Αποστολίδης Στέλιος ν. Παντελή Ζούλη (2001) 1 ΑΑΔ 1695

(2001) 1 ΑΑΔ 1695

[*1695]20 Νοεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΠΑΝΤΕΛΗ ΖΟΥΛΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10743)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας — Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Πεζός που διασταύρωνε πλατεία έπεσε θύμα τροχαίου από αυτοκίνητο που ερχόταν από δεξιά και οδηγείτο με ανώμαλη διακίνηση και «μαρσαρισμένο» - Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 70% για τον οδηγό του αυτοκινήτου και σε ποσοστό 30% για τον πεζό — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Οικοδόμος είχε υποστεί αίμαθρο στο δεξιό γόνατο και συντριπτικό κάταγμα της δεξιάς επιγονατίδας — Είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ανοικτής ανάταξης του κατάγματος και οστεοσύνθεσης — Το σκέλος ακινητοποιήθηκε σε γύψινο κυλινδρικό νάρθηκα — Υπήρξε πλήρης πόρωση του κατάγματος — Μόνιμα κατάλοιπα: επιμήκης χειρουργική ουλή 15 εκατοστών και ελαφρός περιορισμός στην κάμψη-έκταση του γόνατος — Πιθανότητα ανάπτυξης οστεοαρθριτικών  αλλοιώσεων — Πρόκληση πόνου και ταλαιπωρίας μετά από πολύωρη εργασία — Επιδικασθείσες από το πρωτόδικο Δικαστήριο £12.000 γενικές αποζημιώσεις επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Απόδειξη — Γραπτή κατάθεση εναγομένου προς την αστυνομία — Δεν είχε καμμιά αποδεικτική αξία, νοουμένου ότι ο ίδιος δεν έδωσε μαρτυρία ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου.

[*1696]Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Επίδειξη σταθερής ανόδου του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Πιθανότητα απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων ή δυσχέρειας στην άσκηση του επαγγέλματος — Προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος, ενώ διασταύρωνε την Πλατεία Ελευθερίας στην Λευκωσία με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα-εναγόμενο ένοχο αμέλειας και τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ένοχο συντρέχουσας αμέλειας.  Η ευθύνη επιμερίστηκε σε ποσοστό 70% για τον εφεσείοντα-εναγόμενο και σε ποσοστό 30% για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις στον εφεσίβλητο-ενάγοντα επί πλήρους ευθύνης.

Ο εφεσείων-εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και λανθασμένα ευρήματα. Ο εφεσίβλητος-ενάγων με αντέφεσή του προσβάλλει την απόφαση ως προς το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων.

Βασικό παράπονο του εφεσείοντος-εναγόμενου είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου ούτε έλαβε υπόψη τη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντος προς την αστυνομία η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο, εκ συμφώνου, από τους δικηγόρους των διαδίκων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που προκύπτουν από το πιο πάνω περιληπτικό σημείωμα.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητρίου ν. Δημητριάδη (ανηλίκου) κ.λ.π. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1654,

Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R. 416,

[*1697]Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130,

Antoniou v. Iordanous (1976) 1 C.L.R. 341,

Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824,

Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789,

Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευάς (1992) 1 Α.Α.Δ. 498,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Moeliker v. A. Reyvolle and Co. Ltd [1977] 1 All E.R. 9.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 11/1/00 (Αρ. Αγωγής 2205/97) με την οποία καταμέρισε την ευθύνη για το ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν οι διάδικοι σε ποσοστό 70% στον εναγόμενο και 30% στον ενάγοντα και επεδίκασε υπέρ του ενάγοντα γενικές αποζημιώσεις £12.000 επί πλήρους ευθύνης.

Αντέφεση από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα κατά της ίδιας απόφασης ως προς το επιδικασθέν ποσό των £12.000 ως πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 28.10.1996 στην Πλατεία Ελευθερίας στη Λευκωσία. Ο εφεσίβλητος (ενάγοντας) ενώ διασταύρωνε την Πλατεία, πλάτους 14 μέτρων, από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείοντας (εναγόμενος) κτυπήθηκε με το εμπρόσθιο μέρος του με συνέπεια να υποστεί σωματικές βλάβες.

[*1698]Συνοπτικά τα γεγονότα όπως τα αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως ακολούθως:-

Αργά το απόγευμα της 28.10.1996 ο εφεσίβλητος άρχισε να διασταυρώνει την Πλατεία Ελευθερίας από δεξιά στα αριστερά, με σκοπό να περάσει στο απένταντι πεζοδρόμιο που υπήρχε τηλεφωνικός θάλαμος για να τηλεφωνήσει. Εκεί τον περίμεναν και δύο φίλοι του. Αφού διήνυσε απόσταση λίγων μέτρων και ήταν στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας αντελήφθη το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να κατευθύνεται προς το μέρος του. Το αυτοκίνητο αυτό οδηγείτο με ανώμαλη διακίνηση και “μαρσαρισμένο”. Ο εφεσίβλητος, προ του κινδύνου να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο και στην αγωνία στην οποία βρέθηκε, προσπάθησε να οπισθοχωρήσει προς το πεζοδρόμιο. Δεν απέφυγε όμως το κτύπημα από το αυτοκίνητο.  Ο εφεσείων εισήλθε στην Πλατεία Ελευθερίας από την οδό Κ. Παλαιολόγου, όπου βρίσκεται η γνωστή πολυκατοικία Λυσσαρίδη, με σκοπό να κατευθυνθεί, μέσω της Πλατείας στη λεωφόρο Ευαγόρου.

Η Πλατεία Ελευθερίας διαχωρίζεται σε τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, μονόδρομης κατεύθυνσης προς τη λεωφόρο Ευαγόρου. Το μήκος της Πλατείας είναι 95 μέτρα, η δε ορατότητα είναι πολύ καλή. Από το σημείο σύγκρουσης μέχρι τη συμβολή της Πλατείας με την οδό Κ. Παλαιολόγου, υπάρχει απόσταση 85 μέτρων με πολύ καλή ορατότητα.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν, ως προς την ευθύνη, ο αστυνομικός εξεταστής που παρουσίασε και το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος και ο συνοδηγός του εφεσείοντα. Όσον αφορά τις σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου κατέθεσαν οι θεράποντες ιατροί του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε και σχολίασε την ενώπιον του μαρτυρία τόσο την προφορική όσο και την πραγματική, κατέληξε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και ο εφεσίβλητος είχαν ευθύνη για το ατύχημα και καταμέρισε τη μεταξύ τους ευθύνη σε ποσοστό 70% στον εφεσείοντα και 30% στον εφεσίβλητο.  Ως προς δε τις γενικές αποζημιώσεις επεδίκασε το ποσό των £12.000 επί πλήρους ευθύνης.

Ο εφεσείων με την ειδοποίηση έφεσης προσβάλλει με τέσσερις λόγους, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λανθασμένα και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη στο ατύχημα.

Ο εφεσίβλητος με αντέφεση του προσβάλλει την απόφαση ως [*1699]προς το επιδικασθέν ποσό των £12.000 ως πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.

Βασικό παράπονο του εφεσείοντα που προβάλλει σε τρεις από τους τέσσερις λόγους έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου ούτε έλαβε υπόψη τη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα προς την αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο, εκ συμφώνου, από τους δικηγόρους των διαδίκων.

Είναι γεγονός, όπως εξάγεται από τα πρακτικά, ότι ο αστυνομικός εξεταστής του ατυχήματος που κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας για τον εφεσίβλητο, παρουσίασε την κατάθεση, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο Β για αναγνώριση. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 30.9.99 οι δικηγόροι εκ συμφώνου κατέθεσαν την κατάθεση του εφεσείοντα στην αστυνομία ως κανονικό τεκμήριο στο Δικαστήριο. Καμιά αναφορά δεν γίνεται για το σκοπό και την αποδεικτική αξία της κατάθεσης αυτής.

Έχουμε καταλήξει ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την κατάθεση του εφεσείοντα προς την αστυνομία (Τεκμήριο 8). Γιατί αυτή δεν είχε καμιά αποδεικτική αξία, νοουμένου ότι ο ίδιος ο εφεσείων δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και να υποστεί το βάσανο της αντεξέτασης για να κριθεί η αξιοπιστία της. Νομολογιακή βάση για την κατάληξη μας αυτή είναι η απόφαση Έλλη Δημητρίου ν. Μάριου Δημητριάδη, ανηλίκου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1654. Το Εφετείο σ’ αυτή την υπόθεση διαπραγματευόμενο το ίδιο θέμα απέρριψε τους ίδιους ακριβώς ισχυρισμούς. Ο Αρτεμίδης, Δ. εκδίδοντας την απόφαση ανάφερε τα εξής στις σελίδες 1659 και 1660:-

“Αναφορικά με την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως έσφαλε κατά νόμο το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αρνήθηκε να αξιολογήσει τη γραπτή κατάθεση της εφεσείουσας που έδωσε στην Αστυνομία, που προσκομίστηκε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, κρίνουμε πως η σχετική απόφαση της δικαστού είναι απόλυτα ορθή.  Η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία κατά την ακρόαση. Είναι γεγονός πως το έγγραφο τούτο κατατέθηκε εκ συμφώνου, αλλά από τις θέσεις των δικηγόρων όπως προβάλλονται και καταγράφονται στο πρακτικό δεν αποκαλύπτεται ρητή δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου πως δεχόταν ως αληθές το περιεχόμενο του, ώστε να είναι δεσμευτικό. Γι’ αυτό και ο εφεσίβλητος παρουσίασε την εκδοχή του αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος με δικό του μαρτυρικό υλικό.  Ορθά επομένως η δικαστής αρνήθηκε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο [*1700]της γραπτής κατάθεσης της εφεσείουσας στην Αστυνομία.”.

Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατά το χρόνο της σύγκρουσης. Ισχυρίζεται ότι παρέβλεψε τη μαρτυρία του μάρτυρα του εφεσείοντα επί του θέματος, την κατάθεση του εφεσείοντα (Τεκμήριο 8) και το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης μόνο 5.30 μ.. Δεν συμφωνούμε με το λόγο αυτό της έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι γεγονός ότι αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου επί του σημείου τούτου που είπε ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα “να έρχεται κατά πάνω του μαρσαρισμένο και μάλιστα με ανώμαλη διακίνηση”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με υπερβολική ταχύτητα ούτε τέτοιο γεγονός λήφθηκε υπόψη κατά τον καταμερισμό της ευθύνης στους διαδίκους.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων θεωρεί ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος έπρεπε να δει τον εφεσίβλητο που διασταύρωνε το δρόμο από απόσταση 95 μέτρων όση και η ορατότητα στο σημείο της σύγκρουσης.

Έχουμε μελετήσει την επίδικη απόφαση και πουθενά δεν υπάρχει τέτοιο εύρημα εκ μέρους του Δικαστηρίου. Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα, έχοντας υπόψη την πραγματική μαρτυρία, ότι υπήρχε και χώρος και χρόνος να δει πιο έγκαιρα τον εφεσίβλητο πεζό. Συναφώς η μαρτυρία του συνοδηγού και μάρτυρα του εφεσείοντα ήταν ότι είδε τον εφεσίβλητο-πεζό για πρώτη φορά όταν ο τελευταίος ήταν στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας. Έχοντας υπόψη και την πραγματική μαρτυρία κρίνουμε ως ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος έθεσε τον εφεσίβλητο στην αγωνία της στιγμής. Το σχετικό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση έχει ως εξής:-

“Γι’ αυτό ο εναγόμενος είχε και χρόνο και χώρο να δει πιο έγκαιρα τον ενάγοντα και μάλιστα είχε ευκαιρία και να σταματήσει ή άλλως να κατευθύνει το όχημα του με τέτοιο τρόπο που να μην αναγκάσει τον ενάγοντα στην αγωνία της στιγμής να στραφεί πίσω και μάλιστα πριν να προφθάσει να ανέβει στο πεζοδρόμιο να τον κτυπήσει στο Χ του τεκμηρίου 1.”.

[*1701]Θεωρούμε ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία κάτω από το φως της πραγματικής μαρτυρίας. Η αιτιολογία που προβάλλεται στο λόγο αυτό της έφεσης δεν μας παρέχει τη δυνατότητα ανατροπής του ευρήματος του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι και ο ίδιος ο εφεσείων βρέθηκε σε αγωνία της στιγμής, δεν μεταβάλλει την κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσαν κατά τη στιγμή της σύγκρουσης. Εξάλλου το Δικαστήριο βρήκε ότι και ο εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό 30%.

Η έφεση, ως εκ τούτου, οδηγείται σε αποτυχία και απορρίπτεται.

Με δύο λόγους αντέφεσης ο εφεσίβλητος προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει γενικές αποζημιώσεις για το ποσό των £12.000 στο οποίο περιλαμβάνεται και εφάπαξ ποσό £2.000 “για την ταλαιπωρία και τις ενοχλήσεις που θα έχει σε σχέση με το επάγγελμα του οικοδόμου που σε κάθε περίπτωση εργάσθηκε στο παρελθόν εκτός Κύπρου (Τεκμήρια 3, 4 και η περί τούτου αποδεχτή μαρτυρία του ενάγοντα)”.

Από το ατύχημα ο εφεσίβλητος υπέστη σοβαρές σωματικές κακώσεις. Ο κλινικός και ακτινολογικός έλεγχος κατέδειξε αίμαθρο στο δεξιό γόνατο και συντριπτικό κάταγμα της δεξιάς επιγονατίδας. Εισήχθηκε στο χειρουργείο όπου του έγινε ανοικτή ανάταξη του κατάγματος και οστεοσύνθεση με βελόνες τύπου Kirshner με σύρμα και μια βίδα. Το σκέλος ακινητοποιήθηκε σε γύψινο κυλινδρικό νάρθηκα. Ο γύψος αφαιρέθηκε δύο σχεδόν μήνες μετά και ακολούθησε φυσιοθεραπεία. Υπήρξε πλήρης πόρωση του κατάγματος. Παρέμειναν ως μόνιμα κατάλοιπα επιμήκης χειρουργική ουλή 15 εκατοστών στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος και ελαφρός περιορισμός στην κάμψη-έκταση του γόνατος. Κατά τους θεράποντες γιατρούς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ανάπτυξης οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων λόγω της συντριβής της επιγονατίδας, πράγμα που επιβεβαιώθηκε ακτινολογικά. Θα αισθάνεται ενοχλήματα και πόνο κατά την ανάβαση και κατάβαση κλιμακοστασίου και κατά τη βάδιση σε ανώμαλο έδαφος. Προσέτι μετά από πολύωρη εργασία ως οικοδόμος θα αισθάνεται πόνους και ταλαιπωρία.

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ούτε στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ούτε και ενώπιον μας προφορικά έχουν αναπτυχθεί οι λόγοι της αντέφεσης. Στο περίγραμμα απλώς επαναλαμβάνονται οι λόγοι της αντέφεσης με την αιτιολογία τους.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει [*1702]στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες ο ενάγων δικαιούται. (Βλέπε: Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R. 416, Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130 και Αntoniou v. Iordanous (1976) 1 C.L.R. 341.)  To Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο (Βλέπε: Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824).

Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων έχουν νομολογηθεί και θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί πως από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν (Βλέπε: Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789 και Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευάς (1992) 1 Α.Α.Δ. 498). Η πιθανότητα απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων ή δυσχέρειας στην άσκηση του επαγγέλματος του από τον εφεσίβλητο προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς. (Βλέπε: Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, Moeliker v. A. Reyvolle and Co. Ltd. [1977] 1 All E.R. 9).

Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να μας πείθει ότι το ποσό που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκτός του περιθωρίου των αποζημιώσεων που ο τραυματισμός του εφεσιβλήτου δικαιολογούσε. Οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Ενόψει της κατάληξης μας δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή για έξοδα.

H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο