Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Limited (2002) 1 ΑΑΔ 43

(2002) 1 ΑΑΔ 43

[*43]14 Iανουαρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

CHR. P. MICHAELIDES (ESTATES) LIMITED,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10954)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε ερήμην λόγω κακής επίδοσης του ειδικά οπισθογραφημένου με την απαίτηση κλητηρίου εντάλματος.

Εταιρείες ― Νομιμότητα επίδοσης κλητηρίου εντάλματος αγωγής σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ― Δ.5, θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Κατά πόσο η επίδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο εταιρείας συμφώνως προς τις διατάξεις του Άρθρου 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, είναι έγκυρη επίδοση.

Το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο η επίδοση του ειδικά οπισθογραφημένου με την απαίτηση κλητηρίου εντάλματος που έγινε στην εφεσίβλητη-εναγόμενη – η οποία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης – είναι έγκυρη.  Η εφεσείουσα-ενάγουσα επικαλέσθηκε το Άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 για να αποδείξει ότι το κλητήριο ένταλμα της αγωγής το οποίο “αφέθη στο εγγεγραμμένο γραφείον” στις 7.10.99 είχε επιδοθεί νόμιμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην περίπτωση επίδοσης κλητηρίου σε νομικό πρόσωπο, πρέπει να εγχειρίζεται το κλητήριο στον κατά τις διατάξεις της Δ.5, θ.7 εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, όπως τον πρόεδρο ή άλλο ψηλόβαθμο αξιωματούχο του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι η ερήμην απόφαση που είχε εκδοθεί εναντίον της εφεσίβλητης ήταν ακυρωτέα ex debito justitiae “λόγω κακής επίδοσης και παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των εναγομένων να πληροφορηθούν για τη διαδικασία που εγέρθηκε εναντίον τους”.

[*44]Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι:

1.  Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο.  Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί.  Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.  Το Άρθρο 30.1(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των “θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών” του Συντάγματος.

2.  Οι περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης δεν αφήνουν αμφιβολία για το παράτυπο της επίδοσης με βάση την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.  Αυτή ήταν και η αιτία, που η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής για να αμυνθεί όπως ήταν και η πρόθεσή της.  Ορθά λοιπόν παραμερίσθηκε η απόφαση εφόσον δεν προηγήθηκε έγκυρη επίδοση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Balm Maritime Co. v. Biochemie R.O.S.E. (1986) 1 C.L.R. 303,

Sekavin v. Ship Platon Ch. (1987) 1 C.L.R. 69,

Lexicon Shipping Co. Ltd v. Remontowa Gdansk Shiprepair yard (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1666.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 31/10/00 (Αρ. Αγωγής 6824/99) με την οποία αποδέχτηκε την αίτηση της εναγόμενης εταιρείας και ακύρωσε την εκδοθείσα εναντίον της στις 23/11/99 απόφαση λόγω παράλειψής της να καταχωρήσει εμφάνιση λόγω κακής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής.

Αντ. Τόκας και κα Τόκα, για την Εφεσείουσα.

Μ. Μοντάνιος, Κ. Ιωαννίδης και Δ. Κρονίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*45]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ιδωμένο υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρ. 30.1 και 30.3 (α) του Συντάγματος, αποτελεί τη λυδία λίθο της υπόθεσης.  Το δικονομικό δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια της χώρας, που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.1, περιλαμβάνει το δικαίωμα του διαδίκου: (α) να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους τον εγκαλούν στο δικαστήριο· και (β) να αναπτύξει σ’ αυτό τους ισχυρισμούς του [(άρθρ. 30.3 (α) και (β)].  Το άμεσα εγειρόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η επίδοση που έγινε, του ειδικά οπισθογραφημένου με την απαίτηση κλητηρίου εντάλματος, στην εφεσίβλητη-εναγόμενη, είναι έγκυρη.

Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η εφεσίβλητη είναι συγκροτημένη - και εγγεγραμμένη - ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.  Σύμφωνα με το αποδεικτικό της επίδοσης - ένορκο δήλωση από τον ιδιώτη επιδότη που διενήργησε την επίδοση - το κλητήριο ένταλμα της αγωγής “αφέθη στο εγγεγραμμένο γραφείον” στις 7/10/99.  Η ίδια ακριβώς φράση και η αυτή χρονολογία αναγράφονται στο πάνω δεξιό μέρος του κλητηρίου που επισυνάφθηκε στην ένορκο δήλωση του επιδότη.  Δεν υπάρχει υπογραφή παραλαβής.

Κατά την εισήγηση της εφεσείουσας-ενάγουσας αυτός είναι ο κατά νόμο επιτρεπόμενος τρόπος επίδοσης του δικογράφου σε νομικό πρόσωπο που, όπως η εφεσίβλητη, έχει τη μορφή μετοχικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.  Το επίμαχο άρθρ. 372, το οποίο βασικά επικαλείται η εφεσείουσα για να αποδείξει τη νομιμότητα της επίδοσης, προβλέπει ότι:

“Έγγραφο δύναται να επιδοθεί σε εταιρεία με την άφεση του ή με την αποστολή του ταχυδρομικώς στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας.”

Η διάταξη αποτελεί αντιγραφή του άρθρ. 437(1) του ομώνυμου αγγλικού νόμου του 1948. Η λέξη document (έγγραφο), που απαντάται στο άρθρο αυτό, περιλαμβάνει, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε από τα αγγλικά δικαστήρια και κλητήριο ένταλμα αγωγής.  Βλ. Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 6, παραγρ. 275 στη σελ. 131.  Διευκρινίστηκε περαιτέρω από την αγγλική νομολογία ότι η επίδοση είναι νομότυπη έστω και αν δεν καθορίστηκε σε ποιόν αφέθηκε το κλητήριο:  βλ. Annual Practice 1958, σελ. 115, το στοιχείο “Proof of Service”. Ο δικηγόρος της Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού (εφεσείουσας) πρόβαλε ακριβώς τα ισχύοντα στο αγγλικό [*46]δίκαιο για να προωθήσει τη θέση του ότι έχουν εκπληρωθεί, στην προκείμενη περίπτωση, οι προϋποθέσεις νομιμότητας της επίδοσης, που περιέχει η πανομοιότυπη διάταξη 372 του ημεδαπού εταιρικού δικαίου.

Χρειάζεται στο σημείο αυτό να εξετάσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανέκυψε το ζήτημα της εγκυρότητας της επίδοσης.  Η εφεσείουσα κίνησε την αγωγή της στο δικαστήριο Λεμεσού για την ανάκτηση ποσού £45.000 που προκατέβαλε, κατά τους ισχυρισμούς της, στην εφεσίβλητη, δυνάμει “προκαταρκτικής συμφωνίας”, όπως αποκαλείται στην αγωγή, ημερ. 20/11/97, για την αγορά δύο ακινήτων της εφεσίβλητης στη Λεμεσό.  Είναι δε η υπόθεση της εφεσείουσας ότι δεν υλοποιήθηκε η παραπάνω συμφωνία γιατί η αντισυμβαλλόμενη της αρνήθηκε να διαπραγματευθεί το ακριβές τίμημα πώλησης των ακινήτων.

Η αγωγή, που καταχωρήθηκε στις 28/9/99, επιδόθηκε στις 7/10/99, με τον τρόπο που έχουμε αναφέρει.  Στις 23/11/99 εκδόθηκε, ύστερα από σχετική αίτηση, απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για το παραπάνω ποσό, πλέον τόκοι και έξοδα της αγωγής.  Χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό οι διατάξεις της Δ.17 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού για ερήμην δίκες. Συγκεκριμένα, για το λόγο ότι η εφεσίβλητη, μετά από κανονική επίδοση, παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση.

Στη συνέχεια η εφεσίβλητη κατέθεσε αίτηση για ακύρωση της απόφασης, στηριζόμενη στις διατάξεις της Δ.17, θ.10.  Ο πρωτόδικος δικαστής, εξετάζοντας το επιχείρημα, που βασίζεται στην ταυτοσημία των δύο διατάξεων και την αγγλική νομολογία που αφορά το άρθρ. 437(1), παρατήρησε ουσιαστικά ότι η κυπριακή νομολογία είχε διαφορετική αντιμετώπιση, την οποία υπαγόρευσε η συνταγματική διάταξη του άρθρ. 30.3(α).  Πλαισίωσε δε το σκεπτικό της απόφασης του με τις υποθέσεις Balm Maritime Co. v. Biochemie R.O.S.E. (1986) 1 C.L.R. 303 (Στυλιανίδης Δ., όπως ήταν τότε), Sekavin v. Ship Platon Ch. (1987) 1 C.L.R. 69 (Πικής Δ., όπως ήταν τότε) και Lexicon Shipping Co. Ltd v. Remontowa Gdansk Shiprepair yard (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1666 (Νικήτας Δ.).

Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε ότι, προκειμένου για επίδοση κλητηρίου σε νομικό πρόσωπο, πρέπει να εγχειρίζεται το κλητήριο στον κατά τις διατάξεις της Δ.5, θ.7 εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, όπως τον πρόεδρο ή άλλο ψηλόβαθμο αξιωματούχο του. 

[*47]Το ουσιαστικό μέρος της Δ.5, θ.7 έχει ως εξής:

“Ιn the absence of any statutory provision regulating service of process upon a corporate body, service of an office copy of a writ of summons or other process on the president or other head officer, or on the treasurer or secretary of such body, or delivery of such copy at the office of such body, shall be deemed good service;”

Είναι σημαντικό ότι ο δικαστής προέβη σε εύρημα, με βάση το υλικό που του προσκομίστηκε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί με την έφεση, ότι πράγματι η εφεσίβλητη δε γνώριζε για την αγωγή που κατατέθηκε εναντίον της. Το πληροφορήθηκε όταν πήρε επιστολή του δικηγόρου της Μητρόπολης που την καλούσε να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της.  Γιαυτό λοιπόν ο πρωτόδικος δικαστής συμπέρανε ότι η απόφαση ήταν ακυρωτέα ex debito justitiae “λόγω κακής επίδοσης και παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των εναγομένων να πληροφορηθούν για τη διαδικασία που εγέρθηκε εναντίον τους.”

Το Δικαστήριο, παρά την απόφαση του αυτή, προχώρησε σε έρευνα της ουσίας αν, στην περίπτωση έφεσης, δεν γινόταν δεκτή η γνώμη του για το κύρος της επίδοσης.  Αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη αποκάλυψε υπεράσπιση σε αμφιλεγόμενα θέματα, ιδιαίτερα εκείνο της ταυτότητας της εταιρείας που είσπραξε το παραπάνω ποσό.  Ήταν δε αναγκαία η εκδίκαση τους σε κανονική δίκη.  Και, ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία, παραμέρισε την απόφαση και έδωσε οδηγίες για τη συνέχεια.

Ο κ. Τόκας έκαμε προσπάθεια διαφοροποίησης των παραπάνω αποφάσεων βασικά γιατί είναι πρωτόδικες αποφάσεις ναυτοδικείου, οι οποίες διέπονται από “τους σχετικούς κανονισμούς”.  Υπέβαλε πως, εν πάση περιπτώσει, η νομολογία, στην οποία βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, εκφράζει μόνο αμφιβολίες για τη συμβατότητα της νομοθετικής διάταξης (372) με τη συνταγματική [(30.1(α))]. Δεν πρέπει ωστόσο να επιτραπεί η επιφυλακτική αυτή στάση να αποδυναμώσει το θεσμό του “εγγεγραμμένου γραφείου” για σκοπούς επίδοσης. Θα προκύψουν δυσχέρειες στην επίδοση σε νομικά πρόσωπα. Περαιτέρω υπέβαλε ότι έχει εσφαλμένα ερμηνευθεί η Δ.5, θ.7. Όπως το διατυπώνει ο συνήγορος στο περίγραμμα αγόρευσης, που υιοθέτησε, “η Δ.5, θ.7 αναφέρεται σε παράδοση, ή πιο ορθά, άφεση του δικογράφου στο γραφείο νομικού προσώπου (delivery at the office of such body)”.  Εδώ η επίδοση ήταν καλή, εφόσο έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 372 και της [*48]Δ.5, θ.7. Παρατηρούμε ότι οι δύο λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα.  Και δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε λεξικά για να δείξουμε το νοηματικό της περιεχόμενο.

Δεν είναι ακριβές ότι οι σχετικοί κανονισμοί του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού [(καν. 20 και 21)], που διέπουν την επίδοση κλητηρίου σε ναυτικές αγωγές έχουν ουσιαστικές διαφορές από τη Δ.5, θ.7.  Οι ομοιότητες είναι εμφανείς και με ένα πρόχειρο βλέμμα. Στην Sekavin, ανωτέρω, αναφέρθηκε ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν την επίδοση δικαστικών εγγράφων, ιδιαίτερα οι προϋφιστάμενοι του Συντάγματος, πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρ. 30.3(α) και την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος που κατοχυρώνει.

Η απόφαση στη συνέχεια θεωρεί αμφίβολη την εφαρμογή του αρθρ. 372 στις δικαστικές διαδικασίες.  Προχωρεί ωστόσο να διατυπώσει θετική άποψη ότι το άρθρ. 372 δεν μπορεί να ρυθμίζει την επίδοση δικαστικών εγγράφων.  Αυτό είναι και το νόημα της απόφασης. Yπογραμμίζουμε την κρίσιμη σκέψη της απόφασης στη σελ. 76:

“If addressed to a legal entity, a corporation or a company, Rule 20 of the Admiralty Rules provides service must be effected in the manner provided by law for service of legal process upon them.  The relevant provisions of the Companies Law are those of s. 372 providing “a document may be served on a company by leaving it or sending it by post to the registered office of the company.” It is doubtful whether this rule applies to service of judicial proceedings.  If that were the case it would appear to me to fall short of complying with the provisions of Article 30.3 (a).”

Tο ίδιο πνεύμα επικράτησε και στην υπόθεση Lexicon, ανωτέρω.  Στην Balm Maritime Co., η επίδοση έγινε σύμφωνα με τη διάταξη 372. Το ναυτοδικείο εντούτοις ακύρωσε την απόφαση, που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων, καθοδηγούμενο από τη συνταγματική αρχή του άρθρ. 30.3.(α).

Δεν αμφιβάλλουμε για την ορθότητα των παραπάνω πρωτόδικων αποφάσεων και ότι το ζήτημα της κανονικής επίδοσης κλητηρίου σε αγωγή βάσιμα έχει συσχετισθεί με το άρθρ. 30.3(α) και (β), θα προσθέταμε, του Συντάγματος.  Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο.  Τότε μόνο [*49]του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.  Το άρθρ. 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των “θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών” του Συντάγματος.

Οι περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και η αχλύς που περιβάλλει την επίδοση - δεν είναι καν γνωστό το πρόσωπο  στο οποίο αφέθηκε το κλητήριο και η ιδιότητα του - δεν μας αφήνουν αμφιβολία για το παράτυπο της επίδοσης, με βάση την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση.  Αυτή ήταν και η αιτία, που η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής για να αμυνθεί, όπως ήταν και η πρόθεση της. Ορθά λοιπόν παραμερίστηκε η απόφαση εφόσον δεν προηγήθηκε έγκυρη επίδοση.  Η υπόθεση τελειώνει εδώ.  Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε αν καλά ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο