Τσιαντής Γεώργιος ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 ΑΑΔ 2029

(2001) 1 ΑΑΔ 2029

[*2029]18 Δεκεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΑΝΤΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

HELLENIC BANK (INVESTMENTS) LIMITED,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10914)

 

Έφεση — Άσκηση διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, και μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινά διατάγματα — Τα οποία εκδίδονται σε μονομερή αίτηση — Προϋποθέσεις εκδόσεώς τους — Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60).

Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινά διατάγματα — Έκδοση διατάγματος εξ πάρτε με βάση το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 — Αναγκαία η απόδειξη του στοιχείου του επείγοντος της έκδοσης του διατάγματος.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας από τον εφεσείοντα-εναγόμενο ποσό £141.120,00 το οποίο αντιπροσωπεύει αξία 350.000 μετοχών της εταιρείας K & G Complex Ltd, που αγόρασαν κατόπιν εντολής και για λογαριασμό του εφεσείοντος. Οι εφεσίβλητοι πέτυχαν, κατόπιν μονομερούς αίτησης την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορεύετο στον εφεσείοντα να πωλήσει, μεταβιβάσει, ενεχειριάσει ή άλλως πως αποξενώσει τις πιο πάνω μετοχές του. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ικανοποιούντο και οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) και κατέστησε απόλυτο το προσωρινό διάταγμα.

[*2030]Ο εφεσείων υποστήριξε κατ’ έφεση ότι:

1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έχει ικανοποιηθεί και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.

2) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν επέδειξαν καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματός τους είναι εσφαλμένο εν όψει των ευρημάτων του αναφορικά με τη δημιουργία του χρέους, τον χρόνο εξάσκησης του δικαιώματος επίσχεσης επί των μετοχών και τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής.

3) Οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το στοιχείο του επείγοντος όπως απαιτεί το Άρθρο 9 του Κεφ. 6.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Κατά την εξέταση της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής καθώς και το κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης. Στην παρούσα υπόθεση η έκδοση του διατάγματος σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει τον εφεσείοντα «έχοντας υπόψη την δεδηλωμένη θέση του ότι οι μετοχές αγοράσθηκαν χωρίς τις οδηγίες του και επομένως δεν του ανήκουν».

2.  Με δεδομένη την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση και ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, η προστασία των δικαιωμάτων των εφεσειόντων καθίστατο επείγον ζήτημα.  Επομένως το επίδικο διάταγμα μπορούσε να χορηγηθεί μετά από μονομερή αίτηση.  Περαιτέρω, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων εντός περιόδου μικρότερης των 4 μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης των δικηγόρων των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα, εξεταζόμενη σε συνάρτηση με τους δύο παράγοντες – την ουσία της υπόθεσης και τον επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντος – δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την άρνηση χορήγησης ενδιάμεσης θεραπείας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788,

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

[*2031]Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923,

Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473,

Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234,

Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892,

Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598,

Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1179,

Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475,

Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606,

Stavros Hotel Appartments Ltd κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836,

B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 861.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 26/9/00 (Αρ. Αγωγής 4064/00) με την οποία το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 4/5/00 με τον οποίο απαγορεύετο σ’ αυτόν να αποξενώσει τις μετοχές τις οποίες αγόρασαν οι ενάγοντες για λογαριασμό του κατέστη απόλυτο.

Ν. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πύργου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

AΡTEΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) είναι χρηματιστηριακή εταιρεία. Με αγωγή τους που κατέθεσαν στο [*2032]Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) στις 26.4.2000 αξίωσαν από τον εφεσείοντα-εναγόμενο (ο εφεσείων) το ποσό των £141,120.00. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει αξία 350,000 μετοχών της εταιρείας K & G Complex Ltd, που αγόρασαν, κατόπιν εντολής και για λογαριασμό του εφεσείοντα. Για την μερική ή ολική ικανοποίηση της απαίτησης τους ζήτησαν και διάταγμα πώλησης των μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.

Την 4.5.2000 οι εφεσίβλητοι πέτυχαν, κατόπιν μονομερούς αίτησης, την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στον εφεσείοντα να πωλήσει, μεταβιβάσει, διαθέσει, ενεχειριάσει ή άλλως πως αποξενώσει τις εν λόγω μετοχές «για τις οποίες εκδόθηκε το πιστοποιητικό με αρ. 18395, αρ. Μητρώου 05191856 και με αρ. Μεταβίβασης 18003 ημερ. 11.10.1999».

Ο εφεσείων αντέδρασε με την καταχώριση ένστασης. Αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η εξέταση όλων όσων τα μέρη είχαν θέσει ενώπιον του για τη συνέχιση ή όχι της ισχύος του διατάγματος.

Τα γεγονότα όπως είχαν τεθεί στην ένορκο δήλωση των εφεσιβλήτων, η οποία συνόδευε την μονομερή αίτηση τους, έχουν ως εξής:

Οι εφεσίβλητοι είναι χρηματιστηριακή εταιρεία και διεξάγουν νόμιμα τραπεζιτικές, επενδυτικές και χρηματιστηριακές εργασίες.

Ο εφεσείων ήταν πελάτης τους από το 1996 και κατόπιν οδηγιών του προέβαιναν σε αγορές και πωλήσεις μετοχών.  Στο πλαίσιο της σχέσης αυτής του αγόρασαν, στις 20.8.1999, 350,000 μετοχές της εταιρείας K & G Complex Ltd και χρέωσαν τον λογαριασμό του με το ποσό των £141,120.00. Για την αγορά αυτή έκδωσαν σημείωμα συμβολαίου (contract note) που επιβεβαίωνε την ολοκλήρωση της συναλλαγής το οποίο απέστειλαν αυθημερόν στον εφεσείοντα ο οποίος εξέφρασε και την ικανοποίηση του. Λίγες ημέρες, μάλιστα, αργότερα ο εφεσείων τους έδωσε οδηγίες για πώληση μέρους των μετοχών αλλά αυτές δεν υλοποιήθηκαν λόγω μη εξεύρεσης αγοραστή στην επιθυμητή τιμή.

Ο εφεσείων όφειλε να εξοφλήσει το πιο πάνω ποσό με την  ολοκλήρωση της συναλλαγής αλλά δεν το έπραξε. Εξακολουθεί μέχρι σήμερα να το οφείλει παρά τις συνεχείς τους οχλήσεις και την ειδοποίηση που του έστειλαν μέσω δικηγόρων την 3.1.2000. Λόγω αυτής της παράλειψης, και προκειμένου να εξασφαλίσουν το λαβείν [*2033]τους, προχώρησαν την 3.10.99 σε επίσχεση των μετοχών και έχουν στην  κατοχή τους το πρωτότυπο του τίτλου τους. Παρόλο ότι άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης υπάρχει κίνδυνος σταδιακής πώλησης των μετοχών από τον εφεσείοντα γιατί εφαρμόζεται το σύστημα αποϋλοποίησης των μετοχών και είναι δυνατή η μεταβίβαση τους και χωρίς πιστοποιητικό ιδιοκτησίας.

Ο εφεσείων στερείται ικανής περιουσίας και σε περίπτωση αποξένωσης των μετοχών θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο με ορατό τον κίνδυνο να μην μπορούν να εκτελέσουν πιθανή απόφαση προς όφελος τους.

Οι θέσεις που έχει προβάλει ο εφεσείων με την  ένορκη του δήλωση που συνόδευε την ένσταση του έχουν ως εξής:

Αρνήθηκε ότι ήταν πελάτης των εφεσιβλήτων, ότι τους έδωσε οδηγίες να του αγοράσουν τις επίδικες μετοχές, ότι περιήλθε σε γνώση του οποιοδήποτε σημείωμα συμβολαίου και ότι δήθεν εξέφρασε την ικανοποίηση του για την αγορά τους. Ποτέ δεν είχε απευθείας οποιανδήποτε συναλλαγή σε σχέση με μετοχές. Μόνο σε δύο περίπτωσεις, μια το 1996 και μια τον Ιούλιο του 1999, είχε αγοράσει μικρό αριθμό μετοχών, την αξία των οποίων πλήρωσε, μέσω υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας. Επειδή όμως στη δεύτερη περίπτωση οι ενέργειες της Ελληνικής Τράπεζας δεν ήταν οι ενδεδειγμένες σταμάτησε κάθε περαιτέρω συνεργασία μαζί της.

Την αγορά των επίδικων μετοχών την πληροφορήθηκε για πρώτη φορά μέσω κάποιου Σαρρή ο οποίος, λόγω των διαμαρτυριών του, υποσχέθηκε να εξετάσει τις κασέτες όπου ηχογραφούνται οι τηλεφωνικές συνομιλίες. Τέτοιες κασέτες, όμως, δεν υπήρχαν γιατί ο ίδιος ουδέποτε έδωσε οδηγίες για αγορά των μετοχών.

Εξέφρασε έλλειψη κατανόησης γιατί οι εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν στην πώληση των μετοχών τον Νιόβρη του 1999 που η αξία τους ήταν υπερδιπλάσια κάτι που θα του επέφερε κέρδος £140,000 περίπου – ή, τουλάχιστο, γιατί δεν τον ειδοποίησαν ότι θάταν σωστό να πωληθούν τότε.

Οι πράξεις ή οι παραλείψεις των εφεσιβλήτων, που σχετίζονται με τις επίδικες μετοχές συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών «γι’  αυτό τους κατάγγειλε στις 14.6.2000 στην Επιτροπή Χρηματαγοράς».

Στο στάδιο των αγορεύσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφε[*2034]σείοντα επικέντρωσε την προσοχή του στην ανυπαρξία του στοιχείου του κατεπείγοντος.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι για να πετύχει μια αίτηση για προσωρινό διάταγμα πρέπει, σύμφωνα με το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60) να συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

1.  Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.

2.  Η πιθανότητα ο αιτητής να δικαιούται στη θεραπεία που ζητεί με την αγωγή του ή ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

3.  Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα.

Με βάση τα γεγονότα της  υπόθεσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις ικανοποιούνται πλήρως.  Σε ότι αφορά την τρίτη προϋπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι σε περίπτωση που τελικά οι εφεσίβλητοι πετύχουν στην έκδοση απόφασης προς όφελος τους έχουν καλούς λόγους να αναμένουν και την έκδοση διατάγματος για πώληση των μετοχών που αποτελεί την σοβαρή τους ελπίδα για ικανοποίηση της απόφασης, που στη βάση των όσων επικαλούνται, ενδεχόμενα να εκδοθεί προς όφελος τους. Αποξένωση των μετοχών εκ μέρους του εφεσείοντα – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «θάχε σαν αποτέλεσμα ένα ενδεχόμενο διάταγμα πώλησης των μετοχών να παραμείνει χωρίς αντικείμενο κάτι που συνεπάγεται κίνδυνο για ικανοποίηση της απόφασης». Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Κάτω απ’ αυτές τις παρατηρήσεις, αναπόφευκτη είναι και η κρίση ότι ικανοποιείται και η Τρίτη προϋπόθεση. Το γεγονός δε ότι οι αιτητές έχουν ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης των μετοχών δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω κρίση. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού σίγουρα λειτουργεί ως ένα εμπόδιο στην πώληση των μετοχών αλλά δεν εξαλείφει τον κίνδυνο πώλησης τους και χωρίς τίτλο, κάτι που θα επιφέρει επιπλοκές. Επί του προκειμένου δεν θάταν άσκοπο να παρατηρηθεί ότι ενώ ο καθ’ ου η αίτηση αρνείται ότι έχει δώσει οδηγίες για αγορά των μετοχών, και επομένως οι μετοχές δεν του ανήκουν, την ίδια στιγμή αντιμάχεται την συνέχιση της ισχύος του διατάγματος.  Την σκοπιμότητα της στάσης αυτής αδυνατώ να την αντιληφθώ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το βάρος για ικανοποίηση των κριτηρίων έκδοσης ενός διατάγματος της εξεταζόμενης φύσης δεν το έχει ο αιτητής, [*2035]γι’ αυτό και προχωρώ στην εξέταση του στοιχείου του κατεπείγοντος επί του οποίου επικέντρωσε την προσοχή της η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση.»

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα του κατεπείγοντος. Σημείωσε ότι «η έκδοση διατάγματος εξ πάρτε με βάση το αρ. 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος ή άλλες ειδικές περιστάσεις».

Συνόψισε τα λεχθέντα στην Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788 και κατέληξε ως εξής:

«Στην εξεταζόμενη περίπτωση το χρέος, σύμφωνα με τους αιτητές, δημιουργήθηκε στις 20.8.1999. Ακολούθησαν οι οχλήσεις τους προς τον καθ’ ου η αίτηση για εξόφληση, η επίσχεση των μετοχών στις 3.10.99, η ειδοποίηση των δικηγόρων στις 3.1.2000 και τέλος, στις 26.4.2000, η καταχώρηση της αγωγής και της μονομερούς αίτησης στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα.

Η απλή παράθεση των πιο πάνω γεγονότων, και με την σειρά που έχουν εκτεθεί, έχω την άποψη ότι αφαιρεί κάθε βάση για επιχειρηματολογία ότι οι αιτητές καθυστέρησαν στην προώθηση του αιτήματος τους για την έκδοση του διατάγματος ή δημιούργησαν οποιαδήποτε εντύπωση στον καθ’ ου η αίτηση ότι δεν θα διεκδικούσαν και δικαστικά την εξόφληση του λαβείν τους με παράλληλη δικαστική δέσμευση των μετοχών. Αλλά και να υπήρξε καθυστέρηση, αυτή πώς επηρέασε τον καθ’ ου η αίτηση;

Η αντιστάθμιση του εκατέρωθεν πιθανού επηρεασμού από την έκδοση του διατάγματος σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει τον καθ’ ου έχοντας υπόψη την δεδηλωμένη θέση του ότι οι μετοχές αγοράσθηκαν χωρίς τις οδηγίες του και επομένως δεν του ανήκουν. Αυτός, αν τελικά πετύχει στην υπεράσπιση του, ό,τι μπορεί να αναμένει είναι η απόρριψη της αγωγής χωρίς να του αναγνωρισθούν και δικαιώματα στις μετοχές. Από την άλλη πλευρά, αν τελικά οι αιτητές πετύχουν στην αγωγή τους και στο μεταξύ υλοποιηθεί ο κίνδυνος πώλησης των μετοχών αυτό θα τους δημιουργήσει δυσκολίες στην ικανοποίηση της απόφασης και εν πάση περιπτώσει δεν θάχουν την δυνατότητα να πωλήσουν τις μετοχές, όπως ζητούν με την αγωγή τους, για μερική ή ολική ικανοποίηση της απόφασης. Επί του προκειμένου δεν θάταν άσκοπο να παρατηρηθεί, ότι ναι μεν οι αιτητές δεν δίδουν στην ένορκη τους δήλωση λεπτομέρειες για το σύστημα αποϋλοποίη[*2036]σης των μετοχών αλλά αυτό, κατά την άποψη μου, δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ενδιάμεση θεραπεία που ζητούν. Ό,τι ενέχει σημασία είναι ότι έχουν καταδείξει υπαρκτόν κίνδυνο για πώληση των μετοχών έστω και αν έχουν ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης και κατέχουν το πρωτότυπο του τίτλου τους. Ο κίνδυνος αυτός, με δεδομένη την ικανοποίηση των τριών προϋποθέσεων έκδοσης του διατάγματος, καθιστά το όλο ζήτημα επείγον για την προστασία των δικαιωμάτων τους τα οποία θα υποστούν άμεση ζημιογόνο επίδραση σε περίπτωση υλοποίησης του κινδύνου. Συνακόλουθα  έχει καταδειχθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος και της ανάγκης έκδοσης και συνέχισης της ισχύος του διατάγματος.

Για όλα τα πιο πάνω η ισχύς του διατάγματος θα πρέπει να παραταθεί και παρατείνεται μέχρι το τέλος της δίκης και το διάταγμα γίνεται απύλυτο.»

Η έφεση.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέστησε απόλυτο το προσωρινό διάταγμα. Το σφάλμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετίζεται με το συμπέρασμα του ότι έχει ικανοποιηθεί η τρίτη προϋπόθεση του αρ. 32 του Ν 14/60. Ο κ. Γεωργιάδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι το σχετικό συμπέρασμα είναι εντελώς αδικαιολόγητο και αντίθετο με τη δοθείσα μαρτυρία. Στην ένορκη δήλωση τους οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ότι άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης. Επομένως έχουν εξασφαλίσει ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να πωλήσει τις επίδικες μετοχές.

Η εκκαλούμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά διακριτική ευχέρεια. Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

(α)   Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β)   Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

[*2037](γ)  Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, Poltava Petroleum Co. v. Mexana Oil Limited κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης. Έχουμε λάβει υπόψη το αποδεικτικό υλικό το οποίο βρισκόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εντός των ορθών πλαισίων. Το επίδικο συμπέρασμα του δικαιολογείται πλήρως από το ενώπιον του υλικό. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους των εφεσιβλήτων στην προώθηση του αιτήματος τους είναι εσφαλμένο εν όψει των ευρημάτων του αναφορικά με το χρόνο δημιουργίας του χρέους, το χρόνο εξάσκησης του δικαιώματος επίσχεσης επί των μετοχών και τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι εν όψει της μαρτυρίας οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το στοιχείο του επείγοντος «ως απαιτεί το άρθρο 9 του Κεφ. 6 αλλά ούτε και καμιά εξήγηση έδωσαν για την πολύμηνη καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής τους και ως εκ τούτου το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα ex parte».

Στην Bacardi & Co. Ltd, πιο πάνω, έχει γίνει εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής:

«Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, άνκαι τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μη απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής τηρουμένων των προνοιών του περί Παραγραφής Νόμου, 1939 (Copinger and Skone James on Copyright, 12η  έκδοση, παρα. 633)*.

Στον Kerly΄s (πιο πάνω), παρα. 15-68 το θέμα τίθεται ως εξής:

‘Οποιαδήποτε σημαντική μη αναγκαία καθυστέρηση στην επιδίωξη ενδιάμεσης θεραπείας ενδέχεται να γείρει το ισοζύγιο της ευχέρειας εναντίον του ενάγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να αρχίζει χωρίς προειδοποίηση. Η καθυστέρηση λόγω της παράλειψης των εναγομένων να απαντήσουν σε επιστολές μπορεί να συγχωρεθεί’.**

Στον Kerr of Injunctions (πιο πάνω), σελ. 360-61 υιοθετείται η ίδια προσέγγιση. ‘Η απλή καθυστέρηση στην έναρξη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση της παραβίασης φαίνεται ότι δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση διατάγματος κατά την ακρόαση της αγωγής. Ωστόσο καθυστέρηση δυνατόν να οδηγήσει το δικαστήριο στο να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος ειδικά όταν ο εναγόμενος έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση στην οποία έχει χρησιμοποιήσει το επίδικο σήμα με πασίγνωστο τρόπο’*.»

Έχει νομολογηθεί ότι το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 9 του Κεφ. 6 (Βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179, Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475, Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606, Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841 και Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864).

Στην Timberland (πιο πάνω), μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα, παρεμποδίζον τους εφεσίβλητους να πωλούν ή διαθέτουν υποδήματα με το έμβλημα των προϊόντων των εφεσειόντων ή με έμβλημα ουσιωδώς όμοιο προς αυτό.

Οι εφεσείοντες, ενώ έλαβαν γνώση των δραστηριοτήτων των εφεσιβλήτων, πωλητών υποδημάτων στην Πάφο, αφότου άρχισε η εμπορική τους δραστηριότητα στην Κύπρο, το Μάϊο του 1994, δεν πήραν κανένα μέτρο εναντίον τους μέχρι το Φεβρουάριο του 1995.  Η επίκληση των επικείμενων ξεπουλημάτων, ως στοιχείου προσδίδοντος την υφή του κατεπείγοντος στο αίτημά τους, χαρακτηρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως «μη σοβαρή». Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα εν όψει, ανάμεσα σ’ άλλα, και της αποκαλυφθείσας καθυστέρησης.

Το Εφετείο διαφώνησε με την πρωτόδικη προσέγγιση. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα ‘επικείμενα ξεπουλήματα’ δεν αποτελούσαν γεγονός που έτεινε να προσδώσει επείγοντα χαρακτήρα στο αίτημα. Πρόκειται για περίοδο, κατά την οποία οι πωλήσεις είναι σε έξαρση και ο πιθανός επηρεασμός από την αντιποίηση εμπορευμάτων μεγάλος. Η έναρξη εμπορικής δραστηριότητας, εκ μέρους των εφεσειόντων, στην Πάφο, συνιστούσε γεγονός το οποίο καθιστούσε το αίτημα ακόμη πιο επείγον. Το ότι το γεγονός δεν αποκαλύφθηκε εξαρχής, δεν αναιρούσε το κατεπείγον του αιτήματος, αλλά το καθιστούσε ολιγότερο δραστικό. Σημασία θα είχε η μη αποκάλυψή του, εάν αφαιρούσε από τα ερείσματα του κατεπείγοντος.

...............................................................................................................

Όπως αποφασίστηκε στην M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. ν. The Timberland Co. of USA (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι, δοθείσας της [*2040]αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τους εφεσείοντες, με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας, η προστασία των δικαιωμάτων τους καθίστατο επείγον ζήτημα, λόγω της φύσης των παραβιάσεων και των άμεσων ζημιογόνων επιδράσεων στα δικαιώματα τους.»

Από τα λεχθέντα στην Bacardi & Co., πιο πάνω, είναι καθαρό ότι κατά την εξέταση της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής καθώς και το κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με  οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η έκδοση του επίδικου διατάγματος σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζει τον εφεσείοντα «έχοντας υπόψη την δεδηλωμένη θέση του ότι οι μετοχές αγοράσθηκαν χωρίς τις οδηγίες του και επομένως δεν του ανήκουν». Επομένως σε σχέση και με τους δύο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη η πλάστιγγα κλίνει εναντίον του εφεσείοντα.

Αυτό που προκύπτει από τα νομολογηθέντα στην Timberland (πιο πάνω) είναι το εξής:

Το κατεπείγον του θέματος μπορεί να προκύψει και μετά την γένεση της βάσης της αγωγής. Όπως παρατηρεί ο Χατζηχαμπής, Δ. στην Χριστοδούλου (πιο πάνω) «το κρίσιμο στοιχείο για την αίτηση δεν ήταν ο χρόνος έγερσης της αιτίας αγωγής αλλά ο χρόνος πληροφόρησης του εφεσίβλητου για τη δυνατότητα του να επιτύχει την ενδιάμεση θεραπεία».

Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι επεδίωξαν την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους εντός περιόδου μικρότερης των 4 μηνών από την ημερομηνία  της ειδοποίησης των δικηγόρων των εφεσιβλήτων – 2.1.2000 – προς τον εφεσείοντα.  Ισχυρίστηκαν ότι παρά την επίσχεση ήταν δυνατή η πώληση των μετοχών κατ’ εφαρμογή του συστήματος της αποϋλοποίησης και ότι «είναι κατεπείγον όπως δοθεί το διάταγμα καθ’ ότι ο εναγόμενος θα μπορεί να πωλήσει, μεταβιβάσει και αποξενώσει τις μετοχές».

Έχουμε λάβει υπόψη τα σχετικά γεγονότα. Με δεδομένη την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση και ορατή την πιθανότητα επιτυχίας θεωρούμε ότι η προστασία των δικαιωμάτων των εφεσειόντων καθίστατο επείγον ζήτημα. Επομένως το επίδικο διάταγμα μπορούσε να χορηγηθεί μετά από μονομερή αίτηση. Περαιτέρω [*2041]θεωρούμε ότι η καθυστέρηση – μικρότερη των 4 μηνών – εξεταζόμενη σε συνάρτηση με τους πιο πάνω δύο παράγοντες – την ουσία της υπόθεσης και τον επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντα -  δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την άρνηση χορήγησης ενδιάμεσης θεραπείας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο