Ιωαννίδου Στέλλα και Άλλος ν. Jagjid Singh και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1805

(2001) 1 ΑΑΔ 1805

[*1805]30 Νοεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΚΑΙ

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΩΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΣΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΙ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ

ΝΟΜΙΜΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ

ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. JAGJID SINGH,

2. ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10718)

 

Αμέλεια — Τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Σαλούν αυτοκίνητο σε υπεραστικό δρόμο συγκρούστηκε κατά τη διάρκεια της νύκτας, στο πίσω μέρος προπορευόμενου αρθρωτού οχήματος του οποίου ο φωτισμός ήταν ελαττωματικός και η ταχύτητα πολύ χαμηλότερη του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητος — Ο οδηγός του σαλούν κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Κατ’ έφεση κρίθηκε ότι ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος ευθύνετο σε ποσοστό 30%.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Μαρτυρία — Πραγματική μαρτυρία — Τροχαίο ατύχημα — Σημασία και προεκτάσεις της πραγματικής μαρτυρίας η οποία προκύπτει από την ανίχνευση της σκηνής του δυστυχήματος.

Αμέλεια — Ταχύτητα οχημάτων — Οδήγηση με ταχύτητα μικρότερη της κατώτερης επιτρεπόμενης — Συνιστά αμέλεια όπως και η οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα — Πως πρέπει να εξετάζεται το θέμα της ταχύτητας.

[*1806]

Μαρτυρία — Εμπειρογνώμονες — Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων, διαχειριστών της περιουσίας αποβιώσαντος, για αμέλεια, εναντίον του οδηγού του αρθρωτού οχήματος και του ιδιοκτήτη του, με το οποίο είχε συγκρουστεί βίαια το αυτοκίνητο του αποβιώσαντος, στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι ο αποβιώσας ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.  Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων είχε συμφωνηθεί στις £28.300 πλέον τόκους, επί πλήρους ευθύνης.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζουν ότι η κατάσταση φωτισμού του αρθρωτού οχήματος και η ταχύτητά του κατά την ώρα του δυστυχήματος, που ήταν λιγότερη του χαμηλότερου επιτρεπόμενου ορίου, συνιστούσαν αμέλεια και ως εκ τούτου ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος θα έπρεπε να ευρεθεί τουλάχιστον μερικώς υπεύθυνος για τη σύγκρουση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, προκύπτει ότι οι ζημιές στο αυτοκίνητο ήταν μόνο στο αριστερό εμπρόσθιο μέρος, ενώ εκείνες στο αρθρωτό όχημα ήταν στο δεξιό οπίσθιο μέρος.  Τα πιο πάνω συνάδουν με το γεγονός ότι θα πρέπει να έγινε κάποιος ελιγμός προς τα δεξιά προς αποφυγή της σύγκρουσης, αλλά προφανώς, όταν ο αποβιώσας αντελήφθη την παρουσία του προπορευόμενου οχήματος στο δρόμο, ήταν πια αργά να αποφύγει τη σύγκρουση.

2.  Η θέση του σημείου συγκρούσεως, όπως καθορίσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζεται από την πραγματική μαρτυρία.

3.  Οι εφεσείοντες, που είχαν το βάρος απόδειξης αμέλειας, που στην προκείμενη περίπτωση συμπεριλάμβανε και την κατάσταση φωτισμού του οχήματος, απέτυχαν να το αποσείσουν και να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε φωτισμός στο δεξιό πίσω μέρος του οχήματος.

4.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα των [*1807]40 χ.α.ω. με την οποία οδηγείτο το αρθρωτό όχημα (ενώ η κατώτερη επιτρεπόμενη ταχύτητα ήταν 65 χ.α.ω.), δεν συνέτεινε στη σύγκρουση, είναι εσφαλμένο.  Η ταχύτητα αυτή συνέτεινε στη σύγκρουση, λαμβανομένου ταυτόχρονα υπόψη και του γεγονότος ότι το αρθρωτό όχημα είχε ελαττωματικό φωτισμό, τουλάχιστο στην αριστερή πλευρά όπου υπήρχε μόνο ένα φως και αυτό ήταν και παραπλανητικό, αφού το κόκκινο επικάλυμμά του έλειπε και δεν είχε ούτε φάρο, που αν υπήρχε, θα καθιστούσε το όχημα καταφανές επί της οδού.

Ενόψει των ανωτέρω, ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος κρίνεται υπεύθυνος αμέλειας σε ποσοστό 30%.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για ποσό £8.490 πλέον τόκους.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου 1, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653,

Cybarco Ltd v. Βρυωνίδου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1187,

Μιχαηλίδης ν. Πουργουρίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1263,

Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1357,

Λάρκου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοντέας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1399,

Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213,

Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243,

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267,

Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414,

Λουκά ν. Κούρτη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603,

[*1808]

Pavlou v. Lazarou (1982) 1 C.L.R. 850,

Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

Panayiotou v. Christofi a.o. (1983) 1 C.L.R. 143,

Shakolas v. Agathangelou a.o. (1983) 1 C.L.R. 1007,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες, διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιωάννη Σπανόπουλου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/12/99 (Αρ. Αγωγής 1953/94) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για αμέλεια του εναγόμενου 1 ως οδηγού του αρθρωτού οχήματος και του εναγόμενου 2, ως ιδιοκτήτη του, και έκρινε ότι ο αποβιώσας συνεπεία της σύγκρουσης στις 30/3/92, ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Αρ. Γιορδαμλής, για τον Eφεσίβλητο-Eναγόμενο 1.

Καμιά εμφάνιση, για τον Eφεσίβλητο-Eναγόμενο 2.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 30.3.92 κατά τη διάρκεια της νύκτας, στις 8.10 μ.μ., ο Ιωάννης Σπανόπουλος έχασε τη ζωή του όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, με κατεύθυνση τη Λεμεσό, συγκρούστηκε βίαια στο πίσω μέρος αρθρωτού βυτιοφόρου.

Οι διαχειριστές της περιουσίας του ήγειραν αγωγή για αμέλεια εναντίον του οδηγού του αρθρωτού οχήματος καθώς και εναντίον του Στέλιου Λάμπρου, εναγομένου 2, ιδιοκτήτη του οχήματος, ως εκ προστήσεως υπεύθυνου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τους [*1809]μάρτυρες, κατέληξε στα ευρήματα και τα συμπεράσματά του και τελικά απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι ο αποβιώσας ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.  Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, οι ενάγοντες και ο εναγόμενος 1 είχαν συμφωνήσει ότι, με βάση πλήρους ευθύνης, οι ενάγοντες εδικαιούντο το συνολικό ποσό των £28.300 πλέον τόκους.  Από το ποσό αυτό  £19.000 ήταν για την εξαρτώμενη θυγατέρα του αποβιώσαντα, £8.000 για την αξία του οχήματος, £800 για έξοδα κηδείας και £500 για έξοδα διαχείρισης.

Ο εναγόμενος 2 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία, αλλά εν πάση περιπτώσει τελικά η αγωγή εναντίον του απορρίφθηκε, όχι μόνο γιατί είχε απορριφθεί η αγωγή εναντίον του 1ου εναγόμενου, αλλά και γιατί δεν είχε αποδειχθεί η σχέση του  με τον εναγόμενο 1.

Με την παρούσα τους έφεση οι εφεσείοντες-ενάγοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ισχυρίζονται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων αναφορικά με την αξιοπιστία τους είναι εσφαλμένη. Προβάλλουν επίσης το επιχείρημα, ότι διαφορετικά θα έπρεπε να ήταν και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία, έστω και αν ακόμη  τα πραγματικά του ευρήματα ήταν ορθά. Βασικά, προβάλλουν τη θέση ότι η κατάσταση φωτισμού του οχήματος του εφεσίβλητου και η ταχύτητά του κατά την ώρα του δυστυχήματος, που ήταν λιγότερη του χαμηλότερου επιτρεπόμενου ορίου στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, συνιστούσαν αμέλεια και ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να ευρεθεί τουλάχιστο μερικώς υπεύθυνος για τη σύγκρουση.

Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραθέτουμε απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Παπακόκκινου κ.α. ν. Σμυρλή κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653, όπου το Εφετείο ασχολήθηκε με το θέμα (σελ. 12-14):

“Σχετικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Λευκαρίτη και Άλλων ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, ν. Λευκαρίτη και Άλλων (2000) 1 Α.Α.Δ. 194, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 207 και 208:

“Aναφορικά με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα ευρή[*1810]ματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει εκτενής νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πελεκάνου ν. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:

“Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου ν. Λοζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου ν. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351).”

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

Οι αρχές επέμβασης στα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο νομολογίας. Σχετικά παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Koudellaris v. Crhsitoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366 στη σελ. 372:

“Τhe principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether the conclusion originally reached upon that evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.

The Court should be ‘satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not  be sufficient to explain or justify the trial judge’s conclusion’ (Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas (supra) at p. 488) [*1811]before it disturbs its findings of fact. On the other hand, where as often happens the facts are not in  dispute, but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in as good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Nursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267.”

Σχετικό είναι επίσης και το πιο κάτω απόσπασμα από την Poustobaev Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010 από τις σελ. 2014 και 2015:

“Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. Ρίτσα Χριστοδουλίδου και άλλοι  (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).

Περαιτέρω, στην Ιοαnnου ν. Μavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν  τα ακόλουθα στη σελ.111:

“Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge. Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge’s findings is wrong, this Court will not interfere  with such findings.”

Επίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα ευρημάτων αξιοπιστίας “it must be shown that [*1812]the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so.” (σελ.553).  (Αρτέμης, Δ.).

(Δέστε και Cybarco Ltd ν. Βρυωνίδου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1187, Μιχαηλίδης ν. Πουργουρίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1263, Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1357 και Λάρκου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοντέας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1399).

Πρέπει περαιτέρω να τονίσουμε πως σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν δύο συγκρουόμενες εκδοχές ή αμφισβήτηση συγκεκριμένων γεγονότων που καθίστανται επίδικα, είναι τεράστια η σημασία της πραγματικής μαρτυρίας, γιατί όπου αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθίσταται το μέτρο ελέγχου της ορθότητας της προφορικής και άλλης μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα στη σελ. 216 στην Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, όπου, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και σε άλλη νομολογία:

“H σημασία και οι προεκτάσεις της πραγματικής μαρτυρίας η οποία προέκυψε από την ανίχνευση της σκηνής του δυστυχήματος έχει τονιστεί σε πολλές αποφάσεις.  Δεν αποτελεί (η πραγματική μαρτυρία) μόνο γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την αξιολόγηση των διϊστάμενων εκδοχών, αλλά και οδηγό για τον έλεγχο των λεπτομερειών της μαρτυρίας σε θέματα στα οποία οι άμεσα αναμεμειγμένοι εύκολα μπορεί να κάμουν λάθος όπως οι αποστάσεις και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ των διαδραματιζόμενων. (Βλ. μεταξύ άλλων Halloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154, Meshiou v. Eleftheriou (1982) 1 C.L.R., 486, Adamis and another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R., 278, και Teklima Ltd. v. A.P. Lanitis Co. Ltd & another (1987) 1 C.L.R. 614). (Πικής, Δ.)

(Δέστε και Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003 και Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267).

Στην παρούσα περίπτωση η πραγματική μαρτυρία, και ιδιαίτερα εκείνη που αφορά το μέρος των οχημάτων στο οποίο προέκυψε ζημιά από τη σύγκρουση, όπως εξηγούμε πιο κάτω, είναι πολύ βοηθητική στην αξιολόγηση της λοιπής μαρτυρίας και την ορθή επίλυση επιδίκων θεμάτων.

[*1813]

Τα κυριώτερα θέματα που κατέστησαν επίδικα και αντικείμενο της έφεσης και που θα εξετάσουμε, είναι βασικά εκείνα που αφορούν το θέμα του αν έγινε κάποιος ελιγμός από τον αποβιώσαντα πριν τη σύγκρουση, τη θέση του σημείου σύγκρουσης και την κατάσταση φωτισμού του οχήματος του εφεσίβλητου. Συνεπακόλουθα θα εξετάσουμε και αν εξήχθησαν τα ορθά συμπεράσματα από τα πιο πάνω και από την ταχύτητα του εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ελιγμός από τον εφεσείοντα

Το θέμα ελιγμού από τον εφεσείοντα προέκυψε από τη μαρτυρία της Μ.Ε.4, επιβάτιδος στο όχημα του αποβιώσαντα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ενώ ο δρόμος μπροστά τους ήταν καθαρός, ξαφνικά ένιωσε στραβοτιμονιά προς τα δεξιά και ακολούθησε η βίαιη σύγκρουση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Ε.4 επί του σημείου αυτού, αιτιολογώντας την απόρριψη στο γεγονός ότι, ούτε στην κατάθεσή της στην Αστυνομία, αλλά ούτε και κατά την ακρόαση της ποινικής υπόθεσης ανέφερε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, στην αντεξέταση, όπως ανέφερε, της ποινικής υπόθεσης, είπε ότι ο αποβιώσας οδηγός δεν πρόλαβε να κάμει οτιδήποτε.  Ήταν υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε, λογική η κατάληξη του Δικαστηρίου επί του προκειμένου και αιτιολογημένη ώστε να μην χωρεί επέμβαση μας. Τούτου λεχθέντος όμως, έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα. Αν πράγματι τα δύο οχήματα οδηγούνταν στην αριστερή λωρίδα όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το όχημα του αποβιώσαντα συγκρούστηκε βίαια στο προπορευόμενο όχημα χωρίς οποιοδήποτε προηγηθέντα ελιγμό, τότε κάποιος θα ανέμενε να υπάρχουν ζημιές σε ολόκληρο το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του αποβιώσαντα.  Όμως, από τη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, προκύπτει ότι οι ζημιές στο αυτοκίνητο αυτό ήταν μόνο στο αριστερό εμπρόσθιο μέρος, ενώ εκείνες στο αρθρωτό όχημα ήταν στο δεξιό οπίσθιο μέρος. Τα πιό πάνω συνάδουν με το γεγονός ότι θα πρέπει να έγινε κάποιος ελιγμός προς τα δεξιά προς αποφυγή της σύγκρουσης, αλλά προφανώς, όταν ο αποβιώσας αντελήφθη την παρουσία του προπορευόμενου οχήματος στο δρόμο, ήταν πιά αργά να αποφύγει τη σύγκρουση.

Το σημείο σύγκρουσης

Αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, σχετική είναι η μαρτυρία του εξεταστή του ατυχήματος, Μ.Ε.2 και του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.3. Ο Μ.Ε.2 τοποθέτησε στο σχεδιάγραμμα που ετοίμασε το σημείο σύγκρουσης σε απόσταση 3 μέτρων από την αριστερή πλευρά του δρόμου, δηλαδή εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας. [*1814]Ας σημειωθεί εδώ ότι οι δύο λωρίδες προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν τα οχήματα είχαν πλάτος 3.50 μ. κάθε μία. Ο μάρτυρας αυτός είπε ότι, ενώ δεν ήταν βέβαιος για το ακριβές σημείο σύγκρουσης, εντούτοις αυτό θα πρέπει να ήταν περίπου εκεί και σε αυτό καθοδηγήθηκε από το τρίψιμο ελαστικού του οχήματος του αποβιώσαντα, που ξεκινούσε από περίπου το σημείο αυτό.

Αντίθετα, ο εμπειρογνώμονας, Μ.Ε.3, τοποθετεί το σημείο σύγκρουσης εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας και περίπου 1.50 - 1.70 μ. εντός της λωρίδας αυτής, βασιζόμενος, μεταξύ άλλων, σε γδάρσιμο που υπήρχε στο δρόμο και εξηγώντας πώς υπολόγησε ότι προήλθε το γδάρσιμο αυτό κατά τη στιγμή της σύγκρουσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τις δύο συγκρουόμενες εκδοχές που δόθηκαν από τους δύο μάρτυρες για τους ενάγοντες, προτίμησε εκείνη του Μ.Ε.2, τον οποίο θεώρησε ως αξιόπιστο και απέρριψε εκείνη του Μ.Ε.3.

Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι εν όψει του γεγονότος ότι δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία από άλλο εμπειρογνώμονα επί του προκειμένου, θα έπρεπε το Δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία του.  Δεν θεωρούμε τη θέση αυτή ορθή.  Επισημαίνουμε πως δεν υπάρχει τέτοια αρχή. Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 “είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες”.  Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε να δεχθεί ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν περίπου εκεί που καθόρισε ο Μ.Ε.2, αφού παρατήρησε μεταξύ άλλων ότι γδαρσίματα στο δρόμο υπήρχαν πολλά και προκλήθηκαν από το αυτοκίνητο του αποβιώσαντα που ανετράπη επανειλημμένα προτού καταλήξει στην τελική του θέση.  Ας σημειωθεί ότι η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο από τον εναγόμενο αλλά και από τη Μ.Ε.4, ήταν ότι το αρθρωτό όχημα εκινείτο στην αριστερή λωρίδα του δρόμου. Τα πιό πάνω γεγονότα, καθώς και το γεγονός της ύπαρξης του τριψίματος του [*1815]ελαστικού στην άσφαλτο που ξεκινούσε από την αριστερή λωρίδα θεωρούμε ότι δικαιολογούσε πλήρως το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα του αναφορικά με τη θέση του σημείου σύγκρουσης.

Η κατάσταση φωτισμού του αρθρωτού οχήματος

Είναι νομολογημένο ότι ένα από τα καθήκοντα που έχουν οι χρήστες των δρόμων είναι ο επαρκής φωτισμός των οχημάτων τους για να καθίσταται η παρουσία τους στο δρόμο καταφανής, ώστε οι υπόλοιποι οδηγοί να ρυθμίζουν ανάλογα τη θέση τους, και παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής συνιστά εκ πρώτης όψης μαρτυρία για αμέλεια. (Δέστε Pavlou v. Lazarou (1982) 1 C.L.R. 850).

Η μαρτυρία που υπήρχε αναφορικά με το φωτισμό του αρθρωτού οχήματος προερχόταν από τον Μ.Ε.2, εξεταστή της υπόθεσης, τον Μ.Ε.5, εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, τον ίδιο τον εναγόμενο 1 και, κατά κάποιο έμμεσο τρόπο, από τη Μ.Ε.4, επιβάτιδα του οχήματος του αποβιώσαντα.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 μόνο μία λάμπα από τις πολλές που υπήρχαν στο πίσω αριστερό μέρος του οχήματος ήταν αναμμένη και αυτή είχε άσπρο φως, αφού έλειπε το κόκκινο κάλυμμά της. Στη δεξιά πλευρά δεν μπορούσε να πει ποιά ήταν η κατάσταση των φώτων αφού μετά τη σύγκρουση είχαν σπάσει όλα.

Τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας απέρριψε το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν δόθηκε η αναγκαία μαρτυρία που να συνδέει τα φώτα που αφαιρέθηκαν από το αρθρωτό όχημα με εκείνα που δόθηκαν για εξέταση στο μάρτυρα. Η γνώμη, εν πάση περιπτώσει, του μάρτυρα αυτού ήταν ότι, από τα δεξιά φώτα του οχήματος, δεν μπορούσε να πει αν άναβε η όχι η μία λάμπα, ενώ οι άλλες δύο, σύμφωνα με την έρευνα του, πρέπει να μην άναβαν, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καθορίσει ποιά  ήταν ο σηματοδότης, ποιά το φως των φρένων και ποιά το κανονικό οπίσθιο φως του οχήματος.

Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος είχε ισχυρισθεί ότι προτού ξεκινήσει ήλεγξε όλα τα φώτα και άναβαν και ότι στην οροφή του οχήματος υπήρχε και αναμμένος φάρος. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τουλάχιστον όσον αφορά τα πίσω αριστερά φώτα, η μαρτυρία του δεν ήταν ακριβής, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή, τον οποίο δέχθηκε ως αξιόπιστο μάρτυρα, άναβε μόνο ένα φως. Επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου για το φάρο, αφού ο Μ.Ε.2 [*1816]ανέφερε ότι δεν υπήρχε τέτοιος φάρος στο όχημα. Το παράδοξο όμως είναι ότι, ενώ απέρριψε τμήματα  της μαρτυρίας του εφεσίβλητου-εναγόμενου ως αναξιόπιστης, δέχθηκε, με βάση πάλι την ίδια μαρτυρία, ότι τα δεξιά πίσω φώτα του άναβαν όλα, συμπέρασμα που, κατά τη γνώμη μας, δεν ήταν λογικό, εν όψει μη αποδοχής της υπόλοιπης μαρτυρίας του εφεσίβλητου.

Η επιβάτις του οχήματος Μ.Ε.4, ουσιαστικά ανέφερε ότι δεν είδε κανένα φως προπορευόμενου οχήματος, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της, θεωρώντας ότι δεν είχε εστραμμένη την προσοχή της στο δρόμο, συμπέρασμα στο οποίο δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι θα έπρεπε να επέμβουμε.

Κρίνουμε ότι υπό τις συνθήκες, το μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσε να καταλήξει το Δικαστήριο αναφορικά με τα πίσω δεξιά φώτα του αρθρωτού οχήματος, ήταν ότι δεν υπήρχε αρκετή μαρτυρία που να το οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα. Είναι φανερόν ότι οι ενάγοντες, που είχαν το βάρος απόδειξης αμέλειας, που στην περίπτωση συμπεριλάμβανε και την κατάσταση φωτισμού του οχήματος, απέτυχαν να το αποσείσουν και να αποδείξουν ότι δεν υπήρχε φωτισμός στο δεξιό πίσω μέρος του οχήματος.

Η ταχύτητα του αρθρωτού οχήματος

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να τεκμηριώσει αμέλεια (Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Panayiotou v. Christofi and Another (1983) 1 C.L.R. 143, Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175). Το θέμα της ταχύτητας πρέπει πάντοτε να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις συνθήκες   κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και με το κατά πόσο η ταχύτητα υπήρξε παράγων που συνέτεινε στο ατύχημα. Οι αρχές αυτές διατυπώθηκαν με αναφορά σε περιπτώσεις όπου η ταχύτητα ήταν υπερβολική, πέραν του επιτρεπομένου ορίου. Κατά την άποψη μας οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση όπου το αρθρωτό όχημα οδηγείτο με ταχύτητα μικρότερη της κατώτερης επιτρεπόμενης. Σίγουρα ο καθορισμός κατώτατου ορίου σε δρόμο γίνεται σε συνάρτηση με την ανώτερη επιτρεπόμενη ταχύτητα, αφού σε δρόμους όπου τα αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα είναι επικίνδυνο να υπάρχουν οχήματα που να οδηγούνται με υπερβολικά χαμηλή ταχύτητα και να συνιστούν έτσι επικίνδυνα εμπόδια στο δρόμο.

Στην περίπτωση μας η κατώτερη επιτρεπόμενη ταχύτητα ήταν 65 χ.α.ω. και το αρθρωτό όχημα οδηγείτο με ταχύτητα 40 χ.α.ω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ταχύτητα αυτή δεν συνέτει[*1817]νε στη σύγκρουση. Με το συμπέρασμα αυτό διαφωνούμε. Η ταχύτητα του αρθρωτού οχήματος ήταν κατά πολύ χαμηλότερη της επιτρεπόμενης και σίγουρα, όπως εξήγησε και ο Μ.Ε.3 επί του θέματος, το γεγονός τούτο συνιστούσε, κατά την κρίση μας, κίνδυνο στο δρόμο για οχήματα που εκινούντο με μεγάλη ταχύτητα, ένα κίνδυνο που αυξανόταν όσο ελαττωνόταν η ταχύτητα του προπορευόμενου οχήματος. Η ταχύτητα αυτή του αρθρωτού συνέτεινε, κατά την άποψη μας, στη σύγκρουση, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και το γεγονός ότι το αρθρωτό όχημα είχε ελαττωματικό φωτισμό, τουλάχστο στην αριστερή πλευρά όπου υπήρχε μόνο ένα φως και αυτό ήταν και παραπλανητικό, αφού το κόκκινο επικάλυμμα του έλειπε και δεν είχε ούτε φάρο, που αν υπήρχε θα καθιστούσε το όχημα καταφανές επί της οδού.

Καταλήγουμε έτσι ότι, παρόλον ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το ατύχημα έφερε ο αποβιώσας, εντούτοις ο οδηγός του αρθρωτού οχήματος ήταν και αυτός υπεύθυνος αμέλειας, την οποία καθορίζουμε σε 30%.

Ως συνέπεια των πιό πάνω, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η  η ευθύνη καταμερίζεται σε 30% εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου και 70% σε βάρος του αποβιώσαντα. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1 για ποσό £8.490 πλέον τόκους. Από το πιό πάνω ποσό, £5.700 για την εξαρτώμενη θυγατέρα του αποβιώσαντα, £2.400 για την αξία του οχήματος, £240 για τα έξοδα κηδείας και £150 για τα έξοδα διαχείρισης. Επίσης επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου 1, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου 1, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο