(2001) 1 ΑΑΔ 1643
[*1643]29 Οκτωβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείουσα,
v.
ΜΑΝΩΛΗ ΓΙΑΓΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10621)
Οικογενειακό Δικαστήριο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου και εφαρμοστέο δίκαιο – Πρέπει να αντικρύζονται χωριστά — Ερμηνεία του όρου «περιουσιακές σχέσεις» στην Λογγίνου ν. Λογγίνου — Καθορίσθηκε στη βάση της, το κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο ή το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Οικογενειακό Δικαστήριο — Αναγνώριση δικαιοδοσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο σε όλες τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων — Δυνατότητα εφαρμογής, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.
Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αγωγή της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου, πρώην συζύγου της, βασιζόμενη σε παράβαση συμφωνίας ή καταπιστεύματος και αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ο εφεσίβλητος εξασφάλισε προνομιακό ένταλμα prohibition στη βάση του ότι αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, εφ’ όσον επρόκειτο για περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, Ν. 23/90 (όπως τροποποιήθηκε) στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και καλύπτονται, σύμφωνα με τη νομολογία, από την αναφορά του Άρθρου 111 του Συντάγματος, στις οικογενειακές σχέσεις.
[*1644]Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση και κάλεσε το Δικαστήριο να αποκλίνει από το λόγο της Λογγίνου ν. Λογγίνου στην οποία ο όρος «περιουσιακές σχέσεις» στο Άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, ερμηνεύθηκε ότι καλύπτει όλες τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με το Νόμο 232/91.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την απόκλιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το λόγο της Λογγίνου ν. Λογγίνου, και μάλιστα αφού ούτε το θέμα έχει συζητηθεί με τη δέουσα ειδική αναφορά σε όλα τα δεδομένα που διέπουν το σκεπτικό της Λογγίνου ν. Λογγίνου, ούτε η επίδικη διαφορά στην προκείμενη περίπτωση είναι τέτοιας φύσης που να μην εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και αν ακόμα ο ορισμός του όρου «περιουσιακές σχέσεις» δεν είχε την ευρύτητα που του αναγνωρίζεται στη Λογγίνου ν. Λογγίνου.
2. Η έφεση έχει ουσιαστικά συμπλέξει δύο πράγματα τα οποία πρέπει να αντικρύζονται χωριστά: τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο. Σύμφωνα με τη Λογγίνου ν. Λογγίνου, όλες οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων υπάγονται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι όλες αποφασίζονται με αποκλειστική αναφορά στο Άρθρο 14 του Νόμου 232/91.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,
Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 14/9/99 (Αρ. Αίτησης 45/99) με την οποία εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα Prohibition στη βάση ότι αποκλειστική δικαιοδοσία αναφορικά με το συμφέρον της ενάγουσας στην συζυγική κατοικία μετά τη διάλυση του γάμου είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο και όχι το Επαρχιακό.
[*1645]
Χρ. Αργυρού, για την Εφεσείουσα.
Α. Ποιητής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜIΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα και ο Εφεσίβλητος τέλεσαν το γάμο τους το 1990. Το 1994 ο γάμος διαλύθηκε. Εν τω μεταξύ, είχαν ανεγείρει κατοικία σε μισό οικόπεδο το οποίο αγοράστηκε το 1989 με την προοπτική του γάμου και το οποίο πληρώθηκε και από τους δύο, όπως πληρώθηκε και η ανέγερση της κατοικίας. Το οικόπεδο όμως είχε εγγραφεί επ’ ονόματι του Εφεσίβλητου και έτσι, μετά τη διάλυση του γάμου, η Εφεσείουσα ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο αναφορικά με το συμφέρον της στην κατοικία, την οποία βάσισε σε παράβαση συμφωνίας ή καταπιστεύματος και αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ήχθη η αγωγή, εξετάζοντας θέμα δικαιοδοσίας, αποφάσισε ότι, καθ’ όσον η αγωγή δεν εβασίζετο στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν. 232/91, αλλά στο Κοινοδίκαιο και τις αρχές της Επιείκειας, το Επαρχιακό και όχι το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία. Αντίθετη άποψη είχε ο αδελφός μας Δικαστής ενώπιον του οποίου το θέμα ετέθη με αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, το οποίο και εξέδωσε στη βάση ότι αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, εφ’ όσον επρόκειτο για περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, Ν. 23/90 (όπως τροποποιήθηκε) στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και καλύπτονται, σύμφωνα με τη νομολογία, από την αναφορά του Άρθρου ΙΙΙ του Συντάγματος στις οικογενειακές σχέσεις. Παραθέτουμε το σκεπτικό του στη σελίδα 8:
“Προβλήθηκε από την ευπαίδευτο συνήγορο της καθ’ ης η αίτηση ότι το Άρθρο 111 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε, δεν περιλαμβάνει μέσα στις σχέσεις που διαγιγνώσκονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια και τις περιουσιακές σχέσεις. Η απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα δίδεται από την απόφαση στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 και από την από[*1646]φαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 566). Αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκτείνεται και σε θέματα που σχετίζονται με τις οικογενειακές σχέσεις. Ο όρος καλύπτει οικογενειακές αστικές διαφορές που εμπίπτουν στον κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου. Αυτές διακρίνονται σε προσωπικές και περιουσιακές. Έτσι και το Δικαστήριο στην υπόθεση Βουνού ν. Βουνού, ανωτέρω, κατέληξε ότι οι οικογενειακές σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2Α του Άρθρου 111 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε, περιλαμβάνει και τις περιουσιακές σχέσεις, ιδιαίτερα στο βαθμό που αυτές αγγίζουν την οικογένεια.”
Οι λόγοι της έφεσης (ο πρώτος απεσύρθη), έχουν κοινό άξονα. Λέγεται (στο δεύτερο λόγο έφεσης) ότι είναι λανθασμένη η ερμηνεία που εδόθη στον όρο “οικογενειακές σχέσεις” που περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το Άρθρο 111 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτει και περιουσιακές διαφορές που βασίζονται σε παράβαση συμφωνίας ή καταπιστεύματος ή αδικαιολόγητο πλουτισμό. Και ότι η ερμηνεία αυτή αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία. Λέγεται περαιτέρω και συναφώς (στον τρίτο λόγο έφεσης) ότι οι μόνες περιουσιακές σχέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι εκείνες που βασίζονται στο άρθρο 14 του Νόμου 232/91, παραπέμποντας, στο περίγραμμα αγόρευσης, στο ότι ο ίδιος ο ορισμός του όρου “περιουσιακές σχέσεις” στο άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου καθορίζει τις περιουσιακές σχέσεις σε συνάρτηση με περιουσία που αποκτήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 232/91 (όπως τροποποιήθηκε), η μόνη σχετική διάταξη του οποίου είναι το άρθρο 14. Και λέγεται, τέλος (στον τέταρτο λόγο έφεσης), γενικά ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου περιορίζεται σε αυτή που του ανατίθεται από το Άρθρο 111 του Συντάγματος και οποιοδήποτε άλλο νόμο. Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται λοιπόν και ανάγονται σε ενιαία εισήγηση, έτσι δε τους εξετάζουμε και εμείς.
Η απόφαση του αδελφού μας Δικαστή εξεδόθη στις 14.9.1999, η δε εναντίον της έφεση ασκήθηκε στις 7.10.1999 και τα περιγράμματα αγορεύσεων συμπληρώθησαν στις 20.7.2000. Έξι ημέρες αργότερα δόθηκε η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347. Ο Καλλής, Δ., ο οποίος έδωσε την ομόφωνη απόφαση, τόνισε την εξελικτική ευρύτητα του ορισμού του όρου “περιουσιακές σχέσεις” στο άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, που υπά[*1647]γεται, σύμφωνα με το άρθρο 11 του εν λόγω Νόμου, στην αρμοδιότητα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ώστε να καλύπτει όλες τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με το Νόμο 232/91. Όπως το έθεσε στις σ. 1359-1360:
“Με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ο νομοθέτης έχει εκδηλώσει με σαφή τρόπο την πρόθεση του να εντάξει όλες τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων, σε σχέση με περιουσία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 232/91. Επομένως από τη στιγμή που μια διαδικασία έχει ως επίδικο αντικείμενο περιουσιακή διαφορά με βάση το άρθρο 2 του Νόμου 23/90 (όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 26(Ι)/98 αυτή εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσείων στήριξε την αγωγή του στο δίκαιο που διέπει τα εμπιστεύματα. Αυτά διέπονται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να παρέχουν όλες τις θεραπείες στις οποίες οποιοσδήποτε από τους διαδίκους θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση η οποία στηρίζεται επί των αρχών της επιείκειας (equity) (βλ. άρθρο 16 του Νόμου 23/90 και άρθρο 31 του Νόμου 14/60). Ακολουθεί πως η φύση της επίδικης θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο.”
Δοθείσας της απόφασης στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, η απόφαση εκείνη, όπως παρατηρήθηκε και από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461, πρέπει να είναι το εναρκτήριο σημείο μας, ακολουθεί δε από το λόγο της ότι η επίδικη στην προκείμενη έφεση διαφορά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου ως αφορώσα περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Με την έφεση αμφισβητείται βέβαια η ερμηνεία του ορισμού του όρου “περιουσιακές σχέσεις” στο άρθρο 2 του Νόμου 23/90 (όπως τροποποιήθηκε) ώστε να περιλαμβάνει όλες τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων. Είναι δε σε συνάρτηση με αυτή τη θέση που έχουμε κληθεί να αποκλίνουμε από το λόγο της Λογγίνου ν. Λογγίνου, η οποία βασίζεται ευθέως στην ευρεία αυτή αντίληψη της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον εν λόγω ορισμό στο άρθρο 2. Έχοντας όμως υπ’ όψη τις νο[*1648]μολογιακές αρχές που διέπουν τη δυνατότητα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο, δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα ότι έχει επαρκώς καταδειχθεί το λανθασμένο του λόγου της Λογγίνου ν. Λογγίνου που να δικαιολογεί το σοβαρό και δραστικό βήμα της απόκλισης μας από αυτή, και μάλιστα αφού ούτε το θέμα έχει συζητηθεί με τη δέουσα ειδική αναφορά σε όλα τα δεδομένα που διέπουν το σκεπτικό της Λογγίνου ν. Λογγίνου, ούτε η επίδικη διαφορά στην προκειμένη περίπτωση είναι τέτοιας φύσης που να μην εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και αν ακόμα ο ορισμός του όρου “περιουσιακές σχέσεις” δεν είχε την ευρύτητα που του αναγνωρίζεται στη Λογγίνου ν. Λογγίνου.
Θα θέλαμε να τονίσουμε περαιτέρω ότι η έφεση έχει ουσιαστικά συμπλέξει δύο πράγματα τα οποία πρέπει να αντικρίζονται χωριστά: τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο. Σύμφωνα με τη Λογγίνου ν. Λογγίνου, όλες οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων υπάγονται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι όλες αποφασίζονται με αποκλειστική αναφορά στο άρθρο 14 του Νόμου 232/91. Ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως υπεδείχθη και στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, εξαρτάται από τη φύση της απαίτησης, το δε Οικογενειακό Δικαστήριο έχει εξουσία, βάσει των άρθρων 11(1), 14(β) και 16(1) του Νόμου 23/90 και του άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), να εφαρμόζει ανάλογα τις αρχές του κοινοδικαίου και του δικαίου της επιείκειας αν η απαίτηση βασίζεται σε αυτές. Τούτο, εξ άλλου, εξυπακούεται και από την αυτοτέλεια του κάθε συζύγου, που και συνταγματικά κατοχυρώνεται και αναγνωρίζεται στο άρθρο 13 του Νόμου 232/91. Η αναγνώριση δικαιοδοσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο σε όλες τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων λοιπόν ούτε την αυτοτέλεια των συζύγων αντιστρατεύεται ούτε αποκλείει την εφαρμογή, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς, του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, είτε αυτός προέρχεται από τις αρχές του κοινοδικαίου ή του δικαίου της επιείκειας ή το Νόμο 232/91.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο