Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Δέσποινας Αρτέμη (2001) 1 ΑΑΔ 1762

(2001) 1 ΑΑΔ 1762

[*1762]26 Νοεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΛΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΑΡΤΕΜΗ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10575)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Απαραίτητη προϋπόθεση για επιτυχία της αίτησης είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης στην αγωγή και η έγκαιρη λήψη μέτρων προς ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης, λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα-εναγόμενη δεν ικανοποίησε την προϋπόθεση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης και επίσης ότι υπήρξε καθυστέρηση της εφεσείουσας-εναγομένης να κινηθεί.

Η εφεσείουσα-εναγόμενη εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας-εναγομένης — που δεν είχαν διατυπωθεί καλά — ήταν στο σύνολό τους αποκαλυπτικοί συζητήσιμου θέματος, η αλήθεια για το οποίο προϋπέθετε αξιολόγηση σαφώς συγκρουόμενης μαρτυρίας.

2.  Η παράλειψη της εφεσείουσας-εναγομένης να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, έδειχνε περισσότερο έλλειψη σωστής οργάνωσης που και αυτή πρέπει να εκτιμηθεί με δοσμένο το απρόοπτο της ασθένειας του Γραμματέα της, προς τον οποίο είχε επιδοθεί η αγωγή, παρά αδιαφορία της εφεσείουσας-εναγομένης σε [*1763]σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη-εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 9/7/99 (Αρ. Αγωγής 14813/98) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, ως μη ύπαρξης ‘συζητήσιμης υπεράσπισης στην ουσία της υπόθεσης’.

Π. Κυπριανού για Π. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Χ. Τσίγκης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε ex tempore αλλά περιέχεται σ’ αυτή εκτεταμένη αναφορά στη σχετική νομολογία. Απασχόλησε, ορθά βεβαίως, το κατά πόσο οι εφεσείοντες ικανοποίησαν την προϋπόθεση της ύπαρξης “συζητήσιμης υπεράσπισης στην ουσία της υπόθεσης”. Η κρίση επ’ αυτού ήταν αρνητική, λανθασμένα κατά την άποψή των εφεσειόντων, και αυτό πρέπει να είναι το πρώτο θέμα.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα διεκδίκησε £2,000 ως ποσό  που κατέθεσε σε μετρητά στις 21.11.95, για το οποίο οι εφεσείοντες εξέδωσαν γραμμάτιο. Σύμφωνα με την ειδική οπισθογράφηση του κλητηρίου, κατά την ημερομηνία λήξης του γραμματίου που καθοριζόταν σ’ αυτό ως η 21.11.96, διεκδίκησαν το ποσό για να συναντήσουν τις προφάσεις και εν τέλει την άρνηση των εφεσειόντων. Πάνω σ΄αυτή τη βάση εκδόθηκε απόφαση υπέρ της για το ποσό των £2.140,38 σεντ που περιλάμβανε δεδουλευμένους τόκους, πλέον τόκους από εκεί και πέρα και έξοδα.

Στην ένορκη δήλωση του Γραμματέα των εφεσειόντων αυτοί [*1764]αρνήθηκαν πως είσπραξαν οποιοδήποτε ποσό σε μετρητά. Ήταν επιταγή που εξέδωσε τρίτος που τους δόθηκε, ως εξής:

“Η Ενάγουσα - Καθ’ ης η αίτηση ουδέν ποσόν έχει να λαμβάνει από τους Εναγομένους - Αιτητές. Η Καθ’ ης η αίτηση προέβη στην πώληση ενός οχήματος, όπου ο αγοραστής ονόματι Γεώργιος Ρουσιάς της  εξέδωσε επιταγή αξίας Λ.Κ. 2.000.- (αντίγραφο επισυνάπτω ως ΤΕΚΜ. Α). Η εν λόγω επιταγή δεν εξαργυρώνετο άμεσα και για σκοπούς ασφάλειας οι Εναγόμενοι ζήτησαν όπως το ποσό των Λ.Κ. 2,000.- κατατεθεί υπό μορφή γραμματίου και παραμείνει στα χέρια των Εναγομένων.”

Για να ακολουθήσουν οι πιο κάτω εξελίξεις, σύμφωνα με την ίδια ένορκη δήλωση.

“Μετά πάροδο μιας εβδομάδας ο εκδότης της επιταγής έδωσε οδηγίες στη Τράπεζα της ΣΠΕ Στροβόλου για τη μη εξαργύρωση της επιταγής και δεν έτυχεν εξαργύρωσης. Λόγω της μή εξαργύρωσης της επιταγής η Ενάγουσα έτυχε ενημέρωσης και ταυτόχρονα ακυρώθηκε η έκδοση του γραμματίου, της επεστράφη δε η επιταγή και κράτησαν αντίγραφο οι Εναγόμενοι.

Η ενάγουσα έτυχε συμβουλής να προχωρήσει εναντίον του εκδότη της επιταγής πλην όμως κατεχώρησε αγωγή εναντίον των Εναγομένων”.

Η εφεσίβλητη, με τη δική της ένορκη δήλωση, αρνήθηκε ως δεύτερες σκέψεις αυτούς τους ισχυρισμούς. Κατά την εκδοχή της η αναφερθείσα επιταγή ήταν άσχετη προς την κατάθεση, που έγινε σε μετρητά. Επισημαίνει συναφώς πως η ίδια δεν πώλησε οποιοδήποτε αυτοκίνητο στον εκδότη της επιταγής και τονίζει πως αυτή εκδόθηκε υπέρ όχι της ίδιας αλλά του συζύγου της, ο οποίος και την εξαργύρωσε. Επικαλείται το περιεχόμενο του γραμματίου και αρνείται ότι της επιστράφηκε η επιταγή ή ότι έτυχε της ενημέρωσης στην οποία αναφέρθηκαν οι αντίδικοί της. Μαζί με αυτά, πρόβαλε και ισχυρισμό που την εμφανίζει να είχε η ίδια παρουσιάσει και εξαργυρώσει την επιταγή. Υποστήριξε συγκεκριμένα πως “η ως άνω επιταγή εξαργυρώθη και δεν είχε τουλάχιστο κατά την υπό εμού εξαργύρωσιν της απολύτως κανένα πρόβλημα....”

Κατετέθη και συμπληρωματική ένορκη δήλωση από το Γραμματέα των εφεσειόντων, συζητήθηκε και αυτή και θα παραθέσουμε το περιεχόμενό της ως προς την προβληθείσα υπεράσπιση. Εξηγείται πως η επιταγή είχε πράγματι εκδοθεί υπέρ του συζύγου της και πως [*1765]αυτός την οπισθογράφησε και της την παρέδωσε. Οπότε και την παρουσίασε ζητώντας “την κατάθεση του ποσού των £2000 υπό μορφή γραμματίου πράγμα το οποίο έγινε”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σημείωσε πως δεν ήταν θέμα εκείνου του σταδίου η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων. Από το σύνολο όμως του χειρισμού έχουμε μείνει με την ισχυρή εντύπωση πως, σε τελική ανάλυση, ήταν τέτοιας μορφής αξιολογήσεις και διαπιστώσεις που οδήγησαν στην κρίση πως οι εφεσείοντες δεν έδειξαν συζητήσιμη υπεράσπιση.

Πρώτα το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε ό,τι θεώρησε ως συγκρουόμενες εκδοχές που πρόβαλαν οι εφεσείοντες. Κατά την πρώτη αντίφαση, στην αρχική δήλωση αναφέρεται ως “αρχική δικαιούχος” η ίδια η εφεσίβλητη. Ενώ, όπως διευκρινίστηκε, η επιταγή είχε εκδοθεί υπέρ του συζύγου της. Υπήρχε, βέβαια, η εξήγηση πως η επιταγή, που ήταν ίδιας ημερομηνίας με την κατάθεση και αντίγραφο της οποίας είχε επισυναφθεί στην αρχική ένορκη δήλωση, είχε οπισθογραφηθεί έκτοτε και για να κατατεθεί από την ίδια την εφεσίβλητη. Αυτά, όμως, θα ανήκαν στο έργο της αξιολόγησης των εκδοχών ως προς τα γεγονότα και παρεμβάλλουμε πως δεν ήταν η θέση κανενός πως δεν θα ήταν παραδεκτή, στο πλαίσιο διαφοράς, η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας.

Η δεύτερη αντίφαση αφορούσε στις περιστάσεις έκδοσης του γραμματίου. Θεωρήθηκε πως με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση προβλήθηκε από τους εφεσείοντες διαφορετική εκδοχή. Χωρίς όμως να επισημανθεί πώς σ’ αυτή δηλώνεται ρητά πως η αρχική ένορκη δήλωση επαναλαμβάνεται ως αναπόσπαστο μέρος της και χωρίς αναφορά στο κατά πόσο το ποιος είχε την πρωτοβουλία για την έκδοση του γραμματίου ήταν πράγματι ασυμβίβαστο, από την όψη των εγγράφων, προς τη βασική θέση όπως αυτή προβλήθηκε αρχικά.

Κατέληξε, λοιπόν, το πρωτόδικο δικαστήριο πως έλειπε από την υπόθεση των εφεσειόντων ο απαραίτητος ισχυρισμός ότι “επήλθε οποιαδήποτε συμφωνία για την ακύρωση του γραμματίου σε περίπτωση μή εξαργύρωσης της επιταγής ή για έκδοση του γραμματίου υπό όρους”. Για να προβεί στο τέλος και στη θετική διαπίστωση πως οι εφεσείοντες δέκτηκαν την επιταγή ανεπιφυλάκτως. Οπότε δεν τους βοηθούσε και η επεξήγηση στον Paget’s Law of Banking 9η έκδοση σελ. 238 πως η πίστωση επιταγής ως μετρητά δεν δίδει στον πελάτη της τράπεζας το δικαίωμα να αποσύρει οποιοδήποτε ποσό πριν η επιταγή ξεκαθαρίσει, τουλάχιστον μέχρις [*1766]ότου η πίστωση διαμηνυθεί στον πελάτη ως χωρίς επιφύλαξη.

Αγόμαστε στην κατάληξη πως ήταν διάχυτη στις ένορκες δηλώσεις η θέση των εφεσειόντων πως το γραμμάτιο εκδόθηκε έναντι της επιταγής και πως αυτή η ρύθμιση θα τελούσε υπό τον όρο της τελικής εξαργύρωσης της επιταγής. Και δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την εκτίμηση πως, στη βάση του συνόλου, προέκυπτε ως θέση των εφεσειόντων ότι η επιταγή έγινε δεκτή ανεπιφυλάκτως ή ότι το γραμμάτιο εκδόθηκε για μετρητά που κατατέθηκαν.  Και ενώ οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων θα μπορούσαν να είχαν διατυπωθεί καλύτερα, ήταν στο σύνολό τους αποκαλυπτικοί συζητήσιμου θέματος, η αλήθεια για το οποίο προϋπέθετε αξιολόγηση σαφώς συγκρουόμενης μαρτυρίας.

Μετά, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν θα έπρεπε να εγκριθεί η αίτηση ούτως ή άλλως, εξ αιτίας της συμπεριφοράς των εφεσειόντων. Ειδικά, της αργοπορίας τους στο να κινηθούν. Καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές αφού, με αναφορά στη νομολογία, προσδιόρισε ως σχετικό γνώμονα το κατά πόσο η στάση τους έδειχνε αδιαφορία, καταφρονητική προς το Δικαστήριο ή προς τα δικαιώματα των αντιδίκων. Και επ’ αυτού, όμως, θεωρούμε πως η επικέντρωση σε λεπτομέρειες ενδεικτικές στην ουσία μόνο των δυνατοτήτων που προσφέρονταν, δεν επέτρεψε μια ορθολογιστική εκτίμηση της κατάστασης.

Η αγωγή επιδόθηκε στο Γραμματέα των εφεσειόντων, ως τον αρμόδιο, στις 11.12.98. Αυτός, όμως, ασθένησε την επομένη και παρέμεινε εκτός υπηρεσίας επί 25 μέρες. Όταν δε επανήλθε, για περαιτέρω χρονικό διάστημα παρέμενε εκεί μόνο για μια περίπου ώρα κάθε μέρα για να επιλαμβάνεται μόνο αυστηρώς επειγόντων θεμάτων που έθεταν ενώπιόν του οι υπάλληλοι. Πληροφορήθηκε την έκδοση της απόφασης στις 3.2.99 και,  με “σχετικά ικανοποιητική σπουδή” πλέον όπως αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, μερίμνησε για την υποβολή της αίτησης για παραμερισμό.

Αναμφιβόλως ήταν δυνατή η καταχώριση σημειώματος εμφάνισης στο μεταξύ. Αλλά στο πλαίσιο των περιστατικών η παράλειψη περισσότερο έδειχνε έλλειψη σωστής οργάνωσης που και αυτή πρέπει να εκτιμηθεί με δοσμένο το απρόοπτο της ασθένειας του Γραμματέα, παρά αδιαφορία των εφεσειόντων σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.

Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή επαναφέρεται και χορηγείται άδεια για την κατά[*1767]θεση σημειώματος εμφάνισης μέσα σε πέντε μέρες. Δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα ως προς την πρωτόδικη διαδικασία.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο