Γαλαταριώτη Α/φοί Λτδ. ν. Παρασκευής Γρηγορά και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1985

(2001) 1 ΑΑΔ 1985

[*1985]18 Δεκεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

Α/ΦΟΙ ΓΑΛΑΤΑΡΙΩΤΗ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

1. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑ,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10931)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Απόλυση εργοδοτουμένου — Πλεονασμός — Κατά πόσο ο τερματισμός απασχόλησης του εργοδοτουμένου έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, είτε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών των εργοδοτών είτε λόγω εκσυγχρονισμού και μηχανογράφησης είτε οποιασδήποτε αλλαγής στην επιχείρηση τους, σύμφωνα με το Άρθρο 18(γ)(i) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, όπως τροποποιήθηκε — Βάρος αποδείξεως ότι ο τερματισμός απασχόλησης του εργοδοτουμένου έγινε λόγω πλεονασμού — Βρίσκεται στην πλευρά των εργοδοτών.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διαπίστωσε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών της εφεσίβλητης ήταν αδικαιολόγητος ως μη γενόμενος κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.  Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων αυξημένες αποζημιώσεις συνολικού ύψους ΛΚ10983,18.  Ο υπολογισμός έγινε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 και τροποποιήσεων («ο νόμος»).  Η αίτηση εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι η απόλυση της εφε[*1986]σίβλητης δεν οφειλόταν ούτε σε κατάργηση ή αλλαγή των καθηκόντων που εκτελούσε.  Τα ίδια γεγονότα καταδεικνύουν επίσης ότι η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν στη μείωση του κύκλου των εργασιών των εφεσειόντων.

2.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης δεν έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού είτε λόγω μηχανογράφησης ή οποιασδήποτε αλλαγής στην επιχείρηση των εφεσειόντων σύμφωνα με το Άρθρο 18(γ)(i) του νόμου, είναι ορθό.

3.  Προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση ότι η απόρριψη της μαρτυρίας των εφεσειόντων οφειλόταν στην πειστικότητα της μαρτυρίας και όχι στο είδος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε προς απόδειξη του πλεονασμού.

4.  Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο υπήρξε περιορισμός του όγκου εργασίας των εφεσειόντων. Εκείνο που επηρέασε καθοριστικά την κρίση του Δικαστηρίου ήταν η διαπίστωση πως με βάση την αξιολογηθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία δεν υπήρχαν στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν πειστικά τον περιορισμό του όγκου των εργασιών των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703,

Χρυσάνθου κ.ά. ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 383,

Murray v. Foyle Meats Ltd [1999] 3 All E.R. 769.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 11/9/00 (Αρ. Αίτησης 50/99) με την οποία διαπίστωσε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών της αιτήτριας 1 από τους καθ’ ων η αίτηση ήταν αδικαιολόγητος και επεδίκασε υπέρ αυτής αποζημιώσεις ύψους ΛΚ. 10983,18.

Κ. Κυριακόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

[*1987]Ζ. Νικολάου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.

Α. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, προσλήφθηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων στις 15.5.1979. Από της προσλήψεως της εργαζόταν σε κατάστημα πώλησης ηλεκτρικών ειδών των εφεσειόντων στη Λάρνακα. Στο κατάστημα που εργαζόταν, εκτελούσε χρέη τηλεφωνήτριας, συντόνιζε την εργασία των τεχνικών της εταιρείας, εξέδιδε τιμολόγια και τηρούσε λογιστικά βιβλία, άνκαι δεν ήταν εξειδικευμένη λογίστρια, και όταν απουσίαζε ο υπεύθυνος του καταστήματος ή όταν υπήρχαν πολλοί πελάτες την ίδια ώρα,  εκτελούσε  χρέη πωλήτριας.

Οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 2.10.97 τερμάτισαν τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης από 31.12.97 ως πλεονάζουσα. Για να δικαιολογήσουν το διάβημά τους, επικαλέστηκαν τη συνεχιζόμενη κρίση στον τομέα του γενικού εμπορίου ως την αιτία που οδήγησε στην απόφαση για περιορισμό του προσωπικού που απασχολούσαν στα διάφορα τμήματα. Οι μισθοδοτικές απολαβές της εφεσίβλητης 1 κατά το χρόνο της απόλυσής της  ήταν ΛΚ140,81 εβδομαδιαίως.

Η εφεσίβλητη με αίτηση που καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εναντίον των εφεσειόντων και του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, εφεσίβλητων 2, αξίωσε αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης και πληρωμή λόγω πλεονασμού, σε περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι η απασχόλησή της τερματίστηκε νόμιμα λόγω πλεονασμού.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διαπίστωσε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών της εφεσίβλητης ήταν αδικαιολόγητος ως μη γενόμενος κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού. Ενόψει τούτου, η αίτηση εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού απορρίφθηκε. Εκδόθηκε όμως απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων αυξημένες αποζημιώσεις συνολικού ύψους ΛΚ10983,18. Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων έγινε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 και τροποποιήσεων (στο εξής [*1988]“ο νόμος”).

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προώθησαν τρεις λόγους έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη νομική προσέγγιση και εφάρμοσε λανθασμένα νομικά κριτήρια για να αποφασίσει κατά πόσο η εφεσίβλητη είχε απολυθεί λόγω πλεονασμού.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η προφορική μαρτυρία της οικονομικής διευθύντριας των εφεσειόντων δεν ήταν νομικά αποδεκτή για να αποδειχθεί η μείωση του όγκου εργασίας των εφεσειόντων και λανθασμένα αποφάσισε ότι, ως νομικό σημείο δεν υπήρχε ενώπιόν του το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό για να κρίνει ότι υπήρξε μείωση των εργασιών των εφεσειόντων.

3.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε απλή αντικατάσταση της εφεσίβλητης από άλλο υπάλληλο, είναι συμπέρασμα στο οποίο κανένα εύλογο δικαστήριο δεν μπορούσε να είχε καταλήξει και αυτό είναι νομικά επιλήψιμο και λανθασμένο.

Το άρθρο 6(1) του Νόμου καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτουμένου σύμφωνα με το οποίο:  “............ ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων” δηλαδή, των λόγων που δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

Οι εφεσείοντες, είχαν εν προκειμένω το βάρος να αποδείξουν ότι τερμάτισαν την απασχόληση της εφεσίβλητης λόγω πλεονασμού κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5(β) του νόμου. Ειδικά οι εφεσείοντες έπρεπε να αποδείξουν ότι απέλυσαν την εφεσίβλητη  για τους λόγους που πρόβαλαν στην υπεράσπισή τους ήτοι

(α)   Λόγω περιορισμού ή μείωσης του όγκου της εργασίας στο τμήμα που εργαζόταν η εφεσίβλητη (άρθρο 18(γ)(vii)).

(β)   Λόγω εκσυγχρονισμού και μηχανογράφησης που κάλυπτε ολοσχερώς και την έκδοση τιμολογίων (άρθρο 18(γ)(i)).

Η εξέταση της υπόθεσης πρωτοδίκως, έγινε με αναφορά στους [*1989]πιο πάνω λόγους. Ωστόσο, το Δικαστήριο προέβη  σε δύο εύστοχες παρατηρήσεις όχι άσχετες με το ζήτημα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας.

(α)   Οτι στην επιστολή τερματισμού της απασχόλησης της εφεσίβλητης δεν γινόταν λόγος περί πλεονασμού λόγω μηχανογράφησης ή αλλαγής στην ειδικότητα των εργοδοτουμένων, όπως αργότερα ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους.

(β)   Οτι στο ερωτηματολόγιο (τεκμ. 2) που συμπλήρωσαν οι εφεσείοντες και υπέβαλαν στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού αναφερόταν ως λόγος πλεονασμού μόνο η μείωση της εργασίας του τμήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη.

Εξαρχής η θέση του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, ήταν πως ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης, δεν οφειλόταν, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν, σε λόγους πλεονασμού και ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος που το Ταμείο απέρριψε  σχετική αίτηση της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι η μηχανογράφηση και ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν στην απόλυση της εφεσίβλητης. Ο κ. Χάλιος, διευθυντής του καταστήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη, προσπάθησε κατ’ αρχάς να συνδέσει χρονικά την εισαγωγή της μηχανογράφησης στο κατάστημα με την απόλυση της εφεσίβλητης.  αργότερα όμως, μετέβαλε στάση και είπε ότι η εφεσίβλητη εξέδιδε τα τιμολόγια κάνοντας χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή πέντε περίπου χρόνια πριν από την απόλυσή της δηλαδή, από τότε που οι εφεσείοντες εισήξαν τη μηχανογράφηση στις επιχειρήσεις τους. Ανάλογη ήταν και η μαρτυρία της κας Τσαγγάρη, οικονομικής διευθύντριας των εφεσειόντων η οποία, κατέθεσε ότι η έκδοση των τιμολογίων με ηλεκτρονικό υπολογιστή άρχισε ταυτόχρονα με την εισαγωγή της μηχανογράφησης στις επιχειρήσεις των εφεσειόντων ενώ η τήρηση του βιβλίου αποθεμάτων / αποθηκών με το χέρι, συνεχίστηκε μέχρι δύο χρόνια περίπου πριν από την απόλυση της εφεσίβλητης οπότε και αυτή η εργασία διεξάγεται πλέον μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Πέρα όμως από την πιο πάνω διαπίστωση, που από μόνη της καταρρίπτει τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η απόλυση έγινε λόγω εκσυγχρονισμού και μηχανογράφησης, σχετική με το θέμα είναι και η διαπίστωση ότι ένα μήνα πριν από την απόλυση της εφεσίβλητης, [*1990]οι εφεσείοντες προσέλαβαν πτυχιούχο υπάλληλο ο οποίος ανέλαβε την εκτέλεση των καθηκόντων και εργασιών της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη με οδηγίες του διευθυντή του καταστήματος κου Χάλιου, πρόσφερε καθοδήγηση στο νέο υπάλληλο αναφορικά με τον τρόπο διεκπεραίωσης των καθηκόντων και εργασιών που αυτή εκτελούσε, συμπεριφορά την οποία, το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ως μη καλόπιστη εφόσον μέσα σε σύντομο χρόνο, ακολούθησε η απόλυση της εφεσίβλητης.

Τα πιο πάνω γεγονότα καταδείχνουν ότι η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε σε κατάργηση ή αλλαγή των καθηκόντων που εκτελούσε εφόσον τα ίδια καθήκοντα, συνέχισε να εκτελεί ο υπάλληλος που προσλήφθηκε πριν από την απόλυση της. Τα ίδια γεγονότα, καταδείχνουν επίσης ότι η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μείωση του κύκλου εργασιών του καταστήματος, αιτία που δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου.

Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργησή τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται “ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων” κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου.

Στην προκείμενη περίπτωση τα καθήκοντα της εφεσίβλητης δεν άλλαξαν ούτε και καταργήθηκαν. Ο υπάλληλος που είχαν προσλάβει οι εφεσείοντες πριν από την απόλυση της εφεσίβλητης, συνέχισε να εκτελεί τα ίδια καθήκοντα που εκτελούσε και η εφεσίβλητη με τα ίδια μέσα όπως και εκείνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε την κατάσταση και κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης  δεν έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού είτε λόγω μηχανογράφησης ή οποιασδήποτε αλλαγής στην επιχείρηση των εφεσειόντων σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(i) του νόμου.

Η πρόσληψη  υπαλλήλου για να εκτελεί με τα ίδια μέσα τα καθήκοντα της εφεσίβλητης, καταδείχνει με βεβαιότητα ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε και σε περιορισμό του όγκου της εργασίας των εφεσειόντων. Η πραγματική πρόθεση των εφεσειόντων εντοπίζεται στην πιο κάτω περικοπή της μαρτυρίας της οικονομικής διευθύντριας κας Τσαγγάρη [*1991]που δόθηκε στο στάδιο της κύριας εξέτασης η οποία, αποκαλύπτει συνάμα και τον πραγματικό λόγο απόλυσης της εφεσίβλητης.

“Ε.  Απ’ ότι έχετε αντιληφθεί εσείς κα Τσαγγάρη, από τις συζητήσεις που συμμετείχατε ποιος ήταν ο λόγος που απολύθηκε η αιτήτρια;

Α.   Για να προσληφθεί κάποιος ο οποίος θα αντικαθιστούσε στο μέλλον τον κ. Χάλιο αλλά θα μπορούσε να κάμνει και τη δουλειά της κας Εύης, κάτι που πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσε η κα Εύη όταν θα έφευγε ο κ. Χάλιος να κρατήσει μόνη της το κατάστημα σαν τμηματάρχης.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν σε περιορισμό του όγκου εργασίας των εφεσειόντων αφού έλαβε υπόψη όχι μόνο ό,τι ήδη έχει προαναφερθεί, αλλά και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης,  σύμφωνα με την οποία το εισόδημα των εφεσειόντων από τις πωλήσεις του συγκεκριμένου καταστήματος τα τελευταία χρόνια ήταν περί τις £50.000 το μήνα .

Ως επιστέγασμα της διαπίστωσης  ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης οφειλόταν σε περιορισμό του όγκου των εργασιών του καταστήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη, αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση τα εξής:

“Ανεξάρτητα όμως από το πιο πάνω, κυριαρχικής σημασίας είναι το γεγονός ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε ενώπιόν μας, είτε ελεγμένοι λογαριασμοί είτε άλλα συγκριτικά στοιχεία, που να καταδεικνύουν το συνήθη κύκλο εργασιών της εργοδότριας εταιρείας, έστω του τμήματος ή του καταστήματος και κατά πόσο αυτός μειώθηκε σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών κατά το έτος της απόλυσης της αιτήτριας και σε περίπτωση μείωσης εάν αυτή η μείωση ήταν ουσιαστική και δεν επρόκειτο περί εποχιακής ή περιοδικής μείωσης του όγκου της εργασίας, που δεν θεωρείται μείωση δυνάμει των προνοιών του άρθρου 18(γ)(vii) του νόμου όπως αυτό έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χαράλαμπου Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. σελίς 703, 706.”

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στην αρχή που καθιέρωσε η Α. Ιάσωνος Λτδ ν. [*1992]Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703 συνιστά εσφαλμένη προσέγγιση γιατί η υπόθεση Ιάσωνος (ανωτέρω) σύμφωνα με την Α. Χρυσάνθου κ.α. ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 383, δεν αφορούσε το είδος της μαρτυρίας που μπορεί να τεκμηριώσει πλεονασμό αλλά τη συνάρτηση της εποχιακής και περιοδικής μείωσης του κύκλου εργασιών προς το συνήθη κύκλο εργασιών του εργοδότη.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο πέραν των όσων παρέθεσε για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι η απόλυση οφειλόταν σε περιορισμό του όγκου των εργασιών του συγκεκριμένου καταστήματος πρόσθεσε πως απέτυχαν ακόμα και να προσκομίσουν πειστικά στοιχεία για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό τους, και ως τέτοια στοιχεία, ανέφερε ενδεικτικά τους ελεγμένους λογαριασμούς κλπ.

Προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση ότι η απόρριψη της μαρτυρίας των εφεσειόντων οφειλόταν στην πειστικότητα της μαρτυρίας και όχι στο είδος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε προς απόδειξη του πλεονασμού. Η αναφορά του δικάσαντος δικαστηρίου στην Ιάσωνος (ανωτέρω) έγινε σε σχέση με το κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμό μείωση ήταν ουσιαστική και ότι δεν επρόκειτο περί εποχιακής ή περιοδικής μείωσης του όγκου εργασίας η οποία από μόνη της δεν αποτελεί λόγο πλεονασμού. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι οι πωλήσεις ηλεκτρικών ειδών περνούσαν περίοδο κρίσης δεν έχει αγνοηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο όπως διατείνονται οι εφεσείοντες. Στη σελίδα 11 της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται αναφορά στο μέρος τούτο της μαρτυρίας η οποία ωστόσο, αξιολογήθηκε με την υπόλοιπη μαρτυρία στο σύνολό της.

Το κρίσιμο ερώτημα ήταν λοιπόν, κατά πόσο υπήρξε περιορισμός του όγκου εργασίας των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο, αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχαν ενώπιον του τέτοια στοιχεία, οικονομικά ή λογιστικά, που θα μπορούσαν όντως να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό για περιορισμό του όγκου των εργασιών της επιχείρησης των εφεσειόντων ή του τμήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη.  Και εφόσον δεν υπήρξε μαρτυρία που βάσιμα θα μπορούσε να τεκμηριώσει την ύπαρξη συγκεκριμένων οικονομικών περιστάσεων δεν παρίστατο  ανάγκη εξέτασης κατά πόσο η απόλυση της εφεσίβλητης οφειλόταν αποκλειστικά ή κυρίως στις οικονομικές περιστάσεις των εφεσειόντων. Βλ. Murray v. Foyle Meats Ltd [1999] 3 All E.R. 769. Eκείνο που επηρέασε καθοριστικά την κρίση του Δικαστηρίου ήταν η διαπίστωση πως με βάση την αξιολογηθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία [*1993]δεν υπήρχαν στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν πειστικά τον περιορισμό του όγκου των εργασιών των εφεσειόντων. Με τη μαρτυρία των εφεσειόντων, αποκαλύφθηκε ότι η πραγματική τους πρόθεση ήταν η αντικατάσταση της εφεσίβλητης από τον υπάλληλο που προσλήφθηκε με προοπτική να αποκτήσει ο εν λόγω υπάλληλος την απαραίτητη πείρα για να πάρει τη θέση διευθυντή του τμήματος όταν ο κ. Χάλιος θα αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο