιο πάνω κατάληξης μας – ότι πρόκειται για σφάλμα περί το όνομα (misnomer) – η οποία – κατάληξη - έχει σαν κύριο έρεισμα το περιεχόμενο των δικογράφων των εφεσιβλήτων, η επίλυση του σημείου που έχει εγερθεί με τον συγκεκριμένο λόγο της έφεσης δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό.

Για τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο