Μούχτου Φωτεινή Σ. και Άλλη ν. Κατελούς Χείμαρου (2001) 1 ΑΑΔ 1794

(2001) 1 ΑΑΔ 1794

[*1794]27 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.            ΦΩΤΕΙΝΗ Σ. ΜΟΥΧΤΟΥ,

2.            ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΛΑ Σ. ΜΟΥΧΤΟΥ,

ΣΥΖΥΓΟΣ ΣΑΒΒΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείουσες-Εναγόμενες,

v.

ΚΑΤΕΛΟΥΣ ΧΕΙΜΑΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10925)

 

Συμβάσεις — Σύμβαση γενόμενη επί Δικαστηρίω — Παράβαση της εν λόγω σύμβασης — Κατά πόσο χωρούσε διάταγμα ειδικής εκτέλεσής της, στη βάση του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232 — Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν την υπόσταση συμφωνιών γενομένων επί Δικαστηρίω προς επίλυση της ανά χείρας διαφοράς — Ποία τελικά ήταν η θεραπεία του αθώου μέρους από την παράβαση της σύμβασης.

Συμβάσεις — Αντιπαροχή — Εγκατάλειψη αγωγής από συμβαλλόμενο χάριν ανταλλάγματος που παρέχεται από τον αντισυμβαλλόμενο.

Επίδικο θέμα της αγωγής μεταξύ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και των εφεσειουσών-εναγομένων ήταν η διάρρηξη συμφωνίας γενομένης μεταξύ τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με αίτημα την εκτέλεσή της, ενόψει της παραβίασης των συμφωνηθέντων από τις εφεσείουσες.

Η επί Δικαστηρίω συμφωνία μεταξύ των μερών έγινε προς τον σκοπό συμβιβασμού προηγούμενης αγωγής μεταξύ τους, της αγωγής 1034/98, η οποία είχε εγερθεί από την εφεσίβλητη εναντίον των εφεσειουσών. Οι τελευταίες είχαν δεκτεί απόφαση στην εν λόγω αγωγή, να καταβάλουν από 1.1.99 στην εφεσίβλητη ποσό £300.- το μήνα, για όσο χρόνο ζούσε. Σε περίπτωση παράλειψης τους να ανταποκριθούν στην υποχρέωση τους αυτή, συγκεκριμένο κτήμα της [*1795]εφεσίβλητης το οποίο είχε μεταβιβασθεί στην εφεσείουσα 1 (η οποία στην συνέχεια το μεταβίβασε στην εφεσείουσα 2), θα επιστρεφόταν στην εφεσίβλητη.  Οι εφεσείουσες αθέτησαν τη συμφωνία τους και δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό στην εφεσίβλητη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εφεσείουσες διέρρηξαν τη συμφωνία η οποία έγινε επί Δικαστηρίω, οπόταν η εφεσίβλητη εδικαιούτο την επιστροφή του κτήματός της ως η συμφωνία των διαδίκων. Το Δικαστήριο είχε επικαλεστεί την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Thwaite v. Thwaite ως θεμελιωτική της εξουσίας του για την ειδική εκτέλεση της υπό εξέταση σύμβασης. Το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην Green v. Rosen and Others, στην οποία διασαφηνίζεται ότι συμφωνία γενομένη επί Δικαστηρίω υπερκαλύπτει το αγώγιμο δικαίωμα, που αποτέλεσε τη βάση της αγωγής η οποία συνεβιβάσθη και ότι διάρρηξη της νέας συμφωνίας στοιχειοθετεί νέο αγώγιμο δικαίωμα για την αναζήτηση θεραπείας από το Δικαστήριο.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Το ερώτημα που εγείρεται στην έφεση είναι κατά πόσο η επί Δικαστηρίω συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν επιδεκτική ειδικής εκτέλεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εγκατάλειψη αγωγής από συμβαλλόμενο χάριν ανταλλάγματος που παρέχεται από τον αντισυμβαλλόμενο, συνιστά αντάλλαγμα.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη εγκατέλειψε την αγωγή της με αντάλλαγμα τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν προς αυτή οι εφεσείουσες. Η γενομένη επί Δικαστηρίω μεταξύ των μερών συμφωνία, προς το σκοπό συμβιβασμού της αγωγής 1034/98, συνιστούσε σύμβαση, διάρρηξη της οποίας επαγόταν τις συνέπειες που προβλέπει ο Νόμος. Τα ευρήματα του δικαστηρίου περί παραβίασης από τις εφεσείουσες της μεταξύ των μερών σύμβασης, είναι κατ’ ουσία αναντίλεκτα.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε ότι δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση οι διατάξεις του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232.

4.  Η γενική αρχή η οποία διέπει την υπόσταση συμφωνιών γενομένων επί Δικαστηρίω προς επίλυση της ανά χείρας διαφοράς είναι εκείνη η οποία διατυπώνεται στην Green v. Rozen and Others.

5.  Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορούσε να διαταχθεί ειδική εκτέλεση [*1796]της συμφωνίας επί Δικαστηρίω στη βάση του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 επειδή δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση (γ) που απαιτεί επιτακτικά την υπογραφή της συμφωνίας από το πρόσωπο που φέρει το βάρος αυτής.  Η μόνη θεραπεία την οποία είχε η εφεσίβλητη ήταν εκείνη των αποζημιώσεων, μέτρο των οποίων είναι η αξία του κτήματος το οποίο οι εφεσείουσες παρέλειψαν να επιστρέψουν, ως η συμφωνία τους.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω. Εκδόθηκε διαταγή όπως έκαστος των διαδίκων υποστεί τα δικά του έξοδα της έφεσης. Διατάχθηκε η αναδίκαση της υπόθεσης προς το σκοπό καθορισμού των αποζη-μιώσεων τις οποίες δικαιούται η εφεσίβλητη.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Thwaite v. Thwaite [1981] 2 All E.R. 789,

Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

Green v. Rozen a.ο. [1955] 2 All E.R. 797,

Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882,

Ελληνοπούλου ν. Δημητριάδη (1995) 1 Α.Α.Δ. 709,

Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779,

Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 867,

Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940,

Avgousti v. Papadamou a.o. (1968) 1 C.L.R. 66,

Xenopoullos v. Makridi (1969) 1 C.L.R. 488,

Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1800,

Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718,

Έφεση.

Έφεση από τις εναγόμενες κατά της απόφασης του Επαρχιακού [*1797]Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 6/9/00 (Αρ. Αγωγής 269/99) με την οποία κρίθηκε ότι η παράλειψη των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα το συμφωνηθέν μηνιαίο ποσό των £300.-, βάσει συμφωνίας η οποία δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, συνιστούσε διάρρηξη της συμφωνίας αυτής και η ενάγουσα εδικαιούτο την επιστροφή του δωρηθέντος στην εναγόμενη 1 κτήματός της.

Α. Κουμής προσωπικά και εκ μέρους της M. Σελίπα, για τις Εφεσείουσες.

Γ. Πιττάτζης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Κατελού Χείμαρου, η εφεσίβλητη, ήταν ιδιοκτήτρια τεμαχίου γης στη Σωτήρα. Η Φωτεινή Μούχτου, η πρώτη εφεσείουσα  είναι ανεψιά της Κατελούς, (θυγατέρα του αδελφού της) και η Κυριακούλλα Μούχτου, η δεύτερη εφεσείουσα, θυγατέρα της Φωτεινής. Βάσει γραπτής συμφωνίας της 2.2.1987, η εφεσίβλητη, συμφώνησε να δωρίσει το προαναφερθέν κτήμα στην εφεσείουσα 1. Εις αντάλλαγμα η εφεσείουσα 1 συμφώνησε να συντηρεί, να διατρέφει και να θάλπει την εφεσίβλητη ενόσω θα ευρίσκεται στη ζωή, περιλαμβανομένης και της ιατρικής περίθαλψής της. Σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1, το κτήμα θα επιστρεφόταν στην εφεσίβλητη.  Η σύμβαση υπογράφτηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη επιμαρτυρούμενη από δύο μάρτυρες.

Το 1997, η εφεσίβλητη ενήγαγε την εφεσείουσα 1 (Αγωγή Αρ. 717/97 - Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου), για παράβαση των υποχρεώσεων της βάσει της προαναφερθείσας συμφωνίας αξιώνοντας την επιστροφή του κτήματος  και την έκδοση διατάγματος προς τούτο.  Εκκρεμούσης της αγωγής Αρ. 717/97, η εφεσείουσα 1, μεταβίβασε το κτήμα στη θυγατέρα της, την εφεσείουσα 2. Όταν τούτο έγινε αντιληπτό η εφεσίβλητη ήγειρε δεύτερη αγωγή στρεφόμενη τόσο εναντίον της εφεσείουσας 1 όσο και της εφεσείουσας 2, αξιώνοντας κατά  αμφοτέρων, την επιστροφή του κτήματος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, μητέρα και κόρη συνήργησαν ώστε το κτήμα να μεταβιβαστεί στην εφεσείουσα 2, προς αποστέρηση της εφεσίβλητης του κτηθέντος δικαιώματος επιστροφής του κτήματος.

[*1798]Στις 8 Δεκεμβρίου 1998, ήχθησαν και οι δύο προαναφερθείσες αγωγές ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η πρώτη αγωγή (Αρ.717/97), (απαίτηση και ανταπαίτηση), αποσύρθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. Η δεύτερη αγωγή (Αρ. 1034/98) συμβιβάστηκε με την κατάληξη των μερών σε νέα συμφωνία η οποία δηλώθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και καταγράφηκε στο πρακτικό του. Η συμφωνία έχει ως ακολούθως:

«Η παρούσα υπόθεση έχει διευθετηθεί ως ακολούθως:

Επειδή πρόθεση της ενάγουσας είναι να καταφύγει σε γηροκομείο οι εναγόμενες δέχονται απόφαση να καταβάλουν από 1.1.99 και για όσο χρόνο ζει η ενάγουσα στην ενάγουσα ποσό £300.- το μήνα. Σε περίπτωση παράλειψης των εναγομένων να ανταποκριθούν με αυτή την υποχρέωση το επίδικο ακίνητο όπως έχει αναριθμηθεί σε αριθμό τεμαχίου 343 Φ/Σχ. 4211 στη Σωτήρα θα επιστρέφεται στην ενάγουσα.

Κος Σταύρου: Συμφωνώ και εκ μέρους των εναγομένων δέχομαι απόφαση όπως  ανέφερε ο ευπαίδευτος συνάδελφος. Οι εναγόμενοι συμφωνούν και με τη συμφωνία που δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και με τον επιδικασμό εξόδων εις βάρος τους. Παρακαλώ το συντηρητικό διάταγμα που έχει εκδοθεί να ακυρωθεί.

Δικαστήριο: Εκ συμφώνου και προς διευθέτηση της αγωγής εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εις βάρος των εναγομένων για την καταβολή ποσού £300.- μηνιαίως από την 1.1.99 μέχρι το τέλος της ζωής της ενάγουσας.  Υπέρ της ενάγουσας επιδικάζονται έξοδα τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Οι υπόλοιπες δηλώσεις και η συμφωνία έχουν σημειωθεί.

Το συντηρητικό διάταγμα αυτόματα εκπνέει.»

Ακολούθησε και τρίτη αγωγή της εφεσίβλητης (Αρ. 269/99) εναντίον των εφεσειουσών,  η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης που εκδικάζουμε. Με έρεισμα την παράλειψη των εφεσειουσών να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το συμφωνηθέν μηνιαίο ποσό, βάσει της προαναφερθείσης επί Δικαστηρίω γενομένης συμφωνίας, η εφεσίβλητη αξίωσε την επιστροφή του κτήματός της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όντως οι εφεσείουσες αθέτησαν τη συμφωνία τους και ουδέν ποσό κατέβαλαν στην εφεσίβλητη. Θεμελιώθηκε τοιουτοτρόπως η διάρρηξη της συμφωνίας η οποία έγινε επί Δικαστηρίω, οπόταν η εφεσίβλητη εδικαιούτο την επιστροφή του κτήματός της ως η συμφωνία των διαδίκων.

[*1799]

Το Δικαστήριο καθοδηγούμενο από τις αρχές της επιείκειας  και άμεσα από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στη Thwaite v. Thwaite [1981] 2 All E.R. 789, κατέληξε ότι η συμφωνία των μερών μπορούσε να τύχει ειδικής εκτέλεσης διατάσσοντας προς τούτο την  επανεγραφή του κτήματος στην εφεσίβλητη και τη λήψη παντός μέτρου αναγκαίου για το σκοπό αυτό. Το Δικαστήριο υποδεικνύει στην απόφασή του ότι εφόσον δεν επρόκειτο για πώληση γης, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Στην απόφασή του πραγματεύεται σε έκταση, τη φύση και τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από συμφωνία γενόμενη επί Δικαστηρίω και κάτω από ποίες συνθήκες αυτή μπορεί να παραμεριστεί ή να ακυρωθεί, παραπέμποντας προς τούτο στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 και στο Halsbury’s Laws of England 3η Έκδοση, Τόμος 22, σ.792, παρα. 1672. Το Δικαστήριο επίσης παραπέμπει στη Green v. Rozen and Others [1955] 2 All E.R. 797 (Slade J.), στην οποία διασαφηνίζεται ότι συμφωνία γενομένη επί Δικαστηρίω υπερκαλύπτει το αγώγιμο δικαίωμα, που αποτέλεσε τη βάση της αγωγής η οποία συνεβιβάσθη και ότι διάρρηξη της νέας συμφωνίας στοιχειοθετεί νέο αγώγιμο δικαίωμα για την αναζήτηση θεραπείας από το Δικαστήριο. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως: (σελ.801)

«I arrive at the conclusion that in those circumstances the new agreement between the parties to the action supersedes the original cause of action altogether, that the court has no further jurisdiction in respect of the original cause of action which has been superseded by the new agreement, and that, if the terms of the  new agreement are not complied with, then the injured party must seek his remedy on the new agreement.»

Το ότι το Δικαστήριο πραγματεύθηκε την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας χωρίς αναφορά στο άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου – Κεφ. 149, (ο Νόμος) είναι γεγονός. Σ’ αυτό το άρθρο γίνεται αναφορά στην απόφαση στην Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην η αναφορά αυτή σχετίζεται με άλλο ζήτημα, συγκεκριμένα με τη νομική αρχή ότι συμφωνία γενομένη επί Δικαστηρίω αντανακλώσα το συμβιβασμό στον οποίο προήλθαν οι διάδικοι δεν μετατρέπεται ούτε εξομοιούται με δικαστική απόφαση.

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται από τις εφεσείουσες για σειρά λόγων οι οποίοι συνοψίζονται και απαντώνται στη συνέχεια.

[*1800]Η αρχική συμφωνία μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 1, ήταν άκυρη, για το λόγο ότι δεν είχε ανταλλακτικό χαρακτήρα και δεν υπήρχε η προβλεπόμενη από το άρθρο 25(1)(α) του Νόμου απαιτούμενη συγγένεια μεταξύ των συμβαλλομένων προς πλήρωση του κενού από την απουσία ανταλλάγματος. Ως προς τη συγγένεια η οποία πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών προς θεμελίωση σύμβασης βάσει του άρθρου 25(1)(α) του Νόμου οι εφεσείουσες παρέπεμψαν στην Ελληνοπούλου ν. Δημητριάδη (1995) 1 Α.Α.Δ. 709. Παρόλο που το τιθέμενο ζήτημα καθίσταται, λόγω των μετέπειτα εξελίξεων σε μεγάλο βαθμό ακαδημαϊκό, πρόδηλο είναι ότι οι λόγοι που σχετίζονται με αυτή τη πτυχή της έφεσης είναι αβάσιμοι. Η συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 1 είχε αντάλλαγμα. Η εφεσίβλητη θα της έδινε την περιουσία της και σε αντιστάθμισμα ή σε αντάλλαγμα η εφεσείουσα 1 θα αναλάμβανε τη συντήρηση και περίθαλψη της αντισυμβαλλομένης εφ’ όρου ζωής.

Η επιστροφή του κτήματος δεν ήταν αντικείμενο της αγωγής αλλά η ακύρωση της συμφωνίας της γενομένης επί Δικαστηρίω.  Ο λόγος αυτός στερείται ολότελα ερείσματος. Επίδικο θέμα της αγωγής ήταν η διάρρηξη της συμφωνίας της γενόμενης ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα την εκτέλεση της ενόψει της παραβίασης των συμφωνηθέντων από τις εφεσείουσες.

Αντικείμενο της συμφωνίας της 8.12.1998 ήταν η καταβολή του ποσού των £300 το μήνα.  Παν δε έτερον ήταν παρεμφερές και όχι αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας.  Εμφανώς αβάσιμος είναι και αυτός ο λόγος έφεσης. Η συμφωνία αυτή ήταν το αποτέλεσμα του συμβιβασμού της αγωγής. Η εφεσίβλητη κατ’ ουσία εγκατέλειψε  την αγωγή της και μαζί και τα αγώγιμα δικαιώματά της εναντίον αμφοτέρων των εφεσειουσών επ’ ανταλλάγματι των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι εφεσείουσες να της καταβάλλουν £300 το μήνα, και σε περίπτωση μή συμμόρφωσής τους να της επιστρέψουν το ακίνητο.

Θεμελιωμένο είναι ότι η υπόσχεση συμβαλλόμενου να αποστεί από τη λήψη δικαστικών μέτρων για την καλή τη πίστει διεκδίκηση δικαιώματος, συνιστά αντάλλαγμα. (Βλ. Panayiotou v. Solomou (1979) 1 C.L.R. 779.)  Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση εγκατάλειψης αγωγής από συμβαλλόμενο χάριν ανταλλάγματος που παρέχεται από τον αντισυμβαλλόμενο.

Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη εγκατέλειψε την αγωγή της με αντάλλαγμα τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι εφεσείουσες προς αυτή. Η αγωγή στρεφόταν εναντίον και των δύο εφεσει[*1801]ουσών, μητέρας και κόρης για τους ξεχωριστούς λόγους που έχουμε διαγράψει. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η γενόμενη επί δικαστηρίω μεταξύ των μερών συμφωνία, προς το σκοπό συμβιβασμού της αγωγής 1034/98, συνιστούσε σύμβαση, διάρρηξη της οποίας επαγόταν τις συνέπειες που προβλέπει ο Νόμος.  Τα ευρήματα του δικαστηρίου περί παραβίασης από τις εφεσείουσες της μεταξύ των μερών σύμβασης, είναι κατ’ ουσία αναντίλεκτα.

Οι εφεσείουσες αθέτησαν και τις δύο υποχρεώσεις που ανέλαβαν. Παρέλειψαν να καταβάλουν τη μηνιαία συνεισφορά στην εφεσίβλητη και παρά ταύτα παρέλειψαν να της επιστρέψουν το ακίνητο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι η μεταξύ των μερών σύμβαση δεν συνιστούσε πώληση ακινήτου και για το λόγο αυτό δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. (Βλ. μεταξύ άλλων Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 867· Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 940.)

Το άρθρο 76 του Νόμου ρητά προβλέπει πότε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης.  Από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 76 εξαιρούνται συμβάσεις που αφορούν την πώληση γης ως προβλέπει το εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου. (Βλ. μεταξύ άλλων Eleni Andrea Avgousti v. Niovi Papadamou and Another (1968) 1 C.L.R. 66· Xenis Xenopoullos v. Elli Isidorou Makridi  (1969) 1 C.L.R. 488· Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ.ά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1800.)

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο χωρεί ειδική εκτέλεση σύμβασης έξω από το πλαίσιο του  άρθρου 76 του Νόμου. Το λεκτικό του εισαγωγικού μέρους του άρθρου 76(1) δεν παρουσιάζει ερμηνευτικά προβλήματα, προβλέπει:

«76.-(1)  Η σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης από το Δικαστήριο αν -»

Προδήλως καλύπτει όλο το φάσμα των συμβάσεων, ερμηνεία η οποία ενισχύεται και από τις διατάξεις του εδαφίου (2) με το οποίο ο νομοθέτης εξαιρεί τις συμβάσεις (πώληση ακινήτου), τις οποίες ήθελε να αφήσει έξω από τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 76.  Ότι αυτή είναι η πρέπουσα ερμηνεία του άρθρου 76, αποφασίστηκε ρητά στη Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718. Καθώς υποδεικνύεται η ειδική εκτέλεση συμβάσεων δεν διέπεται από τις αρχές της επιείκειας που ενσωματώνονται ως μέρος του Κυπριακού Δικαίου βάσει των προνοιών του άρθρου 29(1)(γ) του περί [*1802]Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60).  Οι πρόνοιες της επιείκειας τυγχάνουν εφαρμογής μόνο εφόσον δεν γίνεται άλλη πρόβλεψη επί του θέματος στο Σύνταγμα ή το Νόμο. Στη Χριστοφίδη όπως και στην προκείμενη υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε την ειδική εκτέλεση σύμβασης χωρίς αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 76 του Νόμου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση μας σ’ εκείνη την υπόθεση είναι εξίσου σχετικό και με την προκείμενη υπόθεση. Αναφέρει: (σελ.724)

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε καμιά αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 76 του ΚΕΦ. 149.  διαφαίνεται από την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα ειδικής εκτέλεσης της προφορικής συμφωνίας του 1977, ότι εξουσία για την έκδοση τέτοιας διαταγής αντλείται από τις αρχές της επιείκειας οι οποίες ενσωματώνονται στο Κυπριακό δίκαιο βάσει των προνοιών του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Οι αρχές της επιείκειας τυγχάνουν εφαρμογής εφόσο δε γίνεται διάφορη ρύθμιση από τη νομοθεσία της Κύπρου, όπως είναι η περίπτωση του Άρθρου 76 του ΚΕΦ. 149. Η μόνη θεραπεία την οποία παρείχε το κοινό δίκαιο για διάρρηξη συμφωνίας ήταν εκείνη των αποζημιώσεων. Το κενό στα μέσα που διέθετε το κοινό δίκαιο πληρώθηκε από το δίκαιο της επιείκειας με την πρόσδοση διακριτικής ευχέρειας σε αρμόδιο δικαστήριο να διατάξει την ειδική εκτέλεση σύμβασης, εξουσία η οποία κατά κανόνα ασκείτο υπέρ του ενάγοντα εφόσο  διαπιστωνόταν ότι οι αποζημιώσεις δε θα παρείχαν αποτελεσματική αποκατάσταση των συμβατικών του δικαιωμάτων (βλ. SNELL’S Principles of EQUITY, 27th ed., para. 573 et seq.). To Άρθρο 76 του ΚΕΦ. 149 συνιστά ειδική ρύθμιση η οποία υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδάφιου 2 του Άρθρου 76, περιορίζει την ειδική εκτέλεση συμφωνίας σε γραπτές συμβάσεις, όχι συμβάσεις διατυπούμενες εν μέρει εγγράφως· αν και στην προκείμενη περίπτωση δεν εγείρεται τέτοιο θέμα εφόσον η συμφωνία του 1977, της οποίας διατάχθηκε ειδική εκτέλεση, ήταν εξ ολοκλήρου προφορική.»

Σχετική με πτυχές του ιδίου θέματος είναι και η απόφαση στην Απαισιώτη κ.ά. ν. Ραγιά κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882.

Η απόφαση την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, Thwaite v. Thwaite (ανωτέρω), ως θεμελιωτική της εξουσίας για την ειδική εκτέλεση της υπό εξέταση σύμβασης πραγματεύεται τις αρχές της επιείκειας και μάλιστα τις ιδιαίτερες πτυχές της που σχετίζονται με διαταγές του αγγλικού δικαστηρίου γαμικών διαφορών που εκδίδονται προς ρύθμιση των οικονομικών διευθετήσεων επί τη διαλύσει του γάμου των μερών. Διακρίνονται, όπως αποφασίστηκε, αυτής της μορφής διαταγές από συμφωνίες γενόμενες επί Δικαστηρίω προς διευθέτηση  διαφορών με την εξαφάνιση του συμβατικού στοιχείου που διέπει τέτοιες συμφωνίες.*

H γενική αρχή η οποία διέπει την υπόσταση συμφωνιών γενομένων επί Δικαστηρίω προς επίλυση της ανά χείρας διαφοράς  είναι εκείνη η οποία διατυπώνεται στην Green v. Rozen (ανωτέρω).

Οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 76 του Νόμου για την ειδική εκτέλεση συμφωνίας είναι οι ακόλουθες:

«(α) δεν είναι άκυρη δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου· και

(β)   είναι γραπτή· και

(γ)   υπογράφεται στο τέλος αυτής από το πρόσωπο που φέρει το βάρος αυτής· και

(δ)   το Δικαστήριο κρίνει, ενόψει όλων των περιστάσεων, ότι η επιβολή ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης δεν θα ήταν παράλογη ή άλλως πως ανεπιεικής ή πρακτικά ανεφάρμοστη.»

Στην προκείμενη περίπτωση η σύμβαση είναι έγκυρη και γι’ αυτό ικανοποιείται η προϋπόθεση (α). Ικανοποιείται επίσης και η προϋπόθεση (β). Η συμφωνία κατεγράφη με τη συμφωνία των μερών. Υπάρχει γραπτό κείμενο του περιεχομένου της, έτσι φαίνεται να ικανοποιείται και αυτή η προϋπόθεση. Ελλείπει όμως οριστικά  η προϋπόθεση (γ) που απαιτεί επιτακτικά την υπογραφή της συμφωνίας από το πρόσωπο που φέρει το βάρος αυτής. Τυπικός όσο και αν φαίνεται να είναι ο χαρακτήρας της προϋπόθεσης αυτής δεν παρέχεται πεδίο για χαλάρωση της εφαρμογής της. Οι πρόνοιες του νόμου είναι επιτακτικές. Δεν χωρεί παρέκκλιση. Απουσίαζαν συνεπώς οι προϋποθέσεις για την ειδική εκτέλεση της σύμβασης.  Η μόνη θεραπεία την οποία είχε η εφεσίβλητη ήταν εκείνη των αποζημιώσεων. Αποζημιώσεων ίσων με την αξία του κτήματος το οποίο οι εφεσείουσες παρέλειψαν να της επιστρέψουν, ως η συμφωνία τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπραγματεύεται το θέμα των αποζημιώσεων, ούτε ως φαίνεται από τη μαρτυρία οι διάδικοι έστρεψαν την προσοχή τους σ’ αυτό το θέμα. Η μόνη αναφορά η οποία γίνεται στην αξία του κτήματος είναι εκείνη η οποία διατυ[*1804]πώνεται στην έκθεση απαιτήσεως – αξία πέραν των £80,000.

Υπό το φως των διαπιστώσεων μας καθίσταται αναπόφευκτη η αναδίκαση εκείνου του μέρους της αγωγής, που αφορά τις αποζημιώσεις στις οποίες δικαιούται η εφεσίβλητη, λόγω αθέτησης των υποσχέσεων των εφεσειουσών να της επιστρέψουν το κτήμα.

Η έφεση επιτρέπεται εν μέρει ως ανωτέρω. Δίκαιο είναι ενόψει του αποτελέσματος, όπως έκαστος των διαδίκων υποστεί τα δικά του έξοδα της έφεσης.

Διατάσσεται η αναδίκαση της υπόθεσης προς το σκοπό καθορισμού των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται η  εφεσίβλητη, ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς, ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω. Εκδίδεται διαταγή όπως έκαστος των διαδίκων υποστεί τα δικά του έξοδα της έφεσης. Διατάσσεται η αναδίκαση της υπόθεσης προς το σκοπό καθορισμού των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται η εφεσίβλητη.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο