Αλκιβιάδου Παναγιώτα και Άλλες ν. Κώστα Παντελή Κωνσταντίνου και Άλλης (2001) 1 ΑΑΔ 2133

(2001) 1 ΑΑΔ 2133

[*2133]21 Δεκεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ,

2. ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΕΛΛΗ,

3. ΞΑΝΘΟΥΛΛΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ,

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες,

v.

1. ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11017)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία — Εξουσία του Διευθυντή Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, για διόρθωση λαθών και παραλείψεων σε κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και πιστοποιητικά εγγραφής ακινήτων — Δεν εκτείνεται σε επίλυση διαφορών αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου — Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Συνταγματικό Δίκαιο — Διασφάλιση του δικαιώματος κάθε ατόμου πρόσβασης στο Δικαστήριο για τη διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων — Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Οι εφεσείουσες 1 και 2 και ο εφεσίβλητος 1 είναι τέκνα και νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος Παντελή Κ. Παπαπέτρου.  Η εφεσίβλητη 2 είναι εγγονή του αποβιώσαντος, θυγατέρα του εφεσίβλητου 1. Η εφεσείουσα 3 είναι η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος.  Μετά πάροδο τριάντα χρόνων από τον θάνατο του αποβιώσαντος, ο εφεσίβλητος 1, κίνησε το μηχανισμό του [*2134]Άρθρου 49 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 (ο Νόμος) και πέτυχε την εγγραφή κτήματος στο χωριό Φαρμακάς, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του αποβιώσαντος, αφού κατέθεσε ως μαρτυρικά του δικαιώματος του πιστοποιητικά της χωριτικής αρχής, στα οποία εβεβαιώνετο ότι (α) το κτήμα δωρήθηκε από τον αποβιώσαντα στον ίδιο πριν το θάνατό του (β) το κτήμα το κατείχε αδιαφιλονικήτως, και (γ) οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ήταν ο ίδιος και οι εφεσείουσες 1 και 2 οι οποίες απουσίαζαν στο εξωτερικό. Αργότερα ο εφεσίβλητος 1 μεταβίβασε διά δωρεάς το κτήμα στην εφεσίβλητη 2, στο όνομα της οποίας είναι εγγεγραμμένο.

Οι εφεσείουσες διεκδίκησαν το κληρονομικό τους μερίδιο στο ακίνητο με αγωγή και παράλληλα αξίωσαν την ακύρωση της εγγραφής στο Κτηματολόγιο επ’ ονόματι της εφεσίβλητης 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο ότι διαπίστωσε ότι (α) η πιστοποιημένη από τη χωριτική αρχή δωρεά του ακινήτου από τον αποβιώσαντα στον εφεσίβλητο 1 ήταν ατελέσφορη και (β) δεν χωρούσε χρησικτησία έναντι εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, απέρριψε την αγωγή, για τον αποκλειστικό λόγο ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο με έφεση, ως ορίζεται στο Άρθρο 80 του Νόμου.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση. Ο δικηγόρος των εφεσειουσών υποστήριξε ότι οι διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του Άρθρου 49 του Νόμου, στο βαθμό και την έκταση που παρέχουν δικαίωμα στο Διευθυντή του Κτηματολογίου να αποφασίζει ως προς την ιδιοκτησία ακινήτου, αντίκεινται προς το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, που καθιστά τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών.  Η εισήγηση του συνηγόρου απέληγε σε αξίωση για την προσαρμογή των σχετικών εδαφίων του Άρθρου 49, βάσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος, με την προϋπάρχουσα νομοθεσία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 49 του Νόμου, συνιστών μέρος της νομοθεσίας που προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόκειται στις διατάξεις του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος και, παρεπόμενα, στις προσαρμογές εκείνες που θεωρούνται αναγκαίες για την εναρμόνιση του με το Σύνταγμα, περιλαμβανομένων των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

[*2135]2.    Στην Abraham Hassidoff v. Santi & Others επαναδιακηρύχθηκε ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είναι αναρμόδιος να επιλύει διαφορές που ανάγονται στην ιδιοκτησία γης, η επίλυση των οποίων εμπίπτει στην πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Παράλληλα, υποδείχθηκε ότι η κρίση ζητημάτων που ανάγονται στα δικαιώματα των πολιτών, έξω από το πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, συνιστά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

3.  Στην Inhabitants of the Village of Karpashia etc. and Others v. Church Committee of Ayia Marina Chruch of Dhiorios and Another αποφασίστηκε ότι κείται εκτός των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή, που του παρέχει το Άρθρο 41 του Νόμου, η επίλυση διαφοράς που άπτεται της ιδιοκτησίας ακινήτου.

4.  Από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, οι εξουσίες του Διευθυντή βάσει του Νόμου, ως ήταν διαμορφωμένος κατά το χρόνο εκείνο, περιορίστηκαν προς εναρμόνιση με το Σύνταγμα.  Προσαρμόστηκαν οι διατάξεις του Κεφ. 224, ώστε να αποκλείεται η επίλυση διαφορών, αναγομένων στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας, από το Διευθυντή. Τέτοιες διαφορές εντάσσονται αποκλειστικά στην πολιτική δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, ως ορίζει το Σύνταγμα.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 267,

Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 185,

Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

Χριστοδούλου ν. Χ”Λοϊζή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 658,

Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 906,

Χ”Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

Νεοφύτου ν. Δ/ντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842,

Αποστόλου ν. Ευθυμίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 906,

[*2136]Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά (1999) 1 Α.Α.Δ. 749,

Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

HadjiKyriacou v. Hadjiapostolou a.ο. 3 R.S.C.C. 89,

Valana v. Republic (Director of Lands and Surveys) 3 R.S.C.C. 91,

Charalambides v. Republic (District Lands Officer a.o.) 4 R.S.C.C. 24,

Antoniou a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623,

Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342,

Chakkarto v. Attorney-General (1961) C.L.R. 231,

Crysanthou a.o. v. Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622,

Hassidoff v. Santi a.o. (1970) 1 C.L.R. 220,

Inhabitants of the Village of Karpashia etc. a.o. v. Church Committee of Ayia Marina Church of Dhiorios a.o. (1971) 1 C.L.R. 411.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 1/11/00 (Αρ. Αγωγής 11615/95) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για ακύρωση της γενόμενης από το Κτηματολόγιο εγγραφής και μεταβίβασης κτήματος στο Φαρμακά επ’ ονόματι του εναγόμενου 1 για το λόγο ότι η απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο με έφεση.

Α. Λαδάς με Σ. Ασπρόφτα, για τις Εφεσείουσες.

Α. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Αντικείμενο της αναφυείσας διαφοράς μεταξύ των διαδίκων είναι η ιδιοκτησία δύο τεμαχίων γης, ενοποιηθέντων εις [*2137]ένα – (το «κτήμα») – στην κοινότητα Φαρμακά, εγγεγραμμένων επ’ ονόματι του αποβιώσαντος Παντελή Κωνσταντίνου Παπαπέτρου, πατέρα των   εφεσειουσών 1 και 2 και του εφεσίβλητου 1 και πάππου της θυγατέρας του, της εφεσίβλητης 2.

Η εφεσείουσα 3 είναι η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος. Μετά την παρέλευση τριάντα ετών από το 1963, χρόνο κατά τον οποίο απεβίωσε ο πρόγονος των αντιδίκων, ο εφεσίβλητος 1 κίνησε το μηχανισμό για την εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματί του, καταθέτοντας ως μαρτυρικά του δικαιώματός του πιστοποιητικά της χωριτικής αρχής, στα οποία βεβαιώνεται ότι:-

(α) Το κτήμα δωρήθηκε από τον αποβιώσαντα στον υιό του, εφεσίβλητο 1, ένα έτος πριν το θάνατό του.

(β) Έκτοτε ο εφεσίβλητος 1 κατέχει αδιαφιλονικήτως το κτήμα· και

(γ) Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ήταν ο εφεσίβλητος 1 και οι αδελφές του, οι εφεσείουσες 1 και 2, που απουσίαζαν στην Αυστραλία και Ελλάδα, αντίστοιχα.

Με αίτησή του στις κτηματολογικές αρχές, ο εφεσίβλητος 1 διατύπωσε τη θέση ότι οι αδελφές του, οι οποίες έλειπαν από την Κύπρο από μακρού, ευρισκόμενες στο εξωτερικό, «αναιτίως θα κατακρατήσουν τις έγγραφες συγκαταθέσεις τους» για την εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματί του· επί τούτω ζήτησε όπως κινηθεί ο μηχανισμός του Άρθρου 49 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ΚΕΦ. 224, (ο «Νόμος»), προς εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματί του. Ο Διευθυντής γνωστοποίησε το αίτημά του με δημοσίευση σε ημερήσια εφημερίδα, καλώντας πάντα ενιστάμενο να εγείρει την ένστασή του στην εγγραφή μέσα σε εξήντα ημέρες. Ένσταση δεν υποβλήθηκε εντός της καθορισμένης προθεσμίας· οπόταν ο Διευθυντής του Κτηματολογίου προέβη στην εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1, στις 25 Μαΐου, 1994. Πέντε μέρες αργότερα, ο εφεσίβλητος 1 μεταβίβασε διά δωρεάς το κτήμα στην εφεσίβλητη 2, στο όνομα της οποίας είναι εγγεγραμμένο.

Το 1995, με αγωγή τους οι εφεσείουσες 1 και 2 διεκδίκησαν το κληρονομικό τους μερίδιο στο ακίνητο και, παράλληλα, αξίωσαν την ακύρωση της γενόμενης από το Κτηματολόγιο εγγραφής επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1 και, παρεπόμενα, της διά δωρεάς μεταβίβασής του στην εφεσίβλητη 2. Διαζευκτικά, αξίωσαν την έκδοση [*2138]δήλωσης του Δικαστηρίου, ότι το κτήμα παραμένει εγγεγραμμένο επ’ ονόματι του αποβιώσαντος, συνιστών μέρος της περιουσίας του, καθώς και την παροχή λογαριασμού για τη νομή του από τους εφεσίβλητους 1 και 2,  από το θάνατο του αποβιώσαντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι:-

(α) Η πιστοποιημένη από τη χωριτική αρχή δωρεά του ακινήτου από τον αποβιώσαντα στον εφεσίβλητο 1 ήταν ατελέσφορη, εφόσον δεν ολοκληρώθηκε με τη μεταβίβαση του ακινήτου· και

(β) Δε χωρούσε χρησικτησία έναντι εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.

Κατά συνέπεια, οι διεκδικήσεις του εφεσίβλητου 1 για την ιδιοκτησία του κτήματος ήταν ανυπόστατες.

Παρά ταύτα, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειουσών, για τον αποκλειστικό λόγο ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο με έφεση, ως ορίζεται στο Άρθρο 80 του Νόμου. Το Άρθρο 80 προβλέπει ότι, πρόσωπο, δυσαρεστημένο με διαταγή, ειδοποίηση ή απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία εκδίδεται βάσει των προνοιών του Νόμου, μπορεί να την αμφισβητήσει με έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ληφθείσα από το Διευθυντή απόφαση για την εγγραφή του κτήματος επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 1, συνιστά απόφαση εν τη εννοία του Άρθρου 80 και, κατά συνέπεια, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αμφισβήτησης μόνο με την προβλεπόμενη από το ίδιο Άρθρο του Νόμου έφεση.

Το ίδιο το Άρθρο 80 προβλέπει ότι δε χωρεί αμφισβήτηση απόφασης του Διευθυντή με τρόπο άλλο από τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις του, δηλαδή με έφεση κατά της απόφασής του, ασκουμένης εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 267, στην οποία επαναλαμβάνεται η παγιωμένη θέση ότι αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου, υποκείμενες στις διατάξεις του Άρθρου 80, μπορεί να αμφισβητηθούν μόνο με τον προβλεπόμενο από τις πρόνοιές του τρόπο. Η αγωγή, στην περίπτωση Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου, (ανωτέρω), αφορούσε περιουσιακές αξιώσεις. Δεν ήταν λόγος της απόρριψής της ότι το αντικείμενό της μπορούσε να αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου μόνο με έφεση* βάσει των διατάξεων του Άρθρου 80 του ΚΕΦ. 224, αλλά γιατί η απαίτηση, ως ήταν στοιχειοθετημένη, δεν ήταν βάσιμη. Σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες τελειώνει την απόφασή του:- (σελ. 8-9)

«Η τύχη της έφεσης δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψή της, για τους λόγους που έχουμε νωρίτερα εκθέσει. Κρίνουμε, όμως, ορθό, πριν περατώσουμε την απόφαση αυτή, να σχολιάσουμε το γεγονός ότι οι κτηματολογικές αρχές, παρά τις διαπιστώσεις που έγιναν από το 1970 στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220** - ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές, κάτω από οποιαδήποτε διάταξη του νόμου – συνεχίζουν να το πράττουν. Σε πρόσφατη απόφασή μας στη Φανή ν. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, υποδείξαμε ότι:-

‘Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου – (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.’»

Στη Φανή ν. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά., (ανωτέρω), αποφασίστηκε, με σημείο αναφοράς την αμφισβήτηση απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, ότι η επίλυση κτηματικών διαφορών κείται εκτός των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή· υποδείχθηκε ότι τα περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου αποτελούν μέρος των αστικών του δικαιωμάτων, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου – (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).

Στην Αποστόλου ν. Ευθυμίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 906, το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε αναθεώρηση της νομολογίας που πραγματεύεται το θέμα που εξετάζουμε, για να διαπιστώσει ότι η διεκδίκηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακίνητης ιδιοκτησίας ανά[*2140]γεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας, εντός της οποίας κείται το ακίνητο.

Στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749, υπογραμμίζεται ότι:- (σελ. 756-757)

«Όταν υπάρχουν αντεκδικήσεις ως προς την ιδιοκτησία συγκεκριμένου τεμαχίου, όπως ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Hassidoff, (υπόθεση διπλής εγγραφής), το θέμα εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή. Αποτελεί περιουσιακή διαφορά η οποία λύεται με αναφορά στα δικαιώματα εκατέρου των διαδίκων στο κτήμα. Το ζητούμενο σ’ εκείνη την περίπτωση είναι σε ποιό ανήκει το συγκεκριμένο ακίνητο και όχι τί καλύπτει.»

Ο κ. Λαδάς υποστήριξε ότι οι διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του Άρθρου 49 του Νόμου, στο βαθμό και την έκταση που παρέχουν δικαίωμα στο Διευθυντή του Κτηματολογίου να αποφασίζει ως προς την ιδιοκτησία ακινήτου, αντίκεινται προς το Σύνταγμα - Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, που καθιστά τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών. Παραπέμποντας στη Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, ο κ. Λαδάς υπέβαλε ότι οι εξουσίες του Διευθυντή περιορίζονται σε θέματα που σχετίζονται με την τήρηση των Κτηματολογικών Μητρώων, την ορθότητα και την ακρίβειά τους, θέματα για τα οποία η πραγματογνωμοσύνη του του επιτρέπει να εκφέρει κρίση επ’ αυτών. Πρόκειται, όπως υποδείχθηκε σ’ εκείνη την υπόθεση, για διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, η άσκηση της οποίας υπόκειται σε ουσιαστική αναθεώρηση βάσει των προνοιών του Άρθρου 80 του Νόμου, κατ’ αντιστοιχία προς πράξεις και αποφάσεις της Διοίκησης στον τομέα του δημοσίου δικαίου, που υπάγονται σε αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος – (βλ. Achilleas HadjiKyriacou v. Theologia Hadjiapostolou and Others 3 R.S.C.C. 89· Savvas Yianni Valana v. The Republic (Director of Lands and Surveys) 3 R.S.C.C. 91· Theocharis Charalambides v. The Republic (District Lands Officer & Another) 4 R.S.C.C. 24· Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).

Ο κ. Λαδάς επεξήγησε ότι το αίτημά του δεν απολήγει σε αξίωση για την κήρυξη θεσπισθέντος μετά την Ανεξαρτησία νόμου ως αντισυνταγματικού, αλλά σε αξίωση για την προσαρμογή προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, συγκεκριμένα των σχετικών εδαφίων του Άρθρου 49, βάσει του Άρθρου 188 του Συντάγ[*2141]ματος.

Αντίθετη υπήρξε η άποψη των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση ως καθ’ όλα ορθή. Υπέβαλαν ότι κάθε θέμα, σχετιζόμενο με απόφαση του Διευθυντή, μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο δικαστικής κρίσης μόνο μέσω έφεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατά τον προβλεπόμενο από το Άρθρο 80 του Νόμου τρόπο.

Συμφωνούμε με τη θέση ότι το Άρθρο 49 του Νόμου, συνιστών μέρος της νομοθεσίας που προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόκειται στις διατάξεις του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος και, παρεπόμενα, στις προσαρμογές εκείνες που θεωρούνται αναγκαίες για την εναρμόνιση του με το Σύνταγμα, περιλαμβανομένων των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

Η αναγκαιότητα προσαρμογής των διατάξεων του Νόμου προς το Σύνταγμα αναγνωρίστηκε ευθύς μετά την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση Imbrahim Mehmed Chakkarto v. The Attorney-General (1961) C.L.R. 231. Αντικείμενο της διαφοράς ήταν διεκδικήσεις του ενάγοντος αναφορικά με την ιδιοκτησία διόδου. Διαπιστώθηκε ότι η διαφορά ήταν έξω από το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή του Κτηματολογίου, βάσει του Άρθρου 61 του Νόμου. Αποφασίστηκε ότι διαφορές, αναγόμενες σε αστικά ζητήματα, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 152 του Συντάγματος, αποκλειόμενης της ανάληψης δικαιοδοσίας προς επίλυσή τους από οποιοδήποτε μη δικαστικό σώμα, ως ορίζει το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.

Η απόφαση στην Imbrahim Mehmed Chakkarto v. The Attorney-General, (ανωτέρω), ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη μεταγενέστερη απόφασή του Melpomeni Panayiotou Crysanthou & Others v. Neoclis Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622.

Στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220, επαναδιακηρύχθηκε ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου είναι αναρμόδιος να επιλύει διαφορές που ανάγονται στην ιδιοκτησία γης, η επίλυση των οποίων εμπίπτει στην πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Παράλληλα, υποδείχθηκε ότι η κρίση ζητημάτων που ανάγονται στα δικαιώματα των πολιτών, έξω από το πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, συνιστά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

[*2142]Στην Inhabitants of the Village of Karpashia etc. and Others v. Church Committee of Ayia Marina Church of Dhiorios and Another (1971) 1 C.L.R. 411, αποφασίστηκε ότι κείται εκτός των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή, που του παρέχει το Άρθρο 41 του Νόμου, η επίλυση διαφοράς που άπτεται της ιδιοκτησίας ακινήτου.

Αναντίλεκτο είναι το συμπέρασμα ότι, από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, οι εξουσίες του Διευθυντή βάσει του Νόμου, ως ήταν διαμορφωμένoς κατά το χρόνο εκείνο, περιορίστηκαν προς εναρμόνιση με το Σύνταγμα. Προσαρμόστηκαν οι διατάξεις του  ΚΕΦ. 224, ώστε να αποκλείεται η επίλυση διαφορών, αναγομένων στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας, από το Διευθυντή. Τέτοιες διαφορές εντάσσονται αποκλειστικά στην πολιτική δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, ως ορίζει το Σύνταγμα – (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).

Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και η αγωγή των εφεσειουσών να αχθεί εκ νέου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς εκδίκαση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Επιδικάζονται, επίσης, υπέρ των εφεσειουσών, τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, που δαπανήθηκαν για την κρίση της προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο