(2001) 1 ΑΑΔ 1635
[*1635]25 Οκτωβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΤAΛΛΑ ΑΘΑΝΑΣIΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. REANA MANUFACTURING & TRADING CO. LTD.,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΔΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10738)
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορισμός επιδίκων θεμάτων μέσω των δικογράφων – Επίλυση από το Δικαστήριο θέματος εκτός δικογράφων — Οδήγησε σε ακύρωση της απόφασης.
Δικαστική παρέμβαση — Παράμετροι επέμβασης του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της ακρόασης.
Οι εφεσίβλητοι 1 απόλυσαν την εφεσείουσα λόγω μείωσης του όγκου των εργασιών τους και/ή λόγω πλεονασμού. Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για πληρωμή από τους εφεσίβλητους 2 και διαζευκτικά από τους εφεσίβλητους 1 αποζημίωσης για παράνομη απόλυση για την περίοδο από 12.11.79 μέχρι 31.5.96. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδεικνύετο από τη μαρτυρία το συνεχές της απασχόλησης της εφεσείουσας ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 7(ζ) του Δεύτερου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) όπως τροποποιήθηκε και απέρριψε την αίτηση. Το Δικαστήριο καθόρισε τις αποζημιώσεις της εφεσείουσας σε £9.090,63 σεντ εναντίον των εφεσιβλήτων 1, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο διέπραξε το σφάλμα να εξετάσει θέματα που δεν ήταν επίδικα αφού δεν προέκυπταν από τη δικογραφία. Συγκεκρι[*1636]μένα εξέτασε το θέμα της ενδεχόμενης διακοπής της υπηρεσίας κατά το Νοέμβριο του 1994 που όχι μόνο δεν ήταν επίδικο, αλλά ρητά στα δικόγραφα όλοι οι διάδικοι αποδέχοντο ότι η υπηρεσία της εφεσείουσας τερματίστηκε στις 31.5.1996.
2. Ο Δικαστής έχει δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, με βάση το εξεταστικό σύστημα, να διακριβώσει, με την επέμβασή του, τα ουσιώδη και επίδικα θέματα, όπως και τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Πρέπει όμως να αποφεύγει να θέτει τον εαυτό του στην αρένα της δίκης γιατί είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθεί τη θέση του ενός ή του άλλου διαδίκου.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης 1, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,
Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,
Παφίτης κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154,
Φεττάς ν. Μενελάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 288,
Παπακοκκίνου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 19/1/00 (Αρ. Αίτησης 538/97) με την οποία απέρριψε την αίτηση διαιτησίας για καταβολή αποζημιώσεων ή για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονασμού λόγω απόλυσής της από την εφεσίβλητη 1 για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε το συνεχές της απασχόλησής της από την εφεσίβλητη εταιρεία.
Γ. Θωμά, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.
[*1637]Α. Χριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 14.9.1997 η εφεσείουσα καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την αίτηση διαιτησίας αρ. 538/97 με την οποία ζητούσε:-
“(α) Πληρωμή από τους καθ’ ων η αίτηση αρ. 2 (εφεσίβλητους αρ. 2) λόγω πλεονασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και/ή των κανονισμών διά την περίοδο από 12.11.79 μέχρι 31.5.96.
(β) Διαζευκτικά από τους καθ’ ων η αίτηση αρ. 1 (εφεσίβλητους αρ. 1) αποζημίωση διά παράνομο απόλυση για την περίοδο από 12.11.79 μέχρι 31.5.96.”
Η εφεσείουσα στους Γενικούς Λόγους της αίτησής της, οι οποίοι θεωρούνται ως Έκθεση Απαίτησης, στην παράγραφο 3 αναφέρει:-
“3. Κατά ή περί την 31.5.1996 οι καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 απόλυσαν την αιτήτρια λόγω μείωσης του όγκου των εργασιών τους και/ή άλλως πως λόγω πλεονασμού.”.
Στην Έκθεση Υπεράσπισης οι εφεσίβλητοι αρ. 2 στην παράγραφο 2 προβαίνουν σε παραδοχή της παραγράφου 3 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέροντας τα εξής:-
“2. Η αιτήτρια ασχολείτο στην Εταιρεία Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd., από 12.11.79 μέχρι 31.5.96 οπότε και τερματίστηκε η απασχόλησή της.”
Επίσης στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Υπεράσπισης της εφεσίβλητης αρ. 1 γίνεται παραδοχή της παραγράφου 3 της Έκθεσης Απαίτησης ως εξής:-
“2. Οι καθ’ ων η αίτηση αρ. 1 παραδέχονται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 1, 2, 3, και 4.”.
Πρωτοδίκως η αίτηση της εφεσείουσας συνεκδικάστηκε με δύο άλλες αιτήσεις, τις 682/96 και 805/96. Η πρωτόδικη απόφαση όσον [*1638]αφορά τις δύο πιο πάνω αιτήσεις δεν θα μας απασχολήσει γιατί δεν αποτελεί μέρος της παρούσας έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και τη μαρτυρία δύο μαρτύρων για την εφεσίβλητη αρ. 1 κατέληξε ότι από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του δεν αποδεικνύετο το συνεχές της απασχόλησης της εφεσείουσας ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 7(ζ) του Δεύτερου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου αρ. 24/67, όπως τροποποιήθηκε. Το σχετικό άρθρο του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου έχει ως εξής:-
“7. Το συνεχές απασχολήσεως δεν διακόπτεται λόγω οιουδήποτε των ακολούθων:
.............................................................................................................
.............................................................................................................
(ζ) απουσίας από την εργασίαν λόγω απασχόλησης στο εξωτερικό σε επιχείρηση η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο στον εργοδότη.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία και γεγονότα που να τεκμηριώνουν τις πιο πάνω πρϋποθέσεις του νόμου για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 7(ζ). Και κατέληξε ως εξής απορρίπτοντας την αίτηση:-
“Κατά συνέπεια καταλήγουμε ότι η πιο πάνω προϋπόθεση του Νόμου δεν απεδείχθη και ότι το συνεχές της απασχόλησης της Αιτήτριας στην Εργοδότρια Εταιρεία, που αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεων με βάση το άρθρο 3(1) ή για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονασμού με βάση το άρθρο 16(1) του Νόμου, διακόπηκε από τον Νοέμβριο του 1994, που εργοδοτήθηκε εκτός Κύπρου.
Ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών της Αιτήτριας στις 31/5/96 είναι άνευ νομικής σημασίας και κατ’ ακολουθία η Αίτηση της εναντίον και της Εργοδότριας Εταιρείας και του Ταμείου Πλεονασμού είναι άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.”.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση και με τρεις λόγους ζητείται η ανατροπή της.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης είναι σχετικοί και θα εξετασθούν μαζί.
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπηρεσία της εφεσείουσας διακόπηκε το Νοέμβριο του [*1639]1994 παρά την κοινή θέση όλων των διαδίκων ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας της εφεσείουσας έγινε στις 31.5.1996. Η κοινή αυτή θέση, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα των δικογράφων που παραθέσαμε πιο πάνω, εκφράστηκε ρητά και άνευ όρων σ’ αυτά. Παρεπόμενα - και αυτό αναφέρεται στο δεύτερο λόγο έφεσης - παραπονείται η εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διερεύνησε και αποφάσισε επί θεμάτων που δεν ήσαν επίδικα στην υπόθεση και κατά συνέπεια ότι η αυτόβουλη ενασχόληση του Δικαστηρίου για το θέμα ήταν αυθαίρετη και καθ’ υπέρβαση εξουσίας κατά παραγνώριση ή αντίθεση με το περιεχόμενο των δικογράφων.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η δικογραφία αποτελεί το θεμέλιο της δίκης και το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Στην υπόθεση Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836 αφού αναφέρονται οι πιο πάνω αρχές παρατίθεται με επιδοκιμασία η υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd.) (1991) 1 A.A.Δ. 24, όπου στη σελίδα 28, ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα εξής:-
“Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία. δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R., 180 (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd. (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.”:
(Βλέπε επίσης: Γεώργιος Γ. Παφίτης και Άλλοι ν. Παναγιώτη Κώστα Κουκκουρή και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154, Φεττάς ν. Μενελάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 288 και Παπακοκκίνου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379).
Στην παρούσα υπόθεση παρά το γεγονός ότι το θέμα της ενδεχόμενης διακοπής της υπηρεσίας κατά το Νοέμβριο του 1994 δεν ήταν [*1640]επίδικο θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτόβουλα το ίδιο εισήγαγε το θέμα αυτό κατά τη διαδικασία της δίκης υποβάλλοντας σωρεία σχετικών ερωτήσεων στους μάρτυρες και των δύο πλευρών. Όχι μόνο το θέμα αυτό δεν ήταν επίδικο, αλλά ρητά στα δικόγραφα όλοι οι διάδικοι αποδέχοντο ότι η υπηρεσία της εφεσείουσας τερματίστηκε στις 31.5.1996. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων αλλά επεκτάθηκε στην εξέταση και άλλων θεμάτων κατ΄ αντίθεση προς τους δικονομικούς κανόνες και τις νομολογιακές αρχές που παραθέσαμε. Τόσο η δίκη όσο και η έφεση δεν μπορεί να προεκταθεί πέραν και έξω από τα επίδικα θέματα όπως προσδιορίζονται από τη δικογραφία.
Δεν μας διαφεύγει της προσοχής ότι η δίκη στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεξάγεται με βάση το εξεταστικό σύστημα και όχι εκείνο της αντιπαράθεσης. Το εξεταστικό σύστημα παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δικαστήριο για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς. Δεν μεταβάλλει όμως το δικονομικό κανόνα ως προς τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).
Το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τη δικογραφία και να μην επεκτείνεται σε άλλα μη προκύπτοντα θέματα, ιδιαίτερα, όπως στην παρούσα υπόθεση, όταν στο θέμα, το οποίο εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρχε ρητή παραδοχή απ’ όλους τους διαδίκους στη δικογραφία.
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αποφασίζοντας το θέμα το οποίο όχι μόνο δεν προέκυπτε από τη δικογραφία αλλά και υπήρχε ρητή παραδοχή στα δικόγραφα όλων των διαδίκων.
Στην άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του το Εφετείο έχει μεταξύ άλλων εξουσία, δυνάμει της Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, “να συνάγει συμπεράσματα γεγονότων και να εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδίδει οποιαδήποτε διαταγή η οποία έπρεπε να είχε δοθεί, και να προβεί στην έκδοση οποιασδήποτε άλλης διαταγής την οποία επιβάλλει η υπόθεση.”.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας για το λόγο που αναφέραμε στην αρχή της απόφασής μας. Προχώρησε όμως και είπε τα εξής:-
“Εάν δεν συνέτρεχαν όλα τα πιο πάνω, σίγουρα για την εν λόγω Αιτήτρια θα ίσχυε το ίδιο συμπέρασμα μας όπως και για τις δύο [*1641]πρώτες Αιτήτριες, δηλαδή θα επρόκειτο περί αδικαιολόγητης και παράνομης απόλυσης.”.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση της αιτήτριας έπρεπε να γίνει δεκτή και να εκδοθεί απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1 για παράνομη απόλυση. Οι αποζημιώσεις της αιτήτριας θα υπολογισθούν σύμφωνα με τον Πρώτο και Τέταρτο Πίνακα του Νόμου αρ. 24/67, όπως τροποποιήθηκε. Η αιτήτρια είχε συνεχή απασχόληση στην εφεσίβλητη 1 από 12.11.1979 μέχρι 31.5.1996, δηλαδή για 16 χρόνια και 6 μήνες. Σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου 24/67 η αιτήτρια δικαιούται αποζημίωσης όσες και οι απολαβές της για 43 εβδομάδες. Ο τελευταίος εβδομαδιαίος μισθός της ανήρχετο στο ποσό των £211,41 και επομένως δικαιούται αποζημιώσεις στο ποσό των £9.090,63 σεντ, ποσό για το οποίο εκδίδεται απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1. Δεν εκδίδεται απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων αρ. 2 γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου 3 του άρθρου 31 του νόμου, πράγμα που έγινε δεκτό και από το δικηγόρο της εφεσείουσας. Το πιο πάνω εδάφιο ενεργοποιείται μόνο όταν και εφόσον εκδοθεί είτε διάταγμα πτώχευσης ή διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας.
Προτού τελειώσουμε, θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε και με τον τρίτο λόγο έφεσης, παρά το γεγονός ότι η έφεση έχει ήδη κριθεί.
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής κατά τη διάρκεια της ακρόασης παρενέβηκε ανεπίτρεπτα στη διαδικασία υποβάλλοντας σωρεία ερωτήσεων κατά την κυρία εξέταση της στην πρωτόδικη διαδικασία, η οποία εν πολλοίς είχε πάρει μορφή αντεξέτασης της. Εισηγείται τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης γιατί ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε έξω από τα θεμιτά πλαίσια που διαγράφονται από τη νομολογία.
Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και πράγματι ο πρωτόδικος Δικαστής υπέβαλε στην εφεσείουσα συνολικά 156 ερωτήσεις πλείστες των οποίων υπεβλήθησαν υπό μορφή αντεξέτασης. Αφορούσαν δε αρκετές από αυτές το θέμα του συνεχούς της απασχόλησης της αιτήτριας, θέμα, που όπως έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, δεν ήταν επίδικο.
Στην υπόθεση Evangelou & Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41 έχουν τεθεί οι παράμετροι της επέμβασης του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της ακρόασης. Στις σελίδες 61 και 62 έχουν αναφερθεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) τα εξής:-
[*1642]“Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests. (See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).”
H πιο πάνω απόφαση αφορούσε διαδικασία στην οποία η δίκη διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα. Η δίκη που διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα, δίδει ευρύτερη εξουσία στο Δικαστήριο να διαπιστώσει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, τα επίδικα θέματα και τα πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. Δεν δίδει όμως απεριόριστη τέτοιαν εξουσία που να περιλαμβάνει πιεστικήν εξέταση και αντεξέταση του αιτητή και ιδιαίτερα επί μη επίδικων θεμάτων, γιατί άλλως θα δοθεί η εντύπωση ότι αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός εκ των διαδίκων. Ο Δικαστής έχει δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, με βάση πάντα το εξεταστικό σύστημα, να διακριβώσει, με την επέμβασή του, τα ουσιώδη και επίδικα θέματα, όπως επίσης και να εξακριβώσει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Επιβάλλεται, όμως, να αποφεύγει να θέτει τον εαυτό του στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθεί τη θέση του ενός ή του άλλου διαδίκου.
Με τα πιο πάνω αναφερθέντα με κανένα τρόπο δεν αμφισβητούμε την ακεραιότητα του πρωτόδικου Δικαστή ή την αφοσίωση του στο καθήκον.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας όπως πιο πάνω, με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1, τόσο πρωτόδικα όσο και στην κατ’ έφεση διαδικασία. Θεωρούμε ορθό να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα μεταξύ της εφεσείουσας και των εφεσίβλητων αρ. 2.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης 1, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο