Eυθυμίου Μέλανη Χρ. ν. Γεώργιου Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721

(2001) 1 ΑΑΔ 1721

[*1721]21 Νοεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΜΕΛΑΝΗ ΧΡ. ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10887)

 

Συμβάσεις — Αντιπροσωπεία — Αντιπρόσωπος και αντιπροσωπευόμενος — Σύμβαση μεταξύ αντιπροσώπου ανύπαρκτης εταιρείας και τρίτου προσώπου — Ευθύνη αντιπροσώπου — Εφαρμοστέες αρχές — Νομοθετική ρύθμιση του θέματος στη Βρεττανία — Εισήγηση Εφετείου για προώθηση σχετικής νομοθεσίας και στην Κύπρο.

Εταιρείες — Η εταιρεία, πριν την εγγραφή της, δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα — Μετά την ίδρυσή της, μπορεί να δεσμευθεί με νέα συμφωνία για την εκτέλεση των όρων συμφωνίας που καταρτίσθηκε πριν την ίδρυσή της.

Συμβάσεις — Έγγραφη σύμβαση — Εξωγενής μαρτυρία — Προϋποθέσεις αποδοχής της.

Εφετείο — Παρατηρήσεις Εφετείου — Οι επαναλήψεις και τα μακροσκελή κείμενα στα περιγράμματα αγορεύσεων πρέπει να αποφεύγονται.

Στην υπόθεση αυτή η εφεσείουσα-εναγόμενη ισχυρίζετο ότι δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει στον εφεσίβλητο-ενάγοντα το υπόλοιπο των καθυστερημένων δόσεων που του όφειλε δυνάμει γραπτής συμφωνίας (τεκμήριο 1), με την οποία είχε αγοράσει την επιχείρησή του, επειδή συμβαλλόμενο μέρος δεν ήταν η ίδια αλλά η υπό σύσταση εταιρεία Melanchri Ltd, “η οποία όταν θα εγγραφεί θα αναλάβει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του παρόντος εγγράφου ....”.  Στο τέλος του τεκμηρίου 1 η εφεσείουσα υπέγραψε πάνω από τις λέξεις «Η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ».

[*1722]Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας και κατέληξε στο εύρημα ότι αυτή υπέγραψε το έγγραφο ως αγοράστρια και ήταν προσωπικά υπεύθυνη. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των καθυστερημένων δόσεων. Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι υπέγραψε τη συμφωνία ως αντιπρόσωπος της υπό σύσταση εταιρείας και δεν είχε, ως εκ τούτου, την υποχρέωση εκτέλεσής της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να επικαλεσθεί προφορική μαρτυρία ως προς τις πραγματικές προθέσεις των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν είναι δυνατή η προσκόμιση μαρτυρίας, με λίγες καλά καθορισμένες εξαιρέσεις, γραπτής ή προφορικής, έξω από το γραπτό κείμενο συμφωνίας, για να τροποποιήσει το περιεχόμενο της.

2.  Ο βασικός κανόνας είναι ότι προτού εγγραφεί μία εταιρεία δεν έχει, η ίδια, δικαιοπρακτική ικανότητα. Δε νοείται αντιπροσώπευση ανύπαρκτου αντιπροσωπευόμενου.  Με άλλα λόγια δεν μπορεί ένας να συμβληθεί με τρίτο ως αντιπρόσωπος εταιρείας που ακόμη δεν ιδρύθηκε.  Τίποτε όμως δεν εμποδίζει την εταιρεία μετά την ίδρυση της να δεσμευθεί με νέα συμφωνία για την εκτέλεση των όρων της προηγούμενης. Εντούτοις, αποφασίστηκε ότι, το ότι, μετά την ίδρυση της, η εταιρεία απλώς ενεργεί σύμφωνα με την προηγούμενη συμφωνία, δε συνιστά ικανοποιητική μαρτυρία για τη δημιουργία της νέας συμφωνίας.

3.  Στη Βρεττανία το θέμα ρυθμίστηκε με τον εγκεντρισμό του Άρθρου 9(2) του Νόμου περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του 1972, στον περί Εταιρειών Νόμο του 1985 με το Άρθρο 36(4).  Υπάρχει ευθύνη του προσώπου που εμφανίστηκε ως αντιπρόσωπος της ανύπαρκτης κατά το χρόνο της συμφωνίας οντότητας, εκτός στην περίπτωση που η συμφωνία περιέχει ρητό όρο περί του αντιθέτου.

4.  Ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης δεν υπήρχαν περιθώρια για την εισήγηση ότι η εφεσείουσα συναλλασσόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο με οποιαδήποτε άλλη σχέση παρά την προσωπική της ιδιότητα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

[*1723]Παρατηρήσεις Εφετείου: Οι δικηγόροι, στα περιγράμματα αγορεύσεων τους, πρέπει να αποφεύγουν τις επαναλήψεις και τα μακροσκελή κείμενα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Polycarpou v. Polycarpou (1981) 1 C.L.R. 182,

Saab  a.o. v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,

Πόκουρου κ.ά. ν. Κώστα (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1618,

Re Empress Engineering Co. [1880] 16 Ch. D. 125,

Re Northumberland Avenue Hotel Co. [1886] 33 Ch. D. 16,

Phonogram Ltd v. Lane [1982] Q.B. 930 και [1981] 3 All E.R. 182,

Kelner v. Baxter [1866] L.R. 2 C.P. 174,

Newborne v. Sensolid (Great Britain) Ltd [1954] 1 Q.B. 45,

Lakshmishankar v. Motiram [1904] 6 Bom. L.R. 1106.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 15/6/00 (Αρ. Αγωγής 6370/96) με την οποία κρίθηκε ότι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία ημερομηνίας 23/10/95 για την αγορά της επιχείρησης του ενάγοντα ήταν αυτός και η εναγόμενη προσωπικά και ότι αυτή ήταν υπόχρεη για την πληρωμή των απαιτητών υπολοίπων δόσεων δυνάμει της συμφωνίας εφόσον την υπέγραψε στη θέση της αγοράστριας.

Χρ. Χ”Στερκώτης, για την Εφεσείουσα.

Α. Κουρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

[*1724]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με γραπτή συμφωνία ημερ. 23/10/95 (τεκμ. 1), ο εφεσίβλητος-ενάγων πώλησε την επιχείρηση του, που λειτουργούσε στη Λεμεσό με την επωνυμία Alexander Snack Bar, στην εφεσείουσα, αντί ποσού £19,400. Η τελευταία συνεβλήθη, όπως αναφέρεται στην αρχή του εγγράφου “για λογαριασμό της υπό εγγραφή εταιρείας Melanchri Enterprises Ltd, η οποία όταν θα εγγραφεί θα αναλάβει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του παρόντος εγγράφου .......”. Στο τέλος του τεκμηρίου 1 η εφεσείουσα υπογράφει πάνω από τις λέξεις “Η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ”.

Η προκαταβολή, για την οποία έκαμε πρόβλεψη η συμφωνία, πληρώθηκε με δύο επιταγές, ημερ. 24/10/95 και 27/10/95, από το σύζυγο της εφεσείουσας Μ.Υ.1. Το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να καταβληθεί με μηνιαίες δόσεις Λ.Κ. 330 η καθεμιά από 1/12/95. Φαίνεται ότι τις δόσεις (όσες εξοφλήθηκαν) κατέβαλε ο Μ.Υ.1  Υπάρχουν οι αποδείξεις. Για συγκεκριμένα οκτώ δόσεις και μέρος δόσης (£130), που αποτελούν το τεκμ. 2. Όλες οι αποδείξεις, πλην μιας, που φέρει το όνομα της εταιρείας, εκδόθηκαν στο όνομα του Μ.Υ.1.

Η διαφορά δημιουργήθηκε όταν σταμάτησαν οι πληρωμές. Ο εφεσίβλητος κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας υπό την προσωπική της ιδιότητα για ποσό £560 και τόκους για καθυστερημένες δόσεις.  Η εφεσείουσα αρνήθηκε προσωπική ευθύνη. Η υπεράσπιση που πρόβαλε είναι ότι δεν είχε τέτοια ευθύνη. Και τούτο διότι υπέγραψε τη συμφωνία, όπως προκύπτει από το κείμενο της, ως αντιπρόσωπος της υπό ίδρυση εταιρείας. Ας διευκρινισθεί εδώ ότι η εταιρεία συστάθηκε επίσημα στις 20/11/95 (βλ. πιστοποιητικό εφόρου εταιρειών, τεκμ. 9 της αυτής ημερομηνίας).  Η αντίπαλη θέση είναι ότι η εφεσείουσα υπέχει προσωπική ευθύνη δοθέντος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η εταιρεία δεν είχε νομική υπόσταση.  Ήταν τότε ανύπαρκτη.

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι επιτράπηκε στον εφεσίβλητο να δώσει προφορική μαρτυρία αντίθετη με το περιεχόμενο του τεκμ. 1. Βασικά ότι αγοράστρια ήταν η εφεσείουσα προσωπικά.  Και ότι δεν έγινε αναφορά, προφορική ή έγγραφη, σε εταιρεία εκ μέρους της οποίας αυτή ενεργούσε. Στη συνέχεια έγινε δεκτή αρκετή μαρτυρία από την πλευρά της εφεσείουσας για να αντικρουσθεί ο ισχυρισμός αυτός.  Κλήθηκε μάλιστα, ο κ. Φ. Τσαγγαρίδης, Μ.Υ.3, ο δικηγόρος που συνέταξε το τεκμ. 1, να μαρτυρήσει για να προσδιορίσει ποία ήταν η βούληση των συμβαλλομένων μερών.  Διερευνήθηκε ακόμη και η περίοδος των διαπραγματεύσεων πριν από τη σύναψη της συμφωνίας.  Το ζήτημα παρέμεινε ζωντανό και επίμαχο μέχρι το τέλος της δίκης.

[*1725]

Στην απόφαση της, η πρωτόδικη δικαστής διαπιστώνει σωστά ότι η προσπάθεια της εφεσείουσας να αλλοιώσει τη συμφωνία σαν να μην υπήρχαν οι λέξεις που καθορίζουν την ιδιότητα της έπρεπε να αποτύχει. Για το λόγο ότι παραβιάζεται θεμελιακός κανόνας του δικαίου της απόδειξης, που αποκλείει γενικά μαρτυρία η οποία αντιστρατεύεται το γραπτό κείμενο της συμφωνίας. Αναφέρθηκε γιαυτό σε νομολογία που ασχολήθηκε με το θέμα. Και μνημονεύει μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις Polycarpou v. Polycarpou (1981) 1 C.L.R. 182, Saab & Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Πόκουρου κ.α. ν. Κώστα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1618.

Για να ενισχύσει δε την άποψη της, η δικαστής επικαλέστηκε και τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 ως προς το ποία ήταν η πρόθεση των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Πρέπει να λεχθεί απερίφραστα ότι αυτό ήταν λάθος. Η μαρτυρία αυτή, όπως οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που αφέθηκε να δοθεί (ομολογουμένως ήταν χλιαρή η ένσταση του κ. Χ”Στερκώτη στη μαρτυρία του ενάγοντα και υποβλήθηκε πρόωρα), έπρεπε να είχε αποκλειστεί ευθύς εξαρχής.

Δεν είναι δυνατή η προσκόμιση μαρτυρίας, με λίγες καλά καθορισμένες εξαιρέσεις, γραπτής ή προφορικής, έξω από το γραπτό κείμενο συμφωνίας, για να τροποποιήσει το περιεχόμενο της. Ο Phipson on Evidence, 14η έκδοση, σελ. 1046 λέγει:

“Where the language of a document is clear and applies without difficulty to the facts of the case, extrinsic evidence is not admissible to affect its interpretation; but where the language is peculiar, or its application to the facts is ambiguous or inaccurate, extrinsic evidence may, subject to the qualifications hereinafter stated, be given in explanation.”

Με την ίδια επιγραμματικότητα αναφέρεται και ο Nokes “Introduction on Evidence” 4η έκδοση, στη σελ. 239:

“When a transaction is recorded in a document, it is not generally permissible to adduce other evidence of (1) its terms, or (2) other terms not included in the document, or (3) its writer’s intended meaning.”

Στη σελ. 263 του ίδιου έργου αναφέρεται πώς μπορεί νόμιμα να διαγνωσθεί η πρόθεση των μερών. Παράλληλα, επεξηγείται γιατί δεν προσφεύγει ο ερμηνευτής της συμφωνίας στα διατρέξαντα προ [*1726]της υπογραφής της συμφωνίας.

“Τhe court seeks to ascertain the intention from what was written, and not from what was said before, at or after the execution of the document. Evidence of such statements might easily be falsified, as well as varying or contradicting the writing.”

Η μόνη δικαιολογία για την εισαγωγή εξωγενούς, όπως αποκαλείται, μαρτυρίας, είναι η αμφισημία του κειμένου.

Όπως έχω διευκρινίσει, η λανθασμένη λήψη και αποδοχή μαρτυρίας δεν επηρέασε την εφεσείουσα. Τελικά, σωστά εκτίμησε το δικαστήρο ότι δεν ήταν δυνατό, με βάση εκείνη τη μαρτυρία, να αλλοιωθεί το περιεχόμενο ή το νομικό αποτέλεσμα της συμφωνίας.  Αντίθετα, διατρέχοντας τους λόγους έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει συνεχώς αυτό το εύρημα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να ισχυρισθεί ότι, παρά την κατάληξη εκείνη, το δικαστήριο δεν ερμήνευσε σωστά τον περί Συμβάσεων Νόμο.

Το θετικό και συγκεκριμένο, που μπορεί να συναχθεί ανάμεσα στις γενικότητες των λόγων έφεσης και του 16σέλιδου περιγράμματος της αγόρευσης που την υποστηρίζει, είναι ότι η εφεσείουσα, που υπέγραψε ως αντιπρόσωπος της υπό σύσταση εταιρείας, δεν είχε η ίδια την ευθύνη εκτέλεσης της συμφωνίας. Ο συνήγορος της επικαλέστηκε την πρόνοια του άρθρ. 190 του νόμου ότι, ελλείψει συμβατικού όρου περί του αντιθέτου, ο αντιπρόσωπος δε δεσμεύεται προσωπικά από τη συμφωνία που υπέγραψε, όπως τελικά αποφάσισε στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο.

Κατά την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, η αντίληψη του δικαστηρίου ότι η συμφωνία (εννοούμε πάντοτε το τεκμ. 1), δεν ήταν δεσμευτική για την εταιρεία που δημιουργήθηκε, έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα του. Συγκεκριμένα, ότι αυτή είχε εγγραφεί στο μητρώο φόρου προστιθέμενης αξίας και ότι η εταιρεία εργοδότησε την εφεσείουσα από 1/3/96 μέχρι και 31/3/98. Ας σημειωθεί εδώ διευκρινιστικά ότι το πιστοποιητικό ίδρυσης της εταιρείας φέρει ημερομηνία 20/11/95. Από δε τα επίσημα στοιχεία και μητρώα που τηρεί ο Έφορος των Εταιρειών, η εφεσείουσα, που είναι και η διευθύντρια της εταιρείας, κατέχει 990 μετοχές του κεφαλαίου της και 10 μετοχές ο σύζυγος της. Υπάρχει δε κάποια μαρτυρία ότι η επιχείρηση έπαυσε να λειτουργεί το 1998.

Από τα παραπάνω στοιχεία, συνέχισε ο συνήγορος, όπως και την απόδειξη πληρωμής δόσης, που εκδόθηκε από τον εφεσίβλητο στο [*1727]όνομα της εταιρείας, προκύπτει συμπερασματικά ότι είχε συναφθεί νέα συμφωνία μεταξύ αυτής και του εφεσιβλήτου, οπόταν η εφεσείουσα απαλλάχθηκε των υποχρεώσεων της, που απορρέουν από το τεκμ. 1, όπως ορίζει η σχετική νομολογία. Η εφεσείουσα ανέμιξε για πρώτη φορά στην υπόθεση της και τον κανόνα του νομικού κωλύματος (estoppel).  O δικηγόρος της είπε ότι, αφού η εταιρεία πήρε κατοχή της επιχείρησης και την εκμεταλλεύθηκε με τη συναίνεση του εφεσιβλήτου, ο τελευταίος κωλύεται να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τη συμφωνία τεκμήριο 1 την έκανε με την εφεσείουσα. Η πρόταση του όμως αυτή έμεινε χωρίς συνέχεια, άλλη ανάπτυξη και συσχετισμό με τον κανόνα estoppel.  Προπαντός χωρίς νομολογιακή υποστήριξη.

Θα εξετάσουμε τώρα πώς η πρωτόδικη δικαστής οδηγήθηκε στην απόφαση της να δικαιώσει τον εφεσίβλητο, εκδίδοντας απόφαση υπέρ του και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των καθυστερημένων δόσεων (£560 - η αξίωση για τόκους εγκαταλείφθηκε). Καθοδηγήθηκε ως προς τις νομικές αρχές από τις υποθέσεις Re Empress Engineering Co. [1880] 16 Ch. D. 125, 128, Re Northumberland Avenue Hotel Co. [1886] 33 Ch.D. 16 και Phonogram Ltd. v. Lane [1982] Q.B. 930 και [1981] 3 All E.R. 182.

Από αυτή την τελευταία απόφαση υιοθετεί το κριτήριο ευθύνης που περιέχει το παρακάτω απόσπασμα (σελ. 188, του δικαστή Oliver):

“The question I think in each case is what is the real intent as revealed in the contract?  Does the contract purport to be one which is directly between the supposed principal and the other party, or does it purport to be one between the agent himself, albeit acting for the supposed principal, and the other party?  In other words, what you have to look at is whether the agent intended himself to be a party to the contract.”

Το νομικό πλαίσιο, στο οποίο στηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση συμπληρώθηκε με σχετικές αναφορές στο Chitty on Contracts, 26η έκδοση, σελ. 411, παραγ. 638-639, σελ. 409 και Pennington’s Company Law, 5η έκδοση 104.

Το κρίσιμο εύρημα του δικαστηρίου, αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες της υπόθεσης, την πρόθεση των μερών, ότι η εφεσείουσα υπέγραψε το έγγραφο ως αγοράστρια υπό την προσωπική της ιδιότητα, είναι ότι:

“................................είναι φανερό ότι συμβαλλόμενα μέρη σ’ αυ[*1728]τό δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι ο Ενάγων και η υπό σύσταση εταιρεία αλλά ο Ενάγων και η Εναγομένη έστω και αν αυτή κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε για την εν λόγω εταιρεία. Συνεπώς η Εναγομένη, ελλείψει ειδικού όρου στη συμφωνία που να την απαλλάσσει από κάθε προσωπική ευθύνη, είναι υπόχρεη στην πληρωμή των απαιτητών δόσεων δυνάμει της συμφωνίας εφόσον την υπόγραψε στην θέση της αγοράστριας.”

Στη συνέχεια η απόφαση επισημαίνει ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί νέας συμφωνίας με την οποία θα απεκδυόταν της ευθύνης από την προκαταρκτική συμφωνία. Λέγει ότι και προσπάθεια να έκαμνε η εφεσείουσα προς εκείνη την κατεύθυνση “θα ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη γιατί δεν καλύπτεται από το δικόγραφο και ούτε έγινε διαδικασία τριτοδιαδίκου”.

Ο βασικός κανόνας είναι ότι προτού εγγραφεί μία εταιρεία δεν έχει, η ίδια, δικαιοπρακτική ικανότητα. Δε νοείται αντιπροσώπευση ανύπαρκτου αντιπροσωπευόμενου. Με άλλα λόγια δεν μπορεί ένας να συμβληθεί με τρίτο ως αντιπρόσωπος εταιρείας που ακόμη δεν ιδρύθηκε (Kelner ν. Baxter [1866] L.R. 2 C.P. 174). Tίποτε όμως δεν εμποδίζει την εταιρεία μετά την ίδρυση της να δεσμευθεί με νέα συμφωνία για την εκτέλεση των όρων της προηγούμενης.  Όπως, εντούτοις, αποφάσισε η υπόθεση Re Northumberland Avenue Hotel Co., ανωτέρω, το ότι, μετά την ίδρυση της, η εταιρεία απλώς ενεργεί σύμφωνα με την προηγούμενη συμφωνία, δε συνιστά ικανοποιητική μαρτυρία για τη δημιουργία της νέας συμφωνίας.

Είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο σχόλιο του δικαστή Parker στην Newborne v. Sensolid (Great Britain) Ltd [1954] 1 Q.B. 45, που αφορά την Kelner v. Baxter.  Ανιχνεύει τα αίτια για τη γένεση της αρχής για την ευθύνη του αντιπροσώπου, αποκλείει δε την εφαρμογή του estoppel:

“......it is plain that this principle, that the agent is liable, is not based on breach of warranty of authority, because, as I have said, the principal is not in existence; it is not based on any question of estoppel; but it is based on this principle, that it is only by holding him personally liable that any effect can be given to the contract.”

Aυτή είναι η νομική θεώρηση, που επικρατούσε στο κοινοδίκαιο, που είναι εφαρμοστέο στην Κύπρο, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 29(γ) του περί Δικαστηρίου Νόμου αρ. 14/60. Πρέπει όμως να προσεχθεί ότι στη Βρετανία μεσολάβησε νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος. Αυτή πραγματοποιήθηκε με τον εγκεντρισμό του άρθρ. [*1729]9(2) του νόμου περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του 1972 (πρώτη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εταιρικό δίκαιο) στον περί Εταιρειών Νόμο του 1985 με το άρθρ. 36(4).  Το ζήτημα απλουστεύθηκε. Υπάρχει ευθύνη του προσώπου που εμφανίστηκε ως αντιπρόσωπος της ανύπαρκτης κατά το χρόνο της συμφωνίας οντότητας, εκτός στην περίπτωση που η συμφωνία περιέχει ρητό όρο περί του αντιθέτου:

“......subject to any agreement to the contrary the contract shall have effect as a contract entered into by the person purporting to act for the company or as agent for it, and he shall be personally liable on the contract accordingly.”

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι διακρίσεις που πιστευόταν ότι υπήρχαν στο κοινοδίκαιο και είχαν σχέση με την ιδιότητα υπό την οποία ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος υπέγραφε τη συμφωνία δεν έχουν πια σημασία. Έτσι υποθέσεις όπως η Kelner v. Baxter και Newborn v. Sensolid, ανωτέρω, θεωρούνται πως δεν ισχύουν πια.  Ισχύει το άρθρ. 36(4), όπως ερμηνεύθηκε στην Phonogram Ltd v. Lane. Η λύση αυτή μπορεί να εξυπηρετήσει και τις συναλλακτικές ανάγκες της Κύπρου και θα εισηγούμαστε προώθηση σχετικής νομοθεσίας προς την ίδια κατεύθυνση.

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα δεν επικαλέστηκε στην υπεράσπιση της νέα συμφωνία εφεσιβλήτου και εταιρείας.  Το μόνο που ισχυρίζεται είναι ότι:

“6. .................η Εναγομένη υπέγραψε για λογαριασμό και/ή ως αντιπρόσωπος και/ή ως εκπρόσωπος της υπό εγγραφή εταιρείας ΜΕΛΑΝCHRI ENTERPRISES LTD η οποία με την σύσταση της που έγινε κατά/ή περί την 20/11/95 έχει αναλάβει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ως άνω πωλητηρίου εγγράφου.”

Έτσι και να έθιγε το θέμα πρωτόδικα η εφεσείουσα, που δε φαίνεται να το έχει πράξει, δεν υπάρχει η απαιτούμενη δικονομική υποδομή για την έγερση του είτε πρωτοβάθμια είτε τώρα κατ’ έφεση.

Παραταύτα δε θα είχαμε δυσκολία να κρίνουμε ότι με το υλικό που προσκομίστηκε δεν μπορούσε να εξαχθεί, έστω και συμπερασματικά, η συνομολόγηση νέας συμφωνίας. Οι περιστάσεις θυμίζουν εκείνες της υπόθεσης Re Northumberland Avenue Hotel Co., ανωτέρω. Το ότι δεν έγινε τέτοια συμφωνία επιμαρτυρεί έμμεσα και η επιστολή του δκηγόρου της εφεσείουσας ημερ. 24/7/96 προς τον εφεσίβλητο, η οποία στάληκε εκ μέρους όχι μόνο της εταιρείας, [*1730]αλλά και της εφεσείουσας. Με αυτή καταγγέλλει τη συμφωνία τεκμ. 1 ως άκυρη ή ακυρώσιμη.

Το άρθρ. 190 του Κεφ. 149, στο οποίο στηρίχθηκε ο κ. Χ”Στερκώτης, ορίζει ότι:

“190. (1) Ελλείψει συμβατικού όρου γι αυτό, ο αντιπρόσωπος δεν δύναται να εκτελέσει προσωπικά σύμβαση που συνάφθηκε από αυτόν για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ούτε δεσμεύεται προσωπικά από αυτή.

(2).......................................................................”

Φυσικά η διάταξη αυτή διέπει την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό. Το άρθρ. 230 του Ινδικού Νόμου περί Συμβάσεων (που είναι ταυτόσημο με τη διάταξη μας) δεν ερμηνεύθηκε με τον τρόπο που εισηγείται η εφεσείουσα, όπως δείχνει το παρακάτω απόσπασμα από τον Pollock & Mulla “Indian Contract and Specific Relief Acts” 9η έκδοση, σελ. 784. Τούτο στηρίζεται στις υποθέσεις Kelner v Baxter [1866], ανωτέρω, Re Empress Engineering Co [1880] 16 Ch. D. 125 και Lakshmishankar v. Motiram [1904] 6 Bom. L.R. 1106.

“There is a rather curious class of cases in which agreements have been entered into by promoters on behalf of companies intended to be, but in fact not yet, incοrporated. In such a case the alleged principal has no legal existence, and the agent is held to have contracted on his own account in order that there may not be a total failure of remedy.”

H κρινόμενη υπόθεση παρουσιάζει ομοιότητες με την Kelner v. Baxter, ανωτέρω. Σ’ εκείνη την περίπτωση ο Α υπέγραψε τη συμφωνία “for and on behalf of”. Παρά τη χρήση της φράσης αυτής και της ρητής αναφοράς σε εταιρεία που επρόκειτο να εγγραφεί, κρίθηκε ότι είχε ευθύνη ως ουσιαστικός συμβαλλόμενος (principal). Όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση μας. Διαφορετικά δεν μπορούσε να έχει νόημα ή αποτελεσματικότητα η συμφωνία. Αυτή ήταν η πραγματικότητα της δοσοληψίας. Ενόψει των γεγονότων που περιστοιχίζουν την υπόθεση δεν υπήρχαν περιθώρια για την εισήγηση ότι η εφεσείουσα συναλλασσόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο με οποιαδήποτε άλλη σχέση παρά την προσωπική της ιδιότητα. 

Θεωρούμε επιβεβλημένο να παρατηρήσουμε ότι οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τον περί Εφέσεων (Προδικασία κ.λ.π.) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 αναφορικά με το περιε[*1731]χόμενο του περιγράμματος αγόρευσης [(Καν. 10 (v) (iv)] και να τηρούν σχολαστικά τις αρχές που διέπουν τον καταρτισμό τους. Ιδιαίτερα πρέπει να αποφεύγονται οι επαναλήψεις και τα μακροσκελή κείμενα (εδώ 16 σελίδες για την εφεσείουσα και 30 για τον εφεσίβλητο).

Για όλους αυτούς τους λόγους απορρίπτουμε την έφεση. Με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο