(2001) 1 ΑΑΔ 1858
[*1858]30 Νοεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΣΕΛ,
2. ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΡΣΕΛ,
3. ΑΘΗΝΑ ΡΩΣΣΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 2, 3 & 4,
v.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10636)
Απόδειξη — Αγωγή για υπόλοιπο τρεχούμενου τραπεζικού λογαριασμού, για υπόλοιπο δανείου και για υπόλοιπο προεξόφλησης συναλλαγματικών — Δεν μπορεί να αποδειχθεί με απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς, χωρίς άλλα στοιχεία που να το εξηγούν και να το θεμελιώνουν — Το ότι τέτοια δήλωση περιέχεται σε έγγραφο βάσει του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της μαρτυρίας.
Απόδειξη — Απόσειση του αποδεικτικού βάρους σε πολιτικές υποθέσεις — Εφαρμοστέες αρχές.
Απόδειξη — Δηλώσεις εγγράφων που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές — Ποία η αποδεικτική τους βαρύτητα.
Πολιτική Δικονομία — Υπεράσπιση — Αγωγή για τραπεζικό χρέος ή εκκαθαρισμένη απαίτηση χρημάτων — Ποία η ενδεδειγμένη υπεράσπιση — Δ.21, θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης από την ενάγουσα της περίπτωσης κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση όντως αντιβαίνει προς την πιο πάνω δικονομική διάταξη.
Πολιτική Δικονομία — Υπεράσπιση — Εκπρόθεσμη καταχώρησή της — Δ.21, θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Εφαρμοστέες αρχές.
[*1859]Συναλλαγματική — Προεξόφληση συναλλαγματικής — Αποτελεί συγκεκριμένη μορφή τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης — Η εξόφληση συναλλαγματικής θέτει τέρμα στην ιδιότητά της να θεωρείται αξιόγραφο (negotiability) — Η νομική αυτή θέση δεν εφαρμοζόταν στα επίδικα γεγονότα στα οποία εξεταζόταν η δυνατότητα των εναγόντων, τραπεζικού οργανισμού, να ανακτήσουν τα χρήματα που έδωσαν στους πρωτοφειλέτες ως μέρος τραπεζικών και πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες εγγυήθηκαν οι εγγυητές — Τα έγγραφα που αντικαθιστούν τις αρχικές συναλλαγματικές μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο αξίωσης για υπόλοιπο προεξόφλησης συναλλαγματικών.
Η αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας ήταν (α) για υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, (β) για υπόλοιπο δανείου και (γ) για υπόλοιπο προεξόφλησης συναλλαγματικών προς όφελος της πρωτοφειλέτιδας. Οι εφεσείοντες ήσαν εγγυητές σύμφωνα με εγγυητήριο ημερομηνίας 24.5.1988 (Τεκμ. Γ), μέχρι του ποσού των £165.000. Οι λογαριασμοί της πρωτοφειλέτιδας λειτούργησαν για δέκα περίπου χρόνια, η πρωτοφειλέτιδα διαλύθηκε και ο Διευθυντής της έφυγε στο εξωτερικό.
Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους αρνήθηκαν ότι η πρωτοφειλέτιδα όφειλε οποιοδήποτε υπόλοιπο ποσό στην εφεσίβλητη και διαζευκτικά, ισχυρίστηκαν ότι εάν οποιοδήποτε ποσό εμφανιζόταν στους λογαριασμούς ως οφειλόμενο, αυτό αναγόταν στο ότι η εφεσίβλητη χρέωνε την πρωτοφειλέτιδα με δικαιώματα και/ή τόκους κατά παράβαση του περί Τόκου Νόμου 2/77.
Για την υπόθεση των εγγυητών κατέθεσε η εφεσείουσα 3. Αφού αναγνώρισε, μεταξύ άλλων την εγγύηση για ποσό μέχρι £165.000, κατέθεσε ότι μετά την επίδοση της αγωγής επισκέφθηκε το κατάστημα της εφεσίβλητης για να εξακριβώσει την κατάσταση και τις υποχρεώσεις της. Όταν της είπαν το ακριβές ποσό τρόμαξε. Επισκέφθηκε και δεύτερη και τρίτη φορά το κατάστημα της εφεσίβλητης και ζήτησε αναλυτική κατάσταση των λογαριασμών της πρωτοφειλέτιδας, η οποία δεν της δόθηκε με το δικαιολογητικό ότι τα χρόνια ήταν πολλά και δεν ήταν εύκολο να γίνει τέτοιο πράγμα. Οι καταστάσεις λογαριασμών της εφεσείουσας δεν της αποστέλλονταν από την εφεσίβλητη, ύστερα από δικές της οδηγίες, ώστε αυτές να μην αναμιγνύονται με τα προσωπικά της θέματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέκτηκε ότι η προεξόφληση συναλλαγματικών ενέπιπτε στην έννοια της «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης», έννοια που αναφερόταν στην εισαγωγική πρόταση του [*1860]τεκμηρίου Γ, αλλά και στις ίδιες τις συμφωνίες δανείου (Τεκμ. Α και Β), ικανοποιήθηκε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την αξίωση της εναντίον των εφεσειόντων. Και εξέδωσε ανάλογη απόφαση, αφού διαζευκτικά, επικαλέσθηκε και ορισμένες δικονομικές πτυχές της υπόθεσης.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν:
1) Την εσφαλμένη ερμηνεία που, όπως υποστήριξαν οι εφεσείοντες, έδωσε το Δικαστήριο στο Άρθρο 5Α, 5Β και 5Γ του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (που προστέθηκαν με το Νόμο 54(1)/94), όταν κατέληξε στο εύρημα ότι τα όσα καταγράφονταν στους λογαριασμούς (Τεκμ. Η, Θ και Ξ) αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία περί της αλήθειας τους και συνεπώς η κατάθεση από μόνη της των τεκμηρίων αυτών έθετε τέρμα στην αναζήτηση της ορθότητας των όσων αναφέρονταν και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παροχή στο Δικαστήριο υποστηρικτικών στοιχείων των διαφόρων χρεώσεων.
Το Εφετείο εξέτασε αυτεπάγγελτα και το ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:
“Είναι ορθό στο στάδιο αυτό να υπομνησθεί ότι οι ενάγοντες οφείλουν να αποδείξουν την υπόθεσή τους με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και είναι επομένως αρκετό να πείσουν το Δικαστήριο, ότι υπό το φως όλων των δεδομένων στην υπόθεση, είναι η θέση τους πιο πιθανή παρά η αντίθετη”.
2) Το εύρημα ότι «Απλή ανάγνωση της υπεράσπισης δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται περί αντινομικού δικογράφου εκτός του πνεύματος των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και αντίθετο με τη Δ.21, θ.2».
3) Το εύρημα ότι η έκθεση υπεράσπισης στην ουσία δεν υφίσταται επειδή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και χωρίς να προηγηθεί αίτηση για παράταση της χρονικής προθεσμίας των 14 ημερών που καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο και συνεπώς δεν υπάρχει τίποτε που να αντιστρατεύεται τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.
4) Το εύρημα ότι η προεξόφληση συναλλαγματικών εμπίπτει στην έννοια της «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης» που αναφέρεται στην εισαγωγική πρόταση του εγγυητηρίου και στις συμφωνίες δανείου, αφού οι συμφωνίες αυτές ως συμφωνίες μεταξύ της εφεσίβλητης και της πρωτοφειλέτιδας, δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους εφεσείοντες-εγγυητές.
5) Το εύρημα ότι τα έγγραφα Τεκμ. Ι και Κ που αντικατέστησαν τις [*1861]αρχικές συναλλαγματικές μπορούσαν να αποτελέσουν το υπόβαθρο αξίωσης εφόσον αυτή στηρίζεται στις ίδιες τις συναλλαγματικές, εν πάση δε περιπτώσει η προεξόφληση συναλλαγματικών δεν εμπίπτει στην έννοια «τραπεζικές ή πιστωτικές διευκολύνσεις».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δήλωση η οποία περιέχεται σε έγγραφο το οποίο παράχθηκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή είναι αποδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο, οποιουδήποτε γεγονότος που εκτίθεται σε αυτή για το οποίο άμεση προφορική μαρτυρία θα ήταν αποδεκτή. Αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο, ότι τέτοια δήλωση συνιστά απόδειξη (proof) και μάλιστα αδιαμφισβήτητη (conclusive) οποιουδήποτε γεγονότος που εκτίθεται σε αυτή, ώστε η κατάθεση της, όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «από μόνη της να θέτει τέρμα στην αναζήτηση της ορθότητας των όσων εκεί αναφέρονται».
Το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που αναφέρεται ανωτέρω, συνιστά εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το τι συνιστά «απόδειξη (proof) στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).
Η έφεση αναφορικά με τα θέματα που εγείρονται σε αυτό το λόγο έφεσης είναι βάσιμη και επιτυγχάνει.
2. Η υπεράσπιση των εφεσειόντων δεν αντέβαινε προς τη Δ.21, θ. 2, ενόψει των δεδομένων της υπόθεσης. Σκοπό είχε να αναγκάσει την εφεσίβλητη να αποδείξει την υπόθεσή της αυστηρά. Αλλά και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων αντέβαινε προς τη Δ.21, θ. 2, το θέμα θάπρεπε να εγερθεί από την εφεσίβλητη έγκαιρα και, με την καταχώρηση αίτησης για διαγραφή της υπεράσπισης (striking out), να επιδιωχθεί η εξασφάλιση απόφασης για παράλειψη καταχώρησης υπεράσπισης (in default of defence). Εφόσον η εφεσίβλητη ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα, λαμβανομένου υπόψη και του συζητητικού χαρακτήρα της διαδικασίας, δεν ήταν δίκαιο να εγερθεί το θέμα από το Δικαστήριο, στα πλαίσια της τελικής του απόφασης και δη, διαζευκτικά, αφού πρώτα αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, προχώρησε σε σχετικά ευρήματα και αποφάνθηκε επί της ουσίας της διαφοράς.
3. Η Δ.21, θ.1 είναι αντίστοιχη με την Αγγλική Δ.21, θ.6. Η Αγγλική Δ.27, θ. 11 αναφέρει ότι το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη υπεράσπιση που παραδόθηκε εκπρόθεσμα και να χειριστεί την [*1862]υπόθεση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
4. Η προεξόφληση συναλλαγματικών αποτελεί συγκεκριμένη μορφή «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης» ενόψει του Τεκμ. Γ και των Τεκμ. Α και Β, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
5. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «η εισήγηση ότι η εξόφληση έθεσε τέρμα στην ιδιότητα των συναλλαγματικών να θεωρούνται αξιόγραφα (negotiability) που είναι ορθή ως νομική θέση, δεν έχει βάση στα επίδικα γεγονότα, διότι αυτό που εξετάζεται δεν είναι αυτή η ιδιότητα των συναλλαγματικών, αλλά η δυνατότητα των εναγόντων να ανακτήσουν τα χρήματα που έδωσαν στους πρωτοφειλέτες ως μέρος τραπεζικών και πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες εγγυήθηκαν οι εγγυητές». Όσον αφορά τις δύο συναλλαγματικές που αντικαταστάθηκαν με τα Τεκμ. Ι και Κ, η μη παρουσίασή τους δεν σήμαινε αυτόματα ότι η αξίωση της εφεσίβλητης αφ’ ης στιγμής δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση, δεν είχε σταθερό υπόβαθρο. Έπεται ότι ο λόγος 5) της έφεσης δεν ευσταθεί.
H έφεση επιτράπηκε μερικώς.
Η εφεσίβλητη διατάχθηκε να καταβάλει τα 2/3 των εξόδων της έφεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάσθηκαν υπέρ της εφεσίβλητης ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 Α.Α.Δ. 263,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614.
ŒÊÂÛË.
Έφεση από τους εναγόμενους 2, 3 και 4 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/9/99 (Αρ. Αγωγής 2586/95) με την οποία έκρινε ότι η ενάγουσα απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την αξίωσή της εναντίον των εναγομένων ως συνεγγυητών της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας και επιδίκασε υπέρ αυτής και εναντίον των εναγομένων διάφορα ποσά.
[*1863]Π. Πετράκης, για τους Εφεσείοντες.
Χ. Σταυράκης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής, Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, στα πλαίσια των εργασιών της, δανειοδότησε με πιστώσεις, δάνεια και άλλες παρόμοιες διευκολύνσεις την εταιρεία The Chain Gulf Traders Ltd, (η «πρωτοφειλέτιδα»). Τις εκ της δανειοδότησης οφειλές, σύμφωνα με εγγυητήριο ημερομηνίας 24.5.1988 (Τεκμ. «Γ»), συνεγγυήθηκαν, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, μέχρι του ποσού των £165.000, οι εφεσείοντες.
Λόγω μη εξόφλησης οφειλόμενων ποσών εκ μέρους της πρωτοφειλέτιδας, η εφεσίβλητη ήγειρε, ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας, αγωγή τόσο εναντίον της πρωτοφειλέτιδας όσο και εναντίον, ως είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με το εγγυητήριο, των συνεγγυητών ως να ήταν πρωτοφειλέτες.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε την αξίωσή της με τη μαρτυρία τριών αξιωματούχων της, της Αθηνάς Χριστοφή, του Ανδρέα Τσαγγάρη και του Χρίστου Κέντα.
Η Αθηνά Χριστοφή, υπεύθυνη λογαριασμών της εφεσίβλητης, βεβαίωσε ότι ο τρεχούμενος τοκοφόρος λογαριασμός της πρωτοφειλέτιδας, που είχε ανοιχθεί στις 29.3.1986, έκλεισε τον Οκτώβρη του 1994 και, στη συνέχεια, αποστάληκε από την ίδια στο Τμήμα Νομικών Υποθέσεων της εφεσίβλητης. Το ίδιο και ο λογαριασμός δανείου τακτής προθεσμίας ημερομηνίας 30.3.1986. Και για τους δύο λογαριασμούς είχε ζητηθεί εξόφληση, χωρίς όμως ανταπόκριση. Η μάρτυρας κατέθεσε, επίσης, ότι προς την πρωτοφειλέτιδα δόθηκαν και διευκολύνσεις, με βάση προεξοφληθείσες συναλλαγματικές, το ύψος των οποίων δεν θυμόταν. Θυμόταν, όμως, ότι αυτές προέρχονταν από πελάτες της πρωτοφειλέτιδας και, ύστερα από αίτημά τους, η εφεσίβλητη τις προεξόφλησε προς όφελός τους.
Ο Ανδρέας Τσαγγάρης, Υποδευθυντής του καταστήματος Φανερωμένης της εφεσίβλητης, κατέθεσε, μαζί με πιστοποιητικό, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 5 Α(4) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σε σχέση με τη λειτουργία των ηλεκτρονικών υπολογιστών της εφεσίβλητης (Τεκμ. «Ζ»), τους λογαριασμούς της πρωτοφειλέτι[*1864]δας για τα έτη 1990-1997 (Τεκμ. «Η» και «Θ»), με οφειλόμενα ποσά (αφού δέχθηκε την ύπαρξη ανατοκισμού που επεξεργάστηκε και τελικά αφαίρεσε) για μεν το Τεκμ. «Θ» £67.561,07 με τόκο 9% από 1.10.1994, για δε το Τεκμ. «Η» £6.989,57 με τόκο 9% επί ποσού £6.389,12 από 1.10.1994. Ο μάρτυρας κατέθεσε, επίσης, δύο συναλλαγματικές που έγιναν από τον ίδιο, σε αντικατάσταση δύο άλλων συναλλαγματικών, όπως και άλλες επτά συναλλαγματικές (Τεκμ. «Ι», «Κ» και «Μ»(1-7)). Το συνολικό ποσό των συναλλαγματικών ανερχόταν στις £15.212,62. Κατά την αντεξέταση ο μάρτυρας ρωτήθηκε για διάφορες χρεώσεις οι οποίες, στους λογαριασμούς, φαίνονταν να είχαν γίνει κάτω από διάφορους κωδικούς αριθμούς. Και του ζητήθηκαν υποστηρικτικά στοιχεία. Εξήγησε ότι ο κωδικός 110 σήμαινε εντολή προς την εφεσίβλητη για πληρωμή σταθερών εντολών (standing orders), ο κωδικός 106 αφορούσε χρεώσεις διαφόρων εγγράφων, χαρτοσήμων και λοιπά, ο κωδικός 102 αφορούσε τις επιταγές που εξέδιδε η πρωτοφειλέτιδα, ενώ ο κωδικός 112 αφορούσε τις χρεώσεις της πιστωτικής του κάρτας. Υποστήριξε ότι ήταν αδύνατο να προσκομιστούν υποστηρικτικά στοιχεία, να εξειδικευθούν, δηλαδή, και να τεκμηριωθούν οι επιμέρους χρεώσεις των κωδικών 106 (για £369.815,23), 110 (για £20.507,21) και 112 (για £2.174,36), γιατί κάτι τέτοιο απαιτούσε εξειδικευμένη εργασία πολλών μηνών. Οι χρεώσεις του κωδικού 102, αναφορικά με επιταγές της πρωτοφειλέτιδας, δεν αμφισβητήθηκαν.
Ο Χρίστος Κέντας, υπεύθυνος της λειτουργίας λογαριασμών της εφεσίβλητης, γνώστης των λογαριασμών της πρωτοφειλέτιδας, κατέθεσε, μαζί με πιστοποιητικό, δυνάμει του άρθρου 5 Α(4) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σε σχέση με το λογαριασμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών της εφεσίβλητης (Τεκμ. «Ν»), τους λογαριασμούς της πρωτοφειλέτιδας από 2.4.1986 μέχρι 31.12.1989 (Τεκμ. «Ξ»). Κατά την αντεξέταση επεξήγησε τη χρέωση των τόκων και ότι ο κωδικός 104, που φαινόταν στους λογαριασμούς, αφορούσε τη χρέωση τόκων.
Για την υπόθεση των εγγυητών κατέθεσε ένας μάρτυρας, η εκ των εγγυητών Αθηνά Ρωσσίδου. Αφού αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, την εγγύηση της ίδιας και των άλλων συνεγγυητών, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για ποσό μέχρι £165.000, κατέθεσε ότι, όταν της επιδόθηκε η αγωγή, επισκέφθηκε το κατάστημα της εφεσίβλητης για να εξακριβώσει την κατάσταση και τις υποχρεώσεις της. Όταν της είπαν το ακριβές ποσό τρόμαξε. Επισκέφθηκε και δεύτερη και τρίτη φορά το κατάστημα της εφεσίβλητης για να εξηγηθεί με τους αρμόδιους υπαλλήλους. Ζήτησε αναλυτική κατάσταση των λογαριασμών της πρωτοφειλέτιδας, από την αρχή μέχρι το τέλος, τέτοια όμως κα[*1865]τάσταση δεν της δόθηκε με το δικαιολογητικό ότι τα χρόνια ήταν πολλά και δεν ήταν εύκολο να γίνει τέτοιο πράγμα. Οι καταστάσεις λογαριασμών της πρωτοφειλέτιδας δεν της αποστέλλονταν από την εφεσίβλητη, ύστερα από δικές της οδηγίες, ώστε αυτές να μην αναμιγνύονται με τα προσωπικά της θέματα.
Στις αγορεύσεις τους, ο μεν δικηγόρος της εφεσίβλητης επικεντρώθηκε στην εισήγηση για δέσμευση των εγγυητών από τις συμφωνίες που υπέγραψαν για εξόφληση των εκάστοτε υπολοίπων και για τη δυνατότητα της εφεσίβλητης να κινηθεί και εναντίον τους ως να ήταν πρωτοφειλέτες, ο δε δικηγόρος των εφεσειόντων στην εισήγηση ότι, ενώ αυτοί ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών, όπου παραδεκτά διαφάνηκε κατά την ακρόαση ότι υπήρχαν λάθη και υπερχρεώσεις, η εφεσίβλητη απέτυχε να προσκομίσει στο Δικαστήριο επαρκή μαρτυρία, με πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, αναφορικά με τις διάφορες χρεώσεις της πρωτοφειλέτιδας βάσει των επί μέρους κωδικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδίδοντας αποφασιστική σημασία στα πιστοποιητικά (Τεκμ. «Ζ» και «Ν») και τους λογαριασμούς (Τεκμ. «Η», «Θ» και «Ξ») που παρουσίασαν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης και, αφού δέχθηκε ότι η προεξόφληση συναλλαγματικών ενέπιπτε στην έννοια της «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης», έννοια που αναφερόταν στην εισαγωγική πρόταση του εγγυητηρίου (Τεκμ. «Γ»), αλλά και στις ίδιες τις συμφωνίες δανείου (Τεκμ. «Α» και «Β»), ικανοποιήθηκε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την αξίωσή της εναντίον των εφεσειόντων. Και εξέδωσε ανάλογη απόφαση, αφού, διαζευκτικά, επικαλέσθηκε και ορισμένες δικονομικές πτυχές της υπόθεσης με τις οποίες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «τα όσα καταγράφονται στους λογαριασμούς Τεκμ. «Η», «Θ» και «Ξ» αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία περί της αληθείας τους διότι αυτός ήταν και ο σκοπός της εισαγωγής του άρθρου 5 Α του Κεφ. 9. Συνεπώς η κατάθεση από μόνη της των τεκμηρίων αυτών θέτει τέρμα στην αναζήτηση της ορθότητας των όσων εκεί αναφέρονται και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε επιπρόσθετη παροχή στο δικαστήριο στοιχείων υποστηρικτικών των διαφόρων χρεώσεων είτε κάτω από τους κωδικούς είτε άλλως πως» [*1866]……………… «Το Δικαστήριο θεωρεί συνεπώς ότι όλες οι καταχωρήσεις στους λογαριασμούς είναι ορθές και αποδίδουν με ακρίβεια τες ενέργειες των εναγόντων με βάση τη βούληση και κατά καιρούς εντολές των πρωτοφειλετών» ……………… «Με την παρουσίαση των Πιστοποιητικών και κατ’ επέκταση των ιδίων των λογαριασμών οι ενάγοντες έπραξαν ακριβώς ότι απαιτείται από αυτούς» είναι λανθασμένο. Και τούτο για το λόγο ότι «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επλανήθη ως προς τον νόμο και/ή έδωσε λανθασμένη ερμηνεία στο άρθρο 5 Α, 5 Β και 5 Γ του Νόμου 541/94.».
Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Τα άρθρα 5 Α έως 5 Ε του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, (που προστέθηκαν με το Νόμο 54(I)/94)) αναπαράγουν, με τις αναγκαίες προσαρμογές, τα άρθρα 5 και 6 του Civil Evidence Act του 1968 της Αγγλίας.
Το άρθρο 5 Α(1) έχει ως εξής:
«Δήλωση η οποία περιέχεται σε έγγραφο το οποίο παράγεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή, τηρουμένων Διαδικαστικών Κανονισμών που ήθελαν εκδοθεί, γίνεται δεκτή σε οποιαδήποτε διαδικασία ως απόδειξη γεγονότος που αναφέρεται σε αυτή και για το οποίο γεγονός θα γινόταν δεκτή απευθείας προφορική μαρτυρία, αν οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (2) όροι είχαν ικανοποιηθεί.»
Το Αγγλικό κείμενο του αντίστοιχου άρθρου 5(1) του Civil Evidence Act του 1968 έχει ως εξής:
«In any civil proceedings a statement contained in a document produced by a computer shall, subject to rules of court, be admissible as evidence of any fact stated therein of which direct oral evidence would be admissible, if it is shown that the conditions mentioned in subsection (2) below are satisfied in relation to the statement and computer in question.»
(Halsbury΄s Statutes of England, 3rh Edition, Vol. 12, p.914).
Όπως αναφέρεται στον Halsbury’ s Laws of England, 4th Edition, Vol. 17, para 59, όπου αναλύεται το άρθρο 5 του Αγγλικού Νόμου, κατ’ εξαίρεση του κανόνα κατά της εξ ακοής μαρτυρίας, δήλωση η οποία περιέχεται σε έγγραφο το οποίο παράχθηκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή είναι αποδεκτή ως μαρτυρία ή, ορθότερα, ως αποδεικτικό στοιχείο, οποιουδήποτε γεγονότος που εκτίθεται σε αυτή (is admissible as evidence of any fact stated in it) για το οποίο άμεση προφορική μαρτυρία θα ήταν αποδεκτή. Τούτο δεν σημαίνει, με κανένα τρόπο, ότι τέτοια δήλωση συνιστά απόδειξη (proof), και μάλιστα αδιαμφισβήτητη (conclusive), οποιουδήποτε γεγονότος που εκτίθεται σε αυτή, ώστε η κατάθεσή της, όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «από μόνη της να θέτει τέρμα στην αναζήτηση της ορθότητας των όσων εκεί αναφέρονται.». Τέτοια δήλωση δεν αποτελεί παρά μόνο ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο υπόκειται σε αξιολόγηση και στο οποίο αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα αφού «ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ακρίβεια ή άλλως της δήλωσης». (Άρθρο 6(3) του Αγγλικού Νόμου και άρθρο 5 Β του Νόμου 54(I)/94). Οπωσδήποτε, η δυνατότητα ή η αδυναμία παροχής στοιχείων υποστηρικτικών της δήλωσης είναι δυνατό να οδηγήσει το Δικαστήριο στη συναγωγή συμπερασμάτων, θετικών ή αρνητικών, «ως προς την ακρίβεια ή άλλως της δήλωσης». Και, επομένως, τέτοια στοιχεία, είτε κάτω από κωδικούς είτε άλλως πως, όπως στην περίπτωση που εξετάζουμε, μπορούν να αναζητηθούν από τον επηρεαζόμενο διάδικο. Με σκοπό, η τυχόν ανυπαρξία ή, ανάλογα με την περίπτωση, η μη δυνατότητα προσαγωγής τους από τον αντίδικο, όπως, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση που εξετάζουμε απλώς τα έγγραφα των σταθερών εντολών, να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της βαρύτητας που θα αποδώσει στη δήλωση ως αποδεικτικό στοιχείο. (Βλέπε, σχετικά, και D & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 A.A.Δ. 263).*
Στο σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμο, αν και δεν προβάλλεται σχετικός λόγος έφεσης, να αναφερθούμε και στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Είναι ορθό στο στάδιο αυτό να υπομνησθεί ότι οι ενάγοντες οφείλουν να αποδείξουν την υπόθεσή τους με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και είναι επομένως αρκετό να πείσουν το Δικαστήριο ότι, υπό το φως όλων των δεδομένων στην υπόθεση, είναι η θέση τους πιο πιθανή παρά η αντίθετη.»
(Υπογράμμιση δική μας).
Το πιο πάνω απόσπασμα συνιστά εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το τι συνιστά «απόδειξη (proof) στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το [*1868]βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence, 14th Edition, para 4-38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας).
Ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται σε δικονομική πτυχή της υπόθεσης, που επικαλέσθηκε, διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως «αυτοτελή λόγο που δικαιώνει τη θέση των εναγόντων έναντι των εγγυητών». Ο λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Απλή ανάγνωση της Υπεράσπισης δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται περί αντινομικού δικογράφου εκτός του πνεύματος των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και αντίθετο με τη Δ.21 θ.2», ότι «Αυστηρώς ομιλούντες παρά το ότι έγινε σχετική αντεξέταση επί των διαφόρων χρεώσεων επί των Κωδικών και των ποσών που χρεώθησαν επί αυτών οι εγγυητές δεν καλύπτονταν και δεν καλύπτονται από το λεκτικό της υπεράσπισης τους για να αμφισβητήσουν τις χρεώσεις αυτές ή την ορθότητα, ακρίβεια ή ακόμη και ύπαρξη εντολών και εξουσιοδοτήσεων των πρωτοφειλετών διότι το μόνο που εγείρεται συσχετίζεται με τους τόκους και τα δικαιώματα και όχι τα ποσά που κατέστησαν πληρωτέα από τους πρωτοφειλέτες κάτω από τους κωδικούς, όπως επεξηγήθησαν από τους μάρτυρες» και ότι «από απόψεως δικογραφίας οι εγγυητές δεν μπορούν δικονομικά να ισχυρίζονται οποιαδήποτε λανθασμένη χρέωση, εφόσον δεν εγείρεται, και το μόνο ζήτημα που ρητά ήγειραν, αν και χωρίς λεπτομέρειες ήταν το θέμα του ανατοκισμού» είναι λανθασμένο. Και τούτο για το λόγο ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο επλανήθη ως προς τον νόμο και/ή έδωσε λανθασμένη ερμηνεία στον όρο ΄debt or liquidated demand στη Δ.21 θ.2.».
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη Δ.21 θ.2 «σε αγωγές για χρέος ή για εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση σύμφωνα με τη Διαταγή 2, θεσμός 6, απλή άρνηση του χρέους δεν είναι παραδεκτή». Στην προκείμενη περίπτωση, η αξίωση της εφεσίβλητης ήταν (α) για υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, (β) για υπόλοιπο δανείου και (γ) για υπόλοιπο προεξόφλησης συναλλαγματικών προς όφελος της πρωτοφειλέτιδας. Οι εφεσείοντες ήσαν εγγυητές και, [*1869]εφόσον δεν τους αποστέλλονταν οι καταστάσεις λογαριασμού της πρωτοφειλέτιδας, δεν είχαν γνώση της πραγματικής εικόνας των υπολοίπων των οφειλών της προς την εφεσίβλητη. Δεδομένου ότι οι λογαριασμοί της πρωτοφειλέτιδας λειτούργησαν για δέκα περίπου χρόνια, η πρωτοφειλέτιδα διαλύθηκε και ο Διευθυντής της έφυγε στο εξωτερικό, με την υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες (α) αρνήθηκαν ότι η πρωτοφειλέτιδα όφειλε οποιοδήποτε υπόλοιπο ποσό στην εφεσίβλητη και (β) διαζευκτικά, ισχυρίστηκαν ότι, εάν όντως η πρωτοφειλέτιδα εμφανιζόταν στους λογαριασμούς ότι όφειλε οποιοδήποτε υπόλοιπο ποσό στην εφεσίβλητη, αυτό αναγόταν στο ότι η εφεσίβλητη χρέωνε την πρωτοφειλέτιδα με δικαιώματα και ή τόκους κατά παράβαση του περί Τόκου Νόμου 2/77. Με αυτά τα δεδομένα, δεν θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων αντέβαινε προς τη Δ.21 θ.2. Σκοπό είχε να αναγκάσει την εφεσίβλητη να αποδείξει την υπόθεσή της αυστηρά. Αλλά και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων όντως αντέβαινε προς τη Δ.21 θ.2, το θέμα θάπρεπε να εγερθεί από την εφεσίβλητη έγκαιρα και, με την καταχώρηση αίτησης για διαγραφή της υπεράσπισης (striking out), να επιδιωχθεί η εξασφάλιση απόφασης για παράλειψη καταχώρησης υπεράσπισης. (in default of defence). Εφόσον η εφεσίβλητη ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα, λαμβανομένου υπόψη και του συζητητικού χαρακτήρα της διαδικασίας, δεν ήταν δίκαιο να εγερθεί το θέμα από το Δικαστήριο, στα πλαίσια της τελικής του απόφασης και δη, διαζευκτικά, αφού πρώτα αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, προχώρησε σε σχετικά ευρήματα και αποφάνθηκε επί της ουσίας της διαφοράς.
Σε δικονομική πτυχή της υπόθεσης αναφέρεται ακόμα ένας λόγος έφεσης, που επικαλέσθηκε, και πάλι διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με το λόγο αυτό προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Υπάρχει ακόμη ένα δικονομικό πρόβλημα που εντοπίστηκε από το Δικαστήριο στο στάδιο της μελέτης για σκοπούς έκδοσης της απόφασης και αφορά το σημείο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο καθόρισε προθεσμία 14 ημερών για καταχώρηση της υπεράσπισης και αυτό έγινε στις 18.9.97, το οποίο σημαίνει ότι η υπεράσπιση έπρεπε να είχε καταχωρηθεί το αργότερο μέχρι και τις 2.10.97. Καταχωρήθηκε όμως εκπρόθεσμα στις 6.10.97 χωρίς να προηγηθεί αίτηση για παράταση της χρονικής προθεσμίας. Επομένως η ίδια η έκθεση υπεράσπισης στην ουσία δεν υφίσταται και συνεπώς κι από αυτή την άποψη δικονομικά δεν υπάρχει τίποτε που να αντιστρατεύει τους ισχυρισμούς των εναγόντων.».
Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η Δ.21 θ.1 είναι αντίστοιχη με την Αγγλική Δ.21 θ.6, με την επιπρόσθετη πρόνοια, στην Αγγλική Διάταξη, ότι η προθεσμία παράδοσης της υπεράσπισης μπορεί να παραταθεί [*1870]και με την έγγραφη συγκατάθεση των διαδίκων. Στη σελίδα 377 του Annual Practice του 1956 γίνεται παραπομπή στη σελίδα 446 όπου, κάτω από την Αγγλική Δ.27 θ.11, αναφέρονται τα εξής:
«Defence Delivered after Default. – A defence delivered after the proper time cannot be disregarded, even though it is not delivered until after the plaintiff has served notice of motion for judgment under this Rule (Gill v. Woodfin, 25 Ch. D. 707, C.A.). In such a case the Court will have regard to the contents of the defence delivered out of time, and deal with the case in such a manner that justice can be done (Gibbings v. Strong, 26 Ch. D. 66, C.A.; Montagu v. Land Corporation, etc., 56 L.T. 730).»
Σε μετάφραση:
«Υπεράσπιση που Παραδόθηκε μετά από Παράλειψη. – Υπεράσπιση που παραδόθηκε μετά τον πρέποντα χρόνο δεν μπορεί να αγνοηθεί έστω και αν παραδόθηκε μετά που ο ενάγων επέδωσε ειδοποίηση για απόφαση σύμφωνα με τον παρόντα θεσμό. (Gill v. Woodfin, 25 Ch. D. 707, C.A.). Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της υπεράσπισης που παραδόθηκε εκπρόθεσμα και να χειρισθεί την υπόθεση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη. (Gibbings v. Strong, 26 Ch. D. 66, C.A.; Montagu v. Land Corporation, etc., 56 L.T. 730).»
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «παρόλο που στο Τεκμ. «Γ» (εγγυητήριο) δεν αναφέρεται ρητά η προεξόφληση συναλλαγματικών, εν τούτοις, τέτοια προεξόφληση δεν μπορεί παρά να εμπίπτει στην έννοια της «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης», που αναφέρεται στην εισαγωγική πρόταση του εγγυητηρίου, αλλά και στις ίδιες τις συμφωνίες δανείου, Τεκμ. «Α» και «Β»», είναι εσφαλμένο. Και τούτο για το λόγο ότι η προεξόφληση συναλλαγματικών δεν μπορεί να εμπίπτει στη φράση «τραπεζικές ή πιστωτικές διευκολύνσεις», οι δε συμφωνίες δανείου, Τεκμ. «Α» και «Β», ως συμφωνίες μεταξύ της εφεσίβλητης και της πρωτοφειλέτιδας, δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους εφεσείοντες – εγγυητές.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προεξόφληση συναλλαγματικών αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή «τραπεζικής ή πιστωτικής διευκόλυνσης», έννοια στην οποία γίνεται ρητή αναφορά τόσο στο εγγυητήριο, Τεκμ. «Γ», όσο και στις συμφωνίες δανείου, Τεκμ. «Α» και «Β». Συναφώς, πα[*1871]ρατηρούμε ότι το περιεχόμενο των συμφωνιών δανείου, όπως προκύπτει από την εισαγωγή του εγγυητηρίου, προφανώς γνώριζαν οι εφεσείοντες, όταν στις 24.5.1988, υπέγραφαν το εγγυητήριο.
Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το εγγυητήριο, Τεκμ. «Γ»:
«Σε αντάλλαγμα της συμφωνίας σας να παρέχετε και/ή να συνεχίσετε να παρέχετε Τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις οποιασδήποτε μορφής είτε σε μορφή δανείων οποιασδήποτε φύσεως, είτε σε μορφή τρεχούμενου ή άλλου είδους λογαριασμού και/ή με γραμμάτια ή ομόλογα ή πιστώσεις ή εγγυητικές επιστολές προς τον/την/τους The Chain Gulf Traders Ltd.
………………………………………………………………….
2. Με το έγγραφο αυτό συμφωνώ ότι έχετε την εξουσία, κατά την απόλυτη κρίση σας και χωρίς τη δική μου συγκατάθεση, χωρίς η ευθύνη μου με βάση το έγγραφο αυτό να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο, να ανανεώνετε οποιοδήποτε δάνειο, παρατείνετε, ανανεώνετε, ακυρώνετε ή απαλλάσσετε ολικά ή μερικά Δάνεια, Γραμμάτια, Συναλλαγματικές, Ομόλογα, Υποθήκες και/ή οποιεσδήποτε άλλες επιβαρύνσεις ή εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που δόθηκαν ή θα δοθούν από τον Πρωτοφειλέτη σε σας και είτε από τον ίδιο προσωπικά ή μαζί με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή πρόσωπα. Συμφωνώ ακόμα ότι μπορείτε χωρίς τη συγκατάθεσή μου να δίνετε στον Πρωτοφειλέτη παρατάσεις ή να απέχετε να παίρνετε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του ή να προβαίνετε σε συμβιβασμούς με τον Πρωτοφειλέτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν ευθύνη σε σχέση με τα Δάνεια, Γραμμάτια, Συναλλαγματικές, Ομόλογα, Υποθήκες, εγγυήσεις, εξασφαλίσεις και/ή οποιεσδήποτε άλλες επιβαρύνσεις ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ευθύνεται απέναντί σας μαζί με τον Πρωτοφειλέτη, σαν Πρωτοφειλέτης, ή εγγυητής, ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα.»
(Υπογραμμίσεις δικές μας).
Επίσης, στις συμφωνίες δανείου, Τεκμ. «Α» και «Β», το περιεχόμενο των οποίων, επαναλαμβάνουμε, όπως προκύπτει από το εγγυητήριο, Τεκμ. «Γ», προφανώς γνώριζαν οι εφεσείοντες, αναφέρεται ρητά ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε να εγκρίνει την αίτηση της πρωτοφειλέτιδας για παροχή δανείου, τρεχούμενων λογαριασμών, «…και/ή άλλως πως δίνη πίστωσιν ή παρέχη τραπεζικάς διευκολύνσεις ή άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις…».
[*1872]Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν κρίνεται ορθή η εισήγηση ότι τα δύο έγγραφα Τεκμ. «Ι» & «Κ» που αντικατέστησαν τις αρχικές συναλλαγματικές δεν μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο αξίωσης διότι δεν είναι οι ίδιες οι συναλλαγματικές και επειδή δεν έχουν καθορισμένη ημερομηνία πληρωμής, διότι και πάλι η αξίωση των εναγόντων πηγάζει κατ’ ουσίαν από τα ίδια τα έγγραφα που προνοούσαν για τη παροχή εκτός από δάνεια και τρεχούμενους λογαριασμούς και για τραπεζικές διευκολύνσεις. Η προεξόφληση των συναλλαγματικών αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή τραπεζικής διευκόλυνσης», είναι λανθασμένο. Και τούτο διότι τα δύο έγγραφα, Τεκμ. «Ι» και «Κ», που αντικατέστησαν τις αρχικές συναλλαγματικές, δεν μπορούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο αξίωσης, εφόσον αυτή στηρίζεται στις ίδιες τις συναλλαγματικές, εν πάση δε περιπτώσει, η προεξόφληση συναλλαγματικών δεν εμπίπτει στην έννοια «τραπεζικές ή πιστωτικές διευκολύνσεις».
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «η εισήγηση ότι η εξόφληση έθεσε τέρμα στην ιδιότητα των συναλλαγματικών να θεωρούνται αξιόγραφα («negotiability»), που είναι ορθή ως νομική τοποθέτηση (Halsbury΄s (supra), σελ. 185, παρ. 308), δεν έχει βάση στα επίδικα γεγονότα, διότι αυτό που εξετάζεται δεν είναι αυτή η ιδιότητα των συναλλαγματικών, αλλά η δυνατότητα των εναγόντων να ανακτήσουν τα χρήματα που έδωσαν στους πρωτοφειλέτες ως μέρος τραπεζικών και πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες και εγγυήθησαν οι εγγυητές.». Για τη δυνατότητα αυτή της εφεσίβλητης έχουμε ήδη αποφανθεί καταφατικά στα πλαίσια του προηγούμενου λόγου έφεσης. Όσον δε αφορά τις δύο συναλλαγματικές που αντικαταστάθηκαν με τα Τεκμ. «Ι» και «Κ», παρατηρούμε ότι η μη παρουσίασή τους δεν σήμαινε, αυτόματα, ότι η αξίωση της εφεσίβλητης, αφ’ ης στιγμής δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση, δεν είχε σταθερό υπόβαθρο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω:
Α. Η έφεση επιτυγχάνει:
(α) αναφορικά με το ποσό £67.501,07 με τόκο 9% από 1.10.1994 μέχρι εξόφλησης, και
(β) αναφορικά με το ποσό £6.989,57 με τόκο 9% επί ποσού £6.389,12 από 1.10.1994 μέχρι εξόφλησης,
ποσά που επιδικάστηκαν στην εφεσίβλητη, υπό (α) και (β), με την πρωτόδικη απόφαση.
[*1873]
Β. Η έφεση αποτυγχάνει:
(α) αναφορικά με το ποσό £15.212,62 με τόκο 9% από 7.10.1994 μέχρι εξόφλησης, και
(β) αναφορικά με το ποσό £2.376,24 ως συσσωρευμένοι τόκοι επί του υπό (α) ανωτέρω ποσού από τη λήξη εκάστης συναλλαγματικής μέχρι 6.10.1994,
ποσά που επιδικάστηκαν στην εφεσίβλητη, υπό (γ) και (δ), με την πρωτόδικη απόφαση.
Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τα έξοδα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης ως θα τα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής στην κλίμακα του συνολικού ποσού που επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη, υπό (γ) και (δ), με την πρωτόδικη απόφαση.
Η εφεσίβλητη θα καταβάλει τα 2/3 των εξόδων της έφεσης.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς.
Η εφεσίβλητη διατάσσεται να καταβάλει τα 2/3 των εξόδων της έφεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο