Χριστοφή Χριστοφής Α. (Παπέττας) ν. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ. και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1703

(2001) 1 ΑΑΔ 1703

[*1703]21 Νοεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΗ (ΠΑΠΕΤΤΑΣ),

Εφεσείων-Τριτοδιάδικος,

v.

1. Σ. & Μ. ΦΛΟΚΚΑΣ ΛΤΔ,

2. ΣΩΤΗΡΗ ΦΛΟΚΚΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10877)

 

Δεδικασμένο — Δημιουργία δεδικασμένου για θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των διαδίκων και δεν εγέρθηκαν.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Καθυστερημένη επαναφορά θέματος — Υπό τις περιστάσεις μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.

Οι εφεσίβλητοι ήταν οι εναγόμενοι σε αγωγή που ήγειρε εναντίον τους ο ενάγων για είσπραξη του ποσού των ΛΚ359,68 οφειλόμενο υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής αναφορικά με κατασκευή πινακίδων για λογαριασμό της εναγομένης/εφεσίβλητης 1 εταιρείας.  Οι εφεσίβλητοι ήγειραν ανταπαίτηση αξιώνοντας ποσό £160 επειδή οι ενάγοντες παρέλειψαν να κατασκευάσουν μια από τις παραγγελθείσες πινακίδες. Οι εφεσίβλητοι απαίτησαν από τον εφεσείοντα-τριτοδιάδικο, με τον οποίο η εφεσίβλητη 1, κατά τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, είχε αναλάβει την πληρωμή των πινακίδων στα πλαίσια συμφωνίας για κοινή διαχείριση δύο εστιατορίων της εφεσίβλητης 1, να αποζημιωθούν για οποιοδήποτε ποσό που ενδεχομένως θα καταδικάζοντο να πληρώσουν στους ενάγοντες.

Ο εφεσείων-τριτοδιάδικος υποστήριξε ότι κάθε διαφορά του με τους εφεσίβλητους είχε διευθετηθεί με συμφωνία στην αγωγή 1561/97, την οποία είχε εγείρει εναντίον τους αξιώνοντας συμφωνηθείσα αποζημίωση από τη διάλυση της συνεργασίας που είχε κάμει μαζί τους για τα εστιατόρια.

[*1704]

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό της απαίτησης υπέρ των εναγόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 και απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2 και την ανταπαίτηση. Τέλος εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντος-τριτοδιαδίκου για το ποσό των £90 για μια λέξη που αφαιρέθηκε από μια πινακίδα που κατασκεύασαν οι ενάγοντες και τοποθετήθηκε στο εστιατόριο του εφεσείοντος-τριτοδιαδίκου.

Ο εφεσείων-τριτοδιάδικος εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αγωγή 1561/97 είχε ως υπόβαθρο συμφωνία που συνομολόγησαν οι διάδικοι μετά το ναυάγιο της κοινής επιχείρησης και η οποία είχε ως αντικείμενο την επίλυση των διαφορών και άρση των εκκρεμοτήτων που δημιουργήθηκαν με την προοπτική της διεξαγωγής της κοινής επιχείρησης.

2.  Η επιτυχής κατάληξη εκείνης της αγωγής έθεσε οριστικά τέλος σε κάθε άλλη γνωστή αξίωση των διαδίκων έναντι αλλήλων.

3.  Η διαφορά των εφεσιβλήτων η οποία εγέρθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας τριτοδιαδίκου υπαγόταν στην προηγούμενη αντιδικία μεταξύ τους όπου οι εφεσίβλητοι αν ασκούσαν τη δέουσα επιμέλεια θα έπρεπε να την είχαν προωθήσει. Η καθυστερημένη επαναφορά του θέματος μπορεί να χαρακτηριστεί υπό τις περιστάσεις και ως κατάχρηση της διαδικασίας που θα οδηγούσε στην απόρριψη της απαίτησης κατά του εφεσείοντα.

Η αγωγή των εφεσιβλήτων εναντίον του τριτοδιαδίκου θα έπρεπε να αποτύχει γιατί ισχύει το δεδικασμένο που δημιούργησε η υπόθεση 1561/97.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

K.S.R. Comercio SA κ.ά. ν. Bluecoral Nav. Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309,

Greenhalgh v. Mallard [1947] 1 All E.R. 255.

ŒÊÂÛË.

[*1705]

Έφεση από τον τριτοδιάδικο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 29/6/00 (Αρ. Αγωγής 5195/98) με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εναγόμενης-εφεσίβλητης 1 και εναντίον του ως τριτοδιαδίκου για το ποσό των Λ.Κ. 90.- με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Γ. Πιττάτζης, για τον Eφεσείοντα.

Α. Αργυρίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι ενάγοντες, Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ, με αγωγή που κίνησαν εναντίον των εναγομένων/εφεσιβλήτων 1 και 2, αξίωσαν, μόνο από τον εναγόμενο/εφεσίβλητο 2, ΛΚ359,68 οφειλόμενο υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής εκ ΛΚ859,68 αναφορικά με κατασκευή, τοποθέτηση κλπ πινακίδων για λογαριασμό της εναγομένης/εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Ας σημειωθεί ότι οι ενάγοντες παρέμειναν έξω από την κρινόμενη διαμάχη μεταξύ εφεσείοντα/τριτοδιαδίκου και εφεσιβλήτων 1 και 2/εναγομένων.

Oι ενάγοντες, ισχυρίστηκαν ότι το 1997 συμφώνησαν με τον εφεσίβλητο 2 να κατασκευάσουν και τοποθετήσουν διάφορες πινακίδες για λογαριασμό της εταιρείας, εφεσίβλητης 1. Επειδή  είχαν επιφυλάξεις για τη φερεγγυότητα της εν λόγω εταιρείας, ζήτησαν από τον εφεσίβλητο 2 να εγγυηθεί την πληρωμή της  αμοιβής τους. Ο εφεσίβλητος 2 αποδέχθηκε και εγγυήθηκε την πληρωμή.

Οι ενάγοντες, ισχυρίστηκαν ότι κατασκεύασαν και τοποθέτησαν τις πινακίδες σύμφωνα με τις οδηγίες των εφεσιβλήτων και ότι ο εφεσίβλητος 2 πλήρωσε έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής τους ΛΚ500. Παραμένει οφειλόμενο το υπόλοιπο £359,68 το οποίο, κατ’ επίκληση της εγγύησης, απαιτούν καθώς έχουμε προαναφέρει, μόνο από τον εφεσίβλητο 2.

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν στην υπεράσπισή τους ότι οι πινακίδες που οι ενάγοντες ανέλαβαν να κατασκευάσουν, ήταν για λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 και ότι ο εφεσίβλητος 2 [*1706]ουδέποτε εγγυήθηκε την υποχρέωση της εφεσίβλητης 1 για  πληρωμή της αμοιβής των εναγόντων. 

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη 1, συμφώνησε με τον τριτοδιάδικο την από κοινού διαχείριση δύο εστιατορίων της εφεσίβλητης 1 για την τουριστική περίοδο 1997. Στα πλαίσια της εν λόγω συμφωνίας, η εφεσίβλητη 1 και ο τριτοδιάδικος παρήγγειλαν τις πινακίδες στους ενάγοντες και από κοινού ανέλαβαν την πληρωμή τους. Το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής δεν ήταν ΛΚ859,68, όπως ισχυρίστηκαν οι ενάγοντες, αλλά χαμηλότερο.

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2, ισχυρίστηκαν επίσης ότι η εφεσίβλητη 1 πλήρωσε στους ενάγοντες συνολικά £520. Επειδή οι ενάγοντες παρέλειψαν να κατασκευάσουν μια από τις παραγγελθείσες πινακίδες υπέστησαν (οι εφεσίβλητοι 1 και 2), ζημιά ύψους £160 ποσό το οποίο διεκδικούν από τους ενάγοντες με ανταπαίτηση.  Και επειδή, για διάφορους λόγους, η συνεργασία μεταξύ εφεσίβλητης 1 και τριτοδάδικου έχει διαλυθεί, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 απαιτούν να αποζημιωθούν από τον τριτοδιάδικο για οποιοδήποτε ποσό που ενδεχομένως θα καταδικασθούν να πληρώσουν στους ενάγοντες και ζητούν όπως το θέμα της ευθύνης για την πληρωμή προς τους ενάγοντες αποφασισθεί μεταξύ όλων των διαδίκων.

Ο τριτοδιάδικος/εφεσείων πρόβαλε μεταξύ άλλων τους πιο κάτω ισχυρισμούς ως υπεράσπιση στην κατ’ αυτού απαίτηση των εφεσιβλήτων 1 και 2:

“2.   Ανευ βλάβης της ανωτέρω προδικαστικής ένστασης ο τριτοδιάδικος ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι κωλύονται ή και εμποδίζονται να εγείρουν αξίωση εναντίον του υπό οποιαδήποτε μορφή και με οιανδήποτε διαδικασία σχετικά με την αξίωση των εναγόντων για τον ακόλουθο λόγο.

Ο Τριτοδιάδικος ήγειρε εναντίον των εναγομένων και της Μηλίτσας Φλοκκά συζύγου του εναγομένου 2 και μετόχου των εναγομένων 1 την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμ/στου 1561/97 με την οποία αξίωνε συμφωνηθείσα αποζημίωση από τη διάλυση της συνεργασίας ή και κοινοπραξίας που είχε κάμει μαζί τους για τα ίδια εστιατόρια και για την ίδια περίοδο.

Στην ανωτέρω αγωγή ο Τριτοδιάδικος ισχυριζόταν ότι όλο το φάσμα των διαφορών που είχε ο τριτοδιάδικος και [*1707]ενάγων στην αγωγή αυτή με τους εναγόμενους είχε επιλυθεί με συμφωνία αποχώρησης του και αποζημίωσης του με συγκεκριμένο ποσό. Η αγωγή αυτή εκδικάσθηκε σε πλήρη ακροαματική διαδικασία με πολλούς μάρτυρες και ο τριτοδιάδικος εδικαιώθηκε στες θέσεις του και εκέρδισε τη δίκη. Στη δίκη αυτή επροσφέρθηκε και μαρτυρία και για τες επίδικες ταπέλλες και για το ποιος έπρεπε να τες πληρώσει και ο ενάγων στη παρούσα αγωγή είχε δώκει μαρτυρία υπέρ του Τριτοδιάδικου και είπε ότι ο Τριτοδιάδικος ετίμησε τη συμφωνία που είχε κάμει σχετικά με τα εστιατόρια και μάλιστα ο Τριτοδιάδικος επλήρωσε το μερίδιο του στον ενάγοντα.

Οι εναγόμενοι είχαν την ευκαιρία στην ανωτέρω αγωγή να εγείρουν με ανταπαίτηση την αξίωση που κάμνουν τώρα εναντίον του τριτοδιάδικου και παρέλειψαν να πράξουν τούτο, πέραν και επιπρόσθετα του γεγονότος ότι εδόθηκε και μαρτυρία για το τί έγινε με τες επίδικες ταπέλλες στην αγωγή εκείνη.

Για τούτο οι εναγόμενοι εμποδίζονται διαδικαστικά να αξιώνουν με την παρούσα διαδικασία τριτοδιάδικου οποιαδήποτε ποσά για τες ταπέλλες.

3.  Ανευ βλάβης και της ανωτέρω προδικαστικής ένστασης ο τριτοδιάδικος ισχυρίζεται ότι πάσα διαφορά του με τους εναγόμενους την εδιευθέτησε με την συμφωνία της αγωγής 1561/97.

4.  Ανευ βλάβης των ανωτέρω ο τριτοδιάδικος ισχυρίζεται ότι μέσα στα πλαίσια της ανωτέρω συμφωνίας επίλυσης των διαφορών του με τους ενάγοντες ανάλαβε να πληρώσει ένα ποσό για τες ταπέλλες το οποίο επλήρωσε αμέσως στον ενάγοντα.”

Η πρόχειρη διατύπωση των γραπτών προτάσεων, η ασάφεια και αοριστία στην έκθεση των γεγονότων είναι στοιχεία διάχυτα  σε όλο το φάσμα της δικογραφίας. Η δίκη προχώρησε μέχρι τέλους εναντίον και των δύο εφεσίβλητων παρά το γεγονός ότι η απαίτηση αφορούσε μόνο τον εφεσίβλητο 2. Στο τέλος, επιδικάστηκε υπέρ των εναγόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 το ποσό της αξίωσης ενώ η αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2 απορρίφθηκε. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για δικονομική ανωμαλία η οποία ωστόσο, παρέμεινε στο απυρόβλητο εφόσον το ζήτημα δεν [*1708]θίγεται με την έφεση και γι’ αυτό δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

Ο πρωτόδικος δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι οι ενάγοντες μετά από τη διάλυση της συνεργασίας για  κοινή διαχείριση των δύο εστιατορίων της εφεσίβλητης 1 και με οδηγίες του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων, προέβησαν σε αναπροσαρμογές των πινακίδων που κατασκεύασαν. Διαπιστώθηκε επίσης ότι κατόπιν οδηγιών προς τους ενάγοντες, η λέξη ROMEO αφαιρέθηκε από τη μια πινακίδα που κατασκεύασαν και τοποθετήθηκε στο εστιατόριο του εφεσείοντα ο οποίος, ανέλαβε να πληρώσει (σε αντάλλαγμα) προς τους ενάγοντες £90.- ήτοι, £18.- ανά γράμμα της λέξης ROMEO. Κατόπιν των ανωτέρω, οι ενάγοντες  εξέδωσαν προς την εφεσίβλητη 1 τιμολόγιο ημερομηνίας 16.6.1997 για το ποσό των £622,08.

Διαπιστώθηκε ακόμα ότι μετά τη διάλυση της συνεργασίας εφεσείοντα και εφεσίβλητης 1, οι ενάγοντες, κατ’ εντολή του εφεσίβλητου 2 κατασκεύασαν διάφορους τύπους καταλόγων φαγητού για χρήση εντός και εκτός του εστιατορίου της εφεσίβλητης 1. Οι ενάγοντες εκτέλεσαν την εργασία και εξέδωσαν τιμολόγιο ημερ. 14.7.97 για ποσό £237,60.

Είναι φανερό ότι τα ποσά των δύο προαναφερθέντων τιμολογίων (£622,08 και £237,60) προστιθέμενα ανέρχονται στις £859,68 δηλαδή, το ποσό που κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων αποτελούσε τη συμφωνηθείσα αμοιβή τους για την κατασκευή κλπ των πινακίδων.

Αποτελεί επίσης εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 1 πλήρωσε έναντι ΛΚ500 και ότι η εφεσίβλητη 1 παρέμεινε οφειλέτης του υπολοίπου εκ ΛΚ359,68 για το οποίο, εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1.

Διαπιστώθηκε τέλος ότι ο εφεσείων “..... οφείλει ένα ποσό ΛΚ90.- αφού καρπώθηκε τα φωτεινά γράμματα ROMEO, το οποίο και υποχρεούται να καταβάλει στους εναγόμενους 1, ως συνεισφορά του στο χρέος προς τους ενάγοντες.”.

Με βάση τα ανωτέρω, εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 για ποσό £359,68 με νόμιμο τόκο και έξοδα.  Η αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2 απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα. Απορρίφθηκε επίσης και η ανταπαί[*1709]τηση  των εφεσίβλητων 1 και 2 κατά των εναγόντων χωρίς και πάλι να εκδοθεί διαταγή για έξοδα. Τέλος, εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό £90 με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει αντινομία μεταξύ δύο βασικών ευρημάτων του δικάσαντος δικαστηρίου. Το ένα από τα δύο ευρήματα είναι ότι ο εφεσείων, ανέλαβε να πληρώσει στους ενάγοντες £90 για τα πέντε γράμματα της λέξης “ROMEO” που πήρε για δικό του λογαριασμό και όφελος, ύστερα από σχετική διευθέτηση. Το άλλο εύρημα είναι ότι για τα ίδια γράμματα ο εφεσείων οφείλει να καταβάλει στην εφεσίβλητη 1 £90 ως συνεισφορά για το χρέος της προς τους ενάγοντες. Είναι φανερό ότι πρόκειται περί λάθους, γιατί σύμφωνα με τα ευρήματα, ο εφεσείων καθίσταται δύο φορές οφειλέτης του ιδίου ποσού το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία της λέξης “ROMEO” που πήρε για δικό του λογαριασμό και όφελος. Έτσι λοιπόν, αν είναι ορθό το πρώτο εύρημα ότι ο εφεσείων ανέλαβε να πληρώσει το τίμημα για τα γράμματα της λέξης “ROMEO” στους ενάγοντες τότε είναι οπωσδήποτε λανθασμένο το δεύτερο εύρημα ότι υπέχει υποχρέωση συνεισφοράς  με το εν λόγω ποσό για το χρέος των εφεσιβλήτων 1 και 2 προς τους ενάγοντες. Τα ίδια ισχύουν και αντιστρόφως. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι επομένως τρωτή κατά το μέρος που επιδικάζεται το ποσό των £90 υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων, στην υπεράσπιση του κατά της απαίτησης των εφεσιβλήτων 1 και 2, πρόβαλε την ύπαρξη κωλύματος δεδικασμένου. Είναι η θέση του πως όλες οι διαφορές οι οποίες είχαν προκύψει μεταξύ αυτού και των εφεσιβλήτων 1 και 2 στα πλαίσια της μεταξύ τους συνεργασίας για την από κοινού διαχείρηση των δύο εστιατορίων και/ή λόγω της ματαίωσης κλπ της εν λόγω συμφωνίας, έχουν επιλυθεί οριστικά και τελεσίδικα στην αγωγή αρ. 1561/97 Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου μεταξύ αυτού (εφεσείοντα) ως ενάγοντα και των εφεσιβλήτων 1 και 2 καθώς και κάποιας Μηλίτσας Σωτήρη Φλοκκά ως εναγομένων.

Η δικογραφία στην προαναφερθείσα αγωγή αρ. 1561/97 αποτέλεσε στοιχείο μαρτυρίας της υπόθεσης πρωτοδίκως. Η αγωγή του εφεσείοντα είχε ως υπόβαθρο συμφωνία που συνομολόγησαν οι διάδικοι μετά το ναυάγιο της κοινής επιχείρησης και η οποία είχε ως αντικείμενο την επίλυση των διαφορών και άρση των εκκρεμοτήτων που δημιουργήθηκαν με την προοπτική της διεξαγωγής της κοινής επιχείρησης. Όλα τα επίδικα θέματα είχαν ως ση[*1710]μείο αναφοράς την εν λόγω συμφωνία. Η απαίτηση του εφεσείοντα αφορούσε ποσά που κατ’ ισχυρισμό είχε να παίρνει από τους εφεσίβλητους ανερχόμενα στις £1964,39.

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 στην υπεράσπιση και ανταπαίτησή τους εναντίον του εφεσείοντα στην πιο πάνω αγωγή (1561/97) μολονότι αντικρούουν μία προς μία της αξιώσεις και ισχυρισμούς του εφεσείοντα και προβάλλουν απαιτήσεις αναγόμενες στην ίδια σχέση εντούτοις δεν πρόβαλαν οποιαδήποτε αξίωση που να έχει οποιαδήποτε σχέση με τις πινακίδες και/ή τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης. Εδώ πρέπει να παρεμβάλουμε ότι η αγωγή αρ. 1561/97 καταχωρήθηκε στις 13.11.97 δηλαδή, μετά την έκδοση των δύο προαναφερθέντων τιμολογίων από τους ενάγοντες και εν πάση περιπτώσει μετά τη ματαίωση της συμφωνίας της κοινής επιχείρησης. Αναμφίβολα  η διαδικασία στην αγωγή 1561/97 ήταν η πλέον πρόσφορη για την επίλυση όλων των εκκρεμουσών μέχρι τότε διαφορών των διαδίκων που αφορούσαν την κοινή επιχείρηση ή που προέκυψαν σε σχέση με αυτή ή εξαιτίας της ματαίωσης της. Το σύνολο της δικογραφίας σε εκείνη τη διαδικασία αποκαλύπτει ότι επρόκειτο για διαδικασία επίλυσης των διαφορών των διαδίκων που προέκυψαν ένεκα της αποτυχίας διεξαγωγής της κοινής επιχείρησης.

Η αγωγή (αρ. 1561/97) του εφεσείοντα πέτυχε ολοσχερώς και εκδόθηκε απόφαση υπέρ του και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 ως η απαίτηση ήτοι, για το ποσό των £1964,39 με τόκο και έξοδα. Η ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων 1 και 2 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο εφεσείων είχε επικαλεσθεί στην αγωγή 1561/97 συμφωνία που συνομολογήθηκε μετά το ναυάγιο της κοινής επιχείρησης που είχε ως αντικείμενο τη διευθέτηση των διαφορών που ανεφύησαν κατά την προσπάθεια εφαρμογής της συμφωνίας κοινής επιχείρησης ή εξαιτίας της ματαίωσής της. Έχουμε τη γνώμη ότι η επιτυχής κατάληξη εκείνης της αγωγής έθεσε οριστικά τέλος σε κάθε άλλη γνωστή αξίωση των διαδίκων έναντι αλλήλων. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι 1 και 2 γνώριζαν εξ αρχής κάθε τι που ήταν σχετικό με τις πινακίδες αφού μάλιστα, ο διευθυντής των εναγόντων κατέθεσε ως μάρτυρας στην υπόθεση και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στις πινακίδες.

Στην K.S.R. Comercio SA και Αλλων ν. Bluecoral Nav. Ltd (1995) 1 A.A.Δ. σελ. 309 ο Δικαστής Νικήτας ανέφερε τα εξής:

“Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδί[*1711]κου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.

Μία από τις πλέον αυθεντικές διατυπώσεις του κανόνα έγινε από το Sir James Wigram, V-C., στην Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100 στις σελ. 114-115:

“In trying this question I believe I state the rule of the court correctly when I say that, where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a court of competent jurisdiction, the court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward, only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation, and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time.”

Βλέπε επίσης Fidelitas Shipping Co., Ltd v. V/O Exportchleb [1965] 2 All E.R. 4.”

H αρχή του δεδικασμένου στοχεύει να προστατεύσει ένα διάδικο από την ανάγκη να υποχρεωθεί να προστατεύσει τον εαυτό του δύο φορές. Βλ. Odger’s on Pleadings and Practice, 22η έκδοση, σελ. 188. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι 1 και 2 επέλεξαν να απομονώσουν από το βασικό κορμό του συνόλου των διαφορών τους με τον εφεσείοντα, για τις οποίες έγινε δίκη και απέτυχαν, μια επιμέρους επουσιώδη διαφορά και να δημιουργήσουν επίδικο θέμα στα πλαίσια διαδικασίας τριτοδιαδίκου κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αυτή ακριβώς η διαφορά ως εκ [*1712]της φύσεως της και στην κανονική πορεία των πραγμάτων, υπαγόταν στην προηγούμενη αντιδικία όπου οι εφεσίβλητοι αν ασκούσαν τη δέουσα επιμέλεια θα έπρεπε να την είχαν προωθήσει. Η καθυστερημένη επαναφορά του θέματος μπορεί να χαρακτηριστεί υπό τις περιστάσεις και ως κατάχρηση της διαδικασίας που θα οδηγούσε στην απόρριψη της απαίτησης κατά του εφεσείοντα. Βλ. Greenhalgh v. Mallard [1947] 1 All E.R. 255 σελ. 257.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε η απαίτηση των εφεσιβλήτων 1 και 2 εναντίον του εφεσείοντα αποτυγχάνει. Δεν θα διατάξουμε επανεκδίκαση της υπόθεσης λόγω των αντινομικών ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που άπτονται της ουσίας της απαίτησης. Δεν θα είχε νόημα.  Η κατάληξή μας είναι ότι η αγωγή έπρεπε να αποτύχει γιατί ισχύει το δεδικασμένο που δημιούργησε η υπόθεση 1561/97 (ανωτέρω).

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο