Δημοκρατική Εργατική Ομοσπονδία Κύπρου (Δ.Ε.Ο.Κ.) ν. Aνδρέα Σωτηριάδη (2001) 1 ΑΑΔ 1829

(2001) 1 ΑΑΔ 1829

[*1829]30 Νοεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚH ΕΡΓΑΤΙΚH ΟΜΟΣΠΟΝΔIA ΚYΠΡΟΥ

(Δ.Ε.Ο.Κ.),

Εφεσείοντες,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πoλιτικές Εφέσεις Αρ. 10968, 10969)

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Αναβολή ακροάσεως — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές — Στην παρούσα υπόθεση, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε ορθά με αποτέλεσμα να κριθεί αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου και η έκδοση διαταγής για αναδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας — καθ’ ης η αίτηση για αναβολή της ακρόασης της αίτησης και προχώρησε να ακούσει την υπόθεση με βάση μόνο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-αιτητή, εφόσον ο συνήγορος που ζήτησε την αναβολή αποσύρθηκε με την άδεια του Δικαστηρίου, και η εφεσείουσα δεν εκπροσωπείτο πλέον καθ’ οιονδήποτε τρόπο.  Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για παράνομο τερματισμό υπηρεσιών και επεδίκασε αποζημιώσεις στον εφεσίβλητο εναντίον της εφεσείουσας.

Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε συνάρτηση αφ’ ενός με τη στέρηση του δικαιώματος της εφεσείουσας να ακουστεί και αφ’ ετέρου με την αποδοθείσα στους συνηγόρους της εφεσείουσας κακή πίστη στο αίτημα τους για αναβολή.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Δικαστήριο, αντί να εξετάσει αν οι λόγοι που προβλήθηκαν για αναβολή ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και να απορρίψει το αίτημα για αναβολή αν αυτοί δεν ήταν επαρκείς, επέτρεψε να υπεισέλθει στους [*1830]παράγοντες που έλαβε υπόψη ένας παράγοντας που δεν τεκμηριώνετο, δηλαδή, η μη γνησιότητα των λόγων που προβλήθηκαν για την αναβολή.  Αυτό καθιστούσε αντινομική την προσέγγισή του.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν χωρίς έξοδα. Διατάχθηκε αναδίκαση της αίτησης από άλλο δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πέτσας ν. Παυλίδη (1980) 1 C.L.R. 158,

Τσουλλόφτας ν. Μιχαήλ (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228,

Poltava Petroleum Company v. Mexana Oil Ltd κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301,

King’s Head Development Co Ltd (Pioneer Beach Hotel) v. Πηλέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 733.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την καθ’ ης η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 25/10/00 (Αρ. Αίτησης 717/99) με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για αναβολή της ακρόασης της αίτησης του αιτητή για αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών του από την καθ’ ης η αίτηση.

Ε. Φλουρέντζος, για την Εφεσείουσα.

Κ. Χατζηκωστή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤEΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι δύο αυτές εφέσεις συνεκδικάζονται εφ’ όσον ουσιαστικά έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια εμβέλεια. Αφορούν απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερομηνίας 25.10.2000 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα εκ μέρους της Εφεσείουσας-Καθ’ ης η Αίτηση για αναβολή της ακρόασης της Αίτησης, ακόλουθα της οποίας το δικαστήριο προχώρησε [*1831]να ακούσει την υπόθεση με βάση μόνο τη μαρτυρία που παρουσίασε ο Εφεσίβλητος-Αιτητής εφ’ όσον, έχοντας δοθεί άδεια να αποσυρθεί, μετά την απόρριψη του αιτήματος του, στο συνήγορο που είχε εμφανισθεί για την Εφεσείουσα και ζητήσει την αναβολή, η Εφεσείουσα δεν εκπροσωπείτο πλέον καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Ο Εφεσίβλητος, οι υπηρεσίες του οποίου είχαν τερματισθεί από την Εφεσείουσα εργοδότρια του λόγω πλεονασμού, με την Αίτηση του ζητούσε εναντίον της Εφεσείουσας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών του και διαζευκτικά εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού πληρωμή λόγω πλεονασμού.  Στις 25.10.2000 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση εμφανίσθηκε για την Εφεσείουσα, όπως προκύπτει από το πρακτικό, ο κ. Ηλία για τους συνηγόρους της κυρίους Νεοφύτου και Φλουρέντζου και ανέφερε τα εξής:

“κ. Ηλία:  Κύριε Πρόεδρε σ’ αυτό το στάδιο εν όψει του ότι από το γραφείο του κ. Νεοφύτου και Φλουρέντζου, οι δικηγόροι είναι σε άλλες υποθέσεις, τις οποίες θα αναφέρω, ο κ. Φλουρέντζος είναι απασχολημένος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην Ποινική υπόθεση αρ. 4057/99.  Ο κ. Νεοφύτου είναι απασχολημένος στην 49/00 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας και η κα Αθανασιάδου μόλις έχει τελειώσει από την Αγωγή 6561/98 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Εν όψει των πιο πάνω, αλλά και εις το ότι όπως μου έχει αναφερθεί πριν από λίγο ο κ. Φλουρέντζος γίνονται προσπάθειες για διευθέτηση της υπόθεσης, αλλά και επειδή οι εκπρόσωποι της Συντεχνίας που θα έδιναν την συγκατάθεση για πιθανή διευθέτηση ευρίσκονται σε συνδικαλιστική εκδήλωση και δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία μαζί τους, είμαι αναγκασμένος να ζητήσω εκ μέρους τους αναβολή.”

Ο συνήγορος του Εφεσίβλητου και ο συνήγορος του Ταμείου είπαν τα ακόλουθα:

“κ. Χ”Κωστής:  Για να πω την αλήθεια, η υπόθεση ορίστηκε και στις 5.6.2000 για ακρόαση, όπου είχαμε την ευκαιρία να διερευνήσουμε πιθανότητες συμβιβασμού. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Ούτε μέχρι σήμερα υπήρξε οποιαδήποτε νύξη, ούτε ειδοποίηση για την πρόθεσή τους να ζητήσουν σήμερα αναβολή.

Εν όψει των λόγων που προβλήθηκαν και της υπάρχουσας Νομολογίας για αναβολή δεν θεωρώ ότι δικαιολογούνται και δεν [*1832]συγκατατίθεμαι στην αναβολή.

κα Σκούρου: Το Ταμείο δεν ενημερώθηκε καθόλου, σήμερα έχω ειδοποιηθεί για το αίτημα του συναδέλφου. Υπό τις περιστάσεις δεν ενίσταμαι στην αιτούμενη αναβολή.”

Σημειωτέον, ως προς τα ως άνω, ότι στις 5.6.2000 δεν υπήρξε διαδικασία αφού η υπόθεση είχε αναβληθεί από το ίδιο το δικαστήριο για τις 25.10.2000 και εδόθη προς τούτο ειδοποίηση στους συνηγόρους.

Στην απόφαση του με την οποία απέρριψε το αίτημα για αναβολή το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προηγούμενη επικοινωνία του κ. Ηλία με το δικαστήριο στις 9.15 κατά την οποία το πληροφόρησε ότι προτίθετο να ζητήσει αναβολή και το δικαστήριο τον πληροφόρησε ότι θα παρείχετο χρόνος για να εκδικάζετο η υπόθεση μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης άλλης υπόθεσης. Αυτά βέβαια δεν είναι στα πρακτικά. Σημειώνουμε μόνο ως προς τα ως άνω ότι στην ίδια την τελική απόφαση του δικαστηρίου που δόθηκε στις 10.11.2000 υπάρχει μια διαφοροποίηση ως προς το τι ελέχθη στον κ. Ηλία, εφ’ όσον στην εν λόγω τελική απόφαση αναφέρεται ότι το τι ελέχθη στον κ. Ηλία ήταν ότι (σ. 2) “αν επερατώνετο καθ’ οιονδήποτε τρόπο η συνεχιζόμενη ακρόαση στην υπόθεση 333/99, η οποία είχε αρχίσει την προηγούμενη ημέρα και παρέμενε χρόνος, (το δικαστήριο) θα επιλαμβάνετο και της παρούσας”, και περαιτέρω ότι η συνεχιζόμενη ακρόαση περατώθηκε στις 11.30 εφ’ όσον επήλθε συμβιβασμός της, οπότε το δικαστήριο ήταν έτοιμο να ακούσει την υπόθεση αυτή. Ακολούθως το δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα στις σ. 2-3:

“Πρέπει να τονισθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι καμμία ειδοποίηση δεν έγινε προς το Δικαστήριο προηγουμένως για αναβολή λόγω κωλύματος των συνηγόρων και ουσιαστικά οι λόγοι που προβάλλονται είναι την τελευταία στιγμή και τουλάχιστο κάποιοι δεν αναφέρθηκαν από το πρωί, δηλαδή το θέμα της διευθέτησης και η συνδικαλιστική εκδήλωση των εκπροσώπων της Συντεχνίας. Το Δικαστήριο ευρίσκει ότι είναι προσχηματικοί οι λόγοι που προβάλλονται, για να επιτευχθεί η αναβολή.

Ειδικά, το κώλυμα που εμφανίζεται για τον κ. Νεοφύτου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και για ένα άλλο λόγο. Γιατί προτίμησε να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στη Λευκωσία στην Αίτηση αρ. 49/2000 και όχι στην παρούσα που είναι παλαιότερη;  Εν πάση περιπτώσει είχε όλο το χρόνο από τις 9.15 π.μ. που επικοινώνησε ο κ. Ηλία με το Δικα[*1833]στήριο, να προσέλθει για να διεξάγει την παρούσα υπόθεση.

Με βάση την εδραία επί του θέματος Νομολογία (Βλ. Γρηγόρης Πέτσας ν. Παύλου Παυλίδη [1980] 1 LLR σελ. 158-175), κανένας από τους λόγους δεν ευσταθεί και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος αναβολής.

Η υπόθεση αυτή ήταν η παλαιότερη και πρώτη στο πινάκιο ενώπιον του Δικαστηρίου για ακρόαση σήμερα και δυνάμει του άρθρου 12(11) του Περί Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου 8/67 που εγκαθίδρυσε αυτό το Δικαστήριο οι εργασιακές διαφορές πρέπει να εκδικάζονται μετά της μεγίστης λογικής ταχύτητας και συνοπτικά.

Επίσης κρίνουμε ότι με τον τρόπο αυτό, που είναι μεταξύ άλλων και ασέβεια προς το Δικαστήριο, αδικαιολόγητα προκαλείται καθυστέρηση της δίκης και παραβιάζεται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος για διάγνωση των δικαιωμάτων του πολίτη, στην υπό κρίση περίπτωση του εργοδοτούμενου Αιτητή, εντός ευλόγου χρόνου.

Ούτε το Δικαστήριο ειδοποιήθηκε έγκαιρα, ούτε και κανένας από τους άλλους δικηγόρους ειδοποιήθηκε, με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η Αίτηση να προεξοφλούν από μόνοι τους την αναβολή υποκαθιστώντας ουσιαστικά το Δικαστήριο και υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο το κύρος του.

Κρίνω ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος που να αιτιολογεί την αναβολή και το Δικαστήριο θα προχωρήσει.”

Ήταν κατόπιν τούτου που ο κ. Ηλία ζήτησε άδεια να αποσυρθεί και το δικαστήριο, αφού ρώτησε αν ήταν παρών οποιοσδήποτε εκπρόσωπος της εργοδότριας και πληροφορήθηκε αρνητικά, του έδωσε την άδεια να αποσυρθεί και προχώρησε στην ακρόαση της υπόθεσης εναντίον της Εφεσείουσας μόνο, αφού ο συνήγορος του Εφεσίβλητου απέσυρε στο στάδιο εκείνο την Αίτηση εναντίον του Ταμείου. Με την τελική απόφαση του της 10.11.2000 το δικαστήριο έκαμε δεκτή την Αίτηση για παράνομο τερματισμό υπηρεσιών και επεδίκασε αποζημιώσεις στον Εφεσίβλητο εναντίον της Εφεσείουσας.

Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου σε συνάρτηση αφ’ ενός με τη στέρηση του δικαιώματος της Εφεσείουσας να ακουσθεί και αφ’ [*1834]ετέρου με την αποδοθείσα στους συνηγόρους της Εφεσείουσας κακή πίστη στο αίτημα τους για αναβολή. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε έκταση στις αναμφισβήτητες αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου όπως προκύπτουν από την πλούσια νομολογία επί του θέματος, περιλαμβανομένων των υποθέσεων στις οποίες αναφέρθηκε το ίδιο το δικαστήριο και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στα περιγράμματα τους, Πέτσας ν. Παυλίδη (1980) 1 C.L.R. 158 και Τσουλλόφτας ν. Μιχαήλ (αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228. Αίτημα για αναβολή, που ανάγεται στο συνταγματικό δικαίωμα του διαδίκου να ακουσθεί, εξετάζεται σε συνάρτηση με την παράλληλη συνταγματική επιταγή για περάτωση της δίκης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, εφ’ όσον κάθε αναβολή εξυπακούει καθυστέρηση της δίκης και δεν μπορεί να είναι  εκ προοιμίου επιθυμητή, ούτε μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η αναβολή θα δοθεί ακόμα και αν συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Είναι καθήκον των διαδίκων και των συνηγόρων τους να είναι έτοιμοι για την ακρόαση την ημέρα που ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο έχει και την πρωταρχική ευθύνη της συμπλήρωσης των διαδικασιών και της κατεύθυνσης της υπόθεσης σε δίκη σύμφωνα και με το πρόγραμμα του. Η εξουσία βέβαια είναι ευρεία και οι παράγοντες που τη διέπουν δεν μπορούν να παρατεθούν εξαντλητικά. Προκειμένου όμως περί διακριτικής εξουσίας, η γενική αρχή είναι ότι το δικαστήριο αυτό δεν επεμβαίνει εκτός αν δεν ελήφθησαν υπ’ όψη σχετικοί παράγοντες ή ελήφθησαν υπ’ όψη μη σχετικοί παράγοντες, ώστε η διακριτική εξουσία να ασκήθηκε έτσι αντινομικά, εκτός των πλαισίων της και λανθασμένα (ίδε Poltava Petroleum Company v. Mexana Oil Ltd κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301).

Στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε όλες τις πτυχές του πράγματος, εφ’ όσον μάλιστα τούτο ανάγεται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, διότι υπάρχει μια άλλη διάσταση του πράγματος που καθιστά εσφαλμένη την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου. Το δικαστήριο διαπίστωσε, και μάλιστα αναφέροντας τούτο ως εύρημα του, ότι “είναι προσχηματικοί οι λόγοι που προβάλλονται, για να επιτευχθεί η αναβολή”, αποδίδοντας έτσι ευθέως κακή πίστη και ανεντιμότητα στο αίτημα. Τούτο δεν δικαιολογείτο ποσώς, εφ’ όσον δεν υπήρχε οτιδήποτε που να καταδεικνύει ως αναληθή τα λεχθέντα σε αιτιολόγηση της αιτηθείσας αναβολής. Καθ’ όσον η εσφαλμένη αυτή διαπίστωση του δικαστηρίου επηρέασε την κρίση του, διέπουσα τη θεώρηση του πράγματος, η διακριτική εξουσία του ασκήθηκε σε συνάρτηση με παράγοντα κείμενο εκτός των πλαισίων της και έτσι αντινομικά και λανθασμένα, καθιστώσα την απόφαση τρωτή. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση King’s [*1835]Head Development Co Ltd (Pioneer Beach Hotel) v. Πηλέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 733, προερχόμενη επίσης από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, το οποίο είχε απορρίψει αίτημα των Καθ’ ων η Αίτηση για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης σε Αίτηση που ακούσθηκε στην απουσία των Καθ΄ων η Αίτηση. Απορρίπτοντας το αίτημα, το δικαστήριο αυτοβούλως αμφισβήτησε τα ίδια τα γεγονότα στα οποία βασίζετο το αίτημα και τα οποία δεν αμφισβητήθησαν ούτε από τον Αιτητή.  Τούτο, όπως συμπέρανε το Ανώτατο Δικαστήριο, καθιστούσε την απόφαση, που και πάλι βασίζετο στην άσκηση διακριτικής εξουσίας, λανθασμένη.  Όπως το έθεσε ο Πικής, Π., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στη σ. 9:

“Η αμφισβήτηση των γεγονότων, τα οποία καταθέτει ο διάδικος προς υποστήριξη του αιτήματός του, από το Δικαστήριο, πιθανολογώντας την ύπαρξη άλλων γεγονότων, τα οποία τα καθιστούν αβέβαια, αποτελεί παρέκβαση από τα θέσμια της απονομής της δικαιοσύνης. Η γνώση, την οποία το Δικαστήριο μπορεί να λάβει για τα γεγονότα της υπόθεσης, περιορίζεται στη μαρτυρία και σε γεγονότα παγκοίνως γνωστά, για τα οποία χωρεί δικαστική γνώση.  Το βέβαιο είναι ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπό το πρίσμα των μη αμφισβητηθέντων γεγονότων, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιόν του, γεγονός που υπονομεύει το θεμέλιο της απόφασής του.”

Θέλουμε να τονίσουμε ότι η κατάληξη μας βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη λανθασμένη προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς τη γνησιότητα των λόγων που προβλήθησαν για αναβολή.  Αντί δηλαδή το δικαστήριο να εξετάσει το θέμα με δεδομένη, εφ’ όσον τούτο δεν αμφισβητείτο και δεν αναιρείτο από τα ενώπιον του στοιχεία, την απασχόληση των συνηγόρων σε άλλα δικαστήρια, αμφισβήτησε το ίδιο τα γεγονότα που ετέθησαν ενώπιον του και οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι λόγοι που προβάλλοντο δεν ήσαν γνήσιοι αλλά συνιστούσαν πρόσχημα για να εξασφαλισθεί η αναβολή. Αν το δικαστήριο είχε ενεργήσει με βάση το αληθές των λόγων που προβλήθησαν για αναβολή και απορρίψει το αίτημα κρίνοντας ότι τούτοι δεν ήσαν επαρκείς, δεν θα είμαστε διατεθειμένοι να παρέμβουμε με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του, με έμφαση στην ανάγκη έγκαιρης εκδίκασης των υποθέσεων την ημέρα που είναι ορισμένες για ακρόαση. Αντί τούτου όμως, το δικαστήριο επέτρεψε να υπεισέλθει στους παράγοντες που έλαβε υπ’ όψη ένας παράγοντας που δεν τεκμηριώνετο, δηλαδή το μη γνήσιο των λόγων που προβλήθησαν για την αναβολή. Είναι τούτο που καθιστούσε αντινομική την αντίκρυση του.

[*1836]Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Ως εκ της φύσεως του πράγματος, δεν θα προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, λαμβανομένου υπ’ όψη και του ότι αν εδίδετο η αιτηθείσα αναβολή η Εφεσείουσα θα υπόκειτο σε διαταγή για έξοδα εναντίον της.

Η αίτηση θα δικασθεί εκ νέου από άλλο δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Οι εφέσεις επιτρέπονται χωρίς έξοδα. Διατάσσεται αναδίκαση της αίτησης από άλλο δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο