Παπακόκκινου Βερεγγάρια και Άλλη ν. Αγγελικής Σμυρλή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1653

(2001) 1 ΑΑΔ 1653

[*1653]1 Nοεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2. ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες,

v.

1. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΜΥΡΛΗ,

2. ΤΑΚΗ ΣΚΑΛΙΣΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10469)

 

Ανθρώπινα Δικαιώματα — Δικαίωμα διαδίκου για διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων εντός ευλόγου χρόνου — Άρθρο 30.2 του Συντάγματος — Κατά πόσο η καθυστέρηση εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, συνιστούσε παραβίαση των δικαιωμάτων διαδίκων που κατοχυρώνονται με την πιο πάνω συνταγματική διάταξη, καθιστώντας άκυρη την απόφαση του Δικαστηρίου.

Ακίνητη Ιδιοκτησία — Συνοριακή διαφορά — Επιτόπια εξέταση από το Δικαστήριο — Σκοπό έχει την πληρέστερη και καλύτερη αντίληψη της ενώπιόν του μαρτυρίας — Η διεξαγωγή ή μη επιτόπιας εξέτασης εμπίπτει εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Συνιστά πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Αναβολή ακροάσεως — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές.

Έξοδα — Επιδίκαση εξόδων στο ύψιστο όριο — Κατά πόσο εδικαιολογείτο στην παρούσα υπόθεση.

Έξοδα — Ειδοποίηση για παραδοχή γεγονότων με βάση τις πρόνοιες της Δ.24, θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Ποίο το αποτέλεσμα [*1654]της ως προς τα έξοδα.

Εφετείο — Παρατηρήσεις Εφετείου — Αναφορικά με τη θεραπεία που η νομολογία μας επιτρέπει σε περιπτώσεις όπου η καθυστέρηση στην εκδίκαση αγωγής παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε τις συνενωμένες αγωγές των εφεσειουσών με έξοδα εις βάρος τους. Οι εφεσείουσες ήταν ιδιοκτήτριες όμορων κτημάτων στην Πάφο με τα κτήματα της εφεσίβλητης 1. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο εργολάβος οικοδομών ο οποίος διεξήγαγε οικοδομικές εργασίες στο ακίνητο της εφεσίβλητης 1. Οι εφεσείουσες αξίωναν γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, ειδικές αποζημιώσεις για αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών μεταξύ των οποίων ήταν η κατεδάφιση πέτρινου περιτειχίματος και τοίχου τα οποία ευρίσκοντο εντός των κτημάτων τους, γενικές αποζημιώσεις για οχληρία και διάταγμα άρσης της οχληρίας.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι:

1) Υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των αγωγών κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, γεγονός που επάγεται την ακυρότητα της απόφασης.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξεδίκασε τις αγωγές με τη μορφή συνεκδικαζομένων αγωγών.

3) Το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι το βάρος αποδείξεως της παρανομίας της επέμβασης βρισκόταν στις εφεσείουσες.

4) Εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα για αναβολή για να ακουστεί μάρτυρας των εφεσειουσών που απουσίαζε στο εξωτερικό για λόγους υγείας.

5) Λανθασμένα το Δικαστήριο αρνήθηκε να προβεί σε επιτόπια εξέταση.

6) Λανθασμένα το Δικαστήριο συμπέρανε πως οι φωτογραφίες που κατέθεσαν οι εφεσείουσες ως τεκμήριο δεν ήταν «αποτελεσματικές».

Προσβλήθηκαν επίσης τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένα, αβάσιμα και αυθαίρετα και η διαταγή για επιδίκαση των εξόδων της δίκης εις βάρος των εφεσειουσών.

[*1655]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης (13 χρόνια από την καταχώρηση των αγωγών μέχρι την έκδοση της απόφασης) οφειλόταν στη φύση και περιπλοκότητα των θεμάτων που ηγέρθηκαν, που κατέστησαν αναγκαία τη διεξαγωγή ανεξήγητα χρονοβόρων επιτοπίων ερευνών, και στη διαγωγή των εφεσειουσών, δηλαδή στις καθυστερήσεις στην ετοιμασία των δικογράφων και τις πολλές αναβολές που οφείλονταν πάντοτε σ’ αυτές.

2.  Η άρνηση αναβολής εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Στην παρούσα υπόθεση η μάρτυς δεν είχε κλητευθεί και ούτε είχε δοθεί οποιαδήποτε απόδειξη για την απουσία της για λόγους υγείας.

3.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Στην παρούσα υπόθεση τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και επικυρώνονται.

4.  Δεν διαπιστώνεται να υπήρξε οτιδήποτε το αντικανονικό στην εκδίκαση των υποθέσεων μετά το διάταγμα για συνένωσή τους.  Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

5.  Ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 3 δεν ευσταθεί.  Εκείνο το οποίο ανέφερε το Δικαστήριο ήταν ότι οι εφεσείουσες θα έπρεπε να είχαν αποδείξει κατά πρώτον επέμβαση. Αυτό ήταν το βάρος αποδείξεως στο οποίο αναφέρθηκε το Δικαστήριο.

6.  Δεν αποδείχθηκε οτιδήποτε μεμπτό στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το θέμα της επιτόπιας εξέτασης. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του λεπτομερή μαρτυρία και αφού θα είχε και το πόρισμα της επιτόπιας εξέτασης προφανώς δεν θεώρησε αναγκαία επιτόπια εξέταση.

7.  Δεν ήταν απαραίτητο τα έξοδα που είχαν υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή να εγκριθούν και από τους δύο Δικαστές του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου εφόσον τούτο δεν ήταν θέμα που αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και που αποφάσιζε τελικά την αγωγή.  Το γεγονός επίσης της επιδίκασης του ύψιστου ορίου [*1656]σε κάθε περίπτωση εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, όπου εγίνετο ουσιαστική ακρόαση, και μάλιστα για δύο δικηγόρους, αφού η υπεράσπιση του κάθε εφεσίβλητου τύγχανε χειρισμού από διαφορετικούς δικηγόρους και σε ορισμένα σημεία συγκρουόταν με εκείνη του άλλου.

Είναι γεγονός ότι πολλά από τα έξοδα δημιουργήθηκαν για να αποδειχθεί ότι ο τοίχος δεν ήταν επίκοινος αλλά ήταν ιδιοκτησία της εφεσείουσας 2. Όμως η απόδειξη της ιδιοκτησίας του τοίχου αποτελούσε συστατικό στοιχείο της επέμβασης και δεν ήταν παράλογο εκ μέρους των εφεσιβλήτων να καταστήσουν το θέμα επίδικο και να θέσουν την εν λόγω εφεσείουσα σε αυστηρή απόδειξη της ιδιοκτησίας του. Εξ άλλου αν η εφεσείουσα δεν ήθελε να επιβαρυνθεί με τα έξοδα σε περίπτωση που θα αποδείκνυε την ιδιοκτησία του τοίχου, είχε την ευκαιρία να παραδώσει στην άλλη πλευρά ειδοποίηση για παραδοχή γεγονότων, με βάση τις πρόνοιες της Δ.24, θ. 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.

Παρατηρήσεις Εφετείου: Σε περιπτώσεις αδικαιολόγητης καθυστέρησης, η οποία παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, οπότε ακυρώνεται η απόφαση και διατάσσεται επανεκδίκαση της αγωγής, θα έπρεπε να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που να επιτρέπει διατάγματα αποζημίωσης των διαδίκων από τη Δημοκρατία η οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, φέρει την ευθύνη για τη διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου μέσω των τριών κλάδων της λειτουργίας της. Έτσι, σε περιπτώσεις όπου υπήρχε αδικαιολογητη καθυστέρηση δεν θα ακυρωνόταν η διαδικασία και η απόφαση μόνο γι’ αυτό το λόγο (εκτός αν επηρεάζονταν δυσμενώς τα δικαιώματα των διαδίκων) αλλά θα εκδιδόταν διάταγμα, ανάλογα με τις συνθήκες και τη ζημιά που θα είχαν υποστεί οι διάδικοι, για αποζημίωση από τη Δημοκρατία.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348,

Λευκαρίτης κ.ά. ν. Long Beach Hotels Ltd κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 194,

[*1657]Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010,

Στρατής ν. Πεντέλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,

Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 108.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 10/12/98 (Αρ. Αγωγών 1621/85 & 1961/85) με την οποία οι συνενωμένες αγωγές τους για αποζημιώσεις λόγω παράνομης επέμβασης σε κτήμα τους στην Πάφο απορρίφθηκαν με έξοδα σε βάρος τους.

Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Παπακόκκινου, για τις Εφεσείουσες.

Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσίβλητη 1.

Π. Αθηνοδώρου-Μάντη, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες-ενάγουσες με την παρούσα τους έφεση αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία οι συνενωμένες αγωγές τους απορρίφθηκαν με έξοδα σε βάρος τους.

Θεωρούμε βοηθητικό να παραθέσουμε εδώ το εισαγωγικό μέρος της απόφασης που θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η απαίτηση και η υπεράσπιση:

“Οι Ενάγουσες στις δύο αυτές συνενωμένες αγωγές, Βερεγγάρια και Αλέκα Παπακόκκινου, είναι ιδιοκτήτριες και κάτοχοι αντίστοιχα των ομόρων ακινήτων με αριθμούς 176/1 και 200/1 αφ’ ενός και 199 αφ΄ετέρου, του Φ/Σ LI/3.I.I.X, 2.3.ΧΙΙ, 3.Ι.ΧΙΙ, στην οδό Νικολάου Έλληνα στην Πάφο.  Η Εναγομένη 1 Αγγελική Σμιρλή είναι ιδιοκτήτρια και κάτοχος των ακινήτων 197 και 198 του ιδίου Φ/Σ, επίσης ομόρου με τα ακίνητα των Εναγουσών.  Ο Εναγόμενος 2 Τάκης Σκαλιστής είναι ο εργολάβος οικοδομικών εργασιών οι οποίες έγιναν στο ακίνητο της [*1658]Εναγομένης 1.

Είναι η θέση των Εναγουσών ότι κατά ή περί τον Αύγουστο 1985, στα πλαίσια των εν λόγω οικοδομικών εργασιών, η Εναγομένη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 παρανόμως επενέβησαν στα εν λόγω κτήματα των Εναγουσών και συγκεκριμένα:

Α: Αναφορικά με την αγωγή 1621/85 της Βερεγγάριας Παπακόκκινου:

1.  Κατεδάφισαν μεγάλο μέρος πέτρινου περιτοιχίσματος ύψους αρκετών ποδών το οποίο ευρίσκετο εντός των κτημάτων της Βερεγγάριας Παπακόκκινου όντας ιδιοκτησία της και εκτείνετο καθ’ όλον το μήκος των συνόρων των εν λόγω κτημάτων και του κτήματος της Αγγελικής Σμιρλή.

2.  Ανέσκαψαν και αφαίρεσαν μεγάλη ποσότητα χωμάτων υπογείων του εν λόγω περιτοιχίσματος καθ΄όλον το μήκος του και εις έκτασιν 1 - 1,5 ποδών εντός του εν λόγω κτήματος της Βερεγγάριας Παπακόκκινου. Στην εσκαφή αυτή κατασκεύασαν τοίχο με οπλισμένο σκυρόδεμα τον οποίο και χρησιμοποιούν ως τοίχο του υπογείου της οικοδομής η οποία ανεγέρθη στο κτήμα της Αγγελικής Σμιρλή.

3.  Τοποθέτησαν εντός των εν λόγω κτημάτων της Βερεγγάριας Παπακόκκινου ξύλα και/ή άλλα υλικά προς αντιστήριξη τοίχων.

4.  Τοποθέτησαν εντός των εν λόγω κτημάτων της Βερεγγάριας Παπακόκκινου άχρηστα υλικά.

5.  Εισήρχοντο εντός των εν λόγω κτημάτων της Βερεγγάριας Παπακόκκινου πεζή ή διά μηχανοκινήτων ή άλλων μέσων δια να μεταφέρουν υλικά διά σκοπούς των εν λόγω οικοδομικών εργασιών των.

Β. Αναφορικά με την αγωγή 1981/85 της Αλέκας Παπακόκκινου:

1.  Κατά την κατεδάφιση παλαιάς οικοδομής η οποία ευρίσκετο εντός των εν λόγω κτημάτων της Αγγελικής Σμιρλή επενέβησαν επί του πετρόκτιστου τοίχου της οικοδομής καταστημάτων η οποία ευρίσκετο εντός του εν λόγω κτήματος της Αλέκας Παπακόκκινου όντας ιδιοκτησία της, δι’ εργαλείων, μηχανημάτων ή άλλων μέσων, ανασκάπτοντας τούτον, δημι[*1659]ουργώντας επ’ αυτού ρήγματα, αφαιρώντας από αυτόν πέτρες και καταστρέφοντας, ερειπώνοντας ή κατεδαφίζοντας αυτόν. Σαν αποτέλεσμα ο τοίχος κατεστράφη σχεδόν παντελώς και εμειώθη σημαντικά η δυναμικότης του και η δυναμικότης της όλης οικοδομής, με αυξημένη πιθανότητα κατάρρευσης των τοίχων και της στέγης η οποία στηρίζεται επ’ αυτού. Περαιτέρω, λόγω του ότι οι Εναγόμενοι δεν κατασκεύασαν καλούπι παραλλήλως του εν λόγω τοίχου, ο τοίχος απορροφά το νερό της βροχής και υγραίνεται, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάστασή του. Λόγω των πιο πάνω, ο τοίχος χρήζει άμεσης κατεδάφισης και επανοικοδόμησης.

Με βάση τα πιο πάνω, οι Ενάγουσες απαιτούν:

Α: Βερεγγάρια Παπακόκκινου:

1.  Γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

2.  £35.000 ειδικές αποζημιώσεις για αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών και συγκεκριμένα: χάλασμα του περιτοιχίσματος, ανόρυξη χωμάτων για κατεδάφιση του τοίχου που ανηγέρθη, μετακίνηση των χωμάτων και χαλασμάτων, επανατοποθέτηση των χωμάτων, καθαρισμό των κτημάτων από τα άχρηστα υλικά, επανοικοδόμηση του περιτοιχίσματος.

3.  Γενικές αποζημιώσεις για οχληρία.

4.  Διάταγμα εναντίον των εναγομένων για να μετακινήσουν την υπόγεια επέμβαση, να παύσουν να εισέρχονται στα εν λόγω κτήματα, να παύσουν την προκαλούμενη οχληρία και γενικά να παύσουν να επεμβαίνουν καθ οιονδήποτε τρόπο.

Β: Αλέκα Παπακόκκινου:

1.  Γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

2.  £12.000 ειδικές αποζημιώσεις για την κατεδάφιση και επανοικοδόμηση του εν λόγω τοίχου.

3.  Γενικές αποζημιώσεις για οχληρία.

Η Αγγελική Σμιρλή στην Υπεράσπιση της και στις δύο αγωγές αρνείται την κάθε ισχυριζόμενη επέμβαση ή οχληρία εκ μέρους των εναγομένων, χωρίς βλάβη δε της θέσης αυτής και διαζευκτικά ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που υπήρξε οποιαδήποτε υπέρβαση ή οχληρία εκ μέρους του Εναγομένου 2, αυτή έγινε χωρίς την εξουσιοδότηση ή έγκριση της και ότι ο Εναγόμενος 2, με τον οποίο είχε συνάψει σύμβαση εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών στο κτήμα της, δεν ήταν υπηρέτης ή αντιπρόσωπος της. Η Αγγελική Σμιρλή αρνείται επίσης ότι υπήρχε το αναφερόμενο περιτοίχισμα και ισχυρίζεται ότι μόνο απομεινάρια παλαιού περιτοιχίσματος υπήρχαν, ενώ για τον τοίχο ισχυρίζεται ότι ανέκαθεν εχρησιμοποιείτο από την ιδιοκτήτρια και τους προκατόχους της και/ή είναι επίκοινος. Υπάρχει επίσης άρνηση των ισχυριζόμενων ζημιών των Εναγουσών.

Η θέση του Τάκη Σκαλιστή στην δική του Υπεράσπιση και στις δύο αγωγές είναι ότι συνήψε εργολαβική σύμβαση με την Αγγελική Σμιρλή για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών στο κτήμα της. Περαιτέρω, αρνείται την κάθε ισχυριζόμενη επέμβαση ή οχληρία και, χωρίς βλάβη της θέσης αυτής και διαζευκτικά, ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που υπήρξε οποιαδήποτε επέμβαση ή οχληρία, αυτή ήταν το αποτέλεσμα ενεργειών γενομένων τη εντολή της Αγγελικής Σμιρλή. Και αυτός αρνείται ότι υπήρχε το ισχυριζόμενο περιτοίχισμα παρά μόνο απομεινάρια παλαιού περιτοιχίσματος. Τέλος, αρνείται τις ισχυριζόμενες ζημιές των Εναγουσών.

Ο ισχυρισμός ότι ο εν λόγω τοίχος είναι επίκοινος απορρίπτεται από την Αλέκα Παπακόκκινου στην Απάντηση της στην οποία εμμένει ότι ο τοίχος αποτελεί ιδιοκτησία της.”

Οι εφεσείουσες πρόβαλαν τους πιο κάτω λόγους έφεσης:

1. Ο χρόνος που διήρκεσε η εκδίκαση των αγωγών ήταν αντίθετος με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεγονός που επάγει την ακυρότητα της απόφασης.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξεδίκασε τις Αγωγές 1621/85 και 1961/85 με τη μορφή συνεκδικαζομένων αγωγών.

3. Το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι το βάρος απόδειξης της παρανομίας της επέμβασης βρίσκεται στους ώμους των εναγουσών.

4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε αναβολή στις 8.7.98 για να ακουστεί μαρτυρία της Ανδρούλλας Ονουφρίου, μάρτυρα των εναγουσών, που απουσίαζε στο εξωτερικό για λόγους υγείας.

[*1661]

5. Λανθασμένα το Δικαστήριο αρνήθηκε να επισκεφθεί τον τόπο της κατ’ ισχυρισμό οχληρίας και επέμβασης.

6. Λανθασμένα το Δικαστήριο συμπέρανε ότι οι φωτογραφίες που κατατέθηκαν από τις ενάγουσες ως τεκμήριο δεν ήταν “αποτελεσματικές”.

7. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε βάσει των ευρημάτων αυτών ήσαν εσφαλμένα, αυθαίρετα και αβάσιμα.

8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επεδίκασε τα έξοδα της δίκης σε βάρος των εναγουσών.

Έχοντας υπόψη τους λόγους που εγείρονται, θεωρούμε ορθό να ασχοληθούμε πρώτα με το λόγο έφεσης που αφορά την καθυστέρηση στην εκδίκαση των αγωγών.

(α) Η καθυστέρηση στην εκδίκαση των αγωγών και το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι ο χρόνος που διήρκεσε η εκδίκαση των δύο αγωγών ήταν αντίθετος με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, γεγονός που επάγει την ακυρότητα της απόφασης.

Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση αγωγής και τη διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων συνιστά άρνηση δικαιοσύνης και καταλήγει σε στέρηση του δικαιώματος των διαδίκων για δίκαιη δίκη.

Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε) εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου αναφέρθηκε αναλυτικά στις αρχές που διέπουν το θέμα, καθώς και στους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασισθεί το εύλογο του χρόνου. Στις σελ. 517-520 της απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούμε:

“Το άρθρο 30.2 θέτει τις αρχές για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης και καθιστά την τήρηση τους καθήκον της Πολιτείας και συγχρόνως δικαίωμα του κάθε ατόμου που προσφεύ[*1662]γει στα δικαστήρια για να διαπιστωθούν τα αστικά του δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσα στα συνταγματικά πλαίσια. Το άρθρο 30.2 προβλέπει:

“2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.

Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν’ αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ’ άς κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.”

Ο όρος “δικαιούται” στο πλαίσιο του κειμένου του άρθρου 30.2 δεν αφήνει αμφιβολία ότι στοιχειοθετείται δικαίωμα για την απονομή της δικαιοσύνης μέσα και σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις και αντίστοιχο καθήκον της Πολιτείας να το εξασφαλίσει.  (Βλ. επίσης το άρθρο 35 του Συντάγματος).

Τα εχέγγυα που καθιερώνει το Σύνταγμα για την άρτια απονομή της δικαιοσύνης αφορούν:

(α) Τα συστατικά στοιχεία του σώματος που απονέμει δικαιοσύνη· δικαστήριο το οποίο καθιδρύεται από το νόμο με αρμοδιότητα να διαπιστώσει τα αμφισβητούμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων, και να επιλύσει τη διαφορά που έχει προκύψει,

(β) Το χαρακτήρα του σώματος· ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, και

(γ) Το πλαίσιο λειτουργίας του δικαστηρίου· η δικαιοσύνη απονέμεται δημόσια, οι αποφάσεις του δικαστηρίου αιτιολογούνται και εκδίδονται μέσα σε εύλογο χρόνο.

[*1663]

Η διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, καθώς και της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου πρέπει να συντελείται μέσα σε εύλογο χρόνο. Η αξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξαρτάται άμεσα από την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών για την προστασία τους και των χρονικών ορίων για τη διαπίστωση τους. Η έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής τούτης της έννοιας της δικαιοσύνης, όπως αναφέρεται και στον πρώτο Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της σύγχρονης εποχής, τη Magna Carta του 1215, όπου διακηρύσσεται ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστά άρνηση της δικαιοσύνης.  Η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο αποτελεί πρωταρχική ευθύνη της δικαστικής εξουσίας, όπως έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί. (Βλ. μεταξύ άλλων Φοινιώτη ν. Greenmar Navigation Ltd., (1989) 1(E) A.A.Δ., 33, Mαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).

Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του άρθρου 30.2 καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη. Αυτό αναγνωρίζεται σε σειρά δικαστικών αποφάσεων ως η φυσιολογική και αναπόφευκτη συνέπεια παρέκκλισης από τις διατάξεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. (Βλ. Psaras & Another v. Republic (1987) 2 C.L.R., 132, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, και Ευσταθίου (ανωτέρω)).

Όπως επισημαίνεται στην Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, το αντικείμενο του άρθρου 30.2 δεν είναι η παραγραφή αστικών δικαιωμάτων ή της ποινικής ευθύνης, αλλά ο καθορισμός του πλαισίου για την έγκυρη διάγνωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή τα εχέγγυα και προϋποθέσεις για την άρτια απονομή της δικαιοσύνης.  Συνάγεται από το κείμενο του άρθρου 30.2 και τη νομολογία, ότι καθιερώνονται, όπως είναι φυσιολογικό, ομοιόμορφα κριτήρια για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης τόσο σε αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις. Τα εχέγγυα για την απονομή της δικαιοσύνης δε μπορεί παρά να είναι ομοιόμορφα. Η ποιότητα της δικαιοσύνης δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις.

Ούτε το Σύνταγμα, ούτε ο Περί Δικαστηρίων Νόμος, ούτε οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καθορίζουν ακριβή χρονικά όρια για την απονομή της δικαιοσύνης. Όπως αναγνωρίζεται στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ., 149, το εύλογο [*1664]του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων ή της ευθύνης του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που συσχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση και τη διαγωγή των διαδίκων. (Βλ. επίσης Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62, και την ερμηνεία που αποδόθηκε στις διατάξεις του από την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - DIGEST OF STRASBOURG CASE LAW, Vol.2 - Cases of Interpretation and Application of Article 6.1 of the Convention).”

Στην προκείμενη περίπτωση οι αγωγές καταχωρήθηκαν το 1985 και η απόφαση εκδόθηκε το 1998. Στην υπόθεση Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, όπου η αγωγή καταχωρήθηκε το 1970 και η απόφαση εκδόθηκε το 1985, μία χρονική διάρκεια ίση περίπου με εκείνη της παρούσας υπόθεσης, ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) ανέφερε τα ακόλουθα:

“Ιt is with trepidation we reflect on the delay in hearing and disposing of this case. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Justice delayed is justice denied. This aphorism must be in the forefront of judicial thought and action. In no circumstances should courts of law countenance delays of this magnitude.”

Toύτου λεχθέντος, στην παρούσα περίπτωση, αφού εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα γεγονότα και τους λόγους καθυστέρησης στην εκδίκαση των αγωγών, όχι χωρίς κάποιο δισταγμό, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως, κάτω από τις συνθήκες, η καθυστέρηση δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε λεπτομερώς πιό κάτω.

Ο χρόνος εκκρεμότητας αυτής της υπόθεσης μπορεί να χωρισθεί σε δύο μέρη: (α) στην περίοδο από την καταχώρηση των αγωγών μέχρι την έναρξη της δίκης και (β) στην περίοδο από την έναρξη της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης.

(i) Η περίοδος από την καταχώρηση των αγωγών μέχρι την έναρξη της δίκης

Οι δύο αγωγές καταχωρήθηκαν αντίστοιχα στις 19.9.85 και στις 8.11.85. Η δίκη άρχισε στις 30.1.96. Προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία και τα πρακτικά της υπόθεσης ότι η μεγάλη αυτή κα[*1665]θυστέρηση οφειλόταν σε δύο λόγους: Πρώτον, στο γεγονός της εκκρεμότητας της διεξαγωγής επιτόπιας εξέτασης από το Κτηματόλογιο και, δεύτερον, στις μεγάλες καθυστερήσεις στην καταχώρηση των δικογράφων. Ενώ η αγωγή της εφεσείουσας 1 καταχωρήθηκε στις 19.9.85 η Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε δύο και πλέον χρόνια αργότερα, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1987 (η Έκθεση Υπεράσπισης της εναγομένης 1 ακολούθησε στις 31.10.87 και εκείνη του εναγομένου 2 στις 20.11.87). Η αγωγή της εφεσείουσας 2 καταχωρήθηκε όπως είπαμε στις 8.11.85 και πάλιν η Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε το 1987. (Η Έκθεση Υπεράσπισης της εναγομένης 1 καταχωρήθηκε στις 27.10.87 και η Απάντηση της ενάγουσας στις 3.4.89, η δε Έκθεση Υπεράσπισης του εναγομένου 2 στις 4.9.91).

Στις 20.2.89 μετά από αίτημα το Δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας από το Κτηματολόγιο και η υπόθεση αναβλήθηκε επ’ αόριστο για να γίνει επιτόπια εξέταση.  Έτσι, ο ισχυρισμός των εφεσειουσών ότι η καθυστέρηση προκλήθηκε από αιτήσεις που υπέβαλαν καθυστερημένα οι εφεσίβλητοι, όπως αίτηση για λεπτομέρειες, δεν ευσταθεί, αφού αυτές έγιναν σε περίοδο που η υπόθεση δεν ήταν έτοιμη για να οριστεί για ακρόαση. Στις 19.11.91 ακολούθησε αίτηση για συνένωση, απόφαση στην οποία εκδόθηκε στις 31.3.92 μετά από την οποία και πάλιν η υπόθεση αναβλήθηκε επ’ αόριστο για να συμπληρωθεί η επιτόπια εξέταση.  Την 31.1.95 η υπόθεση ήταν ορισμένη για μνεία και ξαναορίστηκε στις 23.2.95 για να υποβληθεί το πόρισμα της επιτόπιας εξέτασης και πάλιν για τον ίδιο σκοπό στις 23.3.95.  Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης (τεκμ.14) οι διάδικοι και το Δικαστήριο πληροφορήθηκαν ότι τέλειωσε η επιτόπια εξέταση στις 26.9.95 και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 30.1.96. Ενώ συνεχιζόταν κατά διάφορες ημερομηνίες η ακρόαση, με το τεκμήριο 15 πληροφορήθηκαν οι διάδικοι ότι ακυρώθηκε η επιτόπια εξέταση μετά από όπως φαίνεται από παρέμβαση των εφεσειουσών και έγινε επανεξέταση του θέματος και τελικά το πόρισμα της επιτόπιας έρευνας ήταν έτοιμο όπως πληροφορήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι στις 3.10.96 (Τεκμ.13).

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι η καθυστέρηση αυτή από την καταχώρηση των αγωγών μέχρι την έναρξη της δίκης οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην αδικαιολόγητη για χρόνια εκκρεμότητα της διεξαγωγής των επιτόπιων εξετάσεων και αφετέρου, στην ανεπίτρεπτη καθυστέρηση στην καταχώρηση των Εκθέσεων Απαιτήσεων από τις δύο εφεσείουσες-ενάγουσες.

(ii) H περίοδος από την έναρξη της δίκης μέχρι την έκδοση της από[*1666]φασης

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά χρειάστηκαν περίπου 20 δικάσιμοι για να συμπληρωθεί η ακρόαση της υπόθεσης, αφού κατέθεσαν πολυάριθμοι μάρτυρες και υπήρξε παρατεταμένη εξέταση και αντεξέταση, κυρίως από τις εφεσείουσες. Σε καμμιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις η υπόθεση δεν αναβλήθηκε εκ μέρους του Δικαστηρίου, παρά μόνο ορισμένες δικάσιμες μετατοπίστηκαν εγκαίρως λόγω συνεδριών του Κακουργιοδικείου. Είναι όμως προφανές ότι μετά την εξάντληση του χρόνου κάθε δικασίμου και την αναβολή για συνέχιση σε άλλες ημερομηνίες, η υπόθεση αναβαλλόταν όχι από μέρα σε μέρα αλλά σε κατοπινές ημερομηνίες, πολλές φορές περίπου σε ένα μήνα ή λιγότερο, ή περισσότερο,  παρεμβαλλομένων και των θερινών διακοπών. Τούτο ίσως καθίστατο αναγκαίο από τις άλλες υποχρεώσεις εκδίκασης υποθέσεων που είχε ήδη ανειλημμένες το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όποιες άλλες αναβολές ή καθυστερήσεις που έγιναν κατά την περίοδο αυτή οφείλονταν πάντοτε στις εφεσείουσες. Για παράδειγμα, μετά την πρώτη δικάσιμη στις 30.1.96 η εφεσείουσα 2 που διεξήγε την υπόθεση δήλωσε ότι η μάρτυς της, εφεσείουσα 1, θα απουσίαζε στο εξωτερικό μέχρι τέλους Μαρτίου, γι’ αυτό η υπόθεση ορίστηκε 8.4.96.  Πάλιν στις 30.5.96 όταν το Δικαστήριο έδωσε ως ημερομηνία συνέχισης την 12 ή 18.6.96 η εφεσείουσα ανέφερε ότι δεν μπορούσε και πάλιν να εμφανιστεί κατ’ εκείνες τις ημερομηνίες και η υπόθεση ορίστηκε στις 24.6.96. Στις 9.4.97 η υπόθεση αναβλήθηκε χωρίς να εξαντληθεί ο χρόνος του Δικαστηρίου διότι μάρτυς των εφεσειουσών δεν ήταν παρών. Το ίδιο στις 9.5.97, ημερομηνία κατά την οποία δεν έγινε καθόλου ακρόαση λόγω και πάλιν απουσίας μάρτυρα των εφεσειουσών. Επίσης στις 25.9.97, που προφανώς ήταν Πέμπτη, δεν συνεχίστηκε η υπόθεση το απόγευμα λόγω ανικότητας της κας Παπακόκκινου να εμφανισθεί και η υπόθεση ανεβλήθη στις 3.10.97, από την οποία και μετατοπίστηκε λόγω Κακουργιοδικείου στις 9.12.97. Επίσης και πάλιν δεν έγινε η ακρόαση στις 28.4.98 μετά από αίτημα των εφεσειουσών-εναγουσών. Στις 29.6.98 έγιναν οι αγορεύσεις και στις 10.12.98, δηλαδή εντός περιόδου λίγο μικρότερης των 6 μηνών, εκδόθηκε η απόφαση.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφειλόταν κυρίως σε λόγους που μπορούν να καταταγούν κάτω από δύο σχετικούς παράγοντες: τη φύση και πολυπλοκότητα των θεμάτων που ηγέρθηκαν που κατέστησαν αναγκαία τη διεξαγωγή ανεξήγητα χρονοβόρων επιτόπιων ερευνών, και στη διαγωγή των εφεσειουσών, δηλαδή τις καθυστερήσεις στην ετοιμασία των δικογράφων και τις αναβολές που οφείλονταν σ’ αυτές. Επίσης, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω πρα[*1667]κτικά μπορούμε να πούμε για τη διαγωγή των εφεσιβλήτων ότι σχεδόν ποτέ δεν προξενήθηκε απ’ αυτούς ουσιαστική καθυστέρηση.  Ο ισχυρισμός των εφεσειουσών ότι η μεγάλη καθυστέρηση οφειλόταν στη διεξαγωγή των επιτόπιων εξετάσεων για να διαπιστωθεί η ιδιοκτησία του τοίχου που δεν θα ήταν αναγκαίες αν παραδέχονταν το γεγονός οι εφεσίβλητοι και ως εκ τούτου αυτοί έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τη μεγάλη καθυστέρηση, είναι εντελώς ανεδαφικός. Δεν μπορεί, εν όψει και των παρατηρήσεων που κάνουμε πιο κάτω,[δέστε (ζ)] να θεωρηθεί ως μεμπτή η διαγωγή αυτή των εφεσιβλήτων, με την οποία έθεταν σε αυστηρή απόδειξη της υπόθεσης τους τις εφεσείουσες.

Κατά συνέπεια, κάτω από τις πιό πάνω συνθήκες και εν όψει των παρατηρήσεων μας κρίνουμε ότι η καθυστέρηση στη διεξαγωγή της υπόθεσης δεν κατέστησε άκυρη τη διαδικασία.

Επιπρόσθετα, μπορεί να παρατηρήσουμε πως ούτε υπήρξε ισχυρισμός αλλά ούτε και προέκυψε πως η καθυστέρηση αυτή, επηρέασε κατά οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειουσών.

(β) Άρνηση αναβολής

Ο λόγος αυτός της έφεσης αφορά την άρνηση του Δικαστηρίου να δώσει αναβολή στις 8.7.98 για να ακουστεί μαρτυρία της Ανδρούλλας Ονουφρίου, μάρτυρα των εφεσειουσών-εναγουσών, που απουσίαζε στο εξωτερικό κατά τον ισχυρισμό τους για λόγους υγείας.

Το Εφετείο στην υπόθεση Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1348 στη σελ. 1352 ασχολήθηκε με το θέμα και ανέφερε ότι τούτο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, προσθέτοντας ότι:

“Η βασική αρχή η οποία πρέπει να διέπει την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Περαιτέρω το ζήτημα των αναβολών πρέπει να εξετάζεται και σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι “έκαστος . . .  δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου”.

Σε σχέση με το δικαίωμα του εφεσίβλητου να ακουσθεί, το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος, το δικαίωμα αυτό πρέπει να εξισορροπείται με το δικαίωμα απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (άρθρο 30.2). Έχει δε νομολογη[*1668]θεί ότι η εξισορρόπιση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα κάθε περίπτωσης (βλ. Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα άρθρα 30.2 και 30.3 του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. (Βλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 262. Βλ. και Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ. κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, Royal Insurance International Ltd ν. Δήμου Λεμεσού (1995) 1 Α.Α.Δ. 185, Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997 και Νικήτα ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 75.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Άλλοι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι: Η ταλαιπωρία του άλλου διαδίκου, το ενδιαφέρον του δικαστηρίου για έγκαιρη διεκπεραίωση της δικαστικής εργασίας και η μη ανατροπή του προγράμματός του (βλ. Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788).” (Καλλής, Δ.).

Στην παρούσα περίπτωση, στην ενδιάμεση του απόφαση, το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, αφού αναφέρθηκε στα περιστατικά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζητήθηκε η αναβολή για να δοθεί η ευκαιρία σε μάρτυρα να καταθέσει και αφού επεσήμανε τις αρχές που διέπουν το θέμα, σχολίασε το γεγονός ότι η μάρτυς δεν είχε κλητευθεί και ούτε είχε δοθεί οποιαδήποτε απόδειξη για την απουσία της για λόγους υγείας, και απέρριψε το αίτημα για αναβολή.

(γ) Ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων και συμπεράσματα

Σχετικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Λευκαρίτη και Άλλων ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, ν. Λευκαρίτη και Άλλων (2000) 1 Α.Α.Δ. 194, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 207 και 208:

“Aναφορικά με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει εκτενής νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την από[*1669]φαση στην υπόθεση Πελεκάνου ν. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:

“Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714. Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1(ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου ν. Λοζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου ν. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351).”

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

Οι αρχές επέμβασης στα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο νομολογίας.  Σχετικά παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Koudellaris v. Crhsitoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366 στη σελ. 372:

“Τhe principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether the conclusion originally reached upon that evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.

The Court should be ‘satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not be sufficient to explain or justify the trial judge’s conclusion’ (Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas  (supra) at p. 488) before it disturbs its findings of fact. On the dispute,but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in as good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Bursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267.”

[*1670]

Σχετικό είναι επίσης και το πιο κάτω απόσπασμα από την Poustobaev Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010 από τις σελ. 2014 και 2015:

Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. Ρίτσα Χριστοδουλίδου και άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).

Περαιτέρω, στην Ιοαnnου ν. Μavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν  τα ακόλουθα στη σελ.111:

“Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge.  Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge’s findings is wrong, this Court will not interfere  with such findings.”

Επίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα ευρημάτων αξιοπιστίας “it must be shown that the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so.” (σελ.553). (Αρτέμης, Δ.).

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομικές αρχές θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου πάνω στη μαρτυρία.

Οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων-εναγομένων αντί τη δική τους, επισημαίνοντας ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσίβλητων ήταν πλήρης αντιφάσεων που την καθιστούσε αναξιόπιστη.  Στο περίγραμμα αγορεύσεων τους ασχολούνται με λεπτομέρεια με τις αντιφάσεις αυτές (σελ. 18-23 του περιγράμματος) και περαιτέρω [*1671]σχολιάζουν και επιχειρηματολογούν γιατί δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία αυτή, για επιπρόσθετους λόγους, κατά προτίμηση εκείνης των εφεσειουσών.

Έχουμε να παρατηρήσουμε πως σε πολλά σημεία της επισήμανσης αντιφάσεων οι εφεσείουσες στο περίγραμμα τους καταλήγουν και σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το τι λέγεται στη σελ.20 του περιγράμματος αγορεύσεων που παραθέτουμε κατά λέξη:

“Αναφορικά προς την Μ.Υ.2 Σμυρλή σ. 376 σχετικά με τον τοίχο της Αλέκας είπεν ίσως είχε και ρωγμές.  Άρα ο τοίχος δεν είχε ρωγμές.”

Κατ’ αντίθεση με τα πιο πάνω επιχειρήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επεσήμανε τα μειονεκτήματα της μαρτυρίας που δόθηκε από την πρώτη εφεσείουσα και επεξήγησε το λόγο της προτίμησης της μαρτυρίας της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια και σχολίασε τη μαρτυρία, κατέληξε στα συμπεράσματα του, τα οποία αιτιολόγησε πλήρως και εκτενώς. Τούτο φαίνεται στις σελίδες 29 μέχρι και 38 της απόφασης, όπου εμπεριστατωμένα και με λεπτομέρεια το Δικαστήριο εξηγεί γιατί προτίμησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, αναφερόμενο τόσο στο περιεχόμενο των διαφόρων μαρτυριών όσο και στην εντύπωση που του έκαμαν οι μάρτυρες στο εδώλιο και τον τρόπο με τον οποίο έδωσαν τη μαρτυρία τους, τονίζοντας ότι εκείνη της εφεσείουσας 1 ήταν, κυρίως στην αντεξέταση, ασαφής και αόριστη.

Επισημαίνουμε πως θα ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις στις διάφορες μαρτυρίες εν όψει του μεγάλου χρόνου που παρήλθε από το χρόνο των γεγονότων στα οποία βασίζονταν οι αγωγές μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης. Είναι επίσης νομολογημένο ότι δεν πρέπει να απομονώνονται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματα της μαρτυρίας αλλά ότι αυτή πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται στην ολότητά της. Οι εφεσείουσες δεν μας έχουν ικανοποιήσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Συναφώς με το πιο πάνω θέμα και σχετικά με το λόγο έφεσης που αφορά την αξιολόγηση των τεκμηρίων-φωτογραφιών που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι φωτογραφίες αυτές ήταν αναποτελεσματικές.  Από μόνες τους δεν μπορούσαν να αποδείξουν ή να βοηθήσουν την υπόθεση των εφεσειουσών, εν όψει δε και της απόρριψης της μαρτυ[*1672]ρίας των εφεσειουσών, που ίσως θα μπορούσε να τους δώσει σημασία, αν γινόταν αποδεκτή, το συμπέρασμα ότι ήταν αναποτελεσματικές εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις.

Κατά συνέπεια, δεν χωρεί επέμβαση μας στα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία και επικυρώνουμε.

(δ) Η συνεκδίκαση των αγωγών

Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν αντιλαμβανόμαστε πλήρως το λόγο αυτό της έφεσης.  Παραπονούνται οι εφεσείουσες ότι το Δικαστήριο αντιμετώπισε τις υποθέσεις ως “συνεκδικαζόμενες” ενώ το διάταγμα του Δικαστηρίου ήταν για συνένωση (consolidation). Από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, δεν βλέπουμε να υπήρξε οτιδήποτε το αντικανονικό στην εκδίκαση των υποθέσεων μετά το διάταγμα για συνένωση. Είναι δε στο τέλος της απόφασης που, αφού δεν έγινε δεκτή η θέση των εφεσειουσών, αποσυνδέθηκαν οι δύο αγωγές και απορρίφθηκαν ξεχωριστά η κάθε μια.  Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

(ε) Το βάρος απόδειξης παράνομης επέμβασης

Παραπονούνται οι εφεσείουσες ότι, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 43(2) του Κεφ. 148, το βάρος απόδειξης της παρανομίας της επέμβασης βρισκόταν στους ώμους των εναγομένων, εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τούτο βρισκόταν στους ώμους των εφεσειουσών-εναγουσών. Επισημαίνουμε πως ουδέποτε το Δικαστήριο αποφάσισε κάτι τέτοιο. Το τι ανέφερε το Δικαστήριο είναι ότι οι εφεσείουσες-ενάγουσες θα έπρεπε να είχαν αποδείξει κατά πρώτον επέμβαση. Αυτό ήταν το βάρος αποδείξεως στο οποίο αναφέρεται το Δικαστήριο. Έτσι, αφού έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε επέμβαση, δεν ετίθετο πια θέμα απόδειξης παρανομίας και σε ποιού τους ώμους τούτο βρισκόταν. Και ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.

(στ) Η άρνηση του Δικαστηρίου να επισκεφθεί τον τόπο της κατ’ ισχυρισμό οχληρίας και επέμβασης

Το κατά πόσο είναι αναγκαία επιτόπια εξέταση  βρίσκεται πάντα εντός της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, όπως τονίστηκε και στην Στρατής ν. Πεντέλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708. Η επιτόπια εξέταση που διενεργεί Δικαστήριο σκοπό έχει την καλύτερη αντίληψη της ενώπιόν του παρουσιαζόμενης μαρτυρίας και ουδέποτε επιτρέ[*1673]πεται ο Δικαστής να μετατρέπεται ο ίδιος σε μάρτυρα ή εμπειρογνώμονα τους ενός ή του άλλου διαδίκου. Τούτο αναφέρθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 108.

Στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο είχε ενώπιον του λεπτομερή μαρτυρία και αφού θα είχε και το πόρισμα της επιτόπιας έρευνας προφανώς δεν θεώρησε αναγκαία επιτόπια εξέταση. Δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε μεμπτό στην με αυτό τον τρόπο άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και ως εκ τούτου δεν χωρεί επέμβαση μας.

Κάτω από τις πιό πάνω συνθήκες και έχοντας υπόψη τις αρχές που εκθέσαμε πιό πάνω, κρίνουμε ότι ήταν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να αρνηθεί την αναβολή, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να επέμβουμε στην κρίση του.

(ζ) Τα έξοδα

Υπέβαλαν οι εφεσείουσες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τουλάχιστο δεν έπρεπε να επιδικάσει υπέρ των εφεσιβλήτων τα έξοδα που έγιναν για να αποδειχθεί η ιδιοκτησία του τοίχου, γιατί αυτά δημιουργήθηκαν  από την άρνηση παραδοχής του γεγονότος τούτου από τους εφεσίβλητους και τον ισχυρισμό τους ότι ο τοίχος ήταν επίκοινος. Περαιτέρω, προσβάλλουν την ορθότητα επιδίκασης του ψηλότερου επιτρεπόμενου βαθμού εξόδων σε κάθε περίπτωση και της έγκρισης των εξόδων από ένα μόνο Δικαστή αντί και από τους δύο του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, θεωρούμε ότι δεν ήταν απαραίτητο τα έξοδα που είχαν υπολογιστεί από τον Πρωτοκολλητή να εγκριθούν και από τους δύο Δικαστές του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, εφόσον τούτο δεν ήταν θέμα που αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και που αποφάσιζε τελικά την αγωγή. Το γεγονός επίσης της επιδίκασης του ύψιστου ορίου σε κάθε περίπτωση εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, όπου εγίνετο ουσιαστική ακρόαση, και μάλιστα για δύο δικηγόρους, αφού η υπεράσπιση του κάθε εφεσίβλητου τύγχανε χειρισμού από διαφορετικούς δικηγόρους και σε ορισμένα σημεία συγκρουόταν με εκείνη του άλλου.

Είναι γεγονός ότι πολλά από τα έξοδα δημιουργήθηκαν για να αποδειχθεί, που τελικά αποδείχθηκε, ότι ο τοίχος δεν ήταν επίκοινος αλλά ήταν ιδιοκτησία της εφεσείουσας Αλέκας Παπακόκκινου. Επι[*1674]σημαίνουμε όμως πως για να αποδείξουν την υπόθεση οχληρίας και επέμβασης οι εφεσείουσες θα έπρεπε πρώτα να αποδείξουν ιδιοκτησία της περιουσίας και δεύτερον, την επέμβαση.  Ήταν δηλαδή η απόδειξη της ιδιοκτησίας του τοίχου συστατικό στοιχείο της επέμβασης και δεν ήταν παράλογο εκ μέρους των εφεσιβλήτων να καταστήσουν το θέμα επίδικο και να θέσουν την εφεσείουσα-ενάγουσα Αλέκα Παπακόκκινου σε αυστηρή απόδειξη της ιδιοκτησίας ενός τοίχου που βρισκόταν στα σύνορα των όμορων κτημάτων από πολλά χρόνια και που δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν με βεβαιότητα σε ποιόν ο τοίχος ανήκε. Εξάλλου, επισημαίνουμε πως, αν η εφεσείουσα ήθελε να μην επιβαρυνθεί με τα έξοδα σε περίπτωση που θα αποδείκνυε την ιδιοκτησία του τοίχου, είχε την ευκαιρία να επιδώσει στην άλλη πλευρά ειδοποίηση για παραδοχή γεγονότων, με βάση τις πρόνοιες της Δ.24, θ.4, που προνοεί ότι όπου δοθεί τέτοια ειδοποίηση και η άλλη πλευρά παραλείψει να παραδεχθεί τα γεγονότα, τότε θα επωμίζεται τα έξοδα για απόδειξη των γεγονότων αυτών.  Οι εφεσείουσες επέλεξαν να μην ακολουθήσουν την πρόνοια αυτή.  Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δικαιολογημένα, με βάση την αρχή ότι τα έξοδα συνήθως ακολουθούν την έκβαση της δίκης, επεδίκασε όλα τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων, αφού οι αγωγές απορρίφθηκαν.

Κάτω από το φως όλων των πιό πάνω, η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της. Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των εφεσειουσών.

Στο στάδιο αυτό θα θέλαμε να εκφράσουμε ορισμένες σκέψεις για τη θεραπεία που η νομολογία μας επιτρέπει σε περιπτώσεις όπου η καθυστέρηση παραβιάζει το Άρθρο 30.2. Σε τέτοιες περιπτώσεις ακυρώνεται η απόφαση και διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής, γεγονός που κατά την άποψη μας αντί να αποτελεί θεραπεία για τους διαδίκους αντίθετα τους επιβαρύνει ακόμη περισσότερο. Παίρνοντας ως παράδειγμα την προκείμενη περίπτωση, αν καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση ήταν άκυρη και την ακυρώναμε και διατάζαμε επανεκδίκαση τότε θα σήμαινε ότι, στην ήδη μεγάλη καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης, που θα ήταν και ο λόγος ακύρωσης της απόφασης, θα προσθέταμε ακόμη και άλλο χρόνο, τουλάχιστο μήνες, μέχρι τελική απόφανση επί των διαφορών των διαδίκων. Επιπρόσθετα, θα δημιουργούνταν και άλλα έξοδα για τη δεύτερη δίκη, που εδώ αν απορρίπτονταν και πάλιν οι αγωγές των εφεσειουσών θα σήμαινε ότι θα όφειλαν κατά πάσαν πιθανότητα να πληρώσουν τόσο τα έξοδα της πρώτης δίκης όσο και της δεύτερης. Διερωτώμαστε αν αυτό θα ήταν δίκαιο και λογικό κάτω από τις περιστάσεις, αφού δεν βλέπουμε ποιό θα ήταν το κέρδος για τους παραπονούμενους διαδίκους. Η καθυστέρηση για την οποία εί[*1675]χαν το παράπονο στη διάγνωση των δικαιωμάτων τους θα παρατεινόταν ακόμη περισσότερο και θα επιφορτίζονταν και με περιπλέον έξοδα, όπως αναφέρουμε πιο πάνω.  Είναι η άποψη μας ότι θα έπρεπε να υπάρχουν νομοθετικές πρόνοιες και διατάξεις που να επιτρέπουν σε τέτοιες περιπτώσεις διατάγματα αποζημίωσης των διαδίκων από τη Δημοκρατία, η οποία φέρει την ευθύνη, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος για τη διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου μέσω των τριών κλάδων της λειτουργίας της, όπως τονίστηκε στη Βίκτωρος (ανωτέρω).  Έτσι, σε περιπτώσεις όπου υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση δεν θα ακυρωνόταν η διαδικασία και η απόφαση μόνο γι’ αυτό το λόγο (εκτός αν επηρεάζονταν δυσμενώς τα δικαιώματα των διαδίκων) αλλά θα εκδιδόταν διάταγμα, ανάλογα με τις συνθήκες και τη ζημιά που θα είχαν υποστεί οι διάδικοι, για αποζημίωση από τη Δημοκρατία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο