Πανέρας Ιωάννης (ανήλικος) διά της μητρός και πλησιέστερης συγγενούς και φίλης αυτού Ζωής-Φρειδερίκης Στεφάνου ν. Νικόλαου Πανέρα (2001) 1 ΑΑΔ 1684

(2001) 1 ΑΑΔ 1684

[*1684]9 Νοεμβρίου, 2001

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΕΡΑΣ, ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΔΙΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗΣ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗΣ ΑΥΤΟΥ ΖΩΗΣ-ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝΕΡΑ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 127)

 

Δεδικασμένο — Δημιουργία δεδικασμένου από διάταγμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για διατροφή ανηλίκου — Προϋποθέσεις για δημιουργία δεδικασμένου από αποφάσεις των Δικαστηρίων.

Οικογενειακό Δίκαιο — Διατροφή — Κυρωτικός Νόμος της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου (Αρ. 55/84), Άρθρο 26 — Εφαρμοστέες αρχές.

Αλλοδαπή απόφαση — Επιδίωξη τροποποίησης αλλοδαπής απόφασης για διατροφή — Ποία η ορθή διαδικασία.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για έκδοση διατάγματος διατροφής του εφεσείοντος εναντίον του πατέρα του, του εφεσίβλητου, επειδή το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ακολούθως το Δικαστήριο προέβη στην έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής εναντίον του εφεσίβλητου που ανερχόταν σε 25.000 δρχ. Ο εφεσίβλητος είχε συμμορφωθεί πλήρως με το πιο πάνω εκδοθέν διάταγμα διατροφής και μάλιστα το είχε αυξήσει οικειοθελώς σε 36.000 δρχ.

[*1685]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι:

1) Το θέμα του δεδικασμένου δεν είχε εγερθεί στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να το εξετάσει, και

2) Δεν υπήρχε τελική απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου που θα μπορούσε να αποτελέσει δεδικασμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

Η ορθή διαδικασία για τον εφεσείοντα ήταν η αναγνώριση της πιο πάνω απόφασης και η επιδίωξη τροποποίησης της σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου Αρ. 216/90 στην Κύπρο και όχι η καταχώρηση νέας αίτησης για τη ρύθμιση του ύψους της διατροφής εξ υπαρχής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 26/7/00 (Αρ. Αίτησης 130/99) με την οποία απέρριψε την αίτηση για έκδοση διατάγματος διατροφής εναντίον του εφεσιβλήτου-πατέρα του, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου.

Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Πιριλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Η Ζωή-Φρειδερίκη Στεφάνου (μητέρα και πλησιέστερη φίλη και συγγενής του ανήλικου Ιωάννη Πανέρα, που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο “εφεσείων”) και ο Νικόλαος Πανέρας (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο “εφεσίβλητος”) παντρεύτηκαν το 1981 στην Αθή[*1686]να σύμφωνα με τους κανόνες και το δόγμα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον πιο πάνω γάμο απέκτησαν ένα γιό (τον εφεσείοντα) που κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας ήταν 16 χρονών.  Ο γάμος διαλύθηκε το 1986 κοινή συναινέσει με απόφαση αρμόδιου Ελληνικού Δικαστηρίου.  Έκτοτε ο εφεσείων διαμένει με τη μητέρα του στη Λεμεσό. Στις 15/9/86 επιδικάσθηκε εναντίον του εφεσιβλήτου από Ελληνικό Δικαστήριο ποσό 25.000 δρχ. ως προσωρινή διατροφή του εφεσείοντος.

Το 1999 ο εφεσείων καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού αίτηση για την έκδοση διατάγματος διατροφής εναντίον του εφεσιβλήτου.  Ο τελευταίος πρόβαλε ως υπεράσπιση την ύπαρξη δεδικασμένου και το Οικογενειακό Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εισήγηση του εφεσιβλήτου απέρριψε την αίτηση.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους που επικεντρώνονται στην εισήγηση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφαρμοζόταν ο κανόνας του δεδικασμένου.

 

(β) Το δεδικασμένο

Σύμφωνα με τα γεγονότα που προκύπτουν από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι ο γάμος διαλύθηκε το 1986 “κοινή συναινέσει” από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ακολούθως το Δικαστήριο προέβηκε στην έκδοση προσωρινού διατάγματος διατροφής, που ανερχόταν σε 25.000 δρχ. Ο εφεσίβλητος απέστελλε ανελλιπώς το πιο πάνω ποσό στον εφεσείοντα και από το Δεκέμβριο του 1998 ο ίδιος ο εφεσίβλητος αύξησε το ποσό σε 36.000 δρχ. χωρίς την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δικαστηρίου.  Σύμφωνα με ίδια παραδοχή της μητέρας του εφεσείοντος το τελικό ποσό διατροφής που επιδικάσθηκε δικαστικά στην Ελλάδα ήταν 25.000 δρχ.

Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το θέμα του δεδικασμένου δεν προβλήθηκε στην υπεράσπιση του εφεσιβλήτου και δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού υπάρχει αναφορά στην παράγραφο 4 της Εκθεσης Υπεράσπισης, όπου αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος απέστελλε ανελλιπώς στον εφεσείοντα το ποσό των 25.000 δρχ. “κατ’ ακολουθίαν προς τούτο αποφάσεως Ελληνικού Δικαστηρίου”. Η αναφορά αυτή, έστω και έμμεση, είναι από τη φύση της ικανοποιητική για να δικαιολογήσει την εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξέταση του ισχυρισμού ότι στην παρούσα περίπτωση μπορούσε να γίνει επίκληση εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμέ[*1687]νου.

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε επίσης ότι δεν υπάρχει τελική απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου που θα μπορούσε να αποτελέσει δεδικασμένο, αλλά μόνο ένα προσωρινό διάταγμα που δεν μπορούσε να επισύρει την εφαρμογή του κανόνα. Αντίθετα ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Ελληνικού Δικαστηρίου έχει δημιουργήσει δεδικασμένο που προβάλλει ως νομικό κώλυμα για την προώθηση της αίτησης του για την έκδοση εξ’ υπαρχής διατάγματος διατροφής του στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τις αρχές του Κοινοδικαίου όπως εφαρμόζονται στην Κύπρο από τις αρχές του 12ου αιώνα, οι αποφάσεις των Δικαστηρίων θεωρούνταν δεσμευτικές και δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Όπως έχει καθορισθεί ο κανόνας του δεδικασμένου,

“Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων.” (Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, p. 336)

Η εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα προϋποθέτει ότι,

(i)   Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη,

(ii)  Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων,

(iii) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων,  και

(iv) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του ο εφεσίβλητος επικαλέσθηκε τις πρόνοιες του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου (αρ. 55/84). Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 26 του πιο πάνω Νόμου προνοεί ότι:

“1. Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 21 έως 25 αυτής της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν και εκτελούν στο έδαφός τους και τελεσίδικες αποφάσεις ή διατάγματα δικαστηρίων σχετικά με απαιτήσεις για διατροφή που εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

[*1688]

2. Συμβιβασμοί σχετικοί με την πληρωμή διατροφής που έγιναν μεταξύ των διαδίκων και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο, επίσημα έγγραφα που περιέχουν ανάληψη υποχρεώσεως για πληρωμή διατροφής και που συντάχθηκαν ενώπιον των αρμόδιων Αρχών των Συμβαλλόμενων Μερών, καθώς και διατάγματα δικαστηρίων για πληρωμή των δικαστικών εξόδων, θεωρούνται σαν αποφάσεις κατά την έννοια της παραγράφου 1.

3. Οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης εφαρμόζονται επίσης σε τροποποιήσεις των διαταγμάτων διατροφής.”

Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσιβλήτου και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το διάταγμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών θεωρείται σαν απόφαση και τυγχάνει αναγνώρισης και εκτέλεσης από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας. Η απόφαση υπήρχε. Η ορθή διαδικασία για τον εφεσείοντα ήταν η αναγνώριση της πιο πάνω απόφασης και η επιδίωξη τροποποίησης της σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90 στην Κύπρο και όχι η καταχώριση νέας αίτησης για τη ρύθμιση του ύψους της διατροφής εξ’ υπαρχής. Εξίσου ορθή είναι και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν προέβαινε σε τροποποίηση του υπάρχοντος διατάγματος θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο