D. C. M. Mastersoft Limited ν. Δέσπως Στυλιανού (2001) 1 ΑΑΔ 1736

(2001) 1 ΑΑΔ 1736

[*1736]21 Νοεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

D.C.M. MASTERSOFT LIMITED,

Εφεσείουσα,

v.

ΔΕΣΠΩΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10795)

 

Αστικά αδικήματα — Αποζημιώσεις — Μέτρο αποζημιώσεων, η αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε στον ζημιωθέντα ως αποτέλεσμα του ζημιογόνου συμβάντος.

Δικαστική απόφαση — Αιτιολογία — Ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη — Δεν τεκμηριώθηκε.

Αμέλεια — Αρχή res ipsa loquitur — Βάρος αποδείξεως — Μετατόπισή του βάρους αποδείξεως στον εναγόμενο ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι το ζημιογόνο συμβάν δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.

Αιτία της διένεξης των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση ήταν η ολοσχερής απόσβεση των στοιχείων του ηλεκτρονικού υπολογιστή της εφεσίβλητης-ενάγουσας η οποία συνέβηκε όταν ο υπάλληλος της εφεσείουσας-εναγομένης, ο Μ.Υ. 1 προσπαθούσε να διορθώσει πρόβλημα υπερφόρτωσής του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι υπήρχε σωρευτικά ευθύνη από αδικοπραξία (από επαγγελματική αμέλεια) και επίσης ευθύνη στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε η εφεσείουσα-εναγόμενη με τη γραπτή συμφωνία για συντήρηση και υποστήριξη του προγράμματος του υπολογιστή για ένα χρόνο. Επιδικάσθηκε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα αποζημίωση αποτελούμενη (α) από το ποσό που κατέβαλε για την περίοδο συντήρησης και υποστήριξης του προγράμματος και (β) από το ποσό που αντιπροσώπευε το κόστος επαναδιοχέτευσης των πληροφοριών στο πρόγραμμα.

[*1737]

Η εφεσείουσα-εναγόμενη εφεσίβαλε την απόφαση.  Ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να υποστηρίζει επιδίκαση του συγκεκριμένου ποσού των αποζημιώσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Δικαστήριο προέβη σε ρεαλιστική αποτίμηση της ζημίας στη βάση των δεδομένων που περιείχε η μαρτυρία της γραμματέως της εφεσίβλητης-ενάγουσας, η Μ.Ε. 1, και στο πλαίσιο του καθορισμένου μέτρου αποζημίωσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,

Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261,

Αθανασίου ν. Κουκούνης (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614,

Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd [1950] 1 All E.R. 392,

Ballard v. North British Railway Co. [1923] S.C. (HL) 43,

Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 674,

Saab a.o. v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 15/3/00 (Αρ. Αγωγής 124/98) με την οποία κρίθηκε ότι η ολοσχερής απόσβεση στοιχείων στο πρόγραμμα το οποίο εφάρμοσε η εναγόμενη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της ενάγουσας οφείλετο σε αμέλεια της εναγομένης και επιδικάστηκαν υπέρ της ενάγουσας αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ. 1.249,68.-.

Α. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα.

Χρυσ. Αργυρού, για την Εφεσίβλητη.

[*1738]Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι οδοντίατρος. Έχει ιατρείο στη Λάρνακα. Περί το τέλος Ιουλίου 1995 αγόρασε από την εφεσείουσα εταιρεία, αντί ποσού £691,20, ειδικό πρόγραμμα, το οποίο υπάλληλος της εταιρείας, ο Μ.Υ.1, εφάρμοσε σε ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης. Πρόθεση της τελευταίας ήταν, προφανώς, ο εκσυγχρονισμός του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος της. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστή, η εφεσίβλητη είχε πάρει τον υπολογιστή (από αλλού) ένα χρόνο πριν, αλλά χρησιμοποιήθηκε τότε για πρώτη φορά. Της εφαρμογής του προγράμματος προηγήθηκε αναβάθμιση της μνήμης του υπολογιστή, που η εφεσείουσα έκρινε επιβεβλημένη για τους σκοπούς του προγράμματος. Για τη χρήση και λειτουργία του προγράμματος εκπαιδεύθηκε η γραμματέας της εφεσίβλητης Μ.Ε.1. Δεν πρόκειται για οτιδήποτε πολύπλοκο. H εκμάθηση χειρισμού χρειάζεται μαθήματα μερικών μόνο ωρών.

Το Μάϊο του 1996 η εφεσείουσα ανέλαβε με τη γραπτή συμφωνία, (τεκμ. 3), τη συντήρηση και υποστήριξη του προγράμματος για ένα χρόνο. Η αμοιβή συμφωνήθηκε σε £74,52 το οποίο, όπως και το παραπάνω ποσό των £691,20, η εφεσίβλητη κατέβαλε στο ακέραιο. Μετά την εγκατάσταση του προγράμματος όλες οι πληροφορίες σχετικά με την πελατεία της εφεσίβλητης διοχεύθηκαν, από καρτέλες που τηρούσε, στον υπολογιστή. Φαίνεται ωστόσο ότι προκλήθηκε υπερφόρτωση του συστήματος, που το κατέστησε αργό.  Οπότε η εφεσείουσα κλήθηκε, στο πλαίσιο της συμφωνίας υποστήριξης, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Η αιτία της διένεξης, που έφτασε τελικά στα δικαστήρια, ήταν η ολοσχερής απόσβεση των στοιχείων των οποίων έγινε διοχέτευση. Το θέμα χειρίστηκε ο υπάλληλος της εφεσείουσας, Μ.Υ.1, που κλήθηκε επιτόπου. Ο πρωτόδικος δικαστής άκουσε δύο αντίθετες εκδοχές αναφορικά με το συμβάν. Η εφεσίβλητη, της οποίας τη μαρτυρία ενισχύει η Μ.Ε.1, υποστήριξε ότι ο Μ.Υ.1 την πληροφορόρησε πως το πρόβλημα οφειλόταν σε υπερφόρτωση. Ενώ δε προσπαθούσε να το θεραπεύσει, απαλείφοντας παλαιά στοιχεία του αρχείου, αυτό χάθηκε ολότελα. Και, παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να το επαναφέρει. Νέες προσπάθειες της εταιρείας, που έγιναν στα υποστατικά της στη Λεμεσό, στα οποία μεταφέρθηκε ο υπολογιστής μαζί με τα αντίγραφα ασφάλειας (back ups), δεν ευωδόθηκαν.  Η υπό[*1739]θεση της εφεσίβλητης έκλεισε με μαρτυρία φίλης της (Μ.Ε.2), που είναι ειδική σε θέματα υπολογιστών.  Η αξία της μαρτυρίας της ήταν ότι δεν μπορούσε να απαλειφθεί ή να απωλεσθεί το αρχείο από τη χρήση άπειρης χειρίστριας, όπως η Μ.Ε.1. Αυτό μπορούσε να συμβεί είτε από έμπειρο χειριστή είτε από φθορά ή βλάβη του σκληρού δίσκου του υπολογιστή.

Άλλη εικόνα έδωσε ο Μ.Υ.1. Η εκδοχή του είναι ότι μόλις έφτασε στο οδοντιατρείο διαπίστωσε από τον έλεγχο που διενήργησε, ότι οι πληροφορίες είχαν χαθεί πριν από την επίσκεψη του.  Κατέβαλε προσπάθειες επαναφοράς του αρχείου, αλλά απέβησαν άκαρπες. Η απώλεια ήταν δυνατό να προξενήθηκε από διάφορα αίτια, όπως το τράνταγμα του υπολογιστή και η βλάβη στο σκληρό δίσκο. Ο Μ.Υ.2 (ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφεσείουσας) ήταν κατηγορηματικός ότι η εταιρεία του δεν ευθυνόταν για τη ζημία. Την απέδωσε σε βλάβη μέρους του σκληρού δίσκου, που διαπίστωσε ο ίδιος, την οποία επιδιόρθωσε, αχρηστεύοντας το κατεστραμμένο μέρος του. Μετά την επιδιόρθωση επέστρεψε τον υπολογιστή στην εφεσίβλητη, αφού εφάρμοσε σ’ αυτόν καινούργιο βελτιωμένο πρόγραμμα.

Ύστερα από προσεκτική διερεύνηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στο καθοριστικό για την υπόθεση συμπέρασμα ότι η απώλεια του αρχείου οφειλόταν στις ενέργειες του Μ.Υ.1 και όχι σε βλάβη του δίσκου, όπως εκ των υστέρων ισχυρίστηκε η εταιρεία. Υπόβαθρο των κρίσεων του δικαστηρίου ήταν η μαρτυρία που δόθηκε από μέρους της ενάγουσας και από την ίδια. Το δικαστήριο θεώρησε πως θα μπορούσε με ασφάλεια να βασισθεί σ’ αυτήν αναφορικά με τα πρωτογενή γεγονότα. Η μαρτυρία της εφεσείουσας κρίθηκε για τους λόγους που εξηγεί η πρωτόδικη απόφαση αναξιόπιστη.

Παραθέτουμε ό,τι ουσιαστικά αποτελεί το αποτέλεσμα των προηγηθέντων στην απόφαση ευρημάτων:

“....................................................................................

(viii) Ενώ πληκτρολογούσε στον υπολογιστή, πληροφόρησε την Ενάγουσα και τη Μ.Ε.1, πως χάθηκαν όλες οι πληροφορίες.  Προσπάθησε να τις επαναφερει από τα αντίγραφα ασφαλείας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όλες οι προσπάθειες επαναφοράς των πληροφοριών από τους Εναγομένους απέτυχαν παρά το γεγονός ότι ο υπολογιστής, μαζί με όλα τα αντίγραφα ασφαλείας, μεταφέρθηκε στα γραφεία τους στη Λεμεσό.

[*1740]

(ix) Ο υπολογιστής παρέμεινε στα γραφεία της Εναγομένης γύρω στις 25 ημέρες. Αφού οι προσπάθειες για επαναφορά των πληροφοριών απέτυχαν, τοποθέτησαν νέο πρόγραμμα και επέστρεψαν τον υπολογιστή στην Ενάγουσα.

Απορρίπτεται συνεπώς η θέση της Εναγομένης πως οι πληροφορίες χάθηκαν λόγω βλάβης ή φθοράς του σκληρού δίσκου.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι υπήρχε σωρευτικά ευθύνη από αδικοπραξία (από επαγγελματική αμέλεια) και επίσης ευθύνη στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε η εταιρεία με το τεκμ. 3. Σχετικά με το πρώτο έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας του δικαίου της απόδειξης, που εκφράζει η λατινική φράση res ipsa loquitur.  Και στο κυπριακό δίκαιο του δόθηκε νομοθετικό κύρος και υπόσταση (βλ. άρθρ. 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148). Για το περιεχόμενο του κανόνα και τις περιστάσεις ορθής επίκλησης και εφαρμογής του, ο πρωτόδικος δικαστής καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Achilleas Morides ν. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117, Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, Αθανασίου ν. Κουκούνης (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614. Βλ. επίσης Barkway ν. South Wales Transport Co. Ltd. [1950] 1 All E.R. 392, Ballard v. North British Railway Co. [1923] S.C. (HL) 43, 54 και Ανδρέας Μιχαηλίδης ν. Ανδρέα Δημοσθένους Κακουλλή κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 674.

Περιληπτικά, ο κανόνας είναι, ο ενάγων, όταν δεν γνωρίζει ή δεν γνωρίζει επαρκώς την αιτία συμβάντος που του προκάλεσε ζημία, απαλλάσσεται της αρχικής ευθύνης να θεμελιώσει αμέλεια κατά του εναγομένου εφόσο η ζημιογόνα κατάσταση πραγμάτων βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του τελευταίου.  Τότε το βάρος απόδειξης μετακυλά στον εναγόμενο για να παράσχει λογική εξήγηση για την πρόκληση του συμβάντος χωρίς υπαιτιότητα εκ μέρους του.  Αν το πετύχει, το τεκμήριο αδρανεί, οπόταν αναβιώνει η υποχρέωση του ενάγοντα να αποδείξει αμέλεια.

Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι η επίκληση του res ipsa loquitur ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Βρήκε τελικά ότι η διαγραφή των πληροφοριών από το πρόγραμμα οφειλόταν σε αμέλεια της εναγόμενης. Το σχετικό σχόλιο είναι σύντομο:

“Τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης δικαιολογούν την εφαρμογή του κανόνα.  Όπως έχω αποφασίσει, οι πληροφορίες διαγράφηκαν με τις ενέργειες του υπαλλήλου της Εναγομένης [*1741](Μ.Υ.1), ενώ επιχειρούσε να διαγράψει παλαιά αρχεία. Κατά τον χρόνο της διαγραφής των πληροφοριών, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Μ.Υ.1.  Καμιά εξήγηση δεν δόθηκε από αυτόν για το λόγο διαγραφής τους.  Η εκδοχή της Εναγομένης, (ότι υπήρχε βλάβη στο σκληρό δίσκο), έχει απορριφθεί.  Το γεγονός ότι, κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο, υπήρχαν οι πληροφορίες στο πρόγραμμα, αποκλείει αυτή τη θέση.”

Επισημαίνεται ότι δεν υπήρχαν αμφισβητήσεις ή ουσιαστικές αντιρρήσεις αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστή, με βάση τα οποία αποδείχθηκε η υπόθεση, ή της αξιοπιστίας των μαρτύρων στους οποίους στηρίχθηκε. Το μόνο που θέτει ο κ. Κουκούνης - και αυτό στο περίγραμμα - αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν αιτιολογεί την κρίση του γιατί οι εξηγήσεις του Μ.Υ.2, του οποίου κακώς απορρίφθηκε η μαρτυρία, σε ερωτήματα που διατυπώνει στην απόφαση του, δεν είναι πειστικές.

Οι ερωτήσεις αυτές, είναι ρητορικές στην ουσία. Δακτυλοδεικτούν όμως τις παραλείψεις του μάρτυρα, ή την απουσία λογικών εξηγήσεων για τις ενέργειες ή παραλείψεις του. Για παράδειγμα, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του μάρτυρα η εταιρεία του δεν έφερε ευθύνη για τη διαγραφή του αρχείου, γιατί αυτή δε χρέωσε την αξία του νέου προγράμματος ή των υπηρεσιών για επιδιόρθωση του δίσκου. Πέραν τούτου η απόφαση εξηγεί με περισσή λεπτομέρεια γιατί δεν μπορούσε να γίνει δεκτή η εκδοχή της εφεσείουσας. Και προβαίνει, δικαιολογημένα, σε καταλυτικά σχόλια για την ποιότητα της μαρτυρίας όχι μόνο του ιδιοκτήτη, αλλά και του Μ.Υ.1, που ήταν άμεσα αναμεμιγμένος. Η γενική και αόριστη πλημμέλεια που προσάπτεται στον τρίτο λόγο κατά της απόφασης ότι βρίσκεται “σε καταρχήν αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία” δεν τεκμηριώθηκε.

Επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη αποζημίωση £1.249,68 αποτελούμενη από δύο κονδύλια: (α)  £49,68, δηλαδή, τα 2/3 του ποσού που κατέβαλε για συντήρηση και υποστήριξη του προγράμματος, αφού μόνο για περίοδο 4 μηνών εξυπηρετήθηκε προτού διακοπεί η συνεργασία. και (β) £1.200 που αντιπροσωπεύει το κόστος επαναδιοχέτευσης των πληροφοριών στο πρόγραμμα. Ας σημειωθεί ότι η αξίωση ήταν για £2.600, ποσό που αντιστοιχούσε με τους μισθούς της υπαλλήλου της εφεσίβλητης για 13 μήνες προς £200 το μήνα, που, κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας, η Μ.Ε.1 ασχολήθηκε αποκλειστικά για τη μεταφορά των πληροφοριών στο πρόγραμμα. Ας [*1742]σημειωθεί ότι απορρίφθηκαν οι υπόλοιπες αξιώσεις της εφεσίβλητης για ανάκτηση του τιμήματος αγοράς του προγράμματος, ολόκληρου του ποσού που πλήρωσε με βάση το τεκμ. 1 και για γενικές αποζημιώσεις.

Ο δικαστής καθοδηγήθηκε, ως προς το μέτρο της αποζημίωσης, από το σύγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, Κεφ. 5 και την υπόθεση Saab & Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499.  Κεντρικό στοιχείο του κανόνα είναι η υποχρέωση για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στον ζημιωθέντα ως αποτέλεσμα του ζημιογόνου συμβάντος. Η υποχρέωση προς αποζημίωση του παθόντος περιγράφεται ως εξής από τον McGregor on Damages, 15η έκδοση, σελ. 7 και 8:

“Τhe statement of the general rule from which one must always start in resolving a problem as to the measure of damages, a rule equally applicable to tort and contract, has its origin in the speech of Lord Blackburn in Livingstone v. Rawyards Coal Co. [1880] 5 Αpp. Cas. 25, 39. He there defined the measure of damages as “that sum of money which will put the party who has been injured, or who has suffered, in the same position as he would have been in if he had not sustained the wrong for which he is now getting his compensation or reparation.” This statement has been consistently referred to or cited with approval, or restated in similar language.”

Το παράπονο για την αποζημίωση (λόγοι έφεσης 1 και 2) περιορίζεται και εξαντλείται στον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να υποστηρίζει επιδίκαση του συγκεκριμένου ποσού. Παρόλο που ο πρωτόδικος δικαστής αναγνωρίζει στην απόφαση του την απουσία μαρτυρίας, προχωρεί αντινομικά να επιτρέψει αποζημίωση. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι το χρονικό διάστημα των 6 μηνών είναι αυθαίρετο. Μπορεί να χρειαζόταν λιγότερος χρόνος. Ή ακόμα ένας έμπειρος χειριστής υπολογιστή να μπορούσε με μικρότερη αμοιβή, λ.χ., £600 να διεκπεραιώσει την εργασία. Η μαρτυρία της Μ.Ε.1, στην οποία βασίστηκε ο υπολογισμός, ήταν ασαφής, δοθέντος ότι δεν ασχολείτο συνέχεια με το αρχείο που χάθηκε, αλλά και με άλλα καθήκοντα στο οδοντιατρείο. Επίσης έπαιρνε άδειες απουσίας και για παρακολούθηση σεμιναρίων. Η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε καλέσει εμπειρογνώμονα για να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.

Είναι ορθό ότι ο πρωτόδικος δικαστής προέβη στην παραπάνω επισήμανση. Θεώρησε ωστόσο, με βάση τη μαρτυρία της Μ.Ε.1, [*1743]αφού έλαβε υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα, ότι “διάστημα έξι συνολικά μηνών, πλήρους απασχόλησης, θα ήταν αρκετό για τη διοχέτευση των πληροφοριών που έχουν διαγραφεί, στο πρόγραμμα ........... και ότι περαιτέρω το συνολικό κόστος που θα επιβαρυνθεί η ενάγουσα είναι £1.200”.  Έκρινε δε περαιτέρω ότι ο χρόνος και το κόστος για την εργασία αυτή είναι ανάλογος με αυτόν που θα χρειαζόταν η Μ.Ε.1.  Δε φαίνεται να ήταν αναγκαία η πρόσληψη ειδικού για τη μεταφορά των πληροφοριών.  Ούτε υπάρχει τέτοια μαρτυρία.  Γνωρίζουμε από τη μαρτυρία οτι η εκμάθηση της χρήσης χρειαζόταν μόνο 5-6 ώρες εκπαίδευση. Το δικαστήριο προέβη σε ρεαλιστική αποτίμηση της ζημίας στη βάση των δεδομένων που περιέχει η μαρτυρία της Μ.Ε.1 και στο πλαίσιο του καθορισμένου μέτρου αποζημίωσης.  Η εκτίμηση μάλιστα της ζημίας, όπως έγινε, ευνοεί την εφεσίβλητη, γιατί η αντικατάσταση των στοιχείων δεν μπορούσε να ήταν πλήρης.

Για τους λόγους αυτούς απορρίπτουμε την έφεση.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο