Cypamar Maritime Agencies ν. Του πλοίου "Τiger" υπό Καμποτιανή Σημαία (2001) 1 ΑΑΔ 2159

(2001) 1 ΑΑΔ 2159

[*2159]31 Δεκεμβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

CYPAMAR MARITIME AGENCIES,

Ενάγοντες,

v.

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ “TIGER” ΥΠΟ ΚΑΜΠΟΤΙΑΝΗ ΣΗΜΑΙΑ,

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 43/2001)

 

Ναυτοδικείο — Αγωγή in rem — Σύλληψη πλοίου — Εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής — Εφαρμοστέες αρχές — Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα προς εκδίκαση — Αγωγή για εύλογη και συμφωνηθείσα αμοιβή για υπηρεσίες πρακτόρευσης του εναγόμενου πλοίου — Ύπαρξη επαρκούς υλικού ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο αποκάλυπτε ότι υπήρχε ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής — Διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου επικυρώθηκε.

Ναυτοδικείο — Σύλληψη πλοίου κατόπιν μονομερούς αιτήσεως — Αίτηση για ακύρωση του διατάγματος σύλληψης — Αμφισβήτηση γεγονότων — Δεν δικαιολογείται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

Ναυτοδικείο — Διάταγμα σύλληψης πλοίου κατόπιν μονομερούς αιτήσεως — Αίτηση υπό του εναγόμενου πλοίου για ακύρωσή του επειδή η ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την μονομερή αίτηση δεν αποκάλυπτε όλα τα σχετικά γεγονότα — Ποίες οι επιπτώσεις της εν λόγω μη αποκάλυψης.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν μονομερή αίτηση για διάταγμα σύλληψης του εναγομένου πλοίου. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι με βάση τους όρους του ναυλοσυμφώνου (Τεκμήριο Α) μεταξύ των ιδιοκτητών και ναυλωτών, οι ενάγοντες διορίσθηκαν πράκτορες του πλοίου για το συγκεκριμένο ταξίδι για το οποίο το πλοίο είχε ναυλωθεί «όπου τα έξοδα του πλοίου (ships fees and expenses) θα κατεβάλλοντο από τους ιδιοκτήτες του κατευθείαν στους πράκτορες». Τα έξοδα αυτά [*2160]τα οποία ανέρχοντο σε Λ.Κ.3.198,00 δεν είχαν πληρωθεί στους ενάγοντες.

Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωσή τους οι ενάγοντες επισύναψαν το πιο πάνω ναυλοσύμφωνο, στο οποίο αναφερόταν ότι είχαν διορισθεί από τους ναυλωτές ως πράκτορες του πλοίου στο λιμάνι Λεμεσού που ήταν το λιμάνι εκφόρτωσης.  Οι ενάγοντες επισύναψαν και τη σχετική επιστολή διορισμού τους.

Το Δικαστήριο εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Οι πλοιοκτήτες καταχώρησαν αίτηση για ακύρωση του διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση στην οποία αναφερόταν ότι το έγγραφο ναύλωσης (Τεκμήριο Α) που ήταν συνημμένο στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση των εναγόντων ήταν ανυπόγραφο και ότι οι πλοιοκτήτες ουδέποτε διόρισαν τους ενάγοντες ως πράκτορες του πλοίου ούτε και συμφώνησαν ποτέ ότι οι ναυλωτές είχαν το δικαίωμα να ορίσουν εκείνοι πράκτορα του πλοίου και να δεσμεύουν τους πλοιοκτήτες για την αμοιβή του. Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση και επανέλαβαν τους ισχυρισμούς των πιο πάνω ενόρκων δηλώσεών τους.  Ισχυρίσθηκαν επίσης ότι:

1) Το γεγονός ότι το έγγραφο (Τεκμήριο Α) ήταν ανυπόγραφο, δεν επηρέαζε την εγκυρότητά του.

2) Μετά τη σχετική ενημέρωση των πλοιοκτητών για τον καθορισμό τους ως πρακτόρων του πλοίου από τους ναυλωτές αυτόματα εθωρούντο ως πράκτορες και θα έπρεπε να πληρωθούν από τους πλοιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου για τις υπηρεσίες και τα έξοδά τους.

3) Δεν ήταν ορθό να αποφασιστεί στο στάδιο αυτό της διαδικασίας η ουσία της υπόθεσης.

Κατά την ακρόαση της αίτησης υπεβλήθη εκ μέρους των εναγομένων ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων δεν περιείχε υπολογισμό των εξόδων τους ούτε και έγγραφα που να αποδεικνύουν τα διενεργηθέντα έξοδα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα της χορήγησης διατάγματος σύλληψης πλοίου διέπεται από τους Καν. 50-54 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών. Σύμφωνα με τον Καν. 51 η ένορκη δήλωση για χορή[*2161]γηση διατάγματος σύλληψης πλοίου θα πρέπει να περιέχει τη φύση της αξίωσης. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί. Περαιτέρω σύμφωνα με τον Καν. 54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης παρόλο ότι η ένορκη δήλωση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες.

2.  Στην παρούσα υπόθεση η ένορκη δήλωση των εναγόντων ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις των σχετικών Κανονισμών.

3.  Το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών.  Είναι αναγκαίο όπως το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα προς εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Οπωσδήποτε το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η αξίωση δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική.

4.  Η ένορκη δήλωση των εναγόντων αποκαλύπτει ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής.

Η αίτηση των εναγομένων απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship “Akak Progress” (1985) 1 C.L.R. 672,

The Ship “Gloriana” a.ο. v. Breidi a.ο. (1982) 1 C.L.R. 409,

El Fath Co. v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255,

Μίχος ν. Α/Π «Αντένα» (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 481.

Αγωγή Ναυτοδικείου.

Αίτηση από τους εναγόμενους πλοιοκτήτες του πλοίου ‘Tiger’ για διαταγή του Δικαστηρίου προς ακύρωση του διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ημερομηνίας 21/8/01 ως αδικαιολογήτως εκδοθέντος.

Α. Χαβιαράς, για τους Ενάγοντες-Αιτητές.

Α. Γιωρκάτζης, για τους Εναγόμενους-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*2162]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή τους που καταχώρισαν στις 21.8.2001 οι ενάγοντες αξιώνουν από το εναγόμενο πλοίο Λ.Κ. 3,198.00 «αντιπροσωπεύον την εύλογο και/ή συμφωνηθείσα αμοιβή» για τις υπηρεσίες τους «ως αντιπροσώπων του εναγόμενου πλοίου από τις 16.8.2001 μέχρι τις 20.8.2001 καθώς και για τις διάφορες άλλες υπηρεσίες που διενήργησαν για λογαριασμό του εναγόμενου πλοίου».

Την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος ακολούθησε η καταχώριση μονομερούς αίτησης από τους ενάγοντες για «διάταγμα σύλληψης του εναγομένου πλοίου». Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν τα εξής:

Οι ενάγοντες είναι Κυπριακή εταιρεία που ασχολείται με την αντιπροσώπευση πλοίων και διατηρεί γραφείο στη Λεμεσό. Με βάση συμφωνία/ναυλοσύμφωνο μεταξύ των ιδιοκτητών και ναυλωτών το εναγόμενο πλοίο ναυλώθηκε στους ναυλωτές για ένα ταξίδι «από το Nikolayev εις το Λιμάνι Λεμεσού για μεταφορά φορτίου από κριθάρι». Δυνάμει των όρων του ναυλοσυμφώνου οι ενάγοντες διορίσθηκαν πράκτορες του πλοίου για το πιο πάνω ταξίδι «όπου τα έξοδα του  πλοίου (ships΄ fees and expenses) θα καταβάλλοντο από τους ιδιοκτήτες του κατευθείαν στους πράκτορες». Σύμφωνα με την πιο πάνω συμφωνία και την πρακτική που ακολουθείται θα έπρεπε να καταβληθούν προκαταβολικά τα υπολογισθέντα έξοδα της παραμονής του πλοίου στην Κύπρο όπως λιμενικά έξοδα, αμοιβή αντιπροσώπου του πλοίου, τελωνειακά και άλλα. Παρά την παρέλευση τεσσάρων ημερών από την άφιξη του πλοίου και ενώ το πλοίο ετοιμάζεται να αποπλεύσει από την Λεμεσό εντός της ημέρας όχι μόνο δεν έχουν αποσταλεί τα υπολογισθέντα έξοδα αλλά ούτε τα οφειλόμενα μέχρι σήμερα ποσά που ανέρχονται σε Λ.Κ.3,198.00. Το εναγόμενο πλοίο οφείλει στους ενάγοντες για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν μέχρι σήμερα το ποσό των Λ.Κ.3,198.00 και παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες για πληρωμή του ποσού τούτο δεν έχει καταβληθεί και χρειάζεται η συνδρομή του δικαστηρίου για εξασφάλιση «της μη ικανοποιηθείσας αξίωσης» των εναγόντων με την σύλληψη του πλοίου.

Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους οι ενάγοντες επεσύναψαν το πιο πάνω ναυλοσύμφωνο (βλ. Τεκ. Α). Κάτω από τον τίτλο “Loading and Discharging” (φόρτωση και εκφόρτωση) αναφέρεται ότι “all charges and dues levied on the cargo shall be for Charterers΄ account and those levied on the vessel for Owners΄ account”.*

Περαιτέρω στο Τεκ. Α και κάτω από τον τίτλο “Agencies” (αντιπροσωπείες) αναφέρεται “at discharging port she shall be consigned (nominated by Charterers later)”**. Με βάση αυτό τον όρο – συνεχίζει η συμπληρωματική ένορκη δήλωση – έχουν διορισθεί από τους ναυλωτές οι ενάγοντες ως πράκτορες του πλοίου στο λιμάνι Λεμεσού που είναι το λιμάνι εκφόρτωσης. Οι ενάγοντες επεσύναψαν και τη σχετική επιστολή διορισμού τους (βλ. Τεκ. Β).

Με απόφαση του στη μονομερή αίτηση ημερ. 21.8.2001 το Δικαστήριο εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα σύλληψης του πλοίου.

Στις 10.10.2001 οι πλοιοκτήτες – η εταιρεία Joy Transport Inc. – καταχώρησαν αίτηση για «διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ημερ. 21.8.2001 ως αδικαιολογήτως εκδοθέν». Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Διευθυντή της Moustakas Shipping Agencies Ltd (M.S.A.) στην οποία αφού αρνήθηκε ολόκληρο το περιεχόμενο των δύο ενόρκων δηλώσεων των εναγόντων ανέφερε και τα εξής:

Ήταν εξουσιοδοτημένος από τους πλοιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου να προβεί στην ένορκη δήλωση του.  Το έγγραφο ναύλωσης που ήταν συνημμένο στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση των εναγόντων ήταν ανυπόγραφο. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία όρισε ως πράκτορα του πλοίου στη Λεμεσό για το υπό κρίση ταξίδι την MSA (Βλ. “δέσμη εγγράφων, τεκμήριο Α από 1 μέχρι 16 (μπλέ μελάνι) όπου καταφαίνεται ο διορισμός της MSA και η πληρωμή όλων των εξόδων του πλοίου στο λιμάνι Λεμεσού από την MSA εκ μέρους των πλοιοκτητών”).

Οι πλοιοκτήτες του  πλοίου ουδέποτε διόρισαν τους ενάγοντες ως πράκτορες του πλοίου ούτε και συμφώνησαν ποτέ ότι οι ναυλωτές είχαν το δικαίωμα να ορίσουν εκείνοι πράκτορα του πλοίου και να δεσμεύσουν τον πλοιοκτήτη για την πληρωμή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ανδρέας Πανέρας δεν επισυνάπτει στην ένορκη δήλωση του κανένα έγγραφο διορισμού αλλά ούτε και αποδεικτικά «οιωνδήποτε πληρωμών εκ μέρους του πλοίου».  Και εαν ακόμα το κείμενο του ναυλοσυμφώνου που επικαλείται ο ενάγων ρύθμιζε τις σχέσεις πλοιοκτήτη – ναυλωτή (πράγμα που αρνείται) σύμφωνα με την συμβουλή των δικηγόρων του πλοίου:

[*2164](α)  οι ενάγοντες, ως τρίτοι, δεν μπορούν να αντλήσουν δικαιώματα από την εν λόγω συμφωνία.

(β)   τα αποσπάσματα που επικαλούνται οι ενάγοντες δεν προσθέτουν στην υπόθεση τους.

Η αίτηση για ακύρωση του διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου συνάντησε την ένσταση των εναγόντων. Με την ένορκη δήλωση του Διευθυντή τους, που συνόδευε την ένσταση, επενέλαβαν τους ισχυρισμούς τους που περιέχονται στις πιο πάνω δύο ένορκες δηλώσεις τους. Αμφισβήτησαν ότι ο Διευθυντής της MSA ή η εταιρεία MSA είναι εξουσιοδοτημένη από τους ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου να προβεί στην πιο πάνω ένορκη δήλωση της. Ισχυρίσθηκαν ότι η αίτηση της Joy Transport Inc γίνεται αποκλειστικά από τον Μιχάλη Μουστάκα και την εταιρεία Moustakas Shipping Agencies Ltd και όχι τους ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου. Επανέλαβαν τον ισχυρισμό τους ότι στις 6.7.01 συμφωνήθηκε μεταξύ των πλοιοκτητών και της εταιρείας Aston Agro Industrial της Γερμανίας ως ναυλωτών η ναύλωση του εναγόμενου πλοίου με βάση τους όρους του  ναυλοσυμφώνου που επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο Α στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους. Ισχυρίσθηκαν ότι σύμφωνα με την συμβουλή των δικηγόρων τους το γεγονός ότι το έγγραφο (Τεκμήριο Α) είναι ανυπόγραφο δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του και δεν καθιστά τούτο είτε άκυρο είτε ανύπαρκτο. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι μετά τη σχετική ενημέρωση των πλοιοκτητών για τον καθορισμό τους ως πρακτόρων του πλοίου από τους ναυλωτές αυτόματα θεωρούνται ως οι πράκτορες του πλοίου και ως εκ τούτου ενήργησαν ως πράκτορες και θα έπρεπε να πληρωθούν από τους ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου για τις υπηρεσίες τους και τα έξοδα τους.  Ο οποιοσδήποτε διορισμός της MSA ως πράκτορα του πλοίου στη Λεμεσό για το συγκεκριμένο ταξίδι αμφισβητείται εκτός εάν αφορά διορισμό τους ως Protecting Agent.  Επεσύναψαν ένα τηλεομοιοτυπικό έγγραφο από τους Aston Trading GmbH εκ μέρους των ναυλωτών που διευκρινίζει ότι ο τυχόν διορισμός άλλου προσώπου ως πράκτορα από τους πλοιοκτήτες δεν μπορεί να είναι παρά διορισμός Protecting Agent (βλ. Τεκ. 1).

Τέλος ισχυρίσθηκαν ότι σύμφωνα με την συμβουλή των δικηγόρων τους δεν είναι δυνατό αλλά ούτε ορθό και δίκαιο να αποφασισθεί στο στάδιο αυτό  της διαδικασίας η ουσία της υπόθεσης,  και μάλιστα με έγγραφα των οποίων αμφισβητείται «η προέλευση και η αυθεντικότητα τους και μάρτυρα τον Μιχάλη Μουστάκα που η όλη μαρτυρία του εκτός του ότι αμφισβητείται είναι εξ ακοής, κάτι που θα γίνει όταν ακουστεί μαρτυρία τόσο από τους ενάγοντες όσο και [*2165]τους εναγομένους όταν η υπόθεση θα ακουστεί επί της ουσίας».

Κατά την ακρόαση της αίτησης των εναγομένων ο ευπαίδευτος συνήγορος τους υπέβαλε ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων δεν περιέχει υπολογισμό των εξόδων τους ούτε και έγγραφα που αποδεικνύουν τα διενεργηθέντα έξοδα. Παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενοι «παρέθεσαν το εξοδολόγιο τους» οι ενάγοντες στην ένταση τους δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει ότι έχουν προβεί σε οποιαδήποτε έξοδα.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων τόνισε ιδιαίτερα ότι οι ενάγοντες ως τρίτοι στο ναυλοσύμφωνο δεν μπορούν να αντλήσουν δικαιώματα από το ναυλοσύμφωνο γιατί δεν είναι συμβαλλόμενοι.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων υπέβαλε ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν ασχολείται με την ουσία της υπόθεσης. Το μόνο επίδικο θέμα είναι κατά πόσο οι προϋποθέσεις που τίθενται από τους Κανονισμούς για τη χορήγηση διατάγματος σύλληψης ικανοποιούνται.

Το θέμα της χορήγησης διατάγματος σύλληψης πλοίου διέπεται από τους Καν. 50-54 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κανονισμών. Σύμφωνα με τον Καν. 51 η ένορκη δήλωση για χορήγηση διατάγματος σύλληψης πλοίου θα πρέπει να περιέχει τη φύση της αξίωσης. Πρέπει, επίσης, να αναφέρει ότι η αξίωση δεν έχει ικανοποιηθεί και ότι χρειάζεται η βοήθεια του δικαστηρίου για ικανοποίηση της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Καν. 54, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει το διάταγμα σύλληψης παρόλο ότι η ένορκη δήλωση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες.  Στην Abdul Hamid Borgol and Co. v. The Ship “Akak Progress” (1985) 1 C.L.R. 672 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι εφόσον οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς δεν μπορούν να επικριθούν γιατί δεν έχουν προβεί σε μια πιο εκτεταμένη αποκάλυψη γεγονότων.

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων ικανοποιεί πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικοί Κανονισμοί. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση των εναγομένων δεν ευσταθεί.

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ακύρωσης διατάγματος σύλληψης πλοίου προδιαγράφεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην The Ship “Gloriana” and Another v. Breidi and Another (1982) 1 C.L.R. 409 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ. – όπως ήταν τότε). Την παραθέτω:

[*2166]

Το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα επί των δικαιωμάτων των μερών. Είναι αναγκαίο όπως το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Οπωσδήποτε το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η αξίωση δεν είναι προδήλως αβάσιμη και ενοχλητική.  Δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου σ’ αυτό το στάδιο της αντιδικίας να προσπαθήσει να επιλύσει αμφισβητήσεις σε σχέση με γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αξίωση των μερών ούτε να αποφασίσει δύσκολα νομικά σημεία για τα οποία απαιτείται λεπτομερής επιχειρηματολογία και μελετημένη εξέταση. Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται κατά τη δίκη (Βλ. και El Fath Co. v. E.D.T. Shipping κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255, 1268 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Βλ. επίσης Μίχος ν. Α/Π «Αντένα» (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 481, 488 (απόφαση Πογιατζή, Δ.) στην οποία λέχθηκε ότι το στάδιο της εξέτασης διαβήματος για ακύρωση διατάγματος για σύλληψη πλοίου δεν είναι το ενδεδειγμένο για την εξέταση σε βάθος των επιδίκων θεμάτων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας για να καταστεί δυνατή η εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων και/ή συμπερασμάτων).

Έχω εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων.   Η μαρτυρία αυτή περιέχει αντικρουόμενους ισχυρισμούς αναφορικά με το κατά πόσο οι ενάγοντες ή η εταιρεία MSA έχουν πράγματι διορισθεί ως αντιπρόσωποι του εναγόμενου πλοίου. Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω τρεις υποθέσεις. Κρίνω ότι το παρόν στάδιο δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για επίλυση των αμφισβητήσεων σε σχέση με τα γεγονότα. Ούτε είναι το κατάλληλο στάδιο για εξέταση των νομικών λόγων που έχουν επικαλεσθεί οι εναγόμενοι. Αντικείμενο της εξέτασης σ’ αυτό το στάδιο είναι κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. Κρίνω ότι η ένορκη δήλωση των εναγόντων αποκαλύπτει ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση των εναγομένων απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση των εναγομένων απορρίφθηκε με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο