(2001) 1 ΑΑΔ 2118
[*2118]21 Δεκεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΟΥΡΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 4,
v.
HELLENIC BANK LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11049)
Πολιτική Δικονομία — Παραμερισμός απόφασης εκδοθείσας στην απουσία του εναγομένου — Προϋποθέτει απόδειξη ύπαρξης συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης και επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου — Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.
Ο εναγόμενος-εφεσείων δεν καταχώρησε σημείωμα εμφανίσεως στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αγωγής η οποία καταχωρήθηκε εναντίον του υπό την ιδιότητα του εγγυητή χρέους της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, ούτε εμφανίστηκε όταν ήταν ορισμένη η αίτηση για την έκδοση απόφασης. Η παράλειψή του να εμφανισθεί αποδόθηκε σε σφάλμα των δικηγόρων του. Μετά την έκδοση της απόφασης καταχώρησε εμφάνιση. Η προβληθείσα υπεράσπιση του εστοιχειοθετείτο νεφελωδώς σε σειρά πιθανολογουμένων, κατά το πλείστο, εκδοχών, χωρίς να φαίνεται ότι υιοθετείται θετικά οποιαδήποτε από αυτές. Κατ’ αρχή ο εφεσείων επαραδέχετο ότι υπέγραψε κάποια εγγυητήρια όχι όμως προς το σκοπό εγγύησης υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας και στη συνέχεια πρόβαλε κάποια θέση που άφηνε ερωτηματικά ως προς τη νομική της υπόσταση.
Παρά την υπεράσπισή του ο εφεσείων δεν προσέβαλε το θεμέλιο της εκδοθείσας απόφασης, ούτε υποστήριξε ότι οι κατατεθείσες αποδείξεις δεν τεκμηρίωναν την οφειλή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν [*2119]αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως καλή και εύλογη υπεράσπιση και απέρριψε την αίτησή του.
Αίτηση του εφεσείοντος-εναγομένου για παραμερισμό της εναντίον του απόφασης, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης άσκησε έφεση για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:
1. Εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.
2. Έτυχαν εσφαλμένης εφαρμογής οι αρχές που διέπουν το βάρος της αποδείξεως.
3. Λήφθηκε υπόψη απαράδεκτη μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
Το ακροσφαλές του βάθρου της υπεράσπισης του εφεσείοντος την καθιστά τρωτή σε βαθμό που να αναιρεί την υπόστασή της. Κειμένεται η υπεράσπιση του εφεσείοντος μεταξύ της πιθανολογούμενης άγνοιας ή αδυναμίας γνώσης των γεγονότων αφενός, και της απουσίας συνεπειών από τις πράξεις του σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι εγγυήθηκε την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, αφετέρου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,
Ioannis Kotsapas & Sons Ltd v. Titan Construction & Engineering Company (1961) C.L.R. 317,
Argyrides v. Andreou a.o. [1978] 1 J.S.C. 40,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Alpine Bulk Transport Co. Inc. v. Saudi Eagle Shipping Co. Inc. [1986] 2 Lloyds Rep. 221,
Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,
El Fath Co v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1255,
[*2120]Mine & Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,
K.C.P. Com. Ltd κ.ά. ν. Vasco Tr. House (1993) 1 A.A.Δ. 415,
Merkis Gen. Bonded Wareh. v. Yiannoukas Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 736,
Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Construction Limited (1996) 1 (B) A.A.Δ. 1129,
Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941,
Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 528,
Day v. RAC Motoring Services Ltd [1999] 1 All E.R. 1007,
Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 4 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 8/3/01 (Αρ. Αγωγής 8974/98) με την οποία απέρριψε την αίτησή του για παραμερισμό της εκδοθείσας εναντίον του απόφασης λόγω παράλειψης εμφάνισής του.
Χρ. Νικολάου με H. Kαραβιώτου, εκ μέρους Π. Παύλου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 26 Νοεμβρίου 1998 η εφεσίβλητη τράπεζα (η εφεσίβλητη), ενήγαγε την εταιρεία G. N. Ellinas Trading Ltd, την πρωτοφειλέτιδα και τους τρεις εγγυητές χρέους της προς αυτή μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων, προς ανάκτηση οφειλής υπερβαίνουσας τις £250,000. Η αγωγή επεδόθη στον εφεσείοντα στις 12 Ιανουαρίου 2000. Ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε. Στις 23 Ιουνίου 2000 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του σύμφωνα με την αξίωση της εφεσίβλητης.
Στις 11 Οκτωβρίου 2000 ο εφεσείων εξαιτήθηκε τον παραμε[*2121]ρισμό της εκδοθείσας εναντίον του απόφασης. Η αίτηση υποβλήθηκε δέκα μήνες μετά την επίδοση σ’ αυτό της αγωγής της εφεσίβλητης, (ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα), και τρεισήμισι μήνες μετά την έκδοση της απόφασης. Η αίτηση θεμελιώθηκε σε ένορκη ομολογία του εφεσείοντος στην οποία αφενός παρατίθενται οι λόγοι της παράλειψης του να εμφανιστεί και αφετέρου διαγράφεται η υπεράσπισή του στην αγωγή. Η καθυστέρησή του να εμφανιστεί αποδίδεται σε σφάλμα των δικηγόρων του. Ενώ τους δόθηκαν οδηγίες να καταχωρήσουν εμφάνιση την επαύριον της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος (12.1.2000), αυτοί παρέλειψαν να το πράξουν λόγω σφάλματος μέλους του γραμματειακού προσωπικού του γραφείου τους που προέκυψε από τη μή καταχώρηση του υπογραφέντος εκ μέρους του διοριστηρίου δικηγόρου στο φάκελο της υπόθεσης. Το γεγονός, ως αναφέρει, έγινε αντιληπτό από τους δικηγόρους του στις 18 Αυγούστου 2000. Παρά ταύτα αυτοί δεν έκαμαν καμιά διορθωτική ενέργεια, ούτε γνωστοποίησαν σ’ αυτόν το λάθος, πριν την παρέλευση ενός μηνός, στις 19.9.2001, την επαύριον που περιήλθε σε γνώση τους, ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του. Η καθυστέρηση συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη των διαδραματισθέντων. Παρήλθαν άλλες 20 μέρες για την υποβολή του αιτήματος, στο οποίο ενέστη η εφεσίβλητη, που αποτέλεσε το επίδικο θέμα της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος στοιχειοθετείται νεφελωδώς σε σειρά πιθανολογούμενων, κατά το πλείστο, εκδοχών χωρίς ως φαίνεται να υιοθετείται θετικά οποιαδήποτε από αυτές. Κατ’ αρχή παραδέχεται (ο εφεσείων), ότι υπέγραψε κάποια εγγυητήρια όχι όμως προς το σκοπό εγγύησης υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας. Στη συνέχεια διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι:
«Δεν γνωρίζω διότι δεν βρήκα πουθενά στα έγγραφα που εγώ κατέχω αν οι ενάγοντες όπως ισχυρίζονται έχουν πράγματι εγγυητήριο υπογραμένο από εμένα για χρέη της ενάγουσας εταιρείας.»
Ακολούθως πιθανολογεί το ενδεχόμενο να υπάρχει τέτοιο έγγραφο, διατυπώνει όμως επιφυλάξεις για την εγκυρότητά του λέγοντας:
«Αν υπάρχει τέτοιο έγγραφο τότε πιστεύω ότι είναι άκυρο ή ακυρώσιμο κατ’ επιλογή μου και εγώ πάντως δεν το αναγνωρίζω ούτε με δεσμεύει νομικά και έχει συμπληρωθεί με άλλα στοιχεία που αφορούν το επίδικο στην παρούσα αγωγή χρέος από τους ενάγοντες χωρίς να το γνωρίζω.»
Πρόκειται για διφορούμενη θέση που αφήνει ερωτηματικά και ως προς τη νομική της υπόσταση. Η πιθανολόγηση του εφεσείοντος δεν περιορίζεται μόνο στην προβολή διαζευκτικών εκδοχών γεγονότων, αλλά εκτείνεται και στην έκθεση του τί πιστεύει ότι πρέπει να είχε συμβεί σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι υπέγραψε την εγγύηση. Ισχυρίζεται:
«Όσον αφορά εμένα πιστεύω ότι αν το υπέγραψα κάτι το οποίο αγνοώ, τότε το υπέγραψα κατά λάθος όταν υπέγραψα αρκετά αντίγραφα εγγγυητηρίων που μου δόθηκαν από τους ενάγοντες γύρω στα τέλη του 1994 ή αρχές του 1995 όταν εγγυήθηκα τις υποχρεώσεις τις ΜΜDΜ TEAMWORK LTD και όχι της ενάγουσας εταιρείας.»
Σε τούτα προσθέτει καταληκτικά:
«Υπέγραψα τότε ότι μου είχε ζητηθεί χωρίς ουσιαστικά να διαβάσω τα σχετικά έγγραφα, πρώτον διότι τα σχετικά εγγυητήρια έγγραφα που χρησιμοποιούν οι ενάγοντες είναι όλα τυποποιημένα και όμοια και δεν είναι δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση σε σχέση με τους όρους τους και δεύτερον διότι είχα εμπιστοσύνη ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο κάποια από τα αντίγραφα που υπέγραψα να χρησιμοποιηθούν εναντίον μου για άλλη υπόθεση.»
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά την υπεράσπισή του ο εφεσείων δεν προσέβαλε το θεμέλιο της εκδοθείσας απόφασης, ούτε υποστήριξε ότι οι κατατεθείσες αποδείξεις δεν τεκμηρίωναν την οφειλή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται διεξοδικά τις αρχές που διέπουν τον παραμερισμό δικαστικής απόφασης, η οποία εκδίδεται στην απουσία του εναγομένου (μη εμφάνιση), με αναφορά σε κυπριακές και αγγλικές αποφάσεις.*
[*2123]Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σ’ αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μή εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε συγχωρητέα την παράλειψη του εφεσείοντος να εμφανισθεί, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που πρόβαλε και της απόφασης στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι καθυστέρηση στην καταχώρηση εμφάνισης του εναγομένου, οφειλόμενη σε σφάλμα του δικηγόρου του μπορεί να παράσχει βάσιμο δικαιολογητικό της παράλειψης. Σ’ εκείνη την υπόθεση η καθυστέρηση τριών μηνών στην καταχώρηση εμφάνισης λόγω σφάλματος του δικηγόρου, κρίθηκε συγχωρητέα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και σε αυτή την υπόθεση μπορούσε να ισχύσει το ίδιο, παρά τη διαρροή πολύ μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος απ’ ότι είχε μεσολαβήσει στην προαναφερθείσα υπόθεση, διαπίστωση με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εφόσον δεν αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως καλή και εύλογη υπεράσπιση και απέρριψε την αίτησή του. Με την έφεση αμφισβητείται η τελευταία διαπίστωση του Δικαστηρίου και συναφώς το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης για δυό κυρίως λόγους. Πρώτο, διότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, δεύτερο διότι έτυχαν εσφαλμένης εφαρμογής οι αρχές που διέπουν το βάρος της αποδείξεως στο συγκεκριμένο τομέα του δικαίου και τρίτο διότι λήφθηκε υπόψη απαράδεκτη μαρτυρία.
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει την προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος ως «αοριστολογίες»· υποδηλώνοντας την απουσία στέρεου βάθρου θεμελιωτικού οποιασδήποτε από τις προβληθείσες υπερασπίσεις. Η προβολή διαζευκτικών εκδοχών αναφορικά με γεγονότα που έπρεπε να γνωρίζει ο ομνύων κλονίζει αφ’ εαυτής το θεμέλιο της υπεράσπισής του. Στο σημείο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην El Fath Co v. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255 (υπόθεση ναυτοδικείου – σύλληψη πλοίου), για να υπογραμμίσει όσα αναφέρονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση εκείνη:
«Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοι[*2124]ες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως η περιεχόμενη στην παρούσα ένορκη δήλωση, δεν χωρούν. Είτε οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου είτε δεν είναι και είναι κάτι άλλο.» (Απόφαση (Εφετείου) από Κωνσταντινίδη, Δ.)
Όντως το ακροσφαλές του βάθρου της υπεράσπισης του εφεσείοντος την καθιστά τρωτή σε βαθμό που να αναιρεί την υπόστασή της. Στην ένσταση της εφεσίβλητης επισυνάπτεται τόσο η εγγυητική όσο και το δείγμα υπογραφής του εφεσείοντος, γεγονότα που δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα, είτε με ένορκη δήλωση, που θα ήταν δυνατό να προσαγάγει, ή με οποιοδήποτε άλλο παραδεκτό τρόπο, όπως υποδεικνύει το δικάσαν δικαστήριο. Η καλοπιστία του εφεσείοντος τέθηκε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό σοβαρή δοκιμασία, ενόψει της αποκάλυψης των σχέσεων του με τους ιθύνοντες της εταιρείας και του γεγονότος ότι ο εναγόμενος 2, και συνεγγυητής του ήταν αδελφός του· γεγονός αποκαλυπτικό της συνάφειας του εφεσείοντος τόσο με τον ίδιο όσο και με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία.
Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες επιφυλάξεις, εξ αντικειμένου η προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος στερείται αξιοπιστίας. Κειμένεται η υπεράσπισή του μεταξύ πιθανολογούμενης άγνοιας ή αδυναμίας γνώσης των γεγονότων αφενός, και απουσίας συνεπειών από τις πράξεις του σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι εγγυήθηκε την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, αφετέρου.
Κανένα θετικό γεγονός δεν προβάλλεται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντος που να στοιχειοθετεί υπεράσπιση. Τούτο σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής αμφισβήτησης του προσαχθέντος εγγράφου που φέρει την υπογραφή του, απογυμνώνει την υπεράσπιση του νομιμοποιητικού ερείσματος. Ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας· υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. Εφόσον η προβαλλόμενη υπεράσπιση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, καθίσταται συζητήσιμη. Όπου ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση, η αίτηση απορρίπτεται.
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει εκτεταμένη αναφορά στην απόφασή μας στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R.204, 210: Παραπέμπει και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice: The [*2125]need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other.»
Το Δικαστήριο, καθώς υπογραμμίζεται στην ίδια υπόθεση, δεν σπεύδει να αποκλείσει τον εναγόμενο από του να υπερασπιστεί. Το πράττει εφόσον διαπιστώσει ότι η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι ανεδαφική όπως και στην προκείμενη υπόθεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο