Oρφανίδου Νίκη Ανδρέα ν. Ανδρέα Στέλιου Ορφανίδη (2001) 1 ΑΑΔ 1889

(2001) 1 ΑΑΔ 1889

[*1889]30 Νοεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΗ ΑΝΔΡΕΑ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΕΛΙΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10605)

 

Οικογενειακό Δίκαιο – Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Δικαιώματα στην περιουσία του ετέρου των συζύγων μετά την κατάρρευση του γάμου — Καθορισμός συνεισφοράς της συζύγου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας — Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε — Εφαρμοστέες αρχές.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Εφετείο, τότε μόνο επεμβαίνει αν τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία — Το Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.

Πολιτική Δικονομία — Έξοδα — Ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός όπου συντρέχει και εξειδικεύεται λόγος για άλλη εξέλιξη.

Δικαστική απόφαση — Γραμματικό λάθος σε δικαστική απόφαση — Μπορεί να διορθωθεί από το Δικαστήριο με αίτηση.

Δικαστική απόφαση — Αιτιολογία — Παράλειψη του Οικογενειακού Δικαστηρίου να αξιολογήσει, εκτός από τη μαρτυρία της συζύγου, και τη μαρτυρία του συζύγου, σε υπόθεση ρύθμισης περιουσιακών σχέσεων μεταξύ συζύγων — Ακύρωση του σχετικού ευρήματος κατ’ έφεση.

Δίκαιο της Επιείκειας — Κώλυμα το οποίο προκύπτει από την πρόνοια εγγράφου — Ψευδής φορολογική δήλωση η οποία έγινε με αποτέλεσμα την καταδολίευση των δημοσίων προσόδων — Κατά πόσο το πρόσωπο το οποίο προέβη στην εν λόγω δήλωση, μπορεί σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία να προβάλει ισχυρισμούς αντίθετους προς τη [*1890]φορολογική του δήλωση με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, επανεκδικάζοντας αγωγή της συζύγου στηριζόμενη στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 49(1)/95), (ο Νόμος), καθόρισε τη συνεισφορά της στο 1/3 της αύξησης σε σχέση με τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία.  Ο σύζυγος της καταδικάσθηκε στα έξοδα της αγωγής.

Η σύζυγος, εν τοις εφεξής, η εφεσείουσα, εφεσίβαλε την απόφαση με την παρούσα έφεση, υποστηρίζοντας ότι:

1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε από το ολικό ποσό που δαπανήθηκε για την ανέγερση της κατοικίας το ποσό των £22.000 που προέκυψε από την πώληση οικοπέδου και το ποσό των £11.375, υπόλοιπο δανείου στην Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υπολόγισε τις £23.200 προϊόν πώλησης δύο διαμερισμάτων που αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, ως αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα «εδικαιούτο και σε μερίδιο και στο άλλο κτήμα που αναγράφετο στο Τεκ. 3» (Το τεκμήριο 3 ήταν το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ. 12.5.1979 δυνάμει του οποίου ο εφεσίβλητος αγόρασε δύο χωράφια στο χωριό Μονή έναντι του ποσού των £4.750).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την πρώτη απόφαση, διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα «έχει αποδείξει ότι το κτήμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο δωρεάς από τον πατέρα του εναγόμενου στον εναγόμενο, αλλά αντικείμενο αγοράς από τον ίδιο».

4) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται ότι από τα φροντιστήρια είχε πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που δείχνουν οι λογαριασμοί που είχαν υποβληθεί για σκοπούς φόρου εισοδήματος.

5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα του καθορισμού της συνεισφοράς «λανθασμένα κι’ έτσι λανθασμένα εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου 2 του Άρθρου 14 του Νόμου για 1/3 συνεισφορά».

Αποφασίστηκε ότι:

[*1891]1.    Σε σχέση με τη πτυχή της υπόθεσης που αφορά τη χρησιμοποίηση του προϊόντος πώλησης του οικοπέδου, το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Έχει αξιολογήσει όμως τη μαρτυρία της εφεσείουσας για την οποία ανέφερε ότι γενικά είπε την αλήθεια. Το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου διατυπώθηκε χωρίς αξιολόγηση και των δύο εκδοχών. Το Εφετείο, σε τέτοια περίπτωση έχει εξουσία να διατάξει επανεκδίκαση. Όμως, στην παρούσα περίπτωση, μια τέτοια πορεία αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Το Εφετείο δύναται, στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν. 14/60), να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα και να δώσει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Θεωρείται επομένως ότι το επίδικο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία εξεταζόμενη στο σύνολό της.  Έπεται πως το ποσό των £22.000 δεν θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί.

Τα ίδια ισχύουν και για το ποσό των £11.375 υπόλοιπο δανείου από την Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως.  Εσφαλμένα έχει αφαιρεθεί και αυτό. Εφόσον όμως η εφεσείουσα δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος δαπάνησε γύρω στις £3.000 - £4.000 από τα ποσά των δανείων θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των £4.000.

2.  Το επίδικο ποσό του λόγου έφεσης 2), ανωτέρω, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη μόνο αν κατά το χρόνο της διάστασης αποτελούσε μέρος των περιουσιακών στοιχείων του εφεσίβλητου.  Η απόδειξη αυτού του θέματος βαρύνει την εφεσείουσα και με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί επί του προκειμένου δεν έχει αποσείσει το βάρος αποδείξεως.

3.  Ο λόγος έφεσης 3) ανωτέρω επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ούτως ώστε η εφεσείουσα να δικαιούται σε εγγραφή ως ιδιοκτήτρια του 1/3 μεριδίου και των δύο τεμαχίων.

4.  Η αρχή που διατυπώνεται από τη νομολογία είναι ότι η πρόνοια ενός εγγράφου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όπου υπάρχει δόλος ή απάτη. Έπεται ότι η εφεσείουσα εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται τώρα ότι κέρδιζε μεγαλύτερα ποσά από τα κέρδη των φορολογικών της λογαριασμών που δείχνουν τα εν λόγω ποσά πολύ μικρότερα με σκοπό την πληρωμή χαμηλότερου φόρου εισοδήματος.

5.  Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την έκταση της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας. Κατά συνέπεια ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εφαρμόσει το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Νόμου.

[*1892]Αντέφεση

Ο σύζυγος καταχώρησε αντέφεση κατά του διατάγματος των εξόδων.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει ορθά την διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με την επιδίκαση των εξόδων και δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της σχετικής διαταγής.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179,

Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355,

Παντελίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 1200,

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,

Patsalides v. Afsharian (1965) 1 C.L.R. 134,

Greer a.o. v. Kettle [1938] A.C. 156, 171 (H.L.),

Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/8/99 (Αρ. Αγωγής 1420/92) με την οποία, στα πλαίσια επανεκδίκασης της αγωγής της για να της αποδοθεί το μερίδιο το οποίο της αναλογούσε από την αύξηση της περιουσίας του συζύγου της μετά το γάμο, έκρινε ότι η συνεισφορά της σε σχέση με τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία ανήρχετο στο 1/3 της αύξησης.

Αντέφεση από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο κατά του διατάγματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τα έξοδα.

[*1893]Χρ. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ήταν σύζυγοι. Χώρισαν ύστερα από πολλά χρόνια έγγαμου βίου. Με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού η εφεσείουσα-ενάγουσα στην παρούσα έφεση (η εφεσείουσα) ζήτησε να της αποδοθεί το μερίδιο που της αναλογούσε από την αύξηση της περιουσίας του συζύγου της που σημειώθηκε μετά το γάμο. Η αγωγή της στηριζόταν στις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν 232/91 όπως τροποποιήθηκε από το Ν 49(Ι)/95) (ο Νόμος).  Το Επαρχιακό Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 14.6.96 (η πρώτη απόφαση) «εξέδωσε δήλωση και/ή απόφαση ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε απόδοση του ενός δευτέρου των τεμαχίων 20288, 32411, 20279 όπως επίσης και δήλωση και/ή απόφαση ότι δικαιούται σε απόδοση του ποσού των £11.875 της κινητής περιουσίας δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου».

Εναντίον της πρώτης απόφασης ασκήθηκε η Πολιτική Έφεση με αρ. 9755 από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο στην παρούσα έφεση (ο εφεσίβλητος). Με την Πολιτική ’Εφεση 9755 προσβλήθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την απόδοση μεριδίου σε ακίνητη και κινητή περιουσία του εφεσίβλητου σε σχέση με τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

«(α)            Οικογενειακή κατοικία αξίας £90.000.

(β)  Ποσό £23.200 το οποίο απέφερε η πώληση δύο διαμερισμάτων στην πολυκατοικία Fereos Court. Τα διαμερίσματα αγοράστηκαν και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Το προϊόν της πώλησης δεν αποτελούσε μέρος της κινητής περιουσίας του εφεσείοντα κατά το χρόνο που διαρρήχθηκαν οι σχέσεις του ζεύγους ή κατά το χρόνο της αγωγής.

(γ)  Κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750.

(δ)  Οικόπεδο στη Γερμασόγεια.

[*1894](ε)   Έπιπλα και σκεύη αξίας £550.»

Σε σχέση με το πρώτο στοιχείο – οικογενειακή κατοικία αξίας £90.000 – το Εφετείο, στην Έφεση 9755, υπέδειξε τα εξής:

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αύξηση υποκείμενη σε μερισμό το σύνολό της αξίας της κατοικίας, το ποσό των £90.000, και μάλιστα διέταξε την ίση κατανομή της ιδιοκτησίας μεταξύ του ζεύγους. Παραγνώρισε ότι μεγάλο μέρος της ‘αύξησης’ προήλθε από δωρεές προς τον εφεσείοντα από τον πατέρα του συγκεκριμένα, το ισόποσο της αξίας του οικοπέδου στο οποίο οικοδομήθηκε η κατοικία – £24.440 και το ποσό των £22.000 το οποίο επενδύθηκε στην οικοδομή το οποίο προέκυψε από τη διάθεση άλλων δύο οικοπέδων τα οποία επίσης είχε δωρήσει στον εφεσείοντα ο πατέρας του. Η θέση του Δικαστηρίου, ότι η επένδυση του ποσού αυτού αποτελούσε ‘εθελοντική συνεισφορά’ του ενός υπέρ και των δύο συζύγων, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία ούτε ευρίσκει, όπως έχουμε αναφέρει, έρεισμα σε οποιαδήποτε αρχή δικαίου. Και οριστικά δεν δικαιολογείται από το άρθρο 14 του νόμου.

Το μέρος της αξίας της κατοικίας που αντιπροσώπευε την αξία του οικοπέδου, κατά τον κρίσιμο χρόνο του χωρισμού και μετά, £24.440, καθώς και εκείνο που αντανακλούσε την επένδυση του ποσού των £22.000 δεν αποτελούσε αντικείμενο διαμοιρασμού.  Συνιστούσε αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα η οποία προήλθε ή προέκυψε από δωρεές. Έπρεπε να αφαιρεθεί από το ποσό των £90.000, γεγονός που θα περιόριζε την ‘αύξηση’ σε £43.560.  Το ποσό αυτό και πάλι δεν θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να θεωρηθεί ως αύξηση της περιουσίας για τους σκοπούς του άρθου 14.  Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.  Για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της κατοικίας ο εφεσείων συνήψε από συνεργατικά ιδρύματα δύο δάνεια ύψους £30.000.  Μόνο μετά από αφαίρεση του υπολοίπου αυτού του χρέους θα μπορούσε να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, στην οποία η εφεσίβλητη θα εδικαιούτο σε μερίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, που προέκυψε από [*1895]την κτήση της κατοικίας, ούτε έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για τον καθορισμό της συνεισφοράς της εφεσίβλητης για την απόκτηση της. Εκτός από τη γενική διαπίστωση, ότι η εφεσίβλητη συνέβαλε με τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, καμιά προσπάθεια δεν έγινε, στην απόφαση, για τον καθορισμό της συνεισφοράς της στην αύξηση.  Αν η μαρτυρία κρινόταν μη συμπερασματική, ως προς το ύψος της συνεισφοράς, τότε έπρεπε να ισχύσει το τεκμήριο που θέτει το άρθρο 14(2) του νόμου και όχι η αρχή της επιείκειας equality is equity.»

Τα ίδια σφάλματα – συνέχισε η απόφαση του Εφετείου στην Έφεση 9755 – καθιστούν τρωτή και την απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αύξηση που σημειώθηκε, στην περιουσία του εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα της αγοραπωλησίας δύο διαμερισμάτων στο Fereos Court, και τη συνεισφορά της εφεσίβλητης.

Λόγω του εσφαλμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της αύξησης, της απουσίας ευρημάτων για τη συνεισφορά της εφεσείουσας καθώς και την παραγνώριση του τεκμηρίου που θέτει το άρθρο 14(2) του Νόμου το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τρωτή και ως προς τα άλλα περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου, ακίνητα και κινητά, που αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης.

Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω το Εφετείο διέταξε την επανεκδίκαση της αγωγής στο μέρος της που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω (βλ. σελ. 2).

Σε σχέση με το πρώτο περιουσιακό στοιχείο – οικογενειακή κατοικία –το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη διαδικασία επανεκδίκασης προέβει στις εξής διαπιστώσεις:

(α)   Ότι η αξία της κατοικίας και του οικοπέδου ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο £90.000.

(β)   Ότι η αξία του οικοπέδου ήταν £24.440 και ότι το είχε δωρήσει στον εφεσείοντα ο πατέρας του.

(γ)   Ότι για την ανέγερση της κατοικίας ο εφεσείων δαπάνησε,

(ι) ποσό £22.000 που προήλθε από τη διάθεση δύο οικοπέδων που του δώρησε ο πατέρας του,

(ιι) ποσό £30.000 προϊόν δανείου που συνήψε από συνεργατι[*1896]κά ιδρύματα.

Διαπίστωσε, επίσης, ότι το υπόλοιπο του πιο πάνω δανείου των £30.000 ήταν £11.375.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε από το ποσό των £90.000 τα ποσά που αναφέρονται στις παραγ. (β) και (γ) (ι), πιο πάνω, καθώς και το πιο πάνω υπόλοιπο του χρέους - £11.375. Μετά τις αφαιρέσεις παρέμεινε υπόλοιπο £32.185 το οποίο – το Πρωτόδικο Δικαστήριο – θεώρησε ως αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου αναφορικά με την κατοικία.

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεισφορά της εφεσείουσας σε σχέση με τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας ως ακολούθως:

«(α)            Όσον αφορά την κατοικία που είναι κτισμένη στο οικόπεδο 20288 εκδίδεται απόφαση υπερ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγομένου για το ποσό των £10.730 με τόκο 8% από 29.11.96 μέχρι εξόφλησης.

(β)  Όσον αφορά το ακίνητο (χωράφι στο χωριό Μονή) με αρ. Εγγραφής 8700, αρ. Τεμαχίου 324/1 εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εγγραφή της Ενάγουσας ως ιδιοκτήτριας του 1/3 μεριδίου του εν λόγω ακινήτου.

(γ)  Όσον αφορά το οικόπεδο με αρ. Εγγραφής 20279 που βρίσκεται στη Γερμασόγεια εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εγγραφή της Ενάγουσας ως ιδιοκτήτριας του 1/3 μεριδίου του εν λόγω οικοπέδου.

Ο Εναγόμενος καταδικάζεται και στα έξοδα της αγωγής όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα £25.000-£50.000 και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

Η έφεση.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε από το ολικό ποσό που δαπανήθηκε για την ανέγερση της κατοικίας το ποσό των £22.000 που προέκυψε από την πώληση δύο οικοπέδων και το ποσό των £11.375 που ήταν το ποσό των £11.375 που ήταν το υπόλοιπο δανείου στην Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως.

[*1897]Σε σχέση με το ποσό των £22.000 ο κ. Πουργουρίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, έκαμε αναφορά στην έκθεση υπεράσπισης στην οποία ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι «ανήγειρε μεγάλη κατοικία με χρήματα τα οποία εξεύρε από δανεισμόν και από την πώληση του οικοπέδου του πατρός του κατά το έτος 1971».  Συνεπώς – συνέχισε ο κ. Πουργουρίδης – η όποια μαρτυρία του εφεσίβλητου για χρήματα που ξόδεψε για την ανέγερση της κατοικίας από την πώληση άλλων δύο οικοπέδων έπρεπε να είχε αγνοηθεί ως μαρτυρία εκτός δικογράφων. Με άλλα λόγια από την ώρα που ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του ρητά αναφέρεται σε χρήματα από την πώληση ενός μόνο οικοπέδου το οποίο μάλιστα και προσδιορίζει δεν μπορούσε να υπάρξει εύρημα για χρήματα από την πώληση δύο οικοπέδων.

Παρατηρούμε: Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του (βλ. σελ. 129 των πρακτικών) αναφέρθηκε στην πώληση ενός οικοπέδου – με αρ. Εγγραφής 20300 – που του είχε δωρήσει ο πατέρας του και πωλήθηκε έναντι του ποσού των £21.200. Αυτή η αναφορά του εφεσίβλητου επαναλαμβάνεται από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε δύο περιπτώσεις κατά την παράθεση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου (βλ. σελ. 16 και 18 της απόφασης του). Κατά την διατύπωση των συμπερασμάτων του που σχετίζονται με την αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν «πρέπει να ληφθεί υπόψη το ποσό των £22.000 το οποίο ο εναγόμενος ξόδεψε για την ανέγερση της οικοδομής και το οποίο προέκυψε από την πώληση άλλων δυο οικοπέδων τα οποία από τη μαρτυρία έχει διαφανεί ότι τα είχε επίσης δωρήσει στον εναγόμενο ο πατέρας του (βλ. σελ. 21 και 22 της απόφασης).

Εν όψει της μαρτυρίας του εφεσίβλητου – η οποία συνάδει με τα δικόγραφα – δεν προκύπτει θέμα υπάρξης μαρτυρίας εκτός δικογράφων.  Έχουμε ωστόσο διαπιστώσει ότι στην απόφαση του Εφετείου στην Έφεση 9755 γίνεται αναφορά σε ποσό £22.000 το οποίο επενδύθηκε στην οικοδομή το οποίο προέκυψε από τη διάθεση δύο οικοπέδων (το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στη σελ. 3, πιο πάνω).

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η αιτία για την επίδικη αναφορά πρέπει να αναζητηθεί στην απόφαση του Εφετείου.  Από το ενώπιον μας υλικό προκύπτει ότι πρόθεση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ν’  αφαιρεθεί το προϊόν της πώλησης - £21.200 – ενός οικοπέδου με αρ. 20300 και ότι λόγω της αναφοράς στην Έφεση 9755 δεν παρέλειψε να δώσει σωστή λεκτική  έκφραση στην εξ’ αντικειμένου αναντίλεκτη πρόθεση του. Πρόκειται, επομένως, για γραμματικό λάθος, το οποίο μπορεί να διορθωθεί με την αντικατάσταση του ποσού των £22.000 με το ποσό των £21.200 (Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους [*1898](1993) 1 Α.Α.Δ. 179). Ωστόσο, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια η διόρθωση δεν έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία.

Το θέμα, όμως, δεν τελειώνει εδώ.  Ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε, περαιτέρω, ότι ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές «για τους πόρους με τους οποίους κτίσθηκε η κατοικία» και χωρίς εύρημα ως προς την αξιοπιστία δεν μπορούσε να επιλυθεί το πρόβλημα. Υπέδειξε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας (βλ. σελ. 20 των πρακτικών) ο εφεσίβλητος δεν ξόδευσε το προϊόν της πώλησης του οικοπέδου για την ανέγερση της κατοικίας αλλά το κατέθεσε στην Τράπεζα Κύπρου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Πουργουρίδης – έκρινε ότι η εφεσείουσα γενικά έλεγε την αλήθεια (βλ. σελ. 25 και 26 της απόφασης) ενώ σε δύο περιπτώσεις έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε την αλήθεια. Αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο – κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης –  αξιολογούσε την ενώπιον του μαρτυρία και έκαμνε εύρημα ως προς την αξιοπιστία δεν θα είχε καμιά δυσκολία να δεχθεί ως αληθή και για το θέμα αυτό την εκδοχή της εφεσείουσας. Αυτό μπορεί και πρέπει να το κάμει το Ανώτατο Δικαστήριο με το να θεωρήσει  ότι λανθασμένα έχει αφαιρεθεί από την αξία της κατοικίας το ποσό των £22.000.

Η πρώτη περίπτωση αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσείουσας και απόρριψης εκείνης του εφεσίβλητου αφορά το κτήμα στο χωριό Μονή. Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι ήταν δωρεά από τον πατέρα του ενώ η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι αγοράσθηκε «από χρήματα των φροντιστηρίων». Η δεύτερη περίπτωση αφορά το οικόπεδο στη Γερμασόγεια – με αρ. Εγγραφής 20279 – για το οποίο η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι το είχε αγοράσει ο εφεσίβλητος από τον αδελφό του, ενώ ο εφεσίβλητος και ο αδελφός του ισχυρίσθηκαν ότι το είχε αποκτήσει δυνάμει δωρεάς από τον αδελφό του.    Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι θα ήταν αφέλεια να γίνουν πιστευτοί ο εφεσίβλητος και ο αδελφός του.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση.  Έχουμε διαπιστώσει ότι σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης – τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της πώλησης του οικοπέδου –  ενώ υπήρχαν δύο διαφορετικές εκδοχές το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.  Έχει, όμως, προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας για την οποία ανέφερε ότι γενικά είπε την αλήθεια.

Αντιμετωπίζουμε, επομένως, περίπτωση ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει διατυπωθεί χωρίς αξιολόγηση και [*1899]των δύο εκδοχών. Σε τέτοια περίπτωση η κατάληξη μας θα έπρεπε να ήταν υπέρ της επανεκδίκασης (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355, Παντελίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 1200, Χριστοδούλου κ.α. ν. Αριστοδήμου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Ωστόσο διάταγμα επανεκδίκασης θα είχε σαν συνέπεια την εκδίκαση της υπόθεσης για τρίτη φορά. Μια τέτοια πορεία αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Υπάρχει, όμως, διέξοδος. Αυτή προσφέρεται από τις διατάξεις του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) σύμφωνα με τις οποίες «το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ακρόαση και διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, είτε σε πολιτική είτε σε ποινική υπόθεση δεν θα δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση περί πραγματικών γεγονότων του δικαστηρίου που εκδίκασε και θα έχει εξουσία να αναθεωρεί τις αποδείξεις που προσάχθηκαν, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, ..... και δύναται να δώσει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν ...» (Βλ. και Δ.35  θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα «ήταν πρόσωπο που γενικά έλεγε την αλήθεια». Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη ότι η επί του προκειμένου εκδοχή της εφεσείουσας ήταν διαφορετική από εκείνη του εφεσίβλητου.  Τέλος λαμβάνουμε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος κρίθηκε αναξιόπιστος σε σχέση με δυο πολύ σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας του – σε σχέση με το οικόπεδο στη Γερμασόγεια και το κτήμα στο χωριό Μονή.

Θεωρούμε επομένως ότι το επίδικο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία εξεταζόμενη στο σύνολο της (Patsalides v. Afsharian (1965) 1 C.L.R. 134). Έπεται πως το ποσό των £22.000 δεν  θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί.

Ο κ. Πουργουρίδης έχει προβάλει την ίδια επιχειρηματολογία και σε σχέση με το δεύτερο σκέλος του πιο πάνω λόγου της έφεσης – αφαίρεση του ποσού των £11.375 που ήταν το υπόλοιπο του δανείου από την Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως. Επί του προκειμένου η εφεσείουσα κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος δαπάνησε γύρω στις £3.000 - £4.000 από το ποσό των δανείων που είχε συνάψει από τα Συνεργατικά Ιδρύματα για την ανέγερση της κατοικίας (βλ. σελ. 21 των πρακτικών). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχετική εκδοχή της εφεσείουσας κατά την παράθεση της μαρτυρίας της (βλ. σελ. 12 της απόφασης) και έκρινε ότι γενικά έλεγε την αλήθεια. Απουσιάζει, όμως, οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλη[*1900]του σε σχέση με το κατά πόσο τα εν λόγω δάνεια πράγματι χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της κατοικίας. Η μόνη αξιολόγηση που έγινε αφορούσε το ύψος του υπόλοιπου των δανείων. Για τους λόγους που έχουμε υποδείξει σε σχέση με το πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης θεωρούμε ότι εσφαλμένα έχει αφαιρεθεί το πιο πάνω ποσό των £11.375. Εφόσον όμως η εφεσείουσα δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος δαπάνησε γύρω στις £3.000 - £4.000 από τα ποσά των δανείων θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των £4.000.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αφαίρεσε, από το ποσό των £90.000 την αξία του οικοπέδου και το ποσό των £11.375. Το μόνο ποσό που  θα έπρεπε να αφαιρεθεί ήταν η αξία του οικοπέδου - £24.440 – και το ποσό των £4.000 το οποίο αποτελούσε μέρος του δανείου από τα Συνεργατικά Ιδρύματα. Επομένως το ποσό που δικαιούται η εφεσείουσα σε σχέση με την κατοικία ανέρχεται στο ποσό των £61.560 (90.000 - 24.440+4.000) το 1/3 του οποίου ανέρχεται στο ποσό των £20.520.  Κατά συνέπεια η παραγ. (α) του διατακτικού της απόφασης (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) τροποποιείται ως ακολούθως:

«(α) Όσον αφορά την κατοικία που είναι κτισμένη στο οικόπεδο 20288 εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγομένου για το ποσό των £20.520 με τόκο 8% από 29.11.96 μέχρι εξόφλησης.»

Σημειώνουμε στο στάδιο αυτό ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την  έκταση της συνεισφοράς της εφεσείουσας – 1/3 – θα επικυρωθεί (βλ. σελ. 21).

Ο δεύτερος λόγος της έφεσης σχετίζεται με το δεύτερο από τα πιο πάνω επίδικα περιουσιακά στοιχεία – το προϊόν της πώλησης των δύο διαμερισμάτων στο Fereos Court. Υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υπολόγισε τις Λ.Κ.23.200 προϊόν που είσπραξε ο εφεσίβλητος από την πώληση των δύο διαμερισμάτων ως αύξηση της περιουσίας του.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι τα δυο διαμερίσματα αγοράστηκαν από τον εφεσίβλητο στο δικό του όνομα, μετά το γάμο, και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου και μάλιστα πριν επέλθει η διάσταση.  Έκρινε ότι εφόσον τα διαμερίσματα είχαν αγοραστεί και αποξενωθεί προ πολλού και τα χρήματα «να μην φαίνεται να αποτελούσαν μέρος της κινητής περιουσίας του εναγομένου κατά τη διάσταση (1988) δεν μπορούν να  θεωρούνται ως μέρος της κινητής περιουσίας του εναγο[*1901]μένου στο οποίο ποσό η ενάγουσα να δικαιούται μερίδιο».

Ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε ότι ήταν λανθασμένος ο πιο πάνω συλλογισμός του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο ποσό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος της κινητής περιουσίας του εφεσίβλητου. Υπέβαλε ότι ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε καμιά μαρτυρία για το τί απέγιναν τα χρήματα μετά την είσπραξη τους.  «Το πού κατέληξαν τα χρήματα  ήταν στην αποκλειστική του γνώση και αυτός μόνο μπορούσε και έπρεπε να δώσει εξηγήσεις. Αν τα χρήματα αυτά για παράδειγμα είχαν αποξενωθεί με το να γίνουν πληρωμές έναντι της ανέγερσης της κατοικίας ασφαλώς και έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Και πάλιν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη αν δαπανήθηκαν για να εξοφληθούν δάνεια που συνήψε ο εφεσίβλητος για την ανέγερση της κατοικίας. Αλλά και να χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα για τις οικογενειακές ανάγκες θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τουλάχιστον ως έμμεση συνεισφορά της εφεσείουσας.»

Θεωρούμε ότι το επίδικο ποσό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη μόνο αν κατά τον κρίσιμο χρόνο (1988) αποτελούσε μέρος των περιουσιακών στοιχείων του εφεσίβλητου. Η απόδειξη αυτού του θέματος βαρύνει την εφεσείουσα και με την μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί επί του προκειμένου δεν έχει αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης.

Η θέση της εφεσείουσας ότι το επίδικο ποσό έχει δαπανηθεί για την ανέγερση της κατοικίας δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης.   Σε τέτοια περίπτωση το επίδικο ποσό έχει καταστεί μέρος του σχετικού περιουσιακού στοιχείου - της κατοικίας - από το οποίο έχει αποδοθεί μερίδιο στην εφεσείουσα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης αναφέρεται στο κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή. Υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα «εδικαιούτο και σε μερίδιο και στο άλλο κτήμα που αναγράφετο στο Τεκ. 3».

Καθίσταται αναγκαία η παράθεση των σχετικών με αυτό το λόγο της έφεσης γεγονότων τα οποία αποτελούν κοινό έδαφος.

(α)  Το Εφετείο στην Έφεση 9755 παρέπεμψε για επανεκδίκαση το περιουσιακό στοιχείο «κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750».

(β)  Η μαρτυρία για την αξία των £4.750 προέρχεται από «αγοραπωλητήριο έγγραφο» (Τεκ. 3) ημερ. 12.5.1979 δυνάμει του οποί[*1902]ου ο εφεσίβλητος αγόρασε από κάποιο Χρύσανθο Καλογήρου χωράφι με αρ. Εγγραφής 8700 Τεμ. 324/1 στο χωριό Μονή και χωράφι με αρ. Εγγραφής 7952 Τεμ. 114 έναντι το ποσού των £4.750.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την πρώτη απόφαση, αντικείμενο της Έφεσης 9755, παρατήρησε τα εξής σε σχέση με τα κτήματα που είχαν αγορασθεί δυνάμει του Τεκ. 3:

«Τεμάχιο 324/1 (χωράφι στη Μονή).

Από το πιο πάνω τεκμήριο (3) φαίνεται ότι κάποιος Χρύσανθος Καλογήρου συμφώνησε στις 12.5.79 να πωλήσει στον εναγόμενο το υπ’ αριθμό 8700 τεμάχιο, έκτασης 4-3-180 τ.π. στην περιοχή Μονή Λεμεσού μαζί με το τεμάχιο 7952 έκτασης 5-2-0, έναντι του ποσού των £4,750.»

Στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα «έχει αποδείξει ότι το κτήμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο δωρεάς από τον πατέρα του εναγομένου στον εναγόμενο, αλλά αντικείμενο αγοράς από τον ίδιο». Κατέληξε ως εξής:

«Το κτήμα αγοράστηκε για £4.750 και η σημερινή αξία του ανέρχεται σε £5.947, λέγε £5.940. Με βάση τα προηγούμενα ευρήματα μας, βρίσκουμε ότι η ενάγουσα δικαιούται να εγγραφεί ως συνιδιοκτήτρια ανά ½ μερίδιο στο τεμάχιο 324/1, η αξία του  οποίου μεριδίου ανέρχεται σε £2.970.»

Στην απόφαση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι «το κτήμα αυτό με αριθμό εγγραφής 8700 και αριθμό τεμαχίου 324/1 αγοράστηκε από τον εφεσίβλητο με χρήματα της οικογένειας και έτσι η εφεσείουσα δικαιούται σε μερίδιο». Επειδή η αξία του κατά την προηγούμενη δίκη καθορίσθηκε στο ποσό των £5.940 και δεν είχε αμφισβητηθεί κατά την πρώτη έφεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αξία του χωραφιού αυτού το ποσό των £6.000 «στρογγυλό ποσό».

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι η απόφαση του Εφετείου, στην έφεση 9755 εκάλυπτε «το κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750» (βλέπε σελ. 7 της απόφασης). Το κτήμα στη Μονή αξίας £4.750 δεν ήταν μόνο το τεμάχιο 324/1 αλλά τα κτήματα που αναφέροντο στο τεκμήριο 3. Η απόφαση του Εφετείου παραμέρισε την πρωτόδικο απόφαση που αφορούσε το κτήμα στη Μονή γενικά και όχι μόνο το Τεμάχιο 324/1. Κατά συνέπεια η απόφαση θα πρέπει να [*1903]περιλάβει και τα δύο κτήματα του Τεκμηρίου 3 και λανθασμένα περιόρισε ο πρωτόδικος Δικαστής την απόφαση μόνο στο τεμάχιο 324/1.

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει παραπεμφθεί για επανεκδίκαση το περιουσιακό στοιχείο «κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750». Μοναδική πηγή της αξίας των £4.750 είναι το Τεκ. 3, το οποίο όμως περιλάμβανε δύο κτήματα όπως άλλωστε είχε διαπιστωθεί και από την πρώτη πρωτόδικη απόφαση – αντικείμενο της Έφεσης 9755.

Εν όψει των αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τα οποία περιβάλλουν το θέμα, θεωρούμε ότι η διαταγή του Εφετείου για επανεκδίκαση του περιουσιακού στοιχείου – «κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750» περιλάμβανε και τα δύο κτήματα γιατί η αξία των £4.750 περιλάμβανε και τα δύο κτήματα. Η μαρτυρία της εφεσείουσας ότι και τα δύο κτήματα αγοράσθηκαν από τον εφεσίβλητο έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Θεωρούμε λοιπόν ορθό και δίκαιο να παραμερίσουμε την παράγ. (β) της πρωτόδικης απόφασης και να την αντικαταστήσουμε με την ακόλουθη παράγραφο (βλ. και το πιο πάνω άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) και την Δ.35 θ.8):

«(β) Όσον αφορά τα ακίνητα (χωράφι στο χωριό Μονή) με αρ. Εγγραφής 8700, αρ. Τεμαχίου 324/1 και αρ. Εγγραφής 7952 αρ. Τεμαχίου 114, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εγγραφή της Ενάγουσας ως ιδιοκτήτριας του 1/3 μεριδίου των εν λόγω ακινήτων.»

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται ότι από τα φροντιστήρια είχε πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που δείχνουν οι λογαριασμοί που είχαν υποβληθεί για σκοπούς φόρου εισοδήματος.

Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο μόνος τομέας που η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι είχε μεγάλα έσοδα – της τάξεως των £12.000 – ήταν τα φροντιστήρια Πυθαγόρας που ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα της.  Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται ότι είχε τα κέρδη της τάξης που ισχυρίσθηκε αφού στους σχετικούς λογαριασμούς που υπέβαλε για φορολογικούς σκοπούς και τους υπόγραψε η ίδια ως ορθούς δήλωσε πολύ μικρά ποσά.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Από τη δικαιολογία που πρόβαλε η ενάγουσα γιατί να υπογράψει τους εν λόγω λογαριασμούς φαίνεται να γνώριζε ότι δήλωνε πολύ χαμηλότερα ποσά απ’ ότι πραγματικά κέρδιζε, αλλά να ευθύνεται (κατά την ίδια) γι’ αυτό ο εναγόμενος που της έλεγε να υπογράφει. Πιστεύω όμως ότι εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται τώρα ότι κέρδιζε μεγαλύτερα ποσά καθ’ ότι οι λογαριασμοί δείχνουν πολύ μικρότερα από τα πραγματικά κέρδη.»

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι ήταν από την μαρτυρία της εφεσείουσας καθαρό ότι οι φορολογικές καταστάσεις περιείχαν μειωμένα εισοδήματα και συνεπώς τα στοιχεία σ’ αυτές ήσαν ψευδή με σκοπό την πληρωμή χαμηλότερου φόρου εισοδήματος. Ήταν μια προσπάθεια καταδολίευσης του δημοσίου.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Πουργουρίδη, δεν δημιουργείται κώλυμα για το πρόσωπο που υπογράφει ένα έγγραφο να δώσει ύστερα αντίθετη με το περιεχόμενο του εγγράφου μαρτυρία έστω και αν το έγγραφο επηρεάζεται από δόλο ή παρανομία ή κάποια ανηθικότητα. Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι η σχετική εισήγηση του υποστηρίζεται από τη βιβλιογραφία. Μας παρέπεμψε στον Phipson on Evidence, 15η  έκδοση, παραγ. 5-14*.

H αυθεντία στην οποία μας έχει παραπέμψει ο κ. Πουργουρίδης δεν προωθεί καθόλου το επιχείρημα του. Τους λόγους θα τους εξηγήσουμε στη συνέχεια. Το σχετικό απόσπασμα στην 14η έκδοση, παραγ. 6-08 βρίσκεται κάτω από τον γενικό τίτλο “Estoppels by agreement” («κωλύματα δυνάμει συμφωνίας») και στην 10η έκδοση, παραγ. 2033 κάτω από τον τίτλο “Estoppels by deed” («κωλύματα δυνάμει εγγράφου»). Έχει νομολογηθεί ότι “Estoppels by deed” είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος είναι θεμελιωμένος επί της αρχής ότι μια επίσημη και σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει* (Greer and Another v. Kettle [1938] A.C. 156, 171 (H.L.). Βλ. και Phipson on Evidence, 14η έκ., παραγ. 6-08).

Το επίδικο έγγραφο στην παρούσα υπόθεση δεν έχει υπογραφεί και από τα δύο μέρη. Δεν είναι επομένως «συμφωνία» ή «έγγραφο» (deed) εντός της έννοιας των σχετικών όρων. Περαιτέρω το σχετικό απόσπασμα από τον Phipson φέρεται να βασίζεται πάνω σε ωρισμένες αυθεντίες. Οι αυθεντίες αυτές – όπως θα καταφανεί στη συνέχεια – δεν υποστηρίζουν την θέση η οποία προβάλλεται στο σχετικό απόσπασμα. Δεν θέτουν κανόνα γενικής εφαρμογής ότι ένας μπορεί να επωφεληθεί και από το δικό του δόλο ή ανάρμοστη πράξη.

Η αυθεντία η οποία δίδεται από τον ευπαίδευτο συγγραφέα για να υποστηρίξει τη θέση του ότι ένα μέρος δεν εμποδίζεται από του να επιδιώκει τη διόρθωση ενός εγγράφου (a party is not prevented from seeking rectification of the deed) είναι η Greer v. Kettle (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη ο Lord Maugham υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην Brook v. Haynes L.R. 6  Eq. 25 και πρόσθεσε ότι δεν έχουν ποτέ αμφισβητηθεί. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“The decision of Lord Romily in Brook v. Haynes L.R. 6 Eq. 25 is even more closely in point, and it may be added that the statement of the law in that case appears never to have been doubted. The headnote begins as follows: ‘A party to a deed is not estopped in equity from averring against or offering evidence to controvert a recital therein contrary to the fact, which has been introduced into the deed by mistake of fact, and not through fraud or deception on his part.’”

Σε μετάφραση:

«Η απόφαση του Lord Romily στην Brook v. Haynes L.R. 6  Eq. 25 είναι ακόμη πιο σχετική και μπορεί να προστεθεί ότι η παράθεση της νομικής θέσης σε εκείνη την υπόθεση δεν έχει ποτέ αμφισβητηθεί. Η περίληψη της έχει ως εξής: ‘Το μέρος ενός εγγράφου δεν κωλύεται από τις αρχές της επιείκειας από του να προβάλει ισχυρισμούς ή να προσφέρει μαρτυρία για αμφισβήτηση μιας πρόνοιας του αντίθετη με το γεγονός το οποίο έχει εισαχθεί στο έγγραφο λόγω πλάνης περί τα γεγονότα και όχι λόγω δόλου ή απάτης εκ μέρους του.»

[*1906]Ο κύριος λόγος (ratio) της απόφασης ήταν ότι μπορεί να αμφισβητηθεί πρόνοια ενός εγγράφου όπου αυτή εισάγεται λόγω πλάνης περί τα γεγονότα. Περαιτέρω έχει υιοθετηθεί η θέση ότι ο κανόνας αυτός δε λειτουργεί όπου υπάρχει δόλος ή απάτη.

Σε σχέση με το υπόλοιπο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος ο ευπαίδευτος συγγραφέας παραπέμπει στις υποθέσεις Birch v. Birch [1902] Ρ. 62 και Bonaparte v. Bonaparte [1892] Ρ. 402.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα γεγονότα και το λόγο (ratio) των δύο αυτών αυθεντιών. Τα νομολογηθέντα στις δύο αυτές υποθέσεις δεν υποστηρίζουν τις θέσεις που προβάλλονται από τον ευπαίδευτο συγγραφέα. Δεν υποστηρίζουν ότι ένα πρόσωπο μπορεί να επωφεληθεί από το δικό του σφάλμα (take advantage of his own wrong) ή το δικό του δόλο. Τα δε νομολογηθέντα στην Bonaparte (πιο πάνω) έχουν σαν λόγο τους (ratio) τις ιδιαιτερότητες του θεσμού του γάμου. Δεν αποτελούν αυθεντία γενικής εφαρμογής, όπως είναι η θέση που προβάλλεται από τον Phipson (πιο πάνω).

Τονίζουμε ότι αυτό που έχει πειστικότητα είναι η αρχή που διατυπώνεται από τη νομολογία και όχι η θέση του συγγραφέα.

Κρίνουμε, επομένως, ότι η σχετική εισήγηση του κ. Πουργουρίδη δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται αντίθετα με τη φορολογική δήλωση της». Αυτό που εννοούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται» λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της με την οποία είχε από τη μια αποκομίσει όφελος και από την άλλη είχε καταδολιεύσει τις δημόσιες προσόδους. Αυτό λοιπόν που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο πρόσωπο το οποίο, με σκοπό την αποκόμιση ιδίου οφέλους, υποβάλλει ψευδή φορολογική δήλωση με αποτέλεσμα την καταδολίευση των δημοσίων προσόδων μπορεί σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία να προβάλει ισχυρισμούς αντίθετους προς τη φορολογική του δήλωση με σκοπό – πάλι – την αποκόμιση οφέλους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.

Το επίδικο θέμα σχετίζεται με θέμα δημόσιας πολιτικής και δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για παραδοχή καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων. Αποτελεί νομίζουμε θέμα ύψιστης δημόσιας πολιτικής όπως όλοι οι πολίτες συμμορφώνονται πλήρως με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Καταδολίευση των δημόσιων προσόδων όχι μόνο αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική αλλά είναι [*1907]αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον  Τα δικαστήρια έχουν καθήκον να διασφαλίσουν την δημόσια πολιτική. Η χρησιμοποίηση της επίδικης μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με χορήγηση ασυλίας στην παρανομία πορεία που αντιστρατεύεται τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου. Θα ισοδυναμούσε, επίσης, με ενθάρρυνση της καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων και θα επέτρεπε στους παρανομούντες να επωφεληθούν από την παρανομία τους. Κρίνουμε επομένως ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει ενεργήσει επί της επίδικης μαρτυρίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα του καθορισμού της συνεισφοράς «λανθασμένα και έτσι λανθασμένα εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου για 1/3 συνεισφορά».

Προέχει η καταγραφή της επίδικης πρωτόδικης προσέγγισης.  Κατά την ενασχόληση του με το κατά πόσο η εφεσείουσα συνεισέφερε στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν πρόσωπο που γενικά έλεγε την αλήθεια. Κατέληξε ότι η εφεσείουσα συνεισέφερε στην απόκτηση της περιουσίας του εφεσίβλητου αφού επιδόθηκε σε πάρα πολλές και διαφορετικές κατά διαστήματα δραστηριότητες. Η εφεσείουσα δεν ανέφερε με σαφή μαρτυρία τα ακριβή έσοδα της και έκταση της συνεισφοράς της.  Μάλιστα – σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο –  με βάση τη δική της μαρτυρία μερικές από τις δραστηριότητες όχι μόνο δεν είχαν κέρδη αλλά αντίθετα ζημιά.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν της άποψης ότι για να αποφασισθεί η έκταση της συνεισφοράς της εφεσείουσας έπρεπε να υπάρχει μαρτυρία «αν τα κέρδη από τις διάφορες δραστηριότητες της σε σύγκριση με τις ζημιές που είχε απο μερικές από αυτές, ήταν μεγαλύτερα, και μάλιστα να φανεί ποιό ήταν το ποσό αυτό, αλλά τέτοια μαρτυρία δεν υπάρχει».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα απλώς έχει πετύχει να αποδείξει ότι συνεισέφερε κάποια ποσά, καθώς και υπηρεσίες φροντίζοντας την όλη οικογένεια αλλά «απέτυχε να αποδείξει την έκταση της εν λόγω συνεισφοράς». Εν όψει αυτής της διαπίστωσης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(2) του Νόμου «σύμφωνα με το οποίο η συνεισφορά ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά και εδώ ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη συνεισφορά έχει αποδειχθεί».

Η εισήγηση του κ. Πουργουρίδη για μεγαλύτερη συνεισφορά είχε σαν κύριο έρεισμα τη μαρτυρία για καθαρά κέρδη της εφεσείουσας – της τάξης των £12.000 – από τη λειτουργία των φροντιστηρίων. Η επικύρωση της πρωτόδικης κατάληξης σε σχέση με το απαράδεκτο της σχετικής μαρτυρίας αφήνει χωρίς έρεισμα τη σχετική εισήγηση.

Ωστόσο ο κ. Πουργουρίδης έχει περαιτέρω υποστηρίξει ότι το ποσοστό της συνεισφοράς ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποδεικνύεται ως να πρόκειται για ειδικές αποζημιώσεις. Το όλο θέμα θα πρέπει να προσεγγίζεται με βάση την κοινή λογική και τις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν μια γυναίκα εκτός από τα συζυγικά της καθήκοντα της μητέρας επιδίδεται και σ’ ένα σωρό δραστηριότητες που φέρνουν εισοδήματα στο βαλάντιο της οικογένειας η συνεισφορά της θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη του 1/3. Το ποσοστό αυτό της συνεισφοράς περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η σύζυγος ασκεί απλώς τα συζυγικά της καθήκοντα και αφήνει έτσι το σύζυγο απερίσπαστο στην εργασία του. Εδώ εκτός από τα συζυγικά καθήκοντα η εφεσείουσα συνεισέφερε κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό στην αύξηση της περιουσίας.

Το θέμα της συνεισφοράς διέπεται από το άρθρο 14 του Νόμου*

Οι αρχές καθορισμού του ποσοστού του μεριδίου έχουν τεθεί με πολλή σαφήνεια και πληρότητα στην απόφαση του Εφετείου στην πιο πάνω Υπόθεση (Ορφανίδης ν. Ορφανίδη  (1998) 1 Α.Α.Δ. 179 - απόφαση Πική, Π.). Τις παραθέτουμε:

[*1909](α)  Η απόκτηση μεριδίου συναρτάται με την συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του ετέρου των συζύγων. Το κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου είναι αντικειμενικό, εκείνο της συνεισφοράς.

(β)   Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, το περιουσιακό στοιχείο αφ’ εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο.

(γ)   Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο. “Το τεκμήριο αυτό εκτοπίζει την εφαρμογή του αξιώματος της επιείκειας  equality is equity”.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις του κ. Πουργουρίδη σε συνάρτηση με την επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την έκταση της συνεισφοράς της δικαιολογείται απόλυτα από την ενώπιον του μαρτυρία. Η εφεσείουσα δεν έχει, επομένως, αποδείξει με «θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας». Κατά συνέπεια ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εφαρμόσει το τεκμήριο του άρθρου 14(2) του Νόμου.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω (βλ. σελ. 10 και 14) σε σχέση με τις παραγ. (α) και (β) του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης.

Η αντέφεση.

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το ποσό των «£15.000 δάνειο από την ΣΤΕΛΜΕΚ».

Το θέμα του δανείου από την ΣΤΕΛΜΕΚ έχει κριθεί με την έφεση. Έχει αποφασιστεί ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση της κατοικίας. Ο σχετικός λόγος της αντέφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης στρέφεται κατά του διατάγματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τα έξοδα. [*1910]Υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ώφειλε να καταδικάσει τον εφεσίβλητο στα έξοδα της επανεκδίκασης και όχι όλων των εκδικάσεων.

Η επιδίκαση των εξόδων είναι θέμα που εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με τον χειρισμό της υπόθεσης στην αύξηση των εξόδων (βλ. Πισσούριος ν. Golden Hand Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 543, Χαψή κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1403). Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχει τέτοια εξαίρεση.

Στην περίπτωση επανεκδίκασης η διαταγή για επανεκδίκαση συμπαρασύρει και την πρωτόδικη απόφαση για τα έξοδα τα οποία θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης όταν επανεκδικαστεί (βλ. Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία Λτδ κ.α. ν. Λοϊζίδη κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1540).

Θεωρούμε, επομένως, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει ορθά την επί του προκειμένου διακριτική του ευχέρεια  και δεν συντρέχει λόγος επέμβασης μας.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για τα έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα όπως υποδεικνύεται πιο πάνω (βλ. σελ. 10 και 14) σε σχέση με τις παραγ. (α) και (β) του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο