Evans & Sons Ltd ν. Σπύρου Ιωάννου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 2092

(2001) 1 ΑΑΔ 2092

[*2092]20 Δεκεμβρίου, 2001

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

EVANS & SONS LIMITED,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΣΠΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΑΝΤΖΙΕΛΑΣ Σ. ΙΩΑΝΝΟΥ,

3. SALEN TRADING LIMITED,

4. SALEN TRADING SERVICES LIMITED,

5. SALEN TRADING SERVICES (NICOSIA) LIMITED,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10884)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό διάταγμα — Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση — Παρόλο που συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εκδόσεώς του, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60), το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί, επειδή δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και επίσης λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στη λήψη μέτρων προς έκδοσή του — Εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατέστησε αναγκαία την επέμβαση του Εφετείου.

Εταιρείες — Σύμβουλοι εταιρείας — Δεν φέρουν οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα τους ως Σύμβουλοι, εντός των πλαισίων των δραστηριοτήτων που καθορίζει το καταστατικό της εταιρείας, χωρίς να επιδεικνύουν αμέλεια.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο θα απαγορευόταν στους εφεσιβλήτους η διεξαγωγή επιχείρησης πώλησης ειδών ένδυσης λόγω ισχυριζόμενης παραβίασης εμπορικού σήματος (infringement of trade mark) και αθέμιτου ανταγωνισμού passing-off.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση είχε αποφανθεί ότι:

[*2093]

(i) Η υπόθεση δεν ήταν από τις ξεκάθαρες εκείνες περιπτώσεις όπου με μικρό κίνδυνο πρόκλησης αδικίας μπορεί να εκδοθεί συντηρητικό διάταγμα,

(ii) το αιτούμενο διάταγμα ήταν πανομοιότυπο με τη βασική θεραπεία που εζητείτο με την οπισθογράφηση της απαίτησης,

(iii) θα υπήρχαν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για την εφεσίβλητη από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο χρόνος που διέρρευσε μετά τη διαπίστωση από την εφεσείουσα ότι η εφεσίβλητη 3 είχε αρχίσει εργασίες, ανκαι δεν ήταν μεγάλος, δεν μπορούσε παρά να ληφθεί υπόψη μαζί με τους άλλους αρνητικούς παράγοντες που προσμετρούσαν στην εξακρίβωση του ισοζυγίου της ευχέρειας.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε κατ’ έφεση την ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς και το εύρημά του ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 συνδέονταν με τα επίδικα θέματα της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε ορθά, γιατί, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί επειδή δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθεί.

2.  Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, που προσδιορίζεται σε 30 περίπου μέρες, υποδεικνύει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση που θα μπορούσε να προσμετρήσει εναντίον της εφεσείουσας, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης.

3.  Το διάταγμα έπρεπε να επεκταθεί και εναντίον του εφεσίβλητου 1 ο οποίος, καθώς αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, ενεργούσε προσωπικά και/ή μέσω των εφεσιβλήτων εταιρειών 3, 4 και 5 στις οποίες είναι κύριος μέτοχος κατά 80% και ενεχόταν στην διάπραξη των αδικημάτων.

Ενόψει των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται διαταγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 3 ως η παράγραφος (Α) της αίτησης. Η πρωτόδικη διαταγή εξόδων που [*2094]είχαν επιδικασθεί υπέρ των πέντε εφεσιβλήτων διαφοροποιείται ως ακολούθως: Η πρωτόδικη διαταγή παραμένει ως προς τους εφεσίβλητους 2, 4 και 5. Για τους εφεσίβλητους 1 και 3 αντικαθίσταται με διαταγή για έξοδα υπέρ της εφεσείουσας προς όφελος της οποίας επίσης επιδικάζονται εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 3 τα έξοδα της έφεσης.  Αναφορικά με την εφεσίβλητη 2, ανκαι η έφεση εναντίον της απορρίφθηκε, με βάση τα θέματα που συζητήθηκαν δεν εκδίδεται άλλη διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε

διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Demades Overseas Ltd v. Studio MA.ST Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 799,

Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. ν. Michalakis Avraamides and Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1513,

C. Evans & Sons Ltd v. Spritebrand Ltd a.ο. [1985] 2 All E.R. 415 (CA),

Mentmore Manufacturing Co Ltd v. National Merchandising Manufacturing Co Inc [1978] 89 DLR (3d) 195,

Performing Right Society Ltd v. Ciryl Theatrical Syndicate Ltd [1924] 1 KB 14,

British Thomson-Houston Co Ltd v. Sterling Accessories Ltd [1924] 3 All E.R. Rep. 294,

Wah Tat Bank Ltd v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257,

Hoover plc v. George Hulme (Stockport) Ltd [1982] FSR 565,

White Horse Distillers Ltd v. Gregson Associates Ltd [1984] RPC 61.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/7/00 (Αρ. Αγωγής 4313/00) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο θα απαγορευόταν στους εφεσιβλήτους η διεξαγωγή επιχείρησης πώλησης ειδών ένδυσης λόγω ισχυριζόμενης παραβίασης εμπορικού σήματος (infringement of [*2095]trade mark) και αθέμιτου συναγωνισμού (passing off).

Α. Λαδάς, για τους Εφεσείοντες.

Ελ. Χρυσοστομίδου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση εξετάζει την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο θα απαγορευόταν στους εφεσιβλήτους η διεξαγωγή επιχείρησης πώλησης ειδών ένδυσης λόγω ισχυριζόμενης παραβίασης εμπορικού σήματος (infringement of trade mark) και αθέμιτου συναγωνισμού (passing off).

(α) Τα γεγονότα

 Το όνομα “EVANS” γράφτηκε σαν εμπορική επωνυμία το 1952 στο όνομα του Ευάνθη Δ. Χ” Μιτσή από την Πάφο. Ο πιο πάνω διεξήγαγε επιχείρηση πώλησης ειδών ένδυσης και το όνομα “EVANS” ήταν παραφθορά του ονόματος Ευάνθης - Evans. Το 1977 η επωνυμία μεταβιβάστηκε και γράφτηκε στην εφεσείουσα εταιρεία EVANS & SONS LIMITED που ανήκε σε μέλη της οικογένειας του Ευάνθη Δ. Χ” Μιτσή. Το 1991 το εμπορικό σήμα EVANS καταχωρήθηκε πάλι στο όνομα της εφεσείουσας με λογότυπο στο μέρος Β του μητρώου στην κλάση 25 σε σχέση με ενδύματα και υποδήματα. Επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια τεσσάρων άλλων εμπορικών σημάτων με το όνομα EVANS στην κλάση 18 από το 1978 (για δέρματα και δερμάτινα προϊόντα), στην κλάση 28 από το 1978 (για γυμναστικά είδη και είδη αθλητισμού), στην κλάση 21 από το 1991 (για υλικά και οικιακά σκεύη) και στην κλάση 34 από το 1991 (για αναπτήρες).  Η εφεσείουσα ασκούσε την επιχείρηση πώλησης των πιο πάνω ειδών σε επτά καταστήματα στην Πάφο και μέσω πωλητών και συνεργατών σε όλη την Κύπρο. Ο συνολικός κύκλος των εργασιών της ανερχόταν ετησίως σε £800.000 και προέβαινε σε διαβήματα για την εγγραφή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Η εφεσίβλητη 3 Salen Trading Limited το 1999 συνήψε συμφωνία αντιπροσώπευσης με την Αγγλική δημόσια εταιρεία Arcadia Group Plc, που είχε σαν θυγατρική εταιρεία την EVANS LIMITED. Η EVANS LIMITED ασχολείται με εμπόριο γυναικείων ειδών έν[*2096]δυσης τα οποία προορίζονται μόνο για εύσωμες γυναίκες και διαθέτει 300 καταστήματα στην Αγγλία και άλλα 100 καταστήματα σε δέκα διαφορετικές χώρες.

Το Μάρτιο του 2000 η εφεσίβλητη 3 άνοιξε κατάστημα στη Λευκωσία και αφού τοποθέτησε την επιγραφή EVANS έξω από το κατάστημα άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα EVANS σε διαφημιστικά μηνύματα, άνκαι μέσα στο κατάστημα διέθετε προς πώληση προϊόντα με άλλα εμπορικά σήματα.  Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή για παραβίαση εμπορικού σήματος και για αθέμιτο συναγωνισμό. Ταυτόχρονα ζήτησε την έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο θα απαγόρευε στους εφεσιβλήτους να διεξάγουν επιχείρηση πώλησης ειδών ένδυσης με την επωνυμία EVANS.

(β) Η πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα τρία βασικά κριτήρια που απαιτούνται για την έκδοση ενός απαγορευτικού διατάγματος, ότι δηλαδή πρέπει να υπάρχει

(i)   Σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση στη δίκη,

(ii)  Πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία  και ότι

(iii) Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε αργότερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το διάταγμα,

προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο από τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί, η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει τις πιο πάνω προϋποθέσεις σε σχέση με την εφεσίβλητη 3, που ήταν υπεύθυνη για την επίδικη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Αναφορικά με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο χωρίς δυσκολία αποφάνθηκε ότι από τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί υπήρχε σοβαρό θέμα για εκδίκαση.  Η μη καταχώριση της Εκθεσης Απαίτησης που θα απεκάλυπτε πλήρως αν υπήρχε σοβαρό θέμα για εκδίκαση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ανασταλτικά εναντίον της εφεσείουσας γιατί τα στοιχεία που είχαν ήδη παρουσιασθεί μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το πιο πάνω κριτήριο.

Αναφορικά με την ύπαρξη πιθανότητας ότι η εφεσείουσα δικαιούται σε θεραπεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει το κριτήριο αυτό ξεχωριστά σε σχέση με τη βάση αγωγής για αθέμιτο συναγωνισμό και με τη βάση αγωγής για παραβίαση εγγε[*2097]γραμμένου σήματος.

Για τον αθέμιτο συναγωνισμό το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι υπήρχε πιθανότητα ότι εδικαιούτο σε θεραπεία.  Στη σχετική απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πέντε προϋποθέσεις που απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί μια απαίτηση για αθέμιτο συναγωνισμό που είναι,

(1)   Ψευδής παράσταση,

(2)   Που γίνεται από έμπορο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής             εμπορικών συναλλαγών,

(3)   Σε μελλοντικούς πελάτες,

(4)   Που στοχεύουν να επηρεάσουν την επιχείρηση άλλου εμπόρου,

(5)   Που προκαλεί πραγματική ζημιά στον έμπορο που εγείρει την αγωγή,

όπως αυτές καθορίσθηκαν στο σύγγραμμα Bullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 13η έκδοση, σ. 334 και έχουν υιοθετηθεί στην Κύπρο στις υποθέσεις Demades Overseas Ltd. v. Studio MA.ST Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 799 και Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. ν. Michalakis Avraamides and Co. Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1513. Με βάση τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν είχε παρουσιασθεί ικανοποιητική μαρτυρία για το ενδεχόμενο πρόκλησης σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό. Και τούτο γιατί μεταξύ άλλων τα προϊόντα που πωλούσε η εφεσίβλητη 3 απευθύνονταν αποκλειστικά σε εύσωμες γυναίκες, δεν έφεραν το όνομα EVANS και η εφεσείουσα διατηρούσε καταστήματα μόνο στην Πάφο και όχι στη Λευκωσία.

Για την ισχυριζόμενη παραβίαση εγγεγραμμένου εμπορικού σήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι για την παροχή θεραπείας θα έπρεπε να αποδειχθεί από τους εφεσιβλήτους ότι δεν θα μπορούσε να προκληθεί εξαπάτηση ή σύγχυση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει αυτό το κριτήριο τονίζοντας ότι οι πιθανότητες επιτυχίας της εφεσείουσας δεν μπορούσαν να μειωθούν επειδή, σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους, ο τρόπος γραφής του ονόματος EVANS δεν προσομοίαζε με εκείνο που είχε συμπεριληφθεί στο πιστοποιητικό εγγραφής της εφεσείουσας.

[*2098]

Αναφορικά με τη δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε αργότερο στάδιο το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Mitsingas Trading Ltd (πιο πάνω) όπου τονίστηκε ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν πρέπει να περιορίζεται στη στάθμιση της υλικής ζημιάς αλλά μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης σημασίας της προστασίας των δικαιωμάτων που αποβλέπει σε θεραπεία και ότι η αποτίμηση του επηρεασμού που μπορεί να προκύψει από παραβίαση της εμπορικής εύνοιας είναι δύσκολη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει το πιο πάνω κριτήριο.

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει αν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας θα έπρεπε να προβεί στην έκδοση του συντηρητικού διατάγματος. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν αρνητική. Και τούτο γιατί,

(i)  Η υπόθεση δεν ήταν από τις ξεκάθαρες εκείνες περιπτώσεις όπου με μικρό κίνδυνο πρόκλησης αδικίας μπορεί να εκδοθεί ένα συντηρητικό διάταγμα,

(ii) Το αιτούμενο διάταγμα είναι πανομοιότυπο με τη βασική θεραπεία που ζητείται σύμφωνα με την Οπισθογράφηση της Απαίτησης,

(iii)  Θα υπήρχαν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για την εφεσίβλητη που είχε υπογράψει συμφωνία αντιπροσώπευσης με την Αγγλική εταιρεία και είχε ήδη προβεί σε κεφαλαιουχικές επενδύσεις και άλλα σοβαρά έξοδα μετά την έναρξη των εργασιών της.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι άνκαι ο χρόνος που διέρρευσε μετά τη διαπίστωση από την εφεσείουσα ότι η εφεσίβλητη 3 είχε αρχίσει εργασίες δεν ήταν μεγάλος, εντούτοις δεν μπορούσε παρά να ληφθεί υπόψη μαζί με τους άλλους αρνητικούς παράγοντες που προσμετρούσαν στην εξακρίβωση του ισοζύγιου της ευχέρειας.

(γ) Η έφεση

Προς υποστήριξη των θέσεων της ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη η εφεσείουσα πρόβαλε διαφορετικούς λόγους με τους οποίους αμφισβητεί την ορθότητα των συγκεκριμένων συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση του κάθε ενός λόγου ξεχωριστά, αφού θεωρούμε ότι μια συλλογική προσέγγιση θα ήταν ο καλύτερος τρό[*2099]πος αντιμετώπισης της έφεσης.

Μια προσεκτική ανάλυση των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.

Το εμπορικό όνομα EVANS σε σχέση με ενδύματα και υποδήματα γράφτηκε από το 1952 στο όνομα του Ευάνθη Χ” Μιτσή και από το 1977 μεταβιβάστηκε στην εφεσείουσα εταιρεία που ανήκε αποκλειστικά σε μέλη της οικογένειας του πιο πάνω. Από το 1978 μέχρι το 1991 η πιο πάνω ενέγραψε διάφορα άλλα εμπορικά σήματα με το ίδιο όνομα που αφορούσαν πωλήσεις δερμάτινων ειδών, γυμναστικών και αθλητικών ειδών και οικιακών σκευών.  Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί φαίνεται ότι εκτός από τις πωλήσεις που διεξήγαγε στην Πάφο σε επτά καταστήματα της, η εφεσείουσα μέσω πωλητών και συνεργατών διέθετε τα πιο πάνω προϊόντα της σε όλη την Κύπρο. Ο συνολικός κύκλος εργασιών της ανερχόταν σε £800.000 ετησίως και η εφεσείουσα εξέταζε την πιθανότητα εγγραφής της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Η εφεσίβλητη 3 υπέγραψε το 1999 συμφωνία αντιπροσώπευσης Αγγλικής δημόσιας εταιρείας που είχε σαν θυγατρική εταιρεία την EVANS LIMITED που διέθετε προς πώληση είδη ένδυσης για εύσωμες γυναίκες.  Η εφεσίβλητη 3 άρχισε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες το Μάρτιο του 2000 στη Λευκωσία τοποθετώντας την επιγραφή EVANS έξω από το κατάστημα και διαφημίζοντας τις εργασίες της με τη χρησιμοποίηση του ονόματος EVANS. 

Από την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει το πρώτο και τρίτο κριτήριο, όπως επίσης και το δεύτερο κριτήριο (αναφορικά με την παραβίαση εγγεγραμμένου σήματος) αλλά μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί επειδή, ενώ συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του Νόμου δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθεί.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω απόφαση.  Τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση του προσωρινού διατάγματος και όχι την απόρριψη της αίτησης.  Η εφεσείουσα, ως προς την παραβίαση του εμπορικού σήματος, είχε ικανοποιήσει και τις τρεις προϋποθέσεις που συνηγορούν υπέρ της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.  Ενόψει τούτου δεν προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία ώστε να μας απασχο[*2100]λήσει το ζήτημα της β΄ προϋπόθεσης σε σχέση με την παραβίαση των αρχών του αθέμιτου συναγωνισμού. Τα περιστατικά που περιβάλλουν την αίτηση, ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εφεσείουσα ενέγραψε το εμπορικό όνομα EVANS 47 χρόνια προτού αρχίσει τις εργασίες της η εφεσίβλητη 3, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα είχε επεκτείνει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες μέσω πωλητών και αντιπροσώπων σε όλη την Κύπρο, σε συσχετισμό με την παράλειψη εξέτασης εκ μέρους της εφεσίβλητης 3 αν με την έναρξη της επιχειρηματικής της δραστηριότητας θα παραβίαζε οποιοδήποτε εγγεγραμμένο όνομα, συνηγορούν στην κλίση της πλάστιγγας υπέρ της εφεσείουσας.  Επιπρόσθετα ο χρόνος που είχε παρέλθει από την ημέρα που περιήλθαν στη γνώση της εφεσείουσας οι δραστηριότητες της εφεσίβλητης 3 μέχρι την καταχώριση της αγωγής, που κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να συνεκτιμηθεί ως ένας παράγοντας που μαζί με τους άλλους αρνητικούς παράγοντες θα μπορούσε να προσμετρήσει στην εξακρίβωση του ισοζυγίου της ευχέρειας, αποτελεί άποψη που δεν δικαιολογείται. Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, που προσδιορίζεται σε 30 περίπου μέρες, υποδεικνύει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση που θα μπορούσε να προσμετρήσει εναντίον της εφεσείουσας, αν ληφθεί υπόψη ότι η εφεσείουσα θα έπρεπε να προβεί στη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων και ότι εν τω μεταξύ μεσολαβούσαν οι διακοπές του Πάσχα. Προσθέτουμε τα ακόλουθα. Η αναφορά σε μεγάλη ζημιά των εφεσιβλήτων παραγνωρίζει το γεγονός ότι το διάταγμα δεν θα επηρέαζε τη λειτουργία της επιχείρησης του αλλά μόνο την πινακίδα που ανάρτησαν και συναφώς την εμφάνιση της επιχείρησης ως Evans. Επίσης το γεγονός ότι θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν συνυπολογίσει όλα τα σχετικά δεδομένα πριν από την ανάληψη των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

(δ) Η συμμετοχή των εφεσίβλητων 1 και 2

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 συνδέονταν με τα επίδικα θέματα της αγωγής, είναι λανθασμένο. Και τούτο γιατί είχε παρουσιαστεί μαρτυρία που συνέδεε τους εφεσίβλητους 1 και 2 με τις δραστηριότητες της εφεσίβλητης 3 και επιπρόσθετα γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Φαντίνου Χ” Μιτσή της 15/6/2000.

Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί σχετικά με το πιο πάνω θέμα από την εφεσείουσα ήταν οι διαπιστώσεις του Διευθύνοντος Συμβούλου της κ. Φαντίνου Χ” Μιτσή που ανέφερε ότι άνκαι από τις διαφημίσεις δεν ήταν εύκολο να μάθει ποιοί ήταν πίσω από τις ενέρ[*2101]γειες της εφεσίβλητης εταιρείας 3, τελικά μετά από πολλές προσπάθειες διαπίστωσε ότι πίσω από την υπόθεση ήταν ο εφεσίβλητος 1 ο οποίος ενεργούσε προσωπικά και/ή μέσω των εφεσίβλητων εταιρειών 3, 4 και 5 στις οποίες ήταν Διευθυντής και κύριος μέτοχος κατά 80%. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν με την ένορκη δήλωση τους ότι ως διευθυντές εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δεν μπορούσαν να ενάγονται λόγω της πιο πάνω ιδιότητας τους.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω μαρτυρία δεν συνέδεε τους εφεσίβλητους 1 και 2 με τα επίδικα θέματα και απέρριψε την αίτηση εναντίον τους.

Οι Σύμβουλοι που ενεργούν με την ιδιότητα του Συμβούλου μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων που καθορίζει το καταστατικό της εταιρείας χωρίς να επιδεικνύουν αμέλεια, δεν φέρουν οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη. (Ιδε Halsbury’s Laws of England 3rd Edition, V. 6, p. 306)

Η προσωπική ευθύνη ενός διευθυντή μιας εταιρείας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες της εταιρείας εξετάστηκε στην υπόθεση C. Evans & Sons Ltd v. Spritebrand Ltd and another [1985] 2 All E.R. 415 (CA). Στην πιο πάνω υπόθεση η α΄ εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο β΄ εναγόμενος ήταν μέτοχος και γενικός διευθυντής, κατασκεύαζε προς όφελος της ενάγουσας ικριώματα (σκαλωσιές) σύμφωνα με δικαίωμα ευρεσιτεχνίας που ανήκε στην ενάγουσα εταιρεία. Η ενάγουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της α΄ εναγομένης και του β΄ εναγομένου γιατί είχαν δώσει οδηγίες σε μια τρίτη εταιρεία να κατασκευάσει ικριώματα κατά παράβαση του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας. Ο β΄ εναγόμενος καταχώρησε αίτηση για την απόρριψη της αγωγής εναντίον του γιατί ισχυρίστηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη για τις πράξεις της εταιρείας. Όταν η αίτηση απορρίφθηκε ο β΄ εναγόμενος καταχώρησε έφεση. Το Εφετείο τόνισε ότι το ερώτημα αν ένας μέτοχος ή γενικός διευθυντής φέρει προσωπική ευθύνη για ένα αστικό αδίκημα που διαπράττει η εταιρεία του, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Προς τούτο ο Δικαστής Slade LJ υιοθέτησε τον πιο κάτω προβληματισμό που είχε αναφέρει ο Δικαστής Le Dain στην Καναδική υπόθεση Mentmore Manufacturing Co Ltd v. National Merchandising Manufacturing Co Inc [1978] 89 DLR (3d) 195:

“What is involved here is a very difficult question of policy.  On the one hand, there is the principle that an incorporated company is separate and distinct in law from its shareholders, directors and officers, and it is in the interests of the commercial [*2102]purposes served by the incorporated enterprise that they should as a general rule enjoy the benefit of the limited liability afforded by incorporation. On the other hand, there is the principle that everyone should answer for his tortious acts. The balancing of these two considerations in the field of patent infringement is particularly difficult.”

Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε και στην υπόλοιπη νομολογία που διέπει το θέμα (ίδε μεταξύ άλλων Performing Right Society Ltd v. Ciryl Theatrical Syndicate Ltd [1924] 1 KB 14, British Thomson-Houston Co Ltd v. Sterling Accessories Ltd [1924] 3 All E.R. Rep. 294, Wah Tat Bank Ltd v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257, Hoover plc v. George Hulme (Stockport) Ltd [1982] FSR 565 και White Horse Distillers Ltd v. Gregson Associates Ltd [1984] RPC 61) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση στην υπόθεση White Horse Distillers Ltd v. Gregson Associates Ltd (πιο πάνω), ότι δηλαδή ένας διευθυντής δεν φέρει προσωπική ευθύνη για ένα αστικό αδίκημα που είχε διαπραχθεί από την εταιρεία του, εκτός αν ο ίδιος είχε δώσει προς τούτο με σκόπιμο ή αμελή τρόπο οδηγίες έτσι που να παρουσιάζεται ότι η πράξη ήταν δική του και όχι της εταιρείας, δεν ήταν η ορθή. Και τούτο γιατί η πιο πάνω θεώρηση ήταν πολύ γενικής μορφής και γιατί κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται μέσα στα δικά της περιστατικά. Όπως τονίστηκε από το Δικαστή Slade,

“The authorities, as I have already indicated, clearly show that a director of a company is not automatically to be identified with his company for the purpose of the law of tort, however small the company may be and however powerful his control over its affairs. Commercial enterprise and adventure is not to be discouraged by subjecting a director to such onerous potential liabilities.  In every case where it is sought to make him liable for his company’s torts it is necessary to examine with care what part he played personally in regard to the act or acts complained of ...............................................................................................................

I do not regard this striking out application as an appropriate occasion for this court to attempt a comprehensive definition of the circumstances in which a director of a company who has ‘authorised directed and procured’ (I take the words from the plaintiffs’ pleadings) a tortious act to be done will be held personally liable. The question which has to be decided on this appeal is a far more limited one: is it the law of England that a director of a company who has authorised, directed and procured the commission by the company of a tort of the nature specified [*2103]in s I(2) of the Copyright Act 1956 can in no circumstances be personally liable to the injured party unless he directed or procured the acts of infringement in the knowledge that they were tortious, or recklessly, without caring whether they were tortious or not? (I emphasise the words ‘in no circumstances’, because this court, for present purposes, has to assume against the appellant that evidence at the trial may reveal that his personal involvement with the tortious acts alleged was as close as it could possibly be, short of personal performance of those tortious acts.)

For my part, I have no hesitation in answering this question. No.”

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στο κλητήριο ένταλμα για την ανάμειξη των εφεσίβλητων 1 και 2 στις δραστηριότητες της εφεσίβλητης 3 εταιρείας. Εφόσο δε δεν είχε καταχωρηθεί η Έκθεση Απαίτησης και η Έκθεση Υπεράσπισης και δεν είχε ζητηθεί πλήρης αποκάλυψη εγγράφων, η μόνη αναφορά ως προς την ανάμειξη των εφεσίβλητων 1 και 2 βρίσκεται στις λεπτομέρειες που περιέχονται στην ένορκη δήλωση του Φαντίνου Χ” Μιτσή. Εκεί προβάλλεται ότι ο εφεσίβλητος 1 ενεργούσε προσωπικά και/ή μέσω των εφεσίβλητων εταιρειών 3, 4 και 5 στις οποίες είναι κύριος μέτοχος κατά 80% και ότι ενεχόταν στη διάπραξη των αδικημάτων. Αυτό θα μπορούσε, εφόσο προωθηθεί, να παράσχει έρεισμα δικαιώματος εναντίον του εφεσίβλητου 1. Κάτω από τις περιστάσεις το διάταγμα επεκτείνεται και εναντίον του εφεσίβλητου 1.

Αναφορικά με την εφεσίβλητη 2 θεωρούμε ότι η αίτηση δεν συνοδεύθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογούσε τη συμπερίληψη της στο σχετικό απαγορευτικό διάταγμα.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται διαταγή εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 3 ως η παράγραφος (Α) της αίτησης ημερομηνίας 12/5/2000.

Πρωτόδικα τα έξοδα επιδικάσθηκαν υπέρ των πέντε εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η διαταγή διαφοροποιείται ως ακολούθως: Η πρωτόδικη διαταγή παραμένει ως προς τους εφεσίβλητους 2, 4 και 5. Για τους εφεσίβλητους 1 και 3 αντικαθίσταται με διαταγή για έξοδα υπέρ της εφεσείουσας προς όφελος της οποίας επίσης επιδικάζονται εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 3 τα έξοδα της έφεσης.  Αναφορικά με την εφεσίβλητη 2, άνκαι η έφεση εναντίον της απορρίφθηκε, με βάση τα θέματα που συζητήθηκαν δεν εκδίδεται άλλη διαταγή για έξοδα.

[*2104]

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται

διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο