Magdon G. J. Ltd ν. A. L. Metal Trading Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 2064

(2001) 1 ΑΑΔ 2064

[*2064]19 Δεκεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

G.J.MAGDON LTD,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

A.L. METAL TRADING LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10992)

 

Πολιτική Δικονομία — Εμφάνιση υπό αίρεση — Κατά πόσο συνιστούσε υπαγωγή στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

― Αναστολή διαδικασίας ― Αγωγή στη βάση συμφωνίας που έγινε στη Κύπρο για εκτέλεση εργολαβικών εργασιών στη Μόσχα ― Ισχυρισμός ότι η Κύπρος δεν είναι το forum conveniens ― Αρχές που διέπουν το θέμα ― Το βάρος αποδείξεως ότι το Δικαστήριο της Μόσχας ήταν πιο κατάλληλο να δικάσει την υπόθεση, αντί των δικαστηρίων της Κύπρου, το έχει ο εναγόμενος ― Διαφοροποίηση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης από την Shehata v. Elias.

Διαιτησία — Αίτημα για παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία για να ανασταλεί η διαδικασία στην αγωγή.

Η εφεσείουσα-εναγόμενη καταχώρησε αίτηση για ακύρωση ή αναστολή ή παραμερισμό της επίδοσης της αγωγής για ισχυριζόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας των Δικαστηρίων της Κύπρου να εκδικάσουν την αγωγή. Η αίτηση καταχωρήθηκε μετά πάροδο 9 μηνών από την καταχώριση υπό αίρεση του σημειώματος εμφάνισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επειδή η εφεσείουσα είχε δεχθεί να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Η εφεσείουσα υποστήριξε κατ’ έφεση πως:

Α) Εφόσο δεν προέβη σε οποιοδήποτε νέο διάβημα στη διαδικασία, μπορούσε μετά την καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης να προχωρήσει με την επίδικη αίτηση ακύρωσης του κλητηρίου εντάλματος,

[*2065]Β)   Το κατάλληλο Δικαστήριο για εκδίκαση της υπόθεσης ήταν το Δικαστήριο της Μόσχας εφόσον οι εργασίες για τις οποίες προέκυψε η επίδικη διαφορά γίνονται εκεί, όπου ευρίσκεται και το αποδεικτικό υλικό και

Γ) Η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί σε διαιτητία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Δ.16, θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και η σχετική νομολογία, αποσκοπούν στην άμεση και κατά προτεραιότητα εξέταση πιθανής ένστασης στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να παραμένει στην ελεύθερη επιλογή χρόνου από τον εναγόμενο.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, βάσει του Άρθρου 21(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, δεδομένου ότι η συμφωνία έγινε στην Κύπρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πολύ ορθά, αφού αξιολόγησε τα πιο πάνω έκρινε πως η εφεσείουσα δεν έδειξε κανένα βάσιμο λόγο ώστε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που είχε, να δείξει δηλαδή ότι το δικαστήριο της Μόσχας ήταν πιο κατάλληλο να δικάσει την υπόθεση, αντί των Δικαστηρίων της Κύπρου.

3.  Δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του Άρθρου 7 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, για να ανασταλεί η διαδικασία στην αγωγή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136,

Παπακόκκινου ν. Landroke P/C (1995) 1 A.A.Δ. 1090,

Shehata v. Ellias (1995) 1 A.A.Δ. 621.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 4/12/00 (Αρ. Αγωγής 5340/98) με την οποία απέρριψε στις 4/12/00 την αίτησή της για παραμερισμό της επίδοσης της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιο[*2066]δοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν την αγωγή.

Γ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι είναι υπεράκτιες εταιρείες, η εφεσείουσα με έδρα τη Λευκωσία και η εφεσίβλητη τη Λεμεσό.  Στις 15.5.98 η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας, σε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο, με την οποία αξιώνει $32.193,03 Αμερικής, ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες, ως υπόλοιπο συμφωνηθέντος και ή ευλόγου τιμήματος για την εκτέλεση εργασιών και την προμήθεια υλικών σε κτίρια και εγκαταστάσεις στη Μόσχα, στα οποία η εφεσείουσα εκτελούσε εργολαβικές εργασίες. Η εφεσείουσα καταχώρισε στις 12.6.98, χωρίς προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία.  Στις 27.11.98 η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για έκδοση απόφασης, λόγω παράλειψης εκ μέρους της εφεσείουσας να καταχωρίσει έκθεση υπεράσπισης.  Η αίτηση αυτή τελικά αποσύρθηκε, αφού έγιναν ορισμένες εμφανίσεις των δικηγόρων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου. Στις 8.3.99 η εφεσείουσα καταχώρισε την επίμαχη αίτηση με την οποία ζητούσε την ακύρωση ή αναστολή ή παραμερισμό της επίδοσης της αγωγής, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας ή γιατί τα Δικαστήρια της Κύπρου δεν είναι τα προσφορότερα για να εκδικάσουν την αγωγή.  Η εφεσίβλητη πρόβαλε ένσταση.  Η αίτηση προχώρησε στην ακρόαση στη βάση του υλικού των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν εκατέρωθεν. 

Ο Δικαστής, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε η αίτηση, την απέρριψε στις 4.12.00. Στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης εξετάζονται με λεπτομέρεια όλα τα ζητήματα που ηγέρθηκαν στην αίτηση. Συγκεκριμένα ο Δικαστής αναφέρθηκε, στην αρχή της απόφασης του, στη Δ.16 θ.9 η οποία προβλέπει πως ο εναγόμενος δικαιούται, χωρίς προηγουμένως να έχει διαταγή του δικαστηρίου που να του επιτρέπει να καταχωρίσει εμφάνιση υπό αίρεση, να υποβάλει αίτηση για τον παραμερισμό της επίδοσης προς αυτόν του κλητηρίου εντάλματος. Παρατήρησε δε πως ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν ακολούθησε τις πιο πάνω πρόνοιες.  Στη συνέχεια ο Δικαστής ασχολήθηκε με τη νομολογία, με ειδική αναφορά στις υποθέσεις Γεωρ[*2067]γιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136 και Παπακόκκινου ν. Landroke P/C (1995) 1 Α.Α.Δ. 1090, για να εκφράσει την άποψη πως ο δεύτερος τρόπος, για την προώθηση  αίτησης παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος, είναι η ταυτόχρονη καταχώριση τέτοιας αίτησης μαζί με την καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης. Όπως είναι παραδεκτό η εφεσείουσα δεν χρησιμοποίησε μήτε αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα, μετά την καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης στις 12.6.98, και συγκεκριμένα στις 8.3.99, καταχώρισε την επίδικη αίτηση. Με αυτά τα δεδομένα ο Δικαστής αποφάνθηκε, και να πούμε αμέσως πολύ ορθά, πως η εφεσείουσα είχε δεχθεί και υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων.

Προβλήθηκε ενώπιον μας η εισήγηση πως το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τη νομολογία.  Προτείνει ο δικηγόρος της εφεσείουσας πως ως ο εναγόμενος, εφόσο δεν προέβη σε οποιοδήποτε νέο διάβημα στη διαδικασία, μπορούσε μετά την καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης να προχωρήσει με την επίδικη αίτηση ακύρωσης του κλητηρίου εντάλματος. 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση, η οποία απολήγει στην ουσία σε απεριόριστο δικαίωμα του εναγομένου να ενεργεί κατά το δοκούν ενώ εκκρεμεί εναντίον του  καταχωρισθείσα αγωγή. Αυτό έγινε και στην υπόθεση που εξετάζουμε, όπου η εφεσείουσα επέλεξε να καταχωρίσει την επίμαχη αίτηση 9 μήνες μετά την εκ μέρους της καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης. Ο κανονισμός που θέσαμε πιο πάνω, και η νομολογία, αποσκοπούν στην άμεση και κατά προτεραιότητα εξέταση πιθανής ένστασης στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να παραμένει στην ελεύθερη επιλογή χρόνου από τον εναγόμενο.

Δεύτερη εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν πως το κατάλληλο Δικαστήριο να δικάσει την υπόθεση είναι αυτό της Μόσχας, εφόσον οι εργασίες για τις οποίες προέκυψε η επίδικη διαφορά γίνονται εκεί, όπου ευρίσκεται και το αποδεικτικό υλικό.

Δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβητηθεί η δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, βάσει του άρθρου 21(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, δεδομένου ότι η συμφωνία έγινε στην Κύπρο, όπου μάλιστα έγιναν στην εφεσίβλητη και πληρωμές από την εφεσείουσα για την εκτέλεση των εργασιών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πολύ ορθά κατά τη γνώμη μας, αξιολογώντας τα πιο πάνω έκρινε πως η εφεσείουσα δεν έδειξε κανένα βάσιμο λόγο ώστε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που είχε, να δείξει δηλαδή ότι το δικαστήριο της Μόσχας ήταν πιο κατάλληλο να δικάσει την υπόθε[*2068]ση, αντί των δικαστηρίων της Κύπρου. Η παραπομπή στην αναφορά στην υπόθεση Shehata v. Ellias (1995) 1 A.A.Δ. 621 στηρίζει την άποψη του πρωτόδικου Δικαστή αναφορικά με τη νομική της πτυχή, και η επισήμανση του των διαφορετικών γεγονότων της πιο πάνω υπόθεσης με αυτά της παρούσας, είναι ορθή.

Τελειώνοντας, μόνο λίγα λόγια για την τελευταία εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η διαφορά θα έπρεπε να παραπεμφθεί από αυτό σε διαιτησία. Όπως, πάλιν πολύ ορθά, υπέδειξε το Δικαστήριο η εισήγηση αυτή δεν στηρίκτηκε σε οποιοδήποτε όρο της συμφωνίας των διαδίκων περί παραπομπής οποιασδήποτε διαφοράς θα ανέκυπτε από την εκτέλεση της σύμβασης σε διαιτησία.  Ζητήθηκε απλώς από το Δικαστήριο να παραπέμψει τη διαφορά, λόγω της φύσης της, σε διαιτησία. Κάτι βεβαίως που ορθά απορρίφθηκε, γιατί δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του άρθρου 7 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4, για να ανασταλεί η διαδικασία στην αγωγή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο