Χριστοφόρου Ιάκωβος Κώστα ν. Άννας Χαραλάμπους Ιακώβου, ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Χαράλαμπου Ιάκωβου Παπαχριστοφόρου (2002) 1 ΑΑΔ 33

(2002) 1 ΑΑΔ 33

[*33]14 Ιανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΝΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΙΑΚΩΒΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσίβλητης,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10944)

 

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση (undue influence) ― Ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149, Άρθρο 16(1) ― Το βάρος αποδείξεως ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί της θέλησης του άλλου, όταν το πρόσωπο αυτό συμβάλλεται και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν ότι είναι υπέρμετρα επαχθής (Άρθρο 16(3) ― Η ψυχική πίεση είναι δημιούργημα των αρχών της Επιείκειας.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Υποχρέωση έκθεσης συνοπτικώς όλων των ουσιωδών γεγονότων με στόχο τον επακριβή προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Δ.19, θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) εξασφάλισε από το πρωτόδικο Δικαστήριο διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής κτήματος του αποβιώσαντος πατέρα της επ’ ονόματι του εφεσείοντος-εναγομένου (ο εφεσείων) και την εγγραφή του κτήματος στο όνομά της, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος, στη βάση της άσκησης ψυχικής πίεσης και της ετεροβαρούς συναλλαγής.  Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι ο εφεσείων – που ήταν παιδί αδελφού του αποβιώσαντος – εκμεταλλευόμενος την κακή κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος και τη συγγένεια του με αυτόν διευθέτησε την επ’ ονόματί του μεταβίβαση του ρηθέντος κτήματος.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλου[*34]θους λόγους:

1) Τα γεγονότα που δικαιολογούσαν την αιτούμενη θεραπεία δεν προσδιορίζονταν στο κύριο σώμα της απαίτησης.

2) Το δόγμα του αθέμιτου επηρεασμού δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση.

3) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πνευματική ικανότητα του αποβιώσαντος ήταν μειωμένη κατά το χρόνο της επίδικης συναλλαγής είναι εσφαλμένη.

4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι μπορεί να εφαρμοστεί το Άρθρο 16(3) του Κεφ. 149 που μεταθέτει στους ώμους του εφεσείοντος το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση που συνήφθη ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διατύπωση και μόνο της θεραπείας δεν επιτρέπει την εξέταση του θέματος το οποίο εγείρει.  Ο προσδιορισμός στο κύριο σώμα της απαίτησης των γεγονότων που δικαιολογούν μια ή περισσότερες θεραπείες αποτελεί προϋπόθεση για την εξέτασή τους.  Στην παρούσα περίπτωση ο όρος “αθέμιτος επηρεασμός” (undue influence), χρησιμοποιήθηκε τόσο στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος, όσο και στην αξίωση της έκθεσης απαίτησης.  Στο σώμα δε της έκθεσης απαίτησης καταχωρούνται, με μεγάλη μάλιστα λεπτομέρεια, τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων η εφεσίβλητη στηρίζει την υπόθεσή της.

2.  Η ψυχική πίεση προσδιορίζεται στο Άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.  Το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί της θέλησης του άλλου, όταν το πρόσωπο αυτό συμβάλλεται και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν ότι είναι υπέρμετρα επαχθής (Άρθρο 16(3)).  Το βάρος αυτό ο εφεσείων δεν κατάφερε να αποσείσει, αφού το Δικαστήριο απέρριψε πλήρως την εκδοχή του.

3.  Η ιατρική μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως ορθή δεν δημιουργεί καμιά αμφιβολία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αποβιώσας δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και συνεπώς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις του κι’ έτσι ο εφεσείων ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θέλησής του και ασκώντας ψυχική πίεση σε αυτόν να επιτύχει μια συναλλαγή σαφώς επαχθή αφού του μεταβίβασε ακίνητο σημαντικής αξίας χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα.

[*35]4.        Σε περίπτωση επαχθών συμβάσεων θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δωρητής ενεργούσε ελεύθερα από οποιαδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του.  Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να αποδείξει ο δωρητής ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης είναι η παρουσίαση μαρτυρίας ότι η εκχώρηση ήταν αποτέλεσμα λήψης κατάλληλης και ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180,

Πουρίκκος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507,

Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319,

Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 16,

Κεφάλας κ.ά. ν. Νικολάου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226,

Allcard v. Skinner [1887] 35 Ch. D. 145,

Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/9/00 (Αρ. Αγωγής 7355/95) με την οποία αποδέχτηκε την αγωγή της ενάγουσας και εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής ενός κτήματος στο χωριό Μοναγρούλι Λεμεσού επ’ ονόματί του και διέταξε την εγγραφή του επ’ ονόματι της ενάγουσας ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα της.

Φ. Τσαγγαρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Σπ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*36]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα απαγγελθεί από το Δικαστή  Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήγειρε την αγωγή που είναι η βάση της παρούσας διαδικασίας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του πατέρα της, που απεβίωσε στις 25.1.1995.  Αξίωνε ακύρωση της μεταβίβασης κτήματος έκτασης δύο σκαλών και ενός προσταθίου, στο χωριό  Μοναγρούλλι, της επαρχίας Λεμεσού, που έγινε προς τον εφεσείοντα-εναγόμενο. Στην έκθεση απαίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο αποβιώσας υπέφερε από αρτηριοσκλήρωση αγγείων του εγκεφάλου, γεροντική άνοια και την ασθένεια πάρκινσον.  Αναφέρεται ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν τέτοια που κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά ούτε και συνείδηση των πράξεών του. Έτσι ο εφεσείων-εναγόμενος εκμεταλλευόμενος την κατάστασή του και τη συγγένειά του με τον αποβιώσαντα, διευθέτησε την επ’ ονόματί του μεταβίβαση του ρηθέντος κτήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς για απάτη, ψευδείς παραστάσεις και πλαστογράφηση. Κατέληξε όμως ότι η αγωγή θα έπρεπε να επιτύχει στη βάση της άσκησης ψυχικής πίεσης και της ετεροβαρούς συναλλαγής και προχώρησε στην έκδοση διατάγματος ακύρωσης της εγγραφής του κτήματος στο όνομα του εφεσείοντα και την εγγραφή του στο όνομα της εφεσίβλητης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος. 

Ο εφεσείων προβάλλει το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο διαπιστώνει μεν ότι στην έκθεση απαίτησης δεν διατυπώνεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός για ψυχική πίεση ή αθέμιτο επηρεασμό, αλλά στη συνέχεια λανθασμένα προχωρεί και καταλήγει ότι το λεκτικό της ήταν οριακά αρκετό για να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός για ψυχική πίεση εγείρεται.

Ο εφεσείων βασίζεται στην αρχή ότι τα δικόγραφα θα πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, ούτως ώστε η κάθε πλευρά να γνωρίζει επακριβώς την υπόθεση που έχει να αντιμετωπίσει. Περαιτέρω προβάλλει τον ισχυρισμό ότι κανένας από τους μάρτυρες δεν αναφέρθηκε σε γεγονότα που συνιστούν, άμεσα ή έμμεσα ψυχική πίεση.

Ο εφεσείων επισημαίνει ότι η διατύπωση της θεραπείας στο αιτητικό μόνο, δεν επιτρέπει την εξέταση του θέματος το οποίο εγείρει. Ο προσδιορισμός στο κύριο σώμα της απαίτησης των γεγονό[*37]των που δικαιολογούν μια ή περισσότερες θεραπείες αποτελεί προϋπόθεση για την εξέτασή τους.

Συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων. Ο αποβιώσας μέχρι την 31.12.1993 ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου τεμάχιου.  Ο εφεσείων που είναι παιδί αδελφού του αποβιώσαντα αποπειράθηκε με τη χρήση γενικού πληρεξούσιου να μεταβιβάσει επ’ ονόματί του το κτήμα. Όταν το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού απέρριψε το γενικό πληρεξούσιο, εξασφάλισε την υπογραφή του αποβιώσαντα σε ειδικό πληρεξούσιο, ημερ. 2.12.1993.

Στις 3.12.1993 ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, μαζί με  κάποια δικηγορική υπάλληλο και το κτήμα μεταβιβάστηκε στο όνομά του, δυνάμει δωρεάς.  Κατά το χρόνο υπογραφής του ειδικού πληρεξούσιου ο αποβιώσας ήταν ηλικίας 83 περίπου χρόνων.

Είναι παραδεκτό ότι η εφεσίβλητη ενώ ακόμα ζούσε ο πατέρας της, στις 13.9.1994 διορίστηκε από το δικαστήριο διαχειρίστρια της περιουσίας του, γιατί κρίθηκε ότι ήταν διανοητικά ασθενής.  Μετά το θάνατό του στις 25.1.1995, διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας του.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένης και της περιόδου που υπογράφτηκε το ειδικό πληρεξούσιο, ο αποβιώσας υπέφερε από αρτηριοσκλήρωση των αγγείων του εγκεφάλου, γεροντική άνοια και πάρκινσον και γενικά δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις του, αφού δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλόν του.  Το πιο πάνω συμπέρασμα βάσισε στη μαρτυρία του γιατρού που παρακολουθούσε τον αποβιώσαντα περιοδικά από το τέλος του 1990 μέχρι τις αρχές του 1995.  Το Δικαστήριο δεν δέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αληθή και απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι κατά την περίοδο της υπογραφής του πληρεξούσιου ο αποβιώσας περπατούσε 4 χλμ την ημέρα, έψαλλε στην εκκλησία, μετέβαινε στη Λεμεσό και διεκπεραίωνε μόνος του τις δουλειές του και γενικά ότι εκείνη την περίοδο ήταν απόλυτα υγιής. 

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η πνευματική ικανότητα του αποβιώσαντα μεταξύ των ετών 1990 και 1994 ήταν επηρεασμένη, όχι μόνο λόγω ηλικίας, και πνευματικής και σωματικής κατάπτωσης, αλλά και λόγω των ασθενειών από τις οποίες υπέφερε. 

Όπως αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, στη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος αναφέρεται ότι η εγγραφή [*38]του κτήματος στο όνομα του εναγόμενου είναι άκυρη γιατί, μεταξύ άλλων, η μεταβίβαση έγινε με “αθέμιτο επηρεασμό” του αποβιώσαντος ο οποίος κατά το χρόνο της μεταβίβασης ήταν διανοητικά ασθενής και δεν είχε επίγνωση, συνείδηση ή συναίσθηση των πράξεών του.  Η ίδια διατύπωση και αναφορά σε “αθέμιτο επηρεασμό” γίνεται και στην παραγρ. 18Α της έκθεσης απαίτησης που συνιστά το αιτητικό.

Σωρεία νομολογίας, ήδη από πολύ νωρίς, επισημαίνει τη σημασία των δικογράφων (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180).  Είναι βασική αρχή ότι η μαρτυρία που προσάγεται για θέματα που δεν καλύπτονται από αυτά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή (Πουρίκκος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ.  507).

Η Δ.19, θ. 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επιβάλλει στο διάδικο την υποχρέωση να εκθέτει συνοπτικά όλα τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν και στηρίζουν την υπόθεσή του.  Οι πρόνοιες αυτές αποβλέπουν στον επακριβή προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και στον αποκλεισμό πιθανότητας αιφνιδιασμού του αντίδικου.  Η υποχρέωση για αποκάλυψη περιορίζεται στα ουσιώδη γεγονότα (Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319, 329).

Όταν εκδίδει την απόφασή του το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπ’ όψιν μόνο μαρτυρία που καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δεν συνάδει με αυτά. Τα επίδικα θέματα επί των οποίων καλείται να βασίσει την απόφασή του καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων (Πουρίκκος ν. Σάββα κ.ά., ανωτέρω, στη σελ. 517). Προσαχθείσα μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν.

Στην Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους, ανωτέρω, τονίστηκε ότι η διατύπωση και μόνο της θεραπείας δεν επιτρέπει την εξέταση του θέματος το οποίο εγείρει. Ο προσδιορισμός στο κύριο σώμα της απαίτησης των γεγονότων που δικαιολογούν μια ή περισσότερες θεραπείες αποτελεί προϋπόθεση για την εξέτασή τους. Η αρχή ότι η όποια αξίωση για θεραπεία προϋποθέτει πραγματικό υπόβαθρο στο σώμα της έκθεσης απαίτησης επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 16, 20.

Στην παρούσα περίπτωση ο όρος “αθέμιτος επηρεασμός” (undue influence), χρησιμοποιήθηκε τόσο στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος, όσο και στην αξίωση της έκθεσης απαίτησης. Στο σώμα δε της έκθεσης απαίτησης καταχωρούνται, με μεγάλη μάλιστα λεπτομέρεια, τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων η [*39]εφεσίβλητη στηρίζει την υπόθεσή της. 

Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η έκθεση απαίτησης στην παρούσα υπόθεση έχει πολλά να ζηλέψει από ένα σωστά συνταγμένο δικόγραφο, αλλά από την άλλη, δεν είναι ορθή η θέση ότι ο εφεσείων κατελήφθη εξ απροόπτου, ή δεν γνώριζε ποια είναι η υπόθεση που θα αντιμετώπιζε. 

Μπορεί να μη γίνεται λεπτομερής ανάλυση που θα καθιστούσε άμεμπτη την αναφορά σε αθέμιτο επηρεασμό, αλλά σε πλείονες της μίας περιπτώσεων αναφέρονται γεγονότα που δείχνουν ακριβώς αυτό τον επηρεασμό.  Τέτοια παραδείγματα είναι η παραγρ. 7 της έκθεσης απαίτησης όπου αναφέρεται ότι ο εφεσείων εκμεταλλευόμενος την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντα παρουσίασε πληρεξούσιο που εξασφάλισε με σκοπό τη μεταβίβαση του κτήματος, και η παραγρ. 16 όπου αναφέρεται ότι ο αποβιώσας καθόλου δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και την ικανότητα να αντιληφθεί τη σημασία τους, κατάσταση που ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε για να πετύχει τη μεταβίβαση επ’ ονόματί του, του κτήματος.  Αναφέρεται επίσης ότι ο αποβιώσας δεν είχε καθόλου ικανότητα σύναψης οποιασδήποτε συμφωνίας γιατί δεν είχε σώας τας φρένας. 

Περαιτέρω στις λεπτομέρειες δόλου αναφέρεται ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι ο αποβιώσας δεν μπορούσε να προβεί σε οιανδήποτε συμφωνία γιατί ήταν ψυχικά ασθενής και κυρίως, ότι εκμεταλλεύτηκε τη συγγένειά του με τον αποβιώσαντα.  Προβάλλεται επίσης και ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε την απουσία των παιδιών του αποβιώσαντα στο εξωτερικό. 

Έτσι βλέπουμε ότι εκτός από το χαλαρό, όπως χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο λεκτικό της παραγρ. 16, υπάρχουν και άλλα σημεία που δικαιολογούν την απόφαση του Δικαστηρίου να καταλήξει ότι ο ισχυρισμός για ψυχική πίεση ή αθέμιτο επηρεασμό εγείρεται στην έκθεση απαίτησης. Όλα τα στοιχεία και οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που απαιτούνταν για να αντιληφθεί ο εφεσείων την υπόθεση που είχε να αντιμετωπίσει, βρίσκονταν στο σώμα της έκθεσης απαίτησης.

Συμφωνούμε επίσης και με τη νομική ανάλυση στην οποία προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Πράγματι το άρθρο 10(1) του Κεφ.149 προϋποθέτει ότι για να είναι μια σύμβαση έγκυρη, καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι.  Σύμφωνα με το άρθρο 14 η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με εξαναγκασμό, ψυχική πίεση, απάτη, [*40]ψευδή παράσταση ή πλάνη.

Το άρθρο 16 προσδιορίζει τον όρο ψυχική πίεση και προβλέπει τα ακόλουθα:

“16(1)  Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία “ψυχικής πίεσης” όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2)  Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α)  έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή

(β)  καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3)  Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.”

Θα σταθούμε ιδιαίτερα στο άρθρο 16(2)(β). Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο δέκτηκε την ιατρική μαρτυρία και κατέληξε ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο αποβιώσας υπέφερε από αρτηριοσκλήρωση αγγείων του εγκεφάλου, γεροντική άνοια και πάρκινσον και ότι γενικά δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις του, αφού δεν μπορούσε να επικοινωνεί με το περιβάλλον του.

Το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης, φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί της θέλησης του άλλου, όταν το πρόσωπο αυτό συμβάλλεται και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν ότι είναι υπέρμετρα επαχθής (άρθρο 16(3)).  Το βάρος αυτό ο εφεσείων δεν κατάφερε να αποσείσει, αφού το Δικαστήριο απέρριψε πλήρως την εκδοχή του. 

[*41]Περαιτέρω, πολύ ορθά αναφέρει ότι η συναλλαγή από μόνη της είναι ετεροβαρής, αφού ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το κτήμα που είναι συμφωνημένης αξίας £12.000 του το δώρησε ο αποβιώσας, επειδή κατά καιρούς τον βοηθούσε με διάφορους τρόπους.  Σημειώνεται επίσης ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο αποβιώσας έτυχε οποιασδήποτε νομικής ή άλλης συμβουλής για τις συνέπειες υπογραφής του πληρεξούσιου (βλέπε Κεφάλας κ.ά. ν. Νικολάου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226).

Η εφαρμογή του δόγματος του αθέμιτου επηρεασμού, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας, σκοπό είχε να εξασφαλίσει ότι κανένας δεν θα επιτρέπεται να διατηρεί τα οφέλη του δόλου του ή της άδικής του πράξης (Chitty on Contracts, 27η Έκδοση, Τόμος 1ος, παραγρ. 7-042). 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Allcard v. Skinner [1887] 35 Ch. D. 145, 190, η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι περιορισμός που τίθεται στο δωρητή, αλλά εμπόδιο στη συνείδηση του αποδέκτη της δωρεάς, το οποίο βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον και στην ορθή συμπεριφορά. Όταν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού που ασκήθηκε άμεσα από το δωρεοδόχο για το σκοπό αυτό ή όπου οι σχέσεις μεταξύ του δωρητή και του δωρεοδόχου κατά το χρόνο της δωρεάς ή λίγο πριν από αυτή, είναι τέτοιες που να δημιουργούν τεκμήριο ότι ο δωρεοδόχος έχει επηρεάσει το δωρητή, το δικαστήριο ακυρώνει τη δωρεά.  Για να είναι έγκυρη θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η δωρεά συνιστούσε αυθόρμητη πράξη του δωρητή, ο οποίος ενεργούσε υπό περιστάσεις που τον καθιστούσαν ικανό να εκδηλώσει ανεξάρτητη βούληση και μόνο αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του δωρητή (κατά το Λόρδο Cotton L.J., στην υπόθεση Allcard v. Skinner, ανωτέρω).

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η πνευματική ικανότητα του αποβιώσαντα κατά το χρόνο υπογραφής του ειδικού πληρεξούσιου ήταν μειωμένη, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του θεράποντος ιατρού ο οποίος τον εξέταζε ανά τριμηνία περίπου. Σημειώνει ότι δεν προσδιορίστηκε πότε τον εξέτασε για τελευταία φορά, ενώ παρέλειψε να αναφερθεί με συγκεκριμένο τρόπο στη διανοητική κατάσταση του αποβιώσαντα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένη μαρτυρία για τη διανοητική κατάσταση του αποβιώσαντα κατά το χρόνο υπογραφής του πληρεξούσιου. Αντίθετα, αγνόησε τη μαρτυρία του κοινοτάρχη ο οποίος πιστοποίησε την ενώπιόν του υπογραφή από τον αποβιώσαντα [*42]του ειδικού πληρεξούσιου.

Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Η ιατρική μαρτυρία, την οποία το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αληθή, είναι καταπελτική επί του σημείου. Δεν αφήνεται καμιά αμφιβολία ότι κατά πάντα χρόνο μέσα στη χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει, ο αποβιώσας δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις του. Έτσι ο εφεσείων που ήταν σε θέση να κυριαρχήσει επί της θέλησης του αποβιώσαντα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η σύμβαση δεν έχει συναφθεί συνεπεία ψυχικής πίεσης. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι η ύπαρξη της υπογραφής του αποβιώσαντα στο ειδικό πληρεξούσιο από μόνη της, έστω και πιστοποιημένη από τον κοινοτάρχη, δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την πνευματική του κατάσταση.

Όσον αφορά τον τελευταίο λόγο έφεσης ότι δηλαδή το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 16(3) του Κεφ.149 που μεταθέτει στους ώμους του εφεσείοντα το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση που συνήφθη δεν ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης, νομίζουμε ότι έχει καλυφθεί με όσα έχουμε πει πιο πάνω.  Περιοριζόμαστε να προσθέσουμε ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι ο αποβιώσας ήταν τόσο καλά στην υγεία του και αφού έκρινε ότι οι τυχόν υπηρεσίες που ο εφεσείων δυνατόν να προσέφερε στον αποβιώσαντα ήταν ευτελείς σε σχέση με την υπέρμετρη αξία του δωρηθέντος κτήματος, δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα.  Πρόκειται περί μιας δωρεάς ακίνητου σημαντικής αξίας, χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα, συναλλαγή σαφώς επαχθής.

Έχει λεχθεί (Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602), ότι σε περίπτωση επαχθών συμβάσεων θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δωρητής ενεργούσε ελεύθερα από οποιαδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του. Στην ίδια υπόθεση τονίζεται επίσης ότι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να αποδείξει ο δωρητής ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης είναι η παρουσίαση μαρτυρίας ότι η εκχώρηση ήταν αποτέλεσμα λήψης  κατάλληλης και ανεξάρτητης νομικής συμβουλής. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο