Pelekanos C & A Associates Ltd ν. Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1 ΑΑΔ 2075

(2001) 1 ΑΑΔ 2075

[*2075]20 Δεκεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

C & A PELEKANOS ASSOCIATES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11103)

 

Πολιτική Δικονομία — Τροποποίηση δικογράφων — Αίτηση για τροποποίηση της γενικής οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος — Μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης — Οδήγησε στην απόρριψή της.

Η αγωγή των εφεσειόντων κινήθηκε την 31.3.1989 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Με την γενική οπισθογράφηση οι εφεσείοντες αξίωναν ως θεραπείες τη λήψη λογαριασμού και άλλες πέντε παρεπόμενες θεραπείες.

Στις 6.12.2000 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος.  Με την τροποποίηση, στην οποία αντιτάχθηκε η άλλη πλευρά, θα εισάγονταν εξειδικεύσεις υπό μορφή συγκεκριμμενοποίησης ορισμένων πτυχών ως προοίμιο νέας αίτησης η οποία θα ακολουθούσε ώστε να συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχοι ισχυρισμοί στην έκθεση απαίτησης, προφανώς διότι οι εφεσείοντες θεώρησαν πως χωρίς τέτοιο έρεισμα δεν θα τους παρεχόταν η δυνατότητα να προσκομίσουν μαρτυρία σε σχέση με αυτές τις πτυχές. Η αίτηση απορρίφθηκε την 1.6.2001.  Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Το ιστορικό της υπόθεσης, φανερώνει ανάγλυφη την αργοπορία των εφεσειόντων στο αίτημα τους για τροποποίηση.  Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση, είναι απόλυτα ορθή, και ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης, [*2076]ανεξήγητη.  Οι εφεσείοντες εξάντλησαν κάθε περιθώριο.  Η όσο το δυνατό συντομότερη λήξη της αντιδικίας είναι ιδιαίτερα επιτακτική και αναγκαία για τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 1/6/01 (Αρ. Αγωγής 2955/89) με την οποία απέρριψε αίτησή τους για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αγωγή των εφεσειόντων, υπ’ αρ. 2955/89 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, κινήθηκε την 31 Μαρτίου 1989 με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Οι γραπτές προτάσεις συμπληρώθηκαν στις 29 Μαΐου 1990 με την καταχώριση απάντησης και υπεράσπισης σε ανταπαίτηση. Ορίστηκε ως ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης η 26 Νοεμβρίου 1990.  Η υπόθεση όμως αναβλήθηκε. Πότε για τον ένα λόγο και πότε για τον άλλο, διαδοχικές αναβολές πήραν την υπόθεση μέχρι τις 18 Μαΐου 1993 που εν τέλει ξεκίνησε η δίκη. Συνεχίστηκε η δίκη και, αφού κατέθεσε ο Χριστόφορος Πελεκάνος, διευθύνων σύμβουλος και κύριος μάρτυρας των εφεσειόντων, διακόπηκε κατά το τέλος του 1994 όταν ο Πρόεδρος του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξαγόταν, διορίστηκε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτή η εξέλιξη σήμαινε βέβαια πως η δίκη θα διεξαγόταν εξ υπαρχής.

Ακολούθησε νέος κύκλος αναβολών. Και, επτά χρόνια μετά τη [*2077]διακοπή της, η δίκη δεν ξανάρχισε ακόμα. Σκιαγραφούμε τις κύριες εξελίξεις αυτής της περιόδου. Ύστερα από αλλεπάλληλες αναβολές της υπόθεσης κατά το 1995, 1996 και 1997, απεβίωσε ο Χρ. Πελεκάνος. Αυτός ήταν ο λόγος αναβολής στις 14 Απριλίου 1997 που η υπόθεση βρισκόταν για πολλοστή φορά ορισμένη για δίκη. Ορίστηκε για τις 20 Ιουνίου 1997, ημερομηνία κατά την    οποία ζητήθηκε νέα αναβολή επειδή, καθώς δηλώθηκε, ο συνήγορος των εφεσειόντων ήταν απασχολημένος σε ακρόαση άλλης υπόθεσης και επειδή χρειαζόταν ακόμα χρόνος για να μελετηθεί το πρόβλημα που προέκυπτε από το θάνατο του κύριου μάρτυρα. Η   υπόθεση ορίστηκε για μνεία στις 8 Ιουλίου 1997. Εν συνεχεία ορίστηκε για δίκη στις 6 Οκτωβρίου 1997, μετά στις 15 Οκτωβρίου 1997, μετά στις 12 και  13 Ιανουαρίου 1998 και ύστερα, αφού, καθώς συνάγεται, δηλώθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων η πρόθεση τους να καταχωρίσουν σχετική αίτηση, η υπόθεση ορίστηκε για προγραμματισμό στις 16 Φεβρουαρίου 1998, μετά στις 27 Φεβρουαρίου 1998 και μετά στις 31 Μαρτίου 1998.

Πριν από την τελευταία ημερομηνία, στις 11 Μαρτίου 1998, καταχωρίστηκε αίτηση με την οποία ζητείτο να ληφθεί υπόψη στη νέα δίκη η μαρτυρία που ο αποβιώσας Χρ. Πελεκάνος είχε δώσει στη διακοπείσα. Η άλλη  πλευρά  έφερε  ένσταση. Το Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 10 Ιουνίου 1998, δεν ενέκρινε το αίτημα. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1999 το Εφετείο απέρριψε την έφεση.

Η υπόθεση ορίστηκε για τα περαιτέρω στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 25 Οκτωβρίου 1999.  Οι εφεσείοντες ζήτησαν χρόνο να καθορίσουν τη θέση τους και η υπόθεση αναβλήθηκε για προγραμματισμό στις 4 Νοεμβρίου 1999, ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 7 Φεβρουαρίου 2000. Αναβλήθηκε όμως για τις 30 Μαρτίου 2000.  Μετά πάλι για προγραμματισμό, πρώτα στις 12 Μαΐου 2000 και έπειτα στις 18 Μαΐου 2000 οπότε οι εφεσείοντες ζήτησαν και άλλο χρόνο με σκοπό να μελετήσουν το ενδεχόμενο να υποβάλουν αίτηση για τροποποίηση. Το Δικαστήριο επεσήμανε πως δεν υπήρχε περιθώριο και όρισε την υπόθεση για δίκη στις 18 Σεπτεμβρίου 2000. Επειδή όμως ο δικηγόρος που είχε εμφανιστεί εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν σημείωσε την ημερομηνία, οι εφεσείοντες, όντας ανέτοιμοι, ζήτησαν και πάλι αναβολή. Η υπόθεση ορίστηκε για δίκη στις 4 Οκτωβρίου 2000 και έπειτα στις 7 Δεκεμβρίου 2000.

Μια ημέρα πριν από την τελευταία ημερομηνία κατατέθηκε αίτηση για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλ[*2078]ματος και η δίκη αναβλήθηκε για να αναμένει την έκβαση.  Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 1 Ιουνίου 2001, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Κεντρική θέση σε ό,τι με τη γενική οπισθογράφηση οι εφεσείοντες αξιώνουν ως θεραπείες κατέχει η λήψη λογαριασμού ενώ άλλες πέντε θεραπείες - δήλωση, διαταγές, οδηγίες - εμφανίζονται ως παρεπόμενες. Παραθέτουμε την αξίωση για λογαριασμό, που δίνει και το στίγμα της αγωγής:

“(Α) Λογαριασμόν όλων των χρημάτων τα οποία εισέπραξε και ή έλαβε ο Εναγόμενος, παρά της Σαουδαραβικής εταιρείας PELEZA SAUDI-CYPRUS CONSTRUCTION LIMITED και ή άλλοθεν εις Σαουδικήν Αραβίαν, ως αντιπρόσωπος και ή καταπιστευματοδόχος (trustee) των Εναγόντων διά λογαριασμόν και προς όφελος των Εναγόντων και ή λογαριασμόν των χρημάτων τα οποία ο Εναγόμενος θα ηδύνατο να εισπράξη εάν δεν επεδείκνυε ηθελημένην παράλειψη (wilful default) ή αμέλειαν και τον τρόπον διαθέσεως των χρημάτων τούτων.”

Με την σκοπούμενη τροποποίηση,  στην οποία αντιτάχθηκε η άλλη πλευρά, θα εισάγονταν εξειδικεύσεις υπό μορφή συγκεκριμμενοποίησης ορισμένων πτυχών ως προοίμιο νέας αίτησης η οποία θα ακολουθούσε ώστε να συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχοι ισχυρισμοί στην έκθεση απαίτησης, προφανώς διότι οι εφεσείοντες θεώρησαν πως χωρίς τέτοιο έρεισμα δεν θα τους παρεχόταν η δυνατότητα να προσκομίσουν μαρτυρία σε σχέση με αυτές τις πτυχές.  Σε ένορκη δήλωση ημερ. 6 Δεκεμβρίου 2000, η οποία συνόδευε  την αίτηση, ο νέος διοικητικός σύμβουλος των εφεσειόντων, κ. Γιαννάκης Πελεκάνου, εξήγησε το διάβημα με αναφορά στα εξής:  (α) πως μετά που άρχισε η πρώτη δίκη ο εφεσίβλητος παρέδωσε ορισμένα έγγραφα· (β) πως περιήλθε σε γνώση του πως στο πλαίσιο του επίδικου λογαριασμού ο εφεσίβλητος είχε εισπράξει, αντισυμβατικά, ορισμένα ποσά και πως είχε προβεί σε πληρωμές με χρήματα στα οποία εδικαιούντο οι εφεσείοντες· (γ) πως ο εφεσίβλητος παρέλειψε να δώσει διευκρινίσεις αναφορικά με τελικό λογαριασμό εκκαθάρισης τον οποίο εκείνος παρέδωσε στους εφεσείοντες· (δ) πως ο εφεσίβλητος παρέδωσε  έγγραφο σχετιζόμενο με κάποια διαιτησία χωρίς να δώσει λεπτομέρειες· και (ε) πως η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης οφειλόταν στο ότι ο μόνος που γνώριζε τα γεγονότα ήταν ο αποβιώσας Χρ. Πελεκάνος, οπότε έπρεπε ο ίδιος  να κατατοπιστεί για να γνωρίζει τα επίδικα θέματα ώστε να μπορεί να δώσει μαρτυρία και ότι ο εφεσίβλητος παρέδωσε ορισμένα έγγρα[*2079]φα τα οποία έπρεπε να εξετασθούν και ή αναλυθούν κατά το δυνατόν.

Την επιδιωκόμενη τροποποίηση το Δικαστήριο την αντίκρυσε στη σωστή της διάσταση, προσδιόρισε με ακρίβεια τη φύση και τον σκοπό της στο πλέγμα της ήδη διατυπωθείσας αξίωσης στην αγωγή και αναφέρθηκε σε νομολογία καθοδηγητική ως προς τις αρχές προσέγγισης τέτοιων αιτημάτων. Επεσήμανε, με αναφορά στην πρόσφατη Federal Bank of Lebanon v. Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, τη σημασία της καθυστέρησης με την έννοια όχι αφεαυτής της μακράς εκκρεμότητας της αγωγής αλλά της αργοπορίας στην εκδήλωση  διαβήματος για άδεια τροποποίησης, εκεί όπου προϋποτίθεται η δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και δεν  εξηγείται ικανοποιητικά η παράλειψη.  Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι οι εφεσείοντες δεν προσδιόρισαν τον χρόνο κατά τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή τους νέα έγγραφα και σε γνώση τους τα νέα στοιχεία που επικαλούνταν, αφήνοντάς τα να αιωρούνται σε χρονική περίοδο που άρχιζε από το τέλος της διακοπείσας δίκης το 1994.  Κατέληξε ότι δεν δικαιολογήθηκε η καθυστέρηση.  Αυτό απέβαινε καθοριστικό. Πρόσθεσε εξάλλου ότι δεν περιλήφθηκε παράλληλο αίτημα για ανάλογη τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης σε περίπτωση επιτυχίας, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, στο αίτημα που αφορούσε  τη γενική οπισθογράφηση ώστε να μπορεί να περισωθεί χρόνος.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Προβάλλεται (α) ότι η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε επαρκώς· (β) ότι η τροποποίηση θα έπρεπε να επιτραπεί γιατί δεν θα προκαλείτο στην άλλη πλευρά αδικία ή ανεπανόρθωτη ζημιά· και (γ) ότι αν η καθυστέρηση, την οποία συμπέρανε το Δικαστήριο, αντιπαραβάλλετο με το δικαίωμα και συμφέρον  των  εφεσειόντων  όπως  και με το δημόσιο συμφέρον για ορθή  και  πλήρη  απονομή  της   δικαιοσύνης, θα έπρεπε να επιτρεπόταν η τροποποίηση. Διατυπώθηκαν δε οι εξής επικρίσεις και αντιρρήσεις: (α) ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε πως για την καθυστέρηση στη διεξαγωγή της δίκης “ευθύνεται η Κυπριακή Νομοθεσία  η οποία επιτρέπει τον διορισμόν εις την θέσιν δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου χωρίς να περατωθή η ακρόασις μίας αγωγής η οποία ευρίσκεται εις πολύ προχωρημένον στάδιον” και όχι οι εφεσείοντες· (β) ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε πως μετά τη διακοπή της δίκης απεβίωσε,   στις 28 Φεβρουαρίου 1997, ο μόνος και κύριος μάρτυρας των εφεσειόντων και ακολούθησε η διαδικασία για άδεια να παρουσιασθεί  η μαρτυρία του στη νέα δίκη, διαδικασία που απέληξε  στην απορριπτική απόφαση  του  Εφετείου  ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 1999· (γ) ότι το Δικαστήριο παρα[*2080]γνώρισε πως μετά την απόρριψη εκείνου του αιτήματος η υπόθεση έπρεπε να εξετασθεί εξ υπαρχής ενόψει του προβλήματος μαρτυρίας· (δ) ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε πως ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε η τροποποίηση ήταν η επίλυση των πραγματικών διαφορών μεταξύ των μερών· (ε) ότι δεν εδικαιολογείτο συμπέρασμα πως τα νέα στοιχεία για τα οποία γινόταν λόγος δόθηκαν προ πολλού· (στ) ότι η μη υποβολή αιτήματος για τροποποίηση και της έκθεσης απαίτησης, αποτελούσε παράγοντα άσχετο και δεν θα έπρεπε να είχε απασχολήσει· και (η) ότι με τη μη έγκριση του αιτήματος για τροποποίηση κατ’ ουσίαν απαγορεύτηκε στους εφεσείοντες να παρουσιάσουν ολόκληρη την υπόθεσή τους στο Δικαστήριο.

Μας φαίνεται ότι το ιστορικό της υπόθεσης, στο οποίο αναφερθήκαμε, φανερώνει ανάγλυφη την αργοπορία των εφεσειόντων στο αίτημα τους για τροποποίηση.  Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση είναι, μέχρι του σημείου που εκτείνεται ορθή.  Θα λέγαμε όμως πρόσθετα, έχοντας υπόψη το ιστορικό, πως ούτε και θα μπορούσε να εξηγηθεί.  Πρόκειται, κατά την αντίληψή μας, για κτυπητή περίπτωση και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στα επιμέρους.  Έχουμε, με εκτίμηση, την άποψη πως οι εφεσείοντες εξάντλησαν κάθε περιθώριο και πως για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης προβάλλει εδώ ως ιδιαίτερα επιτακτική και υπερέχει η αναγκαιότητα για την όσο το δυνατό πιο σύντομη λήξη της αντιδικίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο