Φοινικαρίδου Γιαννούλα ν. Γιώργου Οδυσσέως (2001) 1 ΑΑΔ 1744

(2001) 1 ΑΑΔ 1744

[*1744]23 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΦΟΙΝΙΚΑΡΙΔΟΥ,

Aιτήτρια,

v.

ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,

Φ/ΔΙ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ�ΑΠΟΛΛΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Νομικό Ερώτημα Αρ. 348)

 

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμου — Κατά πόσο το Άρθρο 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91) αντίκειται προς τα Άρθρα 28, 15 και 30 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Οικογενειακό Δίκαιο — Εξώγαμα τέκνα — Πατρική αναγνώριση εξώγαμου τέκνου — Χρονική προθεσμία για υποβολή της σχετικής αίτησης — Κατά πόσο αφετηρία του καθοριζόμενου χρόνου είναι η γνώση των στοιχείων από τον αιτητή — Άρθρο 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91) — Εφαρμοστέες αρχές.

Τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αποφασιστεί το νομικό ζήτημα κατά πόσο το Άρθρο 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91) (ο Νόμος), προσκρούει ή είναι αντίθετο προς τις διατάξεις των Άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος και είναι για το λόγο αυτό αντισυνταγματικό. Το Άρθρο 22(3) προβλέπει πως το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώρισή του παραγράφεται 3 χρόνια μετά την ενηλικίωσή του. Ήταν κοινά αποδεκτό, στην παρούσα περίπτωση, πως η αίτηση δεν καταχωρίστηκε μέσα στην χρονική περίοδο που προβλέπει ο Νόμος.

Ο συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η υπόθεσή της διαφοροποιείται από την υπόθεση Γιωργαλλά ν. Χ”Χριστοδούλου, [*1745]όταν το τέκνο, που ζητά την αναγνώριση από το φυσικό του πατέρα, μαθαίνει την ταυτότητά του μετά την παραγραφή του δικαιώματος όπως αυτή καθορίζεται στο Νόμο.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι ο Νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός.

Α. Υπό Αρτεμίδη, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικολαΐδη, Καλλή, Ηλιάδη, Κραμβή και Γαβριηλίδη:

1.  Στις νομοθετικές διατάξεις για παραγραφή αστικών δικαιωμάτων αφετηρία του καθοριζόμενου χρόνου δεν είναι η γνώση από το διάδικο των στοιχείων βάσει των οποίων θα προωθήσει το δικαίωμα του, αλλά το συμβάν που δημιουργεί την αιτία αγωγής.  Και τούτο αποφασίζεται, σε περίπτωση διχογνωμίας, από το δικαστήριο με αντικειμενικά κριτήρια.

2.  Οι διατάξεις των άρθρων του Νόμου που εξετάζονται όχι μόνο δεν προσκρούουν στις πρόνοιες των Άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος, αλλά, αντίθετα, ευθυγραμμίζονται με τη νομολογία και σκέψη που υιοθέτησαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη λειτουργία και εφαρμογή των αντίστοιχων Άρθρων 8 και 6 της Σύμβασης.

3.  Η αναγνώριση δικαιώματος για υποβολή αίτησης χωρίς περιορισμούς προθεσμίας κατ’ επίκλησιν του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, δυνατόν από τη μια να έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία οικογένειας για το τέκνο αλλά, από την άλλη, δυνατό να οδηγήσει και στη διάλυση μιας άλλης οικογένειας, της οικογένειας του κατ’ ισχυρισμόν πατέρα.  Είναι γι’ αυτό το λόγο που πρέπει να διαδραματίζει τον καθοριστικό ρόλο της η αρχή της αναλογικότητας.

4.  Το Άρθρο 22(3) του Περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91) δεν αντίκειται στα Άρθρα 28, 15 και 30 του Συντάγματος.

Β. Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, και Χατζηχαμπή:

1.  Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Eur Court HR, Kroon and Others v. The Netherlands, το Δικαστήριο θεώρησε ως θεμελιωμένο ότι θέματα πατρότητας ανάγονται στην οικογενειακή ζωή, σεβασμός της [*1746]οποίας επιβάλλει τη δημιουργία οικογενειακού δεσμού μεταξύ του πραγματικού πατέρα και του τέκνου “as expeditiously as possible” (όσο πιο σύντομα γίνεται).

2.  Τα γεγονότα, που σχετίζονται με την πατρότητα τέκνου, ανάγονται σε χρόνο πριν τη γέννησή του. Στην πραγματικότητα σε χρόνο που αναφέρεται στη σύλληψή του. Εξ αντικειμένου, το τέκνο δε γνωρίζει, ούτε έχει τα μέσα να μάθει για τα γεγονότα που την περιβάλλουν.  Οι μόνοι που έχουν αυθεντική γνώση των γεγονότων αυτών είναι οι γονείς, εκάτερος από αυτούς, πρωτίστως η μητέρα.

3.  Η καθιέρωση προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης της πατρότητας, άσχετα και ανεξάρτητα από τη γνώση των γεγονότων που το στοιχειοθετούν, συρρικνώνει το δικαίωμα, σε βαθμό αφανισμού. Παραβιάζεται ο πυρήνας το δικαιώματος της οικογενειακής ζωής και το παρεχόμενο δικαίωμα καθίσταται μόνο κατά νόμο δικαίωμα, δεν τυγχάνει σεβασμού.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γιωργαλλά ν. Χ”Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060,

X. v. Sweden, Application No. 9707/82,

Malachtou v. Armefti (1987) 1 C.L.R. 207,

Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742,

Kroon a.ο. v. The Netherlands, judgment of 27 October 1994, Series A no. 297-C, σελ. 43.

Νομικό Ερώτημα.

Νομικό ερώτημα από το Οικογενειακό Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του δικηγόρου της αιτήτριας, το οποίο παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο το Άρθρο 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), αντίκειται στις διατάξεις των Άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος.

Κ. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.

Χρ. Μίτσιγκας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

[*1747]

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Δεν υπάρχει ομοφωνία στην απόφασή μας.

Η πλειοψηφία (οι δικαστές: Αρτεμίδης, Νικολαΐδης, Καλλής, Ηλιάδης, Κραμβής και Γαβριηλίδης) κρίνει ότι το Άρθρο 22(3)του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν.187/91), δεν προσκρούει σε καμιά διάταξη του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν αντίκειται προς αυτό. Ανάλογη είναι και η απάντηση η οποία δίδεται κατά πλειοψηφία, στα τεθέντα νομικά ερωτήματα με την παραπομπή του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Αρτεμίδη, Δ..

Η μειοψηφία (Πικής, Π., Νικήτας, Δ., Κωνσταντινίδης, Δ., Νικολάου, Δ. και Χατζηχαμπής, Δ.) καταλήγει, για τους λόγους που εκτίθενται στη δική μου απόφαση, ότι το Άρθρο 22(3), (ανωτέρω), προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 15.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό θα αποκηρύσσετο ως αντισυνταγματικό.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, που γεννήθηκε στις 20.5.1945 από άγνωστο πατέρα, καταχώρισε στις 24.6.99 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία επιδιώκει την αναγνώριση της ως φυσική θυγατέρα του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος είναι σήμερα ηλικίας άνω των 75 ετών.  Όταν η αιτήτρια ήταν βρέφος η φυσική μητέρα της την εγκατέλειψε έξω από το σπίτι κάποιας κυρίας η οποία στη συνέχεια την παρέδωσε σε άλλη, που ανέλαβε την ανατροφή της και με την οποία συγκατοικεί μέχρι σήμερα.  Η φυσική μητέρα της αιτήτριας παντρεύτηκε, αλλά μητέρα και θυγατέρα δεν διατηρούσαν στενή επαφή. Όμως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, η μητέρα της, της αποκάλυψε πως φυσικός πατέρας της είναι ο καθ’ ου η αίτηση, ευκατάστατος οικογενειάρχης με 5 παιδιά. Όπως η ίδια διατείνεται, η μητέρα της, της είπε πως μεταξύ των ετών 1943-44 εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι των γονιών του καθ’ ου στην Παλλουριώρισσα και πως κατά την πιο πάνω περίοδο ο τελευταίος, τότε 19 ετών, είχε ερωτικές σχέσεις με τη μητέρα της, καρπός των  οποίων ήταν η ίδια.  H πιο πάνω αποκάλυψη έγινε το Δεκέμβριο του 1997, στην παρουσία του γιου της αιτήτριας.

Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του άρθρου 20(2) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, Ν.187/91, στα επόμενα ο Νόμος. Ο δικηγόρος του καθ’ ου, επι[*1748]καλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 22(3) του Νόμου εισηγήθηκε πως το δικαίωμα της αιτήτριας σε δικαστική αναγνώριση παραγράφηκε, και ως εκ τούτου η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Ενόψει της πιο πάνω εισήγησης ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε από το Οικογενειακό Δικαστήριο να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 144 του Συντάγματος, νομικό ερώτημα, ήτοι κατά πόσο η προθεσμία που θέτει το άρθρο 22(3) του Νόμου για την  παραγραφή του δικαιώματος τέκνου να ζητήσει την αναγνώριση του είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος. Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε πως η διάγνωση του συνταγματικού ζητήματος που ηγέρθη ήταν καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της αίτησης, που καταχωρίστηκε στις 24.6.99.

Ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1.11.91, και σύμφωνα με το άρθρο 25 οι προθεσμίες που προνοούνται σ’ αυτόν αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Το άρθρο 22(3) προβλέπει πως το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του παραγράφεται 3 χρόνια μετά την ενηλικίωση του.  Είναι κοινώς αποδεκτό πως η αίτηση δεν καταχωρίστηκε μέσα στη χρονική περίοδο που προβλέπει ο Νόμος.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται πως η παραβίαση των άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος προκαλείται από το γεγονός ότι η αιτήτρια απέκτησε γνώση της ταυτότητας του φυσικού της πατέρα το τέλος του 1997. Ήταν, επομένως, εξ αντικειμένου αδύνατο να καταχωρίσει την αίτηση για αναγνώριση της μέσα στην περίοδο της τριετίας από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου. Γι’ αυτό και παραβιάζεται, καθώς καταλήγει η εισήγηση, το άρθρο 30.1 του Συντάγματος επειδή η αιτήτρια στερείται πρόσβασης στο Δικαστήριο για τη διεκδίκηση του δικαιώματος που της δίδει ο Νόμος, δικαίωμα που πηγάζει απ’ ευθείας από το άρθρο 15 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Μια άλλη εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, περί δυσμενούς διάκρισης που προκαλείται από τις διαφορετικές προθεσμίες παραγραφής άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο Νόμο, δε θα μας απασχολήσει γιατί δεν προωθήθηκε.

Ο δικηγόρος του καθ’ ου δεν αμφισβητεί τα δικαιώματα που προστατεύονται από τα άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος. Εισηγείται όμως πως τα δικαιώματα αυτά είναι δυνατό να υποβληθούν σε ρυθμίσεις, μεταξύ αυτών και ο καθορισμός προθεσμίας παραγραφής τους, κάτι που δέχεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [*1749]Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και η δική μας, που ευθυγραμμίζεται απόλυτα με αυτές.

Τα ζητήματα που εγείρονται είναι άκρως σοβαρά γιατί άπτονται του θεσμού και λειτουργίας της οικογένειας, του σπουδαιότερου πυρήνα της κοινωνίας, τα μέλη του οποίου συνδέονται με τα βαθύτερα και αγνότερα αισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης. Η πολιτεία θεωρεί αυταπόδεικτη την αξία του θεσμού της οικογένειας, τον οποίο και προστατεύει στο πιο ισχυρό νομοθέτημα της, το σύνταγμα. Ρυθμίζει επίσης ολόκληρο το φάσμα των οικογενειακών σχέσεων, με γνώμονα πάντοτε τη θεμιτή λειτουργία τους στο κοινωνικό σύνολο, σε νομοθετικούς κανόνες που συναποτελούν τον τομέα του δικαίου γνωστού ως Οικογενειακό Δίκαιο.

Θεμέλιο της συζήτησης μας αποτελούν τα άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος, αντίστοιχα των άρθρων 8 και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε από τη Βουλή μας με νόμο, Ν.39/62. Οι αποφάσεις, κατά συνέπεια,  πάνω στα ζητήματα που μας απασχολούν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής αποτελούν την ένδειξη πορείας, όπως άλλωστε και η νομολογία μας καταδεικνύει. Προτού προχωρήσουμε παραπέρα να παραθέσουμε αυτούσια τη σχετική διάταξη του Νόμου που καθορίζει το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος τέκνου να ζητήσει την αναγνώριση του, και τα άρθρα 15.1 και 30.1 του Συντάγματος μας. Το άρθρο 22.3 του Νόμου προβλέπει:

«το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του παραγράφεται 3 χρόνια μετά την ενηλικίωση του».

(Παραθέσαμε πιο πάνω τις πρόνοιες του άρθρου 25.1 του Νόμου).

Το άρθρο 15.1 του Συντάγματος προβλέπει:

«έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνει σεβασμού».

Και το άρθρο 30.1:

«Εις ουδένα δύναται να απαγορευθεί η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγει δυνάμει του Συντάγματος. Η σύσταση δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων Δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.»

[*1750]

Στην πρόσφατη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παντελή Γιωργαλλά ν. Σούλλας Χ΄Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060, ασχοληθήκαμε με τις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(α) του ίδιου Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται για το σύζυγο της μητέρας μετά την πάροδο ενός έτους αφότου αυτός πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η σύλληψη του τέκνου.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε απευθύνει ακριβώς τα ίδια ερωτήματα με αναφορά πάλιν στα άρθρα 15.1 και  30.1 του Συντάγματος. Στην απόφαση, που ετοίμασε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, γίνεται επισκόπηση της δικής μας νομολογίας και αριθμού αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις οποίες αναλύονται τα αντίστοιχα άρθρα 6 και 8  της Σύμβασης. Παραπέμπουμε στην πιο πάνω απόφαση μας της οποίας, καθώς κρίνουμε, η σκέψη ισχύει και στην παρούσα χωρίς καμιά απολύτως διαφοροποίηση. Οι νομικές αρχές, όπως συζητήθηκαν και υιοθετήθηκαν, εφαρμόζονται και εδώ.

Η γενική αρχή που αναδύεται από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι πως το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο υπόκειται σε θεμιτούς περιορισμούς, ακριβώς για την ορθολογική λειτουργία του προς όλους τους ενδιαφερόμενους στη δικαστική διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κρίνει πως η περίοδος παραγραφής δικαιώματος εξυπηρετεί θεμελιώδεις σκοπούς άρρηκτα συνυφασμένους με τη βεβαιότητα για τα δικαιώματα των ατόμων και αποσκοπεί στην τελεσιδικία της διαφοράς.

Για μια εκτενέστερη ακαδημαϊκή, αλλά συνάμα νομική συζήτηση στο θέμα, ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε εκτενείς περικοπές από τα έργα δύο ελλήνων νομικών, αρχίζοντας από αυτό του Ιωάννου Δ. Σαρμά «Η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής», όπου στη σελ.202 διαβάζουμε τα εξής:

«Αδυναμία πρόσβασης λόγω παραγραφής του δικαιώματος:  Στην απόφαση του Stubbings και λοιπές κατά Ηνωμένου Βασιλείου (22 Οκτωβρίου 1996), το Δικαστήριο αντιμετώπισε τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει επί του δικαιώματος πρόσβασης στα δικαστήρια, η παραγραφή αξιώσεων. Επρόκειτο για μια υπόθεση όπου οι προσφεύγουσες, έχοντας υποστεί στην παιδική τους ηλικία βαρύτατες προσβολές της αιδούς των, μπόρεσαν να θυμηθούν τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούσαν πολλά χρόνια μετά την ενηλι[*1751]κίωσή τους. Όμως, η εφαρμοζόμενη στην περίπτωση τους βρεττανική νομοθεσία περί παραγραφής των αστικών απαιτήσεων, προέβλεπε ότι οι αξιώσεις αυτές παρεγράφοντο έξι χρόνια μετά την ενηλικίωση του θύματος. Tο Δικαστήριο αναγνώρισε ως αρχή ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη προϋποθέτει ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας που, πάντως, δεν πρέπει να φθάνουν μέχρι την προσβολή της ουσίας του, ενώ, εξ άλλου, πρέπει να δικαιολογούνται από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα προς επίτευξή του να τελούν σε λογική σχέση αναλογίας. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, στη συνέχεια, ότι η εξαετία μετά την ενηλικίωση ως προς τις αστικές απαιτήσεις και η άνευ ορίου ως προς το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία για την παραγραφή των πράξεων περί των οποίων παρεπονούντο οι προσφεύγουσες, δεν δύναται να  χαρακτηρισθεί ως προσβολή της ουσίας του δικαιώματος πρόσβασης. Ερευνάται κατόπιν η αναλογικότητα: Ανευρίσκονται οι θεμιτοί σκοποί της ρύθμισης, δηλαδή οι λόγοι που στηρίζουν την παραγραφή. Τέτοιοι είναι δύο, ήτοι, νομική ασφάλεια των καθ’ ων η προσφυγή και παρακώλυση αδικίας εν όψει της παρέλευσης μακρού χρόνου από της διαπράξεως του αδικήματος και της ελλείψεως αποδεικτικών μέσων. Ερευνάται, τέλος, το πρόσφορο της εξαετίας προς τους θεμιτούς σκοπούς της ρύθμισης. Διαπιστώνεται ότι πολύ πιο σύντομες προθεσμίες παραγραφής έχουν προβλεφθεί σε διεθνείς συμβάσεις περί αστικής ευθύνης. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι στο δίκαιο των δημοκρατικών κοινωνιών δεν υφίσταται ομοφωνία ως προς τη λογική προθεσμία παραγραφής. Αναγνωρίζει κατόπιν τούτων το Δικαστήριο ένα περιθώριο εκτίμησης στα Κράτη μέλη ως προς την παραγραφή.  Όμως δεν αρκείται στην αναγνώριση αυτή. Το Δικαστήριο ερευνά ακόμη αν ο βρεττανός νομοθέτης άσκησε την αρμοδιότητά του αυτή κατά τρόπο που να δείχνει το σεβασμό του προς το δικαίωμα πρόσβασης. Διαπιστώνει ότι το βρεττανικό δίκαιο καθορίσθηκε, στον επίμαχο χώρο, ύστερα από μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δεν ελήφθη κατά αυθαίρετο τρόπο. Εν όψει τούτων, και χωρίς να αποκλείει το Δικαστήριο μια μελλοντική ομογενοποίηση της οικείας νομοθεσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γίνεται δεκτό τελικά ότι δεν πρέπει το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την ιδική του εκτίμηση σ’ αυτήν των εθνικών Αρχών. Δεν διαπιστώνεται λοιπόν παραβίαση του άρθρου 6, παρ.1»

(υπογράμμιση δική μας)

Ο γνωστός ειδήμων στο Οικογενειακό Δίκαιο Γ.Κουμάντος αναφέρει τα ακόλουθα στο σύγγραμμα του «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος 2, σελ.83, κάτω από τον τίτλο «Οι Προθεσμίες»

[*1752]«Στο δικαίωμα του κάθε ενδιαφερομένου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση του παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο, αν ο πατέρας αρνείται να κάνει αυτή την αναγνώριση ή αν η μητέρα αρνείται την αναγκαία συναίνεσή της, κάποιο χρονικό όριο πρέπει να μπαίνει. Το θέμα της πατρότητας πρέπει να εκκαθαρίζεται γρήγορα και οι σχετικές δίκες, δεν πρέπει να γίνονται πολύν καιρό μετά τα περιστατικά που τις προκαλούν, όταν πια και τα αποδεικτικά μέσα θα έχουν εξαφανισθεί ή θα έχουν χάσει τη σαφήνειά τους.

Για την προθεσμία αυτή ο τοκετός φαίνεται να αποτελεί την πιο εύλογη αφετηρία. Ο νομοθέτης όμως πρέπει να σκεφτεί μήπως, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις επιβάλλεται ο καθορισμός μιας άλλης αφετηρίας. Το πρόβλημα αυτό γεννιέται, πρώτον, για το δικαίωμα του παιδιού να ζητήσει τη δικαστική αναγνώρισή του. Όσο το παιδί είναι ανήλικο, η άσκηση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από τη θέληση της μητέρας του που το εκπροσωπεί δικαστικά και η θέληση αυτή μπορεί καμιά φορά να λείπει και θα λείπει πάντως όταν η ματαίωση της εκούσιας αναγνώρισης οφείλεται σε άρνηση της μητέρας. Εδώ, φαίνεται λογικό να ορίσει ο νομοθέτης την ενηλικίωση του παιδιού ως αφετηρία της προθεσμίας

(οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Ανάλογες είναι και οι παρατηρήσεις στο βιβλίο των D.J.Harris, M.O’Boyle, C.Warbrick Law of the European Convention on Human Rights, στη σελίδα 199:

«The right of access to a court is not an absolute one.  Restrictions may be imposed since the right of access ‘by its very nature calls for regulation by the state, regulation which may vary in time and place according to the needs and resources of the community and of ‘individuals’. In imposing restrictions, the state is allowed a certain ‘margin of appreciation’. However, as indicated in Ashingdane v. UK. any restriction must not be such that ‘the very essence of the right is impaired’. In addition, it must have a ‘legitimate aim’ and comply with the principle of proportionality, ie there must be ‘a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim sought to be achieved’. In the Ashingdane case, the applicant instituted civil proceedings challenging the Secretary of State’s decision under the Mental Health Act 1959 in effect to continue to detain him in a secure mental hospital. There was no liability under the Act for acts done under it in the absence of bad faith or reasonable [*1753]care. Moreover, a claim in respect of such an act could not be brought unless the High Court gave leave, which it could do only if it was satisfied that there were ‘substantial grounds’ for believing that this condition was met. The Court held that these limitations on the right of access to a court as applied to the applicant’s case were not in breach of the right. The limitation of liability under the Act had the ‘legitimate aim’ of  preventing those caring for mental patients from being unfairly harassed by litigation and the availability of a claim in a case of bad faith or lack of reasonable care both left intact the essence of the right to institute proceedings and was consistent with the principle of proportionality.»

H διαφοροποίηση από την υπόθεση Γιωργαλλά δημιουργείται, όπως εισηγείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, όταν το τέκνο, που ζητά την αναγνώριση από το φυσικό του πατέρα, μαθαίνει την ταυτότητα του μετά την παραγραφή του δικαιώματος του, όπως αυτή καθορίζεται στο Νόμο. Σ’ αυτή την περίπτωση, διατείνεται ο συνήγορος, το δικαίωμα εξαλείφεται, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αιτήτριας.

Δε συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Στις νομοθετικές διατάξεις για παραγραφή αστικών δικαιωμάτων αφετηρία του καθοριζόμενου χρόνου δεν είναι η γνώση από το διάδικο των στοιχείων βάσει των οποίων θα προωθήσει το δικαίωμα του, αλλά το συμβάν που δημιουργεί την αιτία αγωγής. Και τούτο αποφασίζεται, σε περίπτωση διχογνωμίας, από το δικαστήριο με αντικειμενικά κριτήρια. Αυτή η αρχή έχει εφαρμοσθεί από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Χ. v. Sweden, Application No.9707/82, (που αναφέρεται στην υπόθεση Γιωργαλλά, στη γενική όμως συζήτηση των ερωτημάτων που τέθηκαν εκεί).  Τα γεγονότα στην υπόθεση X. v. Sweden ήσαν τα εξής: Στις 15.9.56 ο αιτητής νυμφεύθηκε την κα.Υ η οποία του ανέφερε προηγουμένως πως ήταν έγκυος και ότι ο αιτητής ήταν ο πατέρας του παιδιού. Στις 13.10.56 η κα.Υ. γέννησε ένα γιο. Στις 25.3.58 το ζεύγος πήρε διαζύγιο. Το παιδί παρέμεινε στην επιμέλεια της κας. Υ. και ο αιτητής διατάχθηκε να πληρώνει διατροφή. Το 1980 ο αιτητής ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να διατάξει την αποκήρυξη του ως πατέρας του παιδιού. Στήριξε δε την αίτηση του σε ένα ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 13.2.80 σύμφωνα με το οποίο ήταν στείρος και επομένως δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Τα Δικαστήρια της Σουηδίας και στις τρεις τους δικαιοδοσίες απέρριψαν την αίτηση γιατί κρίθηκε ως παραγεγραμμένη. Οι νόμοι της Σουηδίας πρόβλεπαν πως η αποκήρυξη πατρότητας θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα σε 3 χρόνια από την ημερομηνία που ο αιτητής γνώριζε την γέννηση του παιδιού. Ο αιτητής προσέφυγε στην Επιτροπή Ανθρωπί[*1754]νων Δικαιωμάτων. Κάτω από την επικεφαλίδα «The Law» η Επιτροπή είπε τα εξής:

«In the opinion of the Commission it must generally be accepted in the interest of good administration of justice that there are time limits within which prospective proceedings must be instituted. It must also be accepted that the time limit is final and that there is no possibility to institute proceedings even when new facts have arisen after the expiry of the time limit. This is also true for paternity proceedings. The Commission is furthermore of the opinion that a time limit of three years from the child’s birth as in the present case, is not an unreasonable time limit for instituting paternity proceedings. Accordingly, the Commission finds that the fact that the applicant was not permitted to institute paternity proceedings does not disclose any appearance of a violation of Article 6 of the Convention taken alone.»

(η υπογράμμιση πάλι δική μας)

Καταλήγουμε, επομένως, πως η απάντηση μας στο ερώτημα είναι ότι οι διατάξεις του άρθρου 22.3 και 25.1 του Νόμου δεν προσκρούουν στα άρθρα 15 και 30 του Συντάγματος.

Θεωρούμε επανάληψη, αλλά ας υπενθυμίσουμε, πως νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ορισμένη διάταξη του είναι αντίθετη με συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος. Είναι η άποψη μας πως οι διατάξεις των άρθρων του Νόμου που εξετάζουμε όχι μόνο δεν προσκρούουν στις πρόνοιες των άρθρων 15 και 30 του Συντάγματος, αλλά, αντίθετα, ευθυγραμμίζονται με τη νομολογία και σκέψη που υιοθέτησαν το Ευρωπαϊκό Διακαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη λειτουργία και εφαρμογή των αντίστοιχων άρθρων 8 και  6 της Σύμβασης.

Να επισημάνουμε επίσης πως το σύνολο των διατάξεων των άρθρων 15 και 30 που μας απασχόλησαν δημιουργούν όχι μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.  Το άρθρο 30 δεν λειτουργεί μόνο υπέρ του προσφεύγοντος στο δικαστήριο, αλλά και υπέρ αυτών που εγκαλούνται.  Όλοι οι ενδιαφερόμενοι ενώπιον του δικαστηρίου δικαιούνται σε χρηστή δίκη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου, έχουν δε το δικαίωμα προβολής των ισχυρισμών τους, προσαγωγής των μέσων αποδείξεως και εξέτασης μαρτύρων, όπως διαλαμβάνεται στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου. Το δικαίωμα προστασίας στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 15, σύμφωνα όμως με την παράγραφο 2 επιτρέπεται η δια νόμου επέμβαση στο δικαίωμα αυτό για την προ[*1755]στασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα σε κάθε άλλο πρόσωπο.  Βασισμένη στο πνεύμα αλλά και το γράμμα αυτών των προνοιών είναι και η αρχή της αναλογικότητας και ισορροπίας των δικαιωμάτων, όπως συζητιέται στις περικοπές που παραθέσαμε πιο πάνω.

Για το ειδικό ζήτημα που μας απασχόλησε δεν  πρέπει να παραβλέπεται ότι στο διάστημα που θα έχει μεσολαβήσει μεταξύ της γέννησης του εξώγαμου τέκνου και της υποβολής της αίτησης για πατρική αναγνώριση ο κατ’ ισχυρισμόν πατέρας δυνατό να είχε δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Η υποβολή αίτησης για πατρική αναγνώριση και μάλιστα όταν ο κατ΄ισχυρισμόν πατέρας βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία χωρίς αμφιβολία θα προκαλέσει αναστάτωση στην οικογενειακή του ζωή. Επομένως η αναγνώριση δικαιώματος για υποβολή αίτησης χωρίς περιορισμούς προθεσμίας κατ’ επίκλησιν του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, δυνατόν από τη μια να έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία οικογένειας για το τέκνο αλλά, από την άλλη, δυνατό να οδηγήσει και στη διάλυση μιας άλλης οικογένειας, της οικογένειας του κατ’ ισχυρισμόν πατέρα. Είναι γι΄αυτό το λόγο που πρέπει να διαδραματίζει τον καθοριστικό ρόλο της η αρχή της αναλογικότητας. Η ορθή και σύμμετρη εφαρμογή της υπαγορεύει όπως η προώθηση του σχετικού δικαιώματος υπόκειται σε παραγραφή μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από τη γένεση του.

Η απάντηση μας, επομένως, στα τρία ερωτήματα που παρέπεμψε το Οικογενειακό Δικαστήριο, είναι αρνητική. Το άρθρο 22(3) του Περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, Ν.187/91 δεν αντίκειται στα άρθρα 28, 15 και 30 του Συντάγματος.

Λόγω του ενδιαφέροντος και πρωτότυπου νομικού ζητήματος που ηγέρθη, δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στη Γιωργαλλά ν. Χ” Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060, αποφασίστηκε ότι:-

(α)   Η προστασία της οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος και, παράλληλα, από το Άρθρο 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (Κυρωτικός Νόμος - Ν. 39/62), (η «Σύμβαση»), εκτείνεται και στα διαδικαστικά μέσα, που παρέχονται για τη συγκρότηση της οικογένειας και τις σχέσεις μεταξύ των [*1756]μελών της.

(β)   Δικαιώματα, συνυφασμένα με την οικογενειακή ζωή,  συνιστούν «αστικά δικαιώματα», με την έννοια που ο όρος ενέχει στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6(1) της Σύμβασης.

(γ)   Το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος εξασφαλίζει πρόσβαση στο δικαστήριο, για τη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων.  Ανάλογο δικαίωμα προκύπτει και από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος, το οποίο αποκλείει αυθαίρετους ή παράνομους περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει.

(δ)   Η καθιέρωση προθεσμίας για την άσκηση αστικών δικαιωμάτων είναι παραδεκτή, εφόσον ο περιορισμός, ο οποίος τίθεται, δεν είναι ασφυκτικός και αφήνει λογικό περιθώριο για την άσκηση του δικαιώματος. Περαιτέρω, ο χρονικός περιορισμός  πρέπει να συσχετίζεται προς το σκοπό που αποβλέπει να εξυπηρετήσει. Αντικειμενικός σκοπός των προθεσμιών είναι η διασφάλιση της βεβαιότητας ως προς τα δικαιώματα του ατόμου.

Στην ίδια υπόθεση, αποφασίστηκε ότι η αποκήρυξη της πατρότητας συνιστά, κατά φύση, αστικό δικαίωμα, η άσκηση του οποίου μπορεί να υπαχθεί σε χρονικούς περιορισμούς. Η δημιουργία θεσμών, προς ενσωμάτωση εξωγάμου τέκνου στην οικογένεια, αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας, την οποία επιβάλλει το Άρθρο 8(1) της Σύμβασης.  Η περιεκτική εξασφάλιση του ιδίου δικαιώματος επιβάλλεται από το ΄Αρθρο 15.1 του Συντάγματος.

Με τον περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979, (Ν. 50/79), κυρώθηκε και κατέστη μέρος του ημεδαπού δικαίου η Ευρωπαϊκή Σύμβασις επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων – (βλ. Malachtou v. Armefti (1987) 1 C.L.R. 207). Το Άρθρο 3 αυτής της σύμβασης προβλέπει:-

«Η πατρική αναγνώρισις παντός εξωγάμου τέκνου δύναται να μαρτυρήται ή επιτυγχάνεται δι’ εκουσίας αναγνωρίσεως ή δικαστικής αποφάσεως.»

Η Γιαννούλα Φοινικαρίδου γεννήθηκε στις 20 Μαΐου, 1945, εξώγαμο τέκνο της Άννας Γεωργίου. Η φροντίδα της Γιαννούλας [*1757]περιήλθε σε τρίτο πρόσωπο, τη Μαρία Φοινικαρίδου, η οποία την μεγάλωσε. Από τη φυσική της μητέρα απομακρύνθηκε, χωρίς όμως να χάσει επαφή με αυτή. Η ταυτότητα του πατέρα της τής ήταν άγνωστη. Της την αποκάλυψε η φυσική της μητέρα λίγο πριν πεθάνει, το Δεκέμβριο του 1997, λέγοντάς της ότι πατέρας της ήταν ο καθ’ ου η αίτηση. Αυτά τα γεγονότα προβάλλονται σε ένορκη δήλωση της κ. Φοινικαρίδου, στην οποία θεμελιώνεται η αίτησή της στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την αναγνώριση της πατρότητάς της. Το αίτημα υποβλήθηκε, αφού έμαθε ποιος ήταν ο πατέρας της.

Το Άρθρο 22(3) του περί Τέκνων (Συγγένειας και Νομικής Υπόστασης) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91), (ο «Νόμος»), προβλέπει:-

«(3) Το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει τη δικαστική αναγνώρισή του παραγράφεται τρία χρόνια μετά την ενηλικίωσή του.»

Ο καθ’ ου η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση στο παραδεκτό εξέτασης της αίτησης, λόγω του εκπρόθεσμού της κατά το προαναφερθέν Άρθρο 22(3) του Νόμου.

Η αιτήτρια υποστήριξε ότι το Άρθρο 22(3) είναι αντισυνταγματικό, λόγω της αντίθεσής του προς:-

(α)   Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, εξαιτίας της αδικαιολόγητης διάκρισης, η οποία, κατ’ ισχυρισμό, γίνεται εις βάρος ατόμων στη θέση της αιτήτριας, σε σύγκριση με τους φορείς ανάλογων δικαιωμάτων, που, επίσης, ανάγονται στην οικογενειακή ζωή.

(β)   Το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής· και

(γ)   Το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει πρόσβαση στο δικαστήριο.

Και τα δύο μέρη επικαλέστηκαν τη Γιωργαλλά ν. Χ” Χριστοδούλου, (ανωτέρω):  Η μεν Γιαννούλα Φοινικαρίδου, προς υποστήριξη της θέσης ότι το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας αποτελεί αδιαχώριστη πτυχή του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής και ότι αυτό αναιρείται από τις διατάξεις του Άρθρου 22(3) του Νόμου, ο δε Γεώργιος Οδυσσέως, προς υποστήριξη των θέσεων, αφενός, ότι είναι παραδεκτή η υπαγωγή της άσκησης δικαιωμάτων που ανάγονται στην οικογενειακή ζωή σε λογική προθεσμία, και, αφετέρου, ότι η τεθείσα προθεσμία είναι εύλογος.

Αναμφισβήτητο είναι ότι το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της οικογενειακής ζωής του ατόμου, η οποία τυγχάνει προστασίας από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Εξίσου βέβαιο είναι ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού από το τέκνο μπορεί να υπαχθεί σε λογικούς χρονικούς περιορισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να τεθεί προθεσμία στην άσκηση του δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη γνώση των γεγονότων που στοιχειοθετούν το δικαίωμα ή έστω την, εξ αντικειμένου, δυνατότητα κτήσης γνώσης γι’ αυτό με ενέργειες του φορέα του δικαιώματος.

Στο Αστικό Δίκαιο, ο καθορισμός προθεσμιών συναρτάται, κατά κανόνα, με τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος. Αυτό προβλέπει ο περί Παραγραφής Νόμος, ΚΕΦ. 15*.

Η αρχή αυτή υπόκειται σε δύο κατηγορίες εξαιρέσεων: Εκείνες που αφορούν:-

(α)   Τη μη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος από πρόσωπα που αντιμετωπίζουν κώλυμα – ανηλικιότης (κάτω των δεκαοχτώ ετών), ψυχική διαταραχή, απαγόρευση διαχείρισης των υποθέσεων του ατόμου ή απουσία από τη χώρα· και

(β)   Τη δολία απόκρυψη του αγώγιμου δικαιώματος ή την ανακούφιση από τις συνέπειες λάθους.

Και στις δύο περιπτώσεις, ο χρόνος για την άσκηση του δικαιώματος αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η άγνοια ή το κώλυμα. Το πνεύμα, από το οποίο διαπνέεται και ο περί Παραγραφής Νόμος, είναι ότι η άγνοια ή η αδυναμία προάσπισης δικαιωμάτων αναστέλλει, στο πλαίσιο που έχουμε εξηγήσει, τις προθεσμίες.

Το θέμα της πατρότητας ανάγεται στα καθιερωμένα αστικά δικαιώματα που άπτονται της υπόστασης του ατόμου. Η αναγνώριση της πατρότητας ισχύει έναντι πάντων και σηματοδοτεί τα πλαίσια της οικογένειας του ατόμου – (βλ. Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742).

[*1759]

Το ερώτημα, στην προκείμενη περίπτωση, είναι κατά πόσο δικαίωμα, περί του οποίου ο φορέας του τελούσε σε άγνοια και ήταν, εξ αντικειμένου, αδύνατο να διαπιστώσει την ύπαρξή του, μπορεί να παραγραφεί πριν αυτό περιέλθει σε γνώση του. Το δικαίωμα, περί ου ο λόγος, προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το Σύνταγμα. Ερωτάται κατά πόσο η παραγραφή του δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη γνώση ή τη δυνατότητα κτήσης γνώσης για την ύπαρξή του, είναι συμβατή με το σεβασμό του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος, και του δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο, που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.1 και 2 του Συντάγματος. Προεκτείνοντας το ερώτημα:  Είναι ποτέ δυνατός ο εξοστρακισμός θεμελιώδους δικαιώματος, την ύπαρξη του οποίου ο φορέας δε γνωρίζει και για την οποία δεν είχε τα μέσα να πληροφορηθεί;

Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην X v. Sweden, Application No 9707/82, Decision of 6 October 1982, έκρινε ότι οι διατάξεις του Γονικού Κώδικα της Σουηδίας, παρέχουσες δικαίωμα στον πατέρα να αποκηρύξει την πατρότητα τέκνου από την ημερομηνία που τα σχετικά γεγονότα περιήλθαν σε γνώση του, ήταν παραδεκτές. Κρίθηκε ότι η σχετική διάταξη δεν προσέκρουε στις πρόνοιες του Άρθρου 14 της Σύμβασης, που απαγορεύει αυθαίρετες διακρίσεις, με σημείο αναφοράς άλλη διάταξη του Γονικού Κώδικα, που δεν έθετε κανένα χρονικό περιορισμό για την αναγνώριση της πατρότητας που διεκδικείται από το ίδιο το τέκνο. Η απόφαση αυτή δεν άπτεται άμεσα του θέματος που αντιμετωπίζουμε στην προκείμενη περίπτωση, που περιστρέφεται γύρω από το σεβασμό του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής.  Έμμεσα όμως ρίχνει κάποιο φως στο επίδικο θέμα, στο βαθμό που υποστηρίζει ότι η ξεχωριστή ρύθμιση για τη διεκδίκηση από το τέκνο της αναγνώρισης της πατρότητάς του αποτελεί δικαίωμα ιδιάζοντος χαρακτήρα, που σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες της αναζήτησης της πατρότητας από το ίδιο το τέκνο.

Άμεσα διαφωτιστική για το ζήτημα που εξετάζουμε είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Eur. Court HR, Kroon and Others v. Τhe Netherlands, judgment of 27 October 1994, Series A no. 297-C, σελ. 43. Το ερώτημα, που κλήθηκε το Δικαστήριο να απαντήσει, ήταν κατά πόσο νομικές διατάξεις, που απέκλειαν τη διόρθωση του Μητρώου Γεννήσεων και Θανάτων ώστε να καταγραφεί ο πραγματικός πατέρας του παιδιού σ’ αυτό, συνιστούσαν παραβίαση [*1760]του Άρθρου 8 της Σύμβασης και, ειδικά, του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο περιορισμός συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής. Το τέκνο είχε γεννηθεί ενώ η μητέρα ήταν νυμφευμένη με τον Α και, παράλληλα, συζούσε με το Β. Ο περιορισμός προέκυπτε από το νομικό τεκμήριο ότι ο σύζυγος ήταν ο πατέρας του τέκνου, αποκλειομένης της μητέρας από το νόμο να αμφισβητήσει την πατρότητά του. Η πεμπτουσία του σκεπτικού του Δικαστηρίου κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 58).

“40. In the Court’s opinion ‘respect’ for ‘family life’ requires that biological and social reality prevail over a legal presumption which, as in the present case, flies in the face of both established fact and the wishes of those concerned without actually benefiting anyone. Accordingly, the Court concludes that, even having regard to the margin of appreciation left to the State, the Netherlands has failed to secure to the applicants the ‘respect’ for their family life to which they are entitled under the Convention.

There has accordingly been a violation of Article 8.”

Νωρίτερα, στην απόφαση του Δικαστηρίου, επεξηγείται ότι και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Το Δικαστήριο θεώρησε ως θεμελιωμένο ότι θέματα πατρότητας ανάγονται στην οικογενειακή ζωή, σεβασμός της οποίας επιβάλλει τη δημιουργία οικογενειακού δεσμού μεταξύ του πραγματικού πατέρα και του τέκνου “as expeditiously as possible” (όσο πιο σύντομα γίνεται).

Τα γεγονότα, που σχετίζονται με την πατρότητα τέκνου, ανάγονται σε χρόνο πριν τη γέννησή του· στην πραγματικότητα σε χρόνο που αναφέρεται στη σύλληψή του. Εξ αντικειμένου, το τέκνο δε γνωρίζει, ούτε έχει τα μέσα να μάθει για τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Οι μόνοι που έχουν αυθεντική γνώση των γεγονότων αυτών είναι οι γονείς, εκάτερος από αυτούς, πρωτίστως η μητέρα. Συμπτωματική γνώση, σε βαθμό που να πιθανολογείται το ενδεχόμενο της πατρότητας τέκνου, μπορεί να αποκτήσουν και τρίτοι, στην έκταση που τα γεγονότα περί την πατρότητα τέκνου φημολογούνται, χωρίς να είναι ποτέ βέβαιο ότι τέτοιο ενδεχόμενο θα περιέλθει σε γνώση του επηρεαζομένου.

Η καθιέρωση προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης της πατρότητας, άσχετα και ανεξάρτητα από τη γνώση των γεγονότων που το στοιχειοθετούν, συρρικνώνει το [*1761]δικαίωμα, σε βαθμό αφανισμού. Παραβιάζεται ο πυρήνας του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής και το παρεχόμενο δικαίωμα καθίσταται μόνο κατά νόμο δικαίωμα. δεν τυγχάνει σεβασμού.

Καταλήγουμε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 22(3) του Ν. 187/91 είναι αντίθετες και ασύμφωνες προς -

(α)   τις διατάξεις του Άρθρου 15.1 του Συντάγματος· και

(β)   τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 και 2 του Συντάγματος, εφόσον καταπνίγουν την άσκηση του περί ου ο λόγος δικαιώματος της οικογενειακής ζωής.

Επομένως, η αίτηση η οποία ηγέρθη δεν μπορεί να θεωρηθεί παραγεγραμμένη.

Αντίθετη είναι η άποψη της πλειοψηφίας, η απόφαση της οποίας σηματοδοτεί και το αποτέλεσμα της παρούσας υπόθεσης.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο