Γεωργιάδης Δώρος (2001) 1 ΑΑΔ 1842

(2001) 1 ΑΑΔ 1842

[*1842]30 Νοεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 33, 35, 152 ΚΑΙ 158 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3 ΚΑΙ 5 ΤΟΥ Ν. 14/60,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 18065/01.

(Αίτηση Αρ. 112/01)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση: (α) εντάλματος certiorari για ακύρωση της διαδικασίας εκδίκασης ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου και (β) εντάλματος Prohibition για απαγόρευση συνέχισης εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του εν λόγω Κακουργιοδικείου, για ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα και/ή παρανομία της υπόστασης του Κακουργιοδικείου — Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Μόνιμο Κακουργιοδικείο — Άρθρο 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, όπως τροποποιήθηκε — Εφαρμοστέες αρχές.

Δικαστές — Αρχή του νόμιμου δικαστή — Δεν έχει την έννοια αποκλεισμού των νόμιμων μεταβολών στη σύνθεση του Δικαστηρίου.

Κακουργιοδικεία — Συγκρότηση και λειτουργία ταυτοχρόνως δύο [*1843]Κακουργιοδικείων σε μια επαρχία — Κατά πόσο είναι παράνομη και αντισυνταγματική.

Ο αιτητής, κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση, η οποία εκδικάζεται από Κακουργιοδικείο στη Λευκωσία, εμφανίσθηκε τελικά ενώπιον Κακουργιοδικείου με σύνθεση η οποία αποτελεί το ένα από τα δύο Κακουργιοδικεία που λειτουργούν για τις επαρχίες Λεμεσού-Πάφου.

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση υποστηρίζοντας τη θέση ότι η συγκρότηση και λειτουργία ταυτοχρόνως 2 Κακουργιοδικείων σε μια επαρχία είναι παράνομη και αντισυνταγματική.  Αντίκειται στο Άρθρο 3(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Αρ. 14/60), και στο Άρθρο 5(1) του ίδιου νόμου.  Ο αιτητής εισηγήθηκε επίσης ότι παραβιάζεται η αρχή του νόμιμου δικαστή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ. 14/60, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι έκαστον Κακουργιοδικείον θα έχει δικαιοδοσίαν να δικάζει όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας. Ο θεσμός του μόνιμου Κακουργιοδικείου έχει εγκεντρισθεί στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης με τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο Αρ. 136/91.

2.  Η ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μία ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν και στην περίπτωση των Επαρχιακών Δικαστηρίων.  Η παραπομπή εδώ δεν προκαθόρισε την εκδίκαση απο οποιοδήποτε από τα λειτουργούντα Κακουργιοδικεία. Η ρύθμιση που έγινε οφειλόταν στο ότι ένας από τους δικαστές της πρώτης σύνθεσης είχε προσωπικό κώλυμα να εκδικάσει την υπόθεση του αιτητή και ήταν ανάγκη να γίνει η νέα διευθέτηση.

3.  Η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή δεν έχει την έννοια ότι αποκλείονται οι νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση.  Ούτε το δικαστήριο που δικάζει τον αιτητή είναι έκτακτο δικαστήριο.  Καθιδρύθηκε σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των κειμένων συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων. Η διοικητική ρύθμιση που έγινε για την αποφυγή ανεπιθύμητων καθυστερήσεων δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δώσει λαβή σε επιχείρημα περί εκτάκτου δικαστηρίου.

4.  Ο αιτητής δικάζεται από το φυσικό του δικαστή. Το [*1844]Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία.

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pickstone v. Freemans plc [1989] A.C. 66,

Pepper (Inspector of Taxes) v. Hart [1993] 1 All E.R. 42,

Practice Note [1995] 1 All E.R. 234.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή-κατηγορούμενο (Ποινική Υπόθεση Αρ. 18065/01) για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση διαταγμάτων certiorari και prohibition προς ακύρωση της διαδικασίας εκδίκασης της πιο πάνω υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού-Πάφου το οποίο συνεδριάζει στη Λευκωσία υπό τη συγκεκριμένη του σύνθεση και προς απαγόρευση της συνέχισης της εκδίκασης της υπόθεσης του από το Δικαστήριο αυτό.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

NIKHTΑΣ, Δ.: Αιτητής στην προκείμενη περίπτωση είναι ο κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 18065/01 Δώρος Γεωργιάδης από τη Λευκωσία.  Η υπόθεση του εκδικάζεται στη Λευκωσία από Κακουργιοδικείο απαρτιζόμενο από τους δικαστές Γ. Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ., Α. Πούγιουρου Α.Ε.Δ., και Ν.Γ. Σάντη, Ε.Δ.  Το δικαστήριο αυτό χαρακτηρίζεται από το δικηγόρο του αιτητή “αντισυνταγματικό και/ή παράνομο”. Γιαυτό και εξαιτείται, με την κρινόμενη αίτηση, άδεια για να θέσει σε κίνηση το μηχανισμό που μπορεί να έχει ως απόληξη την έκδοση διαταγμάτων certiorari και prohibition. Επιζητείται με το πρώτο “η ακύρωση της διαδικασίας”. Και με το δεύτερο “η απαγόρευση στο δικαστήριο που την εκδικάζει από του να συνεχίσει την εκδίκαση της”.

Η μέχρι σήμερα πορεία της υπόθεσης διαγράφεται στην ένορκη δήλωση του κ. Γεωργιάδη. Αναφέρει σ’ αυτήν (δεν επισυνάφθηκε ωστόσο το σχετικό διάταγμα, άνκαι το παίρνω σαν δεδομένο) ότι στις 7/9/01 έγινε η παραπομπή του σε δίκη από το Επαρχιακό Δικα[*1845]στήριο Λευκωσίας στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, που θα συνερχόταν στις 8/10/01. Ανέμενε, όπως τον πληροφόρησε ο δικηγόρος του, ότι η υπόθεση του θα δικαζόταν από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με σύνθεση τους δικαστές Α. Πασχαλίδη, Π.Ε.Δ., Σ. Σταυρινίδη Α.Ε.Δ., και Τ. Καρακάννα Ε.Δ., όπως προαναγγέλθηκε.  Επισυνάπτεται η γνωστοποίηση με αριθ. 3928 της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, που περιέχει τις συνθέσεις των τριών λειτουργούντων στην επικράτεια Κακουργιοδικείων, όπως όρισε το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η σύνθεση υπό το δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου, ενώπιον της οποίας τελικά εμφανίστηκε, αποτελεί το ένα από τα δύο Κακουργιοδικεία που λειτουργούν για τις επαρχίες Λεμεσού-Πάφου. Φαίνεται από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, που τον δικάζει, ημερ. 14/11/2001, που είναι επίσης συνημμένη (ως τεκμ. 4) στην ένορκη δήλωση, ότι κλήθηκε σε απολογία και στις 6 κατηγορίες που απέμειναν στο κατηγορητήριο, αφού δεν έγινε δεκτή η εισήγηση του δικηγόρου του, στο στάδιο που περατώθηκε η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, πως δεν αποδείχθηκε υπόθεση εναντίον του εκ πρώτης όψεως. Ο αιτητής παραπονείται στη συνέχεια ότι δε γνωρίζει γιατί, παρά τη δημοσίευση των συνθέσεων στην επίσημη εφημερίδα, η υπόθεση του εκδικάζεται από το έτερο  Κακουργιοδικείο Λεμεσού Πάφου, που συνεδριάζει τώρα στη Λευκωσία.

Η έρευνα του δικηγόρου του για το θέμα στα πρωτοκολλητεία των Δικαστηρίων Λεμεσού και Λευκωσίας απέβη άκαρπη. Αποτάθηκε δε με επιστολή του στον Αρχιπρωτοκολλητή για να πληροφορηθεί τους λόγους και τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η αλλαγή (βλ. τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση του αιτητή), αλλά προφανώς μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης (27/11/01) και ακρόασης (28/11/01) της αίτησης αυτής, δεν έτυχε απάντησης.

Στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει καταγράφεται η θέση ότι η συγκρότηση και λειτουργία ταυτοχρόνως 2 Κακουργιοδικείων σε μια επαρχία είναι παράνομη και αντισυνταγματική. Αντίκειται στο άρθρ. 3(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60), που προβλέπει ότι για τους σκοπούς του νόμου η επικράτεια χωρίζεται σε επαρχίες και σε καθεμιά από αυτές συγκροτείται ένα Κακουργιοδικείο. Προσκρούει επίσης στο άρθρ. 5(1), που καθορίζει τη σύνθεση Κακουργιοδικείου από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, δύο Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές ή Επαρχιακούς Δικαστές, που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Kατά την εισήγηση του αιτητή, με τη σύσταση 2 τέτοιων δικα[*1846]στηρίων σε μια επαρχία υπάρχει υπέρβαση του καθορισμένου αριθμού δικαστών. Η σύσταση δικαστηρίων έξω από το πλαίσιο αυτό συνιστά εκτροπή και από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρ. 152 του Συντάγματος, που νομιμοποιεί μόνο δικαστήρια που καθιδρύονται από νόμο. Ας σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση, ο κ. Πουργουρίδης περιόρισε την υπόθεση του στο δεύτερο θέμα που έθιξε, που θα προσδιορισθεί παρακάτω γιατί, όπως είπε, η τυχόν απδοχή της εισήγησης του αυτής θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης, εννοώντας, προφανώς, την επιβράδυνση της απονομής της δικαιοσύνης από τη λειτουργία μόνο ενός δικαστηρίου.

Η εναπομείνασα εισήγηση είναι ότι παραβιάζεται η αρχή του νόμιμου δικαστή διότι αφενός ο αιτητής δε γνώριζε εκ των προτέρων τη σύνθεση που θα τον δίκαζε και αφετέρου η παραπάνω σύνθεση, που δικάζει μόνο αυτόν, ισοδυναμεί ουσιαστικά με έκτακτο δικαστήριο, η λειτουργία του οποίου αποκλείεται ρητά από τις διατάξεις του άρθρ. 30.1 του Συντάγματος. Με άλλα λόγια απαγορεύεται η υπαγωγή συγκεκριμένης περίπτωσης στη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου από εκείνο που έχει προβλέψει ο νόμος. Για την αρχή του νόμιμου δικαστή ο συνήγορος με παρέπεμψε στο σύγγραμμα του καθηγητή Δ.Θ. Τσάτσου, “Συνταγματικό Δίκαιο”, τόμος Β΄, (1993) σελ. 473-478 και “Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα” του καθηγητή Π. Δ. Δαγτόγλου, τόμος Β΄(1991) σελ. 1218-1225.

Δύο από τα αποσπάσματα, στα οποία επέσυρε ιδιαίτερα την προσοχή μου, είναι στις σελ. 1220 και 1221 του βιβλίου που αναφέρω τελευταίο.

“Η συνταγματική κατοχύρωση του “νόμιμου δικαστή” είναι τόσο αντικειμενικός κανόνας λειτουργίας των δικαστηρίων, όσο και ατομικό δικαίωμα των διαδίκων. Επιβάλλει τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρημένες κατηγορίες (π.χ. κατοικία του εναγομένου ή αξία του αντικειμένου της δίκης), με κριτήρια άσχετα εντελώς προς τις συγκεκριμένες δικαζόμενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων.

..............................................................................................................

Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει μόνο τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου από γενικό και αφηρημένο νόμο, αλλά και τον καθορισμό των συγκεκριμένων δικαστών που απαρτίζουν εκάστοτε το δικαστήριο. Και ο καθορισμός αυτός πρέπει να γίνεται εκ των προτέρων, κατά αντικειμενικές κατηγορίες υποθέσεων. Η συγκρότηση της συνθέσεως ενός δικαστηρίου με απόφαση του [*1847]προέδρου ή προϊσταμένου εν όψει και εν γνώσει των προς συζήτηση υποθέσεων είναι ασυμβίβαστη με το Σύνταγμα.”

Η περικοπή που ακολουθεί (σελ. 1223 του ιδίου συγγράμματος του καθ. Π. Δαγτόγλου) αφορά τα έκτακτα δικαστήρια. Η πρόνοια του ελληνικού συντάγματος που ερμηνεύει είναι όμοια με εκείνη του άρθρ. 30.1 του Συντάγματος:

“Κατά την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 8, “δικαστικαί επιτροπαί και έκτακτα δικαστήρια υφ’ οιονδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συσταθούν”. Η διάταξη αυτή εκφράζει αποθετικά μέρος του περιεχομένου της πρώτης παραγράφου. νοηματικά καλύπτεται δηλαδή ήδη από την πρώτη παράγραφο.”

Θα μπορούσα ευθύς αμέσως να αναφέρω ότι δε διαφωνώ με τους κανόνες που εκθέτουν.

Ο περί Δικαστηρίων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος αρ. 43/74 επεξέτεινε την κατά τόπο αρμοδιότητα των Επαρχιακών Δικαστηρίων στις ποινικές υποθέσεις. Στην πραγματικότητα με τις πρόνοιες του παρακάμφθηκε η τοπική αρμοδιότητα, εφόσον δόθηκε δικαιοδοσία σε κάθε Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδικάζει οποιοδήποτε αδίκημα ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης του. Διασφαλίστηκε έτσι η απρόσκοπτη συνέχιση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και ελαχιστοποιήθηκαν οι δυσχέρειες και τα ρήγματα που προκάλεσε η Τουρκική Εισβολή.

Συνέβη κάτι ανάλογο με τα Κακουργιοδικεία. Το άρθρ. 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, όπως τροποποιήθηκε, απένειμε στο καθένα από αυτά καθολική δικαιοδοσία να δικάζει όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας.  Ο θεσμός του μόνιμου Κακουργιοδικείου έχει εγκεντρισθεί στο ποινικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης με τον τροποποιητικό νόμο αρ. 136/91. Το ιστορικό και τη μέχρι τώρα λειτουργία του θεσμού αναλύει το Κακουργιοδικείο (που δικάζει τώρα τον αιτητή) στην ενδιάμεση απόφαση του σε άλλη υπόθεση, με αρ. 27870/99 Δημοκρατία ν. Κυριάκου Αλεξάνδρου Κυριάκου ημερ. 15/11/2001, που δικάζει στη Λεμεσό.

Η εν λόγω απόφαση επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στην ένορκο δήλωση του αιτητή. Προσκομίστηκε μόνο και μόνο για να δείξει ότι η σύνθεση αυτή συνεδρίαζε συνήθως ως Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Αντικείμενο της ήταν η εισήγηση της Υπεράσπισης, που τελικά απορρίφθηκε, ότι “η σύσταση του Κακουργιοδικείου είναι παράτυπη και δε συνάδει με τις πρόνοιες του νόμου και επομένως το Κα[*1848]κουργιοδικείο δεν μπορεί να επιληφθεί της παρούσας υπόθεσης”. Αναδιφώντας το ιστορικό των μονίμων Κακουργιοδικείων, το Δικαστήριο έκαμε χρήση και των πρακτικών της Βουλής. Σημειώνω εδώ ότι η αναφορά στα πρακτικά της Βουλής είναι θεμιτή υπό ορισμένες συνθήκες που οριοθετήθηκαν από αποφάσεις του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων: βλ. Pickstone v. Freemans plc [1989] A.C. 66, Pepper (Inspector of Taxes) v. Hart [1993] 1 All E.R. 42 και Practice Note [1995] 1 All E.R. 234).

Ο ν. 136/91 απέβλεψε στην αδιάλειπτη λειτουργία του Κακουργιοδικείου με προφανή επίσης σκοπό την απαγκρίστρωση από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε τα δικαστήρια αυτά να συνεδριάζουν κατά τόπους και σε συγκεκριμένους περιόδους. Ο νόμος είναι πλήρως εναρμονισμένος με τη συνταγματική επιταγή που περιέχει το άρθρ. 158 (1) και (2) του Συντάγματος:

“Άρθρον 158

1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, νόμος θέλει ορίσει περί της ιδρύσεως, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, πλην των δικαστηρίων, περί ών θέλει ορίση κατά το άρθρον 160 κοινοτικός νόμος.

2. Πας τοιούτος νόμος θέλει προβλέψει διά την ίδρυσιν αποχρώντων δικαστηρίων εις επαρκή αριθμόν διά την πρόσφορον και άνευ καθυστερήσεων απονομήν της δικαιοσύνης και διά την διασφάλισιν, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτών, της πιστής εφαρμογής των διασφαλιζουσών τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίας διατάξεων του Συντάγματος.”

Η ανάθεση καθηκόντων σε κάθε Κακουργιοδικείο σε μία ή περισσότερες πόλεις αποτελεί διοικητική ρύθμιση. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν και στην περίπτωση των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Η παραπομπή εδώ δεν προκαθόρισε την εκδίκαση από οποιοδήποτε από τα λειτουργούντα Κακουργιοδικεία. Η ρύθμιση που έγινε οφειλόταν στο ότι ένας από τους δικαστές της πρώτης σύνθεσης είχε προσωπικό κώλυμα να εκδικάσει την υπόθεση του αιτητή (πρακτικά Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 6 και 7/9/01) και ήταν ανάγκη να γίνει η νέα διευθέτηση.

Η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή δεν έχει την έννοια ότι αποκλείονται οι νόμιμες μεταβολές στη σύνθεση. Ούτε το δικα[*1849]στήριο που δικάζει τον αιτητή είναι έκτακτο δικαστήριο. Καθιδρύθηκε σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των κειμένων συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων. Η διοικητική ρύθμιση που έγινε για την αποφυγή ανεπιθύμητων καθυστερήσεων δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δώσει λαβή σε επιχείρημα περί εκτάκτου δικαστηρίου.

Καταλήγω ότι ο αιτητής δικάζεται από το φυσικό του δικαστή.  Το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία.

Δυο λόγια, προτού τελειώσω, για το πρώτο επιχείρημα, στο οποίο ο συνήγορος δεν επέμεινε. Κι αυτό γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να σχολιάσω, έστω και σύντομα, το επιχείρημα με αφορμή τον τρόπο και το λόγο για τον οποίο εγκαταλείφθηκε. Πρώτα η χρήση της λέξης “ένα” στα άρθρ. 3(2) και 5(1) δεν σημαίνει κυριολεκτικά ένα δικαστήριο. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του περί Ερμηνείας Νόμου:

“λέξεις στον ενικό περιλαμβάνουν τον πληθυντικό και λέξεις στον πληθυντικό περιλαμβάνουν τον ενικό.”

Πέραν τούτου και με την τελολογική μέθοδο, που η ερμηνεία προχωρεί και πέραν του κειμένου και αναζητείται ο υπό του νόμου επιδιωκόμενος σκοπός η κατάληξη μου θα ήταν η ίδια αναφορικά με τον αριθμό των Κακουργιοδικείων.

Καταλήγω ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο