Σάββα Ανδρέας (2001) 1 ΑΑΔ 1941

(2001) 1 ΑΑΔ 1941

[*1941]7 Δεκεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 18747/2001,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 18747/2001,

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

v.

ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ,

ΚΡΙΝΟΥ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΛΑΘΑ.

(Αίτηση Αρ. 127/2001)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία είχε διαταχθεί η προφυλάκιση του αιτητή όταν παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου — Παράλειψη του αιτητή να επισυνάψει στην αίτηση πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης σε σχέση με την οποία υποβλήθηκε η αίτηση — Η παράλειψη ήταν ουσιώδης και οδήγησε σε απόρριψη της αίτησης — Η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, και λόγω της ύπαρξης του εναλλακτικού ένδικου μέσου της έφεσης, στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων που να δίδουν δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επιληφθεί της [*1942]αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Εξαιρετικές περιστάσεις — Εφαρμοστέες νομολογιακές αρχές ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης εξαιρετικών περιστάσεων — Η πλέον πρόσφατη νομολογία υιοθετεί τη θέση ότι πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται η έκδοση του εντάλματος Certiorari.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Εξαιρετικές περιστάσεις — Κατά πόσο ο μικρός χρόνος που υπήρχε στη διάθεση του αιτητή μέχρι τη δίκη του από το Κακουργιοδικείο αποτελούσε ειδική περίσταση.

Με την αίτηση του ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση της προφυλάκισης του όταν παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου από Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο συνήγορος του υποστήριξε ότι υπήρχε κενό στο Νόμο αφού δεν τροποποιήθηκε το Άρθρο 93(θ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, πάνω στο οποίο βασίστηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, και εφόσον δεν είχε διεξαχθεί προανάκριση με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, η εξουσία προφυλάκισης που δίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα στη βάση της πιο πάνω δικονομικής πρόνοιας, δεν ισχύει.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για τους λόγους που αναφέρονται στο πιο πάνω εισαγωγικό σημείωμα.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534,

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Γεωργίου, Αιτ. Αρ. 3/01, ημερ. 14.2.01.

Αίτηση.

Αίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος  certiorari για ακύρωση της προφυλάκισής του όταν παραπέμφθη[*1943]κε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου από δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Κ. Καλλής, για τον Αιτητή.

Γ. Παπαϊωάννου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

AΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής Ανδρέας Σάββα ήταν κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση 18747/2001. Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου παρέπεμψε τον αιτητή μαζί με άλλους τρεις συγκατηγορούμενους του σε δίκη στο Κακουργιοδικείο χωρίς τη διεξαγωγή προανάκρισης, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 42/74 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 44/83. Όταν παραπέμφθηκε σε δίκη, ο συνήγορος του υπέβαλε ότι δεν είχε εξουσία το Δικαστήριο να διατάξει την κράτησή του. Με ενδιάμεση απόφαση του το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε τέτοια εξουσία και ακολούθως, προφανώς αφού άκουσε τις απόψεις των δύο πλευρών, διέταξε την κράτηση του αιτητή μέχρι τη δίκη, βασιζόμενο στο άρθρο 93(θ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που προνοεί ότι:

"Οταν Δικαστής διεξάγει προανάκριση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

(α)   ......................................................................................................

(β)   ......................................................................................................

(γ)   ......................................................................................................

(δ)   ......................................................................................................

(ε)   ......................................................................................................

(στ) ......................................................................................................

(ζ)   ......................................................................................................

(η)   ......................................................................................................

(θ)   αν ο κατηγορούμενος δεν απαλλαγεί, ο Δικαστής παραπέμπει αυτόν σε δίκη από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην Επαρχία στην οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 157, είτε απολύει αυτόν με εγγύηση είτε το φυλακίζει για ασφαλή κράτηση."

Ήταν η θέση του αιτητή, την οποία πρόβαλε και ενώπιόν μου, ότι υπήρξε κενό στο Νόμο, αφού δεν τροποποιήθηκε το άρθρο αυτό και εφόσον δεν είχε διεξαχθεί στην περίπτωση αυτή προανάκριση, η εξουσία προφυλάκισης που δίδεται με την παράγραφο (θ) του άρ[*1944]θρου 93, δεν ισχύει, άποψη που η πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε.

Τα πιο πάνω αφορούν την ουσία του θέματος. Όμως εγείρονται πολλά άλλα θέματα, τα οποία θα πρέπει να εξετάσω πριν από το θέμα αυτό.

Στην παρούσα αίτηση για έκδοση Εντάλματος Certiorari, καταχώρηση της οποίας έγινε μετά από άδεια του Δικαστηρίου αυτού, ζητείται ουσιαστικά η ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε εξουσία να διατάξει την κράτηση και κατ’ επέκταση ζητείται και η ακύρωση της φυλάκισης του κατηγορούμενου, που λήγει στις 11.12.01, ημερομηνία κατά την οποία το Κακουργιοδικείο θα επιληφθεί της υπόθεσής του.

Ένα από τα θέματα που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι με την αίτησή του ο αιτητής, ενώ προσβάλλει και επισυνάπτει μόνο την ενδιάμεση απόφαση, με την οποία αποφασίστηκε ότι υπήρχε εξουσία για κράτηση, δεν επισυνάπτει αλλά ούτε και προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ουσιαστικά διατάχθηκε η κράτησή του, που προφανώς ακολούθησε την ενδιάμεση απόφαση.

Είναι προφανές ότι ο αιτητής προσβάλλει μια απόφαση με την οποία δεν είχε διαταχθεί η κράτησή του και ως συνεπακόλουθο ζητά ακύρωση της κράτησης, με το επιχείρημα ότι το διάταγμα κράτησης που ακολούθησε, βασιζόταν σε αυτή την ενδιάμεση απόφαση.

Κρίνω ότι όφειλε ο αιτητής να προσβάλει τη συγκεκριμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του και όχι την ενδιάμεση απόφαση που προηγήθηκε και που έδιδε την αιτιολογία για τη γενική εξουσία που είχε το Δικαστήριο να διατάζει τέτοια κράτηση. Γι αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Αλλά έστω και αν εδεχόμουν τη θέση του αιτητή επί του προκειμένου, η έφεση θα απορριπτόταν και για ένα άλλο λόγο. Είναι αρχή ευρέως νομολογημένη τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο ότι, όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση του αιτητή, όπως εκείνο της έφεσης, για να επιληφθεί Δικαστήριο αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που το δικαιολογούν.

Με τον Περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2001 (Ν. 14(Ι)/2001) προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι κάθε απόφαση Δικαστηρίου, που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 93(θ) που διατάσ[*1945]σει τη φυλάκιση ή την απόλυση του κατηγορουμένου, υπόκειται σε έφεση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι στην ουσία στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης, αφού το 93(θ) κατέστη ανενεργό μετά τη ψήφιση του Νόμου που προνοούσε για την παραπομπή κατηγορουμένων στο Κακουργιοδικείο χωρίς προανάκριση. Τη θέση αυτή την απορρίπτω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καλώς ή κακώς, διέταξε την κράτηση του αιτητή, βασιζόμενο στο άρθρο 93(θ) και ως εκ τούτου σίγουρα η απόφασή του αυτή θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 14(Ι)/2001.

Έχοντας υπόψη τη θέση αυτή θα πρέπει τώρα να εξετάσω αν έχει αποδειχθεί ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση. Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων το τί συνιστά εξαιρετική περίσταση και το ζήτημα κρίνεται πάντοτε με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Δέστε Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31).

Είναι γεγονός πως, με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων. (Δέστε μεταξύ άλλων Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534). Ακολούθησαν όμως οι αποφάσεις Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965. Στις υποθέσεις αυτές αποφασίστηκε πως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στην Hellenger (πιο πάνω) στη σελ. 1975:

"Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν.  Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι η παροχή πλήρους και εξίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται."

[*1946]

(Δέστε και Γεωργίου, Αιτ. αρ. 3/01, ημερ. 14.2.01).

Πρόβαλε ο κ. Καλλής ενώπιόν μου το επιχείρημα ότι εξαιρετική περίσταση συνιστά το γεγονός ότι το θέμα αφορούσε ένα από τα θεμελιακά ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία του πελάτη του. Δεν αμφισβητείται η σημασία του αντικειμένου της αίτησης αυτής και η σοβαρότητά του, αλλά κρίνω πως η νομιμότητα της κράτησης θα μπορούσε εξίσου καλά και αποτελεσματικά να λυθεί με την έφεση, που είχε δικαίωμα να ασκήσει ο αιτητής.  Ως εκ τούτου, κατά την κρίση μου, δεν μπορεί το γεγονός τούτο να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση.

Ο κ. Καλλής υιοθέτησε και τα επιχειρήματα του κ. Λ. Κληρίδη, που έγιναν στη σχετιζόμενη Αίτηση 128/01, που αφορούσε άλλους κατηγορούμενους στην ίδια υπόθεση και όπου κάπως αόριστα προβλήθηκε και η εισήγηση πως ο μικρός χρόνος που υπήρχε στη διάθεση του αιτητή μέχρι την ημέρα που θα άρχιζε η δίκη του στο Κακουργιοδικείο αποτελούσε ειδική περίσταση. Παρόμοιο επιχείρημα ηγέρθηκε και στην υπόθεση Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Δεν έχει τεκμηριωθεί με κανένα τρόπο πως η έφεση δεν προσφερόταν ως "έγκαιρη" επιλογή και ο παράγοντας του χρόνου εκδίκασης στο πλαίσιο της μίας ή της άλλης διαδικασίας δεν είναι από μόνος του σχετικός.  Αν πρόκειται ο χρόνος εκδίκασης να έχει σημασία αυτή θα πρέπει να σχετίζεται  προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα."

Ο ισχυρισμός αυτός παραμένει και εδώ ασαφής, αόριστος και ατεκμηρίωτος και κρίνω πως δεν μπορεί ούτε τούτο να αποτελεί εξαιρετική περίσταση.

Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά μου, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.  Δεν παρίσταται ως εκ τούτου ανάγκη να ασχοληθώ με την ουσία του θέματος.

Η αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο