(2001) 1 ΑΑΔ 2081
[*2081]20 Δεκεμβρίου, 2001
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 138)
Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό διάταγμα — Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση — Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων — Συνιστά προϋπόθεση για εξασφάλιση του διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στον αντίδικο — Το κριτήριο είναι κατά πόσο η απόκρυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστά, εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου — Ουσιώδη είναι και τα γεγονότα που σχετίζονται με το κατεπείγον του αιτήματος για τη χορήγηση θεραπείας.
Συμπεράσματα Δικαστηρίου — Εσφαλμένο συμπέρασμα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούντο και οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60), για έκδοση προσωρινού παρεμπίπτοντος διατάγματος — Κρίθηκε αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου.
Στην υπόθεση αυτή το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών) ακύρωσε προσωρινό παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο, απαγόρευε στην καθ’ ης η αίτηση να πωλήσει, μεταβιβάσει, αποξενώσει κ.λ.π. την επ’ ονόματί της εγγεγραμμένη οικία επειδή: (α) ο αιτητής δεν αποκάλυπτε την πηγή των πληροφοριών του (β) υπήρξε ανεξήγητη καθυστέρηση 18 και πλέον μηνών μεταξύ της διάστασης των διαδίκων και της καταχώρισης της αγωγής, η οποία αναιρούσε το επείγον στο οποίο βασίστηκε η μονομερής αίτηση και (γ) ο αιτητής απέκρυψε ουσιώδες γεγονός ήτοι ότι η οικία ήταν υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου. [*2082]Ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρωτόδικος δικαστής οδηγήθηκε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και σε εσφαλμένα συμπεράσματα επί των πιο πάνω θεμάτων.
2. Το γεγονός, το οποίο κατ’ ισχυρισμό απέκρυψε ο εφεσείων, ήταν χωρίς σημασία για την υπόθεση και συνεπώς δεν υπήρχε αποχρών λόγος άρνησης του διατάγματος επειδή έτυχε η οικία να ήταν υποθηκευμένη στην τράπεζα της οποίας τα συμφέροντα δεν επηρεάζονταν από την έκδοση του διατάγματος.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 A.A.Δ. 557,
Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά.. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,
Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.α. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 597,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών) (Αρ. Αίτησης 4/01), ημερ. 22/3/01 με την οποία το δικαστήριο ακύρωσε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα το οποίο, απαγόρευε στην εφεσίβλητη να πωλήσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει, αποξενώσει κλπ την επ’ ονόματί της εγγεγραμμένη οικία με αριθμό εγγραφής 4857 Φ/Σχ. LXV/52 χωρ. τεμ. 211 στο Μέσα Χωριό Πάφου.
Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Πολυδώρου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δι[*2083]καστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών) με την οποία το δικαστήριο ακύρωσε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα το οποίο, απαγόρευε στην εφεσίβλητη να πωλήσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει, αποξενώσει κλπ την επ’ ονόματι της εγγεγραμμένη οικία με αριθμό εγγραφής 4857 Φ/Σχ. LXV/52 χωρ. τεμ. 211 στο Μέσα Χωριό Πάφου (στο εξής “η οικία”).
Ο εφεσείων, επιδιώκοντας την επίλυση των περιουσιακών διαφορών μεταξύ αυτού και της πρώην συζύγου του, που ανέκυψαν μετά τη διάλυση του γάμου τους, καθώς και την απόδοση της δικής του συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, καταχώρησε εμπροθέσμως εναρκτήρια αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, πως με δικά του χρήματα που δαπάνησε για την επιδιόρθωση της οικίας, επήλθε αύξηση της αξίας της. Είναι στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας που εκδόθηκε το προαναφερθέν προσωρινό διάταγμα, η ισχύς του οποίου, έχει αρθεί με την εκκαλούμενη απόφαση ύστερα από ακρόαση.
Ο πρωτόδικος δικαστής, προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο έπρεπε να καταστεί οριστικό το προσωρινό διάταγμα μέχρι την τελική εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, εξέτασε αν υπήρχε η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου όπως αυτό ερμηνεύθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ. 557.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε πως υπήρχαν μόνο οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 δηλαδή, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η τρίτη προϋπόθεση, που είναι το δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί/οριστικοποιηθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, διαπιστώθηκε πως έλειπε. Και δεδομένης της αναγκαιότητας για συνύπαρξη και των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32. Βλ. Odysseos (ανωτέρω), το δικαστήριο ακύρωσε την ισχύ του προσωρινού διατάγματος.
Για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους ο πρωτόδικος δικαστής προέβη στην πιο πάνω διαπίστωση θα παραθέσουμε εκείνα τα γεγονότα που φαίνεται ότι καθοριστικά επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου. Πρόκειται για ισχυρισμούς γεγονότων που βασικά απορρέουν από τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, ιδιαίτερα εκείνης του εφεσείοντα.
[*2084]Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι η απαίτηση του κατά της εφεσίβλητης “δεν περιορίζεται μόνο στο επίδικο ακίνητο αλλά επεκτείνεται μέχρι του ποσού των £36000. Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται στις £45.000 σε συνθήκες κανονικής πώλησης αλλά υπό αναγκαστική πώληση μπορεί η τιμή να κατέλθει και στις £30.000. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η καθ’ ης η αίτηση (εφεσίβλητη), προτίθεται να αποξενώσει την οικία. Παραθέτουμε αυτούσιο τον εν λόγω ισχυρισμό γιατί, όπως φαίνεται, πρέπει να επηρέασε σημαντικά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου:
“Εξ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω και εξ όσων πληροφορούμαι από συγχωριανούς και γείτονες του ακινήτου στο Μέσα Χωριό, η καθ’ ης η αίτηση τελευταίως και συγκεκριμένα την τελευταία βδομάδα, προβαίνει σε ενέργειες για να πωλήσει το ακίνητο και ήδη έχει συνοδεύσει υποψήφιους αγοραστές οι οποίοι επισκέφθηκαν το ακίνητο με σκοπό την αγορά του.”
Και καταλήγει:
“Είναι αντιληπτό ως εκ τούτου ότι σε περίπτωση έκδοσης απόφασης συμφώνως της αξίωσης μου μόλις και μετά βίας θα ικανοποιηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της. Εξ όσων δε γνωρίζω η καθ’ ης η αίτηση δεν έχει καμιά άλλη περιουσία.”
Ο πρωτόδικος δικαστής εύστοχα επισημαίνει ότι η εφεσίβλητη στη δική της ένορκη δήλωση προσδιορίζει την αξία της οικίας στις £10.000, γεγονός που ενισχύει το φόβο του αιτητή (εφεσείοντα) πως σε περίπτωση που θα εκδοθεί απόφαση υπέρ του υπάρχει κίνδυνος αυτή (η απόφαση) να παραμείνει ανικανοποίητη.
Ωστόσο, αναφερόμενος ο δικαστής στον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί της πρόθεσης της εφεσίβλητης να πωλήσει την οικία και ότι η εφεσίβλητη προβαίνει προς τούτο σε σχετικές ενέργειες, παρατηρεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αόριστος και ότι ο αιτητής (εφεσείων) δεν αποκαλύπτει την πηγή των πληροφοριών του και συνεπώς “..... δεν εντάσσεται στην εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας που εισάγει η Δ.39 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Για το λόγο αυτό πρέπει και θα αγνοηθεί. [Βλ. Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453]. Άμεσο επακόλουθο της κατάρρευσης αυτού του ισχυρισμού είναι η κατάληξη μου για απουσία της τρίτης προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 32 ...........”
Έχουμε τη γνώμη πως η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι σαφής και [*2085]συγκεκριμένος γιατί ρητά αναφέρει: “Εξ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω και εξ όσων πληροφορούμαι .............. “. Ο εν λόγω ισχυρισμός υποδηλώνει, πως εκτός από τη δική του προσωπική γνώση περί των ενεργειών κλπ της εφεσίβλητης παράλληλα, είχε πληροφορίες επί του ιδίου θέματος και από τρίτους.
Οι άλλοι δύο λόγοι που κατά την κρίση του δικαστηρίου καθιστούσαν επιβεβλημένη την ακύρωση του διατάγματος ήταν:
(α) “............ η μεγάλη καθυστέρηση των 18 και πλέον μηνών που υπήρξε μεταξύ της διάστασης των διαδίκων και της καταχώρησης της αγωγής. ................. Η παράλειψη του αιτητή να εξηγήσει την καθυστέρηση των 18 και πλέον μηνών αναιρεί το επείγον στο οποίο βασίστηκε η μονομερής αίτηση.”
(β) Η απόκρυψη από τον αιτητή ότι η οικία ήταν υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, αυτό της καθυστέρησης, το συμπέρασμα είναι εντελώς ανεδαφικό. Η αγωγή καταχωρήθηκε μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο νόμος και ο υπολογισμός του χρόνου, ως παράγοντα για τη διαπίστωση της ύπαρξης καθυστέρησης σε βαθμό που να εξανεμίζεται το επείγον του διατάγματος, αρχίζει να προσμετρά, λαμβανομένων υπόψη και άλλων τυχόν παραγόντων, από την ημερομηνία καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης και όχι από το χρόνο που επήλθε η διάσταση.
Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, “της απόκρυψης” του γεγονότος ότι η οικία ήταν υποθηκευμένη στην Τράπεζα Κύπρου και πάλιν έχουμε τη γνώμη ότι ο πρωτόδικος δικαστής οδηγήθηκε σε λανθασμένο συμπέρασμα.
Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι ο αιτητής (εφεσείων) τεχνηέντως απέκρυψε την ύπαρξη της υποθήκης επί της οικίας και ότι η αποκάλυψη αυτού του γεγονότος θα επενεργούσε στην άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Το ελάχιστο που θα έκανε το δικαστήριο θα διέτασσε επίδοση της αίτησης στην τράπεζα. Προς επίρρωση των λεχθέντων έγινε επίκληση του κανονισμού 4(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών που προβλέπει:
“4(1) Μετά την καταχώρηση της αίτησης γραμματεία ορίζει ημερομηνία πρώτης εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου για τον καθορισμόν των επιδίκων θεμάτων και επιδίδει πιστοποιη[*2086]μένο αντίγραφο της αίτησης στον καθ’ ου η αίτηση και σε κάθε πρόσωπο το οποίο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου δυνατόν να επηρεασθεί από την αιτούμενη θεραπεία.”
Η έκταση της υποχρέωσης για αποκάλυψη γεγονότων σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθηκε στην Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 597:
“Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship “Platon ch” (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and Οthers (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030. Στη Zachariades v. Liveras and Οthers (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., [1939] 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) και να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 219 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Gex. Elbe M.B.H. & Co, και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 490, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρησή της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria [1984] 1 All E.R. 1126 (CA), The Hagen [1908] P. 189. Boyce v. Gill [1981] 64 L.T. 824. Brink’s Mat Ltd Elombe [1988] 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Γρηγορίου Άκης άλλως Γρηγόρης Ν. και Άλλοι v. Χριστοφόρου και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ου[*2087]σιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.”
Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598 ειπώθηκαν τα εξής:
“Οπως διαπιστώσαμε στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited και Άλλου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597, πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.”
Έχουμε τη γνώμη πως η μομφή που αποδόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στον εφεσείοντα ότι τεχνηέντως παρέλειψε να αποκαλύψει την ύπαρξη της υποθήκης είναι ατεκμηρίωτη. Δεν έχουμε εντοπίσει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε βάσιμα να τεκμηριώσει το στοιχείο της κακοπιστίας. Η υποθήκη επί της οικίας ήταν ένα επουσιώδες γεγονός του οποίου η αποκάλυψη δεν θα μπορούσε να επενεργήσει θετικά ή αρνητικά στην κρίση του δικαστηρίου κατά την εξέταση της αίτησης για έκδοση του διατάγματος. Επομένως η κακοπιστία δεν ήταν το κρίσιμο στοιχείο. Το κρίσιμο στοιχείο που συνιστά και το κριτήριο, ήταν η εξ αντικειμένου επιμέτρηση της σημασίας του γεγονότος που δεν έχει αποκαλυφθεί, στην υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση τούτο το γεγονός ήταν χωρίς σημασία για την υπόθεση και συνεπώς δεν υπήρχε αποχρών λόγος άρνησης του διατάγματος επειδή έτυχε η οικία να ήταν υποθηκευμένη στην τράπεζα της οποίας τα συμφέροντα δεν επηρεάζονται από την έκδοση του διατάγματος.
Έπεται πως η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα ως η παράγραφος Α της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 8.1.2001. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο